Η διαμόρφωση προσωπικότητας: Σχετικά με τα αποτελέσματα ενός επιστημονικού πειράματος


του Ε. Β. Ιλιένκοφ*

Από πού προκύπτει το ταλέντο; «Από το Θεό», λένε κάποιοι. «Από τη φύση, από τα γονίδια του μπαμπά και της μαμάς», αντι-
τείνουν άλλοι. Και οι δύο ξεκινούν από το γεγονός ότι το ταλέντο είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Μερικές φορές μάλιστα παραθέτουν έναν αριθμό, αναφερόμενοι σε στατιστικά στοιχεία: Περίπου το 6% όλων των ανθρώπων που ζουν στη Γη. Λογικά, το υπόλοιπο 94% είναι εκ γενετής ατάλαντο και, επομένως, καταδικασμένο «από τον ίδιο το Θεό» ή «από τη φύση» σε εργασία που δεν απαιτεί δημιουργικές ικανότητες.

Τι γίνεται όμως αν υποθέσουμε το αντίθετο, ότι κάθε φυσιολογικός άνθρωπος είναι προικισμένος με απόθεμα ταλέντου από τη στιγμή που γεννιέται, δηλαδή γενετικά, και η ποσοστιαία αναλογία μεταξύ ανθρώπων «ταλαντούχων» και «μη προικισμένων» εξαρτάται μόνο από τις κοινωνικές συνθήκες ανάπτυξης, από το σύστημα διαπαιδαγώγησης που έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία; Τι γίνεται αν εμείς απλά δεν έχουμε ακόμα μάθει πώς να χρησιμοποιούμε πλήρως την «προβλεπόμενη ισχύ» των δυνατοτήτων του εγκεφάλου μας και δε γνωρίζουμε να μεγαλώνουμε κάθε παιδί που έρχεται στη ζωή ώστε να είναι ένας ολόπλευρα αναπτυγμένος άνθρωπος; Όμως οι αρχές του κομμουνισμού προϋποθέτουν τη λύση ακριβώς αυτού του καθήκοντος: Τη διαμόρφωση της ολόπλευρα αναπτυγμένης προσωπικότητας κάθε μέλους της κοινωνίας. Και αυτή η λύση δε βασίζεται σε όνειρα, αλλά στα δεδομένα της πιο αυστηρής επιστήμης, ιδίως στα πραγματικά επιτεύγματα της υλιστικής ψυχολογίας, στα πειστικά αποτελέσματα των πειραματικών-θεωρητικών ερευνών.

Είναι σπάνιο, αλλά συμβαίνει να πέσει στα χέρια ενός παιδαγωγού κάποιο πλάσμα που σύμφωνα με όλους τους βιολογικούς δείκτες ανήκει στο είδος «Homo sapiens», αλλά δεν παρουσιάζει δείγματα ανθρώπινου ψυχισμού –ούτε ομιλία, ούτε σκέψη, ούτε συνείδηση, ούτε καν πρωτόγονες εκδηλώσεις στοχοπροσηλωμένης δραστηριότητας. Ένα τέτοιο ον μεγαλώνει σε μέγεθος, αλλά η ψυχική ανάπτυξη δεν ξεκινά ποτέ.

Η άμεση αιτία αυτού του φαινομένου είναι η τυφλοκώφωση, δηλαδή η ταυτόχρονη απουσία και της όρασης και της ακοής. Το να εκδηλωθεί εκ γενετής ή κατά την πρώιμη παιδική ηλικία ως αποτέλεσμα ασθένειας ή ατυχήματος, αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα, γιατί κατά την πρώιμη εκδήλωση της τυφλοκώφωσης υποβαθμίζονται και ατροφούν πολύ γρήγορα όλες οι ενδείξεις του ανθρώπινου ψυχισμού, που είχαν μόλις εμφανιστεί, πριν από αυτήν την καταστροφή και το παιδί φτάνει να μοιάζει με κάποιο είδος ανθρωπόμορφου φυτού, κάτι σαν φίκος, που ζει μόνο για όσο διάστημα δεν ξεχνούν να το ποτίσουν. Και αυτό γίνεται με έναν απολύτως φυσιολογικό (από βιολογική, από ιατρική άποψη) εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος συνεχίζει να αναπτύσσεται με προγράμματα που είναι κωδικοποιημένα στα γονίδια, στα μόρια των δεοξυριβονουκλεϊκών οξέων. Ωστόσο, δεν εμφανίζεται καμία νευροδυναμική σύνδεση που θα εξασφάλιζε την ψυχική δραστηριότητα.

Απομένει μόνο ως το όργανο που ελέγχει τις διεργασίες που συμβαίνουν μέσα στο σώμα του παιδιού, τις διεργασίες της κυκλοφορίας του αίματος, της πέψης και απέκκρισης, της ανταλλαγής αερίων, της θερμορύθμισης, της λειτουργίας του ενδοκρινικού συστήματος κλπ., και αυτές ρέουν χωρίς τη συμμετοχή του ψυχισμού και δεν τον χρειάζονται. Δεν υπάρχει ανάγκη γι’ αυτόν και μια τέτοια δεν εμφανίζεται, αν και όλες οι μορφοφυσιολογικές προϋποθέσεις γι’ αυτήν είναι υπαρκτές.

Ένα σκληρό πείραμα που οργανώθηκε από τη φύση –έτσι μπορούμε να ορίσουμε αυτήν την τραγική κατάσταση. «Πείραμα», που με όλη του την οξύτητα θέτει στην επιστήμη για τον άνθρωπο μια σειρά θεμελιωδών ερωτημάτων, που απαιτούν από αυτήν απόλυτα ακριβείς και ξεκάθαρες απαντήσεις.

Και η επιστήμη, η ψυχολογία (ακριβώς, η ψυχολογία, όχι η φυσιολογία του ανώτερου νευρικού συστήματος!) κατάφερε να βρει λύση γι’ αυτές, και όχι μόνο θεωρητική. Η μελετημένη θεωρητική λύση, που βασίστηκε στη συνεπή υλιστική κατανόηση της φύσης του ψυχισμού, της συνείδησης, της βούλησης, της νοημοσύνης και της ηθικής, δοκιμάστηκε με το «πυρ» της πρακτικής. Αποτέλεσε τη βάση πολυετούς πειραματικής παιδαγωγικής έρευνας και απέδειξε την ορθότητά της (ή, όπως λένε οι φιλόσοφοι, την αλήθεια) με αποτελέσματα τόσο αποδεικτικά και αδιαμφισβήτητα, που γι’ αυτά μίλησε ο ειδικός και ο γενικός Τύπος σε όλο τον κόσμο.

Η σοβιετική επιστήμη έδειξε και απέδειξε σε αυτήν την περίπτωση ότι μια επιστημονικά οργανωμένη διαδικασία εκπαίδευσης, ακόμη και με ένα τέτοιο φαινομενικά ανυπέρβλητο εμπόδιο, όπως η παντελής απουσία ακοής και όρασης ταυτόχρονα, μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί στο δρόμο μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης ανάπτυξης και να διαμορφώσει μέσα του όχι μόνο έναν ψυχισμό γενικά, αλλά έναν ψυχισμό της ανώτατης τάξης, δίνοντάς του πρόσβαση σε όλους τους θησαυρούς του ανθρώπινου πνευματικού πολιτισμού και διαπαιδαγωγώντας το να είναι ένας ολόπλευρα αναπτυγμένος, πραγματικά ταλαντούχος άνθρωπος.

Γι’ αυτό πείθεται ο καθένας που είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με τέσσερις εκπληκτικούς ανθρώπους, τον Σεργκέι Σιρότκιν, τη Ναταλία Κορνέεβα, τον Αλεξάντρ Σουβόροφ και τον Γιούρι Λέρνερ.

Τώρα, ενώ είναι τυφλοκωφοί, ολοκληρώνουν με επιτυχία τον κύκλο ανώτατων σπουδών στη Σχολή Ψυχολογίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Σύμφωνα με τις ομόφωνες κρίσεις των καθηγητών και εκπαιδευτικών, δεν είναι πλέον μόνο υψηλού μορφωτικού επιπέδου ψυχολόγοι, αλλά και αναμφισβήτητα ταλαντούχοι δεξιοτέχνες της δουλειάς τους.

Ο Αλεξάντρ Σουβόροφ γράφει διπλωματική εργασία για την ανάπτυξη της ικανότητας φαντασίας στα τυφλοκωφάλαλα παιδιά, με ευρείες και πρωτότυπες προσεγγίσεις στο πλαίσιο των προβλημάτων της φύσης και των συνθηκών ανάπτυξης αυτής της ικανότητας γενικά. Γράφει ποίηση και μάλιστα πραγματικά καλή. Ως προς την κοινωνική του δραστηριότητα, σημειώνουμε ότι πέρσι έγινε δεκτός στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η μόνιμη κοινωνική του δραστηριότητα είναι προπαγανδιστής.

Ο Σεργκέι Σιρότκιν είναι απορροφημένος στη μελέτη του ρόλου της γλώσσας και του λόγου στην ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ανάλυσή του γι’ αυτό το πρόβλημα διακρίνεται από θεωρητική οξύτητα που εκπλήσσει τους ειδικούς. Είναι γραμματέας οργάνωσης της Κομσομόλ και δραστήριο στέλεχος σε δύο πανρωσικούς συλλόγους –των τυφλών και των κωφών– ερωτευμένος με τα Μαθηματικά και την τεχνολογία. Επισκευάζει όχι μόνο γραφομηχανές, αλλά και πολύ εξελιγμένες ηλεκτρονικές συσκευές.

