Η διάλυση της ΕΣΣΔ, η «εποχή των τεράτων» και οι σύγχρονοι «έμποροι των εθνών»


του Αποστόλη Χαρίση

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το κεντρικό και πιο δραστικό γεγονός της διεθνούς επικαιρότητας σήμερα είναι αναμφίβολα ο πόλεμος στην Ουκρανία, που, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει περάσει ήδη στο δεύτερο μήνα διεξαγωγής του. Συνιστά την κορύφωση, μέχρι στιγμής, της τεράστιας όξυνσης των διεθνών ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανακατατάξεων στον κόσμο. Έχουμε περάσει σε μια νέα μεγάλη αναμέτρηση «ξαναμοιράσματος» του κόσμου, δηλαδή των αγορών που αφορούν ροές ενέργειας και τεχνογνωσίας, εξαγωγές κεφαλαίων, έλεγχο πρώτων υλών, εδάφη, χώρες, λαούς και ανθρώπους. Σε αυτήν τη διαδικασία ολόπλευρου, άρα και πολεμικού, ανταγωνισμού μετέχουν αναγκαστικά όλες οι αστικές τάξεις και όλα τα καπιταλιστικά κράτη του κόσμου, και τα δεινά της γενικής σύγκρουσης, αντίστοιχα, απλώνονται σε όλες τις εργατικές τάξεις και τους λαούς. Όλες οι αστικές τάξεις και τα κράτη τους είναι ένοχα για ό,τι συμβαίνει, δεν υπάρχει κανένας αθώος εδώ, ούτε και υπήρξε ποτέ άλλωστε. Η ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη και η ανισότητα στην πολιτική ισχύ, μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, δεν αποτελεί δικαιολογία ή ελαφρυντικό. Για τις κυρίαρχες τάξεις, οι λαοί των χωρών τους είναι απλά ένα υλικό: Προς εκμετάλλευση, ως εργατικό δυναμικό· προς έλεγχο και χειραγώγηση, ως υποτιθέμενο «σώμα πολιτών» (δηλαδή υποστηρικτών-ακολουθητών της επιλεγμένης πολιτικής τους)· προς «ανάλωση»-εξόντωση, ως στρατιωτικό ή πολιτικό προσωπικό στους πολέμους τους.

Με ανάλογο τρόπο διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις και η μαζική ιδεολογία, επικοινωνία και κοινωνική συνείδηση παντού. Πλήθος από παραστάσεις, έννοιες και ιδέες, που τους δίνεται σκόπιμα ασαφής και αφηρημένος χαρακτήρας, όπως «δημοκρατία» και «αυταρχισμός», «ανθρώπινα δικαιώματα» και «εθνικός πατριωτισμός», «ηθικές αξίες», «ελευθερία», «αυτοκαθορισμός» και πολλές άλλες, διαρκώς συγκολλούνται, αποσυγκολλούνται και ανασυγκολλούνται αυθαίρετα, για να σχηματίσουν δίπολα με ευκαιριακό χαρακτήρα. Όλα αυτά, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, έχουν καθαρά εργαλειακό χαρακτήρα (είναι δηλαδή «αφηγήματα», λέξη που αντικατέστησε την παλιότερη «οράματα» στο δημόσιο λόγο και έτσι, τουλάχιστον, αντανακλά πιστότερα την αγοραία προσωρινή χρήση τους) και υλοποιούν λειτουργίες μαζικής χειραγώγησης κοινωνικών τάξεων και λαών στις ενδοκαπιταλιστικές αντιπαραθέσεις, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Σε αυτές τις δύσκολες για τους λαούς συνθήκες, ο ρόλος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και της επαναστατικής επιστημονικής θεωρίας αποκτά κρίσιμη και πραγματικά ιστορική σημασία. Σε ό,τι αφορά την εξήγηση της σημερινής διεθνούς κατάστασης, η μόνη ορθή βάση κατανόησης και καθοδήγησης για την πολιτική δράση είναι η λενινιστική θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού –όχι ως αφηρημένη αναφορά, αλλά ως συγκεκριμένη πραγματική εφαρμογή της στις σημερινές συνθήκες στον κόσμο. Αντίστοιχα, έχει ιδιαίτερη σημασία να φωτίζεται το ταξικό περιεχόμενο των εννοιών που βρίσκονται στο επίκεντρο της ιδεολογικής διαπάλης όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, τα κοινωνικά δικαιώματα.

Στη βάση των παραπάνω, ένα από τα κύρια θέματα που έρχονται στην επιφάνεια με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι και το ζήτημα των εθνών, των εθνικών σχέσεων και του εθνικού κράτους, σε συνθήκες καπιταλισμού και σοσιαλισμού αντίστοιχα. Μάλιστα, ένα από τα μεγάλα θύματα της τρέχουσας αντικομμουνιστικής εκστρατείας παραπληροφόρησης, τόσο από τη μεριά της καπιταλιστικής Ουκρανίας και της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας-πάτρωνά της, όσο και από τη μεριά της καπιταλιστικής Ρωσίας και των συμμάχων της, είναι η αντικειμενική αλήθεια για την Ιστορία και τη σημασία της διευθέτησης και λύσης του εθνικού ζητήματος στην ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μέσα από την κυρίαρχη προπαγάνδα και των δύο καπιταλιστικών αντιπάλων, η σημερινή πραγματικότητα του πολέμου παρουσιάζεται με ρηχό, ανιστόρητο και διαστρεβλωμένο τρόπο: Από τη μία (ουκρανικό κράτος και ΝΑΤΟ) έχουμε την αντίληψη περί ενός έθνους που υπερασπίζεται την ελευθερία και την ανεξαρτησία του εναντίον μιας αυταρχικής αυτοκρατορίας (όπου η σημερινή Ρωσία ταυτίζεται τεχνηέντως με την ΕΣΣΔ) που θέλει να το εξαφανίσει, να το ενσωματώσει και να το αφομοιώσει· από την άλλη (ρωσικό καπιταλιστικό κράτος) έχουμε την αντίληψη της υποβάθμισης και της αποδόμησης της αυθυπαρξίας του ουκρανικού έθνους και της προσπάθειας είτε συνολικής επανένταξής του μέσα σε ένα μεγάλο «ρωσικό κόσμο» είτε απόσπασης μέρους της ουκρανικής επικράτειας όπου ζει κομμάτι αυτού του ρωσικού κόσμου και καταπιέζεται από το ουκρανικό κράτος και κυρίαρχο έθνος. Και στις δύο εκδοχές, έχουμε κατηγορίες για «απόσχιση», αλλά και για παρεμπόδιση της εθνικής αυτοδιάθεσης, και στις δύο εκδοχές έχουμε απόδοση «αυτοκρατορικής αντίληψης» των πραγμάτων (στη Ρωσία ή στη «Δύση» αντίστοιχα) όσον αφορά τα έθνη, και στις δύο εκδοχές έχουμε ανιστόρητη ταύτιση της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ με τη σημερινή καπιταλιστική Ρωσία. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει, και είναι αμείλικτο: Γιατί, επί εβδομήντα χρόνια, ένα τεράστιο πλήθος εθνών, λαοτήτων, εθνοτικών ομάδων, μειονοτήτων συμβίωνε ειρηνικά στο έδαφος της ΕΣΣΔ; Και γιατί, αμέσως μετά από τη διάλυσή της και την ανατροπή του σοσιαλιστικού οικονομικού, πολιτικού, νομικού και πολιτιστικού-πνευματικού υποβάθρου της, ξεκίνησαν οι εκτεταμένες εθνικές εκκαθαρίσεις, συγκρούσεις και αλληλοσφαγές των λαών της;1

Στο παρόν κείμενο θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιαστούν κάποιες όψεις της κατάστασης σχετικά με τα έθνη και τις εθνικές σχέσεις σε συνθήκες καπιταλισμού και σοσιαλισμού, με αφορμή τα θέματα που φέρνει στην επιφάνεια ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Φυσικά ένα εισαγωγικό άρθρο σε αυτό το μεγάλο θέμα δεν μπορεί να καλύψει τις πολλές σύνθετες πλευρές του. Υπάρχει, για παράδειγμα, η ανάγκη διερεύνησης ζητημάτων που δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει η πρώτη προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα και τα οποία πρέπει να συνυπολογιστούν στην ισχυροποίηση του εθνικιστικού ρεύματος μετά τις ανατροπές. Υπάρχει επίσης η αξιοποίηση του εθνικισμού ως στοιχείο της στρατηγικής των αντεπαναστατικών δυνάμεων για τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Στο παρόν άρθρο θα σταθούμε σε ορισμένες βασικές επιστημονικές επισημάνσεις που φωτίζουν την υπεροχή του σοσιαλισμού.

Και πρώτα-πρώτα, μια κι έγινε λόγος για αυτοκρατορίες, πώς διαμορφώθηκε η σημερινή κατάσταση όσον αφορά τα έθνη στην Ανατολική Ευρώπη;

 

ΤΑ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ-ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Η λέξη αυτοκρατορία (από τη λατινική λέξη «imperium») κατάγεται από την Αρχαιότητα (βλ. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, νωρίτερα Περσική, Μακεδονική κ.ά.) και αφορά προκαπιταλιστικές μορφές κρατικής οργάνωσης, με δουλοκτητικό ή φεουδαρχικό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, κατά κύριο λόγο.2 Πρόκειται για κράτη τα οποία, υπό μια κεντρική άρχουσα τάξη γαιοκτημόνων και κρατικών αξιωματούχων βασιζόμενη στο γυμνό εξωοικονομικό καταναγκασμό και έχοντας στην ανώτατη ηγεσία, συνήθως, μια μοναρχική δυναστεία, κυριαρχούσαν πάνω σε πλήθος χωρών και λαών διαφορετικής εθνολογικής σύνθεσης, γλωσσών, πολιτισμών, αποσπώντας διά της κρατικής βίας μέρος του παραγόμενου προϊόντος των κοινοτήτων αυτών των υποτελών χωρών και λαών. Ως τέτοιες αυτοκρατορίες - πολυεθνικά κράτη ξεκίνησαν την ύπαρξή τους στην Ανατολική Ευρώπη και Εγγύς Ανατολή η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, η Ρωσική Αυτοκρατορία των Ρομάνοφ και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλες τους κράτη όπου μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων, οργανωμένη σε κράτος, εκμεταλλευόταν αγροτικούς κατά βάση πληθυσμούς. «Ο ιδιόμορφος αυτός τρόπος του σχηματισμού των κρατών μπορούσε να συντελεστεί μονάχα μέσα στις συνθήκες του φεουδαρχισμού που δεν είχε ακόμα εξαλειφθεί, μέσα στις συνθήκες του λίγο ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τότε που οι απωθημένες στο περιθώριο εθνότητες δεν είχαν προλάβει ακόμα να παγιωθούν οικονομικά σε ολοκληρωμένα έθνη.»3 Αντίθετα στη Δυτική Ευρώπη, η εμφάνιση, εδραίωση και ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε οδηγήσει πρωτύτερα ακριβώς στη διάλυση των προκαπιταλιστικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών εκεί και στην ανάδυση των σύγχρονων αστικών εθνών και εθνικών κοινωνιών, θεμελιωμένων στη διευρυμένη εμπορευματική παραγωγή, στον καπιταλισμό.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, σε αυτά τα τρία μεγάλα πολυεθνικά κράτη - «αυτοκρατορίες» συνυπήρχαν και συμβίωναν πλήθος έθνη και εθνοτικές ομάδες, αναμεμιγμένες μεταξύ τους και συχνά δίχως έναν αμιγή, ξεχωριστό για την καθεμιά αποκλειστικό ενιαίο χώρο και έδαφος όπως και, επίσης συχνά, δίχως μια πλήρως διαμορφωμένη σε όλη την έκταση της κάθε κοινότητας ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση. Ρώσοι (και άλλοι) ζούσαν παντού μέσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Γερμανοί ή γερμανόφωνοι (και άλλοι) το ίδιο στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων, της διεθνούς αγοράς και των εσωτερικών αγορών, η διαμόρφωση εγχώριων αστικών τάξεων και η συνακόλουθη αστική συνείδηση εκδηλώθηκε στην εμφάνιση και ανάπτυξη της μορφής κοινωνικής συμβίωσης που ονομάζεται σύγχρονο έθνος, μέσα στους λαούς - επιμέρους κοινωνίες, που συμβίωναν ταυτόχρονα και παράλληλα, στη βάση ορισμένων χαρακτηριστικών (κοινό έδαφος, σύγχρονη φιλολογική-γραπτή γλώσσα, οικονομικές σχέσεις και δεσμοί, κοινωνικοψυχική ενότητα εκφρασμένη σε ήθη, έθιμα, παραδόσεις, πολιτισμό). Μέσα στο προκαπιταλιστικό περιβάλλον των μεγάλων αγροτικών αυτοκρατοριών, άρχισαν να διαμορφώνονται αστικές σχέσεις και κοινωνίες, με νέες ανάγκες και δυναμική ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, το παλιό κοινωνικοοικονομικό θεμέλιο των «αυτοκρατοριών» υπονομευόταν συνεχώς και έφθινε. Ξεκίνησε η ιστορική διαδικασία αποσύνθεσης και ανατροπής αυτών των προκαπιταλιστικής προέλευσης μεγάλων υπερεθνικών κρατικών και πολιτικών μορφών στις οποίες δεν μπορούσαν πλέον να «χωρέσουν» οι νέες, καπιταλιστικές, σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής ζωής γενικά. Σήμαινε η ώρα της αστικής (άρα και της εθνικής) επανάστασης. Στην πραγματικότητα, και τα τρία αυτά κράτη, και όχι μόνο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνιστούσαν τους «μεγάλους ασθενείς» της Ευρώπης. Και οι «ασθενείς», μετά από μακρόχρονο ψυχορράγημα, απεβίωσαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ιστορία δεν κινείται ευθύγραμμα και ομαλά ή ομοιόμορφα, αλλά μέσω πλήθους διαφορών και αντιθέσεων. Έτσι κι εδώ: Η διάλυση αυτών των τριών μεγάλων κρατών δεν οδήγησε σε όμοια αποτελέσματα και συνθήκες. Η Αυστροουγγαρία, στο εσωτερικό της οποίας είχαν αναπτυχθεί συγκριτικά περισσότερο και πιο βαθιά οι νέες καπιταλιστικές σχέσεις και οι αντίστοιχες μορφές αστικών εθνικών κοινοτήτων, δηλαδή εθνών, σαν έτοιμη από καιρό, αποσυντέθηκε σχετικά ομαλά, κατά κανόνα σε μια σειρά εθνικά αστικά κράτη (Αυστρία, Ουγγαρία) ή και ενώσεις-ομοσπονδίες εθνικών κρατών (το κράτος των Τσέχων και των Σλοβάκων, η κατοπινή Τσεχοσλοβακία, και το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων που, με προσθήκες, έγινε η κατοπινή Γιουγκοσλαβία) που, παρότι δεν προέβησαν άμεσα σε εκτεταμένες εθνικές εκκαθαρίσεις, γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών, αποτέλεσαν το υπόβαθρο για συγκρούσεις κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα.4

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, λόγω της εξαιρετικά ανομοιόμορφης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων ανάμεσα στις ξεχωριστές της εθνότητες-λαότητες και της βαθιάς καθυστέρησης εμφάνισής τους σε μεγάλα τμήματά της, υπήρξε το θέατρο της πιο ακραίας, βίαιης και βάρβαρης επίλυσης του εθνικού ζητήματος: πολλοί πόλεμοι, τουλάχιστον δύο προσπάθειες γενοκτονίας ολόκληρων εθνικών πληθυσμών, έντονη εθνική καταπίεση και πολιτικές βίαιης αφομοίωσης απ’ όλους, εκτεταμένες διώξεις και προσφυγικές κρίσεις και, το πιο τρομερό από μια άποψη, επίσημες, μέσα από διακρατικές συμφωνίες, «ανταλλαγές πληθυσμών» –με πιο σημαντική αυτή μεταξύ του ελληνικού και του νέου τουρκικού εθνικού κράτους το 1923. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε τέτοια τερατώδης συμφωνία στην Ιστορία και, όσον αφορά την Ελλάδα, κατά κάποιον τρόπο, την «γιορτάζουμε» επίσημα και φέτος, με την εκατοστή επέτειο του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας του ελληνικού κράτους. Τουλάχιστον 1.200.000 άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τα μετα-οθωμανικά τουρκικά εδάφη (Έλληνες και ελληνόφωνοι χριστιανοί κυρίως, αλλά και Αρμένιοι, όπως και τουρκόφωνοι χριστιανοί Καπαδόκες και Καραμανλήδες, που μάλιστα δεν είχαν μετάσχει καν στο Μικρασιατικό Πόλεμο και τις εθνικές συγκρούσεις) και «ανταλλάχτηκαν» με τουλάχιστον 400.000 μουσουλμάνους (που μπορεί να είχαν ή και να μην είχαν διαμορφωμένη τουρκική εθνική συνείδηση) που ζούσαν στα πρόσφατα προσαρτημένα ελληνικά εδάφη της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου· και μιλάμε μόνο για τα χρόνια 1921-1928 –πρωτύτερα είχαν υπάρξει και άλλοι ξεριζωμοί. Με ανάλογο τρόπο, κάποιες φορές, «λύθηκαν» αντίστοιχα θέματα σε Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.

Έτσι διασφαλίστηκε η «εθνική ομοιογένεια» των νέων αστικών κοινωνιών και κρατών, με διαφορετικό βαθμό «επιτυχίας» σε καθεμιά από τις νέες χώρες των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής και με τη διαρκή παρέμβαση και τρίτων μεγάλων δυνάμεων. Πολλά από τα νέα κράτη γέμισαν «ομοεθνείς» πρόσφυγες και η κοινωνική ζωή άλλαξε ριζικά. Ας κρίνει και ας συγκρίνει ο καθένας το επίτευγμα της εθνικής ομογενοποίησης των κοινωνιών με το τίμημα της δυστυχίας που χρειάστηκε να πληρωθεί. Αλλά έτσι γίνεται στις ταξικές κοινωνίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο καπιταλισμός. Το κάθε βήμα προς τα μπρος (και η καπιταλιστική κοινωνία τότε συνιστούσε αναμφίβολα βήμα προς τα μπρος, σε οικονομία, πολιτική, πνευματική ζωή, εκπαίδευση, πολιτισμό) είναι ταυτόχρονα, από μια άποψη, και βήμα προς τα πίσω, συνεπάγεται βία, σύγκρουση, φτώχεια· μεγαλείο και αθλιότητα συγχρόνως.

Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις διάλυσης πολυεθνικών κρατών - αυτοκρατοριών, η διάδοχη κατάσταση ήταν ο σύγχρονος καπιταλισμός, που η φυσική του βάση-μορφή κοινωνικής συμβίωσης είναι η, κατά το δυνατόν, ενιαία και ομοιογενής εθνική κοινωνία, το εθνικό κράτος, ο εθνικός πολιτισμός και εκπαίδευση, η εθνική ιδεολογία και εθνικισμός. Τι να κάνουμε, θα πει κάποιος, η πρόοδος απαιτεί θυσίες. Όντως αυτές τις θυσίες απαίτησε η ανάπτυξη κι επικράτηση του σύγχρονου καπιταλισμού στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου· το θέμα βέβαια είναι ότι οι «θυσίες» δε φαίνεται να έχουν τέλος, όπως έδειξε και δείχνει η κατοπινή εξέλιξη των πραγμάτων...

 

ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ»: Η ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Η ΕΣΣΔ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Υπήρξε, ωστόσο, κάπου αλλού, και μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων και της Ιστορίας. Η Ρωσική Αυτοκρατορία των τσάρων επίσης «απεβίωσε»-ανατράπηκε, αλλά η αστική (αστικοδημοκρατική) επανάσταση που την ανέτρεψε (Φλεβάρης 1917) ακολουθήθηκε-ανατράπηκε με τη σειρά της από μια σοσιαλιστική επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917. Η ανατροπή του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική οικοδόμηση σηματοδότησαν μια άλλου τύπου οικονομική, πολιτική και πνευματική ανάπτυξη που δεν είχε ως προϋπόθεσή της την εθνική και δι-εθνική σύγκρουση, τον εθνικισμό, τις εθνικές εκκαθαρίσεις και γενοκτονίες, τις «ανταλλαγές» εθνικών πληθυσμών και τους μαζικούς ξεριζωμούς «για λόγους αρχής και εθνικής ομοιογένειας». Έτσι, ενώ υπήρξε μεγάλη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη σε εθνική βάση (η Ουκρανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η συνολική της ανάπτυξη, αλλά και η ανάδειξη της φιλολογικής της γλώσσας και όλων των πολιτιστικών επιτευγμάτων της, της ίδιας της εθνικής της αυτοσυνείδησης, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ως ιδρυτικού κράτους και συστατικού τμήματος της ΕΣΣΔ –για την υποστήριξη της ανάδειξης του ουκρανικού εθνικού χαρακτήρα και ιδιαίτερου πολιτισμού και αυτοσυνείδησης κατηγορεί άλλωστε σήμερα ο Πούτιν τον Λένιν και τη σοβιετική εξουσία...), τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά έθνη» συνυπήρχαν ισότιμα σε μια Ομοσπονδία, συμβιώνοντας ειρηνικά και σε συνεργασία μεταξύ τους.

Το θεμέλιο της συνύπαρξης και συνεργασίας τους ήταν το σοσιαλιστικό υπόβαθρο της κοινωνικής ζωής, οι σχέσεις παραγωγής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο πλαίσιο αυτών των νέων σχέσεων παραγωγής, διαμορφωνόταν βαθμιαία, στη βάση της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του εθνικού σταδίου κάθε λαού, και μια νέα και ανώτερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης: Η κοινωνική μορφή «σοβιετικός λαός» - ένα συγκεκριμένο ιστορικό προείκασμα μιας νέας μορφής κοινωνικής ύπαρξης, κοινωνικής συμβίωσης, κοινωνίας γενικώς, που, αντικειμενικά, προορίζεται να αποτελέσει μια «ταυτότητα» για το σύνολο της ανθρωπότητας. Αυτό το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό θεμέλιο, με όλες τις συγκεκριμένες ιστορικές αδυναμίες, ελλείψεις, αντιφάσεις, προβλήματα κι επιτεύγματά του, ήταν η βάση για τη συνύπαρξη των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών, μειονοτήτων, πλειονοτήτων, επιμέρους εθνοτικών ταυτοτήτων σε όλο το έδαφος της ΕΣΣΔ. Το θεμέλιο αυτό καθιστούσε περιττές τις μετακινήσεις πληθυσμών με σκοπό τη διαμόρφωση εθνικής καθαρότητας και ομοιογένειας. Έθνη ή μειονότητες άλλων εθνικών-εθνοτικών πληθυσμών στο πλαίσιο των 15 Σοβιετικών Δημοκρατιών μπορούσαν να έχουν πλήρη αυτοδιοίκηση, να αναπτύσσουν τις ιδιαίτερες πλευρές του πολιτισμού τους, να αναπτύσσουν στο μέγιστο ακόμη και την εθνική φιλολογική τους γλώσσα, που σε κάποιες περιπτώσεις (ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε εδώ την Κιργιζία - σημερινό Κιργκιστάν) απέκτησαν σύγχρονη λειτουργική γραφή, ακόμα και παγκόσμιας φήμης λογοτεχνία (Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ), συμμετέχοντας πλήρως και με όλα τα δικαιώματά τους στη ζωή της Σοβιετικής Ένωσης και αντιπροσωπευόμενες ισότιμα (δηλαδή ανεξάρτητα από το μερίδιό τους στο συνολικό πληθυσμό του κράτους) στο Ανώτατο Σοβιέτ (Συμβούλιο) των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ, ένα από τα δύο ανώτατα όργανα εξουσίας της πολυεθνικής χώρας.

Σε μια τέτοια κοινωνία, στο πλαίσιο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της ατομικής/ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ικανοποιούνται με απόλυτα φυσικό τρόπο και οι δύο αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος, όπως τέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα: Η εδαφική ακεραιότητα του (εθνικού) κράτους και η αυτοδιάθεση του έθνους ως μορφής κοινωνικής συμβίωσης. Η πείρα της ΕΣΣΔ έδειξε, δηλαδή, ότι οι δύο αυτές αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος έχουν τελείως διαφορετική εφαρμογή στις συνθήκες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και της εργατικής εξουσίας, σε σχέση με εκείνες των καπιταλιστικών σχέσεων και της εξουσίας του κεφαλαίου.

Το σύνθημα «κάθε έθνος να έχει το δικό του κράτος» και να εξασφαλίζεται η αυτοτελής του ύπαρξη και ανεξαρτησία μπόρεσε να υλοποιηθεί διά της αρχής της σοβιετικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας και εθελοντικής συνένωσης των ξεχωριστών εθνών. Αυτό εκφραζόταν πρώτα και κύρια στην ΕΣΣΔ ως Ομοσπονδία των 15 Δημοκρατιών, όπου στο πλαίσιο της καθεμιάς από αυτές κυριαρχούσε στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας μια διακριτή εθνότητα. Στο εσωτερικό όμως της κάθε Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας κατοχυρώνονταν πλήρως τα δικαιώματα όλων των εθνοτήτων. Έτσι, για παράδειγμα, αν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που βρίσκεται περίκλειστο μέσα στο Αζερμπαϊτζάν, ζούσαν αποκλειστικά ή κατά πλειονότητα Αρμένιοι, αυτό δε συνιστούσε άλυτο πρόβλημα στη σοσιαλιστική κοινωνία, ούτε απαιτούσε αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών ή εδαφικές προσαρμογές των κρατών. Διαμορφωνόταν μια αυτοδιοίκηση στην εν λόγω περιοχή (με τη θεσμικά-συνταγματικά προβλεπόμενη μορφή της Αυτόνομης Δημοκρατίας ή της Αυτόνομης Περιοχής), στην οποία οι Αρμένιοι αυτοί ασκούσαν τα εθνικά τους δικαιώματα (όπως αντίστοιχα γινόταν και στο αζερικό Ναχιτσεβάν, που υπήρχε στην Αρμενία). Δεν υπήρχε κάποιος αντικειμενικός λόγος να στερηθούν την εθνική τους υπόσταση, ιδιαιτερότητα και αυτοδιοίκηση, με όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν από αυτό. Παρόμοια επίσης, αν στη Δημοκρατία της Ουκρανίας υπήρχαν περιοχές όπου ζούσαν άλλης εθνικής αναφοράς πληθυσμοί, δεν ήταν αναγκαίο να αναγκαστούν να μαθαίνουν, να μιλούν και να εκπαιδεύονται αποκλειστικά στην ουκρανική γλώσσα ή να αρνηθούν τη δική τους ιδιαίτερη εθνική/εθνοτική ταυτότητα και ζωή (Κριμαία, Οδησσός, Ανατολική Ουκρανία κ.ο.κ.). Και εδαφική ακεραιότητα λοιπόν και εθνική ζωή, αυτοκαθορισμός και αυτοδιάθεση σε κάθε ξεχωριστή εθνική ιδιαιτερότητα ή ομάδα, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή (από αυτήν την άποψη, οι Έλληνες της ΕΣΣΔ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα). Το κλειδί ήταν ότι στην κάθε, μα κάθε ξεχωριστή εθνική ή εθνοτική κοινωνία, πλειονότητα, μειονότητα, προωθούνταν η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας και ταξικής διαίρεσης και δεν υπήρχε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σε αυτό το τελευταίο οφείλεται η τεράστια υπεροχή του σοσιαλισμού στη λύση του εθνικού ζητήματος. Η ΕΣΣΔ δεν είχε (γιατί δε χρειαζόταν να έχει) ούτε καν επίσημη κρατική γλώσσα –η ρωσική ήταν απλά μια lingua franca, μια διεθνής γλώσσα συνεννόησης που, λόγω της διάδοσής της μέσω των από πριν διεσπαρμένων ρωσόφωνων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Ένωσης (αλλά και λόγω της πρότερης ύπαρξης μιας πολύ αναπτυγμένης ρωσικής φιλολογίας, λογοτεχνίας κι επιστημονικής σκέψης), λειτουργούσε ως διεθνές όργανο επικοινωνίας, δίχως να εξαλείφει ή να παρεμποδίζει την ανάπτυξη των άλλων εθνικών γλωσσών.

 

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Οι μορφές κοινωνικής συμβίωσης ή, για να το πούμε πιο απλά, οι μορφές κοινότητας, οι οργανωμένες κοινωνίες μέσα στις οποίες λειτουργούν τα άτομα, αλλάζουν ιστορικά. Από το φυλογενετικό σύστημα, με τα γένη και τις φυλές (αυτές ήταν οι κοινότητες-κοινωνίες των ανθρώπων κάποτε) της, τεράστιας χρονικά, προταξικής περιόδου, ακολούθως τις «λαότητες» ή άλλες μορφές που εμφανίστηκαν σε κατοπινές εποχές, μέχρι τη μορφή «έθνος» της καπιταλιστικής περιόδου, ο δρόμος που διένυσε η ανθρωπότητα ήταν τεράστιος.

Αλλά και η μορφή «έθνος»5 δεν είναι η τελική μορφή κοινωνίας. Σύμφωνα με τη θεώρηση του μαρξισμού-λενινισμού για το έθνος, στη φάση της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού διαμορφώνονται τα σύγχρονα έθνη και διαχωρίζονται μεταξύ τους, ενσωματώνοντας τις παλιότερες μικρότερες μορφές κοινοτήτων και ταυτόχρονα υπονομεύοντας και αποσυνθέτοντας τα τεράστια υπερεθνικά κράτη - αγροτικές αυτοκρατορίες γαιοκτημόνων που κυριαρχούσαν σε αυτές τις κοινότητες. Συγκροτούνται οι εθνικές «μεγάλες κοινωνίες» ή «μεγάλες κοινότητες», στη βάση της ενιαίας οικονομικής αγοράς, της (όλο και πιο κοινωνικοποιημένης) εμπορευματικής παραγωγής, της μαζικής εγγραμματοσύνης και εκπαίδευσης, του ιδιαίτερου «εθνικού χαρακτήρα» και πολιτισμού. Η σύγχρονη αυτή εθνογένεση αντιστοιχεί στην πρώτη, την προοδευτική φάση του καπιταλισμού, όταν ο τελευταίος γκρεμίζει κι εκτοπίζει τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές συνθήκες και μορφές.

Τη φάση σχηματισμού και διαχωρισμού των σύγχρονων εθνών διαδέχεται –όταν ο καπιταλισμός έχει πια επικρατήσει παγκόσμια (και περνά στην αντιδραστική του περίοδο)– η φάση σύγκλισης μεταξύ των διαμορφωμένων πια ξεχωριστών εθνών, δηλαδή εθνικών καπιταλιστικών κοινωνιών, που χαρακτηρίζονται από λίγο-πολύ κοινό τρόπο ζωής, κοινά κοινωνικά προβλήματα, αντίστοιχη ταξική διαίρεση και ταξική πάλη μέσα σε όλα τους. αυτή είναι η φάση που διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις του κομμουνιστικού σχηματισμού που οδηγεί στην ενοποίηση της ανθρωπότητας σε μια μεγάλη παγκόσμια κοινότητα, δηλαδή μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης, στη βάση της σχεδιοποιημένης κοινωνικής παραγωγής, της κατάργησης της ταξικής διαίρεσης, άρα και της πολιτικής και του κράτους, και της άρσης του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.

Ο σχηματισμός και διαχωρισμός των εθνών δεν μπορεί να παρακαμφθεί αυθαίρετα: Για να συγκλίνουν, θα πρέπει πρώτα να υπάρξουν. Και όχι μόνο αυτό: Θα πρέπει να ολοκληρωθεί πρώτα η εθνική μορφή συμβίωσης στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ώστε η μορφή έθνος να μπορεί να «αρθεί», να ανέλθει στην ανώτερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, που αντιστοιχεί στον κομμουνιστικό σχηματισμό.6 Μια από τις κεντρικές έννοιες στην επιστημονική θεωρία και την ιδεολογία του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος, η έννοια του «προλεταριακού δι-εθνισμού», αντανακλά ακριβώς αυτό. Η εργατική τάξη είναι φορέας του πανανθρώπινου, αλλά διαμορφώνεται στο μερικό, αστικό, εθνικό πεδίο, γιατί αυτό είναι το πεδίο όπου πρωτοσυντελείται η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ξεπεράσματος της ατομικής/ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Η εργατική τάξη είναι εκείνο το στοιχείο του κάθε έθνους που ενσαρκώνει το πραγματικά διεθνές και παγκόσμιο και, τελικά, το «απλώς ανθρώπινο». Τα έθνη δεν καταργούνται, αλλά ξεπερνιούνται, «αίρονται». Και αυτό ο καπιταλισμός δεν μπορεί να το κάνει, όπως τραγικά διαπιστώνουμε σήμερα.

Η εργατική τάξη με την πάλη της είναι τελικά η δύναμη που πραγματικά «ενώνει τα έθνη». Η ανώτατη, μέχρι στιγμής, βαθμίδα αυτού του προλεταριακού διεθνισμού υπήρξε ακριβώς ο «σοβιετικός λαός», ο πολυεθνικός «λαός των συμβουλίων», οι άνθρωποι-παραγωγοί που διοικούν τις υποθέσεις τους μέσα από τα (εργατικά) συμβούλια τα οποία συστήνουν και στα οποία συμμετέχουν οι ίδιοι. Και, ανεξάρτητα από το μέχρι πού έφτασε και πόσο προχώρησε στ’ αλήθεια αυτή η μορφή κοινωνικής συμβίωσης στη σύγχρονη ιστορία, πάντως, και μόνο με την έστω και σύντομη ύπαρξη και ανάδειξή της, μπορεί να ειπωθεί ότι όντως «ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε». Αυτή είναι, μέχρι σήμερα, η μεγαλύτερη κληρονομιά και το ανώτατο επίτευγμα του εργατικού κινήματος.

 

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ: Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Στον καπιταλισμό, οι δύο αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος που προαναφέρθηκαν (εδαφική ακεραιότητα του κράτους και εθνική αυτοδιάθεση) αναγκαία λειτουργούν ανταγωνιστικά και προκαλούν αναπόφευκτα την εθνική και διεθνική σύγκρουση. Στις δύο αυτές αρχές μαζί υποτίθεται ότι βασίζεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά, στην πράξη, δεν είναι παρά Οργανισμός Ηνωμένων Κρατών –και όχι Εθνών. Όταν στο εσωτερικό της κοινωνίας υπάρχει εκμετάλλευση και ταξικός διαχωρισμός εκμεταλλευτών-εκμεταλλευομένων (βασικά, καπιταλιστών - εργατικής τάξης), τότε η σύγκρουση και μεταξύ των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών (καθώς και μεταξύ πλειονοτήτων και μειονοτήτων σε κάθε εθνικό κράτος) είναι πάντοτε πιθανή.

Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και η διάλυση του ενωσιακού κράτους ήταν αδύνατο να μη δυναμιτίσει και τις εθνικές σχέσεις σε όλη την έκταση της μεγάλης και πρώην ενιαίας χώρας. Η διάλυση του ενωσιακού κράτους, ως γνωστόν, έγινε παρά τη θέληση των Σοβιετικών πολιτών που είχαν τοποθετηθεί με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ σε δημοψήφισμα το Μάρτη του 1991 και έγινε «από τα πάνω». Η σκόπιμη διάλυση του ενιαίου κράτους ήταν αναγκαία για να ολοκληρωθεί η αντεπανάσταση και η καταστροφή του σοσιαλιστικού υποβάθρου. Όλες οι Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, καθώς και οι Αυτόνομες Δημοκρατίες και Αυτόνομες Περιοχές συνδέονταν στενά οικονομικά (όπως φυσικά και πολιτικά) μεταξύ τους μέσω της αρχής του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και της συνολικής κοινωνικής ανάπτυξης. Φυσικά, η αρχή του κεντρικού σχεδιασμού, στην πράξη, είχε αρχίσει να παραβιάζεται δεκαετίες πριν, αυτές οι παραβιάσεις εξάλλου αποτέλεσαν την κυριότερη υλική βάση της αντεπανάστασης. Παρ’ όλ’ αυτά, η σύνδεση μεταξύ των συστατικών κρατών, περιφερειών, πληθυσμών και της οικονομικής τους δραστηριότητας, με βάση τον, έστω και αποδυναμωμένο, κεντρικό σχεδιασμό, παρέμενε (αφού έτσι ήταν δομημένη η χώρα) και έπρεπε πάση θυσία να διασπαστεί, να εξαφανιστεί, ώστε η κίνηση προς τον καπιταλισμό να γίνει τετελεσμένη και ανεπίστρεπτη. Τότε ακριβώς, δόθηκε το σύνθημα για μια χαώδη «αποκέντρωση»: Οι επιμέρους Δημοκρατίες, περιοχές, πόλεις, επιχειρήσεις (δηλαδή οι επικεφαλής τους) κλήθηκαν να πάρουν «όση περισσότερη επιτόπια εξουσία μπορούσαν».

Έτσι, λ.χ., η νεοκαπιταλιστική Αρμενία, για να ενωθεί με τους Αρμένιους ομοεθνείς της του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με τους οποίους διατηρούσε στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις, κατέλαβε τις ενδιάμεσες περιοχές του νεοκαπιταλιστικού Αζερμπαϊτζάν που το περιέκλειαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρους πρόσφυγες τότε, ξεκινώντας μια εθνική σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με νέες συγκρούσεις, όταν η πρόσφατη επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στοχεύει στην «αποκατάσταση της εθνοκρατικής του ακεραιότητας» και στην κατάληψη και του χώρου στον οποίο κατοικούν οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ανάλογες καταστάσεις ισχύουν για πολλές περιοχές και μέρη της πρώην ΕΣΣΔ, μεταξύ των οποίων και στην Ουκρανία.

Το συμπέρασμα είναι απλό: Στις συνθήκες του σοσιαλισμού, τα έθνη, οι λαότητες, μειονότητες μπορούν αντικειμενικά να συμβιώσουν στα «ιστορικά» τους εδάφη, με πλήρη δικαιώματα, δίχως να απειλούν ή να απειλούνται από τους εθνικούς τους γείτονες, μπορούν να έχουν φιλικές σχέσεις μαζί τους και να συνεργάζονται σταθερά για την κοινή ευημερία όλων –αυτό ήταν ο κανόνας, η τυπική σοβιετική πραγματικότητα. Αντίθετα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Οι όποιες εθνικές διαφορές αποτελούν πηγή αντιπαράθεσης, επιβολής, υποτέλειας, ακόμα και σύγκρουσης, μίσους, βαρβαρότητας. Όταν μάλιστα οι καπιταλιστικές σχέσεις επανεμφανίζονται μετά από μια ιστορική διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι εθνικές συγκρούσεις αποτελούν μια τρομερή οπισθοδρόμηση, κάτι εφιαλτικό και βάρβαρο που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει για πολλές δεκαετίες σ’ αυτά τα μέρη.

Το «μυστικό», το «κλειδί» της εξήγησης της όλης κατάστασης βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας και στην ταξική δομή και διαίρεση του κάθε ξεχωριστού έθνους, εθνότητας, μειονότητας. Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ηγετική δύναμη του κάθε έθνους ή εθνότητας είναι η εργατική τάξη, η «τάξη - μη τάξη» που εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, την επιδίωξη για υπέρβαση της ταξικής διαίρεσης, τη συνειδητή οικοδόμηση μιας κοινωνίας συνεταιρισμένων παραγωγών που σχεδιάζουν από κοινού την ανάπτυξη του κόσμου τους –προοπτικά, όλης της ανθρωπότητας. Σε συνθήκες καπιταλισμού, το έθνος παραμένει πάντα μια ταξική κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών, έτσι όπως άλλωστε ξεκίνησε την ιστορική του διαδρομή ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης στη νεότερη ιστορία. Ηγετική τάξη του είναι η κεφαλαιοκρατία και επιδίωξη της τελευταίας είναι η διεύρυνση και η κατάκτηση αγορών, η εξαγωγή κεφαλαίων –και αυτή συνιστά αντικειμενικά τη θεμελιακή αρχή ύπαρξης και κινητοποίησης όλης της εθνικής κοινωνίας. Και η κινητοποίηση αυτή στρέφεται αναγκαστικά ενάντια σε άλλες αστικές τάξεις και σε άλλες εθνικές κοινωνίες, με τις οποίες υπάρχουν σχέσεις μόνιμου ανταγωνισμού που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούν να φτάσουν και μέχρι τον πόλεμο.

Τα εθνικά θέματα είναι πάντοτε πολύπλοκα, αλλά οι βασικές αρχές επίλυσής τους σήμερα, με βάση την πολύτιμη ιστορική εμπειρία και την ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, είναι λοιπόν μάλλον απλές: Ο σοσιαλισμός ευνοεί, ακόμη περισσότερο προϋποθέτει, την ειρηνική και φιλική συνύπαρξη των εθνών. Ο καπιταλισμός, αντίθετα, όχι απλά εμποδίζει τις φιλικές εθνικές σχέσεις, αλλά, ακόμη περισσότερο, προκαλεί και προϋποθέτει το μόνιμο ανταγωνισμό και σύγκρουση μεταξύ των εθνών και εθνικών κοινοτήτων, ανταγωνισμό και σύγκρουση οικονομική, πολιτιστική, πολιτική, δυνητικά και πολεμική. Ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» ως αρχή διέπει, εκτός από την οικονομία, και την ίδια την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Ποια είναι η κατάσταση των εθνικών σχέσεων σήμερα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ; Αναφέρθηκε παραπάνω ότι η επίλυση των εθνικών ζητημάτων της παλιάς Τσαρικής Αυτοκρατορίας, γνωστής και ως «φυλακής των λαών», από τη σοσιαλιστική επανάσταση συνιστούσε ένα νέο ιστορικό παράδειγμα κοινωνικής συμβίωσης που είχε ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη και συνεργασία πολλών ξεχωριστών εθνών και εθνοτικών μορφών που, συγχρόνως, διατηρούσαν τον αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεσή τους, την ιδιαιτερότητά τους. Υπήρξαν εθνοτικές ομάδες ή λαότητες που έφτασαν στο να σχηματίσουν έθνος ακριβώς στη διάρκεια της σοβιετικής εξουσίας, όπως τα νέα «σοσιαλιστικά έθνη» της Κεντρικής Ασίας (Καζάχοι, Τουρμένιοι, Τατζίκοι, Κιργίζιοι). Άλλες, μικρές, εθνικές ή εθνοτικές ομάδες και κοινότητες, που σε περίπτωση διαφορετικής ιστορικής εξέλιξης θα εξαφανίζονταν (ήδη υπήρχε έντονη προσπάθεια εκρωσισμού από το 19ο αιώνα), συνέχισαν να υπάρχουν –ο σοσιαλισμός εμπόδισε και ανέστρεψε την περισσότερο ή λιγότερο βίαιη αφομοίωσή τους από τα μεγαλύτερα έθνη. Επίσης, στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ και της κοινωνικής μορφής «σοβιετικός λαός» που αναπτυσσόταν, πολλά έθνη και εθνότητες αναμίχτηκαν περαιτέρω, σχηματίστηκαν τμήματα της κοινωνίας που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αμιγώς «ρωσικά», «ουκρανικά» κ.ο.κ., πράγμα που είναι δύσκολο να αισθανθούν, λ.χ. οι σύγχρονοι Έλληνες, ο διαχωρισμός των οποίων στο πλαίσιο των εθνικών ανταγωνισμών ήταν πολύ διαφορετικός και ριζικός. Έτσι, σήμερα, οι καπιταλιστικές ηγεσίες των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών καλούνται να διαχειριστούν μια πραγματικότητα εθνικών σχέσεων που δε δημιούργησε η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά μια πολύ μακρόχρονη παρεμβολή σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε μια σειρά χώρες υπάρχει απλά ο εθνικός (εθνικιστικός) αποκλεισμός, όπως στις χώρες της Βαλτικής, με τους ρωσικής καταγωγής ή απλά ρωσόφωνους κατοίκους που δεν έχουν την ιδιότητα του πολίτη, ένα κάποιο είδος απαρτχάιντ. Στη Ρωσία, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Υπάρχει ένα πλήθος εθνοτήτων που κατοικούν σε αυτήν τη χώρα, σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, και σε δικά τους ιστορικά εδάφη, κληρονομιά και αυτό της σοσιαλιστικής περιόδου που αναίρεσε τη «φυσική» ροή των πραγμάτων στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Παρότι υπάρχει ρωσικός εθνικισμός, και με φιλοφασιστικές εκφάνσεις, η κοινωνική συνοχή και αφομοίωση του πληθυσμού επιχειρείται να ενισχυθεί από το κράτος μέσω της προβολής μιας νέας εθνικής ταυτότητας, που να περιλαμβάνει και τους μη εθνικά-εθνοτικά Ρώσους (Τατάρους, Τσετσένους, Καρακαλπάκους, Γιακούτιους και πάρα πολλούς άλλους) –μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα, κατά κάποιον τρόπο, «έθνος των πολιτών της Ρωσίας», ως ταυτότητα, κατά το αρχικό γαλλικό πρότυπο. Έτσι, λ.χ., επισήμως από το κράτος (αλλά και στο σχολείο, στα ΜΜΕ κλπ.), η λέξη που χρησιμοποιείται για την εθνική ιδιότητα «Ρώσος» δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιούνταν παλιά («Русский»), αλλά μια νέα («Россиянин») που, αν προσπαθήσουμε να το αποδώσουμε στα ελληνικά, είναι κάπως σα «Ρωσίτης»7 και αφορά όλους τους πολίτες του ρωσικού κράτους, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική ή εθνοτική τους καταγωγή και ένταξη (κάτι που, σε πολλούς, αναγκαία θυμίζει την ιδιότητα «Σοβιετικός πολίτης» σαν υπερ-εθνικό ή μετα-εθνικό χαρακτηριστικό). Επίσης, το ρωσικό κράτος έχει ομοσπονδιακή δομή (Ρωσική Ομοσπονδία), και αυτό συνιστά επίσης κληρονομιά της σοβιετικής εποχής, αλλά και αναγκαιότητα και για τη σύγχρονη ύπαρξή του (ας θυμηθούμε τους πολέμους απόσχισης στην Τσετσενία κ.α.).

Η παραπάνω ιδιαιτερότητα της ρωσικής πραγματικότητας και του ρωσικού κράτους από τη μια προκύπτει από το πρόσφατο σοσιαλιστικό ιστορικό παρελθόν, από την άλλη όμως, λειτουργεί και σαν ένας τρόπος να προβάλλει αξιώσεις πάνω σε πολλές περιοχές, κράτη και λαούς της πρώην ΕΣΣΔ, αξιοποιώντας αφενός τους υπαρκτούς σχεδόν παντού ρωσικούς πληθυσμούς του «εξωτερικού» (δηλαδή των άλλων πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών) κι επιχειρώντας αφετέρου να οικειοποιηθεί το ίδιο την ιστορική σοβιετική κληρονομιά σε αυτές τις χώρες, να παρουσιάζεται σα φορέας της. Εκτός από τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα, τη θέση του μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και μια σειρά άλλες θέσεις που η καπιταλιστική Ρωσία «κληρονόμησε» από την ΕΣΣΔ, προσπαθεί πλέον να διεκδικήσει για λογαριασμό της και ό,τι περισσότερο μπορεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιάζοντας την τελευταία σα μια «άλλη εκδοχή» της ίδιας της σύγχρονης Ρωσίας, στο πλαίσιο των ανταγωνισμών της με τις άλλες μεγάλες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον κόσμο. Η –έντεχνη και επιλεκτική– οικειοποίηση της σοβιετικής κληρονομιάς τής δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ότι λειτουργεί και ως «προστάτης» και αρωγός της εθνικής αυτοδιάθεσης και μη ρωσικών πληθυσμών που είναι στόχοι αφομοίωσης στα άλλα νεοσύστατα καπιταλιστικά κράτη - πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (Οσέτιοι και Αμπχάζιοι στη Γεωργία, Έλληνες και άλλοι στην Ουκρανία κ.ά.). Όντας, έτσι κι αλλιώς, μια πολύ μεγάλη δύναμη, κατέχοντας τη μεγαλύτερη (με διαφορά από τον δεύτερο) εδαφική έκταση στον κόσμο, με τεράστιες αμυντικές (άρα και επιθετικές) πολεμικές απαιτήσεις απέναντι στους παγκόσμιους ανταγωνιστές της (είτε αυτοί αποτελούν «χερσαίες» δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Γερμανία, είτε «θαλάσσιες», όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιαπωνία, κατά τη «γεωπολιτική» αντίληψη), η καπιταλιστική Ρωσία είναι «ιστορικά αναγκασμένη» να διατηρεί έναν πολύ ισχυρό και πολύ συνεκτικό κρατικό μηχανισμό, άκρως απαραίτητο τόσο για το συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για τα μονοπώλιά της όσο και για την ίδια τη συνοχή και τη συνέχεια της ύπαρξής της. Επίσης, περισσότερο ίσως και από άλλες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, είναι αναγκασμένη να λειτουργεί με όρους που χαρακτηρίζονται «γεωπολιτικοί».8 Μετά, λοιπόν, από τη διαδικασία κατάλυσης των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων, στην οποία κυριαρχούσε η «αποκέντρωση», δηλαδή το στοιχείο της αποσύνθεσης και της διάλυσης, όπου τον πρώτο λόγο πολιτικά είχαν οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι», «μεταρρυθμιστές», «δημοκράτες» κλπ. και στη βάση των αποτελεσμάτων της τελευταίας, ήρθε η ώρα της επανασύστασης του ισχυρού, καπιταλιστικού και κρατικομονοπωλιακού πλέον κράτους της «επανασυγκεντροποίησης» του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, και τον κύριο ρόλο έχουν πια οι λεγόμενοι στη Ρωσία «Силовики» («Σιλοβικοί», από τη ρωσική λέξη «сила», δηλαδή «δύναμη» και συνεκδοχικά «ισχύς», «εξουσία»), οι άνθρωποι της κρατικής εξουσίας, του γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού δηλαδή –που έχουν ως καθήκον, μεταξύ άλλων, να υποτάσσουν τις «κορυφές» της χρηματιστικής ολιγαρχίας της χώρας στο μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμφέρον της μονοπωλιακής αστικής τάξης, το καθήκον να παίζουν το ρόλο του «στιβαρού» «συλλογικού καπιταλιστή» - ηγέτη των Ρώσων κεφαλαιοκρατών. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, όσον αφορά τη Ρωσία, και σήμερα αρχίζει να δοκιμάζεται σοβαρά ο νέος αναβαθμισμένος παγκόσμιος ρόλος της ως μεγάλου καπιταλιστικού κράτους.9 Η αστική εθνική ιδεολογία αυτής της κοινωνίας επηρεάζεται από τους παραπάνω παράγοντες.

Στην περίπτωση άλλων εθνικών κρατών - πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Καταρχάς δεν «κληρονόμησαν» κάποιο παρελθόν αναπτυγμένου «κρατισμού», δεν είχαν αναφορές σε κάποιο ισχυρό κράτος του ορατού παρελθόντος –αντίθετα, η απόσχισή τους από την ΕΣΣΔ παρουσιάστηκε σαν εθνική απελευθέρωση. Ο ιδιότυπος νεόκοπος αστικός «φιλελευθερισμός της διάλυσης», που υπήρξε φυσικά και εδώ, συνδέθηκε με τη δημιουργία στενών πολιτικών σχέσεων σημαντικού μέρους της νέας αστικής τάξης, όχι γενικά με τη «Δύση», αλλά κυρίως με τις ΗΠΑ, που στη δεκαετία του 1990 είχαν σημαντική πρωτοκαθεδρία στη διεθνή πολιτική ως οι βασικοί νικητές του «Ψυχρού Πολέμου». Οι πηγές για τη διαμορφούμενη νέα αστική εθνική ιδεολογία αναζητήθηκαν σε κάποιες όψεις του προσοβιετικού παρελθόντος και σε ορισμένα βραχύβια διαστήματα αυτοτελούς εθνικής αστικής εξουσίας. Είναι σημαντικό εδώ να σημειωθεί ότι τόσο η Δυτική Ουκρανία όσο και οι Βαλτικές Δημοκρατίες μπήκαν στην ΕΣΣΔ λίγο πριν και στην πραγματικότητα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τμήματα της χώρας. Οι ναζιστικές και φασιστικές αποχρώσεις στην αστική εθνική ιδεολογία αυτών των χωρών οφείλονται στη στάση των αστικών τους τάξεων και άλλων αντεπαναστατικών στοιχείων απέναντι στη σοβιετική εξουσία στη διάρκεια του πολέμου. Ο διαθέσιμος εξωτερικός σύμμαχος-καπιταλιστής την κρίσιμη στιγμή ήταν η Ναζιστική Γερμανία, κανείς άλλος, και σε συμμαχία με αυτόν αντιστρατεύτηκαν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στην Ουκρανία ιδιαίτερα, η διαφορά μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού και νότιου τμήματός της ήταν πάντα πολύ σημαντική. Στο προαναφερόμενο δημοψήφισμα για την ύπαρξη της ΕΣΣΔ το 1991, οι περιφέρειες του Λβιφ, του Ιβανο-Φρανκίφσκ και του Τερνόπιλ, στα δυτικά της χώρας, ψήφισαν υπέρ της διάλυσης της ΕΣΣΔ σε ποσοστά πάνω από 80%, σε ριζική αντίθεση με τις άλλες περιφέρειες της χώρας και ιδιαίτερα τις νότιες και ανατολικές. Γι’ αυτό ακόμη και η ίδια η αστική τάξη της Ουκρανίας είναι διχασμένη, σε ένα διχασμό γεωγραφικό (δυτικά, κέντρο, Νότος και ανατολικά), γλωσσικό (το μεγαλύτερο μέρος των Ουκρανών πολιτών μιλάει ρωσικά ή κάποιο είδος μικτής διαλέκτου, η ουκρανική κυριαρχεί στη Δυτική Ουκρανία), ακόμη και σε επίπεδο κλάδων οικονομικής δραστηριότητας (εξορυκτική και βαριά βιομηχανική παραγωγή, κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, συγκεντρωμένο τμήμα της αγροτικής οικονομίας και του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος με εξαγωγικό προσανατολισμό, κλάδοι της ελαφράς βιομηχανίας και των υπηρεσιών) όπου διχάζεται η διεθνής οικονομική διασύνδεση της Ουκρανίας με τη Ρωσία από τη μια μεριά και την ΕΕ, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες (όπως η Κίνα) από την άλλη. Ταυτόχρονα, η Ουκρανία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Τα παραπάνω δεδομένα, που εδώ παρατίθενται πολύ ελλειπτικά, ορίζουν σε σημαντικό βαθμό το σημερινό εθνικό ζήτημα στην καπιταλιστική Ουκρανία και εξηγούν κάποια πράγματα σχετικά με τον υφιστάμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Βοηθούν να κατανοήσουμε πώς συνδυάζεται ο ναζισμός-φασισμός με το φιλελευθερισμό σε μαζικό επίπεδο, πώς ένας Πρόεδρος εβραϊκής καταγωγής παρασημοφορεί ναζιστές (τη στιγμή που οι φυσικοί πρόγονοι του ίδιου πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι, ενάντια στους πολιτικούς προγόνους των σημερινών ναζιστών) και οι ναζιστές τον αποδέχονται, το πώς και το γιατί μια ακροδεξιά ιδεολογία εμφανίζεται ως ιδεολογία εθνικής απελευθέρωσης και ως ιδεολογία συγκρότησης ενός (επιτέλους) ισχυρού αστικού ουκρανικού κράτους. Μπορεί να εξηγηθεί, μετά τη σχετική ανάλυση που πρέπει να περιλαμβάνει και άλλα δεδομένα, η διαφορά μεταξύ των αποχρώσεων της ρωσικής και της ουκρανικής εθνικής και εθνικιστικής ιδεολογίας, η έμφαση στον «αυτοκρατορικό» αφομοιωτικό-επεκτατικό χαρακτήρα στην πρώτη περίπτωση και η έμφαση στο «χωριστικό», αποσχιστικό, «σεπαρατιστικό» χαρακτήρα στη δεύτερη, η έντονη αίσθηση της ασυνέπειας, του εκλεκτικισμού, της χυδαίας πολιτικής εργαλειοποίησης και του ανορθολογισμού, και στις δύο περιπτώσεις. Πρόκειται για κανονικά μεταμοντέρνα «αφηγήματα», που ντύνουν τις πιο απάνθρωπες πλευρές του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού· ένα ρηχό, αδιάντροπο και κυνικό λιανικό εμπόριο ιδεών, συναισθημάτων, ανθρώπινων αναγκών και ανθρώπινων υπάρξεων. Αν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ονόμαζε «εμπόρους των εθνών» τους Βενετούς στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, οι σύγχρονες αστικές τάξεις και τα κράτη τους τούς έχουν ξεπεράσει κατά πολύ. Αυτοί είναι οι σύγχρονοι, αντιδραστικοί και πολύ πιο επικίνδυνοι από τους περιβόητους εκείνους τυχοδιώκτες της Ιστορίας (που στο κάτω-κάτω έπαιξαν και κάποιον προοδευτικό ιστορικό ρόλο) –πραγματικοί «Έμποροι των εθνών», σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλους τους τόπους. Πολύ πιο επικίνδυνοι, γιατί σήμερα πια δεν πρόκειται για την ιστορική εναλλαγή των μορφών εκμετάλλευσης· σήμερα, σε αυτήν τη βαθμίδα ανάπτυξης της κοινωνίας, σε αυτήν τη βαθμίδα κοινωνικοποίησης της παραγωγής και σε αυτό το τόσο υψηλό επίπεδο των δυνατοτήτων και αναγκών των ανθρώπων, διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας.

 

ΚΑΠΟΙΕΣ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ

Η παραπάνω προσπάθεια παρακολούθησης της σύγχρονης εξέλιξης των εθνικών ζητημάτων στην πρώην ΕΣΣΔ, με αφορμή το διεξαγόμενο για πάνω από ένα μήνα ήδη πόλεμο στην Ουκρανία, πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρώνεται από πολλές άλλες αναλύσεις και προσεγγίσεις που να καλύπτουν όλες τις πλευρές, τόσο του συγκεκριμένου προβλήματος όσο και των άλλων συστατικών της παγκόσμιας οικονομίας και πολιτικής σήμερα, για τις ανάγκες της πάλης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.

Πάντως, με βάση τα προηγούμενα, μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα «ποιες αμαρτίες πληρώνουν» σήμερα οι λαοί της Ουκρανίας, της Ρωσίας, του Ντονμπάς, της Κριμαίας και τόσων άλλων χωρών και περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ, και όχι μόνο. Πληρώνουν τις επιπτώσεις της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, πληρώνουν την ιστορική οπισθοδρόμηση, που γέννησε μια εποχή εφιαλτών και τεράτων, πληρώνουν, και με το αίμα τους πλέον, την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του κράτους του, του πνευματικού εποικοδομήματος και πολιτισμού του.

Η υπεροχή του σοσιαλισμού στην επίλυση του εθνικού ζητήματος είναι αδιαμφισβήτητη και εδώ δεν πρόκειται για προτιμήσεις, για συναισθηματισμό, νοσταλγία ή ό,τι άλλο. Προκύπτει από την επιστήμη, προκύπτει από την ίδια την ιστορική εμπειρία, παλιότερη αλλά, ακόμα περισσότερο, πρόσφατη, πανταχού παρούσα. Ζούμε στην ιστορική εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων που, αναπόφευκτα, συνοδεύονται από τη δυνατότητα και την πραγματικότητα αντεπαναστάσεων –τις επιπτώσεις των οποίων βιώνουμε στην τρέχουσα συγκυρία. Η σοσιαλιστική επανάσταση σήμερα είναι η μόνη απάντηση στη βαρβαρότητα, στην εξαθλίωση και στον πόλεμο, είναι η ανθρωπιά ενάντια στην απανθρωπιά, η ευαισθησία ενάντια στην αναισθησία, είναι ο Λόγος ενάντια στους εφιάλτες και τα τέρατα της από καιρό παρωχημένης, αλλά ακόμη υπαρκτής και κυρίαρχης, καπιταλιστικής κοινωνικής πράξης και συνείδησης. Η ευθύνη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος ως φορέα-εκφραστή της λογικής της προόδου της ανθρωπότητας, του Λόγου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι τεράστια. Και, όπως παριστάνεται και στο σχετικό έργο του Γκόγια, ο ύπνος του Λόγου γεννάει τέρατα.

 

1. Στην πραγματικότητα, βέβαια, και πριν την τυπική της διάλυση, τα εθνικά θέματα χρησιμοποιήθηκαν ως πολιορκητικός κριός ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Τα τελευταία χρόνια της «περεστρόικα», ιδιαίτερα από το 1989, ο εθνικισμός λειτούργησε ως όχημα για την ανατροπή του σοσιαλισμού, ξεκινώντας από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής, πρώτα-πρώτα από τη Λιθουανία.

2. Στην Ιστορία, η σημασία των λέξεων και των εννοιών αλλάζει, μεταπλάθεται, με βάση την αλλαγή των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων και της πραγματικότητας (βλ., λχ., «δημοκρατία» κ.ά.). Έτσι, ενώ η αρχική έννοια της αυτοκρατορίας αφορούσε προκαπιταλιστικές κρατικές μορφές, νεότερες ιστορικές εξελίξεις οδήγησαν σε αντιλήψεις που αποδίδουν ως «αυτοκρατορίες» και συγκεκριμένα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, με αφορμή ορισμένα εξωτερικά πολιτικά και όχι κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Έτσι, τα νεότερα καπιταλιστικά κράτη που απέκτησαν «αποικίες» –βασικά ολόκληρες χώρες και περιοχές, σε μια σειρά περιοχές του κόσμου– ονομάστηκαν αυτοκρατορίες (Βρετανική, Γαλλική, Γερμανική, Ολλανδική, Ιαπωνική κ.ο.κ. Αυτοκρατορία). Σε μια εποχή που στα καπιταλιστικά αυτά κράτη κυριαρχούσε ο εθνικός προσδιορισμός, ως οργανική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων, ο χαρακτηρισμός «αυτοκρατορία» τούς αποδιδόταν ακριβώς γιατί περιλάμβαναν εδάφη και χώρες με διαφορετική εθνική σύσταση από τα ίδια (τα έθνη-κατακτητές συνιστούσαν τις «μητροπόλεις», κατά μία ακόμα ιδεολογική μετάπλαση άλλων φαινομένων που ανάγονται επίσης στην Αρχαιότητα).

3. Ι. Β. Στάλιν, «Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», Άπαντα, τόμ. 2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 338.

4. Είναι ενδεικτικό ότι και οι δύο προαναφερόμενες ενώσεις-ομοσπονδίες εθνικών κρατών, η Τσεχοσλοβακία και η Γιουγκοσλαβία, δεν υπάρχουν πια· διαλύθηκαν, η μία μεν γρήγορα και ειρηνικά, «βελούδινα», όπως έλεγαν τότε οι αστοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι, η άλλη μέσα σ’ ένα παρατεταμένο λουτρό αίματος (που, ενδεχομένως, δεν έχει τελειώσει ακόμη), με την ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη. Φαίνεται ότι καπιταλισμός και πολιτική ένωση-ομοσπονδία ξεχωριστών εθνών δεν είναι και πολύ συμβατά πράγματα μακροπρόθεσμα. Με αυτήν την έννοια, είναι πραγματικά «αξιοπερίεργη» η επιμονή ορισμένων κυρίαρχων κύκλων για την κρατικοπολιτική ένωση στην ΕΕ. Η (υπερεκατόχρονη πια) φράση του Λένιν ότι οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μπορεί να είναι είτε απραγματοποίητες είτε αντιδραστικές» έχει αποδειχτεί ότι ισχύει και στις δυο της όψεις. Σήμερα, στο φως των εξελίξεων-ανακατατάξεων και μέσα στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο, στη διαπάλη του ενάντια στη Ρωσία, κανείς δεν ξέρει τι είναι «πιο πολύ»: Απραγματοποίητες ή αντιδραστικές;

5. Σύμφωνα με το γνωστό ορισμό του Ι. Β. Στάλιν από την εργασία του «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» (1913), «έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού» (βλ. Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 334).

6. Για τη συζήτηση σχετικά με τη διαδικασία εξέλιξης και απονέκρωσης των εθνών στον κομμουνισμό, δες και το έργο του Στάλιν, «Το εθνικό ζήτημα και ο Λενινισμός», Άπαντα, τόμ. 11, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 396-405.

7. Η απόδοση είναι φυσικά πρόχειρη και μάλλον αδόκιμη, αποσκοπεί απλώς να δοθεί η αίσθηση της διαφοράς. Χρησιμοποιούμε ενδεικτικά το «Ρωσίτης», σε μια κάποια αναλογία με το «Ελλαδίτης» που υπάρχει στη γλώσσα μας και ακούγεται, λ.χ., από τους Ελληνοκύπριους, όταν αναφέρονται στους Έλληνες πολίτες. Το «Русский» προέρχεται από την παλιά ονομασία της Ρωσίας: «Русь», το βυζαντινό «Ρως», η «Ρως του Κιέβου», «Киевская Русь» στα ρωσικά, το πρώτο ρωσικό κράτος στην Ιστορία. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, πολλοί από τους γλωσσικούς αρχαϊσμούς του Μεσαίωνα διατηρούνται στην εκκλησιαστική ορολογία και λεξιλόγιο: Έτσι, στις ρωσικές εκκλησιαστικές επικλήσεις διατηρείται ο τίτλος «Всея Руси», δηλαδή «Πασών των Ρωσιών», κατά την ελληνική εκκλησιαστική απόδοση, τίτλος που είχε και ο τσάρος της Ρωσίας. Στην πορεία, μετά τη δημιουργία του ρωσικού απολυταρχικού κράτους και την επέκτασή του ως αυτοκρατορίας, πάνω σε πλήθος άλλων λαών, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, κάποια στιγμή, παρότι ο αρχαιοπρεπής τίτλος του τσάρου και του Πατριάρχη Μόσχας παρέμενε («Πασών των Ρωσιών»), άρχισε να χρησιμοποιείται ο σύγχρονος όρος «Ρωσία» («Россия»). Ωστόσο, ακόμη και στον 20ό αιώνα, Έλληνες λογοτέχνες χρησιμοποιούν τη λέξη «Ρούσοι» και «Ρουσία» ή «Ρουσσία», αντί για «Ρωσία» (βλ. Ν. Καζαντζάκης, Ταξίδι στη Ρουσία).

8. Έχοντας πάρει μεγάλη ώθηση από τα χρόνια ακόμα της ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι διάφοροι «γεωπολιτικοί αναλυτές», είτε πανεπιστημιακοί είτε, απόστρατοι (ανώτεροι και ανώτατοι) αξιωματικοί, είτε διπλωμάτες και ερευνητές σχετικών ινστιτούτων «στρατηγικών μελετών» και «δεξαμενών σκέψης», αποκτούν όλο και πιο περίοπτη θέση στο δημόσιο λόγο –στην παρούσα συγκυρία παρελαύνουν κάθε μέρα στα τηλεοπτικά κανάλια για να πουν στον εργαζόμενο κόσμο πώς θα πρέπει να σκέφτεται, από την άποψη της «υψηλής πολιτικής». Η έννοια «γεωπολιτική», «γεωπολιτικά προβλήματα» κλπ. από πολλούς γίνεται κατανοητή σαν κάτι τεχνικό, σαν την οικονομία ή την πολιτική σε εφαρμογή στο χώρο ή στη γεωγραφία –υπάρχει το φαινόμενο ακόμη και κομμουνιστές να ορίζουν ορισμένα προβλήματα ως γεωπολιτικά. Δεν είναι έτσι όμως. Η γεωπολιτική δεν είναι απλά μια θεώρηση κάποιας όψης των πραγμάτων, αλλά μια ιδεολογία, και μάλιστα μια αντιδραστική αστική ιδεολογία της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού.

9. Χωρίς μηχανιστικές απλουστεύσεις, είναι χρήσιμο, παρ’ όλ’ αυτά, να αναφερθούν εδώ σύντομα οι ιστορικές περιπτώσεις στις οποίες η παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία βρέθηκε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Η πρώτη ήταν μετά την ήττα της στον Κριμαϊκό Πόλεμο, στη δεκαετία του 1850, όταν το καθεστώς αναγκάστηκε να προχωρήσει την κατάργηση της δουλοπαροικίας (1861) –πρόκειται για την περίοδο της ακμής του επαναστατικού κινήματος των ναρόντνικων. Η συνέπεια ήταν η ραγδαία καπιταλιστικοποίηση της Ρωσίας στις επόμενες δεκαετίες. Η δεύτερη περίπτωση επαναστατικής κατάστασης ήταν μετά την ήττα της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας από την Ιαπωνία (αστικοδημοκρατική επανάσταση του 1905-1907, η «γενική δοκιμή» της σοσιαλιστικής επανάστασης, κατά τον Λένιν). Και η τρίτη επαναστατική κατάσταση, όπως είναι γνωστό, υπήρξε στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν, έστω κι αν δεν είχε συντελεστεί κάποια οριστική ήττα, η πολεμική αποτυχία του ρωσικού κράτους ήταν ιδιαίτερα εμφανής και οι αντιθέσεις της ρωσικής κοινωνίας οξύνθηκαν στο έπακρο.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.