Στον καπιταλισμό, οι δύο αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος που προαναφέρθηκαν (εδαφική ακεραιότητα του κράτους και εθνική αυτοδιάθεση) αναγκαία λειτουργούν ανταγωνιστικά και προκαλούν αναπόφευκτα την εθνική και διεθνική σύγκρουση. Στις δύο αυτές αρχές μαζί υποτίθεται ότι βασίζεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά, στην πράξη, δεν είναι παρά Οργανισμός Ηνωμένων Κρατών –και όχι Εθνών. Όταν στο εσωτερικό της κοινωνίας υπάρχει εκμετάλλευση και ταξικός διαχωρισμός εκμεταλλευτών-εκμεταλλευομένων (βασικά, καπιταλιστών - εργατικής τάξης), τότε η σύγκρουση και μεταξύ των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών (καθώς και μεταξύ πλειονοτήτων και μειονοτήτων σε κάθε εθνικό κράτος) είναι πάντοτε πιθανή.
Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και η διάλυση του ενωσιακού κράτους ήταν αδύνατο να μη δυναμιτίσει και τις εθνικές σχέσεις σε όλη την έκταση της μεγάλης και πρώην ενιαίας χώρας. Η διάλυση του ενωσιακού κράτους, ως γνωστόν, έγινε παρά τη θέληση των Σοβιετικών πολιτών που είχαν τοποθετηθεί με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ σε δημοψήφισμα το Μάρτη του 1991 και έγινε «από τα πάνω». Η σκόπιμη διάλυση του ενιαίου κράτους ήταν αναγκαία για να ολοκληρωθεί η αντεπανάσταση και η καταστροφή του σοσιαλιστικού υποβάθρου. Όλες οι Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, καθώς και οι Αυτόνομες Δημοκρατίες και Αυτόνομες Περιοχές συνδέονταν στενά οικονομικά (όπως φυσικά και πολιτικά) μεταξύ τους μέσω της αρχής του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και της συνολικής κοινωνικής ανάπτυξης. Φυσικά, η αρχή του κεντρικού σχεδιασμού, στην πράξη, είχε αρχίσει να παραβιάζεται δεκαετίες πριν, αυτές οι παραβιάσεις εξάλλου αποτέλεσαν την κυριότερη υλική βάση της αντεπανάστασης. Παρ’ όλ’ αυτά, η σύνδεση μεταξύ των συστατικών κρατών, περιφερειών, πληθυσμών και της οικονομικής τους δραστηριότητας, με βάση τον, έστω και αποδυναμωμένο, κεντρικό σχεδιασμό, παρέμενε (αφού έτσι ήταν δομημένη η χώρα) και έπρεπε πάση θυσία να διασπαστεί, να εξαφανιστεί, ώστε η κίνηση προς τον καπιταλισμό να γίνει τετελεσμένη και ανεπίστρεπτη. Τότε ακριβώς, δόθηκε το σύνθημα για μια χαώδη «αποκέντρωση»: Οι επιμέρους Δημοκρατίες, περιοχές, πόλεις, επιχειρήσεις (δηλαδή οι επικεφαλής τους) κλήθηκαν να πάρουν «όση περισσότερη επιτόπια εξουσία μπορούσαν».
Έτσι, λ.χ., η νεοκαπιταλιστική Αρμενία, για να ενωθεί με τους Αρμένιους ομοεθνείς της του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με τους οποίους διατηρούσε στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις, κατέλαβε τις ενδιάμεσες περιοχές του νεοκαπιταλιστικού Αζερμπαϊτζάν που το περιέκλειαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρους πρόσφυγες τότε, ξεκινώντας μια εθνική σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με νέες συγκρούσεις, όταν η πρόσφατη επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στοχεύει στην «αποκατάσταση της εθνοκρατικής του ακεραιότητας» και στην κατάληψη και του χώρου στον οποίο κατοικούν οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ανάλογες καταστάσεις ισχύουν για πολλές περιοχές και μέρη της πρώην ΕΣΣΔ, μεταξύ των οποίων και στην Ουκρανία.
