Στη χώρα μας βρίσκονται σε ισχύ μια σειρά νομοθετήματα που ενσωματώνουν ευρωπαϊκές οδηγίες σχετικές με τον επαγγελματικό κίνδυνο.
Επίσης υπάρχουν και άλλα νομοθετήματα που περιλαμβάνουν ορισμένες προβλέψεις για την προστασία των εργαζομένων ως αποτέλεσμα και της ταξικής πάλης τις προηγούμενες δεκαετίες (π.χ. Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα). Η νομοθεσία αυτή αφορά τους μισθωτούς εργαζόμενους, δεν καλύπτει τους αγρότες και αυτοαπασχολούμενους.
Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, πριν την κρίση, για να διασφαλιστεί φθηνότερη εργατική δύναμη, για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων, υπήρξε συρρίκνωση της εφαρμογής ακόμη και στα στοιχειώδη μέτρα για την ΥΑΕ. Η κατάσταση στην περίοδο της οικονομικής κρίσης έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ. Οι εργοδότες δεν τηρούν ούτε καν τα μέτρα που προβλέπει η νομοθεσία. Έτσι, η ΥΑΕ θυσιάζεται στο βωμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ο ρόλος του αστικού κράτους για τη θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι καθοριστικός και στον τομέα της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Αυτό εκφράζεται με διάφορους τρόπους, όπως:
• Με την προώθηση αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων (Ασφαλιστικό, εργάσιμος χρόνος, εργασιακές σχέσεις, απελευθέρωση τομέων στρατηγικής σημασίας κλπ.), που επηρεάζουν και την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
• Με την εμπορευματοποίηση του δημόσιου τομέα της Υγείας γενικά και ειδικότερα της ΥΑΕ, την απουσία δημόσιων υποδομών εκτίμησης και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου και όρων παροχής υπηρεσιών για την πρόληψη και αποκατάσταση της υγείας των εργαζόμενων.
• Με τη διαμόρφωση ενός πλαισίου ψευδεπίγραφων ελέγχων της εργοδοτικής ευθύνης από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους.
• Με την υποβάθμιση του προσανατολισμού της αναγκαίας επιστημονικής έρευνας στους σχετικούς τομείς.
• Με τη διατήρηση μιας σειράς σκόπιμων ελλείψεων στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, με κριτήριο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου (π.χ. απουσία θεσμοθετημένων μεθοδολογιών και προδιαγραφών για την εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, για τα επίπεδα οριακών τιμών έκθεσης, για τη διαδικασία αναγνώρισης και καταγραφής των επαγγελματικών ασθενειών, για την εφαρμογή των θεσμών του Τεχνικού Ασφάλειας, του Γιατρού Εργασίας και του νοσηλευτή επαγγελματικής υγείας κ.ά.).
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, υλοποιώντας τους άξονες της νέας στρατηγικής της ΕΕ για την ΥΑΕ που αναφέρθηκαν προηγουμένως, διατηρεί κι επιδεινώνει τη σημερινή αρνητική κατάσταση. Ορισμένες πλευρές φωτίζονται στις παραγράφους που ακολουθούν.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
Για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, αρμόδια για τον έλεγχο των θεμάτων ΥΑΕ είναι η κατά τόπους Επιθεώρηση Εργασίας, που υπάγεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ). Σήμερα υπηρετούν σε ολόκληρη την Ελλάδα μόνο 220 επιθεωρητές ασφάλειας και υγείας, περίπου 60 στην Αττική και με τεράστιες ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή.
Πρόσφατα, με το ΠΔ 113/29/2014 καταργήθηκαν σε 7 περιοχές της χώρας τα Τμήματα Επιθεώρησης (Ημαθία, Χαλκιδική, Πέλλα, Σάμος, Αρκαδία, Ευρυτανία, Φωκίδα).
Για τα μεταλλεία-λατομεία, για τα οποία εφαρμόζεται ο Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ), αρμόδιες για τον έλεγχο είναι οι Επιθεωρήσεις Μεταλλείων, που υπάγονται στο ΥΠΕΚΑ. Και οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες, με έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής.
Στη σκόπιμη υπονόμευση των ελεγκτικών μηχανισμών πρέπει να προστεθεί και ο προσανατολισμός των ελέγχων μέσα από την ίδια τη νομοθεσία, που δεν εστιάζει στην εργοδοτική ευθύνη, αντίθετα, προωθεί την ταξική συνεργασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που γίνονται έλεγχοι μετά από ένα ατύχημα, υπάρχει προσπάθεια να μετατοπιστεί η εργοδοτική ευθύνη στις πλάτες των εργαζομένων, των τεχνικών ασφάλειας, των επιβλεπόντων μηχανικών ή άλλων εμπλεκόμενων.
ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, κάθε εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει κάθε εργατικό ατύχημα που συνέβη στον εργασιακό του χώρο στην αρμόδια για την περιοχή Επιθεώρηση Εργασίας ή στην Επιθεώρηση Μεταλλείων, όταν πρόκειται για επιχείρηση που υπάγεται στον ΚΜΛΕ, στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος.
