Όλη αυτήν την περίοδο αποτυπώνονται μια σειρά νέα στοιχεία που στοχεύουν στην αναβάθμιση της καταστολής με βάση κατευθύνσεις της ΕΕ για τη στήριξη της αντιλαϊκής πολιτικής και για την έγκαιρη προετοιμασία του αστικού κράτους μπροστά στο ενδεχόμενο απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης (κρίση, πόλεμος κλπ.), που αποκαλύπτουν με έμφαση το αντιδραστικό πρόσωπο της δικτατορίας του κεφαλαίου. Η αποκάλυψη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, μπροστά στη συστηματική προσπάθεια που γίνεται από αστικά ΜΜΕ, διάφορους καθηγητές, δημοσιολόγους κλπ. να κατοχυρωθεί η ΕΕ στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ως εγγυητής των δημοκρατικών δικαιωμάτων, με το Ευρωκοινοβούλιο ως το δήθεν θεματοφύλακά τους.
Η αναφορά στην ΕΣΔΑ και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποτέλεσαν τη νομιμοποιητική βάση για τη θεσμοθέτηση ευρύτατων περιορισμών στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών. Επίσης, αξιοποιήθηκαν και για την ενίσχυση και την αναβάθμιση της καταστολής, τόσο σε επίπεδο κατευθύνσεων όσο και Δικαίου της ΕΕ. Άλλωστε, αυτοί οι περιορισμοί απορρέουν από την ίδια τη φύση της ΕΕ και της αστικής δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό εν ολίγοις ότι στο λεγόμενο Δίκαιο της ΕΕ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την αντίστοιχη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για το σύνολο των δικαιωμάτων που διακηρύσσεται τυπικά η προστασία τους, προβλέπεται ρητά και η δυνατότητα επιβολής περιορισμών, και μάλιστα χωρίς να απαιτούνται «έκτακτες καταστάσεις».
Διαμορφώνεται έτσι ένα ασφυκτικό πλέγμα για κοινωνικά δικαιώματα, πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, που ενισχύθηκε με ταχύτητα την περίοδο της πανδημίας.
Το πλέγμα αυτό περιλαμβάνει καταρχάς τους γενικούς περιορισμούς –μεταξύ άλλων– στην ελευθερία της έκφρασης, στην ελευθερία του Τύπου και του Διαδικτύου, στο δικαίωμα πραγματοποίησης συγκεντρώσεων, δημιουργίας και λειτουργίας συνδικαλιστικών και άλλων ενώσεων, λειτουργίας πολιτικών κομμάτων, με την επίκληση ειδικών λόγων (όπως η εθνική και δημόσια ασφάλεια, η προστασία της δημόσιας υγείας κλπ.).
Είτε με την τυπική θέση σε ισχύ της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» (όπως σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία κλπ.) είτε χωρίς και με μόνη την επίκληση της «προστασίας της δημόσιας υγείας» (Ελλάδα, Κύπρος, Ιρλανδία, Αυστρία κ.α.), αστικά κράτη και κυβερνήσεις εμφάνισαν τους αυστηρότατους περιορισμούς όχι μόνο στην κυκλοφορία των πολιτών, αλλά –κατ’ επέκταση– και στην πολιτική και συνδικαλιστική δράση, ως αναγκαίους απέναντι στην πανδημία. Ταυτόχρονα, βέβαια, επέτρεπαν χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς την υπερμετάδοση στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα και στις επιχειρήσεις, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κλπ.
Στη συνέχεια, ακολουθήθηκε η τακτική της χαλάρωσης περιορισμών και της επαναφοράς τους, με τα μέτρα «ακορντεόν»7, χωρίς να αίρεται και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η τακτική αυτή από τη μια πλευρά αποτυπώνει την επιλογή των αστικών κρατών να μην προχωρήσουν σε ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (κρατική χρηματοδότηση για προσλήψεις, υλικοτεχνική υποδομή κλπ. σε νοσοκομειακά ιδρύματα, δωρεάν και καθολική Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας κ.ο.κ.) και να περιορίζονται μόνο σε μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης κλπ.
Από τη άλλη, η τακτική αυτή8 συμβάλλει στο να γίνεται αποδεκτή από πλευράς των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων η δυνατότητα του αστικού κράτους να προχωράει στην περιοδική εφαρμογή ευρύτατων περιορισμών, με την επίκληση κάποιου ειδικού λόγου, είτε στο πλαίσιο της «νέας κανονικότητας» είτε λόγω έκτακτης κατάστασης, γεγονός που αποτυπώνεται ήδη στην ενίσχυση της κατασταλτικής νομοθεσίας σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Τα παραπάνω συμπληρώνονται έτσι κι αλλιώς από τις ευρείες δυνατότητες περιορισμών έως και απαγορεύσεων στις συγκεντρώσεις, αλλά και στη λειτουργία των οργανώσεων που επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, τις οποίες θεωρεί απόλυτα συμβατές με το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, ακόμα και χωρίς την επίκληση «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές ξεπερνούν ακόμα και όσα προβλέπονται στο νόμο της ΝΔ ενάντια στις διαδηλώσεις. Εφόσον πρόκειται για ζητήματα εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας ή της ηθικής, προάσπισης της τάξης, επιτρέπεται από πλευράς του αστικού κράτους η απαίτηση γνωστοποίησης και προηγούμενης άδειας για την πραγματοποίηση συγκεντρώσεων, η επιβολή προστίμων, η επιβολή μέτρων για τη διάλυση συγκεντρώσεων ακόμα και προληπτικά, μέχρι και η χρήση δακρυγόνων και ρίψη νερού για να επιτευχθεί η διάλυση.
Ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη ένταση και ταχύτητα προχωράει η προληπτική παρέμβαση των κρατικών Αρχών και των εταιριών του διαδικτύου επί του περιεχομένου που διακινείται στο διαδίκτυο, με την αιτιολογία όχι μόνο του εντοπισμού «τρομοκρατικού περιεχομένου» (βλ. παρακάτω), αλλά και της αντιμετώπισης της διασποράς «ψευδών ειδήσεων», χρησιμοποιώντας ως αφορμή και τις αντιεπιστημονικές και ανορθολογικές διάφορες θεωρίες που διακινούνταν –και συνεχίζουν– μέσω διαδικτύου για την ύπαρξη του ιού, την προέλευσή του, τη στόχευση των μέτρων αντιμετώπισης κ.ο.κ.9 Η προληπτική παρέμβαση επί του περιεχομένου όμως στην πραγματικότητα σημαίνει πιο εκτεταμένο, μαζικό, προληπτικό «σκανάρισμα» της πληροφορίας στο διαδίκτυο κάθε είδους (λόγος, εικόνα, βίντεο κλπ.).
Στην ίδια κατεύθυνση, δίνεται μεγάλη έμφαση στην εποπτεία και τον περιορισμό του διαδικτυακού περιεχομένου που δεν είναι παράνομο και καταρχήν τυπικά καλύπτεται από τη Σύμβαση. Ωστόσο, με την επίκληση της «παραπληροφόρησης», των «θεωριών συνωμοσίας» και γενικά του κινδύνου όξυνσης της «πόλωσης», θεωρείται ως υποχρέωση των αστικών κρατών η παρέμβαση με διάφορες πρωτοβουλίες στη ροή πληροφοριών στο διαδίκτυο. Βασικό μέλημα είναι να αντιμετωπιστούν τάσεις αμφισβήτησης της «αυθεντίας» κυβερνήσεων και κρατών ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στην κατεύθυνση αυτή, αξιοποιείται η θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας περί «πανδημίας παραπληροφόρησης» (infodemic).10
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια, έχουν δρομολογηθεί ευρύτατες παρεμβάσεις από αστικά κράτη, μονοπώλια του διαδικτύου και όχι μόνο, σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ήδη από το 2018 με αφορμή το σκάνδαλο της Cambridge Analytica η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταρτίσει έναν «Κώδικα για την Παραπληροφόρηση», ο οποίος έχει υπογραφεί από παρόχους, όπως το Facebook, το Twitter, η Google, και σήμερα προετοιμάζεται ενισχυμένη εκδοχή του. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνονται μέτρα εποπτείας, κατηγοριοποίησης-χαρακτηρισμού και τελικά περιορισμού διαδικτυακού περιεχομένου, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο των διαφημίσεων (και ειδικά των πολιτικών διαφημίσεων). Στην άμεση στόχευση της Επιτροπής βρίσκεται, στο πλαίσιο του αυτοματοποιημένου ελέγχου, η διαμόρφωση πιο αναβαθμισμένων τεχνικών και μεθόδων εντοπισμού-αποκλεισμού περιεχομένου.
