Τους μήνες που προηγήθηκαν εκδηλώθηκαν σημαντικοί αγώνες με κλιμάκωση τις απεργιακές κινητοποιήσεις, την 48ωρη απεργία στις 27-28 Ιουνίου. Αναδείχθηκαν σοβαρές δυνατότητες αλλά και σημαντικές δυσκολίες, αποδείχθηκε η αναντιστοιχία που υπάρχει ακόμη ανάμεσα στην οργή, τη λαϊκή δυσαρέσκεια που συσσωρεύεται και την έκφρασή της σε οργανωμένη πάλη στο ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά κυρίως στην πάλη για την ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας.
Η κατάσταση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όλα τα προηγούμενα χρόνια, η απομάκρυνση εργατικών μαζών από τη συνδικαλιστική δράση, ιδιαίτερα νεότερων ηλικιών, ως αποτέλεσμα και της μακροχρόνιας κυβερνητικής χειραγώγησης και γραφειοκρατικοποίησής του αλλά και της μεγάλης ιδεολογικής υποχώρησης, δυσκολεύουν τη διαδικασία ανασύνταξης του εργατικού κινήματος. Αυτός ο στόχος απαιτεί βασανιστική δουλειά. Αποδεικνύεται ότι δε φτάνει μόνο η όξυνση των προβλημάτων για να έρθουν αποτελέσματα στην άνοδο της λαϊκής πάλης.
Δε γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ο χώρος στον οποίο πρώτ’ απ’ όλα κρίνεται η σύγκρουση με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και την πολιτική εξουσία τους είναι πρώτ’ απ’ όλα ο χώρος μέσα στον οποίο παράγεται ή ιδιοποιείται η υπεραξία, διαμορφώνεται το καπιταλιστικό κέρδος, είναι η κάθε καπιταλιστική βιομηχανική επιχείρηση, το εμπορικό κέντρο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, η τράπεζα, η επιχείρηση μεγάλης συγκέντρωσης μισθωτών, ανεξάρτητα από την εξειδίκευση της εργασίας. Σε αυτούς τους χώρους κρίνεται η πάλη, όχι αποσπασματικά αλλά συνολικά, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική. Μοναδικό κριτήριο για τη φερεγγυότητα οποιασδήποτε συνδικαλιστικής ή πολιτικής μορφής οργάνωσης είναι η στάση της απέναντι στην παραπάνω αναγκαιότητα, στην οργάνωση και επιτυχία της απεργίας κατά τόπο εργασίας. Δεν αρκούν οι διακηρύξεις χωρίς ανάλογες πράξεις οργάνωσης και περιφρούρησης των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Αντίθετα, ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης κατάστασης αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης του κινήματος σε συνθήκες απότομης όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων, των κοινωνικών αντιθέσεων, βρήκαν πρόσφορο έδαφος μικροαστικού τύπου μορφές αντίδρασης και κυρίως συνθήματα που επικέντρωναν συλλήβδην στα κόμματα, το κοινοβούλιο, τους «κλέφτες» και «προδότες» πολιτικούς, στη διεκδίκηση της «άμεσης δημοκρατίας», θεωρώντας ότι υπάρχει πρόβλημα θεσμών αντιπροσώπευσης.
Η στάση αυτή ευρύτερων λαϊκών και εργατικών στρωμάτων που πρώτη φορά έβγαιναν στο δρόμο έχει αντικειμενική βάση, έρχεται ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, της απώλειας θέσεων για ορισμένα μεσαία στρώματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν σύμμαχες δυνάμεις της αστικής εξουσίας. Μια τέτοια στάση που δε συνειδητοποιεί σε βάθος τις αιτίες της όξυνσης των εργατικών και λαϊκών προβλημάτων, αξιοποιείται έντεχνα από δυνάμεις της αστικής τάξης, ώστε να ενοχοποιείται τμήμα του πολιτικού προσωπικού του κεφαλαίου, αφήνοντας στο απυρόβλητο την ίδια την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την αντίστοιχη εξουσία που ευθύνεται για την κρίση, την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, την ανεργία κλπ.
Μέσα στο λεγόμενο «κίνημα των πλατειών» επιχειρήθηκε μια νέα μορφή χειραγώγησης των λαϊκών αντιδράσεων, επεξεργασμένη από κέντρα της αστικής τάξης, αξιοποιώντας τη συμβολή οπορτουνιστικών δυνάμεων. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί «υγειονομική ζώνη» ανάμεσα σε ένα τμήμα λαϊκών στρωμάτων που συμμετείχε σε αυτές τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ, τις δυνάμεις της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας και βεβαίως τη συσπείρωση με την πολιτική του ΚΚΕ. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος αξιοποιήθηκαν και προβοκατόρικες ενέργειες από δυνάμεις διαφόρων φανερών αλλά και κρυφών μηχανισμών του αστικού κράτους (είτε στο ρόλο του αναρχικού - αντιεξουσιαστή είτε του αγανακτισμένου - πατριώτη) με σκοπό να χτυπηθούν οι απεργιακές συγκεντρώσεις στις 27-28 Ιουνίου.
