ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» αναφέρεται: «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο»1.
Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι η βασική παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της συγκεντρωμένης καπιταλιστικής βιομηχανίας, του μονοπωλίου. Είναι εκείνη η τάξη που υφίσταται την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Το βασικό χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης είναι ότι στερείται μέσων παραγωγής και είναι υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη (την ικανότητα για εργασία) στην τάξη των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, την τάξη των κεφαλαιοκρατών.
Οι κεφαλαιοκράτες μισθώνουν την εργατική δύναμη για να θέσουν σε λειτουργία τα μέσα παραγωγής, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή τους, με σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος. Η «κατανάλωση» της εργατικής δύναμης της εργατικής τάξης είναι αυτή που παράγει τις νέες αξίες, ένα μέρος των οποίων δεν επιστρέφει στους άμεσους παραγωγούς με τη μορφή μισθού - ημερομισθίου - ασφάλισης - σύνταξης κλπ., αλλά, ως υπεραξία, μετατρέπεται σε κέρδος για τον καπιταλιστή. Ετσι η εργατική δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που, όταν καταναλώνεται, παράγει αξία μεγαλύτερη από αυτή που έχει το ίδιο.
Στο επίκεντρο των επιστημονικών μελετών των θεμελιωτών του επιστημονικού κομμουνισμού μπήκαν οι σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία, δηλαδή μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, γιατί η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία είναι «ο άξονας, που γύρω του στρέφεται ολόκληρο το σημερινό μας κοινωνικό σύστημα»2.
Ο Ενγκελς, σε υποσημείωσή του στην αγγλική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1888, έδωσε τον εξής σύντομο ορισμό των δύο βασικών τάξεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας:
«Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν»3.
Στην εργατική τάξη ανήκουν όλοι οι σύγχρονοι μισθωτοί εργάτες που πουλούν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες για να μπορούν να ζήσουν και «ζουν μονάχα τόσο, όσο βρίσκουν δουλειά και που βρίσκουν δουλειά όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο»4.
Η σχέση κεφαλαιοκρατών - εργατών δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση ανάμεσα στον ατομικό κεφαλαιοκράτη και τους εργάτες που αυτός εκμεταλλεύεται. Είναι σχέση ανάμεσα σε τάξεις. Οι κεφαλαιοκράτες ως σύνολο εκμεταλλεύονται το απλήρωτο προϊόν της εργασίας της εργατικής τάξης που έχει κοινωνικό χαρακτήρα.
Η κεφαλαιοκρατική σχέση δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευμάτων, αλλά επεκτείνεται και στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (εμπόριο) και του χρηματικού κεφαλαίου (τράπεζες).
Ετσι, μαζί με το βιομήχανο, καπιταλιστές είναι και ο έμπορος και ο τραπεζίτης που ιδιοποιούνται με τη μορφή του εμπορικού κέρδους ή του τόκου αντίστοιχα τμήματα της υπεραξίας που παράχθηκε στη βιομηχανία. Επομένως στην εργατική τάξη εντάσσονται όχι μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες, αλλά και οι εμποροϋπάλληλοι και οι τραπεζοϋπάλληλοι. Η εργασία τους συμβάλλει στην απόσπαση κέρδους από τους εμπόρους ή τραπεζίτες κεφαλαιοκράτες.
Επίσης, συγκριτικά με την εποχή που έζησαν οι Μαρξ και Ενγκελς, η κεφαλαιοκρατική σχέση έχει κυριαρχήσει και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. Υγεία, Παιδεία, ψυχαγωγία κ.ά.). Ετσι, μαζί με τους κεφαλαιοκράτες, σ’ αυτούς τους τομείς αναπτύσσονται και τα αντίστοιχα τμήματα της εργατικής τάξης.
Για την πληρέστερη κατανόηση της μεθοδολογίας, με την οποία γίνεται από το μαρξισμό ο διαχωρισμός της αστικής κοινωνίας στο σύνολό της σε τάξεις, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τον κλασσικό ορισμό που έδωσε ο Λένιν για τις τάξεις: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»5.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική τάξη είναι ενιαία κοινωνική δύναμη, λόγω του ότι στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη, αποτελείται όμως από διάφορα τμήματα, όπως: βιομηχανικό προλεταριάτο, προλεταριάτο του εμπορίου, εφεδρικός στρατός (άνεργοι), εργάτες γης κλπ.
ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Η αστική κοινωνία φυσικά δεν αποτελείται μόνο από την αστική και την εργατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενώ κατέχουν μέσα παραγωγής, αυτά δεν είναι αναπτυγμένα σε τέτοιο επίπεδο, ώστε το αποτέλεσμα της κάθε ξεχωριστής εργασίας να ενσωματώνεται στο παραγόμενο προϊόν. Δηλαδή δε χρησιμοποιούν ξένη μισθωτή εργασία ή τη χρησιμοποιούν σε πολύ περιορισμένη έκταση και κυρίως με συνεργατική μορφή. Ετσι κατέχουν ενδιάμεση θέση μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η τάση απαλλοτρίωσης των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής που διαθέτουν. Κυριαρχεί η τάση επαναστατικοποίησης των μέσων παραγωγής, δηλαδή η αντικατάσταση των μέσων παραγωγής με νέα, τεχνολογικά εκσυγχρονισμένα, τα οποία συγκεντρώνουν την παραγωγή και το εργατικό δυναμικό, κάνουν κοινωνική την παραγωγή.
Με άλλα λόγια κυριαρχεί η τάση καταστροφής του ανεξάρτητου παραγωγού. Συμπληρωματικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι και η τάση αναπαραγωγής των μεσαίων στρωμάτων σε νέους παραγωγικούς κλάδους ή η διατήρησή τους σε υπηρεσίες (ανταλλαγή εισοδήματος με εισόδημα), όπου ακόμα δεν έχει επεκταθεί η καπιταλιστική σχέση και οργάνωση, π.χ. διάφορες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, όπως φυσιοθεραπευτές, αυτοαπασχολούμενοι σε υπηρεσίες internet κ.ά. Ανάλογα με τον αριθμό απασχόλησης ξένης μισθωτής εργασίας και το ύψος του εισοδήματός τους άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και άλλα προσεγγίζουν την αστική τάξη. Τα στρώματα αυτά από τη φύση τους κοινωνικά ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η αστική απολογητική αλλά και ο οπορτουνισμός εδώ και δεκαετίες επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους, με διάφορες αφορμές και κυρίως με την εισαγωγή νέων επιστημονικών επιτευγμάτων και νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, ότι συντελείται η μετάβαση σε μια «μετακαπιταλιστική κοινωνία».
Μια από τις θεωρίες είναι αυτή της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας». Η θεωρία περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» εμφανίζεται με πολλές παραλλαγές6 και έχει ως κύριο στοιχείο ότι χαρακτηρίζει την κοινωνία με κριτήριο το τεχνολογικό επίπεδο των μέσων παραγωγής και όχι τις σχέσεις παραγωγής.
Επίσης ταυτίζει λανθασμένα τη βιομηχανία με τον τομέα της «μεταποίησης». Θεωρεί ως εργατική τάξη μόνο εκείνο το τμήμα της που εργάζεται χειρωνακτικά ή που εργάζεται στη μεταποίηση, ενώ τα άλλα τμήματά της, όπως π.χ. μισθωτούς επιστήμονες που δεν κατέχουν διευθυντική θέση και πληρούν τα λενινιστικά κριτήρια ένταξης στην εργατική τάξη, τα εντάσσει στα μεσαία στρώματα.
Αξιοποιεί το αντικειμενικό γεγονός ότι με την καπιταλιστική εξέλιξη φθίνει το ποσοστό της εργατικής δύναμης στη μεταποίηση ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού, αλλά και του προϊόντος της μεταποίησης υπολογιζόμενο σε αξίες ως ποσοστό στο σύνολο του ΑΕΠ.
Η μαρξιστική άποψη θεωρεί ως βιομηχανικό κάθε κλάδο της κοινωνικής παραγωγής όπου παράγεται αξία και επομένως υπεραξία, π.χ. της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, που η αστική στατιστική τους κατατάσσει στις υπηρεσίες.
Ο Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», αναφέρει ότι τα όρια της βιομηχανικής δραστηριότητας στον καπιταλισμό είναι σαφώς ευρύτερα από αυτά των παραδοσιακών κλάδων της «μεταποίησης» που περιλαμβάνει η αστική στατιστική.