Η Ναταλία Κορνέεβα ασχολείται με ένα δυσκολότατο θέμα –τη διαπαιδαγώγηση των ηθικών αξιών της προσωπικότητας– και όχι μόνο θεωρητικά. Εργάζεται με χαρά με τυφλοκωφάλαλα παιδιά, επιδεικνύοντας εξαιρετικό παιδαγωγικό τακτ και ταλέντο.

Ο Γιούρι Λέρνερ εργάζεται πάνω στην επέκταση της γκάμας των εποπτικών βοηθημάτων για μη βλέποντες –ανάγλυφα, ανάγλυφα-γραφικά σχήματα και σχέδια. Όταν πέθανε ο αγαπημένος τους δάσκαλος και φίλος Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Μεσεριάκοφ, ο Γιούρι σμίλεψε το γλυπτό του πορτρέτο. Τώρα το πορτρέτο είναι χυτό σε μπρούντζο.

Και οι τέσσερις κατέχουν άπταιστα τη λεκτική γλώσσα (χωρίς υπερβολές, θαυμάσια). Και όχι μόνο στις δακτυλικές και τυπωμένες μορφές έκφρασής της, αλλά και στη μορφή του επαρκώς κατανοητού ζωντανού προφορικού λόγου. Εμφανίζονται συχνά μπροστά σε μεγάλα ακροατήρια σε αμφιθέατρα με διαλέξεις, με παρουσιάσεις, μπροστά σε επιστήμονες, φοιτητές, εργαζόμενους και στην αίθουσα τους ακούνε πάντα με κομμένη την ανάσα.

Δεν επιβραβεύεται κάθε φοιτητής με δημοσίευση των επιστημονικών του εργασιών σε κεντρικά περιοδικά. Τα κείμενα των εισηγήσεών τους στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο της Σχολής Ψυχολογίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας δημοσιεύτηκαν στο Вопросы философии (Ζητήματα φιλοσοφίας) (αρ. 6, 1975)· ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Παιδαγωγικών Επιστημών της ΕΣΣΔ Β. Ν. Στολέτοφ τα αποκάλεσε «επιστημονικά έγγραφα τεράστιας ισχύος». Τέτοια είναι και ως προς τη σοβαρότητα της σκέψης και ως προς την ακρίβεια της φιλολογικής τους έκφρασης.

Τώρα και οι τέσσερις προχωρούν στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας και οι καθηγητές εκπλήσσονται από την ευκολία με την οποία οι φοιτητές αντιλαμβάνονται τις περιπλοκές της δομής της, ειδικά της γραμματικής, της σύνταξης και του ύφους.

Και όντας όπως ήταν, παρέμειναν σωματικά τυφλόκωφοι και, εάν δεν υπήρχε το ειδικά επεξεργασμένο από την επιστήμη εκπαιδευτικό σύστημα, θα ήταν καταδικασμένοι σε μια ασυνείδητη ύπαρξη σε έναν κόσμο σκότους και σιωπής, τόσο σωματικής όσο και πνευματικής, και με την άμεση και με τη μεταφορική έννοια αυτών των τρομερών λέξεων. Σε έναν κόσμο, όπου υπάρχει μόνο ύλη, αλλά όχι πνεύμα, όχι ψυχισμός, δεν υπάρχει συνείδηση και βούληση, σκέψη και λόγος, όπου υπάρχουν μόνο οι πρωτόγονες οργανικές αισθήσεις του σώματός τους, των φυσικών του καταστάσεων, αλλά δεν υπάρχει καμιά εικόνα του εξωτερικού κόσμου. Ούτε καν η πιο ασαφής, πόσο μάλλον «επαρκής»...

Τώρα είναι υψηλής μόρφωσης και αναντικατάστατοι ειδικοί στην επιστήμη που ερευνά ένα από τα πιο δύσκολα, αν όχι το πιο δύσκολο, μυστήριο του σύμπαντος –το πρόβλημα της εμφάνισης και ανάπτυξης του ανθρώπινου πνεύματος, του ανθρώπινου ψυχισμού, το πρόβλημα της «ψυχής», όπως την έλεγαν πριν. Αντιλαμβανόμενοι άριστα ότι σε αυτήν ακριβώς την επιστήμη οφείλουν αυτό που έγιναν, και οι τέσσερις αποφάσισαν να αφιερώσουν τη ζωή και τις δυνάμεις τους στην αποκάλυψη του μυστικού της γέννησης της ψυχής, στη συνέχιση του μοναδικού έργου των δασκάλων τους, Ιβάν Αφανάσιεβιτς Σοκολιάνσκι (1889-1960) και Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Μεσεριάκοφ (1923-1974). Ο καθένας είναι πλέον αυτό που είναι και γνωρίζει την πραγματική του αξία και την αληθινή του δύναμη, τη σημασία του για τους ανθρώπους, για το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Και αν αυτή η εργασία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μοναδικό, στην καθαρότητα και αποδεικτικότητά του, πείραμα, αυτοί δεν είναι τα αντικείμενα του πειράματος, αλλά οι πληρεξούσιοι και πραγματικά αναντικατάστατοι συμμετέχοντες, που γνωρίζουν το πρόβλημα όχι μόνο «απ’ έξω», αλλά και «από μέσα», ως δικό τους και που επομένως βλέπουν σ’ αυτό ό,τι δεν μπορεί να δει κανείς βλέπων. Οι ίδιοι ήταν αντικείμενα έρευνας μόνο στην αρχή της πορείας τους, όταν εξελισσόταν η διαδικασία της γέννησης της προσωπικότητάς τους, όταν με τις προσπάθειες των παιδαγωγών τους στρώνονταν τα γερά θεμέλια. Η περαιτέρω πορεία είναι δικό τους κατόρθωμα, συγκρίσιμο, ως προς την ηθική του σημασία, με τη ζωή των Νικολάι Οστρόφσκι, Αλεξέι Μαρέσιεφ, της Όλγα Σκοροχόντοβα και άλλων υπέροχων Σοβιετικών ανθρώπων.

Και αυτό το κατόρθωμα έγινε δυνατό ακριβώς επειδή ανατράφηκαν ως τέτοιοι, ως άνθρωποι που κατέχουν αναπτυγμένο ανθρώπινο ψυχισμό της υψηλότερης ποιότητας: Οξεία αναλυτική νοημοσύνη, σαφή συνείδηση, επίμονη βούληση, αξιοζήλευτη φαντασία και κριτική αυτογνωσία, δηλαδή όλες εκείνες τις ψυχικές ικανότητες των οποίων ο αρμονικός συνδυασμός είναι αυτό που οι άνθρωποι από αμνημονεύτων χρόνων ονομάζουν «προσωπικότητα», «δημιουργική ατομικότητα» ή «ταλέντο».

Μεγάλωσαν μπροστά στα μάτια μου. Είδα πώς, βήμα το βήμα, πραγματοποιήθηκε αυτό το σχεδόν απίστευτο μυστήριο –το θαύμα της γέννησης της ψυχής και της διαμόρφωσης του ταλέντου. Δεν υπήρχε τίποτα το μυστικιστικό εδώ. Υπήρχε ο τεράστιος όγκος της εργασίας των παιδαγωγών εκπαιδευτικών, που ήταν μελετημένη στις πιο μικρές της λεπτομέρειες στη βάση της επιστημονικής υλιστικής κατανόησης της φύσης του ανθρώπινου ψυχισμού, των συνθηκών και των νομοτελειών της εμφάνισης και της ανάπτυξής του. Και το πιο σημαντικό είναι ότι το έργο των I. Σοκολιάνσκι - A. Μεσεριάκοφ από την αρχή είχε σημασία που ξεπερνούσε κατά πολύ το πλαίσιο της «ντεφεκτολογίας»1, έδωσε τη δυνατότητα να θέτουμε και να λύνουμε θεμελιώδη προβλήματα της γενικής ψυχολογίας.

«Η ιδιαιτερότητα του πειράματος που εξετάζουμε», είπε το τακτικό μέλος της Ακαδημίας Παιδαγωγικών Επιστημών της ΕΣΣΔ A. N. Λεόντιεφ στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο της Σχολής Ψυχολογίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, «συνίσταται στο ότι δημιουργεί τις συνθήκες στις οποίες γίνονται ορατά –θα ήθελα να πω ακόμη και απτά και, επιπλέον, εκτεταμένα χρονικά, όπως σε αργή κίνηση κινηματογραφικής ταινίας– τα κομβικά γεγονότα της διαδικασίας διαμόρφωσης της προσωπικότητας, της γένεσης (δεν το βάζει ο νους!) της ανθρώπινης συνείδησης, οι συνθήκες που ανοίγουν, σαν να λέγαμε, ένα παράθυρο στα ενδότερα βάθη της φύσης της».

