Η θεμελιακή διαφορά του ΚΚΕ από κάθε αστικό κόμμα και όργανο, κυβερνητικό ή ευρωενωσιακό, θεσμό (και της Εκκλησίας με προσαρμογές) που σήμερα μιλά για σεβασμό της γυναίκας, για ισότιμη συμμετοχή με τον άνδρα, είναι ότι απευθύνεται στη γυναίκα της εργατικής τάξης, των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων και όχι στις γυναίκες της αστικής, της εκμεταλλεύτριας τάξης.
Η κομμουνιστική ιδεολογία και πολιτική από το 19ο αιώνα, το ΚΚΕ στη χώρα μας ήδη από την ίδρυσή του το 1918, ανέδειξαν ότι βάθρο της ανεξαρτησίας της γυναίκας από τον άνδρα, της ισοτιμίας της με τον άνδρα στις μεταξύ τους σχέσεις, στην οικογένεια, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, είναι η συμμετοχή της στην κοινωνική εργασία.
Απαραίτητος όρος στην υλοποίηση αυτής της οικονομικής ανεξαρτησίας είναι η εξασφάλιση εργασιακού εισοδήματος ικανού να καλύψει τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες της γυναίκας, όπως και του άνδρα, η κρατική κοινωνική στήριξη της τεκνοποίησης, υπολογίζοντας και τις ιδιαίτερες ανάγκες της γυναίκας σ’ αυτήν.
Ο καπιταλισμός, η βιομηχανία στον καπιταλισμό, άνοιξε την πόρτα σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματική, ολοκληρωμένη χειραφέτηση. Ο καπιταλισμός, έχοντας ως πηγή του κέρδους την ίδια την εργατική δύναμη, την αφαίρεση και ιδιοποίηση μέρους του παραγόμενου απ’ αυτήν προϊόντος, είχε συμφέρον να επεκτείνει άμεσα την εκμετάλλευση και στη γυναικεία εργατική δύναμη. Δε θέλει και δεν μπορεί να στηρίξει τη μητρότητα –και την πατρότητα– με αντίστοιχες κοινωνικές υπηρεσίες. Κατά τ’ άλλα, τ’ αστικά επιτελεία «χύνουν κροκοδείλια δάκρυα» για τη μείωση της γεννητικότητας, θολώνουν τις πραγματικές οικονομικές δυσκολίες που κάνουν νέες γυναίκες και άνδρες, νέους επιστήμονες, καλλιτέχνες κ.ά. διστακτικούς ή και αρνητικούς στην τεκνοποίηση.
Διόλου τυχαία, κάθε φορά που φουντώνει η ανεργία λόγω εκδήλωσης οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, φουντώνουν εκ νέου και οι θεωρίες για συμπληρωματικό χαρακτήρα της γυναικείας εργασίας, για απομάκρυνση της γυναίκας από την εκτός σπιτιού εργασία, τουλάχιστον για τα χρόνια της προσχολικής ηλικίας των παιδιών. Τώρα, αξιοποιώντας την ταχύτητα στην πληροφόρηση, αλλά και στη χειραγώγηση συνειδήσεων που προσφέρει το διαδίκτυο, προβάλλεται ως εναλλακτική η περιστασιακή, η εποχική, η συμπληρωματική εργασία της γυναίκας σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να της εξασφαλίζει ένα σταθερό εισόδημα ο άνδρας «σε ανταλλαγή των οικιακών της υπηρεσιών». Πρόκειται για αναβίωση των αναχρονιστικών θεωριών περί της μητρότητας ως κύριου κοινωνικού ρόλου της γυναίκας.
ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΙΜΙΑΣ Η ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Τα ιδεολογικά επιτελεία του καπιταλισμού επιχειρούν να διαμορφώσουν την κοινωνική συνείδηση διαχωρίζοντας το χαρακτήρα της οικονομίας, της παραγωγής, του εμπορίου, της χρηματικής λειτουργίας, από το χαρακτήρα της εκπαίδευσης, της οικογένειας, των νόμων, του δικαστικού συστήματος, της ερωτικής συμπεριφοράς, των ηθικών συνηθειών και πολιτιστικών πρακτικών, που διαπερνούν και τις σχέσεις ανδρών-γυναικών.
Απενοχοποιούν το καπιταλιστικό κράτος για το πώς σκέφτεται ο εργαζόμενος, ήδη από παιδί, πώς διαμορφώνει τη συμπεριφορά του, αρχικά μέσα στην οικογένεια, στενότερη ή ευρύτερη, στη συνέχεια μέσα στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο, στο στρατό, στον τόπο εργασίας, στις σχέσεις με τους γείτονες, στη φιλία, στο σεξ και στον έρωτα.
Ενοχοποιούν γενικά τον άνδρα για βαθιά κατάλοιπα ανισοτιμίας και όχι την εκμεταλλευτική εξουσία που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής εμπορευματοποιώντας κάθε πτυχή κοινωνικής ζωής, ακόμα και τη σεξουαλικότητα.
Ενοχοποιούν γενικά τον άνδρα για προβληματικές συμπεριφορές, ενώ μέχρι χτες αυτές διδασκόντουσαν στα σχολεία, ακόμα και σήμερα αποτελούν πρακτική στο στρατό, στην αστυνομία, σε καλλιτεχνικού περιεχομένου επιχειρήσεις (π.χ. θιάσους), αθλητικές οργανώσεις που λειτουργούν ως εμπόριο, προβάλλονταν –κι ακόμα προβάλλονται με προσαρμογές– από στίχους κάποιων μουσικών ρευμάτων.
Θέλουν να κρύψουν ότι πηγή της ανισότιμης θέσης της γυναίκας ήταν η δυνατότητα ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, η δυνατότητα ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας να οικειοποιηθεί τον πλούτο που άρχισε να συγκεντρώνεται με τη μορφή αποθεμάτων βασικών πρώτων υλών διατροφής (όπως το σιτάρι) ή πρώτων υλών παραγωγής (όπως τα μεταλλεύματα και ορυκτά), τα μέσα παραγωγής που απαιτούσαν συνεργατισμό στη χρησιμοποίησή τους.
Αυτό το τμήμα έπαψε να δουλεύει, ζούσε από τη δουλειά των άλλων, έκανε επιστήμη την αστυνόμευση, την επιβολή, την εξουσία, την οργάνωση της κοινωνίας με τρόπο που να καθηλώνει τις εκμεταλλευόμενες μάζες.
Τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, που πρωτοεμφανίστηκε αυτή η δυνατότητα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ήταν πιο ευνοϊκή η εφαρμογή της από άνδρα και όχι από γυναίκα. Σχετιζόταν με το γεγονός ότι ο άνδρας δεν είχε άμεση βιολογική εξάρτηση από τη διαδικασία τεκνοποίησης. Αντίθετα, απόλυτη ήταν η φυσική εξάρτηση του εμβρύου - βρέφους - νηπίου από τη γυναίκα, και επομένως και ο περιορισμός της γυναίκας στη μετακίνησή της, στην απομάκρυνση από το βρέφος και μάλιστα με τα πολύ περιορισμένα υλικά, επιστημονικά-τεχνολογικά δεδομένα εκείνης της εποχής. Δηλαδή ο «καταμερισμός εργασίας μεταξύ των δύο φύλων στην αναπαραγωγική διαδικασία του είδους» έβαλε τη σφραγίδα του κατά τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό.