Το ΣΕΠΕ και το ΙΚΑ δημοσιοποιούν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την καταγραφή εργατικών ατυχημάτων. Στα στοιχεία του ΣΕΠΕ δεν περιλαμβάνονται ατυχήματα σε εργάτες γης, ναυτεργάτες, εργάτες ορυχείων. Υπάρχουν, επίσης, ορισμένα δημοσιευμένα στοιχεία για ατυχήματα σε μεταλλεία-λατομεία.
Η καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων είναι σκόπιμα ελλιπής στη χώρα μας. Τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι παραπλανητικά. Ο βασικότερος λόγος είναι ότι γίνεται προσπάθεια απόκρυψης των εργατικών ατυχημάτων από την εργοδοσία, μη δηλώνοντάς τα στις αρμόδιες αρχές.
Είναι ενδεικτικό ότι τα στοιχεία του ΙΚΑ αντιστοιχούν σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό σε σχέση με αυτά που δημοσιεύονται στις εκθέσεις του ΣΕΠΕ, παρόλο που αναφέρονται μόνο στους ασφαλισμένους του ταμείου. Η διαφοροποίηση οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σπεύδουν να «αναγγείλουν» το εργατικό ατύχημα στο ΙΚΑ προκειμένου να λάβουν τις παροχές που προβλέπονται, ανεξάρτητα από το αν ή όχι αναγγέλθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες (ΣΕΠΕ, αστυνομία) από τον εργοδότη το εργατικό ατύχημα. Συχνά, ωστόσο, πιέζονται οι εργαζόμενοι να μη δηλώνουν το ατύχημα ούτε στο ΙΚΑ, χάνοντας έτσι και τις ελάχιστες παροχές που προβλέπονται. Επίσης, τα επίσημα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν εργατικά ατυχήματα σε ανασφάλιστους ή σε εργαζόμενους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών γιατί εμφανίζονται ως «εξωτερικοί συνεργάτες», ενώ στην πραγματικότητα παρέχουν εξαρτημένη εργασία.
Επίσης, ατυχήματα που συμβαίνουν μεν εν ώρα εργασίας αλλά αφορούν αυτοαπασχολούμενους, αγρότες κλπ. δεν καταγράφονται ως τέτοια, δεδομένου ότι γι’ αυτούς τους κλάδους δεν υπάρχει απαίτηση εφαρμογής της νομοθεσίας για την ΥΑΕ.
Αν δει κανείς τις επίσημες Εκθέσεις τα τελευταία χρόνια, έως το 2014, για το οποίο υπάρχουν τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, παρουσιάζεται μια μείωση στον απόλυτο αριθμό των εργατικών ατυχημάτων. Ακόμη όμως και αν τα δημοσιευμένα στοιχεία για τον απόλυτο αριθμό των ατυχημάτων ήταν αξιόπιστα, η όποια μείωση μπορεί να καταγράφεται δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν ή ότι είναι ασφαλείς. Για παράδειγμα, η μείωση του αριθμού των εργατικών ατυχημάτων στις κατασκευές οφείλεται στην ανεργία στον κλάδο και όχι σε βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας στα εργοτάξια. Αντίστοιχα, αν σε μια περιοχή, έστω και χωρίς μεταβολή της ανεργίας, έχουμε αλλαγή της παραγωγικής δραστηριότητας (π.χ. μείωση του κλάδου των κατασκευών, ναυπηγοεπισκευή κλπ. και αύξηση της δραστηριότητας άλλων κλάδων μικρότερης επικινδυνότητας), η μείωση των εργατικών ατυχημάτων μπορεί να συνδέεται με αυτήν τη μεταβολή και να μην αντανακλά βελτίωση των όρων προστασίας της ΥΑΕ.
Όπως ομολογεί και η ίδια η κυβέρνηση: «Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ την τελευταία πενταετία καταγράφεται εν γένει μείωση του αριθμού / συχνότητας των εργατικών ατυχημάτων κατ’ έτος, η οποία ασφαλώς οφείλεται και στη συρρίκνωση των κατεξοχήν επικίνδυνων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, όπως, π.χ. ο κατασκευαστικός και οι οικοδομές […] Ο πραγματικός αριθμός ατυχημάτων που συμβαίνουν ετησίως στους χώρους εργασίας είναι μεγαλύτερος από τα επίσημα στοιχεία, δεδομένου του διαχρονικά μεγάλου μεγέθους της αδήλωτης εργασίας και της αφανούς οικονομίας στη χώρα μας. Επιπλέον, υφίσταται έλλειψη στατιστικών στοιχείων για τον πρωτογενή τομέα (γεωργία, δασοκομία, αλιεία), καθώς ο μεγάλος αριθμός των αυτοαπασχολουμένων στον τομέα δεν εντάσσονται στη νομοθεσία για την ασφάλεια και υγεία στην εργασία»18.
Μια ολοκληρωμένη εκτίμηση για τα εργατικά ατυχήματα απαιτεί, μεταξύ άλλων, τον υπολογισμό του δείκτη συχνότητας και σοβαρότητας των εργατικών ατυχημάτων ανά κλάδο. Η προσέγγιση με βάση το «Δείκτη Συχνότητας» δείχνει ότι μπορεί η μείωση του συνολικού αριθμού των ατυχημάτων να οφείλεται στην αύξηση της ανεργίας σε έναν κλάδο και στην αντίστοιχη μείωση των συνολικών ωρών εργασίας. Αντίστοιχα, η προσέγγιση με βάση το «Δείκτη Σοβαρότητας» δείχνει ότι μπορεί να μειώνεται ο συνολικός αριθμός των εργατικών ατυχημάτων, αλλά ταυτόχρονα να αυξάνει η σοβαρότητά τους, π.χ. να αυξάνονται τα σοβαρά ή τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα.