Η αρχική προϋπόθεση είναι αυστηρή: Δεν υπάρχει καθόλου ψυχισμός και «από μόνος του» δεν εμφανίζεται. Πρέπει «να φτιαχτεί», να διαμορφωθεί, να διαπαιδαγωγηθεί. Για να γίνουν αυτά, πρέπει να γνωρίζεις με απόλυτη ακρίβεια τι είναι εκείνο που θέλεις να διαμορφώσεις. Τι είναι ο ψυχισμός γενικά; Τι ακριβώς είναι ο ανθρώπινος ψυχισμός –νοημοσύνη, συνείδηση, βούληση; Πού είναι τα σύνορα μεταξύ του ψυχισμού των ζώων και του ανθρώπινου ψυχισμού; Σε ποιες συνθήκες αναπτύσσεται φυσιολογικά ο ανθρώπινος ψυχισμός και σε ποιες παρουσιάζει παραμορφωτικές στρεβλώσεις, παιδαγωγική αστοχία; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που αντιμετωπίζει η κάθε μητέρα και ο κάθε πατέρας, ο κάθε παιδικός σταθμός και το κάθε νηπιαγωγείο, το κάθε σχολείο και το κάθε πανεπιστήμιο.

Αλλά –και αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της εργασίας με ένα τυφλόκωφο παιδί– όλα αυτά τα προβλήματα τίθενται «σε καθαρή μορφή». Σε συνήθεις συνθήκες, ο ψυχισμός του παιδιού διαμορφώνεται υπό την επίδραση του «παιδαγωγικού αυθόρμητου», δηλαδή δισεκατομμυρίων ποικιλόμορφων, διασταυρούμενων και αντιφατικών γεγονότων και επιρροών, στη μάζα των οποίων είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις τις κύριες και αποφασιστικές, αλλά είναι πολύ εύκολο να τις συγχέουμε με τις δευτερεύουσες και ασήμαντες. Απ’ αυτό εμφανίζονται πολλές ψευδαισθήσεις, παρανοήσεις και παρεκτροπές, που βρίσκονται στη βάση των λαθεμένων, ιδεαλιστικών αντιλήψεων της ψυχικής ανάπτυξης. Ενώ εδώ όλες οι συνθήκες και οι παράγοντες διαμόρφωσης του ψυχισμού μπορούν να καταγραφούν αυστηρά και να τεθούν υπό έλεγχο. Μόνος υπεύθυνος για όλα είναι ο παιδαγωγός. «Από μόνο του» εδώ τίποτα δε θα εμφανιστεί και δε θα αναπτυχθεί.

Η αρχική προϋπόθεση είναι αυτό που δίνεται από τη φύση, τη βιολογία. Είναι εξαιρετικά μικρή –μονάχα οι απλούστατες οργανικές ανάγκες: Τροφή, νερό και οι φυσικοί παράγοντες του γνωστού εύρους. Τίποτα άλλο. Χωρίς μυθικά αντανακλαστικά, όπως το «αντανακλαστικό στόχου», «ελευθερίας», «συλλογής» ή το «αντανακλαστικό προσανατολισμού αναζήτησης», που πολλοί φυσιολόγοι εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι «αναμφισβήτητα», δηλαδή έμφυτα. Δεν υπάρχει καν η ανάγκη για μια ορισμένη δόση κίνησης. Αν ακόμα υπήρχε κάποιο ένστικτο που θα ανάγκαζε το βρέφος να σέρνεται, αυτό εξαφανίζεται γρήγορα, αποκτώντας μόνο δυσάρεστες (αρνητικές) «ενισχύσεις».

Τελικά, δεν εμφανίζεται ούτε καν το χαμηλότερο επίπεδο ψυχισμού που μελετά η ζωοψυχολογία. Ο πυρήνας αυτού του επιπέδου είναι οι δραστηριότητες αναζήτησης και προσανατολισμού. Το οποιοδήποτε ζώο αναζητά και βρίσκει το δρόμο προς την τροφή, το νερό, ταιριάζοντας ενεργά τη διαδρομή της κίνησής του με σχήματα και τη διάταξη εξωτερικών σωμάτων με τη γεωμετρία του περιβάλλοντος. Ένα άτομο που γεννιέται τυφλόκωφο δεν μπορεί καν να το κάνει αυτό. Και πρέπει να το διδαχτεί (όπως και αυτός που έχει όραση και ακοή, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση το κάνουμε χωρίς σκέψη και μετά αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι η δραστηριότητα αναζήτησης και προσανατολισμού προέκυψε «από μόνη της»).

Από εδώ προβάλλει το πρώτο στάδιο επίλυσης του προβλήματος: Να διαμορφωθεί στο παιδί όχι μόνο η ανάγκη, αλλά και η ικανότητα να κινείται ανεξάρτητα στο χώρο στην κατεύθυνση της τροφής, προσαρμόζοντας αυτήν την κατεύθυνση ανάλογα με το σχήμα και τη θέση εξωτερικών σωμάτων που αποτελούν εμπόδια στο δρόμο του. Η ικανότητα να χαράζει τη διαδρομή της ενεργητικής του κίνησης, που αντιστοιχεί με τη γεωμετρία του εξωτερικού κόσμου, αλλάζοντάς την κάθε φορά σύμφωνα με τη νέα, απροσδόκητη και μη προβλεπόμενη εκ των προτέρων (που επομένως δεν είναι γραμμένη σε κανένα γονίδιο) γεωμετρική κατάσταση...

Εδώ φαίνεται εξαιρετικά καθαρά: Η ανάγκη για τροφή είναι έμφυτη, ενώ η ανάγκη (και η ικανότητα) για αναζήτηση τροφής, προσαρμόζοντας ενεργά τις δράσεις στις περιβαλλοντικές συνθήκες –όχι. Αυτή είναι μια πολύ σύνθετη δραστηριότητα που διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ζωής και όλο το μυστικό του «ψυχισμού» βρίσκεται σ’ αυτήν. Αυτό γίνεται ως εξής: Η πιπίλα απομακρύνεται από τα χείλη του παιδιού κατά ένα χιλιοστό και αν καταφέρει να ξεπεράσει αυτήν την ελάχιστη απόσταση με μια δική του κίνηση, την απομακρύνουν στο ένα εκατοστό. Και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια τοποθετείται ένα εμπόδιο το οποίο πρέπει να παρακάμψει. Και ούτω καθεξής μέχρι που, στην πιο δύσκολη δαιδαλώδη κατάσταση, το παιδί θα μάθει να βρίσκει, με οδηγό την όσφρηση και την αφή, τη σωστή διαδρομή, να δομεί μια τροχιά κίνησης, σύμφωνη με το σχήμα και τη θέση των εξωτερικών σωμάτων. Εδώ και μόνο εδώ εμφανίζεται μέσα του η επαρκής εικόνα, το υποκειμενικό αντίγραφο των μορφών αυτών των σωμάτων μαζί με την εικόνα του χώρου γενικά.

Αν αυτό επιτευχθεί, εμφανίζεται ο ψυχισμός. Ο ψυχισμός γενικά. Με εκείνα τα χαρακτηριστικά του που είναι αμετάβλητα για κάθε ψυχισμό, είναι κοινά τόσο για τον ψυχισμό του ανθρώπου, όσο και για τον ψυχισμό των ζώων. Ωστόσο δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί απολύτως τίποτα το συγκεκριμένο για τον ανθρώπινο ψυχισμό. Έστω και ως υπαινιγμός, έστω και σε εμβρυακή μορφή. Και «από μόνο του» δε θα αποκαλυφθεί ποτέ.

Και τώρα σκιαγραφείται το πιο δύσκολο, το πιο σημαντικό και ενδιαφέρον, από την άποψη της ψυχολογίας, στάδιο επίλυσης του προβλήματος. Για να δομηθεί στη βάση του ήδη διαμορφωμένου ψυχισμού γενικά –του ζωοψυχισμού– το σύνθετο οικοδόμημα του ειδικά ανθρώπινου ψυχισμού, να διαμορφωθεί συνείδηση, βούληση, νόηση, φαντασία, αυτογνωσία και τελικά η ανθρώπινη προσωπικότητα, χρειάζεται να γνωρίζουμε ακριβώς σε τι διαφέρει ο ψυχισμός γενικά, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα, από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Πού είναι τα σύνορα μεταξύ του ενός και του άλλου;

Ο μαρξισμός βοήθησε τους I. Σοκολιάνσκι και A. Μεσεριάκοφ να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Καμιά άλλη θεωρία δεν παρείχε το κλειδί γι’ αυτό. Ακόμα χειρότερα, οποιαδήποτε άλλη, σε αυτό το κρίσιμο σημείο, αποπροσανατόλιζε άμεσα την αναζήτηση, κατευθύνοντάς την σε λάθος και γι’ αυτό καταφανώς άκαρπους δρόμους.

Εδώ αποκάλυψαν την πλήρη θεωρητική τους χρεοκοπία όχι μόνο οι ανοιχτά ιδεαλιστικές αντιλήψεις για την «ψυχή» ως ιδιαίτερη άυλη αρχή, η οποία «αφυπνίζεται» για τη συνειδητή ζωή, εγκαθιστάμενη στο ανθρώπινο σώμα, αλλά και όλες οι ποικιλίες του νατουραλιστικού τρόπου κατανόησης της φύσης του ψυχισμού. Και πάνω απ’ όλα η ευρέως διαδεδομένη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο ανθρώπινος ψυχισμός αναπτύσσεται στην πορεία μιας απλής ομαλής εξέλιξης εκείνων των ψυχικών λειτουργιών, που είναι γνώρισμα όλων των ανώτερων ζώων. Ο ανθρώπινος ψυχισμός ερμηνεύεται αντιδιαλεκτικά από σκεπτόμενους επιστήμονες, ως ο ίδιος ζωοψυχισμός, που όμως είναι περισσότερο διακλαδωμένος, περίπλοκος και εκλεπτυσμένος, επομένως, κατά την άποψή τους, δεν μπορεί να εδραιωθεί κανένας θεμελιώδης, ποιοτικός διαχωρισμός. Αυτού του είδους οι τάσεις της άμεσης αναγωγής του ψυχισμού στη φυσιολογία, στην ουσία, αντιφάσκουν με τις αυθεντικές υλιστικές παραδόσεις της σχολής της επιστημονικής φυσιολογίας του Ι. Μ. Σετσένοφ.