ΑΠΟ ΤΗΝ «ΚΟΣΜΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΗΤΤΑ» ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Έτσι, συνολικά το γυναικείο φύλο υπέστη «την ιστορική ήττα», την υποταγή του στο ανδρικό φύλο. Ποιο ανδρικό όμως; Δεν υποτάχτηκε η δούλη στο δούλο, η δουλοπάροικη στο δουλοπάροικο, αλλά η δούλη όπως και ο δούλος στο δουλοκτήτη, ο δουλοπάροικος, η γυναίκα και τα παιδιά τους στο φεουδάρχη. Αργότερα ο εργάτης και η οικογένειά του, απαλλαγμένοι από προγενέστερες φυσικές εξαρτήσεις (ο δούλος ως κτήμα του δουλοκτήτη, ο δουλοπάροικος προσκολλημένος στο χωράφι και στο σπίτι που ανήκαν στο φεουδάρχη), υποτάχτηκαν στην οικονομική εκμετάλλευση του καπιταλιστή.
Όμως, μιλώντας για «ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου», δεν πρέπει να ξεχνάμε την ταξική της συσχέτιση κι από την εξής άποψη: Ανατρέχοντας στα βάθη της ιστορίας των δουλοκτητικών, των φεουδαρχικών κοινωνιών, βρίσκουμε και γυναίκες στις κορυφές των δομών εξουσίας –βασίλισσες, αυτοκράτειρες– στη συνέχεια πολύ πιο μαζικά τις γυναίκες της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, τις δέσποινες, που ασκούν μέρος της εξουσίας έχοντας την ευθύνη ενός μέρους της λειτουργίας του φέουδου. Και τώρα έχουμε γυναίκες προέδρους, πρωθυπουργούς, υπουργούς, καπιταλίστριες.
Ιστορικά επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι ποτέ, μα ποτέ δεν υπήρχε αμιγώς ανδρική εξουσία, αποσπασμένη από τον ταξικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της. Αλλά και στον αταξικό, πρωτόγονο κομμουνισμό, το μητριαρχικό σύστημα υπολογισμού του γένους δε συνοδευόταν από υποταγή του άνδρα στη γυναίκα, δε συνδεόταν με εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής.
Η πορεία της υποταγής της γυναίκας στον άνδρα πήγε χέρι-χέρι με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αντανακλούσε τη θέση των δύο φύλων στην οργάνωση της κοινωνικής εργασίας, στην εξουσία, χωρίς η διαφορά φύλου να υπερβαίνει την κύρια ταξική διαφοροποίηση.
Επιβεβαίωση του παραπάνω συμπεράσματος αποτελεί και το γεγονός ότι ο περιορισμός της γυναίκας στο ατομικό νοικοκυριό (στις συνθήκες του ατομικού γάμου), το οποίο είχε χάσει το χαρακτήρα του ως κοινωνική παραγωγική μονάδα, δε σημαίνει ότι υπήρξε πλήρης εξάλειψη εκείνης της γυναικείας εργασίας που δεν αφορούσε στενά το ατομικό νοικοκυριό. Δηλαδή και στη δουλοκτησία υπήρχαν εργάτριες (υφάντριες κ.ά.) στην υπηρεσία του δουλοκτήτη ή και του ελεύθερου παραγωγού. Επίσης, στη φεουδαρχία η γυναίκα, ακόμα και τ’ ανήλικα παιδιά, εξίσου δούλευαν με τους άνδρες στην αγροτική παραγωγή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας πήγαινε για το φέουδο και όχι για την οικογενειακή αυτοκατανάλωση.
Όμως οι νόμοι, τα θρησκευτικά δόγματα, η προέκτασή τους σε παραδόσεις, ήθη και έθιμα, όλ’ αυτά που κατοχύρωσαν, νομιμοποίησαν, διαμόρφωσαν ως κοινωνική συνείδηση την ανισοτιμία της γυναίκας απέναντι στον άνδρα, που περιθωριοποίησαν τη γυναίκα από πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής, ακόμα κι αυτής που είχαν οι εργάτες ή οι αγρότες (καφενεία, καπηλειά ή και την εκτός γάμου σεξουαλική ζωή), πρώτ’ απ’ όλα ήταν αναγκαιότητα των ανδρών της άρχουσας τάξης, από κοντά και των ελεύθερων ατομικών παραγωγών (γεωργών, βιοτεχνών κ.ά.). Αυτοί χρειάζονταν τη γυναίκα με κύριο ρόλο τη μητρότητα. Χρειάζονταν να ξέρουν ποια ήταν δικά τους παιδιά, κληρονόμοι και διαιωνιστές της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη, στα άλλα μέσα παραγωγής, στο συγκεντρωμένο πλούτο.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έδωσε τη δυνατότητα βιομηχανικής παραγωγής έφερε την ανατροπή σε όλα τα πεδία, θεμελιακά και δευτερογενή: έκανε την ατομική ιδιοκτησία καπιταλιστική, σταδιακά διεύρυνε τη γυναικεία μισθωτή εργασία, αλλά και την αυτοαπασχόληση στις πόλεις.1
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Γίνεται πολύ μεγάλη αναφορά –και στα βιβλία της σχολικής εκπαίδευσης– ότι οι δύο πόλεμοι, ο ευρωπαϊκός, γνωστός ως Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος, έβγαλαν μαζικά τη γυναίκα στην κοινωνική εργασία.
Οι πόλεμοι ήταν καταλύτες, επιταχυντές, όχι όμως ο βασικός παράγοντας, που όπως ήδη αναφέρθηκε ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο επίπεδο που γέννησε την καπιταλιστική βιομηχανική παραγωγή.
Βέβαια, οι συνθήκες του πολέμου άνοιξαν νέα πεδία εργασίας για τις γυναίκες. Γιατί είναι γεγονός ότι όταν η γυναίκα βγήκε απ’ τον κλοιό της φυσικής οικονομίας –δηλαδή της δουλειάς στο νοικοκυριό που άμεσα παρήγαγε τα περισσότερα μέσα συντήρησής του– εργάστηκε με βάση την παραδοσιακή τεχνική γνώση της, ως υφάντρα, ράφτρα, πλύστρα, μαγείρισσα, καθαρίστρια, τροφός, μαία κλπ.
Η στράτευση των ανδρών και ο θάνατος ή βαρύς τραυματισμός - αναπηρία τους στα μέτωπα του πολέμου έφεραν τη γυναίκα σε πρωτόγνωρες γι’ αυτήν εργασίες, από τις συγκοινωνίες μέχρι τη μεταλλουργία.
Οι συνθήκες του πολέμου κατέρριψαν το μύθο για τη συναισθηματική και συνολικότερη βιολογική αδυναμία ή και κατωτερότητα της γυναίκας, που κατά την ακραία ναζιστική εκδοχή προοριζόταν για τα «3 Κ»: «Küche, Kinder, Kirche» (κουζίνα, παιδιά, εκκλησία), σύμφωνα με τα αρχικά των λέξεων στη γερμανική γλώσσα.
ΔΥΟ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ
Η νέα πραγματικότητα όσον αφορούσε τη συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική εργασία αποτέλεσε τη βάση για τη διεκδίκηση της ισοτιμίας μεταξύ των φύλων. Η καπιταλιστική κοινωνική επανάσταση χρειαζόταν το σάρωμα της προηγούμενης ανισοτιμίας της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα, τουλάχιστον για την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα της πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, χρειαζόταν και τη διατήρηση της ανισοτιμίας της γυναίκας της εργατικής τάξης για να πετυχαίνει μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης, να συμπιέζει και τους μισθούς των ανδρών, να μην υπολογίζεται η γυναικεία και η παιδική εργασία στην αξία του παραγόμενου αγροτικού προϊόντος ώστε ν’ αγοράζεται υποτιμημένο από τον έμπορο και το βιομήχανο.
Αν και οι νέες υλικές συνθήκες απαιτούσαν την ισοτιμία γυναίκας - άνδρα μέσα στα όρια της ανισοτιμίας των τάξεων, αυτή δεν μπορούσε να προχωρήσει γρήγορα, αποφασιστικά, λόγω του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας.
Έτσι, αναπτύχθηκαν διεκδικήσεις για την ισοτιμία της γυναίκας από δύο κατευθύνσεις:
Η μια αφορούσε τις αστές που ήθελαν να καταργηθεί κάθε νομική, θεσμική, εκπαιδευτική, συμπεριφορική ανισότιμη θέση της γυναίκας ή και άλλες ανισοτιμίες, χωρίς ν’ αμφισβητούν την εκμεταλλευτική εξουσία.
Αυτό το αστικό γυναικείο κίνημα, στηριγμένο κυρίως από γυναίκες μεσαίων στρωμάτων, φοιτήτριες, επιστήμονες, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα με τους άνδρες, ως ένα βαθμό διαμόρφωσε συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης ως προς την ισονομία των φύλων και σε ευρύτερες αστικές δυνάμεις, π.χ. πανεπιστημιακούς, πολιτικούς κλπ. Αναδείχτηκαν έρευνες-μελέτες που κατέρριπταν το μύθο περί «βιολογικής κατωτερότητας» της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα, άρνησης της σεξουαλικότητάς της.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να πρωτοπορήσει ούτε στην έγκαιρη εκτεταμένη θεσμική κατοχύρωση αστικών δικαιωμάτων για τη γυναίκα, αλλά πολύ περισσότερο ούτε στην εφαρμογή τέτοιων αστικών δικαιωμάτων προς όφελος της γυναικείας λαϊκής πλειοψηφίας.
Η άλλη κατεύθυνση αφορούσε την εργάτρια, τη μισθωτή που διεκδικούσε έστω κατακτήσεις των εργατών στο ωράριο, στο μεροκάματο, βέβαια και στη στάση των ανδρών, όχι μόνο των εργοδοτών, αλλά και των εργατών (σεβασμό, όχι σεξουαλική βία κ.ά.), διεκδικούσε συμμετοχή στο σωματείο με πλήρη δικαιώματα κ.ά. Αυτή η κατεύθυνση του γυναικείου κινήματος γρήγορα θα συναντιόταν με το επαναστατικό εργατικό κίνημα.
Αντίθετα, το πιο συνεπές αστικό γυναικείο κίνημα, που διεκδικούσε ψήφο, εκπαίδευση, ισονομία με τους άνδρες που συναντήθηκε και με το εργατικό γυναικείο κίνημα, έχανε τη βάση του όσο προχωρούσαν οι ανάλογοι νομικοί και κοινωνικοί εκσυγχρονισμοί, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, τουλάχιστον στα ευρωπαϊκά κράτη και στις ΗΠΑ. Έτσι, επικεντρώθηκε σε ανισοτιμίες που αφορούσαν τις σεξουαλικές-ερωτικές σχέσεις, αλλά και σε κάποιες καθυστερήσεις στη συμμετοχή και αστών γυναικών. Σε μεγάλο βαθμό πρόβαλε αντιδραστικές διεκδικήσεις, όπως για την «αυτοδιάθεση του σώματος», που θεωρούσε την πορνεία ως ατομική επιλογή.
Η ΠΟΡΝΕΙΑ ΩΣ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Πρόκειται για «σύγχρονη» μορφή συγκάλυψης των πιο απάνθρωπων και οδυνηρών συνεπειών του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής εξέλιξης.
Η αποδέσμευση της εργατικής δύναμης από το στενό κλοιό της φεουδαρχικής, σε μεγάλο βαθμό φυσικής οικονομίας έφερε τη μεγάλη συσσώρευση πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Αυτή συνοδεύτηκε και από μετακίνηση νέων γυναικών, κοινωνικά απροστάτευτων, που συχνά αντιμετώπιζαν συνθήκες ανεργίας, έλλειψης στέγης, σε συνδυασμό με εγκατάλειψη από ερωτικούς συντρόφους, ενώ ήταν ήδη έγκυες, αποκτούσαν παιδιά. Έτσι οδηγούνταν στο βιοπορισμό από την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητάς τους, είτε στις πιο άθλιες συνθήκες των εργατικών κέντρων2 είτε στις φαινομενικά αναβαθμισμένες συνθήκες των εκμεταλλευτριών τάξεων3.
Σε συνθήκες συχνών περιοδικών καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, με την ανάπτυξη μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του πλουτισμού τους, η πορνεία διευρυνόταν ως το απαραίτητο συμπλήρωμα της υποκριτικής μονογαμίας του αστικού γάμου - περιφρουρητή της γνησιότητας των απογόνων ως κληρονόμων.
Το κομμουνιστικό κίνημα αλλά και η σοσιαλιστική εξουσία κατά τον 20ό αιώνα στάθηκαν ενάντια στην ποινικοποίηση των εκδιδόμενων γυναικών, αποκάλυψαν την υποκρισία της αστικής ηθικής, αλλά και τις οικονομικές-κοινωνικές αιτίες της πορνείας, τις οποίες η σοσιαλιστική εξουσία επιχείρησε να εκμηδενίσει. Ωστόσο η αντεπανάσταση στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η παράταση του καπιταλισμού, δημιούργησαν συνθήκες με νέα κύματα πορνείας που η αστική ιδεολογία και πολιτική πρόβαλε ως δικαίωμα στην «αυτοδιάθεση του σώματος».
Διόλου τυχαία η εμπορευματοποίηση του σώματος για σεξ παίρνει νέες μορφές –και με τη χρήση του διαδικτύου– ενώ η επίσημη πορνεία προβάλλεται ως «άλλο ένα είδος εργασίας». Επιχειρείται στρεβλά να εμφανιστεί ως σχέση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, κοινωνική σχέση με την οποία ο άμεσος παραγωγός έρχεται σε επαφή με τα μέσα παραγωγής, πουλά την εργατική του δύναμη στον κάτοχο (καπιταλιστή) των μέσων παραγωγής. Όμως στην πορνεία, η πώληση δεν αφορά την εργατική δύναμη αλλά μια ζωτική λειτουργία του σώματος που εμπορευματοποιείται, γίνεται «αντικείμενο αγοραπωλησίας», μειώνοντας τη γυναίκα σε «απλό εργαλείο σεξουαλικής εξυπηρέτησης».
Η παρουσίαση της πορνείας ως «άλλο ένα είδος εργασίας» είναι η άλλη όψη του νομίσματος σε σχέση με παλιότερες προσεγγίσεις περί ποινικοποίησης της πόρνης. Και η μια και η άλλη πλευρά εμποδίζουν ουσιαστικά την επανένταξη των εκδιδόμενων γυναικών στην κοινωνική εργασία.4
Στις σημερινές συνθήκες καλλιεργείται η διαδικτυακή προβολή του γυναικείου σώματος (όπως παλιότερα μέσω του κινηματογράφου ή του video κλπ.) για ανδρική σεξουαλική διέγερση, που είναι επίσης εξευτελιστική για την προσωπικότητα, ενώ δε σταματά στο λεγόμενο «εικονικό σεξ», δεν αποτελεί «ανώδυνη» πηγή απόκτησης εισοδήματος στη βάση της «ατομικής επιλογής και αυτοδιάθεσης».
Πρόκειται για την πιο άθλια εξάρτηση της γυναίκας, ακόμα και ανήλικης (ενίοτε και αγοριών) από διάφορων ειδών κυκλώματα εμπορίας σώματος, ναρκωτικών, που χρησιμοποιούν και όλα τα μέσα βίας.
Βέβαια, στις μέρες μας, η πορνεία έχει επεκταθεί και προς το ανδρικό φύλο, ενώ το ιδεολόγημα περί «αυτοδιάθεσης του σώματος» διαπλέκεται με το επίσης αντιδραστικό και επικίνδυνο ιδεολόγημα περί της «επιλογής φύλου».
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ «ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑΣ ΦΥΛΟΥ»
Ένα τμήμα του φεμινιστικού κινήματος επιχειρήθηκε ν’ αξιοποιηθεί στην αντιδραστικής προέλευσης «μεταμοντέρνα» φιλοσοφική-κοινωνιολογική προσέγγιση περί «απροσδιοριστίας» του φύλου ή αλλιώς περί «φάσματος φύλου», δηλαδή άρνηση της δυαδικότητας του φύλου στην ανθρώπινη αναπαραγωγή. Οι θεωρίες αυτές στηρίχτηκαν στις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα η επιστήμη και η τεχνολογία για εξωσωματική γονιμοποίηση ωαρίου από σπέρμα, ακόμα και για χρησιμοποίηση μιτοχονδρικού DNA τρίτου προσώπου, σε έρευνες για προώθηση τεχνητής μήτρας, ορμονικές - φαρμακευτικές και χειρουργικές παρεμβάσεις με στόχο τη «φυλομετάβαση» ή «αλλαγή φύλου», θεωρίες και πρακτικές που υιοθετήθηκαν από εξειδικευμένα ερευνητικά κέντρα σε διασύνδεση με μονοπώλια της φαρμακοβιομηχανίας και άλλων βιοτεχνολογικών κλάδων.
Προβλήθηκαν στρεβλά «ατομικά δικαιώματα» ανηλίκων, παρακάμπτοντας σε αρκετά καπιταλιστικά κράτη και τη νομικά κατοχυρωμένη απαιτούμενη γονική συναίνεση στη φυλομετάβαση (με αναστολή της σεξουαλικής ανάπτυξης κατά την εφηβεία - ορμονοθεραπεία - επεμβατική μετάλλαξη γεννητικών οργάνων κ.ά.).
Στους νέους κλάδους της καπιταλιστικής κερδοφορίας υποτάχτηκαν φορείς επιστημόνων (ενώσεις, οργανισμοί, ερευνητικά κέντρα). Η νέα ιδεολογία άρνησης της δυαδικότητας του φύλου και ο κατασκευασμένος «ατομικός δικαιωματισμός», παρακάμπτοντας κάθε επιστημονική διερεύνηση κοινωνικών ή και ψυχολογικών αιτιών (π.χ. κατάθλιψης, αυτισμού, εφηβικών διαταραχών, συμπεριφορών που δεν ταιριάζουν σε κοινωνικά στερεότυπα κ.ά.), γενίκευσαν τη λεγόμενη «δυσφορία φύλου» ως κατάσταση που θα αντιμετωπιζόταν σύμφωνα με την ατομική επιλογή του προσώπου. Έτσι, αποθέωσαν τον ιδεαλισμό που διαχωρίζει την αυτοσυνείδηση φύλου από τη βιολογική υπόσταση του ανθρώπου.
Και φυσικά δε δαιμονοποιούμε καμιά επιστημονική-τεχνολογική γνώση και δυνατότητα, αλλά θέτουμε όρους στη σκοπιμότητα της χρησιμοποίησής της. Για παράδειγμα, η πλαστική χειρουργική βοήθησε ανθρώπους με αναπηρίες που μαζικά εμφανίστηκαν μετά από τους μεγάλους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Μπορεί να αξιοποιηθεί στις περιπτώσεις ατόμων που σωματικά έχουν ταυτόχρονα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων στα γεννητικά τους όργανα (intersex άτομα). Καταδικάζουμε όμως τη θεωρία περί «φάσματος φύλου» και την αντίστοιχη πολιτική της φυλομετάβασης και της ανεξέλεγκτης χρησιμοποίησης αντίστοιχων πρακτικών (π.χ. αναστολή σεξουαλικής ωρίμανσης του βιολογικού φύλου, χειρουργικές επεμβάσεις κ.ά.), που όχι μόνο δε διαμορφώνει ευτυχισμένες, ισορροπημένες προσωπικότητες, αλλά εντείνει την ανασφάλεια, την απογοήτευση, επιφέρει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, τη γονιμότητα και σεξουαλικότητα, όπως δείχνει η ιατρική παρατήρηση αρκετών ατόμων που υπέστησαν τέτοια διαδικασία.
Ωστόσο, κάθε φωνή που εφιστούσε την προσοχή, που αντέδρασε, όπως το ΚΚΕ στη Βουλή5, στη χαλάρωση των προϋποθέσεων (ηλικίας, γονικής συναίνεσης, ιατρικών και δικαστικών εγγυήσεων κ.ά.) αναστολής σεξουαλικής ωρίμανσης με βάση το βιολογικό φύλο και φυλομετάβαση, δέχτηκε επίθεση ως «τρανσφοβική» και «άρνηση του ατομικού δικαιώματος ν’ αποφασίζει κάποιος για το σώμα που του ταιριάζει» ή το λιγότερο ως «ανάλγητη στη δυσφορία φύλου».
Χρειάστηκε ορισμένη συσσώρευση των αρνητικών συνεπειών προκειμένου να γίνουν πιο θαρρετές οι φωνές επιστημόνων και όχι μόνο. Είναι αποκαλυπτική η δημόσια συζήτηση στην Αγγλία, με αφορμή την «Έκθεση ανασκόπησης της διεθνούς έρευνας σχετικά με τους αναστολείς της εφηβείας», που παρουσίασε η σύμβουλος-παιδίατρος Hilary Cass για το NMS (Εθνικό Σύστημα Υγείας) της Αγγλίας.6
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα με σχετική καθυστέρηση αυξήθηκε η συχνότητα παιδιών εφηβείας που εκδηλώνουν «δυσφορία φύλου» ή αμφιβολίες σχετικά με το σεξουαλικό τους προσανατολισμό, γιατί αντίστοιχα είχε καθυστερήσει η εκτεταμένη διείσδυση αυτών των θεωριών στη γενική εκπαίδευση. Σήμερα δεν είναι μόνο η «ατζέντα των δεξιοτήτων» που περιλαμβάνει τις θεωρίες περί «άφυλου» κλπ., αλλά και η διάχυσή τους από βοηθητικά βιβλία, video, κατευθύνσεις, από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, από την επίδραση των ΜΜΕ και ΜΚΔ που πλέον με υπογεγραμμένες ρήτρες «συμπεριληπτικότητας» προβάλλουν την ομοφυλοφιλία, την αμφιφυλοφιλία, την «αφυλία» ως προοδευτισμό, ως ρήξη με το σύστημα.