Εξάλλου, ο απόλυτος αριθμός των ατυχημάτων παραμένει τεράστιος σε σχέση με τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνικής σήμερα για τη λήψη μέτρων πρόληψης.
Από την άλλη, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργατικών ατυχημάτων, η επικινδυνότητα των χώρων εργασίας σχετίζεται και με την επίδραση μιας σειράς βλαπτικών παραγόντων που επιδρούν μακροπρόθεσμα στην υγεία των εργαζομένων, οδηγώντας σε επαγγελματικές ασθένειες, οι οποίες στην πράξη δεν καταγράφονται στη χώρα μας.
Τα ελάχιστα στοιχεία που δημοσιεύει το ΙΚΑ (π.χ. η ετήσια έκθεση του ΙΚΑ το 2008 αναφέρεται σε 2 μόνο περιστατικά επαγγελματικών ασθενειών σε όλους τους κλάδους της παραγωγής της χώρας!), είναι παραπλανητικά. Στην πραγματικότητα, αρκετές χιλιάδες εργαζόμενοι υποφέρουν και πεθαίνουν από επαγγελματικές ασθένειες. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία, όπου οι επιστημονικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν ότι σε συγκεκριμένους χώρους και κλάδους η αναλογία θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων και θανάτων από επαγγελματικές ασθένειες είναι περίπου 1 προς 4. Με βάση αυτό το κριτήριο, σχετικές επιστημονικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί εκτιμούν ότι κάθε χρόνο στη χώρα μας οι θάνατοι από επαγγελματικές ασθένειες προσεγγίζουν τους 450. Βεβαίως, επειδή στη χώρα μας δεν καταγράφονται οι επαγγελματικές ασθένειες, αυτοί οι θάνατοι εμφανίζονται στα στατιστικά στοιχεία ως θάνατοι από «κοινή νόσο». Ακόμη και χαρακτηριστικά παραδείγματα επαγγελματικών ασθενειών, όπως, για παράδειγμα, αμιάντωση, μεσοθηλίωμα και καρκίνος του πνεύμονα σε εργαζόμενους με επαγγελματική έκθεση σε αμίαντο διαλάθουν ως «κοινή νόσος» στο σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι συχνά να μη διασφαλίζουν ούτε τις στοιχειώδεις προβλεπόμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις που αφορούν τη δυνατότητα και το ύψος κάποιας πρόωρης συνταξιοδότησης.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στον τομέα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας έχουν οδηγήσει στο να μην υπάρχει καμία δυνατότητα αναγνώρισης και καταγραφής επαγγελματικής νόσου από τον ασφαλιστικό φορέα. Χαρακτηριστικά, το «Κέντρο Διάγνωσης Ιατρικής της Εργασίας» (πρώην ΙΚΑ και σήμερα ΕΟΠΥΥ) υπάρχει μεν, αλλά παραμένει χωρίς κανένα γιατρό εργασίας. Το ίδιο συμβαίνει και στα κέντρα πιστοποίησης αναπηρίας. Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα ασθενών για τους οποίους έχει διαγνωστεί από γιατρό εργασίας ότι πάσχουν από επαγγελματική νόσο, έχει προσδιοριστεί ποσοστό αναπηρίας από τις επιτροπές ΚΕΠΑ και στο ερώτημά τους για τις απαραίτητες ενέργειες για την αναγνώριση και καταγραφή της επαγγελματικής νόσου έχουν λάβει απάντηση ότι αυτό ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ!...
Μόνο τυχαία δεν είναι η απουσία ακόμη και αυτών των εκθέσεων του ΙΚΑ με μονοψήφιους αριθμούς επαγγελματικών ασθενειών (τελευταία δημοσίευση στοιχείων το 2009).
Η απουσία ενός συστήματος ουσιαστικής καταγραφής των εργατικών ατυχημάτων, και κυρίως των επαγγελματικών ασθενειών, έχει ως αποτέλεσμα τελικά ο εργαζόμενος να χάνει τη δυνατότητα ακόμα και των ελάχιστων παροχών που προβλέπονται στο σημερινό ασφαλιστικό σύστημα (επιδότηση εργατικού ατυχήματος, επίδομα επαγγελματικής ασθένειας, σύνταξη αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας). Ενδεικτικά:
• Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κριθεί από το ΚΕΠΑ19 ανάπηρος με συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας από πάθηση που οφείλεται σε «κοινή νόσο», δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας εφόσον έχει πραγματοποιήσει συγκεκριμένο αριθμό ημερών ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις ανάλογα με τα χρόνια ασφάλισης)20. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κριθεί από το ΚΕΠΑ ανάπηρος με συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας από πάθηση που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας εφόσον έχει πραγματοποιήσει έστω και μία μέρα ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και το ατύχημα έχει χαρακτηριστεί εργατικό. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κριθεί από το ΚΕΠΑ ανάπηρος με συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας από πάθηση που οφείλεται σε επαγγελματική νόσο, δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας εφόσον έχει ασφαλιστεί στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τον ελάχιστο χρόνο, ο οποίος, ανάλογα με την επαγγελματική ασθένεια, ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις με πολλούς, ωστόσο, περιορισμούς όσον αφορά το πώς τελικά διαπιστώνεται ότι η ασθένειά του είναι επαγγελματική.