Το συμπέρασμα είναι απλό: Στις συνθήκες του σοσιαλισμού, τα έθνη, οι λαότητες, μειονότητες μπορούν αντικειμενικά να συμβιώσουν στα «ιστορικά» τους εδάφη, με πλήρη δικαιώματα, δίχως να απειλούν ή να απειλούνται από τους εθνικούς τους γείτονες, μπορούν να έχουν φιλικές σχέσεις μαζί τους και να συνεργάζονται σταθερά για την κοινή ευημερία όλων –αυτό ήταν ο κανόνας, η τυπική σοβιετική πραγματικότητα. Αντίθετα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Οι όποιες εθνικές διαφορές αποτελούν πηγή αντιπαράθεσης, επιβολής, υποτέλειας, ακόμα και σύγκρουσης, μίσους, βαρβαρότητας. Όταν μάλιστα οι καπιταλιστικές σχέσεις επανεμφανίζονται μετά από μια ιστορική διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι εθνικές συγκρούσεις αποτελούν μια τρομερή οπισθοδρόμηση, κάτι εφιαλτικό και βάρβαρο που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει για πολλές δεκαετίες σ’ αυτά τα μέρη.
Το «μυστικό», το «κλειδί» της εξήγησης της όλης κατάστασης βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας και στην ταξική δομή και διαίρεση του κάθε ξεχωριστού έθνους, εθνότητας, μειονότητας. Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ηγετική δύναμη του κάθε έθνους ή εθνότητας είναι η εργατική τάξη, η «τάξη - μη τάξη» που εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, την επιδίωξη για υπέρβαση της ταξικής διαίρεσης, τη συνειδητή οικοδόμηση μιας κοινωνίας συνεταιρισμένων παραγωγών που σχεδιάζουν από κοινού την ανάπτυξη του κόσμου τους –προοπτικά, όλης της ανθρωπότητας. Σε συνθήκες καπιταλισμού, το έθνος παραμένει πάντα μια ταξική κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών, έτσι όπως άλλωστε ξεκίνησε την ιστορική του διαδρομή ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης στη νεότερη ιστορία. Ηγετική τάξη του είναι η κεφαλαιοκρατία και επιδίωξη της τελευταίας είναι η διεύρυνση και η κατάκτηση αγορών, η εξαγωγή κεφαλαίων –και αυτή συνιστά αντικειμενικά τη θεμελιακή αρχή ύπαρξης και κινητοποίησης όλης της εθνικής κοινωνίας. Και η κινητοποίηση αυτή στρέφεται αναγκαστικά ενάντια σε άλλες αστικές τάξεις και σε άλλες εθνικές κοινωνίες, με τις οποίες υπάρχουν σχέσεις μόνιμου ανταγωνισμού που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούν να φτάσουν και μέχρι τον πόλεμο.
Τα εθνικά θέματα είναι πάντοτε πολύπλοκα, αλλά οι βασικές αρχές επίλυσής τους σήμερα, με βάση την πολύτιμη ιστορική εμπειρία και την ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, είναι λοιπόν μάλλον απλές: Ο σοσιαλισμός ευνοεί, ακόμη περισσότερο προϋποθέτει, την ειρηνική και φιλική συνύπαρξη των εθνών. Ο καπιταλισμός, αντίθετα, όχι απλά εμποδίζει τις φιλικές εθνικές σχέσεις, αλλά, ακόμη περισσότερο, προκαλεί και προϋποθέτει το μόνιμο ανταγωνισμό και σύγκρουση μεταξύ των εθνών και εθνικών κοινοτήτων, ανταγωνισμό και σύγκρουση οικονομική, πολιτιστική, πολιτική, δυνητικά και πολεμική. Ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» ως αρχή διέπει, εκτός από την οικονομία, και την ίδια την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