Ενώ και η με όρους αστικής στατιστικής καταγραφή της λογοκρισίας έχει εκτοξευτεί την περίοδο 2020-2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο μεταξύ του Αυγούστου του 2018 και του Απρίλη του 2020, μέσω ενός αυτοματοποιημένου συστήματος παρακολούθησης της λογοκρισίας, είχαν εντοπιστεί περιπτώσεις λογοκρισίας σε εννέα χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο σύστημα, την περίοδο από το Μάη του 2020 μέχρι τον Απρίλη του 2021, κατέγραψε αύξηση της λογοκρισίας σε 103 από τις 221 χώρες που μελέτησε.11 Μάλιστα, στις 3.12.2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την παράταση του προγράμματος παρακολούθησης της παραπληροφόρησης για τον κορονοϊό για άλλους έξι μήνες, έως τον Ιούνη του 2022.12 Την ίδια στιγμή, είναι συνεχείς οι καταγγελίες και στην Ελλάδα για αναστολή των λογαριασμών στα ΜΚΔ καλλιτεχνών και άλλων «ενοχλητικών» για την κυρίαρχη ιδεολογία φωνών, η σήμανση ως «ακατάλληλου» αντιφασιστικού περιεχομένου κ.ο.κ.
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο σχεδιασμός της ΕΕ και των αστικών κρατών απέναντι στα δικαιώματα, τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες προχωράει με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, μετά την πανδημία. Γι’ αυτό και το ασφυκτικό πλέγμα περιορισμών, που εντείνεται αυτήν την περίοδο, συμπληρώνεται από τους επιπλέον περιορισμούς που τίθενται στην ελευθερία της έκφρασης (και του Τύπου) στη βάση της επίκλησης της «ρητορικής μίσους». Αυτό επιτρέπει όχι μόνο την επέμβαση στο περιεχόμενο των ανακοινώσεων, δημοσιευμάτων, αναρτήσεων, αλλά και στους ίδιους τους παρόχους/ιδιοκτήτες των μέσων, ακόμα και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή τους.
Η «ρητορική μίσους» αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την ΕΕ σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος. Από το 2008 την έχει ορίσει σαν «υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ποινών με χρήση της λεγόμενης «ρητορικής μίσους» στη χώρα μας δεν είναι άλλη από την απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης το 2018, που καταδίκασε τον ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, Σωτήρη Ζαριανόπουλο, σε χρηματική αποζημίωση, κρίνοντας ότι ήταν «ποινικό αδίκημα» να αποκαλέσει «φασίστες που βρομίζουν την πόλη» τους χρυσαυγίτες, στο όνομα της «υποκίνησης σε μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων».
Περίοπτη θέση στη «ρητορική μίσους» κατέχει η «τρομοκρατία», μια έννοια που η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις έχουν κάνει και νομοθετικά μεθοδευμένα «λάστιχο», ώστε να έχουν τη δυνατότητα να την αξιοποιούν ενάντια στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Σε έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής13 διαβάζουμε: «Για την ΕΕ η κύρια απειλή σήμερα προέρχεται από την τρομοκρατία (...) παράγοντες που υποκινούν τη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση (...) για κάθε βίαιη ριζοσπαστικοποίηση, εθνικιστική, αναρχική, αυτονομιστική, ακροαριστερή ή ακροδεξιά.»
Στη δε έκθεση της Europol για το 202014 σημειώνεται: «Αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις προσπαθούν με βίαια μέσα να ξεκινήσουν επανάσταση ενάντια στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, με στόχο την εισαγωγή του σοσιαλισμού και τελικά την εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής, αταξικής κοινωνίας. Η ιδεολογία τους συχνά είναι η μαρξιστική-λενινιστική.» Έχουν στρώσει έτσι το έδαφος σε αλλεπάλληλες κρατικές διώξεις κομμουνιστικών κομμάτων, της πολιτικής δράσης των κομμουνιστών και της κομμουνιστικής ιδεολογίας στο 1/3 των κρατών-μελών της ΕΕ (Βαλτικές Χώρες, Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κανονισμός 2021/784 της ΕΕ (Απρίλης 2021) σχετικά με «την πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο» συστηματοποιεί και ενισχύει την αποτελεσματικότητα των αστικών κρατών στην παρέμβασή τους στο περιεχόμενο που διακινείται μέσω διαδικτύου, επεκτείνει τις αρμοδιότητές τους, όπως και των αρμόδιων ευρωενωσιακών κατασταλτικών οργάνων, για παρακολούθηση, επιβολές ποινών και κυρώσεων.15
Αντίστοιχα, στις 9.12.2021 η Επιτροπή παρουσίασε πρωτοβουλία για να συμπεριληφθούν στα «ευρωπαϊκά αδικήματα» η ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους, που προϋποθέτει την ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου (δηλαδή των αστικών κυβερνήσεων όλων των κρατών-μελών), σύμφωνα με τις Ευρωσυνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι για τα εγκλήματα αυτά θα δίνεται η δυνατότητα να νομοθετεί η ΕΕ με άμεση ενσωμάτωση και ισχύ στη νομοθεσία των κρατών-μελών. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία δόθηκε έμφαση στο ότι τα δύο φαινόμενα έχουν σημειώσει «σταθερή αύξηση» λόγω των «διάφορων οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών και εξελίξεων» και ότι η πανδημία COVID-19 είναι «ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση αυτή»16.
Στην κατεύθυνση αυτή, επιστρατεύουν και τον ιστορικό αναθεωρητισμό, δηλαδή την ανιστόρητη, αντιεπιστημονική κι επικίνδυνη «θεωρία των δύο άκρων», της εξίσωσης του φασισμού με τον κομμουνισμό.
Έτσι, όπως ρητά διατυπώνεται στο κείμενο της πρωτοβουλίας, «η έκθεση στη ρητορική μίσους ή η στοχοποίηση από αυτήν μπορεί επίσης να συμβάλει στη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης και στο βίαιο εξτρεμισμό. Αυτά μπορούν να εκφραστούν εντός και εκτός διαδικτύου μέσω του λόγου και της προπαγάνδας, αλλά μπορούν επίσης να έχουν ως αποτέλεσμα το βίαιο εξτρεμισμό ή τις τρομοκρατικές επιθέσεις»17.
Τέλος, μια προσεκτική ματιά στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και των εθνικών δικαστηρίων τα τελευταία 2-3 χρόνια μόνο αποκαλύπτει ότι με αφετηρία τη «ρητορική μίσους» έχουν νομιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, η απαγόρευση του ΚΚ Ρουμανίας18, η αφαίρεση άδειας λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, ο καταλογισμός ευθύνης σε ενημερωτικές πύλες στο διαδίκτυο για σχόλια που αναρτώνται, οι ποινικές διώξεις σε δημοσιογράφους, η νομιμοποίηση της απαγόρευσης κομμουνιστικών κομμάτων και συμβόλων σε χώρες της ΕΕ κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ενδεικτικό των πραγματικών στοχεύσεων των πολιτικών σε επίπεδο ΕΕ είναι και το γεγονός ότι, την ίδια περίοδο, σύμφωνα με Θεματικό Δελτίο του ΕΔΔΑ που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 202119, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έλαβε περίπου 370 αιτήσεις προσωρινών μέτρων20 σχετικά με την υγειονομική κρίση του Covid-19, κυρίως από άτομα που κρατούνται στη φυλακή ή σε κέντρα υποδοχής ή/και κράτησης για αιτούντες άσυλο και μετανάστες. Οι αιτήσεις αυτές κατατέθηκαν ιδίως κατά της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Τουρκίας, αλλά και κατά του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ισπανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέτοιου είδους αιτήσεις αφορούν συνήθως απελάσεις ή εκδόσεις. Ωστόσο, αυτές που λαμβάνονται από τα μέσα Μάρτη του 2020 προέρχονται κυρίως από προσφεύγοντες που ζητούν από το Δικαστήριο να λάβει προσωρινά μέτρα για την απομάκρυνσή τους από τον τόπο κράτησής τους ή/και για την υπόδειξη μέτρων για να προστατεύσουν την υγεία τους από τον κίνδυνο μόλυνσης από τον Covid-19. Το ΕΔΔΑ απέρριψε τις περισσότερες από αυτές τις αιτήσεις. Σε ελάχιστες περιπτώσεις εφαρμόστηκαν προσωρινά μέτρα και μόνο για πολύ ευάλωτα πρόσωπα (ασυνόδευτα ανήλικα, άτομα με πολύ σοβαρές παθήσεις, έγκυες).
