Η συνεπής γραμμή ταξικής πάλης μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα θα αναμετρηθεί όχι μόνο με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό όπως αναπτύχθηκε για πολλά χρόνια την προηγούμενη περίοδο (με μορφές εξαγοράς τη μονιμότητα, τα κοινοτικά κονδύλια κλπ.) ή και την αντίδραση που προκάλεσαν οι αντεργατικές-αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις. Θα αναμετρηθεί και με το νέο ρεφορμισμό, κυβερνητικό ή αντιπολιτευτικό, ο οποίος όμως σε κάθε περίπτωση θα προστατέψει τους καπιταλιστές από το κύριο όπλο των εργαζομένων, την απεργία. Γι’ αυτό, διόλου τυχαία, ο ΣΥΡΙΖΑ και ως αντιπολίτευση δεν ενθάρρυνε τη συμμετοχή σε απεργιακές κινητοποιήσεις στο λεγόμενο ιδιωτικό τομέα.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που συνέπεσε με ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΠΟΤΑΜΙ στην ψήφιση του 3ου μνημονίου και ό,τι αυτό συνεπάγεται, επιδιώκει να συντηρεί μια ιδεολογική διαφοροποίηση κυρίως από τη ΝΔ. Την υποχώρηση σε ιδιωτικοποιήσεις, σε αντιλαϊκά μέτρα την παρουσιάζει ως αποτέλεσμα ενός δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη, ειδικότερα στην ΕΕ, που τον υποχρεώνει σε προσωρινούς συμβιβασμούς.
Για να στηρίξει την τακτική του δε διστάζει να καπηλεύεται ακόμα και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, του ΚΚΕ. Επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι με το ΚΚΕ βρίσκεται στην ίδια όχθη υπεράσπισης των κοινωνικών συμφερόντων, αλλά από άλλες θέσεις και συγκεκριμένα από κυβερνητικές θέσεις ευθύνης. Σε θέματα από τα οποία δε θίγεται άμεσα η καπιταλιστική σχέση, επιχειρεί ιδεολογική διαφοροποίηση από το αστικό πολιτικό παρελθόν, π.χ. στην επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτώβρη). Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι και σε αυτήν την περίπτωση το περιεχόμενο που προσέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στον εορτασμό περιορίστηκε –και δε θα γινόταν διαφορετικά– στην επιδίωξη της εθνικής απελευθέρωσης χωρίς να αναδεικνύει το ρόλο του ΚΚΕ, των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε αυτήν. Ακόμα κι όταν γινόταν αυτό, το έκανε με τρόπο που να αλλοιώνει τον πραγματικό χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τα προβλήματα στρατηγικής, προσπαθώντας να τα ενσωματώσει με ευθείες αναφορές στην τακτική υποχώρησης - συμβιβασμού του σήμερα. Εννοείται επίσης ότι αυτές οι αναφορές δεν άγγιζαν ούτε τα ζητήματα γύρω από τη διεκδίκηση της εξουσίας που αντικειμενικά τέθηκε σε αυτές τις συνθήκες.
Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί τον τεχνητό διαχωρισμό του κομματικού από το κυβερνητικό του πρόγραμμα, για να διασπάσει περισσότερο την εργατική τάξη, να στρέψει το ένα τμήμα της ενάντια στο άλλο, χαρακτηρίζει ρετιρέ μισθούς και συντάξεις που υφίστανται ή θα υποστούν νέες περικοπές για να εξασφαλιστούν δήθεν τα κονδύλια διαχείρισης της «ανθρωπιστικής κρίσης». Παράλληλα θα προκαλεί επιφανειακές συγκρούσεις με δυνάμεις που θα υποστηρίζουν την επιτάχυνση των φιλελεύθερων μέτρων, αλλά και με δυνάμεις του αντιμνημονιακού ή και εναλλακτικού μετώπου του εθνικού νομίσματος. Σε αυτό το έδαφος, το συνδικαλιστικό-εργατικό κίνημα κινδυνεύει από νέα φάση μεγαλύτερων διαστάσεων αποπροσανατολισμού και κατακερματισμού, συντεχνιασμού. Θα απαιτηθεί μεγαλύτερη ικανότητα επεξεργασίας της συνδικαλιστικής γραμμής πάλης κατά χώρο και κυρίως κατά κλάδο, ιδιαίτερα στους κλάδους στρατηγικής σημασίας, ώστε αυτή η γραμμή, πατώντας στην εμπειρία, να απεγκλωβίζει νέες δυνάμεις από τις παραλλαγμένες μορφές της καπιταλιστικής χειραγώγησης.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Σε εξέλιξη βρίσκεται η περαιτέρω απελευθέρωση δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιωτικοποίησης υποδομών μεταφορών (λιμάνια, αεροδρόμια) ή απλώς αλλαγής κρατικών/ιδιωτικών μεριδίων στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Γύρω από αυτά συγκρούονται συμφέροντα διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου. Σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες των εργαζομένων σε αυτούς τους χώρους δε συμπίπτουν με κανένα από τα αντιμαχόμενα κεφαλαιακά συμφέροντα, ενώ αντίθετα συμπίπτουν με τα γενικά συμφέροντα των εργαζομένων. Δηλαδή, από την καλύτερη διαχείριση των λιμανιών, αεροδρομίων κι άλλων υποδομών δε θα γίνει φθηνότερη η χρήση τους για το λαό, δε θα μειωθεί η φορολογία. Το όφελος θα μοιραστεί ανάμεσα στους καπιταλιστές ως χρήστες και ως άμεσους επενδυτές. Αλλά και από την άλλη μεριά, πάλι ο εργαζόμενος και ο συνταξιούχος πλήρωνε το κρατικό μονοπώλιο, όχι μόνο μέσω της άμεσης κι έμμεσης φορολογίας, αλλά κι ως συσσωρευμένα δάνεια του κράτους, ενώ η μονιμότητα των εργαζομένων στο κρατικό μονοπώλιο είναι πλέον παρελθόν είτε έτσι είτε αλλιώς.
Με άλλα λόγια, η ανεργία και οι απολύσεις εργαζομένων που απορρέουν είτε από την ορθολογικότερη διαχείριση πρώην κρατικών οργανισμών είτε από την επιδίωξη οικονομιών κλίμακας μέσω συγχωνεύσεων είτε ως συνέπεια του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού δεν αντιμετωπίζονται με ένα κίνημα διεκδίκησης επιστροφής στο παρελθόν του καπιταλιστικού κρατικού μονοπωλίου, δεν αντιμετωπίζονται με τον εφησυχασμό ότι αφορά «παλιούς προνομιούχους». Αντιμετωπίζονται μόνο σε ενιαία αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης, πιέζοντας στην κατεύθυνση των μοναδικών λύσεων που μπορούν να υπάρξουν προς όφελος των εργαζομένων: Την αμυντικού χαρακτήρα αποζημίωση - επίδομα ανεργίας σε όλους κι όλες. Την επιθετικού χαρακτήρα διεκδίκηση γενικής μείωσης του χρόνου εργασίας με αύξηση και όχι μείωση των μισθών, ως μοναδικής ρύθμισης ώστε τα οφέλη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων –είτε λέγονται οικονομίες κλίμακας είτε οτιδήποτε άλλο– να επιφέρουν βελτίωση της ζωής των εργαζομένων κι όχι νέα συσσώρευση κερδών, πλουτισμού κλπ.
Εκ των πραγμάτων, όμως, αυτό που φέρνει ως πρόοδο, ως ανάπτυξη το τεχνικό μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, της επιστήμης –της έρευνας– της τεχνολογίας, γίνεται στα χέρια των καπιταλιστών μέσο χτυπήματος της ζωής των εργαζομένων. Οι δυνατότητες που δημιουργεί αυτή η πρόοδος αναδεικνύουν αντικειμενικά την αναγκαιότητα της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, του κινήτρου του κέρδους, της λειτουργίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει να σφυρηλατείται η εργατική ενότητα, ν’ αποκρούεται ο ρεφορμισμός του ξεπερασμένου πλέον –από την ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη– εκτεταμένου κρατικού καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια, δεν αδιαφορούμε για τις άμεσες συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων στις εργασιακές σχέσεις, στους μισθούς, στις νέες επιβαρύνσεις της λαϊκής οικογένειας, στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά πρωταγωνιστούμε στην πάλη για όλα αυτά κάτω από τη σημαία της κοινωνικής ιδιοκτησίας, της εργατικής εξουσίας προς όφελος της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών.
