Η φανερή ρωσική εμπλοκή στη συριακή κρίση, όπως και η βομβιστική επίθεση στο Παρίσι, έχουν δημιουργήσει μια «ανακύκλωση» ιδεολογικών συγχύσεων, παλιών και νέων, που έχει σημασία να εξετάσουμε. Έτσι, π.χ., ενώ συνήθως δεν αμφισβητείται η ταξική φύση της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας, οι στοχεύσεις του ρωσικού κεφαλαίου και αναγνωρίζεται πως άλλο η σημερινή Ρωσία κι άλλο η Σοβιετική Ένωση, στην πορεία προβάλλονται διάφορα παραπλανητικά ιδεολογήματα. Επιπλέον, επανέρχονται σφοδρότερες αταξικές θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων κι εξελίξεων. Πρόκειται για ζητήματα που αξίζει να απαντηθούν, αφού οδηγούν τους εργαζόμενους να «στοιχηθούν» και να διαλέξουν ιμπεριαλιστική δύναμη, σ’ έναν πόλεμο που διεξάγεται για ξένα προς αυτούς συμφέροντα και συγκεκριμένα για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Ο «πολυπολικός κόσμος», σε αντιπαράθεση με την «αυτοκρατορία των ΗΠΑ»
Ορισμένες δυνάμεις, που βλέπουν τον ιμπεριαλισμό μόνο στην «αυτοκρατορία» των ΗΠΑ, χαιρετίζουν την ανάδειξη νέων, ανερχόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων στις παγκόσμιες υποθέσεις, όπως και την εμφάνιση νέων διακρατικών ενώσεων (BRICS, Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, Οργάνωση Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας, ALBA κοκ.), που συγκροτούν καπιταλιστικά κράτη, με οικονομικο-πολιτικό και στρατιωτικό περιεχόμενο. Οι εξελίξεις αυτές χαιρετίζονται ως η αρχή της εμφάνισης ενός «πολυπολικού κόσμου», που θα «αναμορφώσει» και θα δώσει «νέα πνοή» στον ΟΗΕ και στους άλλους διεθνείς οργανισμούς, που θα ξεφύγουν από την αμερικανική «ηγεμονία». Αυτές οι υποθέσεις καταλήγουν πως με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί και η ειρήνη. Μέσα από αυτό το «πρίσμα», κι ως ένα «βήμα» σ' αυτήν την κατεύθυνση, χαιρετίζεται η ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία.
Υποστηρίζεται πως οι νέες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η διαφαινόμενη ανακατάταξη στο παγκόσμιο σύστημα μπορεί να οδηγήσουν στον «εκδημοκρατισμό» των διεθνών σχέσεων, αφού εμφανίζεται ένας κόσμος με πολλούς «πόλους» με την ενίσχυση της Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας, Βραζιλίας και άλλων κρατών και την ανάλογη υποχώρηση των ΗΠΑ.
Ακούγονται και σχετικές προτάσεις, όπως π.χ. η διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με άλλες χώρες.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Μπορεί η αύξηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ, όπως υποστηρίζει, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ και το λεγόμενο «Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», ή ακόμη ο αυξημένος ρόλος της Ρωσίας και της Κίνας να βάλουν σε άλλες, σε «φιλειρηνικές ράγες» τις παγκόσμιες εξελίξεις;
Κατά την εκτίμησή μας σε καμία περίπτωση! Και αυτό γιατί τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν τον προκαλεί ο εκάστοτε συγκεκριμένος συσχετισμός μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, αλλά οι καπιταλιστικές νομοτέλειες: Ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, ο ανταγωνισμός, η τάση απόκτησης πρόσθετου κέρδους. Σε αυτήν τη βάση παράγονται και αναπαράγονται, τροποποιούνται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, πρώτ’ απ’ όλα για τις πρώτες ύλες, την ενέργεια και τα δίκτυα μεταφοράς τους, η μάχη για τα μερίδια των αγορών. Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι αυτός που οδηγεί σε τοπικές ή και γενικευμένες στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Αυτός ο ανταγωνισμός διεξάγεται με όλα τα μέσα που διαθέτουν τα μονοπώλια και τα καπιταλιστικά κράτη που εκφράζουν τα συμφέροντά τους, αποτυπώνεται στις διακρατικές συμφωνίες που συνεχώς αμφισβητούνται λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός, πηγή και πολεμικών επιθέσεων μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας.
Να γιατί τα περί «νέας δημοκρατικής παγκόσμιας διακυβέρνησης», που σπέρνουν οι παλιότερα αστικοποιημένες σοσιαλδημοκρατικές και σύγχρονες οπορτουνιστικές δυνάμεις, έχουν στόχο να εξωραΐσουν ιδεολογικά τους νέους συσχετισμούς στην καπιταλιστική, στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, με σκοπό να παραπλανήσουν τους εργαζόμενους.