Ας πάρουμε υπόψη μας ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ και σ’ άλλα κράτη, οι θεωρίες «φάσματος φύλου» πέρασαν στη γενική εκπαίδευση σε αντίθεση με την επιστημονική ερμηνεία της εφηβείας, περιόδου κατά την οποία είναι φυσιολογικό να υπάρχουν ερωτήματα, ανησυχίες, φοβίες για τη σεξουαλικότητα και όχι μόνο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει Βρετανός ψυχίατρος, «τα παιδιά δυσκολεύονται ακόμα και να φανταστούν τον εαυτό τους σ’ ένα ενήλικο σεξουαλικό σώμα». Το κυριότερο είναι, όπως υποστηρίζει, ότι «ο χαρακτηρισμός ενός παιδιού ως “transgender” είναι επιβλαβής, καθώς σφραγίζει την κατάσταση και υπονοεί επίσης ότι πρόκειται για μια ενιαία κατάσταση για την οποία υπάρχει ενιαία “θεραπεία”»7.
Η δημόσια επιστημονική συζήτηση επικεντρώνεται στο κλίμα φοβίας περί «τρανσφοβισμού» που συναντούν οι επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου και παρεμπόδισης από αξιόπιστες ερευνητικές εργασίες. Το κλίμα αυτό έχει καλλιεργηθεί και στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που στο όνομα της «συμπεριληπτικότητας» οποιοσδήποτε καθηγητής ή καθηγήτρια προβάλλει ακραία αντιεπιστημονικές θεωρίες και πρακτικές.
Επιχειρήθηκε η ταύτιση του φεμινιστικού κινήματος με το λεγόμενο «ΛΟΑΤΚΙ+» κίνημα, η εξίσωση της γυναικείας ανισοτιμίας με σωστά καταδικαστέες προκαταλήψεις και απομονωτική συμπεριφορά απέναντι σε άτομα ομοφυλόφιλου σεξουαλικού προσανατολισμού.
Όχι αυθόρμητα, αλλά σχεδιασμένα, με σκοπιμότητα μονοπωλίων,8 καπιταλιστικών επιτελείων, αναδεύτηκαν όλα στον κάδο της λεγόμενης «woke ατζέντας»9, του ατομικού δικαιωματισμού που γεννήθηκε στις ΗΠΑ κι επεκτάθηκε στην Ευρώπη. Όμως, η αμείλικτη πραγματικότητα προσγειώνει από ασυνείδητες πλάνες ή αποκαλύπτει το συνειδητό αστικό αποπροσανατολισμό.
Το γεγονός ότι στις ΗΠΑ η «woke» ατζέντα ηττήθηκε από την εξίσου αντιδραστική και αποπροσανατολιστική πολιτική του Προέδρου Τραμπ (μεταξύ αυτών και για τον περιορισμό των αμβλώσεων) δε δικαιώνει τις απόψεις περί «απροσδιοριστίας φύλου», που βρήκαν λίκνο στο κόμμα των Δημοκρατικών. Ούτε, βέβαια, σχετίζεται η κριτική Ντ. Τραμπ και άλλων με την προσέγγιση του ΚΚΕ γι’ απαλλαγή της σεξουαλικότητας του ανθρώπου από την υποκριτική, οικονομικής-ιδιοκτησιακής αφετηρίας, θρησκευτική και αστική αντίληψη που προτάσσει στο σκοπό της σεξουαλικότητας την τεκνοποίηση.
Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ
Το 1871, στις συνθήκες της Παρισινής Κομμούνας, το εργατικό γυναικείο κίνημα πήρε την πρώτη του πολιτική έκφραση με τη συγκρότηση της «Ένωσης γυναικών για την άμυνα του Παρισιού και τη βοήθεια στους τραυματισμένους». Αυτό το ταξικό γυναικείο κίνημα με τη θεωρητική και πολιτική στήριξη του τότε κομμουνιστικού κινήματος μπόρεσε τελικά να συναντηθεί με το εργατικό συνδικαλιστικό, να γίνει κανάλι για τη συμμετοχή της γυναίκας στο ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα. Στη συνέχεια, οι γυναίκες - ηγετικές φυσιογνωμίες του επαναστατικού εργατικού κινήματος –Κλάρα Τσέτκιν, Αλ. Κολοντάι, Ρόζα Λούξεμπουργκ κ.ά.– αλλά και άνδρες όπως ο Αύγουστος Μπέμπελ, ενέπνευσαν τη μαζικότερη εργατική-λαϊκή γυναικεία μαχητική συμμετοχή, τη συνειδητοποίηση των πραγματικών αιτιών της ανισοτιμίας της γυναίκας, άνοιξαν το δρόμο για την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως Παγκόσμιας Μέρας ενάντια στην ανισοτιμία της γυναίκας, κι όχι ως «γιορτή των γυναικών».
Το σημαντικότερο είναι ότι οι εργαζόμενες γυναίκες κινητοποιήθηκαν ενάντια στον ιμπεριαλιστικό A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρει χαρακτηριστικά η Αλεξάνδρα Κολοντάι: «(παρατηρείται), οι γυναίκες να παρουσιάζουν μια έντονη κινητοποίηση σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ήδη από την άνοιξη του 1915, οι εργάτριες του Βερολίνου οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση προς το Ράιχσταγκ, όπου αποδοκίμασαν τον Φίλιπ Σάιντεμαν. Στις περισσότερες χώρες έγιναν βίαιες στάσεις ενάντια στον πόλεμο και τον πληθωρισμό. Στο Παρίσι, το 1916, οι γυναίκες ρίχτηκαν στα μαγαζιά και λεηλάτησαν τις αποθήκες του κάρβουνου. Τον Ιούνη του 1916, η Αυστρία γνώρισε έναν πραγματικό τριήμερο ξεσηκωμό, όταν οι γυναίκες άρχισαν να διαδηλώνουν ενάντια στον πόλεμο και στον πληθωρισμό. Μετά από την κήρυξη του πολέμου και στη διάρκεια της επιστράτευσης, οι γυναίκες ξάπλωναν στις γραμμές του τρένου για να εμποδίσουν έστω και για μερικές ώρες την αναχώρηση των στρατιωτών για την κόλαση του πολέμου και του θανάτου.
Στη Ρωσία, το 1915, οι γυναίκες δημιούργησαν ταραχές που μεταδόθηκαν σαν το μπαρούτι από την Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα σε ολόκληρη τη χώρα. Την ίδια περίοδο, που οι κερδοσκόποι βιομήχανοι εξυμνούσαν το “γυναικείο πατριωτισμό” και χρησιμοποιούσαν τις γυναίκες στα εργοστάσιά τους, οι εργάτριες έπαιρναν ενεργό μέρος στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Μόνο στην τσαρική Ρωσία, έγιναν 156 απεργίες το 1915 και το 1916 ο αριθμός έφτασε τις 310. Στις 23 Φλεβάρη 1917 (στις 8 Μάρτη με το νέο ημερολόγιο) οι προλετάριες και ιδιαίτερα οι εργάτριες στην υφαντουργία της Αγίας Πετρούπολης ανέβηκαν στη σκηνή της Ιστορίας κι εξέφρασαν την αυξανόμενη οργή της εργατικής τάξης. Αυτός ο ξεσηκωμός στάθηκε το έναυσμα της Μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης.»10
Η γενικευμένη ανατροπή της γυναικείας ανισοτιμίας ήρθε μέσω της επαναστατικής εργατικής εξουσίας στη Ρωσία, αποτυπωμένη ήδη στα πρώτα νομοθετήματά της. Με τον πρώτο Κώδικα Εργασίας, RSFSR, το 1918, το εργατικό κράτος στη Ρωσία θεσμοθέτησε κοινωνικά μέτρα προστασίας του γυναικείου οργανισμού και της μητρότητας. Τέτοια ήταν η απαγόρευση εργασίας νυχτερινής βάρδιας και υπερωριών για τις έγκυες και θηλάζουσες μητέρες, άδεια μητρότητας 8 βδομάδες πριν τον τοκετό και 8 βδομάδες μετά, με πλήρεις αποδοχές… Για τις μητέρες που θήλαζαν ένα επιπλέον χρηματικό επίδομα τους εννέα πρώτους μήνες μετά από τη γέννα.11
Το 1919 εκδόθηκε το διάταγμα «Για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού» που καθιστούσε υποχρεωτική την εκμάθηση ανάγνωσης σε όσους είχαν ηλικία από οκτώ ως πενήντα έτη… Λήφθηκαν ιδιαίτερα μέτρα για να πειστούν οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι εργάτριες και οι αντιπρόσωποι, να παρακολουθήσουν τα σχολεία εξάλειψης του αναλφαβητισμού, ενώ έγινε και ειδική δουλειά με τις γυναίκες της Ανατολής… Το 1920 μόλις το 30% των γυναικών ήταν εγγράμματες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ήταν 54%… Το 1939 τα ποσοστά εγγράμματων γυναικών ηλικίας 9 ως 49 ετών ήταν 82% και μεταξύ των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας 94%.12
Ο Λένιν υποστήριζε ότι δεν μπορούσε να γίνει σοσιαλιστική οικοδόμηση χωρίς τη θεαματική άνοδο της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική εργασία, αλλά και στα όργανα εξουσίας.
