Η ιστορία της πάλης των τάξεων καταδεικνύει ότι, απέναντι σε κάθε αντίσταση ή αμφισβήτηση στην εξουσία της εκάστοτε άρχουσας τάξης, συγκεντρώνονται δυνάμεις που αντιδρούν και κυρίως επιδιώκουν να αποτρέψουν την οποιαδήποτε απειλή με όλα τα μέσα. Οι κοινωνικές επαναστάσεις, πολύ πριν ακόμα ωριμάσουν, κατά την περίοδο που εκδηλώνονται με αντίστοιχες εξεγέρσεις, ακόμα και μετά από την επικράτησή τους, όταν οικοδομείται η νέα κοινωνία, δέχονται την πολυεπίπεδη, πολύμορφη και διαρκή επιχείρηση αναχαίτισης από τις κυρίαρχες τάξεις. Η ταξική πάλη είναι σκληρή και γίνεται πολύ σκληρότερη όταν φτάσει μέχρι την ένοπλη αναμέτρηση για το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό επιβεβαιώνει η αστική Γαλλική Επανάσταση (1789), η Παρισινή Κομμούνα (1871), η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία (1917) και ολόκληρη η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα.
Αντίπαλος των επαναστατών είναι η άρχουσα τάξη, το κράτος της και οι διεθνείς της συμμαχίες, οι μηχανισμοί καταστολής και χειραγώγησης που διαθέτει, χρησιμοποιώντας πότε το μαστίγιο και πότε την πολιτική ενσωμάτωσης και άλλοτε και τα δύο ταυτόχρονα. Αντίπαλος είναι η πολύμορφη επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι αυταπάτες που δημιουργούνται στη βάση του αντικειμενικά διαμορφωμένου αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων στο έδαφος του προηγούμενου καθεστώτος, η αναζήτηση εύκολων λύσεων που οδηγούν στον ταξικό συμβιβασμό και τον καιροσκοπισμό τις δυνάμεις του επαναστατικού κινήματος. Τον αντίπαλο καταλήγουν να ευνοούν επίσης οι ανεπάρκειες της ίδιας της επαναστατικής πρωτοπορίας, όπως η υποτίμηση της ανάγκης ανάπτυξης της θεωρίας, του σταθερού ιδεολογικού μετώπου με αστικές, μικροαστικές, ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις, η απουσία ιδεολογικοπολιτικής προετοιμασίας ιδιαίτερα μπροστά σε στροφές, καμπές, καθώς και μια σειρά νέα, σύνθετα ζητήματα που γεννά η ταξική πάλη. Τέτοιες ανεπάρκειες, ακόμα και όταν υπάρχει προγραμματικά διατυπωμένη επαναστατική στρατηγική, είναι δυνατόν, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση δυσκολιών, να οδηγήσουν σε επιλογές που μπορούν να επιτρέψουν τη διείσδυση του οπορτουνισμού. Επιβεβαιώνεται από την ιστορική πείρα ότι ο ρόλος του οπορτουνισμού είναι πάντα αντεπαναστατικός, αντικειμενικά με βάση τη στάση και τις επιλογές του σε όλες τις συνθήκες, είτε μπροστά σε άνοδο είτε μπροστά σε υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, σε συνθήκες κλονισμού της αστικής εξουσίας και βεβαίως σε συνθήκες νίκης και σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την προσπάθεια ανατροπής.
Με βάση τα παραπάνω, ως αντεπαναστατική καταγράφεται οποιαδήποτε δράση, ανοιχτή ή καλυμμένη, χονδροειδής ή εκλεπτυσμένη, ανεξάρτητα από πού εκπορεύεται (κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις), που όμως τοποθετείται αντικειμενικά στην ίδια «όχθη» με την αστική τάξη, απέναντι στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού, και το περιεχόμενό της υπηρετεί τη διατήρηση της αστικής εξουσίας.
Τα παραπάνω αποτελούν πολύτιμη πείρα και πηγή άντλησης διδαγμάτων που επιβεβαιώνεται από την πορεία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων στον 20ό αιώνα, ακόμα και από τις αστικές επαναστάσεις σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.
Αυτήν την πείρα και τα διδάγματα οφείλει να αξιοποιεί σήμερα το επαναστατικό κίνημα, προκειμένου να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις δυσκολίες, αλλά και να αξιοποιεί τις δυνατότητες που διαμορφώνονται. Άλλωστε η αστική τάξη έχει τη δική της πείρα, βγάζει τα δικά της συμπεράσματα και προετοιμάζεται παίρνοντας τα δικά της μέτρα για να διαφυλάξει την κυριαρχία της.
Είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρη η εκτίμηση του Λένιν ότι «αν είσαι καταπιεζόμενος, εκμεταλλευόμενος και σκέπτεσαι να γκρεμίσεις την εξουσία των εκμεταλλευτών, αν αποφάσισες να φέρεις την υπόθεση της ανατροπής ως το τέλος, τότε πρέπει να ξέρεις ότι θα αναγκαστείς να υποστείς την πίεση των εκμεταλλευτών όλου του κόσμου· και αν είσαι έτοιμος να αντισταθείς σ’ αυτή την πίεση και να υποστείς καινούργιες θυσίες για να αντέξεις στην πάλη, τότε είσαι επαναστάτης· σε αντίθετη περίπτωση θα σε συντρίψουν»2.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ…
Οι κοινωνικές επαναστάσεις συνιστούν ιστορική αναγκαιότητα η οποία γεννιέται ως προϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, όταν «σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης»3.
Η κοινωνική επανάσταση επομένως δεν ταυτίζεται με μια ευκαιριακή και περιορισμένη στο χρόνο κίνηση μαζών, ακόμα κι αν αυτή έχει στοιχεία εξέγερσης. Αντικειμενικά ωριμάζει ως δυνατότητα στο έδαφος ενός κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού και γίνεται πραγματικότητα με τη δράση των μαζών. Αφετηρία της είναι η κορύφωση της ταξικής πάλης, στο πλαίσιο της παλιάς κοινωνίας, η οποία διεξάγεται με όλα τα μέσα, μακροχρόνια, σε διαφορετικές συνθήκες ανόδου ή υποχώρησης, και οδηγεί στο αναγκαίο «άλμα» μέσω του οποίου δημιουργείται μια νέα ποιότητα, η οποία εκφράζεται με το πέρασμα από έναν κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό σε έναν άλλο ανώτερο. Αυτή η νέα ποιότητα εκδηλώνεται με την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και αντανακλάται σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Χαρακτηρίζεται από την αλλαγή τάξης στην εξουσία και προϋποθέτει την άμεση δραστηριότητα των μαζών για την οικοδόμησή της και την πλήρη επικράτηση των νέων σχέσεων παραγωγής. Από αυτήν την άποψη η κοινωνική επανάσταση δεν ταυτίζεται με την εξέγερση, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη την πορεία περάσματος στο νέο σχηματισμό.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση ο Μαρξ ονόμασε τις επαναστάσεις «ατμομηχανές της Ιστορίας».
Βέβαια, στα πρώιμα στάδια της Ιστορίας η κοινωνική εξέλιξη έπαιρνε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (αστικές επαναστάσεις) συνδυάζεται με μεγάλης έκτασης και εμβέλειας διαδικασίες (εθνοκρατική συγκρότηση) και με έντονο το στοιχείο της συνειδητής δράσης από κόμματα, οργανώσεις κλπ.
Η σοσιαλιστική επανάσταση φέρνει κάτι νέο στην ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Η σχεδιασμένη δράση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας δεν αφορά την εναλλαγή μιας εκμεταλλεύτριας τάξης από μία άλλη, όπως έγινε στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης η εργατική τάξη έχει την ιστορική αποστολή να καταργήσει κάθε μορφής εκμετάλλευση και να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία που θα σημάνει το τέλος των τάξεων. Σε αντίθεση με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, οι νέες σχέσεις παραγωγής δεν εμφανίζονται και δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο του προηγούμενου σχηματισμού. Αυτό που εμφανίζεται είναι οι αντιφάσεις που γεννούν τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα για τη νέα κοινωνία. Στις αστικές επαναστάσεις, όταν η αστική τάξη ως φορέας του νέου κατάφερνε να ανατρέψει την εξουσία των φεουδαρχών, έδινε ώθηση στην κοινωνική εξέλιξη, εξασφάλιζε κι επιτάχυνε την κυριαρχία μιας νέας μορφής εκμετάλλευσης με την εξάπλωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και της μισθωτής εργασίας, ενώ στην περίπτωση ήττας της η εξέλιξη αυτή υποχωρούσε και η διαδικασία επιβραδυνόταν. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις, για να επιτελέσουν το έργο τους, προϋποθέτουν την ανατροπή της αστικής τάξης, το τσάκισμα του αστικού κράτους, προκειμένου η νέα εργατική εξουσία να προχωρήσει στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και με επιστημονικό σχεδιασμό να διαμορφώσει το νέο τρόπο παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λένιν, «το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης».4 Γι’ αυτό, αποκτά ιδιαίτερο ρόλο η συνειδητή δράση των επαναστατικών δυνάμεων, είναι ιδιαίτερη η ευθύνη της πρωτοπορίας, του ΚΚ, που αναλαμβάνει να καθοδηγήσει ολόκληρη αυτήν την πορεία.
…ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Η συνειδητή επαναστατική δράση, με ξεχωριστό περιεχόμενο και καθήκοντα, αναπτύσσεται όταν ακόμα οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές και ο συσχετισμός δυνάμεων είναι αρνητικός, όταν η εξέγερση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αλλά και όταν η εργατική τάξη έχει πάρει την εξουσία κι έχει μπροστά της το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε καθεμία από αυτές τις ξεχωριστές περιόδους οι επαναστατικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν αυτό που αντικειμενικά και αναπόφευκτα συνοδεύει με τη μία ή την άλλη μορφή κάθε ανάλογη δράση, την οργανωμένη αντίδραση μέσα κι έξω από τη χώρα, από την άρχουσα τάξη και τους συμμάχους της. Αυτόν τον κίνδυνο τον είχαν συνειδητοποιήσει όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες. Όταν τέθηκε ο στόχος της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της εξάλειψης κάθε είδους εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, παρά το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα διαμορφώσει τη δική της πείρα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί, οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι «όλες οι δυνάμεις της γηραιάς Ευρώπης» ενώθηκαν για να κηρύξουν «έναν ιερό πόλεμο» κατά του κομμουνισμού.
Σε κάθε φάση η αντίδραση αυτή είναι διαρκής κι εκδηλώνεται με διάφορες μορφές προκειμένου με κάθε τρόπο να αποτρέψει, να εμποδίσει την επαναστατική δράση όταν αυτή εξελίσσεται ή να την ανατρέψει και να παλινορθώσει τον καπιταλισμό όταν επιχειρείται η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Φορέας της αντεπανάστασης είναι πρώτα και κύρια η αστική τάξη και τα κόμματά της, στελέχη, μηχανισμοί κι επιτελεία του δικού της κράτους, που υπερασπίζονται την εξουσία της, τα δικά της συμφέροντα και προνόμια, ακόμα και όταν έχει ηττηθεί, το «δικαίωμα» να εκμεταλλεύεται τον κόπο των εργαζόμενων. Συνοδοιπόρο της αποτελούν μια σειρά από μικροαστικά στρώματα που είναι δεμένα με τα συμφέροντά της. Σε αντεπαναστατική δύναμη είναι δυνατό να εξελίσσονται συμβιβασμένα κι εξαγορασμένα τμήματα του εργατικού κινήματος. Ακόμα και το ίδιο το κόμμα της εργατικής τάξης, όταν κάτω από την επίδραση της αστικής ιδεολογίας δεν υπηρετεί με συνέπεια τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε κάθε περίοδο –τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης όπου έχει την ευθύνη καθοδήγησης αυτής της πορείας– αντικειμενικά εξελίσσεται σε οπορτουνιστική δύναμη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να έχει τη ρίζα του στη θεωρητική ανεπάρκεια, στην επίδραση μικροαστικών αντιλήψεων, την ταλάντευση απέναντι στις δυσκολίες και την πίεση του αντιπάλου, στοιχεία που οδηγούν στην υποχώρηση, τη νόθευση της επαναστατικής στρατηγικής με επικράτηση του οπορτουνισμού και το πέρασμα τελικά με το στρατόπεδο του αντιπάλου ενισχύοντας το αντεπαναστατικό ρεύμα.
* * *
Στην περίοδο που δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί επαναστατική κατάσταση και ο συσχετισμός ανάμεσα στις δυνάμεις της επανάστασης και της αντεπανάστασης είναι αντικειμενικά αρνητικός για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το ΚΚ έχει το καθήκον της διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής και την προώθησή της με συνέπεια στην καθημερινή του δράση.
Στόχος του είναι μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης να υλοποιεί το καθήκον της συγκέντρωσης και προετοιμασίας δυνάμεων προκειμένου νικηφόρα να οδηγήσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στην άμεση επαναστατική δράση, όταν εκδηλωθεί επαναστατική κατάσταση. Στοιχεία αυτής της προετοιμασίας αποτελούν η συμβολή στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των διεκδικητικών αγώνων της εργατικής τάξης σε συνθήκες καπιταλισμού, η προβολή των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης και της αντικειμενικής δυνατότητας αυτές να ικανοποιούνται με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, τα αίτια των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό, η πολιτική συμμαχιών, η στάση απέναντι στην αστική διαχείριση, η παρακολούθηση κι ερμηνεία των ανταγωνισμών σε διεθνές επίπεδο και των αντιθέσεων στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, η στάση και η προετοιμασία απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κλπ.
