«Η διαλεκτική της φύσης» του Ένγκελς και η εποχή μας* (Α΄ μέρος)


του Κουρτ Χάγκερ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέδιδαν πάντα μεγάλη σημασία στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Παρακολουθούσαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους –όπως δείχνουν ιδιαίτερα η αλληλογραφία τους και τα μαθηματικά χειρόγραφα του Μαρξ– και αξιοποιούσαν τις γνώσεις τους κατά την επεξεργασία της επαναστατικής κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης. Εξάλλου, ποτέ δεν χώρισαν και ακόμα λιγότερο δεν αντιπαράθεσαν τις κοινωνικές επιστήμες και τις φυσικές επιστήμες.

Ωστόσο, αυτή η απασχόληση με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μπορούσε να γίνεται μόνο σποραδικά. Η θεμελίωση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουργού της νέας, κομμουνιστικής κοινωνίας, απαιτούσε από τους Μαρξ και Ένγκελς να στρέφουν την κύρια προσοχή τους στη διερεύνηση των νομοτελειών της κοινωνικής ανάπτυξης, πρώτ’ απ’ όλα των νομοτελειών του καπιταλισμού. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο, παίρνοντας υπόψη την αστική επανάσταση του 1848-49 και, μετά την ήττα της, τα νέα καθήκοντα που ορθώνονταν μπρος στο εργατικό κίνημα.

Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, ύστερα από την πτώση της Κομμούνας του Παρισιού το 1871, άρχισε ένα καινούργιο στάδιο του εργατικού κινήματος, που χαρακτηριζόταν από την αυξανόμενη διάδοση του μαρξισμού και από τη δημιουργία μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες.

Στο πιο μεγάλο όμως από αυτά τα κόμματα, στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας, δίπλα στις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού του Μαρξ και του Ένγκελς, διαδίδονταν όλο και περισσότερο και μικροαστικές ρεφορμιστικές αυταπάτες, και σοσιαλιστικά στολισμένες αστικές θεωρίες. Έτσι ο Όυγκεν Ντύρινγκ, ιδιώτης υφηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προπαγάνδιζε ενάντια στη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς, υπεράσπιζε ένα σύστημα φιλοσοφίας, οικονομίας και σοσιαλισμού, η φιλοσοφική βάση του οποίου συνίστατο από ιδεαλιστικά, χυδαιο-υλιστικά και θετικιστικά στοιχεία. Η αντιμετώπισή του έγινε αναπόφευχτη. Έγινε στο έργο του Ένγκελς «Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ». Η πολεμική του Ένγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» μετατράπηκε, όπως διαπίστωσε ο ίδιος, «σε μια λίγο-πολύ συνεκτική παρουσίαση της διαλεκτικής μεθόδου και της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας που εκπροσωπούνται από τον Μαρξ και από εμένα, και αυτό έγινε σε μια αρκετά εκτεταμένη σειρά τομείς».1

Ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της συνολικής παρουσίασης, ήταν η αιτιολόγηση της ενότητας του κόσμου στην υλικότητά του, που όπως έγραφε ο Ένγκελς, αποδείχτηκε ύστερα από μια μεγάλη και μακρόχρονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών,2 καθώς και η απόδειξη του διαλεκτικού χαρακτήρα των φυσικών προτσές. Ο Ένγκελς τόνισε, ότι κατά την επεξεργασία του «Αντι-Ντύρινγκ» τον βοήθησαν πολύ οι φυσικοεπιστημονικές μελέτες του.

Οι μελέτες αυτές δεν ήταν καθόλου τυχαίες. Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής προκάλεσε μια θυελλώδικη ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Γινόταν όλο και πιο αναγκαία η συστηματική ταξινόμηση και γενίκευση των σωρευομένων ανακαλύψεων και νέων γνώσεων των φυσικών επιστημών. Πράγματι, επιβαλόταν ο διαλεκτικός χαρακτήρας των φυσικών γεγονότων και η φυσική επιστήμη δεν μπορούσε άλλο να αποφύγει τη θεωρητική συνόψιση. Για να γίνει αυτό όμως, απαιτούνταν γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της διαλεκτικής σκέψης.