Ποια είναι η κατάσταση των εθνικών σχέσεων σήμερα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ; Αναφέρθηκε παραπάνω ότι η επίλυση των εθνικών ζητημάτων της παλιάς Τσαρικής Αυτοκρατορίας, γνωστής και ως «φυλακής των λαών», από τη σοσιαλιστική επανάσταση συνιστούσε ένα νέο ιστορικό παράδειγμα κοινωνικής συμβίωσης που είχε ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη και συνεργασία πολλών ξεχωριστών εθνών και εθνοτικών μορφών που, συγχρόνως, διατηρούσαν τον αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεσή τους, την ιδιαιτερότητά τους. Υπήρξαν εθνοτικές ομάδες ή λαότητες που έφτασαν στο να σχηματίσουν έθνος ακριβώς στη διάρκεια της σοβιετικής εξουσίας, όπως τα νέα «σοσιαλιστικά έθνη» της Κεντρικής Ασίας (Καζάχοι, Τουρμένιοι, Τατζίκοι, Κιργίζιοι). Άλλες, μικρές, εθνικές ή εθνοτικές ομάδες και κοινότητες, που σε περίπτωση διαφορετικής ιστορικής εξέλιξης θα εξαφανίζονταν (ήδη υπήρχε έντονη προσπάθεια εκρωσισμού από το 19ο αιώνα), συνέχισαν να υπάρχουν –ο σοσιαλισμός εμπόδισε και ανέστρεψε την περισσότερο ή λιγότερο βίαιη αφομοίωσή τους από τα μεγαλύτερα έθνη. Επίσης, στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ και της κοινωνικής μορφής «σοβιετικός λαός» που αναπτυσσόταν, πολλά έθνη και εθνότητες αναμίχτηκαν περαιτέρω, σχηματίστηκαν τμήματα της κοινωνίας που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αμιγώς «ρωσικά», «ουκρανικά» κ.ο.κ., πράγμα που είναι δύσκολο να αισθανθούν, λ.χ. οι σύγχρονοι Έλληνες, ο διαχωρισμός των οποίων στο πλαίσιο των εθνικών ανταγωνισμών ήταν πολύ διαφορετικός και ριζικός. Έτσι, σήμερα, οι καπιταλιστικές ηγεσίες των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών καλούνται να διαχειριστούν μια πραγματικότητα εθνικών σχέσεων που δε δημιούργησε η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά μια πολύ μακρόχρονη παρεμβολή σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε μια σειρά χώρες υπάρχει απλά ο εθνικός (εθνικιστικός) αποκλεισμός, όπως στις χώρες της Βαλτικής, με τους ρωσικής καταγωγής ή απλά ρωσόφωνους κατοίκους που δεν έχουν την ιδιότητα του πολίτη, ένα κάποιο είδος απαρτχάιντ. Στη Ρωσία, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Υπάρχει ένα πλήθος εθνοτήτων που κατοικούν σε αυτήν τη χώρα, σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, και σε δικά τους ιστορικά εδάφη, κληρονομιά και αυτό της σοσιαλιστικής περιόδου που αναίρεσε τη «φυσική» ροή των πραγμάτων στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Παρότι υπάρχει ρωσικός εθνικισμός, και με φιλοφασιστικές εκφάνσεις, η κοινωνική συνοχή και αφομοίωση του πληθυσμού επιχειρείται να ενισχυθεί από το κράτος μέσω της προβολής μιας νέας εθνικής ταυτότητας, που να περιλαμβάνει και τους μη εθνικά-εθνοτικά Ρώσους (Τατάρους, Τσετσένους, Καρακαλπάκους, Γιακούτιους και πάρα πολλούς άλλους) –μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα, κατά κάποιον τρόπο, «έθνος των πολιτών της Ρωσίας», ως ταυτότητα, κατά το αρχικό γαλλικό πρότυπο. Έτσι, λ.χ., επισήμως από το κράτος (αλλά και στο σχολείο, στα ΜΜΕ κλπ.), η λέξη που χρησιμοποιείται για την εθνική ιδιότητα «Ρώσος» δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιούνταν παλιά («Русский»), αλλά μια νέα («Россиянин») που, αν προσπαθήσουμε να το αποδώσουμε στα ελληνικά, είναι κάπως σα «Ρωσίτης»7 και αφορά όλους τους πολίτες του ρωσικού κράτους, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική ή εθνοτική τους καταγωγή και ένταξη (κάτι που, σε πολλούς, αναγκαία θυμίζει την ιδιότητα «Σοβιετικός πολίτης» σαν υπερ-εθνικό ή μετα-εθνικό χαρακτηριστικό). Επίσης, το ρωσικό κράτος έχει ομοσπονδιακή δομή (Ρωσική Ομοσπονδία), και αυτό συνιστά επίσης κληρονομιά της σοβιετικής εποχής, αλλά και αναγκαιότητα και για τη σύγχρονη ύπαρξή του (ας θυμηθούμε τους πολέμους απόσχισης στην Τσετσενία κ.α.).
Η παραπάνω ιδιαιτερότητα της ρωσικής πραγματικότητας και του ρωσικού κράτους από τη μια προκύπτει από το πρόσφατο σοσιαλιστικό ιστορικό παρελθόν, από την άλλη όμως, λειτουργεί και σαν ένας τρόπος να προβάλλει αξιώσεις πάνω σε πολλές περιοχές, κράτη και λαούς της πρώην ΕΣΣΔ, αξιοποιώντας αφενός τους υπαρκτούς σχεδόν παντού ρωσικούς πληθυσμούς του «εξωτερικού» (δηλαδή των άλλων πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών) κι επιχειρώντας αφετέρου να οικειοποιηθεί το ίδιο την ιστορική σοβιετική κληρονομιά σε αυτές τις χώρες, να παρουσιάζεται σα φορέας της. Εκτός από τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα, τη θέση του μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και μια σειρά άλλες θέσεις που η καπιταλιστική Ρωσία «κληρονόμησε» από την ΕΣΣΔ, προσπαθεί πλέον να διεκδικήσει για λογαριασμό της και ό,τι περισσότερο μπορεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιάζοντας την τελευταία σα μια «άλλη εκδοχή» της ίδιας της σύγχρονης Ρωσίας, στο πλαίσιο των ανταγωνισμών της με τις άλλες μεγάλες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον κόσμο. Η –έντεχνη και επιλεκτική– οικειοποίηση της σοβιετικής κληρονομιάς τής δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ότι λειτουργεί και ως «προστάτης» και αρωγός της εθνικής αυτοδιάθεσης και μη ρωσικών πληθυσμών που είναι στόχοι αφομοίωσης στα άλλα νεοσύστατα καπιταλιστικά κράτη - πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (Οσέτιοι και Αμπχάζιοι στη Γεωργία, Έλληνες και άλλοι στην Ουκρανία κ.ά.). Όντας, έτσι κι αλλιώς, μια πολύ μεγάλη δύναμη, κατέχοντας τη μεγαλύτερη (με διαφορά από τον δεύτερο) εδαφική έκταση στον κόσμο, με τεράστιες αμυντικές (άρα και επιθετικές) πολεμικές απαιτήσεις απέναντι στους παγκόσμιους ανταγωνιστές της (είτε αυτοί αποτελούν «χερσαίες» δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Γερμανία, είτε «θαλάσσιες», όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιαπωνία, κατά τη «γεωπολιτική» αντίληψη), η καπιταλιστική Ρωσία είναι «ιστορικά αναγκασμένη» να διατηρεί έναν πολύ ισχυρό και πολύ συνεκτικό κρατικό μηχανισμό, άκρως απαραίτητο τόσο για το συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για τα μονοπώλιά της όσο και για την ίδια τη συνοχή και τη συνέχεια της ύπαρξής της. Επίσης, περισσότερο ίσως και από άλλες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, είναι αναγκασμένη να λειτουργεί με όρους που χαρακτηρίζονται «γεωπολιτικοί».8 Μετά, λοιπόν, από τη διαδικασία κατάλυσης των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων, στην οποία κυριαρχούσε η «αποκέντρωση», δηλαδή το στοιχείο της αποσύνθεσης και της διάλυσης, όπου τον πρώτο λόγο πολιτικά είχαν οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι», «μεταρρυθμιστές», «δημοκράτες» κλπ. και στη βάση των αποτελεσμάτων της τελευταίας, ήρθε η ώρα της επανασύστασης του ισχυρού, καπιταλιστικού και κρατικομονοπωλιακού πλέον κράτους της «επανασυγκεντροποίησης» του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, και τον κύριο ρόλο έχουν πια οι λεγόμενοι στη Ρωσία «Силовики» («Σιλοβικοί», από τη ρωσική λέξη «сила», δηλαδή «δύναμη» και συνεκδοχικά «ισχύς», «εξουσία»), οι άνθρωποι της κρατικής εξουσίας, του γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού δηλαδή –που έχουν ως καθήκον, μεταξύ άλλων, να υποτάσσουν τις «κορυφές» της χρηματιστικής ολιγαρχίας της χώρας στο μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμφέρον της μονοπωλιακής αστικής τάξης, το καθήκον να παίζουν το ρόλο του «στιβαρού» «συλλογικού καπιταλιστή» - ηγέτη των Ρώσων κεφαλαιοκρατών. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, όσον αφορά τη Ρωσία, και σήμερα αρχίζει να δοκιμάζεται σοβαρά ο νέος αναβαθμισμένος παγκόσμιος ρόλος της ως μεγάλου καπιταλιστικού κράτους.9 Η αστική εθνική ιδεολογία αυτής της κοινωνίας επηρεάζεται από τους παραπάνω παράγοντες.
Στην περίπτωση άλλων εθνικών κρατών - πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Καταρχάς δεν «κληρονόμησαν» κάποιο παρελθόν αναπτυγμένου «κρατισμού», δεν είχαν αναφορές σε κάποιο ισχυρό κράτος του ορατού παρελθόντος –αντίθετα, η απόσχισή τους από την ΕΣΣΔ παρουσιάστηκε σαν εθνική απελευθέρωση. Ο ιδιότυπος νεόκοπος αστικός «φιλελευθερισμός της διάλυσης», που υπήρξε φυσικά και εδώ, συνδέθηκε με τη δημιουργία στενών πολιτικών σχέσεων σημαντικού μέρους της νέας αστικής τάξης, όχι γενικά με τη «Δύση», αλλά κυρίως με τις ΗΠΑ, που στη δεκαετία του 1990 είχαν σημαντική πρωτοκαθεδρία στη διεθνή πολιτική ως οι βασικοί νικητές του «Ψυχρού Πολέμου». Οι πηγές για τη διαμορφούμενη νέα αστική εθνική ιδεολογία αναζητήθηκαν σε κάποιες όψεις του προσοβιετικού παρελθόντος και σε ορισμένα βραχύβια διαστήματα αυτοτελούς εθνικής αστικής εξουσίας. Είναι σημαντικό εδώ να σημειωθεί ότι τόσο η Δυτική Ουκρανία όσο και οι Βαλτικές Δημοκρατίες μπήκαν στην ΕΣΣΔ λίγο πριν και στην πραγματικότητα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τμήματα της χώρας. Οι ναζιστικές και φασιστικές αποχρώσεις στην αστική εθνική ιδεολογία αυτών των χωρών οφείλονται στη στάση των αστικών τους τάξεων και άλλων αντεπαναστατικών στοιχείων απέναντι στη σοβιετική εξουσία στη διάρκεια του πολέμου. Ο διαθέσιμος εξωτερικός σύμμαχος-καπιταλιστής την κρίσιμη στιγμή ήταν η Ναζιστική Γερμανία, κανείς άλλος, και σε συμμαχία με αυτόν αντιστρατεύτηκαν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στην Ουκρανία ιδιαίτερα, η διαφορά μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού και νότιου τμήματός της ήταν πάντα πολύ σημαντική. Στο προαναφερόμενο δημοψήφισμα για την ύπαρξη της ΕΣΣΔ το 1991, οι περιφέρειες του Λβιφ, του Ιβανο-Φρανκίφσκ και του Τερνόπιλ, στα δυτικά της χώρας, ψήφισαν υπέρ της διάλυσης της ΕΣΣΔ σε ποσοστά πάνω από 80%, σε ριζική αντίθεση με τις άλλες περιφέρειες της χώρας και ιδιαίτερα τις νότιες και ανατολικές. Γι’ αυτό ακόμη και η ίδια η αστική τάξη της Ουκρανίας είναι διχασμένη, σε ένα διχασμό γεωγραφικό (δυτικά, κέντρο, Νότος και ανατολικά), γλωσσικό (το μεγαλύτερο μέρος των Ουκρανών πολιτών μιλάει ρωσικά ή κάποιο είδος μικτής διαλέκτου, η ουκρανική κυριαρχεί στη Δυτική Ουκρανία), ακόμη και σε επίπεδο κλάδων οικονομικής δραστηριότητας (εξορυκτική και βαριά βιομηχανική παραγωγή, κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, συγκεντρωμένο τμήμα της αγροτικής οικονομίας και του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος με εξαγωγικό προσανατολισμό, κλάδοι της ελαφράς βιομηχανίας και των υπηρεσιών) όπου διχάζεται η διεθνής οικονομική διασύνδεση της Ουκρανίας με τη Ρωσία από τη μια μεριά και την ΕΕ, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες (όπως η Κίνα) από την άλλη. Ταυτόχρονα, η Ουκρανία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Τα παραπάνω δεδομένα, που εδώ παρατίθενται πολύ ελλειπτικά, ορίζουν σε σημαντικό βαθμό το σημερινό εθνικό ζήτημα στην καπιταλιστική Ουκρανία και εξηγούν κάποια πράγματα σχετικά με τον υφιστάμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Βοηθούν να κατανοήσουμε πώς συνδυάζεται ο ναζισμός-φασισμός με το φιλελευθερισμό σε μαζικό επίπεδο, πώς ένας Πρόεδρος εβραϊκής καταγωγής παρασημοφορεί ναζιστές (τη στιγμή που οι φυσικοί πρόγονοι του ίδιου πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι, ενάντια στους πολιτικούς προγόνους των σημερινών ναζιστών) και οι ναζιστές τον αποδέχονται, το πώς και το γιατί μια ακροδεξιά ιδεολογία εμφανίζεται ως ιδεολογία εθνικής απελευθέρωσης και ως ιδεολογία συγκρότησης ενός (επιτέλους) ισχυρού αστικού ουκρανικού κράτους. Μπορεί να εξηγηθεί, μετά τη σχετική ανάλυση που πρέπει να περιλαμβάνει και άλλα δεδομένα, η διαφορά μεταξύ των αποχρώσεων της ρωσικής και της ουκρανικής εθνικής και εθνικιστικής ιδεολογίας, η έμφαση στον «αυτοκρατορικό» αφομοιωτικό-επεκτατικό χαρακτήρα στην πρώτη περίπτωση και η έμφαση στο «χωριστικό», αποσχιστικό, «σεπαρατιστικό» χαρακτήρα στη δεύτερη, η έντονη αίσθηση της ασυνέπειας, του εκλεκτικισμού, της χυδαίας πολιτικής εργαλειοποίησης και του ανορθολογισμού, και στις δύο περιπτώσεις. Πρόκειται για κανονικά μεταμοντέρνα «αφηγήματα», που ντύνουν τις πιο απάνθρωπες πλευρές του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού· ένα ρηχό, αδιάντροπο και κυνικό λιανικό εμπόριο ιδεών, συναισθημάτων, ανθρώπινων αναγκών και ανθρώπινων υπάρξεων. Αν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ονόμαζε «εμπόρους των εθνών» τους Βενετούς στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, οι σύγχρονες αστικές τάξεις και τα κράτη τους τούς έχουν ξεπεράσει κατά πολύ. Αυτοί είναι οι σύγχρονοι, αντιδραστικοί και πολύ πιο επικίνδυνοι από τους περιβόητους εκείνους τυχοδιώκτες της Ιστορίας (που στο κάτω-κάτω έπαιξαν και κάποιον προοδευτικό ιστορικό ρόλο) –πραγματικοί «Έμποροι των εθνών», σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλους τους τόπους. Πολύ πιο επικίνδυνοι, γιατί σήμερα πια δεν πρόκειται για την ιστορική εναλλαγή των μορφών εκμετάλλευσης· σήμερα, σε αυτήν τη βαθμίδα ανάπτυξης της κοινωνίας, σε αυτήν τη βαθμίδα κοινωνικοποίησης της παραγωγής και σε αυτό το τόσο υψηλό επίπεδο των δυνατοτήτων και αναγκών των ανθρώπων, διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας.