Ένα κεντρικό σημείο της «Διαλεκτικής της Φύσης» είναι η έξαρση της διαλεκτικής ενότητας της φύσης και της κοινωνίας. Ο Ένγκελς αιτιολογεί αυτή την ενότητα με την καταγωγή του ανθρώπου από τη φύση. Η ύλη αναπτύσσει «από τον εαυτό της το σκεπτόμενο μυαλό του ανθρώπου», από «τη φύση της η ύλη προχώρησε στην ανάπτυξη σκεπτόμενων όντων».9
Αλλά και μετά τη διαμόρφωση του ανθρώπου και τη γένεση της ανθρώπινης κοινωνίας –όπως γράφει ο Ένγκελς– βρισκόμαστε όχι «έξω από τη φύση», αλλά ανήκουμε σ’ αυτήν «με σάρκα, με αίμα και με μυαλό». Στεκόμαστε στο κέντρο της. «Όλη η κυριαρχία μας πάνω της» συνίσταται στο ότι «από όλα τα άλλα πλάσματα έχουμε το προτέρημα να μπορούμε να γνωρίζουμε τους νόμους της και να τους χρησιμοποιούμε σωστά».10 Και το ένα και το άλλο, η διαμόρφωση του ανθρώπου από τη φύση καθώς και η μετασχηματιστική επενέργεια του ανθρώπου πάνω στη φύση γίνονται με την εργασία.
Ύστερα από τη δημοσίευση από το Δαρβίνο το 1871 του έργου του «Η καταγωγή του ανθρώπου και η γενετήσια επιλογή» και αφού άλλοι ερευνητές της φύσης, στηριζόμενοι στη θεωρία της εξέλιξης διερεύνησαν την προέλευση του ανθρώπου από το βασίλειο των ζώων, μπόρεσε να θεωρείται βέβαιο το γεγονός της γένεσης του ανθρώπου. Έμενε όμως το μεγάλο ερώτημα: Ποια ήταν η καθοριστική κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης, που οδήγησε πέρα από τη βιολογική μορφή κίνησης και στη γένεση της κοινωνίας; Ο Δαρβίνος και άλλοι βιολόγοι αναζητούσαν την κινητήρια αυτή δύναμη σε βιολογικές νομοτέλειες, και πριν απ’ όλα στη φυσική επιλογή. Η βιολογική όμως εξήγηση δεν μπορούσε να ικανοποιεί. Δεν ήταν καν σε θέση να κάνει καταληπτό, γιατί διαμορφώθηκαν οι χαρακτηριστικές για τον άνθρωπο ανατομικές-μορφολογικές ιδιότητες. Το ανθρώπινο χέρι και το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούν να εξηγηθούν απ’ αυτόν τον καθαρά βιολογικό δρόμο.
Σήμερα μια πλατιά διαδεδομένη αντίληψη είναι του Teilhard de Chadrin. Ξεκινάει από το ότι η βιολογική ανάπτυξη οδήγησε στη γένεση της σκέψης που έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να παράγει εργαλεία και να δημιουργήσει με τη βοήθειά τους τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο ιδεαλιστικός και θεολογικός χαρακτήρας αυτής της αντίληψης φαίνεται στο γεγονός, ότι για τον Teilhard de Chadrin η εμφάνιση της σκέψης είναι έκφραση της πνευματικής φύσης του Σύμπαντος και συντελείται με μιας, όπως ένα θαύμα.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς μελέτησε βαθιά τη θεωρία του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπου. Στη διάθεσή του είχε μόνο το ίδιο υλικό που είχαν ο Δαρβίνος, ο Χάξλεϋ και άλλοι, δηλαδή αποκλειστικά υλικό της συγκριτικής ανατομίας. Το επεξεργάστηκε όμως με τη βοήθεια της υλιστικής διαλεκτικής. Το γεγονός αυτό του επέτρεψε να φθάσει σε συμπεράσματα που οδηγούσαν πολύ πιο μακριά από την τότε στάθμη. Στη «Διαλεκτική της Φύσης», ο Ένγκελς έδειξε πως ούτε η φυσική επιλογή, ούτε η γενετήσια επιλογή μπορούν να εξηγήσουν την καταγωγή του