Κάτω από τα συνθήματα του «ακομμάτιστου» και «ακηδεμόνευτου κινήματος», «όποιος έρθει στην πλατεία θα πρέπει να αφήσει πίσω την κομματική του ταμπέλα», τα οποία αναπαρήγαγαν και στήριζαν με τη στάση τους οπορτουνιστικές δυνάμεις (που κατά τα άλλα έχουν αναφορές στο μαρξισμό και το κομμουνιστικό κίνημα), ουσιαστικά επιχειρήθηκε η λαϊκή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία να μπει κάτω από τη σημαία μιας αστικής «εναλλακτικής» πολιτικής με πυρήνα μια νεοκεϋνσιανή εκδοχή διαχείρισης της κρίσης.
Ανεξάρτητα από την αστική συζήτηση για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους -τη διαπραγμάτευση ή την πιο δυναμική διεκδίκηση παραγραφής μεγαλύτερου μέρους του- η βαθιά οικονομική κρίση στην Ελλάδα προκάλεσε και κρίση στα δύο αστικά κόμματα που επί 27 χρόνια εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση. Για την αστική εξουσία ωρίμασε η ανάγκη αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, ενδεχομένως και του πολιτειακού, με στόχο την εκ νέου θεσμική θωράκισή του. Δεν είναι τυχαία όλη η συζήτηση περί άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, περί μείωσης του αριθμού των βουλευτών, αλλά και η συζήτηση για Συνταγματική αναθεώρηση που διεξάγεται επί χρόνια. Η κυβέρνηση παρουσιάζει την πρόθεσή της για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων ως «ανταπόκριση» στα «αιτήματα» της λαϊκής διαμαρτυρίας και ως βήμα για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Πρόκειται βεβαίως για μέτρα που δε θα προσφέρουν τίποτα από τη σκοπιά της επίλυσης των λαϊκών προβλημάτων και της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών ή της αντιμετώπισης του φαινομένου της διαφθοράς που είναι σύμφυτο με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Αντίθετα πρόκειται για μέτρα που εξυπηρετούν τη θωράκιση της δικτατορίας της αστικής τάξης, μέτρα που στρέφονται ενάντια στο εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Σημειώνουμε ότι τέτοιου είδους μέτρα έχουν εφαρμοστεί ή εφαρμόζονται σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Αλλωστε προβλέπονται σε κείμενα Επιτροπών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως της Επιτροπής της Βενετίας. Τέτοιου είδους μέτρα έχουν αξιοποιηθεί έτσι ώστε να περιοριστεί η δράση των ΚΚ (π.χ. στην Πορτογαλία), να ενσωματωθούν ακόμη περισσότερο τα συνδικάτα στους αστικούς θεσμούς, να διασφαλιστεί η λαϊκή συναίνεση σε αντιλαϊκά μέτρα (π.χ. το εκβιαστικό δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στη FIAT στην Ιταλία, με το οποίο εγκρίθηκε η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων υπό την απειλή των απολύσεων), να αντιδραστικοποιηθεί περαιτέρω η λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη των πολιτικών φορέων του οπορτουνισμού που μιλάνε για «λαϊκή μεταπολίτευση», για «μεταπολίτευση από τα κάτω», για «αριστερή» εκδοχή της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και μάλιστα με τα ίδια αστικά εργαλεία (συνταγματικές αλλαγές, καθιέρωση δημοψηφισμάτων κλπ.), σπέρνοντας ταυτόχρονα αυταπάτες ότι κάτι θετικό μπορεί να βγει από τέτοιου είδους διεργασίες.
Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά στην ιστορία που με πρωτοβουλία τμημάτων της αστικής τάξης προωθείται η αλλαγή στη μορφή της αστικής δικτατορίας (π.χ. στρατιωτική δικτατορία 1967 και μεταπολίτευση 1974 ) ή η θεσμική πολιτειακή μορφή της με τη διαμόρφωση νέου Συντάγματος, νέας κατανομής μεταξύ των κέντρων εξουσίας (π.χ. μεταξύ Προέδρου και κοινοβουλίου) και όχι μόνο με την αντικατάσταση παλιών αστικών κομμάτων με νέα (π.χ. στην Ιταλία 1989-1991). Τέτοιες εναλλαγές, αν και ήταν απαραίτητες στη λειτουργία του αστικού κράτους, δεν έλυσαν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολύ περισσότερο σήμερα δεν μπορούν να αντανακλούν έστω μια εισοδηματική βελτίωση για την εργατική τάξη και για τη μάζα των αυτοαπασχολούμενων, γιατί ο καπιταλισμός έχει χάσει τη δυναμική του και μάλιστα έχει υποχωρήσει το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα στις χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία.