Αντικειμενικά η ίδια η εξέλιξη οποιασδήποτε κοινωνικής ανάγκης οδηγεί στη σύγκρουση με την καπιταλιστική ιδιοκτησία κι εξουσία. Ας αναφερθούμε στην κοινωνική ασφάλιση, στο σκέλος της σύνταξης και στο σκέλος εξυπηρέτησης της υγείας-πρόνοιας. Η «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προετοιμάζει νέα μείωση στις συντάξεις των 1.200 ευρώ, με το πρόσχημα των οικονομικών προβλημάτων των ασφαλιστικών ταμείων και της ανάγκης να χρηματοδοτηθούν οι κατώτατες συντάξεις της τάξης των 300-400 ευρώ, επιχειρηματολογώντας με τη στρεβλωμένη λογική της ισότητας. Είναι πολιτική που, εκτός των άλλων, στοχεύει στη διάσπαση του κινήματος των συνταξιούχων, καθώς και στην αντιπαράθεσή του με το κίνημα των μισθωτών εργαζομένων. Η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί, συνειδητά παραποιημένα, προβάλλοντας την επιδείνωση στη σχέση συνταξιούχων - εργαζομένων και στο δημογραφικό πρόβλημα. Αποσιωπά ότι η επιδείνωση της σχέσης συνταξιούχων - εργαζομένων είναι αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, της αδήλωτης εργασίας από τους καπιταλιστές, τα δε αποθεματικά των Ταμείων συρρικνώθηκαν γιατί οι κυβερνήσεις για χρόνια τα χρησιμοποίησαν με διάφορους τρόπους υπέρ της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το ίδιο επιχειρεί και ο νέος νόμος με τη συγκέντρωση των αποθεματικών σ’ ένα κρατικό ταμείο.
Το συνταξιοδοτικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το εργασιακό, με την ανεργία, με την αναγκαιότητα μείωσης του γενικού εργάσιμου χρόνου, και δεν μπορεί να λυθεί προς όφελος του λαού στο πλαίσιο της σημερινής πορείας του καπιταλισμού και του συσχετισμού δυνάμεων. Το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια. Ο καπιταλισμός τις αντιμετωπίζει στη λογική του «κόστους», που μπορεί ή όχι να σηκώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, ενώ την ίδια στιγμή θεωρεί δαπάνη άμεσης προτεραιότητας την ενίσχυση (άμεση χρηματοδότηση ή έμμεση φοροαπαλλαγή) της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Μόνο η κεντρικά κι επιστημονικά σχεδιασμένη παραγωγή στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας γης, υποδομών, μηχανημάτων, σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, μεταφορών, ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, τουριστικών εγκαταστάσεων, με κρατικό εμπόριο, μπορεί να εξασφαλίσει όλες τις απαραίτητες δαπάνες εργασίας και υλικού για την παροχή αποκλειστικά δημόσιων, δωρεάν, ποιοτικά αναβαθμισμένων υπηρεσιών παιδείας, υγείας, πρόνοιας για όλους και όλες και σ’ όλη τη ζωή τους.
Η παραγωγή χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν έχει καμία σχέση με την καπιταλιστική κρατική ιδιοκτησία και παρέμβαση στην οικονομία. Δεν έχει καμία σχέση με τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις του καπιταλιστικού κράτους, οι οποίες έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τους καπιταλιστές μέσω της παροχής σε αυτούς φθηνού ρεύματος και φθηνών μεταφορών, μέσω της εξασφάλισης σε αυτούς πελατείας για κέρδη. Τέτοια είναι η σχέση που έχουν οι κρατικές επιχειρήσεις, τα δημόσια νοσοκομεία, τ’ ασφαλιστικά ταμεία με τα ιδιωτικά κέντρα υγείας και νοσοκομεία.