Αυτό λοιπόν που παρακίνησε τον Ένγκελς να ασχοληθεί συστηματικά με τις φυσικές επιστήμες, ήταν οι ουσιαστικές αντικειμενικές συνθήκες και ιδεολογικές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Τον απαιτούμενο χρόνο για το σκοπό αυτό, τον βρήκε μόνον όταν φόρτωσε στον κόκορα την εμπορική του δραστηριότητα στο Μάντσεστερ και μπόρεσε το 1870 να μετοικήσει στο Λονδίνο.

Η γνώση των σπουδαιότερων επιτεύξεων των φυσικών επιστημών του καιρού του, ήταν μονάχα μια πλευρά των μελετών του. Ταυτόχρονα ο Ένγκελς καταπιάστηκε με την ιστορία των φυσικών επιστημών και με τη φιλοσοφία της φύσης, με το γαλλικό και τον αγγλικό υλισμό και με τη νέα κριτική μελέτη της διαλεκτικής του Χέγκελ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ»

Επιστημονικές ιδέες γεννιούνται συχνά κάτω από παράδοξες συνθήκες. Έτσι ισχυρίζονται, ότι ο Νεύτων συνέλαβε την ύπαρξη της βαρύτητας, όταν, την ώρα που ξεκουράζονταν στον κήπο του, είδε να πέφτει από το δέντρο ένα μήλο και άρχισε να κάνει σκέψεις σχετικά με τα αίτια της πτώσης. Όσον αφορά τον Ένγκελς, ο ίδιος έγραφε στις 30 του Μάρτη 1873 από το Λονδίνο στο φίλο και συναγωνιστή του Μαρξ στο Μάντσεστερ: «Αγαπητέ Μόρ. Σήμερα το πρωί στο κρεββάτι μού ήρθε στο μυαλό η εξής διαλεκτική σκέψη σχετικά με φυσικές επιστήμες:

Αντικείμενο των φυσικών επιστημών – η κινούμενη ύλη, τα σώματα. Τα σώματα δεν μπορούν να χωριστούν από την κίνηση, μόνο μπορούν να γνωριστούν οι μορφές και τα είδη τους, δεν μπορεί να γίνει καθόλου λόγος για σώματα έξω από την κίνηση, έξω από κάθε σχέση προς τα άλλα σώματα. Μόνο στην κίνηση δείχνει το σώμα τι είναι. Γι’ αυτό, η φυσική επιστήμη γνωρίζει τα σώματα εξετάζοντάς τα στην αλληλοσχέση τους, στην κίνηση. Η γνώση των διαφόρων μορφών κίνησης είναι η γνώση των σωμάτων. Επομένως, κύριο αντικείμενο της φυσικής επιστήμης είναι η διερεύνηση αυτών των διάφορων μορφών κίνησης».

Ο Ένγκελς μιλάει σε συνέχεια για τις διάφορες μορφές της κίνησης και στο τέλος της επιστολής του κάνει την παρατήρηση: «Μια και βρίσκεσαι εκεί στο κέντρο των φυσικών επιστημών, θα είσαι καλύτερα από όλους σε θέση να κρίνεις αν υπάρχει κάτι στην υπόθεση». Και προσθέτει στο υστερόγραφο: «Αν νομίζετε ότι κάτι αξίζει η υπόθεση, τότε μην κάνετε κουβέντα γι’ αυτήν, για να μην κλέψει την υπόθεση κάποιος ψωραλέος εγγλέζος, η επεξεργασία του ζητήματος θα απαιτήσει πάντως πολύ χρόνο».3

Το γράμμα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πιστοποιητικό γέννησης της «Διαλεκτικής της Φύσης».