Και παλιότεροι πόλεμοι, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εξαπολύθηκαν εν ονόματι της αποκατάστασης άδικων Συμφωνιών ή πρόληψης νέων πολέμων. Είναι επείγουσα ανάγκη οι εργαζόμενοι να χειραφετηθούν από τέτοιες πλάνες, παγίδες περί «εκδημοκρατισμού» του καπιταλισμού και των διεθνών σχέσεων, που τους στοιχίζει πίσω από ξένα συμφέροντα.
Ο «πολυπολικός κόσμος» ως μέσο εξασφάλισης της ειρήνης και των λαϊκών συμφερόντων είναι πλάνη. Επί της ουσίας αυτή η προσέγγιση αντιμετωπίζει ως σύμμαχο τον αντίπαλο, εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στην επιλογή ιμπεριαλιστή ή ιμπεριαλιστικής ένωσης, παραλύει το εργατικό κίνημα.
«Η στάση της Ρωσίας, αν και περικλείει κινδύνους γενικότερης ανάφλεξης, διευκολύνει την αντιιμπεριαλιστική πάλη»
Η άποψη αυτή συχνά διασταυρώνεται και με την εκτίμηση πως η Ρωσία είναι «αντιιμπεριαλιστική δύναμη». Στη Ρωσία είχε τα τελευταία χρόνια εμφανιστεί κι ένα ολόκληρο πολιτικό «ρεύμα», με την επονομασία «κόκκινοι πουτινιστές», που από τ’ «αριστερά» παρείχε πολιτική υποστήριξη στο σημερινό Πρόεδρο της χώρας Β. Πούτιν. Πρόκειται για παραλλαγμένη μορφή του ιδεολογήματος περί «πολυπολικού κόσμου». Είναι εξίσου παραπλανητική και παραλυτική για το εργατικό κίνημα, αφού παρακάμπτει τον κοινωνικό-ταξικό χαρακτήρα της σημερινής εξουσίας στη Ρωσία. Ποιος έχει σήμερα στα χέρια του τα μέσα παραγωγής και την εξουσία στη Ρωσία; Η απάντηση –ότι δηλαδή η αστική τάξη είναι η κυρίαρχη τάξη στη Ρωσία όπου κι εκεί «λύνουν και δένουν» τα μονοπώλια, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του λαού έρχεται αντιμέτωπη με όλη την γκάμα των οικονομικών και κοινωνικών αδιεξόδων του καπιταλισμού– παρακάμπτεται από τους εκπροσώπους των παραπάνω θέσεων. Η προσοχή των συγκεκριμένων δυνάμεων εστιάζεται βασικά στη διαπάλη της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όμως, αυτή η διαπάλη δε διεξάγεται για τα συμφέροντα του ρωσικού λαού, αλλά για τα συμφέροντα των ρωσικών μονοπωλίων.
Επιπλέον, εδώ έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει η έννοια «ιμπεριαλισμός». Αν αυτήν την έννοια την καταλαβαίνουμε με τα επιστημονικά κριτήρια που έθεσε ο Λένιν στο έργο του, με βάση τα οποία καταλήγει πως πρόκειται για τον καπιταλισμό στο ανώτατο, το μονοπωλιακό του επίπεδο, τότε γίνεται φανερό πως μια καπιταλιστική δύναμη, όπως είναι η Ρωσία, στην οποία κυριαρχούν τα μονοπώλια, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται «αντιιμπεριαλιστική δύναμη».
Δυνάμεις, ακόμη και κομμουνιστικές, που παραιτούνται από τη λενινιστική θεώρηση του ιμπεριαλισμού κι αντιμετωπίζουν τον ιμπεριαλισμό ως «επιθετική εξωτερική πολιτική» ή τον ταυτίζουν με τις ΗΠΑ και την αντίληψη περί «αυτοκρατορίας» των ΗΠΑ, μπορούν να οδηγηθούν σε τεράστια πολιτικά σφάλματα. Είναι χαρακτηριστικό πως τέτοιες δυνάμεις πριν μερικά χρόνια, όταν ο Ερντογάν όξυνε την αντιπαράθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ και λάμβανε θέσεις υπέρ του Ιράν, χαρακτήριζαν την Τουρκία ως «αντιιμπεριαλιστική δύναμη»· ενώ ήταν στην ιμπεριαλιστική στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ, είχε υπό τη στρατιωτική κατοχή της το 40% της Κύπρου και απειλεί την Ελλάδα με Casus belli (αιτία πολέμου), σε περίπτωση που εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο Αιγαίο.