Το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να προσανατολίζει αυτή η αντίληψη είναι μια εκπαίδευση πολύ παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται στο τσίρκο για τα ζώα: Στηριζόμενοι στα έμφυτα («μη εξαρτημένα») αντανακλαστικά, χτίστε πάνω τους, στη βάση τους, όλο και περισσότερους νέους ορόφους «εξαρτημένων» αντανακλαστικών. Αρχικά, το «πρώτο» και πάνω του «το δεύτερο σύστημα σήμανσης»2, το λόγο, την ομιλία, τη γλώσσα. Και ως αποτέλεσμα θα προκύψει ο άνθρωπος.

Στην αρχή των αναζητήσεών του, τη δεκαετία του 1920, ο I. Σοκολιάνσκι δοκίμασε και ο ίδιος να ξεκινήσει τη δουλειά με αυτήν ακριβώς την αντίληψη, που βασίζεται σε έναν υλισμό του πρωτόγονου μηχανιστικού ρεύματος. Αλλά πολύ γρήγορα πείστηκε ότι αυτός ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. Το μόνο που θα μπορούσε να δώσει η «παιδαγωγική» που βασίζεται σε μια τέτοια αντίληψη, είναι ένα εκπαιδευμένο ζώο, έστω και πολύ επιδέξιο και ζωωδώς ευφυές. Ανθρώπινη συμπεριφορά, που αποκαλύπτει την παρουσία ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών –συνείδηση, βούληση, νοημοσύνη, αυτογνωσία– δεν εμφανίστηκε και καμία «επιβράβευση» ή «τιμωρία» δε θα μπορούσε να βοηθήσει.

Πεισματικά δεν μπολιαζόταν και το «δεύτερο σύστημα σήμανσης», η γλώσσα. Το τυφλοκωφάλαλο παιδί οργανικά δεν την αποδεχόταν, απωθώντας όλες τις επίμονες προσπάθειες των δασκάλων να ενσταλάξουν μέσα του μια «εξαρτημένη σύνδεση» μεταξύ ενός πράγματος και ενός «σήματος». Η πείρα έχει δείξει ότι, για να δημιουργηθεί μια υπό όρους σύνδεση μεταξύ του «σήματος» και του «σημαινόμενου» απ’ αυτό πράγματος, απαιτούνται έως και οκτώ χιλιάδες επίμονες παρουσιάσεις.

Αμερικανοί ψυχολόγοι που βασίστηκαν στο παγκοσμίως γνωστό μοναδικό γεγονός της επιτυχημένης εκπαίδευσης της Έλεν Κέλερ, του πρώτου τυφλοκωφάλαλου κοριτσιού στον κόσμο που έφτασε σε επαρκώς υψηλό επίπεδο πνευματικής ανάπτυξης, δήλωσαν ότι ακριβώς η γλώσσα, ο λόγος, η ομιλία ήταν το κλειδί με το οποίο έγινε δυνατό να ανοίξει γι’ αυτήν η είσοδος στο βασίλειο του ανθρώπινου πολιτισμού. Ωστόσο, κανείς δεν μπόρεσε να επαναλάβει το «θαύμα της Έλεν Κέλερ». Τότε, τη μοναδικότητα αυτού του γεγονότος, που ερμηνεύτηκε ως «πράξη αφύπνισης της αθάνατης ψυχής με τη δύναμη του Θείου Λόγου» (δηλαδή με τη δύναμη του λόγου), άρχισαν να την εξηγούν με την εξαιρετική ιδιοφυΐα του κοριτσιού, τις ανεπανάληπτες ιδιαιτερότητες της δομής του εγκεφάλου της, το μη αναπαραγώγιμο γενετικό χάρισμα της φύσης της και με παρόμοιες περιστάσεις, που βρίσκονται έξω από τη σφαίρα της παιδαγωγικής τέχνης.

Στην επιστήμη, ωστόσο, αποδεικτική δύναμη έχει μόνο ένα πείραμα που μπορεί να επαναληφθεί, να αναπαραχθεί. Ενώ ένα «θαύμα», όσο αυτό παρουσιάζεται σαν θαύμα, αποκλείει καταρχήν αυτήν τη δυνατότητα.

Οι I. Σοκολιάνσκι και A. Μεσεριάκοφ, έχοντας αναλύσει προσεκτικά την ιστορία της ανάπτυξης της Έλεν Κέλερ, μπόρεσαν να της δώσουν μια απολύτως λογική εξήγηση, βασισμένη σε εντελώς άλλες θεωρητικές αρχές, που δεν επέτρεψαν μόνο την επανάληψη, αλλά και την κατά πολύ υπέρβαση της επιτυχίας των εκπαιδευτικών της Κέλερ.

Η παιδαγωγική τους στρατηγική και τακτική βασίστηκαν στα εξής: Το ζώο προσαρμόζεται ενεργά στο φυσικό του περιβάλλον, προσανατολιζόμενο μέσα σε αυτό κατά τη διαδικασία ικανοποίησης των βιολογικά έμφυτων αναγκών του είδους του. Ο ψυχισμός του εμφανίζεται και αναπτύσσεται ως λειτουργία αυτού του τρόπου ζωής. Αυτή είναι και η οροφή του.

Ενώ ο άνθρωπος αναποδογυρίζει ριζικά τη σχέση. Αρχίζει να προσαρμόζει ενεργά τη φύση στον εαυτό του, στις ανάγκες του, στις απαιτήσεις του. Μπαίνει στο δρόμο της εργασίας. Η εργασία τον μετατρέπει σε άνθρωπο. Στην αρχή, οι ανάγκες, που τον παρακινούν να εργαστεί, πραγματικά δε διαφέρουν πολύ από τις ανάγκες των πλησιέστερων ζώων προγόνων του. Αλλά –και όσο πιο μακριά, τόσο περισσότερο– οι ίδιες αυτές ανάγκες γίνονται διαφορετικές, ειδικά ανθρώπινες. Και τέτοιες τις κάνει η ίδια η εργασία, που μεταμορφώνει όχι μόνο την εξωτερική φύση, αλλά και την οργανική φύση του ίδιου του ανθρώπου.

Από αιώνα σε αιώνα, αυτές οι νέες ανάγκες, απολύτως άγνωστες στα ζώα, γίνονται όλο πιο σύνθετες, πλουσιότερες και πιο πολύμορφες. Γίνονται ιστορικά αναπτυσσόμενες ανάγκες. Και δεν εμφανίζονται στον οργανισμό του ατόμου, αλλά στον οργανισμό του «ανθρώπινου γένους», δηλαδή στον οργανισμό της κοινωνικής παραγωγής της ανθρώπινης (ειδικά ανθρώπινης!) ζωής, στους κόλπους του «συνόλου των κοινωνικών σχέσεων» που καθιερώνονται μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία αυτής της παραγωγής, κατά τη διάρκεια της κοινής καταμερισμένης δραστηριότητας των ατόμων, που δημιουργούν το υλικό σώμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Εμφανίζονται και αναπτύσσονται μόνο στην ιστορία του πολιτισμού, αρχικά μόνο του υλικού, και στη συνέχεια του «πνευματικού», που εμφανίστηκε στη βάση του πρώτου. Εννοείται ότι ούτε οι ειδικά ανθρώπινες ανάγκες, ούτε, πολύ περισσότερο, οι ειδικά ανθρώπινοι τρόποι ικανοποίησής τους δεν εγγράφονται στα γονίδια του ατόμου και δεν κληρονομούνται μέσω των γονιδίων. Το άτομο αφομοιώνει αυτές τις ανάγκες και τους τρόπους ικανοποίησής τους στην πορεία της ανθρώπινής του εξέλιξης, δηλαδή μέσα από τη διαδικασία της διαπαιδαγώγησης, εννοούμενης με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο ειδικά ανθρώπινος ψυχισμός με όλα τα μοναδικά χαρακτηριστικά του εμφανίζεται (και δεν «αφυπνίζεται») μόνο ως λειτουργία της ζωτικής δραστηριότητας του ανθρώπου, δηλαδή της δραστηριότητας που δημιουργεί τον κόσμο του πολιτισμού, τον κόσμο των πραγμάτων, που δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο.

Σε αυτά τα αξιώματα της υλιστικής κατανόησης της Ιστορίας, ο I. Σοκολιάνσκι και ο A. Μεσεριάκοφ απέκτησαν τη στέρεη θεωρητική βάση της παιδαγωγικής τους. «Η ουσία του ανθρώπου» βρίσκεται στο «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων στην παραγωγή της ειδικά ανθρώπινης ζωής και το «μυστικό» είναι το κάθε άτομο που εισέρχεται στη ζωή να ενταχτεί σ’ αυτήν την «ουσία».

Για το λόγο αυτόν, έννοια-κλειδί της παιδαγωγικής των I. Σοκολιάνσκι και A. Μεσεριάκοφ έγινε η έννοια της «από κοινού καταμερισμένης δραστηριότητας», που πραγματοποιείται από το παιδί μαζί με τον παιδαγωγό και, φυσικά, είναι καταμερισμένη μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, ώστε το παιδί να υιοθετεί βαθμιαία όλους εκείνους τους ειδικά ανθρώπινους τρόπους συνειδητής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον που είναι εγγεγραμμένοι στις μορφές των πραγμάτων που δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Εντασσόμενο στον κόσμο των πραγμάτων, δηλαδή αφομοιώνοντας τα πράγματα, το παιδί αφομοιώνει και τον πραγμοποιημένο σε αυτά κοινωνικό ανθρώπινο νου με τη λογική του, δηλαδή μετατρέπεται σε λογικό ον, σε ολοκληρωμένο εκπρόσωπο του ανθρώπινου γένους, ενώ πριν από αυτό (και έξω απ’ αυτό) ήταν και θα παρέμενε μόνο εκπρόσωπος ενός βιολογικού είδους, δηλαδή δε θα είχε αποκτήσει ούτε συνείδηση, ούτε βούληση, ούτε νοημοσύνη («νου»).

Γιατί ο νους («το πνεύμα») δεν είναι υλικά εγγεγραμμένος στη βιολογικά δεδομένη μορφολογία του σώματος και του εγκεφάλου του ατόμου, αλλά πριν απ’ όλα στα προϊόντα της εργασίας του και γι’ αυτό αναπαράγεται ατομικά μόνο μέσω της διαδικασίας ενεργητικής αφομοίωσης των πραγμάτων που δημιουργούνται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μέσω της αφομοίωσης της ικανότητας ανθρώπινης χρήσης και διαχείρισης αυτών των πραγμάτων.

Αυτός ο πολύ πραγματικός νους (και όχι ο μυστικιστικός απρόσωπος και άυλος «νους» του ιδεαλισμού), ο κοινωνικός ανθρώπινος νους που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ιστορικά στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας των ανθρώπων αφομοιώνεται από το παιδί και γίνεται δικός του. Αυτός ο υλιστικά εννοούμενος νους υπάρχει αρχικά έξω από το παιδί, πριν και ανεξάρτητα απ’ αυτό. Είναι ενσαρκωμένος, υλοποιημένος, πραγμοποιημένος σε εντελώς πεζά πράγματα –σε χιλιάδες είδη διαβίωσης. Και στις πράξεις ενός ενήλικα, που ξέρει να χειρίζεται αυτά τα πράγματα με ανθρώπινο τρόπο, δηλαδή λογικά (στοχοπροσηλωμένα), σύμφωνα με το ρόλο τους και τη λειτουργία τους στο σύστημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Στο βαθμό που το παιδί μαθαίνει (από έναν ενήλικα, εννοείται) να χειρίζεται ανεξάρτητα τα πράγματα, όπως απαιτούν οι συνθήκες του πολιτισμού που το περιβάλλουν από την κούνια, γίνεται υποκείμενο ανώτερων ψυχικών λειτουργιών, που έχει μόνο ο άνθρωπος. Και αυτό συμβαίνει πριν αφομοιώσει ο άνθρωπος τη γλώσσα, το λόγο, την ομιλία. Επιπλέον, η ήδη διαμορφωμένη νοημοσύνη συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση του λόγου. Εφόσον διαμορφωθεί, ο λόγος αφομοιώνεται εύκολα. Με την αντίθετη σειρά δεν μπορεί να διαμορφωθεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Αυτή η σημαντικότατη συνθήκη έχει διαφύγει τη θεωρητική προσοχή των Αμερικανών ερμηνευτών του «φαινομένου Έλεν Κέλερ». Σχολιάζοντας αυτό το φαινόμενο, δε θεωρούν απαραίτητο να αναφέρουν το γεγονός ότι πριν το κορίτσι προλάβει να μάθει την πρώτη λέξη –έτυχε να είναι η λέξη «νερό»– είχε ήδη περάσει έναν σοβαρότατο κύκλο «πρωταρχικού εξανθρωπισμού» υπό την καθοδήγηση της μικρής της φίλης, μιας μαύρης υπηρέτριας, που της έμαθε ουσιαστικά όλα τα απλά πράγματα που σχετίζονται με τη ζωή και την καθημερινότητα της φάρμας του πατέρα της... Ήταν αυτή η καθοριστική συνθήκη που επέτρεψε στην ταλαντούχα δασκάλα Άννα Σάλιβαν να διδάξει τη γλώσσα στην Έλεν. Αλλά, όντας η ίδια θρησκευόμενο άτομο, απέδωσε τη συμβολή της μικρής νέγρας στον ίδιο τον Θεό, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει με κανέναν τρόπο από πού προήλθε στο κορίτσι η «ψυχή» την οποία εκείνη περίμενε μόνο να «ξυπνήσει με τη δύναμη του λόγου»... Από αυτό διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο η θρησκευτική ιδεαλιστική ερμηνεία αυτού του γεγονότος.

Πρακτικά, το στάδιο του «πρωταρχικού εξανθρωπισμού» ενός τυφλοκωφάλαλου παιδιού δείχνει έτσι: Ένας ενήλικας βάζει ένα κουτάλι στο χεράκι του παιδιού, παίρνει αυτό το χεράκι στο δικό του επιδέξιο χέρι και αρχίζει να κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις με αυτό και το καθοδηγεί [εδώ η λέξη πρέπει να εννοείται εντελώς κυριολεκτικά, με την αρχική της έννοια (στα ρωσικά η λέξη «καθοδηγώ» - «руководить» κυριολεκτικά σημαίνει «χειραγωγώ»: Σ.τ.Μ.)], μέχρι που το χεράκι του παιδιού, στην αρχή παθητικό, σαν κάτι που κρέμεται αδρανές ή ασκώντας και αντίσταση σε μια «αφύσικη», βιολογικά εντελώς «παράλογη» μέθοδο ξεπεράσματος της πείνας, αρχίζει να αποκαλύπτει δειλές και αδέξιες προσπάθειες να κάνει ανεξάρτητα τις ίδιες κινήσεις, σαν να «βοηθάει» το χέρι του ενήλικα. Αυτή είναι μια εργασία που δεν απαιτεί από τον παιδαγωγό μόνο διαβολική υπομονή, επιμονή, αλλά κάτι που είναι απείρως σημαντικότερο, εντονότατη προσοχή στην παραμικρή εκδήλωση ανεξαρτησίας, σε έναν μόλις και μετά βίας αισθητό υπαινιγμό μιας τέτοιας εκδήλωσης από το βρέφος. Μόλις εμφανιστεί ένας τέτοιος υπαινιγμός, χαλάρωσε αμέσως την καθοδηγητική σου προσπάθεια, παιδαγωγέ. Και συνέχισε να την χαλαρώνεις ακριβώς στο βαθμό της αύξησης της δραστηριότητας του χεριού του βρέφους! Αυτή είναι η πρώτη εντολή της παιδαγωγικής του «πρωταρχικού εξανθρωπισμού», που έχει θεμελιώδη σημασία και, πράγμα ευνόητο, όχι μόνο για την ανατροφή ενός τυφλοκωφάλαλου.

Εδώ είναι που το παιδί κάνει το πρώτο του βήμα στο βασίλειο του ανθρώπινου πολιτισμού: Προσπαθεί να ξεπεράσει το όριο που χωρίζει τον ψυχικό κόσμο του ζώου από τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Αυτό που εμφανίζεται δεν είναι τίποτε άλλο από μία ειδικά ανθρώπινη μορφή δραστηριότητας. Μην την συνθλίβεις, μην την σβήσεις! Αν, χωρίς να την έχεις προσέξει, συνεχίσεις να καθοδηγείς το παιδί με την ίδια δύναμη και επιμονή, η ενεργητικότητα του μικρού του χεριού θα εξασθενήσει και θα σβήσει και τότε δε θα την ξαναξυπνήσεις με καμία προτροπή. Το παιδικό χέρι θα γίνει ξανά παθητικά υπάκουο, «εύκολο στην καθοδήγηση», αλλά δε θα γίνει πλέον έξυπνο –ένα πραγματικά ανθρώπινο χέρι, ένα όργανο της λογικά στοχοπροσηλωμένης δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι και ο εγκέφαλος δε θα γίνει το όργανο διεύθυνσης αυτής της ειδικά ανθρώπινης δραστηριότητας και, επομένως, το όργανο του ψυχισμού, γιατί ο ψυχισμός εμφανίζεται μόνο ως λειτουργία της εμπράγματης ανθρώπινης στοχοπροσηλωμένης δραστηριότητας. Γι’ αυτό, η υπερβολική καθοδηγητική πίεση, που δε λαμβάνει υπόψη την ανεξαρτησία που έχει ήδη εμφανιστεί στο παιδί, μόνο αναστέλλει τη διαδικασία της ψυχικής ανάπτυξης, την επιβραδύνει και αναβάλλει την έναρξή της στο μέλλον, σε άλλα, πιο σύνθετα είδη δραστηριότητας. Και αυτό ήδη από μόνο του οδηγεί σε στρεβλώσεις στην ψυχική ανάπτυξη, και μάλιστα σχετικά με το τόσο σημαντικό συστατικό της, όπως είναι η διαμόρφωση της βούλησης, δηλαδή του πρακτικού νου.

Αυτό ακούγεται σαν μια παιδαγωγική παραβολή, γνώση («ηθική») η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το θέμα της ανατροφής ενός τυφλοκωφάλαλου παιδιού. Μήπως εμείς, οι ενήλικες, συνεχίζουμε πολύ συχνά να κάνουμε με τα χέρια μας, για το παιδί και αντί του παιδιού, πολλά πράγματα που θα μπορούσε ήδη να τα κάνει μόνο του, αφήνοντας τα χέρια του και το μυαλό του στην απραξία, στην αδράνεια; Μήπως καθυστερούμε να του δίνουμε συνεχώς νέους και πιο σύνθετους τύπους δραστηριοτήτων, συνεχίζοντας να το καθοδηγούμε επίμονα ακόμη και τότε που αυτό είναι περιττό και άρα επιβλαβές; Μήπως φοβόμαστε υπερβολικά συχνά να του αποδώσουμε την πλήρη ευθύνη για μια του απόφαση, για μια του πράξη, δικαιώνοντας τους εαυτούς μας, πιστεύοντας ότι όλα θα τα κάνουμε πιο γρήγορα, πιο έξυπνα και καλά, απ’ όσο μπορεί για την ώρα το ίδιο;

Και δεν προκύπτουν από εδώ «καθοδηγήσιμοι», αλλά χωρίς πρωτοβουλία, παθητικοί, χωρίς θέληση και πολύ «υπάκουοι» άνθρωποι, που φοβούνται σαν τη φωτιά να πάρουν ανεξάρτητες αποφάσεις και δεν ξέρουν πώς να αποφασίσουν, πόσο μάλλον να τις εφαρμόσουν; Γιατί αυτές οι ηθικές ποιότητες διαμορφώνονται πολύ νωρίς, όπως και οι αντίθετές τους. Μπορεί να συμβαίνει, ακόμα κι εκεί που συνεχίζουν να ταΐζουν με το κουτάλι ένα δίχρονο άνθρωπο που είναι ήδη ικανός να πραγματοποιεί μια τόσο απίθανα σύνθετη δραστηριότητα, όπως ο λόγος (!), με τον ίδιο τρόπο που ταΐζουν ένα παιδί ενός έτους. Είναι πολύ πιθανό να συμβεί.

Κατανοώντας αυτήν την ύπουλη διαλεκτική μετατροπή της δραστηριότητας του ενηλίκου σε ιδιοκτησία του παιδιού, ο Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Μεσεριάκοφ πάντα απαιτούσε αυστηρά από τους παιδαγωγούς και δασκάλους του οικοτροφείου Ζαγκόρσκ για τυφλοκωφάλαλα παιδιά τη μεγαλύτερη προσοχή και το σοβαρότερο σεβασμό προς την παραμικρή εκδήλωση ανεξάρτητης δραστηριότητας του μικρού ανθρώπου σε οποιοδήποτε στάδιο της ένταξής του στον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Διαφορετικά, θα πρέπει να φροντίζεις όλη σου τη ζωή το μαθητή, να τον οδηγείς από το χέρι. Και όχι μόνο σε ένα τόσο απλό θέμα όπως το φαγητό, χρησιμοποιώντας το κουτάλι και το πιρούνι· σε κάθε θέμα. Θα παραμείνει αδύναμος και υπάκουο όργανο της βούλησης κάποιου άλλου και του μυαλού κάποιου άλλου, αλλά δικά του δε θα αποκτήσει...

Μπορούν να πουν (και λένε): Έτσι είναι στους τυφλοκωφάλαλους, αλλά στα κανονικά παιδιά ο ψυχισμός εμφανίζεται σαφώς πριν μάθουν να αφομοιώνουν τον περίγυρό τους με τα δικά τους χέρια. Το θέμα, ωστόσο, είναι ότι ο ψυχισμός του βρέφους διαμορφώνεται ακριβώς στο βαθμό που μαθαίνει να ελέγχει τα χέρια της μητέρας του (χρησιμοποιώντας μόνο σε αυτήν κατανοητές εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και μετά και λέξεις). Ο ψυχισμός του βρέφους και εδώ εμφανίζεται και διαμορφώνεται ως λειτουργία της εμπράγματης πρακτικής δραστηριότητας, ως παράγωγο του έργου των χεριών (αν και όχι των δικών του, αλλά ξένων).

Όταν ένας ενήλικας παρακολουθεί ένα βρέφος, χωρίς να προσέχει τι κάνουν τα χέρια της μητέρας, τότε εμφανίζεται η ψευδαίσθηση της «αυθόρμητης» ανάπτυξης του ψυχισμού. Αλλά δε δίνουν προσοχή στο γεγονός ότι ένα βρέφος μπορεί να «ελέγχει» τα χέρια κάποιου άλλου μόνο μέσα στα όρια που του δίνονται, δηλαδή τις ενέργειες που ήδη κάνουν τα χέρια της μητέρας και χωρίς τις «εντολές» του (πριν και ανεξάρτητα από τη «διαχειριστική» δραστηριότητα του εγκεφάλου του) και επομένως διαμορφώνουν ενεργά και καθορίζουν την ανάπτυξη του ψυχισμού του.

Οι συνθήκες της ψυχικής ανάπτυξης, που δημιουργεί η τυφλοκώφωση, αναγκάζουν να εκτιμηθεί πλήρως η αποφασιστική σημασία της δουλειάς των χεριών (δηλαδή της άμεσης εμπράγματης πρακτικής δραστηριότητας) για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Αυτό εξηγεί πλήρως τη λαμπρή παιδαγωγική επιτυχία για την οποία μιλήσαμε στην αρχή του άρθρου. Η εφάπαξ διαμορφωμένη ικανότητα ανεξάρτητης και λογικής δράσης γίνεται ακαταμάχητη ανάγκη και εκδηλώνεται στα πάντα –και στη μελέτη, και στην εργασία, και στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, και στην επιστημονική σκέψη. Αυτή είναι η ίδια ικανότητα - η ανάγκη, που αποτελεί τον πυρήνα όλου του ειδικά ανθρώπινου ψυχισμού και που από παλιά ονομάζεται ταλέντο.

Ο ανθρώπινος ψυχισμός ξεκινά απ’ το μικρό, το απαρατήρητο, το οικείο· από την ικανότητα να χειρίζεσαι με ανθρώπινο τρόπο τα καθημερινά αντικείμενα, με την ικανότητα να ζεις ανθρώπινα στον κόσμο των πραγμάτων που δημιούργησε ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Και όσο αποκαλύπτεται ευρύτερα αυτός ο κόσμος στο παιδί, τόσο περισσότερα πράγματα τέτοιου είδους εμπλέκονται στη σφαίρα της δραστηριότητάς του, τόσο περισσότερο γίνεται λογικό ον. Όταν διαμορφωθεί αυτός ο πρακτικός νους, η διδασκαλία της γλώσσας και του λόγου παύει να αποτελεί ένα οσοδήποτε δύσκολο πρόβλημα και γίνεται κυρίως θέμα τεχνικής. Όταν ένας άνθρωπος έχει κάτι να πει και υπάρχει η ανάγκη να το πει, η λέξη και η ικανότητα ορθής χρήσης της αποκτώνται εύκολα. Αρχικά πρόκειται για τη γλώσσα των χειρονομιών και μετά για τη γλώσσα των λέξεων, που την αντικαθιστά ανοίγοντας τις πόρτες σε νέους ορόφους πολιτισμού, που είναι απρόσιτοι χωρίς αυτήν, στον κόσμο του Πούσκιν και του Τολστόι, του Σπινόζα και του Γκέρτσεν, του Δαρβίνου και του Αϊνστάιν· και η επικοινωνία με αυτούς τους «συνομιλητές» παράγει νέες μετατοπίσεις στον ψυχισμό του, ανεβάζει σε νέα επίπεδα όχι μόνο την κουλτούρα του λόγου του, αλλά και, αυτονόητα, την κουλτούρα της σκέψης, της ηθικής και της αισθητικά αναπτυγμένης φαντασίας του.

Στην αρχή, το τυφλοκωφάλαλο παιδί γίνεται άνθρωπος ως προς τον τρόπο ικανοποίησης των αναγκών, όμως οι ίδιες αυτές ανάγκες παραμένουν εξολοκλήρου και για μεγάλο χρονικό διάστημα βιολογικές, φυσικού χαρακτήρα. Ως αποτέλεσμα αυτού, όλος ο πολιτισμός που αφομοιώνει γίνεται αποδεκτός από αυτό μόνο στο βαθμό που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο ικανοποίησής τους και τίποτα περισσότερο. Παίρνει στα χέρια του και χρησιμοποιεί («εξερευνά») εκείνα μόνο τα αντικείμενα που σχετίζονται με τα «συμφέροντα» του σώματός του, τα υπόλοιπα τα απωθεί ενεργά ως μη έχοντα κανένα νόημα ή σημασία. Συμπεριλαμβανομένων των παιχνιδιών. Αυτό περιορίζει ριζικά το εύρος της προσοχής του, την ερευνητική προσανατολιστική του δραστηριότητα, τον ψυχισμό του.