Ο Μαρξ ζήτησε πρώτα να του δοθεί χρόνος για να σκεφθεί πάνω στο ζήτημα και για να συμβουλευτεί ταυτόχρονα τις «αυθεντίες», δηλαδή τους φίλους του, τον χημικό Καρλ Σόρλεμμερ και τον νομικό Σάμουελ Μουρ. Ο Σόρλεμμερ, του οποίου οι γραμμένες στο περιθώριο παρατηρήσεις όπως: «Πολύ καλά, η δική μου άποψη» κλπ. διατηρούνται στο γράμμα του Ένγκελς, συμφώνησε στην ουσία.

Έτσι, το Μάη του 1873 ο Ένγκελς άρχισε τις προεργασίες για μια ειδική εργασία σχετικά με τη διαλεκτική στις φυσικές επιστήμες. Ως τον Μάη του 1876 και από το καλοκαίρι του 1878 ως το θάνατο του Μαρξ ασχολήθηκε με τη «Διαλεκτική της Φύσης». Επί δυο χρόνια υποχρεώθηκε να διακόψει τις μελέτες του γιατί επεξεργαζόταν το «Αντι-Ντύρινγκ». Όπως λέει ο ίδιος, το μεγαλύτερο μέρος μιας οχταετίας το διέθεσε για τη «Διαλεκτική της Φύσης».

Ο Ένγκελς, όμως, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του. Ύστερα από το θάνατο του Καρλ Μαρξ θεώρησε σαν το πιο επιτακτικό καθήκον του, να ετοιμάσει για το τυπογραφείο τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Σ’ αυτή την υποχρέωση απέναντι στο φίλο του, αφιέρωσε προς το συμφέρον του επαναστατικού εργατικού κινήματος συνολικά ένδεκα χρόνια εντατικής εργασίας. Ωστόσο και στα χρόνια αυτά, ασχολήθηκε με φυσικοεπιστημονικά προβλήματα, εξαιτίας της νέας έκδοσης του «Αντι-Ντύρινγκ» (1885) και της εργασίας του «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» (1886). Ποτέ δεν εγκατέλειψε την ελπίδα, να αποπερατώσει παρ’ όλα αυτά τη «Διαλεκτική της Φύσης».

Δεν αποκλείεται η δουλιά του πάνω στο «Κεφάλαιο» να έχει επηρεάσει σημαντικά την αντίληψη του Ένγκελς για το πώς πρέπει να διασκευαστεί η «Διαλεκτική της Φύσης». Το διάγραμμα του συνολικού σχεδίου του βιβλίου που έχει εκποιήσει ο Ένγκελς, δείχνει τουλάχιστον, ότι –παρά την αρχική του πρόθεση– ήθελε τώρα να συμπεριλάβει και τις βιολογικές επιστήμες και την όλη περιγραφή να την φτάσει ως το σημείο, που –με την εργασία– ο άνθρωπος εξέρχεται από το βασίλειο των ζώων και αρχίζει η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ύστερα από το θάνατο του Ένγκελς το χειρόγραφο που έμεινε ατελείωτο, δώθηκε σύμφωνα με τη διαθήκη του στον Άουγκουστ Μπέμπελ και στον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Αποτελούνταν από τέσσερες φακέλους (Konvoluten) που περιείχαν ενμέρει έτοιμα άρθρα και κεφάλαια, ενμέρει αποσπάσματα από πραγματείες, και ακόμα μόνο σύντομες σημειώσεις.

Ο Μπέρνσταϊν, που από το τέλος του περασμένου αιώνα, απαρνήθηκε το χαρακτήρα του μαρξισμού σαν κοσμοθεωρία και προπάντων την υλιστική διαλεκτική, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει τη σημασία της «Διαλεκτικής της Φύσης». Δημοσίευσε μονάχα δύο χειρόγραφα, συγκεκριμένα το χειρόγραφο «Συμβολή της εργασίας στον εξανθρωπισμό του πιθήκου» και «Η φυσική διερεύνηση στον πνευματικό κόσμο». Για να δικαιολογήσει την απόφασή του να μη δημοσιεύσει το χειρόγραφο του Ένγκελς, στηρίχτηκε σε μια γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία το φυσικοεπιστημονό υλικό που χρησιμοποίησε ο Ένγκελς, είχε δήθεν ενμέρει απαρχαιωθεί.

Όταν στις αρχές της 10ετίας του 1920 σοβιετικοί επιστήμονες άρχισαν να ετοιμάζουν τη δημοσίευση της κληρονομιάς του Ένγκελς, ο Μπέρνσταϊν έκανε μια απόπειρα να νίψει τας χείρας μπρος στην ιστορία και έστειλε μέρη του χειρόγραφου στον Άινσταϊν για γνωμοδότηση. Η απάντηση του Άινσταϊν δείχνει τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε για τον Φρίντριχ Ένγκελς σαν ιστορικής σημασίας προσωπικότητα. Είναι ευνόητο, ότι ο Άινσταϊν από τη σκοπιά της σύγχρονης φυσικής στις αρχές του 20ού αιώνα δεν μπορούσε να βρει τίποτε το ιδιαίτερο στο πραγματικό μέρος του υλικού που αντικαθρέφτιζε τη στάθμη ανάπτυξης των φυσικών επιστημών στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Ακόμα περισσότερο πρέπει να εκτιμηθεί η γνώμη του Άινσταϊν, ότι το χειρόγραφο αφήνει να διαφανεί η πνευματική σημασία του Ένγκελς.4 Πρέπει να είμαστε βέβαιοι, ότι η σύσταση του δημιουργού της θεωρίας της σχετικότητας να δημοσιευθεί η «Διαλεκτική της Φύσης» θα ήταν ακόμα πιο κατηγορηματική αν στα πραγματικά υλικά που του είχαν υποβληθεί για γνωμοδότηση δεν περιλαβαίνονταν ως έναν ορισμένο βαθμό παλιωμένα αποσπάσματα, αλλά λ.χ. οι σημειώσεις του Ένγκελς για την ενότητα του χώρου και του χρόνου σαν ουσία της κίνησης, για τη σχετικότητα της κίνησης και της ισορροπίας καθώς και άλλες βασικές φιλοσοφικές διατυπώσεις του Ένγκελς, που επιβεβαιώθηκαν με τον πιο λαμπρό τρόπο από την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών του 20ού αιώνα.

Το 1925 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το χειρόγραφο του Ένγκελς στον δεύτερο τόμο του «Αρχείου Μαρξ - Ένγκελς» στη Μόσχα με τη μορφή, που το είχε αφήσει ο Ένγκελς στους τέσσερες φακέλους. Η δημοσίευσή του αποτέλεσε σημαντικό γεγονός όχι μόνο στην ιστορία του μαρξισμού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά επίσης στην ιστορία των φυσικών επιστημών, όπως και στην ιστορία της επιστήμης γενικά.

Τον ίδιο καιρό δημοσιεύθηκαν επίσης σημαντικές φιλοσοφικές εργασίες του Λένιν –ο οποίος δεν ήξερε ότι υπήρχε η «Διαλεκτική της Φύσης» του Ένγκελς– όπως η δεύτερη έκδοση του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», το απόσπασμα, «Σχετικά με τη διαλεκτική» και άλλες. Οι δημοσιεύσεις αυτές πρόσφεραν παραπέρα βάσιμες αποδείξεις σχετικά με την ομοφωνία και τη συνέχεια που υπήρχε ανάμεσα στον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν. Είχαν και έχουν ταυτόχρονα μεγάλη σημασία για την πάλη ενάντια στην παραποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, ενάντια στην οπορτουνιστική άρνηση ή υποτίμηση της κοσμοθεωρητικής λειτουργίας της υλιστικής διαλεκτικής.

Έχει βαθιά συμβολική σημασία το γεγονός, ότι η δημοσίευση για πρώτη φορά της «Διαλεκτικής της Φύσης» έγινε στην πρώτη χώρα του νικηφόρου σοσιαλισμού, στη χώρα όπου η εργατική της τάξη κατάργησε κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος του Λένιν το καπιταλιστικό καθεστώς. Έτσι, δεν κατεύθυνε μόνο την κοινωνική ανάπτυξη στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, που της υποδείχθηκε από την ιστορία και από την μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, αλλά απελευθέρωσε επίσης τις φυσικές επιστήμες, καθώς και την επιστήμη γενικά, από τα δεσμά της καπιταλιστικής μανίας για κέρδος και της αστικής κοσμοθεωρίας. Έθεσε την επιστήμη στην υπηρεσία του λαού και με τη συνειδητή διαπότισή της με τη διαλεκτική-υλιστική κοσμοθεωρία της, ανύψωσε σε πρωτοφανή βαθμό τις δυνατότητες της γνώσης του κόσμου.

 

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η απασχόληση του Ένγκελς με τις φυσικές επιστήμες είχε θέσει για καθήκον της την αιτιολόγηση και την επεξεργασία στις λεπτομέρειές της της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν να αποδειχθεί, ότι δεν υπάγεται μόνο η ιστορία της κοινωνίας σε διαλεκτικές νομοτέλειες που μπορούν να γνωσθούν, να εξηγηθούν και να χρησιμοποιηθούν στην επαναστατική δράση μόνο πάνω στη βάση μιας συνεπούς υλιστικής εξέτασης. Ήταν ταυτόχρονα απαραίτητο να αποδειχθεί, ότι και στη φύση δρουν οι διαλεκτικοί νόμοι και να αποκαλυφθεί η διαλεκτική στις φυσικές επιστήμες. Ο Ένγκελς ήταν πεπεισμένος, ότι η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών γίνεται τόσο πιο αποτελεσματική, όσο περισσότερο συνειδητοποιούνται από αυτές η διαλεκτική ουσία της φύσης, επομένως και η δική τους ουσία.

Ο Ένγκελς καταπιάστηκε και από ιστορική και από λογική άποψη με τη λύση του καθήκοντος που έθεσε στον εαυτό του με τη «Διαλεκτική της Φύσης». Εξέτασε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών σαν ένα βαθύτατο διαλεκτικό προτσές. Επιπλέον δείχνει πώς η διαλεκτική σκέψη επιβάλλεται δυναμικά στην ιστορική ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και ότι αυτή η ίδια η ανάπτυξη συντελείται διαλεκτικά με τη μορφή ενός γεμάτου από αντιφάσεις προτσές της άρνησης της άρνησης.

Η αντίληψη της αρχαίας φιλοσοφίας και επιστήμης για τη φύση ήταν ένας αρχέγονος υλισμός. Η διαλεκτική σκέψη εμφανίζεται εδώ ακόμα με πρωτόγονη απλότητα. Γενικά, η φύση εξετάζεται ακόμα σαν σύνολο και «δεν αποδείχνεται χωριστά... η συνολική συνάρτηση των φυσικών φαινομένων...».5

Από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αρχίζει το πέρασμα στη συλλέγουσα και συστηματοποιούσα επιστήμη. Με λόγια ύψιστου θαυμασμού εκφράζεται ο Ένγκελς για τους «γίγαντες της ευρυμάθειας, του πνεύματος και του χαρακτήρα», οι οποίοι βάλαν τη σφραγίδα τους στην επιστήμη της αναγέννησης, για την επαναστατική τους συνέπεια, με την οποία κατακτούσαν το δικαίωμα ύπαρξης. Ως τα τέλη του 18ου αιώνα, όμως, οι φυσικές επιστήμες ήταν βαθιά συνυφασμένες με τη θεολογία. Χρειάζονταν ακόμα την ώθηση απ’ έξω. Στο κέντρο της σκέψης τους βρισκόταν η άποψη της απόλυτης μη μεταβλητότητας της φύσης.

Το πρώτο ρήγμα σ’ αυτήν τη μεταφυσική αντίληψη για τη φύση, το άνοιξε όπως διαπιστώνει ο Ένγκελς, ένας φιλόσοφος, ο Καντ, που το έργο του «Γενική ιστορία της φύσης και θεωρία του Ουρανού» δημοσιεύθηκε το 1755. Η γνώση του γεγονός, ότι η φύση δεν είναι αμετάβλητη, αλλά ότι έχει την ιστορία της, ότι γίνεται και παρέρχεται, αποτέλεσε «την αφετηρία της παραπέρα προόδου» και, όπως σημειώνει ο Ένγκελς στη «Διαλεκτική της Φύσης», οδήγησε πάλι τις φυσικές επιστήμες πίσω «στον τρόπο αντίληψης των μεγάλων ιδρυτών της ελληνικής φιλοσοφίας, ότι όλη η φύση, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, από τους κόκκους της άμμου ως τους ήλιους, από τα πρώτιστα ως τον άνθρωπο, υπάρχει σε αιώνιο γίγνεσθαι και παρέρχεσθαι, σε ακατάπαυστη ροή, σε αέναη κίνηση και αλλαγή. Με την ουσιαστική διαφορά μόνο, ότι αυτό που στους έλληνες ήταν μεγαλοφυής έμπνευση (Intuition) σε μας, είναι το αποτέλεσμα αυστηρής επιστημονικής και εμπειρικής έρευνας και γι’ αυτό παρουσιάζεται με πιο συγκεκριμένη και καθαρή μορφή». 6

Η περίοδος της ανάπτυξης των φυσικών επιστημών, που ζούσε ο Ένγκελς, χαρακτηρίζεται στην ουσία της με την αποκάλυψη της αντικειμενικής διαλεκτικής τής φύσης. Η ανάπτυξη αυτή, που άρχισε ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, κορυφώνεται με τις τρεις μεγάλες φυσικοεπιστημονικές ανακαλύψεις από την δεκαετία 1830 ως το τέλος της δεκαετίας 1850 που στην εξέταση της φύσης έκαναν απαραίτητο το πέρασμα από τη μεταφυσική στη διαλεκτική, εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα περίοδο στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών: Πρόκειται για την ανακάλυψη του κυττάρου, για τη μετατροπή της ενέργειας και για τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου.

Παρ’ όλο που οι μεγάλες επιτεύξεις των φυσικών επιστημών του 19ου αιώνα σύμφωνα με το αντικειμενικό τους περιεχόμενο, αποκάλυπταν τη διαλεκτική στη φύση και αφάνιζαν την παλιά μεταφυσική, ωστόσο οι φυσιοδίφες στην πλειοψηφία τους υποκειμενικά έμεναν στο έδαφος της μεταφυσικής, μηχανιστικής αντίληψης για τη φύση, και συνέχιζαν να σκέπτονται με απόλυτες, άκαμπτες, ακίνητες κατηγορίες. Μολονότι έκαναν ανακαλύψεις που φανέρωναν την αντικειμενικά υπάρχουσα διαλεκτική, προσπαθούσαν να τη στριμώξουν στον ζουρλομανδύα του μεταφυσικού τρόπου σκέψης και να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα: τη διαλεκτική με τη μεταφυσική, με τη μηχανιστική αντίληψη. Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα βαθιά αντίφαση στις φυσικές επιστήμες: Το αντικειμενικό περιεχόμενο των ανακαλύψεών τους αποδείχτηκε στη βάση ασυμβίβαστο με την υποκειμενική εκτίμηση αυτών των ανακαλύψεων από τους φυσιοδίφες, με την απαρχαιωμένη μεταφυσική κοσμοθεωρία και μέθοδο σκέψης τους. Αυτήν την αντίφαση την αποκάλυψε ο Ένγκελς στο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης» και την επισήμανε στους πιο διαφορετικούς φυσιοδίφες της εποχής του, στον χημικό Χόφμαν, στον φυσικό Χέλμχολτς, στους βιολόγους, που δεν καταλάβαιναν τη διαλεκτική της διδασκαλίας του Δαρβίνου, και σε άλλους φυσιοδίφες, που δε γνώριζαν τη διαλεκτική και γίνονταν θύματα ιδεαλιστικών και μεταφυσικών συστημάτων και που καταντούσαν να πέφτουν στις παγίδες πνευματιστών και οραματιστών φαντασμάτων.

Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνητών της φύσης ωστόσο, δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για τη φιλοσοφία. Ο νεοκαντιανός Άλοϊς Ρηλ έκανε τη διαπίστωση, ότι «Κατά την γενικά επικρατούσα πεποίθηση της επιστήμης της εποχής εκείνης η φιλοσοφία είχε ξεπεραστεί...

Η απασχόληση με τα γενικά ζητήματα της γνώσης και της κοσμοθεωρίας δεν θεωρούνταν πια σαν επιστημονικά γνήσια, και κάθε ειδικός σε ένα κλάδο ή υποκλάδο της έρευνας των θετικών επιστημών, της φιλολογίας και της ιστορίας νόμιζε, ότι είχε το δικαίωμα να κοιτάζει με περιφρόνηση την επιστήμη του Πλάτωνα και του Καντ».7

Δίπλα στον απλό εμπειρισμό και θετικισμό (Positivismus) διαδιδόταν ο χυδαίος υλισμός των Μπύχνερ, Φογκτ και Μολεσό, που δεν ήταν, παρά μια κακή απομίμηση του μεταφυσικού υλισμού του 18ου αιώνα. Ήταν απαραίτητο να γίνει ένα ριζικό ξεκαθάρισμα αυτών των ρευμάτων, για να μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος για τη διαλεκτική - υλιστική σκέψη και στις φυσικές επιστήμες.

Όλες οι μελέτες που έκανε ο Ένγκελς, τον παρακίνησαν να φθάσει στο συμπέρασμα, ότι οι φυσικές επιστήμες γενικά, είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο ανάπτυξης, που απαιτούσαν το συνειδητό πέρασμα από την απλή εμπειρική έρευνα της φύσης στη θεωρητική επιστήμη της φύσης. Φυσικά, υπήρχε η δυνατότητα, όπως τόνισε ο Ένγκελς, το προτσές αυτό να επιβληθεί «φυσιολογικά από μόνο του», όμως για την πρόοδο των φυσικών επιστημών σήμαινε λιγότερη απώλεια χρόνου, αν το πέρασμα αυτό γινόταν συνειδητά.

Αυτό προϋποθέτει σαν βασική αρχή, η διερεύνηση της φύσης και της κοινωνίας να γίνεται με συνεπή υλιστικό τρόπο. Ο Ένγκελς διασαφήνισε ότι η υλιστική εξέταση της φύσης δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από την απλή αντίληψη της φύσης, έτσι, όπως είναι στην πραγματικότητα. Και αυτή η συνεπής υλιστική εξέταση των πραγμάτων και των φαινομένων σημαίνει ταυτόχρονα διαλεκτική εξέταση, σημαίνει να αναγνωρίσεις, ότι σ’ όλο τον κόσμο που μας περιβάλλει, όλα γίνονται αντικειμενικά διαλεκτικά και γι’ αυτό η υποκειμενική διαλεκτική πρέπει να χρησιμοποιείται συνειδητά σαν όργανο και μέθοδος της έρευνας.