Βέβαια, και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος από μόνος του, δεν οδηγεί σε αλλαγή του συσχετισμού προς όφελος των εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, όπως δείχνουν και οι σημερινές εξελίξεις στη Συρία, αλλά και στην Ουκρανία και άλλες χώρες. Προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ισχυρών ΚΚ, με επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική και ρίζες στο εργατικό, λαϊκό κίνημα, για να κατευθύνουν εξεγερμένες μάζες στο στόχο της ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Αταξικές ερμηνείες για το Διεθνές Δίκαιο
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, μια σειρά δυνάμεις (και κομμουνιστικές) ισχυρίζονται πως η Ρωσία δρα στο «πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου», σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυνάμεις. Σε αυτήν τη βάση δικαιολογούν διαφορετικά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, κατόπιν πρόσκλησης από την κυβέρνηση της Συρίας, σε σχέση με τις επεμβάσεις των άλλων καπιταλιστικών κρατών.
Ωστόσο, το σημερινό «Διεθνές Δίκαιο» προβλέπει τρεις περιπτώσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων στο έδαφος άλλου κράτους: 1) με απόφαση του ΣΑ του ΟΗΕ, όπως έγινε στην περίπτωση της Λιβύης, 2) με πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης του συγκεκριμένου κράτους, όπως, δηλαδή, στην περίπτωση της Ρωσίας από τη Συρία και 3) για λόγους «αυτοάμυνας».
Τους λόγους «αυτοάμυνας» επικαλούνται από την πρώτη στιγμή οι ΗΠΑ, για τις αεροπορικές επιδρομές στη Συρία. Αλλά και η τουρκική κυβέρνηση, με επιστολή της προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Γκι Μουν, και το Συμβούλιο Ασφαλείας, επικαλείται ακριβώς το περιβόητο «άρθρο 51» του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στον ΟΗΕ Λεβέντε Ελέρ αναφέρει στην επιστολή του:
«Είναι προφανές ότι το καθεστώς στη Συρία δεν είναι σε θέση ή δεν προτίθεται να εμποδίσει τις απειλές από το έδαφος της χώρας, που ξεκάθαρα θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της Τουρκίας και την ασφάλεια των υπηκόων της […] Η Συρία έχει γίνει ασφαλές καταφύγιο (για το Ισλαμικό Κράτος). Η περιοχή αυτή χρησιμοποιείται (από το ΙΚ) για εκπαίδευση, σχεδιασμό, χρηματοδότηση κι εκτέλεση επιθέσεων πέραν των συνόρων της Συρίας, στο τουρκικό έδαφος»28.
Αξίζει να σημειωθεί πως το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που αφορά το δικαίωμα μιας χώρας στην αυτοάμυνα έναντι ένοπλης επίθεσης, δεν ήταν πάντα έτσι. Αρχικά το άρθρο έκανε λόγο για «εισβολή ξένου στρατού» σε ένα κράτος-μέλος του ΟΗΕ και του έδινε το δικαίωμα, μέχρι να παρθεί και η σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, να μπορεί ν’ απαντήσει στην επίθεση αυτή, χτυπώντας για λόγους αυτοάμυνας κι εκτός των συνόρων του, δηλαδή το κράτος το οποίο του επιτέθηκε.
Ωστόσο, μετά από την 11η Σεπτέμβρη 2001, οι ΗΠΑ απευθύνθηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και ζήτησαν «διευρυμένη ερμηνεία» του συγκεκριμένου άρθρου, ώστε να μπορούν να το επικαλεστούν στην εισβολή και κατοχή στο Αφγανιστάν, στον πόλεμο κατά των «Ταλιμπάν». Τότε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (και η Ρωσία) αποδέχτηκε το αμερικανικό αίτημα και πλέον η αυτοάμυνα δεν αφορά απάντηση σε επίθεση (στρατιωτική εισβολή) από συγκεκριμένο κράτος, αλλά γενικά ένοπλη επίθεση, κάτι που, όπως είναι φανερό, ερμηνεύεται κατά το δοκούν.
Στις 18 Νοέμβρη 2015 και η Ρωσία δήλωσε πως στο εξής θα δρα στη βάση του άρθρου 51, θεωρώντας πως και η ίδια ασκεί τα δικαιώματά της στην «αυτοάμυνα». Η θέση αυτή, από τα πράγματα, έβαλε τέλος στη συζήτηση που διεξαγόταν και στους κόλπους του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για το «αν θα πρέπει να στηρίξουμε αυτόν που τηρεί το Διεθνές Δίκαιο, έναντι των άλλων που δεν το τηρούν».