Αν και το ΚΚΕ σταθερά αποκαλύπτει τις προθέσεις των αστικών εκσυγχρονισμών, πολύ περισσότερο σταθερά παρεμβαίνει στην οργάνωση της ταξικής πάλης, ενισχύοντάς την με αποκαλύψεις από τη λειτουργία του αστικού κοινοβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου. Αν και σταθερά βρίσκεται στο στόχαστρο της αστικής εξουσίας, δέχεται και μια άλλου είδους επίθεση: εκδηλώνεται μια συστηματική προσπάθεια να προβληθεί το ΚΚΕ ως μέρος του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος, ως κόμμα συμβιβασμένο με το σύστημα, κρατικοδίαιτο κλπ.
Σκοπός αυτής της επίθεσης είναι να μπουν εμπόδια στην επαφή του ΚΚΕ με ευρύτερες εργατικές λαϊκές μάζες που για πρώτη φορά αντιδρούν, που για χρόνια διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στην πολιτική του ΚΚΕ, κυρίως στη θέση για ρήξη με την αστική εξουσία και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενώ έχουν αυταπάτες ότι μπορεί να δοθεί φιλολαϊκή λύση εάν φύγει ένα τμήμα του αστικού πολιτικού συστήματος και αντικατασταθεί από κάποιο νέο.
Η προσπάθεια να περάσει στη λαϊκή συνείδηση το ΚΚΕ ως «συστημικό» κόμμα γίνεται με διαστρέβλωση -στα όρια του γκαιμπελισμού- της πολιτικής στάσης και των θέσεών του.
Το ΚΚΕ δεν απομονώνει την ευθύνη συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, δεν επικεντρώνει σε «κλέφτες πολιτικούς που τα έφαγαν», σε «διεφθαρμένους», χωρίζοντας ουσιαστικά το αστικό πολιτικό σύστημα σε τίμιους και μη. Αναδεικνύει το ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης της πολιτικής με την οικονομία, του πολιτικού προσωπικού με το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια, θέση που κάθε άλλο παρά σημαίνει συγκάλυψη συγκεκριμένων ατομικών πολιτικών ευθυνών, σκανδάλων κλπ.
Το ΚΚΕ δεν αποδέχτηκε το λεγόμενο «ακομμάτιστο» και «ακηδεμόνευτο» κίνημα, ανέδειξε ότι με αυτό τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί ότι υπάρχει διαπάλη γραμμών μέσα στο εργατικό - λαϊκό κίνημα για την πολιτική κατεύθυνση της λαϊκής δυσαρέσκειας και αγανάκτησης: αν θα μείνει ενσωματωμένη στην υπάρχουσα αστική εξουσία ή θα χειραφετηθεί ριζοσπαστικά από αυτή. Η στάση αυτή επίσης διαστρεβλώθηκε στο ότι το ΚΚΕ φοβάται και αντιτίθεται σε ό,τι δεν ελέγχει, ό,τι δε γίνεται με δική του πρωτοβουλία.
Το ΚΚΕ δεν έπαιξε το παιχνίδι των προβοκατόρικων μηχανισμών. Εθεσε το ζήτημα της ανάγκης οργανωμένου, περιφρουρημένου λαϊκού αγώνα σύγκρουσης με την αστική εξουσία με κλιμάκωση, ώστε ο συσχετισμός δυνάμεων να επιτρέπει την νικηφόρα ανατροπή. Η στάση αυτή διαστρεβλώθηκε, υποστηρίζοντας ότι «οι διακηρύξεις του ΚΚΕ για σύγκρουση και ρήξη είναι μόνο λόγια για κατανάλωση, ενώ στην πραγματικότητα απλώς επιδιώκει την κοινοβουλευτική ενδυνάμωσή του». Με τον ίδιο τρόπο έγινε προσπάθεια να διαστρεβλωθεί η θέση του ΚΚΕ για εκλογές ως απάντηση στα σχεδιαζόμενα από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποπροσανατολιστικά δημοψηφίσματα. Και βέβαια το ΚΚΕ δεν έχει αυταπάτες ότι μέσω του κοινοβουλίου θα αλλάξει ο χαρακτήρας της αντιλαϊκής εξουσίας, ότι μπορεί να αναδειχθεί μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση. Η απαίτηση του λαϊκού κινήματος για έκτακτες εκλογές σημαίνει παρεμπόδιση στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, στο βαθμό που αυτές αξιοποιηθούν για πλατιά επικοινωνία με τις λαϊκές μάζες, για αύξηση της συσπείρωσης με το ΚΚΕ, με παράλληλη ένταση της ταξικής πάλης.
Η συκοφάντηση του ΚΚΕ είναι μέρος της προσπάθειας αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και της θεσμικής θωράκισης της αστικής εξουσίας γιατί το ΚΚΕ αντικειμενικά αποτελεί τον πολιτικό φορέα του ταξικού της αντιπάλου.