ανθρώπου, ότι το πέρασμα από το βασίλειο των ζώων στην κοινωνική ζωή δεν προξενήθηκε από μια βιολογική κινητήρια δύναμη, αλλά από μια κινητήρια δύναμη που όσο αναπτυσσόταν αποκτούσε η ίδια κοινωνικό χαρακτήρα: και η δύναμη αυτή είναι η εργασία. Η επεξεργασία της υλιστικής θεωρίας για το ρόλο της εργασίας σαν αποφασιστικής κινητήριας δύναμης της ανάπτυξης του ανθρώπου και της κοινωνίας, αποτελεί σημαντική φιλοσοφική και επιστημονική επίτευξη του Φρίντριχ Ένγκελς, που έθεσε την ανθρωπολογία πάνω σε μια καινούργια βάση.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς εξετάζει την ίδια τη συλλογική εργασία στην εξέλιξή της, στην πορεία της οποίας έχανε σιγά-σιγά το ζωώδη ενστικτώδικο χαρακτήρα και αποχτούσε όλο και περισσότερο γνωρίσματα της συνειδητής σκόπιμης ανθρώπινης εργασίας. Η εργασία κατεύθυνε την επίδραση του βιολογικού νόμου της φυσικής επιλογής σε μια καθορισμένη κατεύθυνση. Η βιολογική φύση του ανθρώπου αλλάζει κάτω από την επίδραση της εργασίας. Και επειδή στην πάλη για την ύπαρξή τους προτιμούνταν τα άτομα τα ικανά για διαφοροποιημένες πράξεις εργασίας, δημιουργήθηκε στη φυσική επιλογή μια τάση για την τελειοποίηση των οργάνων της εργασίας, του χεριού και του μυαλού. Αν πάρουμε υπόψη, ότι δεν είναι δυνατή μια άμεση κληροδότηση αποχτημένων ιδιοτήτων –τον μηχανισμό της κληρονόμησης στο προτσές της εξέλιξης τον έχει αποσαφηνίσει μόνο η σύγχρονη μοριακή βιολογία– η σκέψη που ανάπτυξε ο Ένγκελς, ότι το ανθρώπινο χέρι δεν είναι μόνο το όργανο της εργασίας, αλλά και το προϊόν της, παραμένει απολύτως σωστή, κάτι παραπάνω, μόνο πάνω στη βάση των σημερινών γνώσεων αποχτάει όλη της τη σημασία.
Το ίδιο ισχύει για τη θέση, ότι η εργασία και η εξέλιξη του χεριού από την πλευρά τους βρίσκονται σε στενή συνάφεια με την παραπέρα διάπλαση του μυαλού, με τη διαφοροποίηση της δομής του και με τη δημιουργία νέων τομέων του φλοιού του εγκεφάλου, στους οποίους βρίσκονται τα κέντρα ρύθμισης των κινήσεων των χεριών και του οργάνου της ομιλίας που γίνονται όλο και πιο περίπλοκες.
Η βαθμηδόν αναπτυσσόμενη συλλογική εργασία, δημιούργησε ταυτόχρονα και τις κοινωνικές σχέσεις, στις οποίες η επικοινωνία έγινε κάτι το απαραίτητο. Έτσι, μαζί με την κοινωνία γεννήθηκε και η ανθρώπινη γλώσσα. Η θεωρία του Ένγκελς που τη θεμελίωσε στη «Διαλεκτική της Φύσης», και η οποία βλέπει στη συλλογική εργασία τον καθοριστικό παράγοντα του εξανθρωπισμού, επιβεβαιώθηκε σ’ όλη την έκταση από τα ευρήματα και της ανακαλύψεις απολιθωμένων υπολειμμάτων των προγόνων του ανθρώπου και εργαλείων. Η θεωρία αυτή έγινε η βάση της ανάπτυξης της σοβιετικής ανθρωπολογικής έρευνας, που ταυτόχρονα συγκεκριμενοποιήθηκε παραπέρα. Μ’ όλο που οι νέες ανακαλύψεις και τα ευρήματα χρησιμοποιούνται από μερικούς αστούς επιστήμονες για να στηρίξουν ιδεαλιστικές αντιλήψεις, η δημιουργημένη από τον Ένγκελς θεωρία για το ρόλο της εργασίας στη γένεση του ανθρώπου και της κοινωνίας καταχτά όλο και περισσότερους οπαδούς ανάμεσα στους επιφανείς μη μαρξιστές επιστήμονες.