Είναι η περίοδος που η εργατική τάξη, μέσα από την ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης και τις συγκρούσεις με την αστική τάξη για τους όρους πώλησης της δύναμής της, εκπαιδεύεται και συνειδητοποιεί τη δύναμη της οργανωμένης πάλης, συσσωρεύει γνώση και πείρα. Η επαναστατική δράση στις συνθήκες αυτές αποκτά ιδιαίτερη σημασία, επιδρά στο συσχετισμό δύναμης ακόμα και αν δεν μπορεί να τον ανατρέψει υπέρ του επαναστατικού κινήματος, αποτελεί παράγοντα που «εγγράφεται» κι επιδρά στις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον.
Στις συνθήκες αυτές, το εργατικό κίνημα (είτε βρίσκεται σε άνοδο είτε σε υποχώρηση, είτε δρα σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε περιστολής της) βρίσκει απέναντί του την οργανωμένη αντίδραση των μηχανισμών του αστικού κράτους, των κομμάτων που το υπηρετούν και της εργοδοσίας, που ξεδιπλώνουν μια σειρά σχεδιασμούς υποταγής κι ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι εναλλάσσονται ή συνδυάζονται με τη βία και την τρομοκρατία, ιδιαίτερα σε περιόδους που οι αγώνες δυναμώνουν και η αστική τάξη αισθάνεται απειλή. Βρίσκεται δηλαδή αντιμέτωπο με ολόκληρο το οπλοστάσιο της αστικής τάξης, που περιλαμβάνει την ιδεολογική χειραγώγηση, την εξαγορά τμημάτων της εργατικής τάξης, την προσπάθεια εγκλωβισμού και παραπλάνησής της, προκειμένου να συμπορευτεί με τους στόχους και τις επιλογές της αστικής τάξης που αναγορεύονται σε εθνικούς. Ένα τέτοιο οπλοστάσιο, μπροστά στα χειρότερα για την αστική τάξη, υιοθετεί ακόμη και την «αγωνιστική» εκτόνωση της δυσαρέσκειας και των διαθέσεων σε επιλογές που συσκοτίζουν τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, κρύβουν τον πραγματικό αντίπαλο και αποπροσανατολίζουν από την πραγματική διέξοδο που υπηρετεί τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα.
Ξεχωριστό ρόλο στην ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών αναλαμβάνουν τα κόμματα της αστικής διαχείρισης όλου του φάσματος (καθαρόαιμα αστικά, ρεφορμιστικά, ακροδεξιά, οπορτουνιστικά). Προβάλλουν επιλογές και λύσεις που αθωώνουν το σύστημα, υπηρετώντας αντικειμενικά τις επιδιώξεις του κεφαλαίου, προκειμένου η εργατική τάξη να εμποδίζεται να χειραφετηθεί από την αστική ιδεολογία, να στρατεύεται με συμφέροντα ξένα από τα δικά της, χάνοντας την πολιτική της αυτοτέλεια και δρώντας ως ουρά της αστικής τάξης. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν είτε εκπρόσωπο είτε αντικειμενικά πολύτιμο διαμεσολαβητή και σύμμαχο της αστικής τάξης, προκειμένου να μη συνειδητοποιείται η ώριμη ανάγκη της επαναστατικής αλλαγής ή αυτή να παραπέμπεται στο «άγνωστο» μέλλον. Αυτό γίνεται κατορθωτό άλλοτε με την ανάδειξη διαφορετικών μιγμάτων αστικής διαχείρισης (βλ. διαχωρισμό σε σοσιαλδημοκρατία - φιλελευθερισμό - νεοφιλελευθερισμό), άλλοτε με τη ρεφορμιστική εκδοχή της προβολής του κοινοβουλευτικού-μεταρρυθμιστικού «δρόμου» κοινωνικών αλλαγών, ακόμα και με οπορτουνιστική, κούφια επαναστατική ρητορική των μεταβατικών προγραμμάτων που αντικειμενικά υπηρετούν το αντεπαναστατικό ρεύμα. Η οπορτουνιστική γραμμή, όταν κυριαρχεί, οδηγεί είτε στην ενσωμάτωση είτε στο τσάκισμα του εργατικού κινήματος και την εργατική τάξη στην «αγκαλιά» της αστικής πολιτικής. Υπάρχει πλούσια τέτοια πείρα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (Ιταλία, Γαλλία, Κύπρος, Ισπανία, Χιλή, Αργεντινή κλπ.). Αλλά και στην Ελλάδα, την περίοδο της πρόσφατης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η όποια αγωνιστική διάθεση την συνόδευε, παρά την παρέμβαση του ΚΚΕ, δεν έγινε κατορθωτό να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερα τμήματα, καθώς όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ συσκότιζαν την πραγματική αιτία της κρίσης και αναγόρευαν τα μνημόνια σε παράγοντες που δημιουργούσαν ή όξυναν την κρίση. Έτσι, αξιοποιήθηκαν μηχανισμοί τύπου «αγανακτισμένων» που εγκλώβισαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε στόχους όπως αυτός της εναλλαγής κυβέρνησης, απενοχοποιώντας το σύστημα, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η συγκεκριμένη περίοδος στην οποία αναφερόμαστε, με όποιες παραλλαγές εκφράζεται, είναι η «συνήθης» περίοδος δράσης για ένα