Ωστόσο, πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε τα εξής: Το Διεθνές Δίκαιο είναι κι αυτό κομμάτι του αστικού δικαίου. Όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες, αυτό διαμορφωνόταν ως αποτέλεσμα του συσχετισμού ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, που ωστόσο εξακολουθούσε να είναι αρνητικός, ενώ και τότε πραγματοποιούνταν ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού, το Διεθνές Δίκαιο καθορίζεται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του συσχετισμού ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, αντιδραστικοποιείται παραπέρα και χρησιμοποιείται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά το δοκούν, στο πλαίσιο των ανταγωνισμών τους και σε βάρος των λαών.
Από τη στιγμή που έχει ξεσπάσει η μια ή άλλη ιμπεριαλιστική σύγκρουση, είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση για το ποιος ξεκίνησε πρώτος ή ποιος τηρεί το «Διεθνές Δίκαιο», το οποίο έχει γίνει και πιο αντιδραστικό, αλλά και «λάστιχο», ώστε να το επικαλούνται όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ουσία, την οποία πρέπει να ξεκαθαρίζουμε εμείς οι κομμουνιστές, είναι το «έδαφος» πάνω στο οποίο διεξάγεται αυτός ο πόλεμος, που δεν είναι άλλο από τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Η ουσία βρίσκεται στο ποιες δυνάμεις συγκρούονται –και αυτές οι δυνάμεις έχουν συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο.
Ο χαρακτηρισμός των ΗΠΑ ως «φασιστικής» και της Ρωσίας ως «δημοκρατικής» διεθνούς δύναμης
Και αυτό το ιδεολόγημα εδράζεται στην αταξική θεώρηση του Διεθνούς Δικαίου. Βάση του είναι η αντίληψη πως γενικά η αστική τάξη της Ρωσίας, προωθώντας τα συμφέροντά της, δρα στη βάση του υφιστάμενου Διεθνούς Δικαίου, ενώ οι ΗΠΑ, προωθώντας τα συμφέροντά τους το παραβιάζουν διαρκώς κι έτσι δρουν «εγωιστικά», «φασιστικά». Υποστηρίζεται πως οι ΗΠΑ μπορεί στο εσωτερικό τους να διατηρούν κάποιες δημοκρατικές νόρμες, αλλά στην εξωτερική πολιτική τους «δρουν φασιστικά» και προκαλούν το λεγόμενο «εξαγώγιμο φασισμό». Από εδώ προκύπτουν και διάφορες εκκλήσεις για νέα «αντιφασιστικά μέτωπα».
Αυτή η εκτίμηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, παρακάμπτει τον ενιαίο ταξικό χαρακτήρα της εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής σε κάθε κράτος, προσανατολίζει το εργατικό κίνημα. Παρακάμπτεται η ταξική φύση του συστήματος ως βασικό κριτήριο. Τα συμφέροντα των μονοπωλίων υπηρετούνται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών με την αντιλαϊκή πολιτική, όπως επίσης τα συμφέροντα των μονοπωλίων υπηρετούνται με τις επεμβάσεις και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους για τον έλεγχο των αγορών. Για το ζήτημα αυτό ο Β. Λένιν υπογράμμιζε: «Δεν υπάρχει πιο λαθεμένη και πιο επιζήμια ιδέα από την απόσπαση της εξωτερικής πολιτικής από την εσωτερική. Και τον καιρό ακριβώς του πολέμου, το τερατώδες λάθος παρόμοιας απόσπασης γίνεται πιο τερατώδες»29. Ο Λένιν σε πάρα πολλά έργα του υπογράμμιζε πως «η εργατική τάξη, εάν είναι συνειδητή, δεν μπορεί να στηρίξει καμιά ομάδα ιμπεριαλιστικών αρπακτικών»30.
Ο τραγικά λαθεμένος διαχωρισμός σε «φασιστικά» και «δημοκρατικά» κράτη οδηγεί το κομμουνιστικό, το εργατικό κίνημα στην επιλογή ιμπεριαλιστή, σε μια περιφερειακή ή γενικευμένη πολεμική σύγκρουση.
Σε ό,τι δε αφορά την επίκληση της Ιστορίας της Αντιφασιστικής Πάλης, πρέπει να θυμίσουμε πως πλέον υπάρχουν ακράδαντες αποδείξεις που μαρτυρούν ότι η μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της φασιστικής Γερμανίας αποκτήθηκε χάρη και στην άμεση στήριξη που της έδωσαν τα «δημοκρατικά» αστικά κράτη: ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία και με την ανοχή τους στις πρώτες πολεμικές επιθέσεις της. Ενώ, μετά από το τέλος του πολέμου, Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επάνδρωσαν το ΝΑΤΟ και μυστικές υπηρεσίες των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών. Ακόμη δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δε διέπραξαν μόνο οι δυνάμεις των Ναζί και του «Άξονα», αλλά και οι κυβερνήσεις των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών. Μεγάλο, μαζικό και ανατριχιαστικό έγκλημα διέπραξαν οι ΗΠΑ, όταν, δίχως να υπάρχει στρατιωτική ανάγκη, έριξαν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945).
Η στάση στήριξης της λιγότερο ισχυρής δύναμης
Ορισμένοι σύντροφοι άλλων ΚΚ εκτιμούν πως η Ρωσία είναι μεν ένα καπιταλιστικό κράτος, αλλά «περιφερειακή δύναμη» στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα που, όπως και άλλα κράτη των BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), τηρούν τους «κανόνες του Διεθνούς Δικαίου», και μάλιστα δεν εντάσσονται στον «παγκόσμιο ιμπεριαλισμό», ο οποίος θεωρείται ως ο «πυρήνας του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Κάτι τέτοιο, όμως, συνιστά απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική, αφού σήμερα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες κυριαρχεί το χρηματιστικό κεφάλαιο που αποτελεί σύμφυση του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου. Τόσο στις πιο «πλούσιες» όσο και στις πιο «φτωχές» καπιταλιστικές χώρες, κυριαρχούν οι μονοπωλιακοί όμιλοι που συγκεντρώνουν μετοχικές εταιρίες, βασικό γνώρισμα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού.
Η διαίρεση των καπιταλιστικών χωρών σε «μητρόπολη», που σε μια από τις εκδοχές της περιγράφεται ως «χρυσό δισεκατομμύριο» (σ.σ.: του παγκόσμιου πληθυσμού), και σε «περιφέρεια» στενεύει την έννοια του ιμπεριαλισμού, περιορίζοντάς την σε ζητήματα εξάρτησης κι εκμετάλλευσης από τις καπιταλιστικές «μητροπόλεις». Η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, στη βάση της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού την εποχή της διατύπωσής της, έθεσε σωστά το ζήτημα της ύπαρξης μιας «χούφτας» μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Η σχηματική μεταφορά στο σήμερα μιας ταυτόσημης διάκρισης των χωρών στην παγκόσμια καπιταλιστική πυραμίδα, παραγνωρίζοντας τα σημερινά επίπεδα ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε πολύ περισσότερες χώρες, συνιστά μια καρικατούρα λενινισμού. Οδηγεί τελικά στη συνεργασία με την αστική τάξη των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ή με ένα τμήμα τους που θεωρείται «πατριωτικό», «μη μονοπωλιακό», «εθνικά σκεπτόμενο». Πρόκειται, ειδικά όταν μιλάμε για ζητήματα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, για μια καταστροφική για το λαϊκό κίνημα αντίληψη.
Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί πως η Ρωσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «περιφέρεια», επειδή εξάγει πρώτες ύλες, όπως άλλωστε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «περιφέρεια» οι ΗΠΑ, κι ας είναι σήμερα η πιο υπερχρεωμένη χώρα του κόσμου. Επίσης, είναι γνωστό πως ΕΕ και Κίνα παρουσιάζουν σημαντική ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, η οποία, εκτός των αστείρευτων πρώτων υλών, έχει πυρηνικό οπλοστάσιο ικανό ν’ απαντήσει στις ΗΠΑ, έχει τεχνογνωσία, υψηλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, εξάγει κεφάλαια. Από την άποψη αυτή, βρίσκεται μεταξύ εκείνης της «χούφτας» των κρατών που ξεχωρίζουν στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αποτελεί «ατμομηχανή» για όλες τις ενώσεις των καπιταλιστικών κρατών στην Ευρασία, όπως και για το ρόλο που παίζει στις παγκόσμιες εξελίξεις.
Βεβαίως, η οικονομική ισχύς της αστικής τάξης της Ρωσίας είναι σαφώς μικρότερη από αυτή των ΗΠΑ, αλλά αυτός δεν είναι λόγος επιλογής της ως συμμάχου του εργατικού κινήματος. Αξίζει να διδαχτούμε από τη μεθοδολογία του Λένιν, πώς τοποθετούσε το συγκεκριμένο ζήτημα:
«Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής, ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμά» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4.
Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό. […] Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης –αδιάφορο τι “χρώμα” θα έχει αυτή η αστική τάξη…»31.
«Η στάση της Ρωσίας έχει υστεροβουλία, στόχους εξυπηρέτησης συμφερόντων των μονοπωλίων, αλλά στηρίζει ένα “πατριωτικό” καθεστώς, που διεξάγει από μέρους του “δίκαιο πόλεμο”, γι’ αυτό είναι θετική και αξιοποιήσιμη από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα»
Εδώ, συχνά, ως ενισχυτικό στοιχείο, αναφέρονται οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με τη Συρία, παρακάμπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα της Συρίας, το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής είναι στα χέρια της αστικής τάξης. Το καθεστώς του Μπάαθ, που κυβερνά τη χώρα από το 1963, κυριάρχησε μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χάρη στην επιρροή της ΕΣΣΔ, στη συνεισφορά της στην Αντιφασιστική Νίκη, της δημιουργίας σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, την κατάρρευση της αποικιοκρατίας, συντελέστηκαν θετικές διεργασίες στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Τότε στη Συρία, αλλά και στη γενική γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, κυριάρχησε το ζήτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας ως πρώτης προϋπόθεσης για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη διαμόρφωσαν μια πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης των νέων καθεστώτων, μεταξύ άλλων και της Συρίας, με στόχο να μην ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις που στο εσωτερικό του κυβερνητικού μετώπου τοποθετούνταν υπέρ του σοσιαλιστικού προσανατολισμού.
Η προσπάθεια αυτή της Σοβιετικής Ένωσης να αναπτύξει οικονομικές σχέσεις, ακόμη και συμμαχίες, με κάποια καπιταλιστικά κράτη, ενάντια σε ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν θεμιτή, κατανοητή, αφού στόχευε στην αποδυνάμωση του ενιαίου μετώπου των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, αποσπούσε από αυτό δυνάμεις, έστω προσωρινά, χρησιμοποιούσε αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η συγκυριακή (κρατική) επιλογή της ΕΣΣΔ, που εκδηλωνόταν σε οικονομικό, διπλωματικό ή άλλο επίπεδο με ορισμένες χώρες, αναγόταν σε αρχή, θεωρητικοποιήθηκε και γινόταν λόγος για το λεγόμενο «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης» σ’ αυτές τις χώρες, που συνδεόταν με την αντίληψη περί «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό και τελικά οδήγησε κομμουνιστικές δυνάμεις, και το εργατικό κίνημα, να επιδείξουν ανοχή ή ακόμα και να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης.
Μάλιστα, μέχρι σήμερα κατανοείται λαθεμένα από κομμουνιστικές δυνάμεις η λενινιστική θέση ότι «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας που ανάμεσα σε αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια»32. Σε αυτήν τη βάση, δηλαδή στο δήθεν στόχο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων, δικαιολογείται η ενεργή στήριξη και συμμετοχή των κομμουνιστών στην αστική διαχείριση και στη Συρία. Πέρα από το ότι ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κατανοείται απλώς ως η ύπαρξη ισχυρού κρατικού τομέα στην οικονομία, και όχι ως ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπως τον περιέγραφε ο Λένιν, πρέπει να υπογραμμίσουμε και κάτι ακόμη: Ποτέ ο Λένιν δεν κάλεσε τους κομμουνιστές να συμβάλουν από κυβερνητικές ή άλλες θέσεις στη διεύθυνση κι ενίσχυση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Συνεπώς, πρόκειται για λαθεμένη ερμηνεία λενινιστικών θέσεων, για να δικαιολογηθεί η συμμετοχή κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, «αριστερές», «πατριωτικές» κοκ. Λίγο παραπάνω από το συγκεκριμένο σημείο ο Λένιν γράφει πως «ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης»33, ωστόσο αυτό καθόλου δε σημαίνει πως οι κομμουνιστές πρέπει να χαιρετίζουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να συμμετέχουμε στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας μας σε αυτόν. Όπως γνωρίζουμε από τη ζωή, ο Λένιν ήταν αυτός που ύψωσε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού ενάντια στη συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαία που είχε εγκαταλείψει η Β΄ Διεθνής.
Έτσι, και ο λαθεμένος διαχωρισμός της αστικής τάξης σε «πατριωτική» και σε «ξενόδουλη», η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, μπορεί να οδηγήσει το ΚΚ και τους εργαζόμενους να παλεύουν κάτω από «ξένη σημαία», κίνδυνο για τον οποίο προειδοποίησε ο Λένιν34. Πολύ περισσότερο, που αποδείχτηκε και στην πράξη πως «τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν κι ενδιάμεσες εξουσίες μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, κάτι που φαίνεται και στην περίπτωση της Συρίας.
Μετά από την αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, το συριακό κράτος ευνόησε τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ανέπτυξε παραπέρα τις σχέσεις με μονοπωλιακά συμφέροντα, εφάρμοσε πολιτική αναδιαρθρώσεων, πήρε αντιλαϊκά μέτρα.