Είναι απολύτως βέβαιο, ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Ένγκελς ίσα-ίσα στο σύγγραμμα, που προέκυψε από τη δημιουργική προσπάθεια να κάνει πέρα για πέρα και ολόπλευρα προσιτή την ιστορικά νέας ποιότητας διαλεκτική σκέψη, έφθασε στον πολυσήμαντο εκείνο χαρακτηρισμό της ειδικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, που αποδείχτηκε πρωταρχικής σημασίας για την ουσία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Η σχέση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος προήλθε από τη φύση. Την ουσιαστική διαφορά «του ανθρώπου από τα άλλα ζώα»11 τη σημειώνει η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση που συντελέστηκε με την εργασία και την παραγωγή σαν ουσιαστικό γνώρισμα της ανταλλαγής της ύλης του ανθρώπου με τη φύση, η δύναμη να βάζει σ’ αυτήν τη σφραγίδα του και με τις αλλαγές που επιφέρει σ’ αυτήν να την υποτάσσει στην εξυπηρέτηση των σκοπών του. Με μεγάλη οξύνοια χαρακτηρίζει ο Ένγκελς τη διαφορά αυτή όταν γράφει, ότι «η ιστορία διαφέρει από την ιστορία της φύσης μόνο σαν προτσές ανάπτυξης αυτοσυνείδητων οργανισμών».12 Τεράστια επικαιρότητα στην πάλη ενάντια σε βιολογικές και ανθρωπολογικές στρεβλώσεις και απολυτοποιήσεις έχει και η παρατήρηση, ότι η διαφορά ανάμεσα στη δραστηριότητα των ζώων και των ανθρώπων, έχει «κάνει αδύνατη κάθε χωρίς περιστροφές μεταβίβαση βιοτικών νόμων των κοινωνιών των ζώων στις κοινωνίας των ανθρώπων».13
Στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν πρόκειται λοιπόν για μια άρνηση της ποιοτικής διαφοράς ανάμεσα στην κοινωνία και στη φύση ή για την υποστήριξη έναντι αυτής της διαφοράς μιας μη διαφοροποιημένης, μη διαλεκτικής ενότητας, μιας ενότητας χωρίς αντίθεση. Αντίθετα πρόκειται για την κατανόηση της εργασίας, της κοινωνικής παραγωγής σαν εκείνης της «ουσιαστικής κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου» στην οποία επιβάλλονται η ενότητα και η διαφορά, βρίσκει την έκφρασή της η εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση και η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση.
Κάτι ακόμα. Ο Ένγκελς δεν περιορίζεται στην απόδειξη της διαλεκτικής στη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση. Όσο αναπόφευκτο κι αν είναι αυτό ακριβώς το σημείο αφετηρίας, για να διασαφηνιστεί η βασική υλική βιοτική δραστηριότητα των ανθρώπων, άλλο τόσο παραπέμπει ο Ένγκελς στην ανάγκη, να αποκαλύπτεται η διαλεκτική αυτής της ίδιας της δραστηριότητας. Ακριβώς με τον τονισμό της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην ιστορία των ζώων και στην ιστορία των ανθρώπων –ενώ για τα ζώα, ισχύει το γεγονός, ότι άλλοι «κάνουν την ιστορία γι’ αυτά», οι άνθρωποι κάνουν «οι ίδιοι την ιστορία τους»– ο Ένγκελς στρέφει το βλέμμα στην εσωτερική διαλεκτική της ιστορίας της κοινωνίας: «Αν χρησιμοποιήσουμε όμως από τον γνώμονα στην ανθρώπινη κοινωνία... τότε θα δούμε ότι εδώ εξακολουθεί να υπάρχει μια κολοσσιαία δυσαναλογία ανάμεσα στους επιδιωκόμενους σκοπούς και στα επιτευγμένα αποτελέσματα, ότι επικρατούν οι απρόβλεπτες επενέργειες, ότι οι μη ελεγχόμενες δυνάμεις είναι πολύ πιο ισχυρές από τις δυνάμεις που μπαίνουν σχεδιασμένα σε κίνηση». Η αιτία γι’ αυτό, είναι εκείνοι οι ιστορικοί όροι και σχέσεις κάτω από τους οποίους η ίδια η υλική κοινωνική παραγωγή «είναι υποταγμένη στο αμοιβαίο παιχνίδι μη προτιθέμενων επενεργειών, ανεξέλεγκτων δυνάμεων, τον δε επιδιωκόμενο σκοπό τον πραγματοποιεί μόνο σαν εξαίρεση, πολύ πιο συχνά όμως πραγματοποιεί το απευθείας αντίθετό του».14 Η αιτία γι’ αυτό είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η εκμετάλλευση, η ανταγωνιστική ταξική κοινωνία.
Στην περίοδο της αποικιοκρατίας μειώθηκαν λ.χ. οι πλούσιες σε βροχές δασωμένες εκτάσεις της Αφρικής του Ισημερινού στο ένα τρίτο. Εκτός από αυτό, η υλοτόμηση των δασών δεν γινόταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δασολογίας, αλλά χωρίς να παίρνεται αυτή υπόψη. Και η αγροτική υποδομή δε διαμορφώθηκε σύμφωνα με τους φυσικούς όρους και με τις ανάγκες του αυτόχθονος πληθυσμού, αλλά σύμφωνα με τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των αποικιοκρατών. Σ’ αυτά οφείλεται η μονοκαλλιέργεια που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εμπόδιζε την ανάπτυξη των χωρών της Αφρικής.
Στις συνέπειες αυτής της προσανατολισμένης στο κέρδος συμπεριφοράς δεν οφείλεται μόνο η διάβρωση του εδάφους, αλλά και η μειωμένη ποιότητα του εδάφους, οι υδροστατικές διαταράξεις, το ρήχωμα και το λάσπωμα των ποταμών, οι ακραίες διακυμάνσεις της στάθμης των νερών με συχνές πλημμύρες και κλιματολογικές αλλαγές.
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η αλληλοεπίδραση της φύσης και της κοινωνίας, πήρε ασύγκριτα μεγαλύτερες διαστάσεις από ό,τι στους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς. Οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας κάνουν δυνατή την κυριαρχία των ανθρώπων πάνω σε πολλές φυσικές δυνάμεις και φυσικά προτσές. Αυτή όμως η προοδεύουσα ανάπτυξη συντελείται, όπως έδειξε ο Ένγκελς στη «Διαλεκτική της Φύσης», με ανταγωνιστική μορφή, γιατί στον καπιταλισμό η αυξανόμενη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, δεν είναι το αποτέλεσμα της σχεδιασμένης επενέργειας της κοινωνίας πάνω στη βάση ενός συνετού συνολικού σχεδίου, αλλά της αυθόρμητης και απομονωμένης επενέργειας ξεχωριστών καπιταλιστών, κοντσέρν, μονοπωλίων κλπ., για να πετύχουν ανώτατα κέρδη. Και μια που το κέρδος είναι η κινητήρια δύναμη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η τελευταία παίρνει αναπόφευχτα το χαρακτήρα μιας ανεμπόδιστης ληστρικής χρησιμοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων και μιας ανελέητης λεηλασίας της φύσης. Η ανάπτυξη της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης πάνω σε καπιταλιστική βάση οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην κοινωνία και στη φύση.
Για το ζήτημα αυτό, η τωρινή κεφαλαιοκρατική κρίση προσφέρει ακαταμάχητα παραδείγματα. Η υποαπασχόληση του δυναμικού της παραγωγής εξελίχθηκε στις ιμπεριαλιστικές χώρες σε ένα χρόνιο φαινόμενο. Έτσι, το μη απασχολούμενο δυναμικό της παραγωγής αυξήθηκε στη Δυτική Γερμανία από 35,5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1954-1956 σε 151,2 δισεκατομμύρια μάρκα το 1973. Η απασχόληση του δυναμικού της παραγωγής στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής τον Οχτώβρη του 1975 ήταν μόνο 69%. Απ’ τις αρχές της δεκαετίας 1970 ως τώρα ανεβαίνει διαρκώς ο αριθμός των ανέργων. Το Σεπτέμβρη του 1975 στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Δυτική Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία, υπήρχαν 13 εκατομμύρια άνεργοι. Αυτό γίνεται στον καπιταλισμό με τη σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη, τον άνθρωπο.
Η τεράστια σπατάλη πρώτων υλών στις ιμπεριαλιστικές χώρες, γίνεται ολοφάνερη στον τομέα της ενέργειας. Χαρακτηριστική είναι η σπατάλη ενέργειας στις ΗΠΑ. Η κατά κεφαλή κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι διπλάσια απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη και κατά 96% μεγαλύτερη απ’ ό,τι στη Σουηδία. Το σύνολο όμως όλων των παραγόμενων εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ανά κάτοικο είναι μόνο 2% μεγαλύτερο απ’ ό,τι στη Σουηδία.15
Ποιες είναι οι συνέπειες της στρέβλωσης της οικονομικής διάρθρωσης, της καταλήστευσης του ορυκτού πλούτου και της παραμέλησης των πλουτοπαραγωγικών πόρων των υποανάπτυκτων χωρών από την ιμπεριαλιστική πολιτική, το δείχνουν τα παρακάτω στοιχεία16: Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ενέργειας γίνεται με πετρέλαιο. Το 73,2% όμως του πετρελαίου εξορύχτηκε το 1973 στις υποανάπτυκτες χώρες, όπου αποτελεί συνήθως τον μοναδικό πλούτο.
Ενώ είναι γνωστό ότι τα αποθέματα πετρελαίου είναι περιορισμένα, καθώς και το γεγονός ότι πρόκειται για το μοναδικό πλούτο, τα κοντσέρν του πετρελαίου εκμεταλλεύονταν εντατικά τις πηγές. Οι ετήσιες ποσοστιαίες αυξήσεις της εξόρυξης του πετρελαίου από το 1960 και δω, ήταν στις ΗΠΑ 2,8%, στις καπιταλιστικές βιομηχανικές χώρες συνολικά 3,8%, στις υποανάπτυκτες χώρες όμως, 10,8%, μεταξύ των οποίων:
– στην Εγγύς και Μέση Ανατολή 11,3%,
– στην Αφρική 29,1%,
– στη ΝΑ Ασία 11,4%.
Αστοί επιστήμονες βλέπουν τα συμπτώματα αυτής της εξέλιξης. Στα κεφάλια τους καθρεφτίζεται αυτή σαν οικολογική κρίση της ανθρωπότητας όπως τη λένε: «Οι δυνατότητες που διαθέτει ακόμα η ανθρωπότητα για να ξεφύγει από μια τεράστια καταστροφή γίνονται όλο και λιγότερες», γράφουν οι Μεζάροβιτς και Πέστελ στη δεύτερη έκθεση προς το «Club of Rome»17. Αυτό όμως που εξορκίζουν εδώ σαν οικολογική κρίση της ανθρωπότητας, είναι στην πραγματικότητα πριν απ’ όλα η ανικανότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας να άρει τον ανταγωνισμό προς τη φύση, που οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα φυσικά πλούτη καθώς και στο κυνήγι του κέρδους, και να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της κοινωνίας πάνω στη βάση μιας επιστημονικά σχεδιασμένης, ορθολογικής χρησιμοποίησης των φυσικών όρων. Ταυτόχρονα η εντατική προπαγάνδα μιας «οικολογικής κρίσης της ανθρωπότητας» έχει σαν ιδεολογικό στόχο να παρουσιάσει στη συνείδηση των μαζών τη γενική κρίση του καπιταλισμού σαν κρίση της ανθρωπότητας και να διακηρύξει ως περιττή την αναγκαία επαναστατική ανανέωση της κοινωνίας με το πέρασμά της στο σοσιαλισμό.
Το αντιδραστικό ιδεολογικό νόημα της θεωρίας για την οικολογική κρίση, συνίσταται στο να βάλει στη θέση της σοσιαλιστικής επανάστασης την προστασία του περιβάλλοντος.
Όπως έχει δείξει κιόλας ο Φρίντριχ Ένγκελς στη «Διαλεκτική της Φύσης», η δυσαναλογία ανάμεσα στην αυξανόμενη κυριαρχία στη φύση και στην αυθόρμητη, μη κυριαρχούμενη ανάπτυξη της κοινωνίας, καθώς και του ανταγωνισμού ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία, που συνδέεται μ’ αυτήν, μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Η κυριάρχηση των έμμεσων, μακρυνότερων κοινωνικών επενεργειών της παραγωγικής ανθρώπινης δραστηριότητας προϋποθέτει περισσότερα από μια απλή γνώση. «Για το σκοπό αυτό χρειάζεται πλήρης ανατροπή του ως τώρα τρόπου παραγωγής και μαζί του του τωρινού συνολικού κοινωνικού καθεστώτος μας»,18 γράφει ο Ένγκελς.
Αυτή η πλευρά της αιτιολόγησης της σοσιαλιστικής επανάστασης αποδείχνεται ότι έχει τέτοια καυτή επικαιρότητα, όπως και η πρόρρηση της ιστορικής υπεροχής του σοσιαλισμού, που ο Ένγκελς τη συνδέει μαζί της. «Μόνο μια συνειδητή οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής στην οποία τα προϊόντα παράγονται και διανέμονται σχεδιασμένα, μπορεί από κοινωνική άποψη να ανασύρει τους ανθρώπους απ’ τον υπόλοιπο ζωικό κόσμο, ακριβώς όπως το έκανε η παραγωγή γενικά από ειδική άποψη για τους ανθρώπους. Η ιστορική ανάπτυξη κάνει κάθε μέρα πιο αναπόφευχτη μια τέτοια οργάνωση, την κάνει όμως καθημερινά και πιο δυνατή. Από αυτήν χρονολογείται μια καινούργια ιστορική εποχή, στην οποία οι ίδιοι οι άνθρωποι, και μαζί τους όλοι οι κλάδοι της δραστηριότητάς τους, και ιδίως οι φυσικές επιστήμες, θα πραγματοποιήσουν μια άνοδο, που θα επισκιάσει κάθε προηγούμενη»19.
Αυτή η προφητεία του Ένγκελς έχει κιόλας επαληθευθεί στην πράξη απ’ την εμφάνιση και την ανάπτυξη του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στο παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα.
Το πέρασμα στο σοσιαλισμό ξανοίγει στην ανθρωπότητα τη δυνατότητα να καταπιαστεί στα σοβαρά με τα προβλήματα που δημιούργησε ο καπιταλισμός στη σχέση της φύσης και της κοινωνίας και τελικά να τα λύσει. Δεν αρνούμαστε καθόλου, ότι υπάρχουν σοβαρά οικολογικά προβλήματα. Με την τωρινή στάθμη ανάπτυξης της παραγωγής και με τις επενέργειές της στη βιοσφαίρα, με την αύξηση του πληθυσμού και τη δυσαναλογία ανάμεσα στο μέγεθος του πληθυσμού και την παραγωγή τροφίμων σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, με την εντατική χρησιμοποίηση του υδάτινου δυναμικού της γης και με τις αυξανόμενες ανάγκες σε ενέργεια και πρώτες ύλες, δημιουργήθηκαν σημαντικότατα προβλήματα που απαιτούν μακρόχρονη λύση από μέρους της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο σοσιαλισμός και αργότερα ο κομμουνισμός προσφέρουν γι’ αυτό την κοινωνική βάση, γιατί με την αυξανόμενη συνειδητή κυριαρχία πάνω στη συνολική κοινωνική ανάπτυξη, οι άνθρωποι αποκτούν και τα μέσα, για να κυριαρχούν όλο και πιο εκτεταμένα πάνω στους φυσικούς όρους της ύπαρξής τους και για να διαμορφώνουν συνειδητά και σχεδιασμένα την ανταλλαγή της ύλης με τη φύση πάνω στη βάση επιστημονικών γνώσεων έτσι, που να μην καταστρέφεται η φύση, αλλά να αναπαράγεται διαρκώς βελτιωμένη, για να κληροδοτούν στις μελλοντικές γενεές τις κατά το δυνατό πιο ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξή τους.
Μολονότι διαπιστώνουμε, ότι δεν πρέπει να υποτιμούνται τα οικολογικά προβλήματα, μπορούμε να ξεκινήσουμε από το ότι υπάρχουν πέρα για πέρα πραγματικές δυνατότητες για να τεθούν και να λυθούν τα πιο κάτω καθήκοντα για την υπερνίκηση των δυσκολιών:
1) χρησιμοποίηση διαρκώς νέων ειδών υλικών,
2) παραγωγικότερη και πιο φειδωλή χρησιμοποίηση των υπαρχόντων αποθεμάτων ενέργειας και πρώτων υλών,
3) αύξηση της παραγωγικότητας των αναγεννώμενων φυσικών αποθεμάτων.
Την εγγύηση ότι θα ξανοιχτούν νέες δυνατότητες, για να ικανοποιούνται όλο και καλύτερα οι ανάγκες των ανθρώπων, την προσφέρουν η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η σοσιαλιστική σχεδιασμένη οικονομία, η σοσιαλιστική οικονομική ολοκλήρωση και, όχι τελευταία η σχεδιασμένη έρευνα και η εφαρμογή των αποτελεσμάτων της στην παραγωγή.
Ο σκοπός μας είναι ο κομμουνισμός, η θεμελιακή αρχή του οποίου λέει: Ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Και στον κομμουνισμό όμως, οι ανάγκες θα εξαρτιώνται από τις πραγματικές κοινωνικές δυνατότητες. Κανένα άτομο δεν θα μπορεί να εγείρει απαιτήσεις, που για την πραγματοποίησή τους δεν θα υπάρχουν διόλου οι απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις.
Ο κομμουνισμός δεν θα είναι ούτε κοινωνία της σπατάλης, ούτε κοινωνία του ασκητισμού. Η ανάπτυξή του και, επομένως, η δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών θα εξαρτιέται από τη διαρκώς βελτιούμενη αποτελεσματικότητα όλων των αναπτυξιακών παραγόντων, όπως του δυναμικού της επιστημονικής έρευνας, του επιπέδου της μόρφωσης, της συμμετοχής όλων των μελών της κοινωνίας στη λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα να γίνεται ορθολογικά η χρησιμοποίηση όλων των πρώτων υλών και των πηγών ενέργειας και να εξευρεθούν νέοι άγνωστοι μέχρι τώρα πόροι.
Όταν οι εκθέσεις της «Club of Rome» και άλλες έρευνες αστών επιστημόνων μιλούν για την επικείμενη βαθιά κρίση της ανθρωπότητας και για τα όρια της ανάπτυξης, δεν παίρνουν υπόψη τους ότι ο κόσμος βρίσκεται στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία μπορούμε κιόλας να τραβήξουμε προς την κατεύθυνση της παραπέρα διαμόρφωσης της ανεπτυγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας και της δημιουργίας των προϋποθέσεων του βαθμιαίου περάσματος στον κομμουνισμό. Έτσι, και με τη στενή συνεργασία των σοσιαλιστικών κρατών γεννούνται διαρκώς ευνοϊκότερες συνθήκες, για να παίρνονται υπόψη με τη σοσιαλιστική διεύθυνση και το σχεδιασμό της κοινωνίας όχι μόνο τα άμεσα, αλλά και τα απώτερα αποτελέσματα της κοινωνικής δράσης.
Αυτός είναι ένας, και μάλιστα όχι από τους τελευταίους λόγους που και από την άποψη αυτή, το 8ο Συνέδριο και οι αποφάσεις της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας καθόρισαν την εντατικοποίηση του προτσές αναπαραγωγής σαν θεμελιακό, θα μπορούσαμε να πούμε στρατηγικό προσανατολισμό της οικονομικής μας πολιτικής, από τον οποίο εξαρτιέται η εφαρμογή των εκτεταμένων κοινωνικοπολιτικών μέτρων. Το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας τονίζει, ότι το ζήτημα είναι με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνικής να πετύχουμε τη φειδωλή χρησιμοποίηση της ενέργειας και των πρώτων υλών, μια συνεπή οικονομία υλικών, την αξιοποίηση δευτερευόντων πρώτων υλών. Αυτό υπογραμμίζεται και στο σχέδιο του προγράμματος του κόμματος και στις οδηγίες για το πεντάχρονο σχέδιο 1976-1980.
Κατά την προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του ΕΣΚΓ μπορούμε να κάνουμε τη διαπίστωση, ότι τα τελευταία χρόνια η βάση σε πρώτες ύλες και ενεργειακή βάση της οικονομίας της ΓΛΔ διευρύνθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ’ ό,τι είχε γίνει στο προηγούμενο πεντάχρονο σχέδιο. Η κάλυψή μας από δικές μας πρώτες και βοηθητικές ύλες αυξήθηκε και σταθεροποιήθηκε βαθμιαία ο εφοδιασμός μας σε ενέργεια. Και στην αγροτική οικονομία επιτεύχθηκε αξιοσημείωτη άνοδος.
Οι επιτυχίες αυτές συμβάλλουν στο ότι η λαϊκή οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται και στο μέλλον συνεχώς και δυναμικά. Και στο επόμενο πεντάχρονο σχέδιο 1976-1980 μπαίνουν μεγάλα καθήκοντα, η εκπλήρωσή τους οδηγεί στην παραπέρα εντατικοποίηση του προτσές αναπαραγωγής.