Στο δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου αναφέρεται ότι: «Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων είτε πρόκειται απλώς για διαβίβαση πληροφοριών, επιστολών, τηλεγραφημάτων κλπ. […] Εκείνο που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση […] Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές […] Η ανταλλακτική όμως αξία αυτού του ωφέλιμου αποτελέσματος καθορίζεται όπως και η ανταλλακτική αξία των στοιχείων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί σ’ αυτό (εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής) συν την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από την υπερεργασία των εργατών που εργάζονται στη βιομηχανία μεταφορών […] Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας ή υπερπροϊόντος αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους»7.
Οπως είναι φυσικό, οι κλάδοι της παραγωγικής δραστηριότητας που διαχωρίζονται με βάση την παραγωγή διαφορετικών αξιών χρήσης εξελίσσονται και μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Κλάδοι όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ομως η βιομηχανική συγκέντρωση δεν ταυτίζεται με την πορεία συγκεκριμένων κλάδων που ανθίζουν ή φθίνουν.
Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για βιομηχανία πληροφορικής, βιομηχανία τηλεπικοινωνιών. Ανεξάρτητα εάν η εν λόγω περίπτωση αφορά την παραγωγή νέων υλικών προϊόντων, τη διαβίβαση πληροφοριών ή τη μετακίνηση εμπορευμάτων, σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει κεφαλαιοκρατική σχέση, εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας για παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Επομένως σε αυτούς τους τομείς η μισθωτή εργατική δύναμη, δηλαδή η εργατική τάξη, είναι η βασική παραγωγική δύναμη. Επίσης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την επίδραση της καπιταλιστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής στην αύξηση της εργατικής τάξης, τη διεύρυνσή της με εργάτες γης. Πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο τμήμα της εργατικής τάξης που στην Ελλάδα δεν καταγράφεται στατιστικά, γιατί περιλαμβάνει κυρίως «παράνομους» οικονομικούς μετανάστες.
Αλλη παραλλαγή της προηγούμενης θεωρίας είναι αυτή που αναφέρεται στο «τέλος» της εργατικής τάξης8. Εκτός από το παραπάνω επιχείρημα της συρρίκνωσης της εργατικής τάξης στη μεταποίηση, ως επιπλέον επιχείρημα χρησιμοποιεί την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των μισθωτών, τη συγκυριακή αύξηση των εισοδημάτων τους με το μοίρασμα μετοχών (ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων).
Χρησιμοποιώντας ενιαία τα λενινιστικά κριτήρια στην ανάλυση μιας σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας διαπιστώνεται η διεύρυνση της εργατικής τάξης σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Επίσης διαπιστώνεται και η διεύρυνση των εσωτερικών διαφορών της, όπως «μπλε - άσπρα κολάρα», «ειδικευμένοι - ανειδίκευτοι», «υψηλόμισθοι - χαμηλόμισθοι», «εργαζόμενοι - άνεργοι», με συλλογικές συμβάσεις ή με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Οι διαφορές αξιοποιούνται από την αστική τάξη με στόχο να διασπάται η ενότητα της εργατικής τάξης και να διευκολύνεται η ενσωμάτωσή της στο σύστημα.
Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα το 2007 ξεπέρασαν τα 2,8 εκατομμύρια, αυξανόμενοι κατά 800 χιλιάδες την τελευταία δεκαετία. Οι μισθωτοί αποτελούν περίπου το 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει στην εργατική τάξη. Η αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας στο διάστημα 1981-2007 δείχνει ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη στη χώρα μας, αλλά αντίθετα διευρύνεται και αυξάνει ο βαθμός συγκέντρωσής της γιατί βαθαίνει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική τάξη αποτελεί την κύρια και ολοένα αναπτυσσόμενη παραγωγική δύναμη. Οι εργαζόμενοι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, που είναι στερημένοι από την κατοχή μέσων παραγωγής και ύπαρξης, που αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου, που έχουν εκτελεστικό ρόλο ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην τάξη των μισθωτών εργατών.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Δεν παραγνωρίζουμε τη διαστρωμάτωση μέσα και γύρω από την τάξη των μισθωτών εργαζομένων, τις δυσκολίες που δημιουργεί στη συνειδητοποίηση των εργατών και τα εμπόδια που υψώνει στην ενότητά τους, όπως βεβαίως και την επίδραση του μισο-προλεταριακού μικροαστικού περίγυρου.
Ηδη ο Λένιν τον Απρίλη του 1920 σημείωνε: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τους μισοπρολετάριους ως το μικροαγρότη, από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη κτλ., αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ.»9.