Φυσικά αυτές οι παροχές είναι «ψίχουλα» μπροστά στις ανάγκες των εργαζομένων που πέφτουν θύματα ενός σοβαρού εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, δεν καλύπτουν τις συνέπειες της αναπηρίας (μερικής ή ολικής, μόνιμης ή προσωρινής) που οφείλεται στον επαγγελματικό κίνδυνο. Οι αντιδραστικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα με την περαιτέρω μείωση ακόμη και αυτών των σημερινών συντάξεων και άλλων παροχών θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση των εργαζομένων.
Σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ (π.χ. Γερμανία, Ιταλία), οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να ασφαλίζουν τους εργαζόμενους απέναντι στον επαγγελματικό κίνδυνο. Στην Ελλάδα αυτό που εφαρμόζεται είναι η καταβολή μιας ελάχιστης εργοδοτικής εισφοράς για τον επαγγελματικό κίνδυνο, που αντιστοιχεί στο 1% των αποδοχών των εργαζομένων που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η υποχρέωση αυτή αφορά μόνο τις βιομηχανίες στην περιοχή της Αττικής.
Με δεδομένο το σημερινό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι επιβαρύνονται με το κόστος της διάγνωσης, θεραπείας και αποκατάστασης του εργατικού ατυχήματος και της επαγγελματικής ασθένειας, αφού οι παροχές του ταμείου δεν επαρκούν για να το καλύψουν. Αναδεικνύεται ως αιχμή της ταξικής πάλης να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι η εργατική τάξη για την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζόμενου από τον επαγγελματικό κίνδυνο.
ΒΑΡΕΑ ΚΑΙ ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ (ΒΑΕ)
Σε όλους τους εργασιακούς χώρους οι εργαζόμενοι εκτίθενται στον επαγγελματικό κίνδυνο, ωστόσο, υπάρχουν εργασίες αυξημένης επικινδυνότητας που αφορούν συγκεκριμένους κλάδους κι επαγγέλματα, οι οποίες είναι συγκριτικά πιο επιβαρυντικές σε σχέση με άλλες. Ο θεσμός των ΒΑΕ αναγνωρίζει ότι σε αυτούς τους χώρους κι επαγγέλματα οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ιδιαίτερα βαριές, ανθυγιεινές κι επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, που οδηγούν σε γρήγορη και πολλαπλάσια επιβάρυνση της υγείας τους και γι’ αυτό υπάρχει ανάγκη να συνταξιοδοτηθούν - απομακρυνθούν από αυτές τις συνθήκες νωρίτερα –συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα– για να μειωθεί η έκθεση σε επιβλαβείς παράγοντες και η επιβάρυνση της υγείας τους.21
Ο θεσμός των ΒΑΕ, όπου εφαρμόζεται σήμερα, προβλέπει σύνταξη κατά 5 χρόνια νωρίτερα για τους εργαζόμενους που υπάγονται σε αυτόν. Αποτελεί τη βασική ελάχιστη προϋπόθεση στον περιορισμό των συνεπειών του επαγγελματικού κινδύνου και της πρώιμης φθοράς της υγείας των εργαζομένων σε μια σειρά κλάδους, χώρους και ειδικότητες. Βέβαια, το δικαίωμα στη συνταξιοδότηση μια πενταετία νωρίτερα από τα γενικά όρια το χρυσοπληρώνουν οι εργαζόμενοι με την επιβολή πρόσθετου ασφάλιστρου επί των αποδοχών τους, πέραν της εισφοράς για τη σύνταξη. Με την αναγνώριση κάποιων επαγγελμάτων ως ΒΑΕ, οι εργαζόμενοι διεκδίκησαν και κατέκτησαν μέσω συλλογικών συμβάσεων και μια σειρά άλλες ευνοϊκές διατάξεις, όπως τη χορήγηση ανθυγιεινού επιδόματος, τη μείωση των ωρών εργασίας, πρόσθετες μέρες άδειας κ.ά.
Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη του θεσμού με τις προβλέψεις για συνταξιοδότηση νωρίτερα για κάποιους κλάδους, μειωμένο ωράριο κλπ., δε συνεπάγεται ότι αρκεί αυτό το μέτρο για την προστασία της ΥΑΕ στους κλάδους που εντάσσονται στα ΒΑΕ, ούτε ότι στους κλάδους εκτός ΒΑΕ δεν υφίστανται κίνδυνοι για την ΥΑΕ και δεν υπάρχει η ανάγκη πρόληψης και αντιμετώπισής τους.
Τα ΒΑΕ καθιερώθηκαν με το νόμο 1846/51, που εφαρμόστηκε το 1964. Στις διεργασίες εκείνης της περιόδου, ξεχωρίζουμε την πανοικοδομική απεργία της 1ης Δεκέμβρη 1960, η οποία μεταξύ των αιτημάτων περιελάμβανε και αυτό της αναγνώρισης του οικοδομικού επαγγέλματος ως βαρέως και ανθυγιεινού και της λήψης μέτρων για την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων στις οικοδομές. Η ύπαρξη μέχρι σήμερα στην Ελλάδα του θεσμού των ΒΑΕ είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης και δράσης του ταξικού εργατικού κινήματος και της αποφασιστικής συμβολής του ΚΚΕ.