Η πραγματικά κοινωνική ιδιοκτησία δεν έχει επίσης σχέση με τους τσακωμούς της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ για τα ποσοστά του κράτους στη ΔΕΗ. Η ταξικά συμφέρουσα γραμμή πάλης μέσα στο εργατικό κίνημα, μέσα στο κίνημα των εργαζομένων της ΔΕΗ, δεν μπορεί να είναι τα ποσοστά του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιό της ή το δίλημμα ανάμεσα στον κρατικό και τον ιδιωτικό χαρακτήρα του μονοπωλίου, αλλά η προβολή της αναγκαιότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας. Σε τελευταία ανάλυση, το ποσοστό της συμμετοχής του κρατικού και του ιδιωτικού κεφαλαίου στην παραγωγή και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζεται από τις γενικές ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε επίπεδο έθνους-κράτους σε κάθε ιστορική περίοδο, αλλά και από τον ανταγωνισμό στη διεθνή καπιταλιστική αγορά μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων, ιμπεριαλιστικών κέντρων κλπ. Δεν καθορίζεται από το στενότερο ή ευρύτερο κίνημα των εργαζομένων. Επίσης, υπενθυμίζουμε ότι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ξεκίνησε μέσα στο κρατικό μονοπώλιο, αντικαθιστώντας τους μόνιμους μισθωτούς με μη μόνιμους, αρχικά μέσω εργολαβιών. Το ίδιο συνέβη και στη δημόσια εκπαίδευση, στα κρατικά νοσοκομεία, όπου η μονιμότητα όλο και περισσότερο περιορίζεται, γιατί σήμερα θεωρείται κοστοβόρα ακόμα και για την αναπαραγωγή της κομματικής εκλογικής πελατείας.
Το πρόβλημα της μονιμότητας της δουλειάς, ουσιαστικά το πρόβλημα της εξάλειψης της ανεργίας, της υποαπασχόλησης ή ετεροαπασχόλησης, αφορά πλέον και κρατικούς υπαλλήλους, όχι μόνο τους μισθωτούς ή τους δυνάμει μισθωτούς (αγρότες ή αυτοαπασχολούμενους της πόλης που δεν επιβιώνουν ως τέτοιοι). Και η δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος μπορεί να υπάρξει μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού, αφού απαιτεί ριζικά διαφορετικό τρόπο συνένωσης της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής, με όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας. Απαιτεί δηλαδή τη συνένωσή τους όχι μέσω της αγοράς (με τη διαμεσολάβηση του κινήτρου του καπιταλιστικού κέρδους), αλλά μέσω της κεντρικής, επιστημονικά σχεδιασμένης κατανομής με στόχο τη συνεχή βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας στο έδαφος του εκάστοτε επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας. Είναι άλλο κίνητρο –άλλη σχέση ο στόχος της συσσώρευσης κεφαλαίου και άλλο κίνητρο– άλλη σχέση ο στόχος παραγωγής προϊόντων ως μέσων που βελτιώνουν τη ζωή, μειώνουν τον υποχρεωτικό εργάσιμο χρόνο, το μονότονο, το εκτελεστικό ή βαρύ, χειρωνακτικό χαρακτήρα της εργασίας, δίνουν τη δυνατότητα της δημιουργικής εργασίας και εναλλαγής του αντικειμένου της.