Αντίστοιχα, στο ΕΔΔΑ έφτασε και ένας πολύ μικρός αριθμός αιτήσεων για προσωρινά μέτρα σε περιπτώσεις που αφορούσαν γενικότερα μέτρα που λήφθηκαν από κυβερνήσεις λόγω πανδημίας (για παράδειγμα, η επιβολή lockdown σε ορισμένες πόλεις). Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν.
Ακόμα δεν έχουν εκδικαστεί σε μεγάλο βαθμό υποθέσεις που αφορούν τον περιορισμό σειράς δικαιωμάτων (όπως της ελευθερίας έκφρασης ή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι) τα τελευταία δύο χρόνια. Στις περιπτώσεις των αποφάσεων που έχουν δει ήδη το φως της δημοσιότητας, ο βασικός άξονας του σκεπτικού του Δικαστηρίου κινείται με βάση «την αρχή της αναλογικότητας», οπότε καταγράφονται ήδη τόσο αποφάσεις που θεωρούν παράνομους ορισμένους περιορισμούς όσο και αποφάσεις που τους θεωρούν απόλυτα συμβατούς λόγω της ανάγκης «προστασίας της δημόσιας υγείας».
Όλες οι παραπάνω κατευθύνσεις υλοποιούνται απαρέγκλιτα από το σύνολο των αστικών κυβερνήσεων, φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών ή μεγάλων συνασπισμών, οι οποίες αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός για να σφίγγουν τη θηλιά στους λαιμούς των λαών «για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος».
Σε αυτό το έδαφος σταχυολογούμε μόνο ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Στη Γαλλία, η κυβέρνηση Μακρόν, αξιοποιώντας την πανδημία, μετά την κήρυξη της «κατάστασης έκτακτης υγειονομικής ανάγκης» το Μάρτη του 2020, προχώρησε το Νοέμβρη του 2020 στην ψήφιση του Νόμου «Καθολικής Ασφάλειας», με το βλέμμα στραμμένο στις κινητοποιήσεις δεκάδων χιλιάδων εργαζόμενων και λαού στη χώρα.21 Στόχος της κυβέρνησης ήταν σαφώς η ένταση της καταστολής, αφενός μέσα από την ενίσχυση της κρατικής κατασταλτικής λειτουργίας και αφετέρου μέσω της περιστολής ελευθεριών και δικαιωμάτων, της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης.
Ο συγκεκριμένος νόμος αποτελεί συνέχεια προηγούμενων αντιδραστικών νόμων της κυβέρνησης Μακρόν (π.χ. για τη διατήρηση κάποιων «ειδικών εξουσιών» σε μη έκτακτες συνθήκες, όπως η δυνατότητα πραγματοποίησης προληπτικών ελέγχων σε διαμερίσματα, ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης ατόμων που θεωρούνταν γενικά ύποπτα κ.ο.κ.). Και όλα αυτά σε συνθήκες που παρατείνεται συνεχώς, με αφορμή την πανδημία, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, με τους περιορισμούς που αυτή συνεπάγεται (εξαιρετικές αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαγόρευση συγκεντρώσεων κλπ.).