Η προσπάθεια κατάργησης του θεσμού των ΒΑΕ αποτελεί συστατικό στοιχείο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, των αντιδραστικών αλλαγών που έχουν στόχο τη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης, σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις της ΕΕ για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, η επίθεση στα ΒΑΕ συνδέεται με τις ανατροπές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και τις εργασιακές σχέσεις. Συνέπεια όλων αυτών είναι η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, της πρόληψης και προστασίας της υγείας για το σύνολο της εργατικής τάξης.
Τα ΒΑΕ έχουν μπει στο στόχαστρο του κεφαλαίου από το 1990. Το 201122 η επίθεση στο θεσμό κλιμακώθηκε με τον αποχαρακτηρισμό αρκετών επαγγελμάτων. Παρότι υπάρχει απουσία επιστημονικών δεδομένων που να τεκμηριώνουν ότι αυτοί οι κλάδοι δεν ανήκουν στα ΒΑΕ, παρότι από την άλλη υπάρχουν δεδομένα από μελέτες σε διεθνές επίπεδο που αναδεικνύουν την αυξημένη επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων στους συγκεκριμένους κλάδους συνεπεία των υφιστάμενων παραγόντων κινδύνου, προτάχτηκε η εξυπηρέτηση των πάγιων στοχεύσεων της αστικής τάξης για φθηνότερη εργατική δύναμη και για περιορισμό του λεγόμενου «μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας».
Το 2012 με το νόμο 4093 αυξήθηκαν κατά 2 έτη τα όρια ηλικίας στα ΒΑΕ, για να φτάσουμε στη σημερινή κυβέρνηση της «δεύτερης φοράς αριστερά» που προωθεί το επόμενο χτύπημα. Στο πλαίσιο των τελευταίων αντιλαϊκών μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για το Ασφαλιστικό, έγινε προσπάθεια αρχικά να αποχαρακτηριστεί το επάγγελμα των εργαζομένων στην καθαριότητα των δήμων από τα ΒΑΕ. Ωστόσο, μετά και από την αντίσταση των εργαζομένων του κλάδου, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε. Η εξέλιξη όμως αυτή δείχνει την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής, που είναι η κατάργηση στην πράξη του συγκεκριμένου θεσμού.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Η έλλειψη μέτρων πρόληψης των κινδύνων σε κάθε εργασιακό χώρο μπορεί να έχει επιπτώσεις όχι μόνο στους εργαζόμενους στο συγκεκριμένο χώρο, αλλά να επηρεάσει και την ασφάλεια μιας ευρύτερης περιοχής. Αναφερόμαστε στον κίνδυνο ενός βιομηχανικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης, με τεράστιες συνέπειες για τον πληθυσμό σε περιοχές όπου λειτουργούν εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών (διυλιστήρια, εγκαταστάσεις υγραερίων, χημικές βιομηχανίες), αν δε λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας. Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα λόγω της ύπαρξης παράνομων μεταποιητικών δραστηριοτήτων μέσα στον αστικό ιστό, της λειτουργίας άλλων εγκαταστάσεων (π.χ. εγκαταστάσεις διανομής και μεταφοράς φυσικού αερίου ή αγωγοί μεταφοράς πετρελαιοειδών, πρατήρια υγρών καυσίμων, εντός των κατοικημένων περιοχών, χώροι αποβλήτων κλπ.), αν δε λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας.
Αντίστοιχα, σε χώρους συνάθροισης κοινού, σε υποδομές εκπαίδευσης, άθλησης, αναψυχής, παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία και άλλους χώρους, η έλλειψη μέτρων ασφάλειας δεν επηρεάζει μόνο τους εργαζόμενους στο συγκεκριμένο χώρο, αλλά και άλλες κοινωνικές ομάδες.
Ταυτόχρονα, η έκθεση των εργαζομένων σε επικίνδυνους παράγοντες από το εργασιακό περιβάλλον σε συνδυασμό με την έκθεση σε επικίνδυνους παράγοντες γενικότερα (π.χ. διατροφή, ρύπανση περιβάλλοντος κ.ά.,) μπορεί να έχει συνεργικές επιπτώσεις στην υγεία τους, άμεσα ή μακροπρόθεσμα.
Το σοβαρό ζήτημα των Βιομηχανικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης (ΒΑΜΕ) δε θα μας απασχολήσει αναλυτικά στο άρθρο αυτό. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ο πολιτικός χαρακτήρας του προβλήματος. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στις σημερινές συνθήκες των πολύ μεγάλων επιστημονικών - τεχνολογικών δυνατοτήτων, ο σχεδιασμός της χωροθέτησης εγκαταστάσεων, οι όροι λειτουργίας της βιομηχανίας, ο έλεγχος από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους γίνονται με κριτήριο τη διασφάλιση του καπιταλιστικού κέρδους.
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΥΑΕ
Ο βασικός νόμος για την ΥΑΕ23 περιλαμβάνει την ύπαρξη δύο βασικών θεσμών για την εφαρμογή των μέτρων, συγκεκριμένα του Τεχνικού Ασφάλειας (ΤΑ) και του Γιατρού Εργασίας (ΓΕ).
Υποχρεωτική είναι η ύπαρξη ΤΑ σε όλες τις επιχειρήσεις, έστω και αν έχουν έναν εργαζόμενο. Η ανάθεση καθηκόντων ΓΕ είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται πάνω από 50 εργαζόμενοι. Η πρόβλεψη αυτή, για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει στην πράξη ότι σ’ ένα μεγάλο εργοτάξιο (παρόλο που οι εργαζόμενοι που είναι παρόντες στις εργασίες είναι πάνω από 50) δεν απαιτείται από τη νομοθεσία να υπάρχει ΓΕ, γιατί οι εργαζόμενοι εργάζονται σε διαφορετικά εργολαβικά συνεργεία.
Υποχρεωτική είναι η ανάθεση καθηκόντων ΓΕ ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων σε χώρους εργασίας όπου μπορεί να υπάρχουν καρκινογόνοι παράγοντες και στα μεταλλεία-λατομεία (όπου ισχύει ο Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών). Η πρόβλεψη για ανάθεση καθηκόντων ΓΕ σε εργασιακούς χώρους με καρκινογόνους παράγοντες δεν εφαρμόζεται στην πράξη, διότι δεν πραγματοποιείται τέτοιου είδους έλεγχος από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς κι επαφίεται στην κρίση του κάθε εργοδότη να το επιλέξει. Η νομοθεσία προβλέπει επίσης την απασχόληση βοηθητικού προσωπικού για τη συνδρομή στις υπηρεσίες του ΓΕ (νοσηλευτές, επόπτες υγείας).
Ο εργοδότης μπορεί να αναθέσει καθήκοντα ΤΑ και ΓΕ σε μεμονωμένα άτομα, σε Εξωτερική Υπηρεσία Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ) ή να συγκροτήσει Εσωτερική Υπηρεσία Προστασίας και Πρόληψης (ΕΣΥΠΠ). Οι ΕΞΥΠΠ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ΥΑΕ.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια ούτε καν η τυπική ανάθεση καθηκόντων ΤΑ και ΓΕ δεν είχε πραγματοποιηθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων που υποχρεούνταν να έχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει, τουλάχιστον όσον αφορά την τυπική ανάθεση καθηκόντων ΤΑ και ΓΕ.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η ανάθεση αυτών των υπηρεσιών γίνεται στις ιδιωτικές ΕΞΥΠΠ. Επισημαίνεται ότι σε χώρους εργασίας όπου απαιτείται να εργάζονται τουλάχιστον δύο ΓΕ ή ΤΑ η σύσταση ΕΣΥΠΠ είναι υποχρεωτική, ωστόσο αυτή η πρόβλεψη δεν εφαρμόζεται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα νοσοκομεία. Ακόμα και το Θριάσιο Νοσοκομείο, που είναι το μοναδικό που έχει τμήμα Ιατρικής της Εργασίας, μέχρι πρότινος είχε αναθέσει σε ΕΞΥΠΠ τις υπηρεσίες ΤΑ.
Ο αριθμός των ωρών εργασίας που απαιτείται να εργάζονται σε κάθε επιχείρηση ο ΤΑ και ο ΓΕ καθορίζεται με βάση τον αριθμό των εργαζομένων και το είδος των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το Ν. 3850/2010, οι επιχειρήσεις χωρίζονται σε 3 κατηγορίες σε σχέση με τον ελάχιστο χρόνο εργασίας του ΤΑ και με κριτήριο την επικινδυνότητά τους (π.χ. στην κατηγορία Α΄ ανήκουν οι βιομηχανίες επεξεργασίας πετρελαιοειδών, στην κατηγορία Β΄ τα ξυλουργεία και στην κατηγορία Γ΄ το εμπόριο). Ουσιαστικά όμως η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση δεν εδράζεται σε μια αναγκαία, συγκεκριμένη και διαρκή εκτίμηση της επικινδυνότητας κάθε επιχείρησης, αλλά περιορίζεται σ’ έναν τυπικό διαχωρισμό, με βάση τον κλάδο δραστηριότητας που ανήκει. Δε λαμβάνονται δηλαδή υπόψη βασικές παράμετροι που επηρεάζουν την επικινδυνότητα των επιχειρήσεων, όπως η κατάσταση του εξοπλισμού τους, η οργάνωση της εργασίας, το είδος και οι ποσότητες των επικίνδυνων ουσιών κλπ. Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα και για τους ΤΑ στα πλοία, όπου πάλι υπάρχει κατηγοριοποίηση επικινδυνότητας των πλοίων χωρίς ολοκληρωμένα κριτήρια.
