Όλα όσα έχει εξαγγείλει η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, μέσω του πρωθυπουργού και των αρμόδιων υπουργών, με ανοιχτό ή και με συγκαλυμμένο τρόπο έχουν την «ούγια» της ΕΕ, αποτελούν συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής και των μέτρων της προηγούμενης συγκυβέρνησης. Είναι διαφορετικά κλαδιά του ίδιου δέντρου που μεγαλώνει με λίπασμα την αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ.
Προς απόδειξη αυτής της εκτίμησης θα αναφέρουμε στη συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από το πρόγραμμα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και από τις μέχρι τώρα εξαγγελίες, που μέρα παρά μέρα τις αλλάζουν, κρατώντας όμως πάντα την ουσία, τη γραμμή που αποτελεί εξειδίκευση των κατευθύνσεων της ΕΕ. Οι προτάσεις της όπως εξαγγέλλονται περιορίζονται σε μέτρα κυρίως για την ακραία φτώχεια και σε ορισμένες επιμέρους ελαφρύνσεις, όπως η κατάργηση του εισιτηρίου των 5 ευρώ στις δημόσιες μονάδες υγείας, οι προσλήψεις 4.500 υγειονομικών κλπ. Αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό» των τεράστιων επιβαρύνσεων που έχουν υποστεί τα λαϊκά στρώματα την περίοδο της κρίσης και πριν από αυτήν, των τραγικών ελλείψεων και κενών των κρατικών μονάδων υγείας. Στο κυβερνητικό πρόγραμμα και στις εξαγγελίες δεν υπάρχει πουθενά, έστω και προοπτικά, η κατάργηση των μέτρων της περιόδου της κρίσης, όπου τα λαϊκά στρώματα υποχρεώθηκαν κυριολεκτικά σε αφαίμαξη και οι υγειονομικοί κυριολεκτικά σε κατάρρευση κι εξουθένωση. Αντίθετα, στις δηλώσεις του πρωθυπουργού κατά την επίσκεψή του στο υπουργείο Υγείας (2.4.2015), υπάρχει η σαφής δήλωση και η –για πολλοστή φορά– επιβεβαίωση, από τα πλέον επίσημα χείλη, στήριξης των ντόπιων φαρμακοβιομήχανων.
Ο ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΗΣ «ΚΟΠΗΣ» ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΑΙΑΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Ο πρώτος νόμος16 της κυβέρνησης «της Αριστεράς» είχε αυτό το περιεχόμενο για την ικανοποίηση των προπαγανδιστικών αναγκών της και για τη συγκάλυψη των αντιλαϊκών της σχεδιασμών. Στόχος του κυβερνητικού προγράμματος –όπως διατυπώθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις από την αναπληρώτρια υπουργό Θ. Φωτίου– είναι: «Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που είναι αποτέλεσμα των πολιτικών της λιτότητας και των μνημονίων που επιβλήθηκαν στη χώρα μας».
Ο θολός όρος «ανθρωπιστική κρίση» που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση συσκοτίζει συνειδητά το χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και τα αποτελέσματά της στα λαϊκά στρώματα, τα οποία πηγάζουν ακριβώς από αυτόν τον ίδιο το χαρακτήρα της και όχι από τη μορφή διαχείρισής της, όπως είναι οι «πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια» στα οποία αναφέρεται η υπουργός.
Ο νόμος για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» αφορά ορισμένες ελάχιστες και περιορισμένες παροχές-«πτωχοκομείου», που κατευθύνονται στοχευμένα σε συγκεκριμένες κατηγορίες και αριθμό ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ανέχειας, αδυνατώντας να καλύψουν τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης. Ταυτόχρονα παραμένουν οι τεράστιες απώλειες, δηλαδή η σχετική φτώχεια που βιώνει το σύνολο των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων. Διατηρούνται στο σύνολό τους οι όροι και οι αιτίες διαρκούς κι εντεινόμενης αναπαραγωγής τέτοιων φαινομένων.
Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που εξειδικεύει τον παραπάνω νόμο, τα εισοδηματικά όρια που θέτει η συγκυβέρνηση κυμαίνονται από 2.400 ευρώ ετήσιο εισόδημα για μεμονωμένο άτομο, έως 6.000 ευρώ για πολυμελή οικογένεια! Δηλαδή άτομα που ζουν με 200 ευρώ το μήνα ή νοικοκυριά που «ζουν» με 400 ή 500 ευρώ το μήνα! Σε αυτό το επίπεδο προσδιορίζει τη φτώχεια η συγκυβέρνηση, σε αυτούς εξαντλεί τη «γαλαντομία» της! Βέβαια στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναφερόταν ότι τα ποσοστά φτώχειας και παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα έχουν αγγίξει το 23% και το 28% αντίστοιχα. Αλλά με τους συγκεκριμένους όρους, προϋποθέσεις και κριτήρια που βάζει ο νόμος, ακόμα κι αυτές οι «παροχές πτωχοκομείου» δε χορηγούνται ούτε στα νοικοκυριά της εξαθλίωσης, των 400 ευρώ το μήνα. Για να μην αναφερθούμε στις χιλιάδες λαϊκές οικογένειες που εξακολουθούν να μην τα βγάζουν πέρα, που έχουν να επιλέξουν μεταξύ του τι θα πρωτοπληρώσουν κάθε φορά, τα φάρμακα ή τα τρόφιμα, το ρεύμα ή το πετρέλαιο, αλλά που αυτοί κατά την κυβέρνηση δεν είναι φτωχοί.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει και παγιώνει την εφαρμογή του αντεργατικού οπλοστασίου της προηγούμενης περιόδου.