Μόνο αργότερα γίνονται αληθινά ανθρώπινες και οι ανάγκες που το κινητοποιούν. Ακριβέστερα, εμφανίζονται νέα, που κατά κανέναν τρόπο δεν είναι προγραμματισμένα στη βιολογία του ερεθίσματα και κίνητρα και οι πρωτόγονες οργανικές ανάγκες φαίνεται να παραμερίζονται, παύουν να παίζουν το ρόλο των καθοδηγητικών κινήτρων της δραστηριότητας. Αλλά αυτό ανατρέπει ριζικά ολόκληρη τη δομή του υπό διαμόρφωση ψυχισμού, επειδή εδώ και μόνο εδώ εμφανίζεται το «ενδιαφέρον» για τα βιολογικά ουδέτερα αντικείμενα, ιδιαίτερα τα παιχνίδια. Από εδώ ξεκινάει πραγματικά η πλήρης ανθρώπινη ανάπτυξη: Ο άνθρωπος τρώει για να ζει, αλλά δε ζει για να τρώει. Αυτός ο αρχαίος αφορισμός εκφράζει με μεγάλη ακρίβεια την ουσία της κατάστασης, που συνίσταται στο ότι η ικανότητα δράσης με ανθρώπινο τρόπο μετατρέπεται σε κύρια ανάγκη που οδηγεί όλη την περαιτέρω ανάπτυξη, ενώ οι προηγούμενοι «στόχοι» περιορίζονται στο ρόλο των μέσων. Τα «εγωιστικά» συμφέροντα του σώματος αντικαθίστανται από «αλτρουιστικά» συμφέροντα συλλογικά πραγματοποιούμενων δραστηριοτήτων, δηλαδή από πραγματικά ανθρώπινες ανάγκες, και δίνουν τη θέση τους σε αυτές.

Είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να αναζητούμε την προέλευση αυτών των αναγκών στα δεοξυριβονουκλεϊκά οξέα. Από τη γένεσή τους είναι 100% κοινωνικές και επομένως πρέπει να διαμορφώνονται σε συνθήκες ειδικά δημιουργημένων παιδαγωγικών καταστάσεων. Αυτήν την αλήθεια, που έχει και γενική σημασία, την αποδεικνύει πειραματικά και πρακτικά η εργασία με τα τυφλοκωφάλαλα παιδιά. Επαναλαμβάνω: «Από μόνες τους» οι ειδικά ανθρώπινες ανάγκες δεν εμφανίζονται. Ενσταλάζονται μόνο με τη δύναμη της διαπαιδαγώγησης. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε τίποτα, ούτε από τον Θεό, ούτε από τη φύση: Οι νατουραλιστικές ψευδαισθήσεις σε αυτό το αποφασιστικό σημείο αποπροσανατολίζουν τον παιδαγωγό όχι λιγότερο απ’ όσο η ελπίδα σε «θεϊκές» ή «υπερβατικές» αιτίες γέννησης τέτοιων ψυχικών φαινόμενων όπως η συνείδηση, η αυτοεκτίμηση, ο σεβασμός στην προσωπικότητα του άλλου και παρόμοιες ποιότητες.

Όλα αυτά χρειάζεται να ξέρουμε (χρειάζεται να μάθουμε) να τα διαμορφώνουμε ενεργά σε κάθε παιδί. Και η δουλειά με τα τυφλοκωφάλαλα παιδιά δίνει, με αυτήν την έννοια, πάρα πολλά σε οποιονδήποτε παιδαγωγό. Δείχνει πώς είναι δυνατόν και πρέπει να διαμορφώνονται τέτοιες ειδικά ανθρώπινες ανάγκες, όπως η ανάγκη για την προσωπικότητα του άλλου ανθρώπου, η ανάγκη της γνώσης, της ομορφιάς, του παιχνιδιού, του μυαλού. Κι αν αυτές οι ανάγκες διαμορφωθούν και γίνουν αναπόσπαστη ιδιοκτησία του ατόμου, τότε με αναγκαιότητα το άτομο θα δώσει στο έδαφός τους τα πρώτα (στην αρχή βέβαια ανεπαίσθητα και δειλά) βλαστάρια ταλέντου. Αν δε διαμορφωθούν (ή έχουν ενσταλαχτεί μόνο τυπικά, με όμορφες φράσεις), δε θα εμφανιστεί ταλέντο.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην τρέχουσα προκατάληψη, σύμφωνα με την οποία μόνο μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού έχει μυαλό, ικανό εκ γενετής για «δημιουργική» δουλειά. Αυτή η επιστημονικοφανής προκατάληψη, ντυμένη με στατιστικά στοιχεία, διακοσμημένη με όρους γενετικής και φυσιολογίας της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας και «επιστημονικούς» συλλογισμούς για τις εγγενείς «εγκεφαλικές δομές», που υποτίθεται ότι εκ των προτέρων προκαθορίζουν το μέτρο του ταλέντου ενός ανθρώπου, απλούστατα κατηγορεί συκοφαντικά τη φύση (τα γονίδια) για την εξαιρετικά άνιση κατανομή των συνθηκών ανάπτυξης μεταξύ των ανθρώπων στην ταξική κοινωνία. Είναι απλούστατα μια προβολή του ποσοστού που εκφράζει μια ορισμένη αναλογία στη σφαίρα του υπαρκτού καταμερισμού εργασίας (και ως εκ τούτου και των ικανοτήτων), στην οθόνη της απολύτως αθώας βιολογίας. Η νατουραλιστική απολογητική της υπαρκτής –αστικής– μορφής και του μεγέθους της κοινωνικής ανισότητας.

Γεγονός είναι ότι ο αστικός πολιτισμός αρνείται στην εργατική πλειοψηφία την πρόσβαση στα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης του ανθρώπινου ψυχισμού, αφού αυτή η πλειοψηφία καταδικάζεται διά βίου στη μη δημιουργική δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί, για μια στέγη πάνω από το κεφάλι, για χάρη των εκχυδαϊσμένα πρωτόγονων ή υπερτροφικά διστρεβλωμένων από αυτόν τον πολιτισμό απαιτήσεων της σάρκας. Αλλά αυτός ο τύπος κινήτρου δε γέννησε ποτέ και δε θα γεννήσει ποτέ ταλέντο.

Δε θα ασχοληθούμε με το πόσο αξιόπιστα είναι τα στατιστικά στοιχεία που καθορίζουν το υπαρκτό ποσοστό ταλέντων. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκφράζει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που προσπαθούν να του αποδώσουν οι αστοί ιδεολόγοι. Εκφράζει το γεγονός ότι, στο δεδομένο –αστικό καπιταλιστικό– τρόπο καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, μόνο μια μειοψηφία βρίσκεται σε φυσιολογικές συνθήκες ανθρώπινης ανάπτυξης και γι’ αυτό φτάνει το όριο αυτής της εξέλιξης. Εδώ το όριο αποτελεί προνόμιο. Οι υπόλοιποι δε φτάνουν αυτό το όριο, επειδή το σύστημα διαπαιδαγώγησης, που έχει δημιουργήσει αυτός ο πολιτισμός, τους συγκρατεί σε ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης του ψυχισμού, για το οποίο είναι προσιτή μόνο μια καθαρά αναπαραγωγική εργασία, η εκτέλεση ενεργειών που επιβάλλονται απ’ έξω, το σχήμα και οι αλγόριθμοι των οποίων αποτελούν προϊόν επεξεργασίας της «ταλαντούχας» μειοψηφίας. Μια εργασία που αμείβεται για τον καταναγκαστικό και μη δημιουργικό χαρακτήρα της με ψίχουλα επιβράβευσης, σαν τα κομμάτια ζάχαρης που δίνονται σε μια αρκούδα που κάνει ποδήλατο στο τσίρκο. Και όταν αυτή η επιβράβευση αποδεικνύεται ανεπαρκής, μπαίνουν στο παιχνίδι οι «αρνητικές ενισχύσεις» –οι τιμωρίες... Οι υποσχέσεις ανταμοιβών και οι απειλές τιμωριών, το καρότο και το μαστίγιο –αυτές είναι οι μοναδικές μέθοδοι «παιδαγωγικής επιρροής» με τη βοήθεια των οποίων ο αστικός πολιτισμός αποσπά από τους εργάτες του τη συμμόρφωση στα δικά του ιδανικά και πρότυπα «συμπεριφοράς». Αυτή είναι η όλη ουσία της «εκπαιδευτικής ψυχολογίας» του Σκίνερ (η τελευταία λέξη του συμπεριφορισμoύ στο πρόβλημα της «διαπαιδαγώγησης»), που χρησιμοποιείται πλέον ευρέως σε πολλά σχολεία και φυλακές των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, εδώ δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για καμία διαπαιδαγώγηση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, εδώ λύνεται μόνο το πρόβλημα της αναδιαπαιδαγώγησης, το ζήτημα της «τροποποίησης της συμπεριφοράς» και μέσω αυτής και του ψυχισμού και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το σακάτεμα της προσωπικότητας, του ψυχισμού, που είναι «άγνωστο» από πού και πώς εμφανίστηκε (γιατί σε αυτό το ερώτημα ο συμπεριφορισμός, με την απλοϊκή μηχανιστική του κατανόηση, αδυνατεί να δώσει απάντηση και γι’ αυτό αναζητά τη λύση στη βιολογία, βλέποντας την κύρια πηγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη σφαίρα των εκ γενετής έμφυτων «εγκεφαλικών δομών»). Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, ότι οι ομοϊδεάτες του Σκίνερ εναποθέτουν ολοένα και συχνότερα τις κύριες ελπίδες τους στην άμεση βίαιη παρέμβαση στη λειτουργία του εγκεφάλου χρησιμοποιώντας το χειρουργείο και τη χημεία, ηλεκτρονικά μέσα και την ύπνωση. Μια απόλυτα λογική κατάληξη, που καταδεικνύει την πλήρη χρεοκοπία της «παιδαγωγικής» που περιγράψαμε, τον ανοιχτά εχθρικό χαρακτήρα της προς τον άνθρωπο.