ΚΚ, με την έννοια ότι είναι μακροχρόνια, αφού αφορά όλο το διάστημα που προηγείται της εκδήλωσης της επανάστασης. Με βάση αυτό το δεδομένο, πρέπει να είναι σαφές ότι η ανάγκη επαναστατικών αλλαγών σε τέτοιες συνθήκες δε βρίσκεται αντικειμενικά στο «κάδρο» των επιλογών της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Ο καπιταλισμός μέσα στη χώρα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, είναι κυρίαρχος και ο συσχετισμός δύναμης, παρά την όποια αλλαγή από τη δράση του ΚΚ, δεν μπορεί ολοκληρωτικά να γείρει προς τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι αυταπάτες για δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης στο πλαίσιο του συστήματος βρίσκουν εύφορο έδαφος. Η καθημερινότητα, ο τρόπος ζωής, η σκέψη και οι επιλογές ενός μέσου εργαζόμενου διαμορφώνονται καθημερινά από την αντικειμενική πραγματικότητα που βιώνει, αλλά και από ένα σύνθετο πλέγμα μηχανισμών, που επιδρούν στη συνείδηση κι επιβάλλουν την αντίληψη ότι τα πράγματα είναι στατικά, ότι ο καπιταλισμός είναι δεδομένος και, από αυτήν την άποψη, ανίκητος. Έτσι, η καταπίεση, η εκμετάλλευση, η οργή και η αγανάκτηση που γεννούν δεν οδηγούν αυτόματα στη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων, στην αμφισβήτηση του καπιταλισμού και στην ανάγκη ανατροπής του.
Ειδικά στις συνθήκες μετά από την ήττα, την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης, την απουσία της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, έχει «θολώσει» η δυνατότητα μιας διαφορετικής προοπτικής, η οποία μάλιστα αντιμετωπίζεται ως ουτοπική. Κυριαρχούν οι χαμηλές απαιτήσεις, η μοιρολατρία, ο ατομισμός, ο συντεχνιασμός, ενώ βρίσκουν έδαφος κάθε λογής αυταπάτες. Στις συνθήκες αυτές, η ευθύνη του ΚΚ είναι μεγάλη προκειμένου να διαφωτίσει, να διαπαιδαγωγήσει τις εργατικές-λαϊκές μάζες, να τις βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, να εστιάσουν και να σημαδέψουν τις πραγματικές αιτίες και την πραγματική διέξοδο, να οργανώσουν την πάλη τους και να διεκδικήσουν αυτά που τους ανήκουν, τη δική τους εξουσία.
* * *
Στην περίοδο που το καθήκον της εξέγερσης αντικειμενικά βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη, οι θεσμοί του αστικού κράτους έχουν φθαρεί και η αστική τάξη χάνει τη δυνατότητα να επιβάλει την κυριαρχία της και να κυβερνάει όπως πριν, ενώ παράλληλα η επιδείνωση που βιώνουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δημιουργούν ιδιαίτερα μεγάλη κινητικότητα και διάθεση για αγώνα, αμφισβητώντας την αστική εξουσία. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο συσχετισμός δύναμης γίνεται ευνοϊκότερος για τις δυνάμεις της επανάστασης. Η εκδήλωση μιας τέτοιας κατάστασης βέβαια έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και αίτια. Παρόλ’ αυτά, η δράση τους όλο το προηγούμενο διάστημα αποτυπώνεται στην κατάσταση που διαμορφώνεται. Χωρίς αυτήν τη δράση δεν μπορεί να γεννηθεί η αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Στις συνθήκες αυτές, ιδιαίτερη είναι η ευθύνη του ΚΚ για σωστή και έγκαιρη εκτίμηση της κατάστασης, ανάλυση των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας, για την κατάσταση και τις διαθέσεις της εργατικής τάξης και τις εξελίξεις στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Ξεχωριστή σημασία αποκτάει η κατάσταση σε διεθνές επίπεδο, οι διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης, η κατάσταση των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ενώσεων, η κατάσταση στο εργατικό κίνημα στον υπόλοιπο κόσμο, η δυνατότητα εξασφάλισης της ενεργούς συμπαράστασης και αλληλεγγύης από το εξωτερικό, ο προσανατολισμός και η στάση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Επικίνδυνη μπορεί να αποδειχτεί η ολιγωρία όπως και η υπερτίμηση των δικών του δυνάμεων και η υποτίμηση του αντιπάλου. Καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη και την έκβαση της ταξικής πάλης αποτελεί βέβαια η δράση του επαναστατικού κόμματος όλο το προηγούμενο διάστημα, οι δεσμοί του με τις μάζες, η ιδεολογική, οργανωτική και τεχνική προετοιμασία κι ετοιμότητα, καθώς και η ανάλογη δράση και παρέμβασή του στο διεθνές κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα.
Σε τέτοιες συνθήκες, που αμφισβητείται η κυριαρχία της αστικής τάξης, οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου για την αστική εξουσία, θα ρίξουν στη μάχη όλα τους τα όπλα, ενώ ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι, κάτω από την επίδραση οπορτουνιστικών αντιλήψεων, επαναστατικά κόμματα και κινήματα συστρατεύονται αντικειμενικά με την αστική τάξη, διαμορφώνοντας την πολιτική στάση τους, επικαλούμενα πότε την ανωριμότητα υποκειμενικών ή αντικειμενικών παραγόντων για ανάληψη επαναστατικής δράσης, πότε την εναντίωση σε κάθε μορφή βίας, πότε την ανάγκη δράσης στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας και των αστικών θεσμών κοκ.
Με βάση την ιστορική πείρα, μπορούμε να υπενθυμίσουμε μια σειρά γεγονότα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: Η ανακωχή στον πόλεμο μεταξύ των αστικών τάξεων της Πρωσίας και της Γαλλίας προκειμένου να διαμορφώσουν κοινό μέτωπο για να τσακίσουν την ηρωική Κομμούνα του Παρισιού. Η στάση συμβιβασμού και ουσιαστικής στήριξης των αστικών τάξεων των χωρών τους από δυνάμεις της Β΄ Διεθνούς μπροστά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση στήριξης των εσέρων και των μενσεβίκων στην αστική κυβέρνηση στη Ρωσία μετά το Φλεβάρη του 1917 που επιβεβαιώνει τον προδοτικό ρόλο του οπορτουνισμού, αλλά και ο προδοτικός απέναντι στην εργατική τάξη ρόλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που οδήγησε στο τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος και την άνοδο του ναζισμού. Ιστορικό παράδειγμα αδυναμίας νίκης των δυνάμεων της επανάστασης αποτελεί η λαθεμένη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η έκφρασή της στη γραμμή του ΚΚΕ (και άλλων κομμάτων), που δεν αξιοποίησε την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε και οδηγήθηκε στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας την οποία ακολούθησε η επέμβαση στην Ελλάδα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ. Ο κατάλογος είναι μακρύς, μπορεί να συμπληρωθεί με τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών στο Βιετνάμ, την Κορέα κλπ., ενώ τα συμπεράσματα είναι πολύτιμα για το επαναστατικό κίνημα σήμερα.
Όλες αυτές οι αναμετρήσεις, είτε κατέληξαν νικηφόρα για τα επαναστατικά κινήματα είτε όχι, επιβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη δεν παραχωρεί την εξουσία της, ότι απαιτείται η οργανωμένη και σχεδιασμένη επίθεση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της. Για το ΚΚ απαιτείται η ύπαρξη επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής, η ικανότητα υπηρέτησής της με ανάλογη τακτική, συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς. Απαιτείται ο συνδυασμός της θεωρητικής ετοιμότητας με τη μαχητική οργανωτική ικανότητα, που θα διασφαλίζουν την αντοχή στις δυσκολίες της καθημερινής πάλης, στην πίεση των κάθε λογής αντιπάλων και στην κρατική βία και καταστολή.
* * *
Ακόμα και όταν η εργατική τάξη νικήσει και με τη δική της εξουσία οικοδομεί τη σοσιαλιστική κοινωνία, η ταξική πάλη, η σύγκρουση του νέου με το παλιό, το ενδεχόμενο νίκης της αντεπανάστασης όχι μόνο δεν εξαλείφεται, αλλά συνιστά μόνιμη και σταθερή απειλή. Η άρχουσα τάξη που ανατρέπεται δε συμβιβάζεται και δεν αποδέχεται την ήττα της. Το συμπέρασμα αυτό αφορά κυρίως, αλλά όχι μόνο τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Αστικές επαναστάσεις όπως η Γαλλική, ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων μέσα κι έξω από τη χώρα, γνώρισαν πισωγυρίσματα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η αστική τάξη οδηγήθηκε σε συμβιβασμό με την τάξη των φεουδαρχών και από κοινού καρατόμησαν επαναστάτες και χρησιμοποίησαν τη βία απέναντι στον επαναστατημένο λαό.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Λένιν στο λόγο του για τις «επιτυχίες και τις δυσκολίες της σοβιετικής εξουσίας»: «Στην Ιστορία δεν υπήρξαν επαναστάσεις που, κατακτώντας τες, να μπορείς να τις βάλεις στην τσέπη και να επαναπαυθείς στις δάφνες. Όποιος νομίζει ότι υπάρχουν τέτιες επαναστάσεις, αυτός όχι μόνο δεν είναι επαναστάτης, αλλά είναι και ο χειρότερος εχθρός της εργατικής τάξης. Δεν υπήρξε ούτε μια τέτια επανάσταση, ακόμη και δευτερεύουσας σημασίας, ακόμη και αστική, όταν επρόκειτο να περάσει η εξουσία από τη μια εύπορη μειοψηφία στην άλλη μειοψηφία. Ξέρουμε παραδείγματα! Η γαλλική επανάσταση, ενάντια στην οποία εξόρμησαν στις αρχές του 19ου αιώνα οι παλιές Δυνάμεις για να τη συντρίψουν, λέγεται μεγάλη ακριβώς γιατί μπόρεσε να ξεσηκώσει για την υπεράσπιση των κατακτήσεών της πλατιές λαϊκές μάζες, που αντιτάχθηκαν σε όλο τον κόσμο· κι εδώ βρίσκεται μια από τις μεγάλες υπηρεσίες της. Η επανάσταση περνάει τις πιο σοβαρές δοκιμασίες στην πράξη, στην πάλη, στη φωτιά.»5
Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην οποία «διεξάγεται ένας αγώνας των “φύτρων” του νέου ενάντια στις “επιβιώσεις” του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, πάλη για ριζική αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ’ επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές»6, δε μακροημερεύει και κυρίως δε νικά ολοκληρωτικά, δίχως τη μαζική πολιτική δράση σε συνθήκες σκληρής διαπάλης ενάντια στις οπορτουνιστικές και δογματικές πολιτικές απόψεις, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, όταν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, μέσα κι έξω από τη χώρα, στρέφουν όλους τους μηχανισμούς τους, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, για την ανατροπή της.
Και εδώ είναι πολύτιμη η παρακαταθήκη του Λένιν: «Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αποτελεί ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο δεν έχει τελειώσει η εποχή αυτή, οι εκμεταλλευτές τρέφουν αναπόφευκτα την ελπίδα της παλινόρθωσης, και αυτή η ελπίδα μεταβάλλεται σε απόπειρες παλινόρθωσης. Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτιο και δεν δέχονταν ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος για να πάρουν πίσω το χαμένο “παράδεισο”, για τις οικογένειές τους που ζούσαν τόσο όμορφα και που τώρα ο “χύδην όχλος” τις καταδικάζει στο χαμό και την αθλιότητα (ή στην “απλή” δουλιά...). Και τώρα πίσω από τους εκμεταλλευτές-καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μιξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο ... όπως κάνουν οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι.»7
Η ανατροπή της αστικής τάξης είναι το πρώτο βήμα. Το βήμα αυτό καθιστά αναγκαία μια νέα εξουσία, που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει αντικειμενικά τη βία μέσω της κατασταλτικής της λειτουργίας. Η διαφορά από τη βία που ασκούσαν οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είναι ότι πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η Ιστορία, την ήττα τους κι επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η Ιστορία διδάσκει ότι ποτέ, καμιά καταπιεζόμενη τάξη δεν κατάφερε να φτάσει στην κυριαρχία δίχως να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να καταστείλει βίαια την αντίσταση των εκμεταλλευτών, να τσακίσει το αστικό κράτος της δικτατορίας του κεφαλαίου, οργανώνοντας το δικό της κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Τα παραπάνω αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την εδραίωση της εργατικής εξουσίας και τη συντριβή του αντεπαναστατικού ρεύματος. Η κύρια βέβαια λειτουργία της νέας, εργατικής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση, αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού, και με την ολόπλευρη κινητοποίηση και ουσιαστική συμμετοχή του.
* * *
Αυτό που καταδεικνύει η πείρα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ότι το οπλοστάσιο της αστικής τάξης στην προσπάθειά της να παλινορθώσει τη δική της εξουσία είναι πλούσιο: Περιλαμβάνει στρατιωτικές επεμβάσεις, σαμποτάζ, δολιοφθορές, αποκλεισμούς, εξαγορές στελεχών κλπ. μέσα στη χώρα, με την κινητοποίηση των συμμάχων της από το εξωτερικό. Βασικός στόχος είναι να μην αντέξει και να ανατραπεί η πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα παραδείγματα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης το 1919 από 14 χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) ενάντια στην επαναστατική Ρωσία, τις επιχειρήσεις ενάντια στην Κούβα κλπ.
Την κοινωνική βάση της αντεπανάστασης αποτελούν οι ηττημένες εκμεταλλεύτριες τάξεις, τα πρώην στρώματα που τις υπηρετούσαν (στρατιωτικοί, αστυνομικοί, γενικότερα τμήματα του προηγούμενου κρατικού μηχανισμού), μικροαστικά στρώματα που δεν κατάφερε να τα κερδίσει η εργατική εξουσία, εξαγορασμένα τμήματα της εργατικής τάξης (εργατική αριστοκρατία), άλλα καταδικασμένα φασιστικά, αντικομμουνιστικά, λούμπεν και άλλα εγκληματικά στοιχεία που χρηματοδοτούνται κι επιστρατεύονται ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό.
Την ίδια στιγμή, ειδικά την πρώτη περίοδο, η όξυνση της ταξικής πάλης και οι δυσκολίες που έχει δημιουργήσει η επαναστατική κατάσταση στην οικονομία και την παραγωγή και κατά συνέπεια στη ζωή των λαϊκών μαζών αποτελούν παράγοντες που πρέπει να αντιμετωπίσει η νεαρή εργατική εξουσία. Η έκβαση της πάλης για την κατάκτηση των μαζών αποτελεί το βασικό παράγοντα που θα καθορίσει τελικά την «τύχη» της επανάστασης ή της αντεπανάστασης σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. «Κάθε επανάσταση αυτή καθαυτή (σε αντίθεση με τη μεταρύθμιση) σημαίνει κρίση και μάλιστα πολύ βαθιά κρίση, τόσο πολιτική όσο και οικονομική … Το καθήκον του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου είναι να εξηγεί στους εργάτες και στους αγρότες ότι πρέπει να έχουν το θάρος να αντικρίσουν θαραλέα την κρίση αυτή και να βρουν στα επαναστατικά μέτρα την πηγή της δύναμης για την υπερνίκηση αυτής της κρίσης. Μόνο υπερνικώντας και τις πιο μεγάλες κρίσεις με επαναστατικό ενθουσιασμό, με επαναστατική ενεργητικότητα, με επαναστατική προθυμία για τις μεγαλύτερες θυσίες, το προλεταριάτο μπορεί να νικήσει τους εκμεταλλευτές και να απαλλάξει οριστικά την ανθρωπότητα από τους πολέμους, από την καταπίεση του κεφαλαίου, από τη μισθωτή δουλεία.»8
Σημαντικό παράγοντα που επιδρά αρνητικά και θέτει εμπόδια στο κέρδισμα των μαζών με την υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμη-
σης, ενώ παράλληλα συντηρεί την αντεπαναστατική απειλή, αποτελεί η δύναμη της συνήθειας από τον παλιό τρόπο ζωής, η στάση απένα-
ντι στην εργασία, οι κληρονομημένες αντιθέσεις και οι επιβιώσεις συνολικά του παλιού στην προσπάθεια οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία της ανώριμης βαθμίδας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού που δεν ξεριζώνονται μεμιάς, αλλά πρέπει να βρίσκονται σταθερά στον προσανατολισμό της εργατικής εξουσίας.
Με βάση την πείρα της ΕΣΣΔ, η όξυνση της ταξικής πάλης σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης και διαπάλης μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Ο ίδιος ο Λένιν επισήμαινε με κάθε ευκαιρία ότι η ταξική πάλη δεν τελειώνει με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το κόμμα της.
Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες απέδειξε ότι η απάντηση στα προβλήματα και τις αντιθέσεις που κληρονομεί η εργατική εξουσία, αλλά και τα νέα προβλήματα που γεννά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από αυτό το πλαίσιο της νέας κοινωνίας παραβιάζοντας τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όπως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί παραβιάζοντας τους δικούς του νόμους, π.χ. το νόμο του κέρδους, έτσι και η απάντηση στις δυσκολίες και τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν μπορεί να αναζητηθεί στην υιοθέτηση επιλογών που αντιστοιχούν σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής, όπως η επιστροφή στις λύσεις της αγοράς. Σταθερός προσανατολισμός πρέπει να είναι η συνεχής επέκταση και πλήρης επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και γενικότερα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία, η επιστημονική αναβάθμιση και η συνεχής προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού στις νέες απαιτήσεις που θέτει κάθε φορά το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Για το επαναστατικό κίνημα σήμερα αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη το πόσο επικίνδυνη και καταστροφική είναι για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κάθε πολιτική μακροχρόνιας στήριξης της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και κάθε ανοχή στη διατήρηση καπιταλιστικών σχέσεων.
Με κατηγορηματικό τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η αντεπανάσταση δεν ήταν μοιραίο να νικήσει, αν υπήρχε –με ευθύνη των ΚΚ στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης– έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία για να απαντηθούν τα προβλήματα που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, αν υπήρχε επαναστατική στρατηγική στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.