Αντίστοιχα, το καλοκαίρι του 2021 υπερψηφίστηκε νέο νομοσχέδιο που, στο όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, προβλέπει επιπλέον περιορισμούς και ελέγχους.22 Βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι προβλέπει τη μετατροπή συνταγματικών διατάξεων της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» σε διατάξεις κοινών νόμων και άρα εφαρμογή τους σε όλες τις συνθήκες. Μεταξύ αυτών βρίσκονται: Ο καθορισμός «ζωνών ασφαλείας», το κλείσιμο κτηρίων θρησκευτικής λατρείας, η επίβλεψη καταδικασμένων για τρομοκρατία αφού έχουν εκτίσει την ποινή τους κι έχουν αποφυλακιστεί, η δυνατότητα της αστυνομίας να πραγματοποιεί προληπτικούς ελέγχους σε διαμερίσματα.
Στην Ιταλία, το Σύνταγμα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εκδίδει διατάγματα-νόμους που πρέπει να κατατίθενται στη Βουλή για έγκριση εντός 60 ημερών από την έκδοσή τους. Η Ιταλία κηρύχτηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας στις 31.1.2020, με αρχική διάρκεια έξι μήνες, και το Μάρτη της ίδιας χρονιάς προχώρησε σε γενικό αποκλεισμό (lockdown) στο σύνολο της επικράτειας, αφήνοντας όμως σε λειτουργία μεγάλο αριθμό βιομηχανικών μονάδων κι επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν χιλιάδες εργαζόμενους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παίρνονται κατ’ εφαρμογή διαταγμάτων που εκδίδονται απευθείας από τον πρωθυπουργό και άρα δεν αποτελούν τυπικά νόμο, παρακάμπτοντας την υποχρέωση να κατατεθούν στη Βουλή για έγκριση και την υποχρέωση να προσυπογράφονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση απάντησε με διώξεις, ζητώντας και την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, στα συνδικάτα που πρωτοστάτησαν στην οργάνωση του αγώνα ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, στη λειτουργία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων κι επιχειρήσεων με μεγάλη έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προκήρυξη απεργίας εν μέσω πανδημίας συμβάλλει στη «δημιουργία διευρυμένου κλίματος ανασφάλειας» και προκαλεί «αναρίθμητες ζημιές στη συλλογικότητα και στις επιχειρήσεις», προαναγγέλλοντας περαιτέρω περιορισμούς στο δικαίωμα στην απεργία.
Τελικά, η ιταλική κυβέρνηση το Φλεβάρη του 2022 εξήγγειλε την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης –και των περισσότερων περιορισμών– για τις 31 Μάρτη 2022, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι η επαναφορά των μέτρων θα επανεξεταστεί στο έδαφος της –ήδη παρατηρούμενης– νέας έξαρσης των κρουσμάτων. Όμως τη 1.3.2022, ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι δήλωσε πως η χώρα εισέρχεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η οποία θα διαρκέσει έως τις 31.12.202323, με την Ιταλία να συμπληρώνει τρία χρόνια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης24!
Στη Γερμανία, παρόλο που δεν κηρύχτηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ούτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ούτε σε επίπεδο κρατιδίων (εκτός από τη Βαυαρία), στη βάση της συμφωνίας της 22.3.2020 μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων επιβλήθηκε απαγόρευση σε κάθε δημόσια συνάθροιση άνω των δύο ατόμων, ενώ επιτρέπονταν οι μετακινήσεις μόνο για αγορές ειδών πρώτης ανάγκης, βοήθεια σε άλλους, ατομική άσκηση.
Στη συνέχεια αξιοποιήθηκε ο Νόμος του 2001 «Για την προστασία από μολύνσεις», ο οποίος προβλέπει απαγόρευση μαζικών συγκεντρώσεων, περιορισμούς στο δικαίωμα της μετακίνησης, της ατομικής ελευθερίας (ώστε να νομιμοποιεί τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών στην κατεύθυνση της «κοινωνικής αποστασιοποίησης»), της συνάθροισης. Προβλέπει ακόμα και περιορισμούς στο άσυλο της κατοικίας!25
Παράλληλα, είναι σε ισχύ και οι νόμοι των κρατιδίων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Θουριγγία όπου, σε περίπτωση καταστροφής, δίνεται η δυνατότητα στην τοπική κυβέρνηση να απομονώσει τις πληγείσες περιοχές, να άρει το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών και να περιορίσει και το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία (στα σπίτια ή στα γεωτεμάχια).26
Επίσης, το Νοέμβρη του 2021, η Γερμανία καθιέρωσε το «δείκτη νοσηλείας» ως κριτήριο λήψης μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας, ακολουθώντας την τακτική των μέτρων «ακορντεόν», χωρίς να αναφέρεται η χρονική διάρκεια του συγκεκριμένου κριτηρίου. Ο «δείκτης νοσηλείας θα αποτυπώνει πόσοι ασθενείς με κορονοϊό νοσηλεύονται ανά 100.000 κατοίκους. Αν ο δείκτης υπερβαίνει το 3, θα επιβάλλεται ο κανονισμός «πρόσβαση μόνο με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή ανάρρωσης» σε χώρους αναψυχής και αθλητισμού, σε παντός τύπου εκδηλώσεις, στην εστίαση, στα ξενοδοχεία, σε κομμωτήρια κ.ο.κ. Αν ξεπεράσει το 6, θα πρέπει οι εμβολιασμένοι και οι αναρρώσαντες να διαθέτουν και αρνητικό τεστ για να έχουν πρόσβαση στους παραπάνω χώρους, ενώ για τους ανεμβολίαστους θα επιβάλλεται lockdown. Ενώ, αν ξεπεράσει το 9, τότε θα επιβάλλονται ακόμη πιο αυστηροί περιορισμοί, για παράδειγμα, μερικό lockdown για όλους.27
Ταυτόχρονα, έχει ενισχυθεί ήδη η συζήτηση σε μια σειρά χώρες της ΕΕ για την καθιέρωση της «κατάστασης υγειονομικής ανάγκης» (ως τέτοια υπάρχει νομοθετικά στη Γαλλία, όχι όμως ως συνταγματική πρόβλεψη), με τις απαραίτητες προσαρμογές και σε συνταγματικό επίπεδο (π.χ. Ιταλία). Σε αυτήν την κατεύθυνση, στη Βρετανία με το ξέσπασμα της πανδημίας η κυβέρνηση ψήφισε, από τις 19.3.2020, το «Νόμο για τον Κορονοϊό 2020», ο οποίος απονέμει στην κυβέρνηση έκτακτες εξουσίες στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας και της συνοριοφυλακής, των τοπικών συμβουλίων, της διαχείρισης θανάτων, της λειτουργίας των δικαστηρίων, της προμήθειας τροφίμων κλπ.28 Ο νόμος αυτός θεσμοθετήθηκε για να αξιοποιηθεί σε «έκτακτες συνθήκες», ενώ όλο αυτό το διάστημα η βρετανική κυβέρνηση κινείται στη βάση της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας του 1984 (Control of Disease Act), καθώς οι αρμοδιότητες που παρέχει στην κυβέρνηση δεν απαιτούν την έγκριση του κοινοβουλίου. Προβλέπεται μόνο η υποχρέωση «ο υπουργός Υγείας να επανεξετάζει τους περιορισμούς που τίθενται κάθε 21 μέρες»29.
Στην ίδια κατεύθυνση, το Μάρτη του 2021 δημοσιοποιήθηκε πολυνομοσχέδιο που απονέμει ακόμα πιο αυξημένες εξουσίες στην αστυνομία για τον περιορισμό και το χτύπημα διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων, ενώ προβλέπει τεράστια πρόστιμα, έως 2.500 στερλίνες, και πολύμηνες ποινές φυλάκισης σε όσους απειθαρχούν στις αποφάσεις και στις εντολές της αστυνομίας. Ορισμένες διατάξεις απορρίφθηκαν από τη Βουλή των Λόρδων, το Γενάρη του 2022, παραμένει όμως η δυνατότητα να επανέλθουν «τροποποιημένες», ενώ διατηρήθηκαν διατάξεις που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, χρονικό όριο στις συγκεντρώσεις, όριο στο «επίπεδο θορύβου» που προκαλούν, ευκολότερη καταδίκη των διαδηλωτών που δε συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της αστυνομίας, απαγόρευση διαδηλώσεων γύρω από το κοινοβούλιο, τσουχτερά πρόστιμα.30