Ορίστε οι δυο κοσμοθεωρητικά ασύμβατες, ιδεολογικά αντίθετες αντιλήψεις της διαπαιδαγώγησης.

Η μία, ανίκανη να κατανοήσει και να φέρει εις πέρας τη διαδικασία της διαπαιδαγώγησης μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας, στοχεύει μόνο στην «τροποποίηση της συμπεριφοράς», στην τυποποίηση της σκέψης και του ψυχισμού (και αυτό ισοδυναμεί με δολοφονία του ταλέντου ακόμα κι εκεί, όπου αυτό, ανεξάρτητα και παρά αυτήν την «παιδαγωγική», κατόρθωσε κατά κάποιον τρόπο να αναδυθεί).

Η άλλη, έχοντας κατανοήσει επιστημονικά το μυστικό της διαδικασίας «γέννησης της ψυχής», με βάση τη σαφή κατανόηση των πραγματικών –υλικών– συνθηκών για την εμφάνιση και ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού, μέχρι την υψηλότερη φάση του –τη φάση του ταλέντου, τη φάση της προσωπικότητας– απέδειξε πειραματικά στην πράξη ότι μπορεί και συνεπώς υποχρεούται να δημιουργήσει από το κάθε παιδί έναν αρμονικά αναπτυγμένο, κοινωνικά δραστήριο άνθρωπο.

Κατά την παιδαγωγική διαδικασία, την οποία μπορέσαμε να περιγράψουμε μόνο πολύ σύντομα και συνοπτικά, προβάλλουν εξαιρετικά καθαρά, όπως στην παλάμη του χεριού σας, οι θεμελιώδεις νομοτέλειες της εμφάνισης και ανάπτυξης του ειδικά ανθρώπινου ψυχισμού. Εδώ πιο ξεκάθαρα, με μεγαλύτερη διαφάνεια, απ’ ό,τι στο «όριο», παρακολουθείται ολόκληρη η διαδρομή κατά την οποία με αναγκαιότητα γεννιέται, και στη συνέχεια αναπτύσσεται, καθώς γίνεται όλο και πιο περίπλοκο και ακμαίο, το σύνολο των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών (της συνείδησης, της βούλησης, της νοημοσύνης), συνδυασμένων στην ενότητα της προσωπικότητας. Φαίνεται το πώς προκύπτει η ίδια αυτή μυστηριακή «ενότητα», το κάθε φορά ατομικά ανεπανάληπτο «Εγώ», που κατέχει την αυτογνωσία, δηλαδή την ικανότητα να έχει επίγνωση του εαυτού του, σαν να τον παρατηρεί απ’ έξω, να κοιτάζει την ίδια του τη δραστηριότητα σαν μέσα από τα μάτια ενός άλλου ανθρώπου, από τη σκοπιά του «ανθρώπινου γένους», ελέγχοντας συνεχώς το έργο του με τα ιδανικά του πρότυπα (νόρμες), που δίνονται από την ιστορία του πολιτισμού, και προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτά τα πρότυπα, θέτοντάς τα σε ένα νέο επίπεδο.

Αυτή η μυστηριώδης «αυτοσυνείδηση», το μυστήριο της οποίας (η ικανότητα να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου σαν να μην είσαι εσύ, αλλά ένας «άλλος», και την ίδια ώρα να μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση κάποιου άλλου) χρησίμευσε κάποτε ως βάση για τα φιλοσοφικά συστήματα των Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ, οι οποίοι θεωρητικά μετέτρεψαν αυτήν την «αυτοσυνείδηση» σε νέο θεό.

Αυτήν την ίδια αυτογνωσία της προσωπικότητας, το μυστικό της οποίας αποκάλυψαν επιστημονικά και υλιστικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς.

Στην επιστημονική και παιδαγωγική δραστηριότητα των Σοκολιάνσκι και Μεσεριάκοφ η ορθότητά τους επιβεβαιώθηκε με μια ακόμα αυστηρά πειραματική απόδειξη. Και σε αυτό συνίσταται η αξεπέραστη σημασία του έργου τους, ενός έργου παγκόσμιας σημασίας και απήχησης.

Όταν κάποτε οι τέσσερις σπουδαστές του Α. Ι. Μεσεριάκοφ μιλούσαν επί τρεις ώρες σε μια αίθουσα του πανεπιστημίου γεμάτη κόσμο, μπροστά σε εκατοντάδες φοιτητές και καθηγητές, που τους άκουγαν χωρίς διακοπή, ήρθε στο τραπέζι, μεταξύ άλλων, το εξής σημείωμα:

«Δε διαψεύδει το πείραμά σας την παλιά αλήθεια του υλισμού; (“Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στο νου που δεν υπάρχει στις αισθήσεις.”) Δε βλέπουν και δεν ακούν, αλλά καταλαβαίνουν τα πάντα καλύτερα από εμάς...»

Μετέφερα την ερώτηση γράμμα προς γράμμα χρησιμοποιώντας το αλφάβητο των δακτύλων (απτική) στον Σάσα Σουβόροφ, σίγουρος ότι θα μπορούσε να απαντήσει καλύτερα από μένα· και ο Σάσα, χωρίς δισταγμό, είπε ξεκάθαρα στο μικρόφωνο:

– Και ποιος σας είπε ότι δε βλέπουμε και δεν ακούμε τίποτα; Βλέπουμε και ακούμε με τα μάτια και τα αφτιά όλων των φίλων μας, όλων των ανθρώπων, ολόκληρου του ανθρώπινου γένους...

Ήταν μια έξυπνη και ακριβής απάντηση ενός μαρξιστή ψυχολόγου. Και το κοινό το εκτίμησε, ξεσπώντας σε θύελλα χειροκροτημάτων. Ο Σάσα είχε το ηθικό και επιστημονικό δικαίωμα να απαντήσει στην ερώτηση ακριβώς με αυτόν τον τρόπο: Συνοπτικά, με ακρίβεια και πειστικά, με πλήρη κατανόηση της ουσίας του θέματος. Αφού σκέφτηκε για λίγο, πρόσθεσε:

– Όσο για την κατανόηση… Δεν ξέρω, ίσως απλά μας διδάξανε σωστά, να καταλαβαίνουμε ό,τι βλέπουμε...

Όπως κάθε πραγματικά ταλαντούχο άτομο, ο Σάσα ποτέ δε θα χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του αυτήν την ηχηρή λέξη –ταλέντο. Θα πει ότι ήταν απλά τυχερός. Είχε την τύχη να βρεθεί με ανθρώπους που κατάφεραν να του εμφυσήσουν την αγάπη για την εργασία, τη γνώση, την ποίηση και τον μεγάλωσαν έτσι, που να νιώθει ικανοποίηση από μια καλοκαμωμένη δουλειά. Αυτή είναι μια υψηλή, αυθεντικά ανθρώπινη ικανοποίηση και δίνει στα παιδιά τις δυνάμεις που χρειάζονται για να πραγματοποιούν κάθε μέρα και ώρα το μεγάλο ηθικό τους επίτευγμα.

Το ταλέντο δεν είναι μια ποσοτική διαφορά στα επίπεδα ανάπτυξης των ανθρώπων, αλλά μια ποιοτικά νέα ιδιότητα του ψυχισμού, που σχετίζεται με μια ριζική, θεμελιώδη αλλαγή στον τύπο και το χαρακτήρα της εργασίας, στο χαρακτήρα των κινήτρων της. Αυτή η ποιότητα είναι αποτέλεσμα της αρμονικής και ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ανθρώπου, των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών του (ικανοτήτων), που συνδέονται στην ενότητα της προσωπικότητας, που είναι επικεντρωμένη στην επίλυση μεγάλων καθηκόντων γενικής σημασίας. Σε αυτό συνίσταται το όριο της ανθρώπινης ανάπτυξης που θέτει η Ιστορία. Αυτό το καθήκον το θέτει μόνο ο κομμουνισμός και μόνο αυτός έχει τη δύναμη να το εκπληρώσει.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* O Έβαλντ Βασίλιεβιτς Ιλιένκοφ (1924-1979) ήταν Σοβιετικός μαρξιστής φιλόσοφος. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του περιοδικού Κομουνίστ το 1977, σελ. 68-79.

1. Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης παιδιών με νοητικές, είτε σωματικές αναπηρίες, καθώς και τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την ανατροφή τους. Με τη στενή έννοια στα ελληνικά είναι η «ειδική αγωγή» (Σ.τ.Μ.).

2. Πρόκειται για ένα γενικό σύστημα ρυθμισμένων συνδέσεων που ενώνει το πρώτο (αισθητηριακό) και το δεύτερο (εννοιολογικό) σύστημα σήμανσης στον εγκέφαλο, εξασφαλίζοντας επαρκή προσαρμογή στο περιβάλλον. Και τα δύο συστήματα λειτουργούν σε αλληλεπίδραση, αντιλαμβάνονται σήματα από τον έξω κόσμο· και το πρώτο σύστημα σήμανσης είναι παρόν σε ανθρώπους και ζώα, ενώ το δεύτερο σύστημα σήμανσης υπάρχει μόνο στους ανθρώπους. Η έννοια του «συστήματος σήμανσης» εισήχθη από τον Ι. Π. Πάβλοφ. Είναι το αντικείμενο μελέτης της φυσιολογίας της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας του ανθρώπου (βλ.: Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ψυχολογία, εκδ. Σύγχρονη Επιστήμη, σελ. 58: Σ.τ.Μ.).