Με την επέκταση της μισθωτής εργασίας, τροποποιούνται και οι εσωτερικές διαφορές της. Π.χ. με την καπιταλιστική ανάπτυξη περιορίζεται -αν και διατηρείται- η ψαλίδα στους μισθούς μεταξύ ανδρικής και γυναικείας ίδιας ειδικευμένης εργασίας. Εμφανίζονται νέες διαιρέσεις στους κόλπους της εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες, για παράδειγμα οι αποκλίσεις ως προς το κριτήριο του εισοδήματος ανάμεσα σ’ έναν ηλεκτρολόγο μισθωτό της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ όταν ήταν κρατικές σε σχέση με τον αντίστοιχο μισθωτό σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Η απόκλιση ως προς το κριτήριο του εκτελεστικού ρόλου ανάμεσα σε ένα μισθωτό προγραμματιστή - αναλυτή ή σ’ ένα μισθωτό επόπτη μηχανικό και σ’ έναν εργάτη χειριστή μιας αυτόματης μηχανής.
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ
Ενα σημαντικό στοιχείο στους κόλπους της εργατικής τάξης είναι η εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας. Εργατική αριστοκρατία είναι το στρώμα των εργατών που εξαγοράζουν τα μονοπώλια χάρη στα γιγαντιαία κέρδη που διασφαλίζουν από τη μονοπωλιακή - ισχυρή θέση τους στην αγορά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Ο Λένιν χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό, το μονοπωλιακό καπιταλισμό, ως καπιταλισμό που σαπίζει, ως ιστορική εποχή που είναι αναπόφευκτη η όξυνση στο έπακρο της βασικής αντίθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.
Η κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταιρειών, αναδεικνύει όλο και περισσότερο τον παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού. Τα μονοπώλια, που συγκεντρώνουν σημαντικά μερίδια της καπιταλιστικής αγοράς, προκύπτουν από την κεφαλαιακή συγκεντροποίηση μέσω της μετοχικής ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα διαχωρίζονται οι λειτουργίες της διεύθυνσης της καπιταλιστικής επιχείρησης από την ιδιοκτησία των μετόχων κεφαλαιοκρατών. Ετσι οι μέτοχοι δε συμμετέχουν πλέον άμεσα στην παραγωγική διαδικασία.
Ο Μαρξ, καθώς μελετούσε τη συγκεκριμένη τάση που εμφανίστηκε στην εποχή του, ανέφερε ότι δημιουργούνταν μια «νέα οικονομική αριστοκρατία», «παράσιτα νέου είδους» που ασχολούνταν με την έκδοση και το εμπόριο των μετοχών10.
Ομως αυτός ο παρασιτικός χαρακτήρας δεν αφορά μόνο την αστική τάξη, αλλά το σύνολο της κοινωνίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Δίπλα στους μετόχους - παράσιτα αναδεικνύεται ένα στρώμα αστοποιημένων εργατών, η «εργατική αριστοκρατία». Οι Μαρξ και Ενγκελς ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το ρόλο της «εργατικής αριστοκρατίας» στην Αγγλία, ως ένα φαινόμενο που μόλις είχε δημιουργηθεί και αφορούσε την εργατική τάξη αυτής της χώρας. Στα γράμματα προς το Μαρξ, της 7ης Οκτώβρη 1858, ο Ενγκελς αναφέρεται συνολικά στο αγγλικό προλεταριάτο και επισημαίνει ότι «αστικοποιείται ολοένα και περισσότερο».
Ο Λένιν σημειώνει ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού το φαινόμενο αυτό επεκτείνεται και στις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες. Επίσης προσδιορίζει την εργατική αριστοκρατία ως το στρώμα «που είναι πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β΄ Διεθνούς (σ.σ. εννοεί τον οπορτουνισμό) και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης»11.
Η ύπαρξη της εργατικής αριστοκρατίας αποτελεί την κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού. Γι’ αυτό ο Λένιν χαρακτηρίζει αυτούς τους εργάτες σαν «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα», «αληθινούς εντολοδόχους των καπιταλιστών», αγωγούς του ρεφορμισμού και του σωβινισμού. Ο Λένιν εστιάζει τόσο στην ταξική θέση όσο και στην ταξική συνείδηση αυτού του στρώματος και τονίζει ότι αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες του φαινομένου και η πολιτική σημασία του «δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος».