Με το Ν. 4144/2013 δόθηκε η δυνατότητα ο υπολογισμός των ωρών εργασίας του ΤΑ να καθορίζεται με βάση το συνολικό αριθμό των εργαζομένων σε μια επιχείρηση με υποκαταστήματα (πανελλαδικά), μειώνοντας τελικά τις ώρες εργασίας που θα αφορούν την ελάχιστη παρουσία του ΤΑ σε κάθε υποκατάστημα. Επίσης, μετά από την υιοθέτηση του Ν. 3919/2011 και του Ν. 3996/2011, οι ΓΕ αλλά και οι γιατροί άλλων ειδικοτήτων (που ασκούν καθήκοντα ΓΕ) είναι δυνατό να ασκούν το επάγγελμά τους σε όλη τη χώρα. Είναι φανερό ότι οι αλλαγές αυτές, πέραν του ότι υποβαθμίζουν περαιτέρω τις υπηρεσίες ΤΑ και ΓΕ, στην πράξη εξυπηρετούν τις ΕΞΥΠΠ, δηλαδή την επιχειρηματική δράση στον τομέα της ΥΑΕ, ώστε να δραστηριοποιούνται πανελλαδικά μειώνοντας το κόστος εργασίας.
Ενώ το κύριο βάρος της αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου μέσα στην επιχείρηση το επωμίζονται ο ΤΑ και ο ΓΕ, την ίδια στιγμή, για ένα τόσο ευρύ σύνολο καθηκόντων, ο χρόνος εργασίας τους σε κάθε επιχείρηση είναι ελάχιστος.
Με βάση το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο ο ΤΑ και ο ΓΕ έχουν συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Τελούν σε σχέση εξαρτημένης εργασίας προς τον εργοδότη και μπορεί να δεχτούν αντικειμενικά την εργοδοτική πίεση, στο βαθμό που οι υποδείξεις τους και η δραστηριότητά τους αξιολογούνται ως περιοριστικές για την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Το ουσιαστικό αυτό πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται φυσικά με τις φραστικές αναφορές περί «ηθικής ανεξαρτησίας τους από τον εργοδότη» (Ν. 3850/2010).
Ειδικότερα για τον ΤΑ, το μεγάλο εύρος των τυπικών δυνατοτήτων και καθηκόντων του καθιστά «εύκολη υπόθεση» τη μετατροπή του σε κατηγορούμενο για «πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια» σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος. Το νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει ποινές για τον εργοδότη σύμφωνα με την αρχή της εργοδοτικής ευθύνης για την εφαρμογή των μέτρων ΥΑΕ στον εργασιακό χώρο. Όμως ο ΤΑ μπορεί να διωχθεί με βάση το συνολικό νομοθετικό πλαίσιο (π.χ. άρθ. 314 και 315 του Ποινικού Κώδικα).
Ο ΤΑ που εργάζεται σε ΕΞΥΠΠ βιώνει ένα καθεστώς διπλής εξάρτησης, από τον εργοδότη της ΕΞΥΠΠ και από τον εργοδότη στον οποίο παρέχει υπηρεσίες.
Ταυτόχρονα, ο ΤΑ επωμίζεται στην πράξη σημαντικό μέρος της εργοδοτικής ευθύνης, αφού ο εργοδότης εύκολα μπορεί να επικαλεστεί ελλείψεις σχετικά με τις υποδείξεις και τις συμβουλές που δέχτηκε από αυτόν. Η πληρότητα των συμβουλών και υποδείξεων του ΤΑ προς τον εργοδότη σχετίζεται άμεσα με τους πραγματικούς όρους που υπάρχουν σήμερα για να παίξει το ρόλο του.
Η ουσιαστική λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί βεβαίως στην κατεύθυνση μιας ψευδεπίγραφης αλλαγής του συμβουλευτικού ρόλου του ΤΑ (π.χ. δυνατότητα-υποχρέωση διακοπής επικίνδυνων εργασιών) μέσα στο σημερινό πλαίσιο. Ένα βήμα στην προαναφερόμενη κατεύθυνση του «αποφασιστικού» ρόλου ήταν το ΠΔ 70/90 για τις ναυπηγικές εργασίες. Η εφαρμογή του στη ζωή διαμόρφωσε ένα καθεστώς αυτεπάγγελτης δίωξης του ΤΑ με διαδικασία αυτόφωρου σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος και συνέβαλε στη μετατόπιση στην πράξη της βασικής νομικής ευθύνης από τον εργοδότη στον ΤΑ.
Αντίστοιχα, σε χώρους όπως τα εργοτάξια και τα μεταλλεία-λατομεία όπου από τη νομοθεσία υπάρχουν και άλλοι θεσμοί όπως ο επιβλέπων μηχανικός, ο υπεύθυνος του γραφείου ασφάλειας και υγείας κ.ά., το πρόβλημα της μετατόπισης της ευθύνης του εργοδότη στις πλάτες του μηχανικού σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος είναι επίσης υπαρκτό και τεκμηριώνεται από πλήθος περαστικά.
Αρνητική είναι και η κατάσταση όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης των ΤΑ. Από τη μια διατηρείται μια ετεροβαρής σχέση στο εκπαιδευτικό σύστημα μεταξύ ΤΑ και ΓΕ (οι πολυτεχνικές σχολές δεν έχουν ακόμα συγκροτήσει προπτυχιακές κατευθύνσεις Μηχανικών Ασφάλειας στη χώρα μας, ενώ υπάρχει ειδικότητα Ιατρικής της Εργασίας στις ιατρικές σχολές). Επιπλέον, σε επιχειρήσεις Γ΄ και Β΄ κατηγορίας ο ίδιος ο εργοδότης μπορεί να αναλάβει καθήκοντα ΤΑ μετά από επιμόρφωση (10 ωρών και 35 ωρών, αντίστοιχα). Η πολιτική αυτή οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των εργαζομένων των μικρών επιχειρήσεων, καθώς και σε συνολική υποβάθμιση του θεσμού του ΤΑ.
Όσον αφορά τους ΓΕ, μικρό ποσοστό επιχειρήσεων διαθέτει σχετικές υπηρεσίες, ενώ καθήκοντα ΓΕ εκτελούν άλλες ειδικότητες, ακόμη και γυναικολόγοι! Οι γιατροί που κατέχουν την ειδικότητα ιατρικής της εργασίας είναι πολύ λιγότεροι από τον αριθμό που απαιτείται για την κάλυψη όλων των επιχειρήσεων με βάση τα δεδομένα του σημερινού νομοθετικού πλαισίου. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι οι προβλέψεις του σημερινού νομοθετικού πλαισίου περιορίζονται στις ελάχιστες απαιτήσεις στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, αναδεικνύεται ότι το πρόβλημα της έλλειψης ειδικευμένων ΓΕ στη χώρα μας είναι τεράστιο.
Τα τελευταία χρόνια πλήθος μεταβατικών διατάξεων έχουν τεθεί σε ισχύ, που διαιωνίζουν την άσκηση της ιατρικής της εργασίας ως πάρεργο από γιατρούς που δεν έχουν τη σχετική ειδικότητα. Δεν έχει διαμορφωθεί από το υπουργείο Εργασίας ο «ειδικός κατάλογος» στον οποίο θα εγγράφονταν οι γιατροί –εκτός των Ειδικευμένων ΓΕ– που το 2005 ασκούσαν καθήκοντα ΓΕ και, εφόσον το επιθυμούσαν, θα μπορούσαν να λάβουν την ειδικότητα Ιατρικής της Εργασίας με συμπληρωματική εκπαίδευση. Επίσης, οι επιχειρήσεις, που προσλαμβάνουν ανειδίκευτο γιατρό ή γιατρό άλλης ειδικότητας ως ΓΕ, οφείλουν να αποδεικνύουν ότι έχουν αναζητήσει και δεν έχουν βρει ειδικευμένο ΓΕ, διαφορετικά θα έχουν κυρώσεις. Στην πράξη, ωστόσο, ούτε αυτή η διάταξη εφαρμόζεται.
Ενώ για όλες τις πτυχές της υγείας του ανθρώπου είναι απαραίτητη η αξιοποίηση ειδικευμένων γιατρών, για τον επαγγελματικό κίνδυνο το αστικό κράτος συνειδητά δεν εξασφαλίζει ούτε αυτήν τη στοιχειώδη προϋπόθεση. Αντίθετα, εξασφαλίζει στον εργοδότη τη δυνατότητα να παρέχει φθηνές και ψευδεπίγραφες υπηρεσίες, ακόμα και εικονικές στους εργαζόμενους, με αρνητικές επιπτώσεις στην πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου.
Μια βασική πλευρά που αφορά το καθεστώς άσκησης των καθηκόντων ΤΑ και ΓΕ είναι η απαράδεκτη πρακτική των ετήσιων συμβάσεων και μειοδοτικών διαγωνισμών για την «πρόσληψή» τους σε δημόσια νοσοκομεία, πρώην ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο το ρόλο και τη συμβολή των συγκεκριμένων θεσμών για την πρόληψη και αντιμετώπιση των επαγγελματικών κινδύνων. Το καθεστώς των ετήσιων συμβάσεων και η διαδικασία ανανέωσής τους, ή όχι, αντικειμενικά μπορεί να αξιοποιηθεί για να ασκηθεί πίεση σε βάρος των ΤΑ και ΓΕ που προσπαθούν να ασκήσουν τα επιστημονικά τους καθήκοντα ακόμα και όταν αυτό συνεπάγεται ρήξη με τη διοίκηση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αρνητική είναι και η επίδραση της μη ύπαρξης δημόσιων υποδομών υποστήριξης της ΥΑΕ στη χώρα μας (π.χ. εργαστήρια για μετρήσεις και αναλύσεις βλαπτικών παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος). Το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ), που θα μπορούσε να συμβάλλει στην κατεύθυνση της πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου μέσα από την υλοποίηση των καταστατικών του σκοπών, έχει υποβαθμιστεί.
Το ΕΛΙΝΥΑΕ είναι μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο με σκοπό την έρευνα, την πληροφόρηση και την κατάρτιση στα θέματα ΥΑΕ. Η τεχνογνωσία και οι υποδομές που διαθέτει θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την υλοποίηση αναγκαίων ερευνών και άλλων δράσεων για την πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου στη χώρα μας. Η πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αλλά και της σημερινής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γενικότερα και ειδικά στα θέμα ΥΑΕ, η πολιτική της ηγεσίας της ΓΣΕΕ που αποτελεί το βασικό ιδρυτικό φορέα του Ινστιτούτου, η ελλιπής χρηματοδότηση του Ινστιτούτου τα τελευταία χρόνια της κρίσης, οδηγούν σε περαιτέρω υποβάθμιση του αναγκαίου επιστημονικού έργου του Ινστιτούτου, υπηρετώντας τα συμφέροντα του κεφαλαίου.