Η επαναστατική εργατική εξουσία στη Ρωσία όχι μόνο εξασφάλισε νομοθετικά πλήρη πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα για τη γυναίκα13, ισονομία ανδρών - γυναικών σε όλες τις σχέσεις, αλλά ώθησε 300.000 εργάτριες και αγρότισσες στα συμβούλια εξουσίας (σοβιέτ) το 193014.
Αυτήν τη συμμετοχή επιχειρεί χυδαία να διαστρεβλώσει ένα ρεύμα αναθεώρησης της Ιστορίας15, να την παρουσιάσει ως βάρβαρο καταναγκασμό υποταγμένο στα οικονομικά πλάνα της σοβιετικής εξουσίας. Αναφέρεται σε προβλήματα έλλειψης μόρφωσης-ειδίκευσης, αποσιωπώντας τη βαριά κληρονομιά του αναλφαβητισμού, των καταστροφών της βιομηχανικής παραγωγής στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και με την ιμπεριαλιστική επίθεση που ακολούθησε.
Η εργασία ήταν και είναι η διαδικασία που εξέλιξε τον άνθρωπο σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη του ζωικού κόσμου. Είναι άλλο ζήτημα το πώς εμφανίστηκε η αποξένωση του ανθρώπου απ’ τα προϊόντα της εργασίας, πώς ο φυσικός καταμερισμός εργασίας έγινε βάση για την κοινωνική διαίρεση, πώς διαχωρίστηκε η χειρωνακτική από την πνευματική εργασία, η επιτελική από την εκτελεστική, σε τελευταία ανάλυση πώς ο άμεσος παραγωγός διαχωρίστηκε από τα μέσα εργασίας του, υποτάχτηκε στον κάτοχο μέσων παραγωγής, πώς ο υποχρεωτικός χρόνος εργασίας έγινε μέτρο της εκμετάλλευσης.
Και φυσικά, μόνο με το σοσιαλισμό, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού με στόχο την ικανοποίηση ολοένα και πιο διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, η συμμετοχή στην εργασία θα γίνεται όλο και πιο συνειδητή, δημιουργική, επιτελική, απαλλαγμένη από το βαρύ χειρωνακτικό, εκτελεστικό, ανιαρό παρελθόν της. Ο χρόνος της υποχρεωτικής εργασίας θα καθορίζεται από τον κεντρικό σχεδιασμό ως συμμετοχή στον κοινωνικό πλούτο και όχι ως μέτρο ανταλλακτικής αξίας.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Το μέλλον της οικογένειας στο σοσιαλισμό συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών νέων, γυναικών και ανδρών, καθώς και η ανάλογη πρακτική από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα.
Η σοσιαλιστική οικονομία αποτελεί τη βάση για να καταργηθεί το ατομικό νοικοκυριό ως μονάδα διαφύλαξης-κληρονομιάς της ατομικής ιδιοκτησίας, για ν’ απαλλαγούν οι διαπροσωπικές σχέσεις –ερωτικές, οικογενειακές– από οικονομικά κίνητρα, να γίνουν αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση.
Φύτρα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου στην αμοιβαία ερωτική επιλογή εμφανίζονται σήμερα μέσα στην εργατική τάξη, σε ριζοσπαστικοποιημένα μεσαία στρώματα, που όμως η επιλογή τους περιορίζεται ή δέχεται τις συνέπειες των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, δεν μπορούμε να δούμε την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων απαλλαγμένων από τον ασφυκτικό κλοιό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Πολύ περισσότερο όσον αφορά την απόλυτη εξάρτηση παιδιών από γονείς, την έλλειψη ουσιαστικής κρατικής στήριξης της μητρότητας και πατρότητας.
Η συνειδητή ευθύνη των γονιών απέναντι στα παιδιά μπορεί και πρέπει να είναι αποτέλεσμα πολύ υψηλού βαθμού κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, γυναίκας και άνδρα, στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε συνδυασμό με την ουσιαστική κρατική κοινωνική ευθύνη, τόσο ως προς την υλική όσο και ως προς την παιδαγωγική της πλευρά. Να πραγματώνεται ανεξάρτητα από την εξέλιξη της ερωτικής σχέσης των γονιών, από το αν συμβιώνουν ή όχι.
Φύτρα μιας τέτοιας διαδικασίας, με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, βλέπουμε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα, με ανομοιομορφία από κράτος σε κράτος, ακόμα και μέσα στο ίδιο κράτος –π.χ. στην ΕΣΣΔ με την έντονη εθνοτική και πολιτισμική διαφοροποίησή της– από χρονική σε χρονική περίοδο. Οι συνέπειες του ιμπεριαλιστικού Α´ Παγκόσμιου Πολέμου, η αντεπαναστατική δράση αλλά και μακρόχρονες αντιδραστικές επιδράσεις και πρακτικές (θρησκευτικές και άλλες) αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες στη διαδικασία διαμόρφωσης σοσιαλιστικής συνείδησης και στάσης ζωής εκφρασμένης σε όλο το εύρος των κοινωνικών σχέσεων, στις ερωτικές και οικογενειακές.