Το άπλωμα και το βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην εποχή του ιμπεριαλισμού δυσκολεύει την ενότητα της εργατικής τάξης, γενικεύει σταδιακά το φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας», η οποία συμβάλλει στη διείσδυση μικροαστικών αντιλήψεων και στάσης στο συνδικαλιστικό και πολιτικό κίνημά της στον καταμερισμό του.
Ομως η προσπάθεια διαφθοράς και ενσωμάτωσης τμημάτων της εργατικής τάξης δεν περιορίζεται μόνο στην υλική εξαγορά μέσω της αγοράς της εργατικής δύναμης. Η εξαγορά γίνεται και στα πλαίσια των μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, μέσω των μηχανισμών του αστικού κράτους. Ο Λένιν, ένα χρόνο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, επεσήμαινε: «Πάνω στην οικονομική βάση που αναφέραμε, οι πολιτικοί θεσμοί του νεότατου καπιταλισμού -τύπος, κοινοβούλιο, ενώσεις, συνέδρια κλπ.- έχουν δημιουργήσει για τους σεβόμενους τα καθιερωμένα, τους φρόνιμους ρεφορμιστές και πατριώτες υπαλλήλους και εργάτες πολιτικά προνόμια και ψιχία. Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες στα Υπουργεία και στην Επιτροπή πολεμικής βιομηχανίας, στο κοινοβούλιο και στις διάφορες επιτροπές, τις συντάξεις των “σοβαρών” νόμιμων εφημερίδων ή στις διοικήσεις των όχι λιγότερο σοβαρών και “αστικά - πειθήνιων” εργατικών συνδικάτων. Να με τι προσελκύει και αμείβει η ιμπεριαλιστική αστική τάξη τους εκπροσώπους και οπαδούς των “αστικών εργατικών κομμάτων”»12.
Η ανάπτυξη του φαινομένου στην Ελλάδα ακολουθεί την πορεία της καπιταλιστικής της ανάπτυξης. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται και με την επέκταση του κρατικού μονοπωλίου μεταπολεμικά. Στις πρώην ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, ΔΕΗ κ.ά.) και σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξαγορά τμήματος εργαζομένων και πάνω σε αυτή τη βάση η διαμόρφωση συσχετισμών στα συνδικάτα που υπηρετούν το κράτος και την εργοδοσία. Επίσης το φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας» στην Ελλάδα αναπτύχθηκε παραπέρα μέσω των μηχανισμών διαχείρισης κοινοτικών προγραμμάτων. Οι πληρωμένες θέσεις των συνδικαλιστών στις διάφορες οικονομικές-κοινωνικές επιτροπές είναι ουσιαστικές και τυπικές μορφές διαμόρφωσης σύγχρονης «εργατικής αριστοκρατίας».
Το φαινόμενο επίσης συνδέεται με την επέκταση της κρατικής υπαλληλίας, τον εκτεταμένο χρηματισμό υπαλλήλων που στελεχώνουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, τα περιβόητα «φακελάκια» σε εργαζόμενους στις υπηρεσίες υγείας, τους όρους εργασίας και πληρωμής ορισμένων εργαζομένων σε πολυτελή ξενοδοχεία και κέντρα διασκέδασης.
Το αστικό κράτος αξιοποιεί όχι μόνο το κοινοβουλευτικό σύστημα αλλά και το μηχανισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τα «αιρετά όργανά» του, τους θεσμούς συμμετοχής εργοδοτών - εργαζομένων, αρκετές «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και πλήθος άλλων μηχανισμών εξαγοράς και ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα περιβόητα κοινοτικά προγράμματα αμειβόμενης επιμόρφωσης (εξαγοράς) για συνδικαλιστικά στελέχη και άλλους εργαζόμενους που υποδεικνύουν οι ενσωματωμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Οταν λοιπόν αναφερόμαστε στο φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας», δεν εννοούμε κάποιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζομένων που αντανακλούν διαφορές στην αξία της εργατικής δύναμης, όπως διαμορφώνεται σε επιμέρους αγορές -κλαδικές, τοπικές, φύλου, μεταναστών κλπ. Εννοούμε την εξαγορά που προκύπτει από μια ολοκληρωμένη παρέμβαση του αστικού κράτους που συνδυάζει τη διανομή υλικών προνομίων που προέρχονται από τα κέρδη των μονοπωλίων σε τμήματα εργαζομένων με μηχανισμούς άμεσης επίδρασης στη συνείδησή τους.