Αυτό αποτυπώνεται και στο περιεχόμενο της νέας αντιλαϊκής συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και ΕΕ, στη λίστα των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο «e-mail Βαρουφάκη»17, όπου διατυπώνονται ανάμεσα σε άλλα οι ρητές δεσμεύσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ότι «οι ελληνικές αρχές θα επανεξετάσουν και θα ελέγξουν τις δαπάνες σε κάθε τομέα […] π.χ. κοινωνικά επιδόματα […] θα εφαρμόσουν νομοθεσία για την αναθεώρηση των δαπανών μη μισθολογικών επιδομάτων […] θα ελέγξουν τις δαπάνες για την Υγεία». Επίσης ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε προς τους «Ευρωπαίους εταίρους του» ότι «η μάχη κατά της ανθρωπιστικής κρίσης δεν έχει αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο».
Δηλαδή θα συνεχιστεί η πολιτική των περικοπών στα κοινωνικά επιδόματα (π.χ. οικογενειακά, αναπηρίας κλπ.) και των μειώσεων στις κρατικές δαπάνες για την Υγεία-Πρόνοια, εδραιώνοντας έτσι το καθεστώς των πετσοκομμένων κρατικών και ασφαλιστικών παροχών για όλους.
Αυτά τα μέτρα-«ψίχουλα» που προβλέπονται στο νόμο θα παρθούν με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος του, αφού τα ποσά που θα διατεθούν αποτελούν ένα μικρό μέρος των «ματωμένων πλεονασμάτων» από τα λαϊκά στρώματα, μέσω των περικοπών που παραμένουν σε πλήρη ισχύ. Ωφελημένοι –είτε άμεσα είτε έμμεσα– θα είναι επίσης οι επιχειρηματικοί όμιλοι (super market, αλυσίδες εστίασης), αφού η παροχή σε χρήμα (π.χ. μέσω καρτών σίτισης) θα καταλήξει σε αυτούς στο συντριπτικό της κομμάτι.
Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η δήλωση του Γ. Βαρουφάκη ότι «ο κόσμος δε ζητάει χρήματα, αλλά αξιοπρέπεια».
Πίσω λοιπόν από τους βαρύγδουπους τίτλους και τις διακηρύξεις περί «αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας» δεν μπορεί να κρυφτεί η συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής που οδηγεί στη μόνιμη αφαίμαξη του λαού και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά ούτε και τα φαινόμενα απόλυτης εξαθλίωσης. Παγιώνεται η κατάσταση όπου η φτωχή οικογένεια θα πληρώνει για την ακόμα φτωχότερη.
Πρόκειται για μέτρα σε πλήρη σύγκλιση με τις κατευθύνσεις της αντιλαϊκής στρατηγικής της ΕΕ, που κωδικοποιούνται στην «ενεργητική καταπολέμηση της φτώχειας», στη «δημιουργία κοινωνικών δικτύων ασφαλείας και αλληλεγγύης»18 για τα πιο ακραία φαινόμενα φτώχειας στα οποία έχει οδηγήσει η βάρβαρη πολιτική της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων, του κεφαλαίου.
Τα πολυδιαφημιζόμενα μέτρα του συγκεκριμένου νόμου συμπυκνώνονται στα εξής:
«1. Σε νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, παρέχεται για το έτος 2015 δωρεάν ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος για την κύρια κατοικία τους έως 300 Kwh μηνιαίως. Σε περιπτώσεις δικαιούχων των οποίων η παροχή είχε διακοπεί έως και την 31.01.2015 η παροχή επανασυνδέεται ατελώς και χωρίς καμία επιβάρυνση, οι δε ληξιπρόθεσμες οφειλές ρυθμίζονται».
Καταρχάς οι λαϊκές οικογένειες που αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες είναι πολύ περισσότερες από εκείνες που έχουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 4.800 ή 6000 ευρώ. Δεν καλύπτει ούτε καν τις οικογένειες που τώρα είναι ενταγμένες στα κριτήρια για το «κοινωνικό τιμολόγιο» της ΔΕΗ.
Επίσης, ακόμα και γι’ αυτούς που τους έχει κοπεί το ρεύμα και υπάγονται στις ρυθμίσεις του συγκεκριμένου άρθρου το χρέος τους δε διαγράφεται, παραμένει σε πλήρη ισχύ και απλά ρυθμίζεται και δεν πληρώνουν το τέλος σύνδεσης. Λες και μια οικογένεια που ζει με 400 ευρώ το μήνα μπορεί να καλύψει την όποια ρύθμιση κι αν γίνει.
Τέλος, η ποσότητα του δωρεάν ρεύματος που θα παρέχεται σε όσα νοικοκυριά υπαχθούν τελικά σε αυτήν τη ρύθμιση είναι ελάχιστη, δεν καλύπτει καν την εξασφάλιση των βασικών αναγκών μιας οικογένειας. Σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα καταναλώνει κατά μέσο όρο 13.994 Kwh το χρόνο για την κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών, δηλαδή 1.116 Kwh το μήνα. Επομένως ακόμα και αυτά τα νοικοκυριά που θα έχουν δωρεάν ρεύμα έως 300 Kwh το μήνα θα έχουν να επιλέξουν, π.χ. μεταξύ του αν θα ζεσταθούν, αν θα ανάψουν το θερμοσίφωνα, αν θα μαγειρέψουν ή θα ανάψουν το φως!
«2. Χορηγείται επίδομα ενοικίου σε έως 30.000 νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η παροχή χορηγείται για το έτος 2015 και δύναται να ανανεωθεί για το έτος 2016. Το παρεχόμενο επίδομα ενοικίου δεν υπερβαίνει τα 70 ευρώ ανά άτομο και τα 220 ευρώ ανά πολυμελή οικογένεια».
Μάλιστα, σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ, η επιδότηση ενοικίου αφορά χρονικό διάστημα 9 μηνών.
Το συγκεκριμένο μέτρο όχι μόνο δεν καλύπτει τον αριθμό των νοικοκυριών που αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις στεγαστικές τους ανάγκες σήμερα, αλλά είναι ακόμα πίσω και από την αντίστοιχη παροχή που υπήρχε σε συνθήκες πριν την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Για παράδειγμα, το 2008 επίδομα ενοικίου έπαιρναν από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) 111.373 δικαιούχοι κι επιπλέον ένας αριθμός υπερηλίκων που ήταν ανασφάλιστοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι του ΕΚΑΣ. Σήμερα η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα κουτσουρεμένα επιδόματα που θα δώσει σε 30.000 νοικοκυριά.
Επίσης με τη συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται ότι το ποσό της επιδότησης θα αποδίδεται στον ιδιοκτήτη και θα συμψηφίζεται με πιθανά χρέη του προς το κράτος. Δηλαδή το κράτος με το ένα χέρι θα δίνει και με το άλλο θα τα ξαναπαίρνει, με δεδομένο κιόλας ότι τα ακίνητα για τα οποία γίνεται λόγος είναι προφανώς χαμηλής αξίας και οι ιδιοκτήτες τους κατά κανόνα φτωχοί άνθρωποι, που τα νοικιάζουν για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και ως εκ τούτου έχουν χρέη σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.
«3. Χορηγείται για το έτος 2015 επιδότηση σίτισης σε φυσικά πρόσωπα που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Για τη χορήγηση της επιδότησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των εισοδημάτων των δικαιούχων από κάθε πηγή. Η επιδότηση σίτισης παρέχεται με εκπτωτικά κουπόνια ή άλλο ηλεκτρονικό τρόπο».
Το ύψος της επιδότησης θα είναι 70 ευρώ το μήνα για το μεμονωμένο άτομο, προσαυξανόμενο κατά 30 ευρώ για κάθε μέλος της οικογένειας, και σε κάθε περίπτωση έως 220 ευρώ το μήνα, σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ. Δηλαδή η κυβέρνηση υπόσχεται στην κυριολεξία ένα πιάτο φαΐ σε οικογένειες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, βάζοντας από πάνω και περιοριστικούς όρους.
Προβλέπονται επίσης στο συγκεκριμένο νόμο η παροχές ασθενείας σε είδος για ανέργους, υποαπασχολούμενους κλπ.
Με τις συγκεκριμένες διατάξεις η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παρατείνει για ένα έτος ακόμα αποφάσεις και ρυθμίσεις της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ (αυτές που προέβλεπε ο νόμος Βρούτση, 1753/2014)19.
Για τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ προβλέπεται η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όσους διέκοψαν την άσκηση του επαγγέλματός τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν οφειλές προς το Ταμείο τους ή τις έχουν ρυθμίσει και τηρούν τη ρύθμιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο πιο πίσω και από προηγούμενες ρυθμίσεις είναι τα «νέα» μέτρα είναι το ότι η διοίκηση του ΟΑΕΕ είχε αποφασίσει (3.7.2014) τη δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέχρι 28.2.2015 στους επαγγελματίες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις εισφορές τους ή έκλεισαν τα μαγαζιά τους, καθώς και τη δυνατότητα να μπορούν να νοσηλευτούν δωρεάν σε κρατικά νοσοκομεία. Τώρα, αυτή η παροχή ισχύει μόνο αν δε χρωστάνε ή τηρούν τη ρύθμιση.
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση συνεχίζει να κοροϊδεύει για τα περί δήθεν Δημόσιας και Δωρεάν Υγείας.
Τα μέτρα αποτελούν συνέχεια και πιστό αντίγραφο προηγούμενων κρατικών κι ευρωπαϊκών προγραμμάτων που εφαρμόζονταν τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν μέσω δήμων, Περιφερειών, ΜΚΟ, Εκκλησίας και άλλων «φιλανθρωπικών» οργανώσεων, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλα κράτη της ΕΕ, για παροχή ελάχιστων και ανεπαρκέστατων παροχών, με ημερομηνία λήξης, που ανακυκλώνουν τη φτώχεια και τη μιζέρια, συνηγορώντας παραπέρα στην έκπτωση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Έτσι, όχι μόνο καλλιεργείται η λογική της συναίνεσης, αλλά επιδιώκεται η ενεργητική στήριξη του λαού για τη συνέχιση αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, να προσφέρει τελικά «χείρα βοηθείας» στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που αναπαράγει φτωχούς, ανέργους κι εξαθλιωμένους.
Στα άρθρα του νόμου που αφορούσαν την ακραία φτώχεια υπήρξε συμφωνία απ’ όλα τ’ άλλα κόμματα. Ήταν «λαλίστατα» στις τοποθετήσεις τους στη Βουλή για την ακραία φτώχεια, ταυτόχρονα όμως είχαν «σιγή ασυρμάτου» για τα διευρυμένα στρώματα που έχουν ενταχτεί στην κατηγορία της σχετικής φτώχειας, όπως επίσης ήταν «λαλίστατα» στην έκφραση της αγωνίας τους για την εξασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής», ως προϋπόθεση για την αναθέρμανση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου και τα επίσημα στοιχεία κρατικών οργανισμών είναι αποκαλυπτικά ως προς το ποιοι είναι και πού βρίσκονται οι φτωχοί. Το ποσοστό της ανεργίας (1ο τρίμηνο του 2014) ανέρχεται στο 26,6% και της ανεργίας των νέων στο 52%. Από αυτούς επιδοτείται μόλις το 12,5%.