Παρ’ όλ’ αυτά, για εκείνη την ιστορική περίοδο είναι εντυπωσιακά πρωτοπόρα η κατεύθυνση της σοσιαλιστικής κρατικής παρέμβασης. Η Ναντέζντα Κρούπσκαγια, επικεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικής και Εκπαίδευσης του Λαϊκού Επιτροπάτου Εκπαίδευσης της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ), σε άρθρο της το 1920 κωδικοποιεί τις κατευθύνσεις του «κώδικα νόμων για τις πράξεις του αστικού βίου», που θεσμοθετήθηκε το 1918 και απαρτιζόταν από 818 σελίδες και πάμπολλα άρθρα:
«Έτσι, λοιπόν, για να συνοψίσουμε, η σοβιετική νομοθεσία δεν καθαγιάζει το γάμο αλλά μόνο τον καταγράφει. Την ίδια στιγμή θεωρεί το γάμο ως ένα ιδιωτικό ζήτημα του ζευγαριού και προστατεύει τα συμφέροντα των ανηλίκων και των μελλοντικών γενιών. Η σοβιετική νομοθεσία αναγνωρίζει τη μονογαμία ως τη φυσιολογική μορφή του γάμου. Διευκολύνει τους παντρεμένους να διορθώσουν το λάθος τους, αν δυσκολευτούν να ζήσουν μαζί ή για άλλους λόγους, και να χωρίσουν οποιαδήποτε στιγμή χωρίς πολύπλοκες διαδικασίες. Αν κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι κάνουν λάθος, αυτό το λάθος δεν είναι μοιραίο με κανέναν τρόπο και μετά από το διαζύγιο κάθε σύζυγος μπορεί να συνάψει έναν νέο γάμο. Δεν επιβάλλονται ιδιαίτερα σοβαρές υποχρεώσεις σε αυτούς που παντρεύονται και δε γίνεται η γυναίκα υποτελής στο σύζυγό της. Οι σύζυγοι δε δένονται με μια αλυσίδα και οι ιδιοκτησιακές σχέσεις παύουν να είναι η βάση του. Η μόνη υποχρέωση που πρέπει να αναλάβουν οι σύζυγοι στην παρούσα μεταβατική περίοδο που το κράτος δεν μπορεί να αναλάβει είναι να παρέχουν αρκετά για όσους δεν είναι ικανοί για εργασία. (…) Αυτή η υποστήριξη πρέπει να συνεχιστεί ακόμα και μετά από το διαζύγιο και αυτή η υποστήριξη είναι επακόλουθο των φυσιολογικών ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ των συζύγων και είναι στοιχειώδης απαίτηση να μην εγκαταλείψει κανείς έναν αγαπημένο ή πρώην αγαπημένο στο έλεος της μοίρας.»16
Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1920 επιχειρήθηκε σημαντική τροποποίηση του Κώδικα, εκτιμώντας προβλήματα στην πρακτική αντιμετώπιση του «γυναικείου ζητήματος», αλλά κυρίως στο «ζήτημα των παιδιών», ως ζήτημα εγκατάλειψης παιδιών. Η επιχειρούμενη τροποποίηση δεν έγινε αβίαστα, προκάλεσε διαπάλη στα κομματικά και κρατικά όργανα στα χρόνια 1925-1926.
Σημαντικό μέρος της διαπάλης αφορούσε «το δικαίωμα και για τους δύο συζύγους για ολόκληρη την περιουσία που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της ζωής της υπαίθρου». Αυτό το δικαίωμα δεν αναγνωριζόταν στον Κώδικα του 1918, που σωστά το θεωρούσε ως οικονομική σχέση εντός του γάμου (αν και αναγνώριζε μια ορισμένη οικονομική σχέση, αυτή της συντήρησης του ενός συζύγου αν δεν μπορούσε να δουλέψει, ακόμα και όταν λυνόταν ο γάμος). Το σκεπτικό του σχεδίου τροποποίησης του Κώδικα ήταν ότι «μια γυναίκα έχει το δικαίωμα να πάρει το μερίδιο της κοινής περιουσίας ακόμα κι αν η εργασία της περιορίζεται στις δουλειές για την εξυπηρέτηση της οικογένειας. Η εργασία της για την εξυπηρέτηση της οικογένειας στις συνθήκες της μεταβατικής μας περιόδου θεωρείται από το νόμο τόσο σκληρή εργασία, όσο αυτή που κάνει ο σύζυγός της»17.
Σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε οπισθοδρομική αυτήν την αλλαγή και το σκεπτικό της, χωρίς όμως να αποσπόμαστε από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η σοσιαλιστική οικοδόμηση εκείνη την περίοδο. Το βέβαιο είναι ότι αρνητικά επέδρασε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ατομικής ιδιοκτησίας κυρίως στην αγροτική παραγωγή, στον ατομικό πλουτισμό, στο θεσμό του γάμου ως οικονομικής μονάδας και κληρονομικής μεταβίβασης.
Οπωσδήποτε η διερεύνηση-μελέτη των κινήτρων στις ερωτικές επιλογές-σχέσεις και ιδιαίτερα στις οικογενειακές (γονιών-παιδιών και πέριξ αυτών συγγενών) σε διαφορετικές φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποτελεί ένα ζηλευτό ανοιχτό πεδίο. Το βέβαιο είναι ότι οι περίοδοι της επαναστατικής σοσιαλιστικής ορμής συνοδεύτηκαν με πρωτοπόρες ιδέες, πολιτικές πρακτικές προς την κατεύθυνση της συνειδητής ευθύνης γονιού και κοινωνίας απέναντι στα παιδιά, στη νεολαία. Κι αντίστροφα, χρονικές περίοδοι με αντεπαναστατική άνοδο συνοδεύτηκαν από αναβίωση αναχρονιστικών αντιλήψεων (επί Γκορμπατσόφ, η έμφαση στη μητρότητα ως καθοριστικό ρόλο της γυναίκας και στην οικογένεια ως καθοριστικό θεσμό στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου).
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΕΝΟΠΛΟ ΑΓΩΝΑ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΚΑΤΑΡΡΙΨΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ
Πάνω στην ικανοποίηση που έδινε η συμμετοχή της γυναίκας στην εργασία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στηρίχτηκε μια νέα, αποφασιστικής σημασίας συμμετοχή των γυναικών στον Κόκκινο Στρατό και κυρίως στα παρτιζάνικα τμήματα των μετόπισθεν για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας κατά το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι εμβληματική η δημιουργία και δράση του υπ’ αριθμόν 588 Συντάγματος Νυχτερινών Βομβαρδισμών με πρωτοβουλία των ίδιων των γυναικών, που έγιναν γνωστές ως «Γεράκια του Στάλιν» ή «Μάγισσες της Νύχτας» κατά τους Ναζί.18 Ήταν οι γυναίκες πιλότοι βομβαρδιστικών υποτυπώδους τεχνολογίας, που έδρασαν με αφάνταστη αποτελεσματικότητα.
Η αναπτυγμένη σοσιαλιστική συνείδηση και μαχητική δύναμη της γυναίκας αποτυπώνονται με τη δύναμη της λογοτεχνίας σε ιστορικά μυθιστορήματα, όπως, π.χ., Είναι γαλήνια εδώ η χαραυγή, του Mπόρις Βασίλιεφ, και Μέρες και νύχτες στις φλόγες του Στάλινγκραντ, του Κονσταντίν Μ. Σιμόνοφ (εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Η συμμετοχή των γυναικών ξεχωρίζει και στο δικό μας κίνημα, πρώτ’ απ’ όλα στο Κόμμα μας, αλλά και στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Κορυφώθηκε στη σκληρή ταξική σύγκρουση που προκάλεσαν οι εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους, Μ. Βρετανία και ΗΠΑ. Είναι εμβληματική η γυναικεία παρουσία στην πρώτη γραμμή που αιματοκυλίστηκε από τις ριπές των Χιτών από τα παράθυρα της Μ. Βρετάνια στις 4 Δεκέμβρη του 1944, η συμμετοχή των γυναικών ως μάχιμων αξιωματικών, επίτροπων, τραυματιοφορέων, προπαγανδιστριών, δασκάλων, σε όλη την 3χρονη εποποιία του ΔΣΕ, καταγεγραμμένη σε έκδοση που επιμελήθηκε το Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ για την ισοτιμία και χειραφέτηση της γυναίκας, το 2016.