Στόχος της αστικής τάξης κάθε καπιταλιστικού κράτους, ανάλογα με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική του δύναμη, είναι η διεκδίκηση καλύτερης θέσης στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του νερού, των ενεργειακών αγωγών και μεταφορικών «αρτηριών», για να αποκτήσουν περισσότερα κέρδη τα μονοπώλια κατακτώντας μεγαλύτερα μερίδια στις αγορές, ενισχύοντας την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Από το γενικό αυτό «κανόνα» δεν ξέφυγε η Συρία. Το 2010 είχε αναδείξει τον Ερντογάν και την Τουρκία ως «στρατηγικό σύμμαχο», ανατρέποντας, μεταξύ άλλων, μια στάση «φιλοξενίας» προς το ΡΚΚ και τον Οτσαλάν. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού ξεκίνησε η «Οδύσσεια» του Οτσαλάν, για να καταλήξει τελικά αυτός στο νησί-φυλακή του Ιμραλί). Ψήφιζε νόμους, παρά την αντίδραση των κομμουνιστών, υπέρ της λεγόμενης «απελευθέρωσης της αγοράς», με σοβαρότατες αρνητικές αλλαγές για τους εργαζόμενους (π.χ. χειροτέρευση εργασιακών σχέσεων, μεταξύ άλλων και την απελευθέρωση των απολύσεων, αυξήσεις στις τιμές προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης κ.ά.) Έτσι, πριν και πολύ περισσότερο στις αρχές του 2011, εκδηλώθηκαν κινητοποιήσεις που εξέφρασαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της λιτότητας που ακολουθούσε η κυβέρνηση Άσαντ. Αναπτύχθηκε κίνημα που διεκδικούσε αυξήσεις στους μισθούς, διεύρυνση δημοκρατικών δικαιωμάτων, μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα. Στον έναν ή τον άλλο βαθμό αρκετά αιτήματα ικανοποιήθηκαν, αλλά ήδη ήταν σε εξέλιξη σχέδιο εξωτερικής επέμβασης, στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδίου για τη «Νέα Μέση Ανατολή». Το σχέδιο αυτό προωθήθηκε για τη δρομολόγηση αλλαγών που αποσκοπούν στην αναχαίτιση και ακύρωση τάσεων που εκδηλώθηκαν σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως της Γαλλίας, αφού κράτη της περιοχής έκαναν άλλες επιλογές, κοιτώντας προς την πλευρά της Κίνας, της Ρωσίας και της Ινδίας, που βελτίωσαν τη θέση τους στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και απειλούν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική «πυραμίδα».
Έτσι, συνοπτικά για το ζήτημα αυτό μπορούμε να πούμε πως ο χαρακτήρας μιας εξουσίας δεν ορίζεται από τα κοσμητικά επίθετα «ξενόδουλη» ή «πατριωτική» που μπορεί κάποιος ή η ίδια να χρησιμοποιεί, αλλά από το ποια τάξη έχει στα χέρια της την εξουσία, σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής, Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε η Συρία, που είναι ένα καπιταλιστικό κράτος όπου η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης, η συμπεριφορά της οποίας, ιδιαίτερα μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, προετοίμασε εκτός των άλλων και το «έδαφος» για τις σημερινές εξελίξεις· με την έννοια ότι η Συρία συμμετείχε στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, προχώρησε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βαθύτερη συγχώνευσή της στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, χωρίς μάλιστα να διστάσει να χτυπήσει κατακτήσεις των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων, και τέλος μπλέχτηκε στο κουβάρι των μονοπωλιακών αντιθέσεων για το μοίρασμα των καπιταλιστικών αγορών.
Βεβαίως, αυτή μας η εκτίμηση καθόλου δεν παραγνωρίζει και το γεγονός πως το συριακό καθεστώς, για τους δικούς του λόγους, αντιτάχτηκε κατά καιρούς σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή, υποστήριξε το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού, ήρθε σε σύγκρουση με το Ισραήλ, το οποίο κατέχει ακόμα συριακά εδάφη από τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967. Η ανατροπή του συγκεκριμένου καθεστώτος ή η αναμόρφωσή του μπορεί να διευκολύνει ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, όπως μια επίθεση κατά του Ιράν, ή ακόμη να οδηγήσει σε νέους διαμελισμούς κρατών της περιοχής και σε ντόμινο αποσταθεροποίησης κι αιματοχυσιών,
Έτσι και δε μας διαφεύγει πως το συριακό καθεστώς, αναπτύσσοντας τις προηγούμενες δεκαετίες τις οικονομικο-πολιτικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, χωρίς να αποκόβεται από τη συνεργασία με καπιταλιστικές χώρες, αντιτάχτηκε κατά καιρούς σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, υποστήριξε το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού, ήρθε σε σύγκρουση με το Ισραήλ, το οποίο κατέχει ακόμα συριακά εδάφη από τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967. Κατανοούμε πολύ καλά πως σήμερα η αποδυνάμωση αυτών των πολιτικών δυνάμεων στις οποίες ηγήθηκε ο Πρόεδρος Άσαντ, ή ακόμη κι η ανατροπή του, μπορεί να οδηγήσει σε νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κι επεμβάσεις.
Είμαστε αντίθετοι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, καλούμε σε οργάνωση της πάλης του λαού ενάντια στην εμπλοκή της χώρας σε αυτόν, ενάντια στη χρησιμοποίηση των εδαφών, των θαλασσών και του εναέριου χώρου της χώρας ως «ορμητήριου» για την επίθεση σε ξένα εδάφη, καθώς κι ενάντια στη συμμετοχή ελληνικών ένοπλων δυνάμεων. Για το λόγο αυτό εναντιωνόμαστε στις επιλογές και στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης της χώρας μας, τους οποίους εξυπηρετεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που δηλώνει την ετοιμότητά της να σπρώξει την Ελλάδα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με το πρόσχημα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».
Εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στο κομμουνιστικό κίνημα στη Συρία, που σαφώς και δεν μπορεί να είναι αδιάφορο απέναντι στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση που σημειώνεται τώρα στη χώρα του, και ούτε στα σχέδια κατοχής και διαμελισμού της. Αναλύοντας την ιστορική εμπειρία του ελληνικού και Διεθνούς Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, πιστεύουμε επιπλέον πως η πάλη του κάθε λαού μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στο βαθμό που συνδέεται με την πάλη για μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους κεφαλαιοκράτες, έξω απ’ όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια πατρίδα όπου η εργατική τάξη θα είναι στην εξουσία, ιδιοκτήτης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και του πλούτου που παράγει. Μόνο έτσι μπορεί να μπει τέλος σ’ εκείνες τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές αιτίες που δημιουργούν και τις πιο αποκρουστικές μορφές της καπιταλιστικής διαχείρισης, όπως είναι ο φασισμός και οι δολοφόνοι του Ισλαμικού Κράτους.
Ο «κοινός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»
Η κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροπλάνου από την Τουρκία διέλυσε προσωρινά την ευφορία των αστικών ΜΜΕ, και αρκετών οπορτουνιστικών δυνάμεων, πως διαμορφώνεται μια «μεγάλη συμμαχία» σ’ έναν «κοινό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και των εγκληματιών του ΙΚ. Εδώ ανακυκλώθηκαν επιχειρήματα, ότι απαιτείται «εθνική» ή και «ευρωπαϊκή» ομοψυχία, αφού η Ευρώπη (και ο κόσμος) δέχεται επίθεση από την «τρομοκρατία». Αστικές πολιτικές δυνάμεις, από τη φασιστική ΧΑ ως την κυβερνώσα «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, στήριξαν την πιο ανοιχτή στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία. Έτσι, π.χ., το Γαλλικό ΚΚ, μετά από την επίθεση στο Παρίσι, τάχτηκε υπέρ μιας «διεθνούς συμμαχίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επειδή σήμερα οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία και άλλοι εμπλέκονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που προφανώς δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Ανάλογες τοποθετήσεις κάνουν ορισμένες ηγετικές πολιτικές δυνάμεις κρατών, όπως της Ρωσίας, αλλά και της Γαλλίας, μετά από την επίθεση στο Παρίσι. Από τη μεριά τους αυτές οι δυνάμεις επιδιώκουν να «κατοχυρώσουν» τη θέση τους στις πολιτικές διεργασίες που θ’ ακολουθήσουν στη Συρία, μετά από τη «συρρίκνωση» του ΙΚ, επιδιώκοντας να διαφυλάξουν ή να κερδίσουν μερίδια για τα δικά τους μονοπώλια.
Όμως οι εργαζόμενοι της Ευρώπης κανένα συμφέρον δεν έχουν από τις συγκεκριμένες κάλπικες εκκλήσεις, που επιδιώκουν να κρύψουν τις πραγματικές προθέσεις, συμφέροντα και σχεδιασμούς αυτών των δυνάμεων.
Γι’ άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως οι οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι ο «αριστερός ψάλτης» του συστήματος και των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Όπως απέδειξε περίτρανα και η ιμπεριαλιστική επέμβαση και κατοχή του Αφγανιστάν και του Ιράκ, η ισλαμιστική σκοταδιστική αντίδραση κι ο σκοταδισμός, το πρόβλημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, κάθε άλλο παρά λύνεται από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, επεμβάσεις και κατοχές εδαφών. Το αντίθετο!
Η στρατηγική γραμμή που πρέπει να χαράξει το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να είναι αυτοτελής από τα σχέδια κάθε αστικής τάξης, κάθε μερίδας της. Δεν πρέπει να επιτρέπει τη μετατροπή των εργαζόμενων σε «κρέας για τα κανόνια» των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Πρέπει να στοχεύει στις αιτίες της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, κι όχι απλώς στις όποιες ακραίες εκδηλώσεις της.