Αυτή είναι η αυταπόδεικτη και καταγεγραμμένη φτώχεια, που κατά τα άλλα η κυβέρνηση ψάχνει τρόπους να την ανακαλύψει (όπως ανέφερε η υπουργός κατά τη διάρκεια της συζήτησης των προγραμματικών δηλώσεων), αλλά και που αυτή ακόμα δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του κυβερνητικού νομοσχεδίου.
Πολύ περισσότερο φυσικά που δε γίνεται καν λόγος για τις χιλιάδες εργαζομένων με τους πετσοκομμένους μισθούς, την απληρωσιά, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Για τις χιλιάδες των συνταξιούχων με τις άθλιες συντάξεις που από αυτές ζουν παιδιά κι εγγόνια. Για τις χιλιάδες των μακροχρόνια ανέργων, των υποαπασχολούμενων που δεν καταγράφονται, με τις κακοπληρωμένες, ολιγόμηνες και ανασφάλιστες δουλειές, τα ευρωενωσιακά προγράμματα για τη νεολαία και τις γυναίκες.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
1. Η γαλαντομία της νέας συγκυβέρνησης για μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα έχει αποδέκτες όσους βρίσκονται στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό και για ορισμένες –απροσδιόριστες μέχρι τώρα κατηγορίες– χρονίως πασχόντων. Για τους άλλους ασθενείς λέει ότι θα «εξεταστεί» η σταδιακή μείωση της μεσοσταθμικής συμμετοχής τους στη φαρμακευτική δαπάνη από το 32% που είναι σήμερα, στο 14% που ήταν προ «μνημονίου».
Πουλάει «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Πρώτο ψέμα είναι ότι η μεσοσταθμική συμμετοχή των ασφαλισμένων για φάρμακα το 2009 ήταν 9% και όχι 14% που λέει σήμερα ο υπουργός Υγείας. Μάλιστα, σε αυτό το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στις πληρωμές συμπεριλαμβάνονταν και τα εκατοντάδες φάρμακα που συνταγογραφούνται, αλλά σήμερα δεν αποζημιώνονται καθόλου από τα ασφαλιστικά ταμεία. Δηλαδή οι ασθενείς πλήρωναν λιγότερα ποσά γιατί τα ασφαλιστικά ταμεία αφενός αποζημίωναν περισσότερα είδη φαρμάκων απ’ ό,τι σήμερα και αφετέρου ήταν διαφορετικός τόσο ο τρόπος υπολογισμού της συμμετοχής όσο και το ποσοστό συμμετοχής των ασθενών απ’ ό,τι σήμερα. Γι’ αυτό, ενώ μειώθηκε η λιανική τιμή σε μεγάλο αριθμό φαρμάκων, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν περισσότερα χρήματα!
Έτσι, ακόμα και να μειωθεί η μεσοσταθμική συμμετοχή των ασθενών στο 14%, αυτό δε σημαίνει ότι θα πληρώνουν λιγότερα χρήματα για τα φάρμακα που χρειάζονται. Διότι αυτή η μείωση της μεσοσταθμικής συμμετοχής των ασθενών στα όλο και λιγότερα φάρμακα που αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία δεν μπορεί να καλύψει τα όλο και περισσότερα φάρμακα που πληρώνουν εξολοκλήρου οι ίδιοι οι ασθενείς. Είναι «ισοδύναμο κόλπο» με αυτό της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, που οδηγεί στην οικονομική αιμορραγία των ασθενών για να μειωθεί η κρατική και ασφαλιστική φαρμακευτική δαπάνη.
Συγκεκριμένα, το 2009 το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία (δημόσια φαρμακευτική δαπάνη) πλήρωσαν 5,2 δισεκατομμύρια για φάρμακα και οι ασφαλισμένοι ως συμμετοχή πλήρωσαν 524 εκατομμύρια. Το 2014 οι αντίστοιχες δαπάνες ήταν 2,2 δισεκατομμύρια και 750 εκατομμύρια. Δηλαδή κράτος και ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν κατά 57,7% λιγότερο, ενώ οι ασφαλισμένοι –που ήταν κατά πολύ λιγότεροι, αφού αυξήθηκαν κατά πολύ οι ανασφάλιστοι– πλήρωσαν ως συμμετοχή κατά 43,1% περισσότερο.
Επιπλέον των πιο πάνω ποσών, οι ασθενείς πλήρωσαν από την τσέπη τους για φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία το 2009 776 εκατομμύρια και το 2014 890 εκατομμύρια. Δηλαδή κατά 14,6% περισσότερα.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της αντιλαϊκής πολιτικής στο φάρμακο που εφαρμόστηκε την τελευταία 10ετία στο όνομα της καταπολέμησης της «σπατάλης», του «νοικοκυρέματος» και του «εξορθολογισμού» των δαπανών. Από τα στοιχεία που παραθέτουμε –υπάρχουν και άλλα πολλά– αποδεικνύεται ότι με τα παραπάνω επιχειρήματα επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν τα λαϊκά δικαιώματα (π.χ. τα μέτρα αύξησης της συμμετοχής των ασθενών στα φάρμακα πάρθηκαν στο όνομα της υπερκατανάλωσης φαρμάκων). Εξάλλου, όλα τα μέτρα που πήραν όλες οι κυβερνήσεις για να χτυπήσουν τη διαφθορά –στο βαθμό και στην έκταση που υπάρχει– πάντα οδηγούσαν στη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος και στον περιορισμό των κρατικών δαπανών και παροχών. Η διαφθορά είναι σύμφυτη με το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, γεννιέται και αναπαράγεται από αυτό και γι’ αυτό τα όποια μέτρα για την αντιμετώπισή της, από τη στιγμή που κινούνται «εντός των τειχών», δεν είχαν, ούτε πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα.
Ο υπουργός εξήγγειλε ότι προετοιμάζει το μέτρο για τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός τους. Ουσιαστικά την ενδεχόμενη μείωση των πληρωμών, π.χ. σε περιπτώσεις ακραίας φτώχειας των 400 ευρώ το μήνα, θα την φορτώσει να την πληρώσουν οι υπόλοιποι των 800 ευρώ το μήνα, με αύξηση της συμμετοχής τους. Αυτό προμηνύει ο καθορισμός της συμμετοχής για την αγορά φαρμάκων με βάση εισοδηματικά κριτήρια και με δεδομένη τη δραστική κρατική περικοπή (σημερινό πλαφόν 2 δισ. ευρώ) για τη φαρμακευτική δαπάνη. Είναι η αναδιανεμητική πολιτική «μοιράσματος» της φτώχειας και των περικοπών.
Για να υπάρξει άμεσα έστω μια μικρή ανακούφιση στη φαρμακευτική δαπάνη που πληρώνουν οι ασθενείς, ως ελάχιστα μέτρα θα έπρεπε να είναι η ένταξη στον κατάλογο των αποζημιούμενων φαρμάκων όλων αυτών που σταδιακά εξαιρέθηκαν τα τελευταία χρόνια, η κατάργηση των διατάξεων που επιβάλλουν στους ασθενείς να πληρώνουν τη διαφορά μεταξύ ασφαλιστικής και λιανικής τιμής, όπως επίσης και η κατάργηση της συμμετοχής στα φάρμακα. Η συγκυβέρνηση όμως δεν το κάνει, διότι αυτά αντιστρατεύονται την πολιτική της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους» και των κρατικών δαπανών.
2. Η συγκυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση του εισιτηρίου των 5 ευρώ για εξέταση στις δημόσιες μονάδες υγείας (νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και Πολυϊατρεία του ΠΕΔΥ) και στην κάλυψη υγείας των ανασφάλιστων.
Όμως δεν είπε τίποτα για τις εξετάσεις, θεραπείες, υγειονομικό υλικό (σύριγγες, ουροσυλλέκτες κλπ. για χρόνια πάσχοντες) που πετάχτηκαν έξω από τον κανονισμό παροχών που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ και πληρώνονται εξολοκλήρου από τους ασθενείς, ακόμα και στο δημόσιο τομέα. Επίσης δε λέει κουβέντα για τη συμμετοχή των ασθενών στις πληρωμές για εργαστηριακές εξετάσεις και νοσηλεία στον ιδιωτικό τομέα που εξαναγκάζονται να καταφεύγουν, επειδή στο δημόσιο δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Όλες αυτές οι πληρωμές ισχύουν και για τους ανασφάλιστους.
Σήμερα οι ανασφάλιστοι που τους έχει δοθεί η δυνατότητα φαρμακευτικής περίθαλψης (υπουργική απόφαση Βορίδη) αγοράζουν τα φάρμακα με τους ίδιους όρους με τους ασφαλισμένους. Δηλαδή πληρώνουν και αυτοί κανονικά τα ποσά που αντιστοιχούν για φάρμακα ανάλογα με την ασφαλιστική τιμή, τα ποσοστά συμμετοχής και το συνταγόσημο του 1 ευρώ. Βέβαια η κυβέρνηση αυτό το μέτρο το προπαγανδίζει ως το «άκρον άωτον» της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, όμως δε θέλει ούτε ν’ ακούει για τη δωρεάν παροχή που είναι το πραγματικά δίκαιο για το λαό, όταν αναγκάζεται να πληρώνει για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη από χίλιες δυο μεριές και άμεσα και έμμεσα (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κλπ.).
Η κατάργηση του χαρατσιού των 5 ευρώ, αλλά και η εξαγγελία για την κατάργηση του 1 ευρώ για τις συνταγές των φαρμάκων έχουν και «αστερίσκους» που παραπέμπουν στο αρχαίο ρητό «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες». Ο υπουργός Υγείας δήλωσε σε συνέντευξή του στις 3 Φλεβάρη για την κατάργηση των χαρατσιών αυτών: «Είναι ένα θέμα. Θα δούμε πώς θα βρούμε τα “λεγόμενα ισοδύναμα”». Δηλαδή ψάχνουν να βρουν με ποιον άλλο τρόπο θα πληρώσει ο λαός τα 130 εκατομμύρια στα οποία αντιστοιχούν τα δύο αυτά χαράτσια, προκειμένου να μη διαταραχτεί η πολιτική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών». Στην ουσία αυτό που θέτει η κυβέρνηση είναι το πώς θα πληρώσει ο λαός και όχι αν θα πληρώσει.
Υπάρχει και η εμπειρία από τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν η προηγούμενη συγκυβέρνηση επιχείρησε να καθιερώσει το χαράτσι των 25 ευρώ για την εισαγωγή των ασθενών στα κρατικά νοσοκομεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ «χτύπαγε νταούλια» για το νεοφιλελεύθερο και μνημονιακό μέτρο, ότι είναι απαράδεκτες οι πληρωμές των ασθενών «την ώρα της ανάγκης». Όταν όμως η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ έφερε σε αντικατάσταση του χαρατσιού το «ισοδύναμο» μέτρο αύξησης στο φόρο καπνού, ο ΣΥΡΙΖΑ κρέμασε τα νταούλια και αγωνιούσε αν αυτός ο φόρος θα πηγαίνει πράγματι για την υγεία. Δηλαδή η διαφορά του είναι σε ποιο ταμείο θα πληρώνουν ο λαϊκές οικογένειες, αν θα πληρώνουν πριν αρρωστήσουν ή την «ώρα της ανάγκης».
Η νέα συγκυβέρνηση, με το μέτρο αυτό που έχει εξαγγείλει, ουσιαστικά επιδιώκει να συγκαλύψει ότι οι λαϊκές οικογένειες θα συνεχίσουν να πληρώνουν τεράστια ποσά για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη και μαζί με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ να χρηματοδοτούν τα «ψίχουλα υγείας» που δίνει το κράτος στους εξαθλιωμένους. Η πολιτική της, με ορισμένα διαφορετικά εργαλεία, κινείται στο γνωστό «μότο» του «μοιράσματος της φτώχειας». Με αυτό τον τρόπο χρηματοδοτήθηκε από την προηγούμενη συγκυβέρνηση η «ελεύθερη πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες μονάδες υγείας» και στην αντίστοιχη περπατησιά βαδίζει και η σημερινή.
3. Στις κυβερνητικές εξαγγελίες, και μάλιστα διά στόματος πρωθυπουργού, περιλαμβάνονται 4.500 προσλήψεις ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού.
Έχει σημασία ότι αυτές τις προσλήψεις τις καθορίζει με κριτήριο τη «σωτηρία» των δημόσιων νοσοκομείων, τις «άμεσες» ανάγκες τους. Δηλαδή προσλήψεις που δεν αναπληρώνουν την τεράστια μείωση του προσωπικού των τελευταίων χρόνων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες για να λειτουργήσει το δημόσιο σύστημα υγείας προς όφελος του λαού. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μόνο για να λειτουργήσουν τα κλειστά κρεβάτια (200) των ΜΕΘ - ΜΑΦ απαιτούνται τουλάχιστον 800 νέοι νοσηλευτές. Έτσι, αυτές οι προσλήψεις θα εξασφαλίζουν απλά την ελάχιστη, ανεπαρκή κι επικίνδυνη για ασθενείς και υγειονομικούς στελέχωση.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού Υγείας ένα μέρος τους θα είναι «επικουρικό» προσωπικό, ενδεχομένως και εργαζόμενοι με «μπλοκάκι», δηλαδή προσωρινοί εργαζόμενοι, που δε «στοιχίζουν» στον κρατικό προϋπολογισμό, αφού πληρώνονται από τα έσοδα των κρατικών νοσοκομείων από τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και απευθείας από τους ασθενείς.
4. Η συγκυβέρνηση άνοιξε και πάλι τη συζήτηση για την αντικατάσταση των ασφαλιστικών εισφορών στον κλάδο Υγείας από τη γενική φορολογία.
Κάτι αντίστοιχο έχει προβληθεί κατά καιρούς και από άλλους, όπως ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ που δήλωνε: «Η οικονομική συγκυρία καθιστά τις ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΕΟΠΥΥ παρακινδυνευμένες κι επισφαλείς. Μια εναλλακτική πρόταση αποτελεί η εισαγωγή κοινωνικού ασφαλιστικού φόρου, “κοινωνικού ΦΠΑ”, μέσω της αντικατάστασης μέρους των ασφαλιστικών εισφορών από έσοδα που προέρχονται από το ΦΠΑ».
Γενικά με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας να γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω της πληρωμής ειδικού φόρου από τα λαϊκά στρώματα, για να ελαφρυνθεί από τις πληρωμές-εισφορές το κράτος και η εργοδοσία.
5. Στο κυβερνητικό πρόγραμμα και στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού (2.4.2015) αναφέρεται η επιλογή για τη στήριξη της ελληνικής καπιταλιστικής φαρμακοβιομηχανίας, ως μοχλού ανάπτυξης συνολικά της οικονομίας.
Στην ουσία –και παρά τις αναφορές του για το φάρμακο ως «κοινωνικό αγαθό»– στηρίζει την παραγωγή του φαρμάκου-εμπόρευμα, και μάλιστα προωθεί την ενίσχυση του πρωταγωνιστικού ρόλου του ελληνικού κεφαλαίου στον κλάδο. Είναι γνωστή η αντιπαράθεση που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ με την προηγούμενη συγκυβέρνηση, με αφορμή τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων, που η βάση της ήταν ποιο τμήμα του κεφαλαίου –ντόπιο ή πολυεθνικό– που δραστηριοποιείται στη φαρμακοβιομηχανία θα ωφεληθεί. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ανοιχτή στήριξη των ντόπιων φαρμακοβιομηχάνων στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας αναδεικνύει το «δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Με τα δεδομένα αυτά, η προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτική ενίσχυσης των ποιοτικών γενόσημων φαρμάκων και της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής ποιοτικού φαρμάκου καθιστά σκέτη δημαγωγία τα περί φαρμάκου-«κοινωνικού αγαθού». Άλλωστε είναι γνωστές οι «περαντζάδες» και οι υποσχέσεις του υπουργού Υγείας και του αναπληρωτή του στις διάφορες συγκεντρώσεις που διοργανώνουν οι φαρμακοβιομήχανοι στις οποίες ανανεώνουν τη στήριξη της κυβέρνησης προς αυτούς και αντίστοιχα οι φαρμακοβιομήχανοι προς την κυβέρνηση.
6. Η συγκυβέρνηση άνοιξε το θέμα σχετικά με το ζήτημα των «Κλινικών Μελετών» στα κρατικά νοσοκομεία από τη φαρμακοβιομηχανία.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του υπουργείου Υγείας (27.2.2015), θα επιδιωχτεί η διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας με τους φαρμακοβιομηχάνους, το οποίο ανάμεσα στα άλλα θα προβλέπει τη δέσμευσή τους για διενέργεια κλινικών μελετών που θα αποφέρουν τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ. Οι επενδύσεις σ’ αυτό τον τομέα το 2014 ήταν 80 εκατομμύρια ευρώ.
Υπάρχει ως προς αυτό κατεύθυνση της ΕΕ με στόχο «να επιστρέψει εντός των κρατών της ΕΕ ένα 30% των επενδύσεων που έχουν γίνει στον τομέα αυτό σε κράτη εκτός ΕΕ» (κυρίως στην Ασία).
Οι κλινικές μελέτες της φαρμακοβιομηχανίας με αξιοποίηση των υποδομών και του προσωπικού των κρατικών νοσοκομείων έχει νομοθετηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Πέραν των άλλων, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση και ως δυνατότητα τα κρατικά νοσοκομεία να εξασφαλίσουν έσοδα από την πώληση των υπηρεσιών τους προς τη φαρμακοβιομηχανία.
Με τον τρόπο αυτό, υπάρχει το θέμα να μπουν πιο άμεσα οι κρατικές μονάδες υγείας στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Να γίνει ακόμα βαθύτερη η εξάρτηση της έρευνας από τους ομίλους και το κριτήριο του κέρδους να ενισχύσει τον προσανατολισμό των προτεραιοτήτων σε τομείς που δεν αντιστοιχούν με τις κοινωνικές ανάγκες. Να ενισχυθεί η εξάρτηση της δουλειάς των επιστημόνων από τους ομίλους, όπως επίσης και η εξαγορά ενός τμήματος των γιατρών και άλλων υγειονομικών κλπ., οι οποίοι θα έχουν άμεσο οικονομικό όφελος.
Επίσης εντοπίζουμε τον υπαρκτό κίνδυνο άνθρωποι να μετατραπούν σε πειραματόζωα, ιδιαίτερα στις συνθήκες φτώχειας που ζει ένα μεγάλο τμήμα του λαού, όπως η ιστορική πείρα έχει δείξει, αν οι όροι και οι προϋποθέσεις, οι έλεγχοι κλπ. δεν είναι αυστηροί (όσο αυτό μπορεί να διασφαλιστεί) για την εφαρμογή των κλινικών μελετών.
Επισημαίνουμε την πλευρά ποιον υπηρετεί αυτή η ανάπτυξη και σε αυτήν τη βάση τους κινδύνους που ενέχει, χωρίς φυσικά να αμφισβητούμε αυτή καθαυτή την ανάγκη των κλινικών μελετών. Υπάρχει ιστορική πείρα από τον τρόπο πραγματοποίησης των κλινικών μελετών και πώς αυτές αξιοποιήθηκαν από τη φαρμακοβιομηχανία. Πείρα αρνητική από καπιταλιστικές χώρες, αλλά και θετική από χώρες που οικοδόμησαν το σοσιαλισμό με κριτήριο την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων για ίαση από τις ασθένειες όσο σπάνιες και αν ήταν, και όχι με κριτήριο το κέρδος όπως στον καπιταλισμό που υπονομεύει όχι μόνο την υγεία, αλλά ακόμα και τη ζωή των εργαζομένων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑΚΑΙ ΤΑ «ΔΙΚΤΥΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ»
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την επιχειρηματική δράση στο χώρο της Υγείας αποτελεί βασικό κριτήριο για να κριθεί ο χαρακτήρας του συστήματος Υγείας που υποστηρίζει και προωθεί ως συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ.
Δεν αναφέρει την κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης ούτε ως στρατηγικό στόχο, ούτε φυσικά στο κομμάτι των άμεσων στόχων. Λέει για διαχωρισμό δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και λήψη μέτρων ελεγκτικού-ρυθμιστικού χαρακτήρα. Υποστηρίζει δηλαδή τους ενιαίους κανόνες στη λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ενισχύει τις δόσεις των αυταπατών περί ελέγχου της ανάπτυξης και του τρόπου λειτουργίας του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Εισάγει την αυταπάτη ότι η επιχειρηματική δράση και το κεφάλαιο μπορούν να μπουν υπό το καθεστώς του «κοινωνικού ελέγχου». Πρόκειται για επαναφορά παλιότερων απόψεων της σοσιαλδημοκρατίας, όπως του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι οποίες, ακόμα και αυτές, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι θέσεις και τα αντίστοιχα μέτρα εγκαταλείφθηκαν από την «παλιά» σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) τα προηγούμενα χρόνια –που ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα παίρνει τη θέση της– διότι δε «χωρούσαν» στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στο προεκλογικό πρόγραμμά του αναφέρει ότι «βάση για το νέο σύστημα ΠΦΥ θα αποτελέσουν οι δημόσιες μονάδες υγείας που υπάρχουν ήδη και υπολειτουργούν […] θα αξιοποιηθούν επίσης και άλλες δομές που ήδη λειτουργούν, υποκαθιστώντας το έλλειμμα υπηρεσιών που θα έπρεπε να παρέχονται από το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως […] κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία…»20.
Επίσης σε παλιότερη ομιλία για την «αλληλεγγύη» και το «κοινωνικό κράτος», ο σημερινός πρωθυπουργός σημείωνε: «Η επιλογή για ενίσχυση της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας με αξιοποίηση […] των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν αποσκοπεί μόνο στην ανακούφιση των πολιτών, αλλά σηματοδοτεί και την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για καινούργιες μορφές κοινωνικής δράσης…»21.
Η πολιτική αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίστοιχη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ελλάδα και διεθνώς, για το «κοινωνικό κράτος» που θα λειτουργεί με τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα σε συνεργασία με τον «τρίτο τομέα της οικονομίας», την «κοινωνική οικονομία», η οποία έχει διάφορες μορφές στην εφαρμογή της. Στη βάση αυτής της πολιτικής προτείνουν παντού μορφές συνεταιριστικοποίησης, εθελοντισμού, «κοινωνικές επιχειρήσεις», «κοινωνικά ιατρεία» κλπ. Τη συμμετοχή σε αυτές τις μορφές την θεωρούν κομμάτι του κινήματος. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λειτουργική διασύνδεση των «κοινωνικών ιατρείων-φαρμακείων» με τις δημόσιες δομές υγείας-πρόνοιας ως «άμεσο μέτρο της κυβέρνησης της Αριστεράς». Ουσιαστικά αξιοποιεί τον «εθελοντισμό των κοινωνικών ιατρείων, φαρμακείων κλπ.» ή άλλα ευρωενωσιακά προγράμματα για «κοινωνική εργασία» κλπ., προκειμένου να μη στοιχίζει στο κράτος ακόμα και η παροχή των ελάχιστων κοινωνικών υπηρεσιών για εξαθλιωμένους. Ταυτόχρονα αξιοποιεί αυτές τις μορφές ως προθάλαμο για τη μετατροπή τους σε «κοινωνικές επιχειρήσεις» (ΚΟΙΝΣΕΠ) στη βάση της «νέου τύπου επιχειρηματικότητας».
Πρόκειται για πολιτική που αποσκοπεί στη θεσμοθέτηση τέτοιων δραστηριοτήτων που θα παρέχουν υποτυπώδεις φτηνές υπηρεσίες για τους εξαθλιωμένους με αξιοποίηση ανέργων που θα τους οργανώνει ως «συνεταιρισμένους επιχειρηματίες».
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ (Σεπτέμβρης 2014): «Η ανάπτυξη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας έχει για μας στρατηγική σημασία … έχουμε ένα νέου τύπου εργαζόμενο στον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης … έχει υπάρξει εργαζόμενος, έχει υπάρξει απολυμένος, θα έχει καταρτιστεί από κάποιο σεμινάριο, ξέρει ξένες γλώσσες και να χειρίζεται υπολογιστή ... Ο ρόλος όλου αυτού του δυναμικού δεν είναι να ζητάει από το κράτος, αλλά να ενεργοποιηθεί το ίδιο, να δημιουργεί συλλογικότητες, νέου τύπου επιχειρηματικές δραστηριότητες. Και ήδη έχουμε θετικά παραδείγματα, σε όλη την Ελλάδα αναπτύσσονται κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά σχολεία και άλλες ποικίλες δραστηριότητες, π.χ. εμπόριο χωρίς μεσάζοντες...».
Αυτήν την πολιτική προωθεί και με την προγραμματική του θέση για την κατάργηση των εργολάβων που έχουν αναλάβει τις υποστηρικτικές υπηρεσίες στα δημόσια νοσοκομεία. Γι’ αυτές τις υπηρεσίες ο ΣΥΡΙΖΑ προγραμματίζει την απεμπλοκή τους από ιδιωτικές εργολαβίες και ανάληψή τους από «πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας», δηλαδή με καθεστώς όπως της «κοινωνικής εργασίας», των «κοινωνικών συνεταιρισμών» και των ΜΚΟ.
Πρόκειται για πολιτική που προωθείται χρόνια τώρα από την ΕΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για αντικατάσταση της σημερινής μορφής επιχειρηματικής δράσης σε αυτούς τους τομείς με μια άλλη. Είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, με την έννοια ότι καλλιεργεί την αυταπάτη στους εργαζόμενους που είναι απολυμένοι, ή δούλευαν στους σημερινούς επιχειρηματίες, ότι μέσω των κοινωνικών συνεταιρισμών θα μπορούν να γίνουν οι ίδιοι επιχειρηματίες. Με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτεται η εκμετάλλευση, αφού δεν υπάρχει το «αφεντικό» και οι ίδιοι «δημοκρατικά» και «ισότιμα» διαχειρίζονται τις συνθήκες δουλειάς, αμοιβές, ασφάλιση κλπ., που δε διαφέρουν ουσιαστικά από την προηγούμενη σχέση εργασίας.
Το λεγόμενο κίνημα των «κοινωνικών δικτύων αλληλεγγύης» και «δικτύων ασφαλείας», των «ελάχιστων πακέτων» για «ευπαθείς» και μη ομάδες, διακηρυγμένου στόχου της ΕΕ, αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιήθηκε την περίοδο της κρίσης προκειμένου να θεσμοθετηθεί ως πυλώνας του δημόσιου συστήματος υγείας. Η στόχευση είναι να απαλλαχθεί το κράτος από την «υποχρέωση» της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δημόσιων υποδομών, τη στελέχωσή τους κλπ., για την παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με την υγεία.