Στην προμαρξιστική φιλοσοφία τη διαλεκτική δεν την αντιλαμβάνονταν σαν θεωρία για γενικές νομοτέλειες της ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας, της φύσης και της κοινωνίας. Στον Χέγκελ, στο κορύφωμα της ανάπτυξης της διαλεκτικής σκέψης πριν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η διαλεκτική εμφανίζεται απλώς και μόνον σαν ένα πνευματικό προτσές, σαν διδασκαλία της εξέλιξης του απόλυτου πνεύματος.

Η καθολικότητα του διαλεκτικού προτσές, η διαλεκτική ενότητα και ταυτόχρονα η διαφορά της ύλης και της συνείδησης, της φύσης και της κοινωνίας διαπιστώθηκε για πρώτη φορά από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και αιτιολογήθηκε θεωρητικά πάνω στη βάση συγκεκριμένου υλικού, από την κοινωνία και τις φυσικές επιστήμες. Στη «Διαλεκτική της Φύσης» ο Ένγκελς απόδειξε, ότι η διαλεκτική δεν είναι απλώς μια θεωρία, αλλά το εσωτερικό προτσές της ίδιας της ύλης, της αυτοκίνησης, της αυτοανάπτυξης, της ενότητας και της πάλης των αντιθέσεων, το προτσές που αποτελεί ιδιότητα της ύλης. Η συνείδηση είναι αποτέλεσμα, προϊόν ανάπτυξης της ύλης και αντανακλά τον υλικό κόσμο. Η διαλεκτική στο προτσές της γνώσης, τα διαλεκτικά προτσές που συντελούνται στη συνείδηση, αποτελούν αντανάκλαση της αντικειμενικής διαλεκτικής της εξωτερικής υλικής πραγματικότητας.

Γι’ αυτό ο Ένγκελς, ξεκινώντας από αυτή τη σχέση της αντικειμενικής και υποκειμενικής διαλεκτικής, τόνισε: «Ακριβώς για τις σημερινές φυσικές επιστήμες, η διαλεκτική είναι η σπουδαιότερη μορφή σκέψης, γιατί μόνον αυτή προσφέρει το ανάλογο, επομένως και τη μέθοδο εξήγησης για τα προτσές ανάπτυξης που συντελούνται στη φύση, για τις συναρτήσεις γενικά, για τα περάσματα από ένα πεδίο έρευνας σε άλλο».8

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

 * Διάλεξη του Κουρτ Χάγκερ, που έγινε στις 3.12.1975 στην επιστημονική σύσκεψη του Τμήματος Μαρξιστικής-Λενινιστικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου, απ’ αφορμή τα 50χρονα της έκδοσης «Διαλεκτική της Φύσης» του Φρίντριχ Ένγκελς. Εκδόθηκε στα γερμανικά με τον τίτλο Engels’ “Dialektik der Natur” und die Gegenwant, Dietz Verlag, Berlin 1975. Αναδημοσιεύεται από την ελληνική έκδοσή του, το 1977, από το εκδοτικό Νέα Βιβλία.

1. Marx - Engels Werke, τόμ. 20, σελ. 8.

2. Ό.π., σελ. 41.

3. Marx - Engels Werke, τόμ. 33, σελ. 80-81.

4. Βλ. το «Αρχείο Μαρξ - Ένγκελς», Μόσχα 1925, τόμ. ΙΙ.

5. Βλ. Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 333 του 2ου τόμου των «Έργων Μαρξ - Ένγκελς» της γερμανικής έκδοσης.

6. Βλ. Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 320 του 2ού τόμου των «Έργων Μαρξ - Ένγκελς» της γερμανικής έκδοσης.

7. A. Riehl, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της εποχής μας, Λειψία, 1908, σελ. 1-2.

8. A. Riehl, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της εποχής μας, Λειψία, 1908, σελ. 330-331.