Δηλαδή απαιτούνται επαναστατικές ανατροπές στην εξουσία και στην οικονομία για να διαμορφωθούν νέες κοινωνικές σχέσεις, νέες δομές οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Χρειάζεται ν’ αλλάξει ο χαρακτήρας του κράτους (όχι το κυβερνητικό κόμμα ή ν’ αντικατασταθεί ένας κρατικός μηχανισμός από έναν άλλο), να γίνει γενικός νόμος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας ο Κεντρικός Σχεδιασμός, ώστε να κατανέμεται το εργατικό δυναμικό στους κλάδους, στις περιφέρειες, στις πόλεις. Μόνο έτσι μπορεί να ικανοποιηθεί η ανάγκη όλοι να έχουν δουλειά, όλοι οι νέοι και οι νέες ν’ αποκτούν όχι μόνο μια ικανοποιητική γενική μόρφωση, αλλά και εξειδίκευση τεχνική, επιστημονική ή καλλιτεχνική ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, ν’ αναπτύσσονται πολύπλευρα, ανεξάρτητα από την επιλογή τους στην εξειδίκευση. Η δυνατότητα όλα αυτά να γίνονται σε αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν σχολεία, σχολές, πανεπιστήμια, η πρακτική εμπειρία να είναι μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, παίρνοντας τα πτυχία τους να είναι ικανοί και ικανές για εργασία.
Το ίδιο αφορά όλες τις αναγκαίες υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας που θα παρέχονται αποκλειστικά ως δημόσιες, δωρεάν με βάση τις ανάγκες και όχι το λεγόμενο κόστος τους.
Επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονου, οξυμμένου κοινωνικού προβλήματος, που η επίλυσή του απαιτεί αντικειμενικά πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, είναι ο συνδυασμός της μητρότητας με την κοινωνική εργασία, με την ανάγκη για χρόνο ικανό για ανάπαυση και άλλη δημιουργική δραστηριότητα.
Αυτά τα ζητήματα λοιπόν, δηλαδή η κατάσταση και οι αιτίες των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και η δυνατότητα, οι προϋποθέσεις επίλυσής τους, είναι ζητήματα διαπάλης μέσα στο εργατικό κίνημα.
Άλλωστε, η χειραγώγηση της εργατικής συνείδησης δε γίνεται μόνο στο μη συνδικαλισμένο, στον πιο απόμακρο απ’ οποιαδήποτε μορφή –έστω και πρωτόλεια– αντίδρασης στην υπάρχουσα εξουσία. Η χειραγώγηση, ο αποπροσανατολισμός της αντίδρασης κατευθύνεται πρώτ’ απ’ όλα στον ή στην κοινωνικά πιο ενεργητική, στο συνδικαλισμένο, στον ενταγμένο σε μαζική οργάνωση, σε αυτόν και σε αυτήν που αντιστέκεται και αντιδρά, όπως κι αν αντιλαμβάνεται την αντίδραση: Απέναντι στο μεμονωμένο εργοδότη, στη συγκεκριμένη δημοτική αρχή, σε μια συγκεκριμένη κρατική υπηρεσία, σε μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμα και αστικά φιλελεύθερα κόμματα προσπάθησαν –και το κατάφεραν– ν’ αποκτήσουν μέλη, να έχουν οργανώσεις νέων, γυναικών, συνδικαλιστικές παρατάξεις, προσπαθώντας να τ’ αξιοποιήσουν όλα αυτά –παράλληλα φυσικά με διάφορους μηχανισμούς εξαγοράς– για τη διεξαγωγή της ιδεολογικής-πολιτικής παρέμβασής τους. Ακόμα και φασιστικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή, επιχειρούν να φτιάξουν παράταξη συνδικαλιστική.
Βέβαια, διαχρονικά πλέον, η σοσιαλδημοκρατία, ο παλιός και ο νέος οπορτουνισμός παρεμβαίνει μέσα στο εργατικό κίνημα, προσαρμοσμένα ανάλογα με τις καταστάσεις της κάθε περιόδου. Και βέβαια το πρόβλημα με την παρέμβαση του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα δεν είναι ότι δεν έχει κάποια αιτήματα πάλης, αλλά ότι αναπαράγει παντού και πάντοτε τον εγκλωβισμό του στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων στο έδαφος του υπάρχοντος συστήματος. Λειτουργεί παντού και πάντοτε ως φράγμα στη ριζοσπαστικοποίηση των διαθέσεων, στην επαναστατική πολιτικοποίηση. Παρουσιάζει τις άμεσες διεκδικήσεις εργατικών και λαϊκών δυνάμεων ως κυβερνητικό πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι έκανε, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ πριν την ανάδειξή του στη διακυβέρνηση (ζήτησε ψήφο το Γενάρη του 2015 υποσχόμενος επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ). Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε το τμήμα που αποσχίστηκε από το ΣΥΡΙΖΑ, η ΛΑΕ, η οποία συνέδεσε αυτά τα αιτήματα με την απαγκίστρωση από το μνημόνιο, με το ενδεχόμενο επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα διεξάγεται ιδεολογική-πολιτική πάλη τόσο με τις αστικές όσο και με τις οπορτουνιστικές αντιλήψεις για την οικονομία (το χαρακτήρα της παραγωγής, της κατανομής, το ρόλο του νομίσματος, των οικονομικών και νομισματικών ενώσεων, τη σχέση κρατικού-ιδιωτικού κεφαλαίου κι άλλα). Ταυτόχρονα διεξάγεται διαπάλη για ζητήματα του εποικοδομήματος (για τα όργανα της εξουσίας, τη σχέση της λεγόμενης «δημοκρατίας» με αυτά, το κοινοβούλιο, το αστικό πολιτικό σύστημα, το Σύνταγμα κι άλλα). Αυτή η ιδεολογική-πολιτική πάλη πρέπει να διεξάγεται όσο το δυνατόν περισσότερο με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και κομμουνιστριών.
Πρόκειται για ζητήματα που αφορούν σήμερα τον εργαζόμενο, το μισθωτό, το συνδικαλιστικά δραστηριοποιημένο. Η ταξική πολιτική συνειδητοποίηση των εργαζομένων, που αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο, εξαρτάται από τη συνειδητοποίηση της ουσίας των παραπάνω ζητημάτων.
Η κατανόηση, για παράδειγμα, ότι μόνο η παραγωγή που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία, στον κεντρικό σχεδιασμό με στόχο τη λαϊκή ευημερία μπορεί να διαγράψει τα χρέη του καπιταλισμού, ν’ αποδεσμευτεί από την ΕΕ και από κάθε ένωση καπιταλιστικών κρατών, γενικά ν’ απελευθερωθεί από τις αγορές κεφαλαίου, δεν είναι μόνο θέση ζύμωσης από το ΚΚΕ στην αυτοτελή πολιτική του παρέμβαση. Είναι και θέση διαπάλης μέσα στο εργατικό κίνημα.
Γιατί, βέβαια, το πρόβλημα για το λαό στην Ελλάδα, γενικότερα για τους λαούς, δεν είναι αν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις θα δανείζονται από άλλες κυβερνήσεις, από το Μηχανισμό της ΕΕ και από το ΔΝΤ ή αν θα δανείζονται απευθείας από τη λεγόμενη αγορά, από τους διεθνείς επενδυτές τύπου Σόρος.
Είναι ζήτημα πάλης μέσα στο κίνημα η κατανόηση ότι το κύριο σε μια οικονομία δεν είναι το νόμισμα, δεν είναι αν ανήκει ή όχι σε μια ένωση συνεργασίας κρατών, αλλά τι σχέσεις οικονομικές-κοινωνικές αντιπροσωπεύει αυτή η ένωση, αν είναι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ή σχέσεις της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του Κεντρικού Σχεδιασμού, του εργατικού ελέγχου. Σε διεθνές επίπεδο, μόνο η κυριαρχία αυτών των σχέσεων μπορεί να δώσει ισότιμες σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, να επιταχύνει σχεδιασμένα τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών, πόλεων ή κλάδων με ιστορικά διαφορετική πορεία ανάπτυξης.
Είναι βέβαιο ότι οι αγώνες για την πολιτική και κοινωνική ανατροπή προς την παραπάνω κατεύθυνση δεν έρχονται μια κι έξω, δεν αναπτύσσονται αυθόρμητα, αλλά μόνο στη βάση της ιδεολογικής - πολιτικής αποκάλυψης και διαπάλης, σε συνδυασμό φυσικά με την πείρα που αργά ή γρήγορα θα συσσωρεύεται από τη ζωή στον καπιταλισμό.
Κι αυτό ισχύει και για τους κοινωνικούς συμμάχους της εργατικής τάξης, τα λαϊκά τμήματα των αγροτών, των βιοτεχνών, των μικρεμπόρων, μικροεπαγγελματιών. Για παράδειγμα, στο κίνημα των αγροτών που βασικά ζουν από τη δική τους δουλειά και των μελών της οικογένειάς τους, η προοπτική είναι προδιαγεγραμμένη: Οι περισσότεροι δεν έχουν μέλλον ως ατομικοί εμπορευματοπαραγωγοί, δεν μπορούν ν’ αναμετρηθούν με την καπιταλιστική βιομηχανία από την οποία προμηθεύονται ύλες, μηχανήματα, με τους καπιταλιστές εμπόρους που συγκεντρώνουν την παραγωγή τους, με τις τράπεζες από τις οποίες δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα, με τη φορολογία του κράτους των καπιταλιστών, με τις φυσικές καταστροφές. Άλλωστε ο περιορισμός των φυσικών καταστροφών απαιτεί πολύ πιο εκτεταμένες υποδομές, κεντρικό σχεδιασμό και στην κατανομή της εργατικής δύναμης κατά εποχή και μήνα, ανάλογα με τις ανάγκες της αγροτικής καλλιέργειας που παύει πλέον να είναι στενά υπόθεση του ατομικού νοικοκυριού. Στον καπιταλισμό η παραπάνω πίεση μετατρέπει τις μικρές ατομικές εκμεταλλεύσεις σε καπιταλιστικές είτε μέσω της άμεσης εξαγοράς τους από καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε μέσω της μεσολάβησης της –υποταγμένης στην καπιταλιστική παραγωγή– συνεταιριστικής παραγωγής ή της ομάδας παραγωγών, της συμβολαιακής σχέσης με επιχειρήσεις της μεταποίησης κι άλλες μεταβατικές σχέσεις.
Τα εθνικά - κοινοτικά κονδύλια ενίσχυσης δεν μπορούν να ανατρέψουν την παραπάνω τάση, έστω κι αν στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν για να την επιβραδύνουν. Σήμερα, ολοένα και πιο καθαρά χρησιμοποιούνται για να την επιταχύνουν, γι’ αυτό η ελάχιστη γραμμή πάλης είναι κι εδώ αντιμονοπωλιακή - αντιευρωενωσιακή - αντιΚΑΠ. Πολύ περισσότερο, σήμερα αποτελεί αδήριτη ανάγκη η συστράτευση των αυτοαπασχολούμενων αγροτών με τους εργατοϋπαλλήλους ενάντια στους καπιταλιστές και το κράτος τους με ελάχιστο σημείο συνένωσης τον αγροτικό παραγωγικό συνεταιρισμό ως συμπλήρωμα της μεγάλης κοινωνικοποιημένης αγροτικής παραγωγής, του κρατικού εμπορίου, της κατάργησης της αγοραπωλησίας - κληρονομιάς της γης.
Επίσης, αν, όπως ήδη αναφέραμε, η συνειδητοποίηση της σοσιαλιστικής προοπτικής για τους εργατοϋπαλλήλους δεν είναι μόνο ζήτημα προπαγάνδας - ζύμωσης, αυτό αφορά πολύ περισσότερο τους αγρότες, τους μεροκαματιάρηδες αυτοαπασχολούμενους των πόλεων.
Η μαζική υιοθέτηση της ανατρεπτικής πολιτικής του ΚΚΕ θα έρχεται στο έδαφος της πείρας της ίδιας της ζωής. Θα έρχεται όταν δε θα υπάρχουν οι χρηματικοί πόροι για να μπει μπροστά η νέα παραγωγή, όταν τα δάνεια δε θα μπορούν να ανακυκλωθούν, όταν θα κινδυνεύσει και η γη ως ιδιοκτησία, ενώ η βιομηχανία, το εμπόριο, ο τουρισμός-επισιτισμός δε θα μπορούν να απορροφήσουν το νέο, μαζικότερο κύμα κατεστραμμένων αγροτών και αυτοαπασχολούμενων της πόλης.