Η συμμετοχή της γυναίκας στα αντικατοχικά-απελευθερωτικά λαϊκά κινήματα στο Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και αργότερα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο Βιετνάμ, στα ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, στην Ασία, στον ένοπλο αγώνα του παλαιστινιακού λαού, είναι αυτή που εκ των πραγμάτων επέδρασε στο ξεπέρασμα προκαταλήψεων, που διαμόρφωσε στάση ισοτιμίας και σεβασμού και μέσα στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.
Δε φοβόμαστε να πούμε ότι ακόμα υπάρχουν κατάλοιπα που κυρίως παίρνουν τη μορφή έλλειψης σταθερής καθοδηγητικής φροντίδας για την ενίσχυση της συμμετοχής ικανών γυναικών στα κομματικά και συνδικαλιστικά όργανα, έλλειψης σταθερής και ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ εργατικού συνδικαλιστικού και ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος. Αλλά αυτά δε διορθώνονται μακριά από την ίδια την επαναστατικά προσανατολισμένη γυναικεία συμμετοχή, από την ευθύνη όλων των γυναικείων στελεχών του Κόμματος και της ΚΝΕ στην εξειδικευμένη ιδεολογική-πολιτική δουλειά με τις γυναίκες, στην «εφ’ όλης της ύλης» κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση γυναικών, νέων μελών του Κόμματος και της ΚΝΕ, στην καταπολέμηση προκαταλήψεων και λαθεμένων πρακτικών μέσα στα όργανα, με επιχειρήματα, υπομονή, αντιπαλεύοντας οποιαδήποτε επίδραση αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών.
Η ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ 1943
Η ΚΕ του ΚΚΕ επέλεξε να τιμήσει την 8η Μάρτη του 2025 με μια εκδήλωση στην έδρα της19, που και το πολιτιστικό της πρόγραμμα αναδείκνυε τη δύναμη της γυναίκας και μάλιστα στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες της ξένης κατοχής, του ιμπεριαλιστικού Β´ Παγκόσμιου Πολέμου.
Αφορούσε το ορατόριο του Διονύση Τσακνή που αναδεικνύει τη δύναμη της Καλαβρυτινής γυναίκας του 1943, «κόρης, γυναίκας ελεύθερης ή παντρεμένης, μάνας, αδελφής, φίλης, συγγενούς ή γειτόνισσας, γυναίκας της Αντίστασης», όπως αναφέρει.
Είναι η γυναίκα, νεαρή ή ηλικιωμένη, που βρήκε τη δύναμη με καδρόνια και ματωμένα χέρια να σπάσει τζάμια και πόρτες, να διασώσει πρώτα τα παιδιά, να βοηθήσει τις πιο ανήμπορες για να γλιτώσουν από την ασφυξία, την πυρά μέσα στο σχολείο, ν’ αντικρίσει τον τραγικό λόφο των εκτελεσμένων από τους Ναζί γιων, αδελφών, πατεράδων, συζύγων, παππούδων, θείων, δασκάλων, συμμαθητών.20 Να οργανώσει ως σύγχρονη «Ισμήνη ή Αντιγόνη» τη μεταφορά και το θάψιμό τους, αλλά και τη συνέχεια της ζωής.
Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων είναι μια, κατ’ αναλογία, ελληνική Γκουέρνικα, αποτυπωμένη και ζωγραφικά από το ζωγράφο της Αντίστασης Ηλία Φέρτη.
Ζωγραφική, λογοτεχνία, μουσική, Ιστορία, όλα μαζί, το καθένα με τα δικά του μέσα, συμβάλλουν στη μνήμη, στην απόδοση τιμής, αλλά κυρίως μέσω της ιστορικής επιστήμης πρέπει να αναδεικνύονται εκτιμήσεις, συμπεράσματα διαχρονικής σημασίας.
Μέσω και του κινηματογράφου21 επιχειρήθηκε παραχάραξη της Ιστορίας, παρουσιάζοντας Αυστριακό αξιωματικό στο ρόλο του σωτήρα, που άνοιξε την πόρτα του σχολείου. Δικαιολογημένα εξοργίστηκαν-διαμαρτυρήθηκαν Καλαβρυτινές - μάρτυρες των γεγονότων και η «Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος», ενώ εισέπραξαν ως αιτιολογία ότι ως τέχνη συμβόλιζε το διαχωρισμό καλών και κακών μέσα στο ίδιο έθνος, φυλή.
Όμως, ο πραγματικός διαχωρισμός είναι των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων από τα όργανα της καπιταλιστικής εξουσίας μέσα στο έθνος-κράτος.
Άλλη παραχάραξη είναι ότι η εξόντωση των Καλαβρυτινών αποτελούσε ναζιστικά αντίποινα για την εξόντωση Γερμανών αιχμαλώτων από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο.
Η γερμανική επιχείρηση αποτελούσε μέρος γενικότερου σχεδίου κατευθυνόμενου από τον Χίτλερ και το στρατάρχη Κάιτελ, για να διασφαλίσουν ζωτικής σημασίας δρόμους περάσματος για τα στρατεύματά τους και την πολεμική τους δράση. Η ανάγκη αυτή έγινε επιτακτική καθώς το Σεπτέμβρη του 1943 η Ιταλία άλλαξε στρατόπεδο και συνθηκολόγησε. Και η σχετική διαταγή εκδόθηκε στις 29 Οκτώβρη 1943. Οι περιοχές που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ είχαν αυξηθεί μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και ο λαός με μεγάλο ενθουσιασμό έπαιρνε μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στόχευαν να κρατήσουν ανοιχτό όλο το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο στη Βόρεια Πελοπόννησο. Έτσι το σχέδιο περιλάμβανε προληπτικά χτυπήματα στα κέντρα των ανταρτών, με πράξεις εξόντωσης του πληθυσμού των χωριών που ήταν υποστηρικτικός και δοσμένος στην αντίσταση –δεν ήταν πλέον διαταγές για αντίποινα αλλά για προληπτική εξόντωση. Έτσι η διαταγή για την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» είχε την υπογραφή του Καρλ φον Λε Σουΐρ ήδη από τις 25 Νοέμβρη 194322, πολύ πριν την εκτέλεση αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ. Όταν τα πτώματά τους εντοπίστηκαν από τους Γερμανούς, το ολοκαύτωμα είχε πλέον ολοκληρωθεί23.
Το 2004, έγραψε η Αλίκη Ξένου-Βερνάρδου σε άρθρο στο Ριζοσπάστη24:
«Η εξουσία θέλει να θάψει τη μνήμη. Μέχρι πρόσφατα αυτό γινόταν πότε με την τρομοκρατία, πότε με τη σιωπή, πότε με το επιχείρημα της “μη αναμόχλευσης των παθών”. Τώρα έχει αρχίσει να μεταχειρίζεται έναν πιο έξυπνο και σύγχρονο τρόπο: Ξαναγράφει την Ιστορία έχοντας σύμμαχό της το χρόνο και την άγνοια των νεότερων γενεών. Κρατώντας τάχα “ίσες αποστάσεις”, στοχεύοντας στην “αντικειμενικότητα”, προσπαθεί να πείσει με “επιστημονικά επιχειρήματα” ότι ναι μεν υπήρξαν ένοχοι από τη μια πλευρά, αλλά υπήρξαν και φταίχτες και ακρότητες και από την άλλη. Έτσι νομίζουν θα ισοπεδώσουν την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης...»
Η παραπάνω τοποθέτηση έγκαιρα αποκάλυπτε την ιστοριογραφία που επιδιώκει την αναθεώρηση του ρόλου της ΕΣΣΔ παγκόσμια, του ρόλου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Ελλάδα κατά το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο.