Για την εξέταση του αστικού νομικού πλαισίου στην ΕΕ και στη χώρα μας χρειάζεται να επισημανθούν ορισμένα πραγματικά στοιχεία και εξελίξεις γύρω από την «επικοινωνία» και τα προσωπικά δεδομένα, που αντανακλώνται και στο Δίκαιο.
Πάντοτε η επικοινωνία ενός προσώπου έβριθε από προσωπικά του δεδομένα, στοιχεία που το ταυτοποιούν περιγράφοντας την προσωπικότητα και τη ζωή του σε διάφορα επίπεδα. Γι’ αυτό, η ανάγκη του αστικού κράτους να παρακάμπτει το απόρρητο των επικοινωνιών των προσώπων που έθετε στο στόχαστρό του υπήρξε διαχρονική και καλύφθηκε νομικά ακόμα και σε συνταγματικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού Συντάγματος και των γνωστών εξαιρέσεων που προβλέπει για το απόρρητο, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων.
Η πρόοδος των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, η ανάπτυξη του διαδικτύου και της ψηφιακής αγοράς έχουν διευρύνει την έννοια και τη σημασία της «επικοινωνίας». Σε αυτήν πλέον περιλαμβάνονται, δίπλα στις παραδοσιακές μεθόδους (π.χ. ταχυδρομείο), νέοι τρόποι μεταφοράς του λόγου και κάθε πληροφορίας. Αξιοποιούνται ολοένα πλατύτερα το διαδίκτυο και τα ψηφιακά μέσα, και η επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω δεδομένων.
Στη βάση αυτή, διευρύνονται αντίστοιχα οι δυνατότητες και τα μέσα που μετέρχεται το αστικό κράτος, σε συνεργασία με τα μονοπώλια της πληροφορικής και των επικοινωνιών, για να παρακολουθεί: Να «υποκλέπτει», για παράδειγμα, μηνύματα χωρίς να χρειάζεται να «πέσουν» στα χέρια του οι φάκελοι. Να σκιαγραφεί ακόμα πιο ολόπλευρα τη ζωή, ακόμα και τη σκέψη και τις διαθέσεις, τόσο συγκεκριμένων ατόμων-«στόχων», όσο πλέον και ολόκληρων μαζών, εξάγοντας τάσεις και συμπεράσματα για τους σκοπούς του.
Τα ίδια τα δεδομένα, ως «ψηφία» της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και της ψηφιακής δραστηριότητας των ατόμων, έδωσαν πρόσθετες δυνατότητες στο κράτος και στις υπηρεσίες του να συλλέγουν ψήγματα στοιχείων, που όμως στην πορεία ανασυνθέτουν την «εικόνα» του «στόχου» τους, ή να αντιλαμβάνονται ακόμα και πλευρές από την επικοινωνία του με τρίτους, χωρίς να τον «ακούν».
Αυτή η σχέση ανάμεσα στην επικοινωνία, τα προσωπικά δεδομένα και τελικά την προσωπική ζωή και υπόσταση του ατόμου, στην οποία το αστικό κράτος διαχρονικά επιδίωκε να παρεμβαίνει πολύτροπα ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου, εκφράζεται και νομικά: Το δικαίωμα προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών συνδέεται «οργανικά» με το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και μαζί «εντάσσονται» στο δικαίωμα προστασίας της «ιδιωτικής ζωής», συναποτελώντας εκφάνσεις του. Έτσι προβάλλει νομικά το ζήτημα τόσο στο ευρωπαϊκό Δίκαιο και στις Συμβάσεις για τα «θεμελιώδη δικαιώματα», όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα, όπως εκτίθεται παρακάτω.
Επομένως, αν κανείς θέλει να εξετάσει τι δυνατότητες έχει σήμερα το κράτος, με όλες του τις Αρχές και υπηρεσίες και σε συνεργασία με τους διεθνείς συμμάχους του, να παρακολουθεί τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, χρειάζεται να δει όλο το «κάδρο»: Τόσο τις ρυθμίσεις που αφορούν στενά το απόρρητο των επικοινωνιών όσο και τις ρυθμίσεις για τα προσωπικά δεδομένα και τον έλεγχο της πληροφορίας στο διαδίκτυο.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΒΑΣΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΕ
Σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δεδομένα, η «μήτρα» που γεννά ολοένα πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις νομιμοποιώντας τη μαζική επεξεργασία τους βρίσκεται στην ίδια την καπιταλιστική οικονομία. Οι ρυθμίσεις της ΕΕ υπαγορεύονται και υπηρετούν βασικές ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων.
Βασικός, διακηρυγμένος στόχος της ΕΕ είναι η «ελεύθερη ροή» δεδομένων ανάμεσα στα κράτη-μέλη, για τη διαμόρφωση μεγάλων ευρωπαϊκών «δεξαμενών» δεδομένων, προσβάσιμων στα μονοπώλια και στα κράτη. Απώτερος σκοπός είναι αυτή η «ροή» και οι «δεξαμενές» να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της ενιαίας ψηφιακής αγοράς και των τεχνολογιών «αιχμής», όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ σε περιβάλλον σφοδρότατου διεθνούς ανταγωνισμού.
Σε αυτό το φόντο, τα προσωπικά δεδομένα αντιμετωπίζονται ως «εμπορεύσιμα αγαθά» και πηγή κερδοφορίας, πολύτιμα και από τη σκοπιά των πληροφοριών που μπορούν να δώσουν για τη συμπεριφορά και τη στάση είτε της εργατικής τάξης, συνολικά του «εχθρού-λαού» που είναι ο βασικός αντίπαλος του κεφαλαίου και της εξουσίας του, είτε του εκάστοτε «αντίπαλου» καπιταλιστή στη διεθνή ιμπεριαλιστική αρένα. Είναι κοινός τόπος πλέον ότι οι ρυθμίσεις της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα και συνολικά την ενιαία ψηφιακή αγορά αξιοποιούνται στην αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, την Κίνα και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.1
Προς εξυπηρέτηση των παραπάνω κεντρικών ευρωενωσιακών στοχεύσεων ψηφίστηκε ο γνωστός Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ (GDPR).
Για τους παραπάνω σκοπούς ο Κανονισμός νομιμοποίησε την πλατιά και απρόσκοπτη συλλογή, διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των λαών σε όλη την ΕΕ, από τα μονοπώλια, τα κράτη και την ίδια την ΕΕ. Εισήγαγε σειρά νόμιμων λόγων («νόμιμες βάσεις») που επιτρέπουν την αθρόα επεξεργασία δεδομένων: Από την περιβόητη «ελεύθερη συγκατάθεση» μέχρι τις σκόπιμα γενικές έννοιες, όπως του «δημόσιου συμφέροντος». Μέσα από τη βεντάλια «εξαιρέσεών» του, προώθησε την ευχερέστερη επεξεργασία ακόμα και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως των πολιτικών πεποιθήσεων ή της συνδικαλιστικής δράσης. Στην πλατιά αυτή επεξεργασία ο Κανονισμός πρόσθεσε τη δυνατότητα εισαγωγής περαιτέρω περιορισμών στην όποια προστασία προσωπικών δεδομένων, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν «στόχοι γενικού συμφέροντος», αναγνωρίζοντας ως τέτοιους την «ασφάλεια του κράτους», τη «δημόσια ασφάλεια», την πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση ή δίωξη ποινικών αδικημάτων και άλλους, όπως είναι οι νομισματικές και δημοσιονομικές ανάγκες και επιταγές του κεφαλαίου.2
Η ίδια η θέσπιση στον Κανονισμό ορισμένων δικαιωμάτων και «εξουσιών» του ατόμου γύρω από τα προσωπικά του δεδομένα υπηρετεί κεντρικές οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Επιδιώξεις που είναι κοινές, παρ’ όλες τις εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη, γιατί ακριβώς αφορούν την ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και την ενσωμάτωση του κοινού εχθρού των αστικών τάξεων, που είναι η εργατική τάξη και ειδικά η νέα βάρδιά της.
Η κατοχύρωση ενός ορισμένου επιπέδου τυπικής ισότητας των πολιτών μπροστά και σε νέα φαινόμενα, όπως είναι η επεξεργασία δεδομένων με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συντελεί στη διαμόρφωση ενός σαφούς νομικού τοπίου, ενιαίων κανόνων για την ευρωπαϊκή «ψηφιακή» οικονομία και την εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Αποτελεί όρο για την αναγκαία «εμπιστοσύνη», που αποσπάται έτσι από τους λαούς, προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά και εθελοντικά, ως «ελεύθεροι πολίτες», στην ψηφιακή αγορά, προσχωρώντας στην επεξεργασία των δεδομένων τους. Συντείνει τελικά στην ευρύτερη εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στους ευρωπαϊκούς αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, στον ευρωπαϊκό «νομικό και πολιτικό πολιτισμό», ως πλευρά στην προσπάθεια διατήρησης της πολυπόθητης για τους αστούς «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή της κατά το δυνατόν αδιατάρακτης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης σε κάθε κράτος-μέλος και συνολικά στην ΕΕ.
Στους παραπάνω στρατηγικούς στόχους συμφωνούν όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα. Αυτήν τη σύμπνοια εξέφρασε η ψήφιση απ’ όλους (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ-25) του νόμου 4624/2019, για την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού, ως νομοθετήματος-«κορμού» της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα δεδομένα.
Πάνω στον αντιδραστικό «κορμό» του Κανονισμού άνοιξαν διάφορα νομοθετικά «κλαδιά» που τον συμπληρώνουν, τον εξειδικεύουν, επεκτείνουν τη λογική του σε άλλα αντικείμενα.
Αξίζει σχετικά να αναφέρουμε τις Πράξεις για τις Ψηφιακές Αγορές και Ψηφιακές Υπηρεσίες (DMA-DSA)3. Πρόκειται για νομοθετήματα που προπαγανδίστηκαν ως απάντηση της ΕΕ στις πρακτικές των τεχνολογικών μεγαθηρίων, των λεγόμενων «ρυθμιστών της πρόσβασης» ή «πυλωρών» («gatekeepers», βλ. Google κλπ.), για να ανασχεθεί η υπέρμετρη επιρροή τους και να προστατευτούν οι χρήστες του διαδικτύου και τα δικαιώματά τους. Πράγματι, μια κεντρική διάσταση των Πράξεων αποτελεί η παρέμβαση της ΕΕ στους όρους του ανταγωνισμού στην «επικράτειά» της, έτσι που να διαμορφωθεί ένα κατά τι ευνοϊκότερο περιβάλλον για την κερδοφορία ευρωπαϊκών ομίλων στην αναμέτρηση με μονοπώλια των ΗΠΑ και άλλων χωρών, που εκκινούν αρκετά μέτρα πιο μπροστά στην «ψηφιακή» κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού.
Ποια είναι όμως η ουσία αυτών των παρεμβάσεων από τη σκοπιά των δικαιωμάτων των λαών της ΕΕ; Κατά πρώτον, οι Πράξεις βασίζονται στην πραγματικότητα της πλήρους εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων και αυτήν την εμπορευματοποίηση επικυρώνουν και προωθούν. Ενισχύεται έτσι η αντιδραστική οικονομική αφετηρία, που γεννά τη μαζική καταγραφή δεδομένων των λαών. Επιπλέον, μέσα από την εισαγωγή ορισμένων υποχρεώσεων για τις πλατφόρμες εντείνεται η παρακολούθηση στο διαδίκτυο. Για παράδειγμα, βασικός στόχος των ρυθμίσεων είναι η «ταχύτερη απομάκρυνση παράνομου περιεχομένου και η συμβολή στην εξάλειψη του επιβλαβούς περιεχομένου», στο οποίο περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, και ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «διασπορά ψευδών ειδήσεων με πολιτικό περιεχόμενο»4 (βλ. π.χ., τα ευρωπαϊκά μέτρα λογοκρισίας σε ειδήσεις και περιεχόμενο, με την αιτιολογία της στήριξης της ρωσικής προπαγάνδας στον πόλεμο στην Ουκρανία).
Φανερώνεται ότι οι αστικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ακόμα και με τη μορφή «νέων» δικαιωμάτων, ακόμα κι όταν αφορούν παρεμβάσεις στους όρους του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλίων, αποβαίνουν σε βάρος των λαϊκών ελευθεριών, υπηρετώντας αντιλαϊκές στοχεύσεις. Πόσο μάλλον που σήμερα τα αστικά κράτη θωρακίζονται εντατικά, με ειδικές νομοθετικές προβλέψεις και μέτρα ενάντια στον «εχθρό-λαό», όπου και μέτρα παρακολούθησής του.
Ο ΕΙΔΙΚΟΣ «ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΦΑΚΕΛΩΜΑ
Στη βάση των γενικών ευρωπαϊκών κατευθύνσεων και ρυθμίσεων, ένα πλήθος ειδικότερων διατάξεων, που αφορούν συγκεκριμένα τη δράση της αστυνομίας και άλλων κρατικών Αρχών, εξοπλίζουν σήμερα τα αστικά κράτη στην Ευρώπη, αλλά και αυτοτελώς την ΕΕ, ώστε να προβαίνουν ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά σε νόμιμο φακέλωμα των πολιτών.
Την ίδια χρονιά με το Γενικό Κανονισμό ψηφίστηκε η Οδηγία 2016/681 για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων των επιβατών αερομεταφορών, αλλά και το έτερο, «αδελφό» νομοθέτημα του Κανονισμού, η λεγόμενη «Αστυνομική Οδηγία» 2016/680 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις αρχές επιβολής του νόμου. Ειδικό καθεστώς διαμορφώθηκε για την επεξεργασία δεδομένων από τη Europol στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της με τη θέσπιση του Κανονισμού 2016/794.
Με την «Αστυνομική Οδηγία», που ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τον παραπάνω νόμο του 2019, με τις ψήφους των αστικών κομμάτων, οι αστυνομικές και άλλες κρατικές Αρχές αποκτούν μεγαλύτερη «ευελιξία» στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αποδεσμεύονται εύκολα από μια σειρά τυπικές υποχρεώσεις, όπως είναι η υποχρέωση της «διαφάνειας». Για παράδειγμα, με βάση την Οδηγία περιορίζεται το δικαίωμα ενημέρωσης των πολιτών για την επεξεργασία των δεδομένων τους από τις αστυνομικές Αρχές, όταν το επιβάλλουν λόγοι «εθνικής» ή «δημόσιας ασφάλειας», ή «για να μην παρακωλυθεί το έργο» των Αρχών (άρ. 13 παρ. 3 και 4).
Γι’ αυτό και η «μάχη» του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων «προοδευτικών» δυνάμεων, αστικών και οπορτουνιστικών, γύρω από την απαράδεκτη ρύθμιση που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ, περί κατάργησης της ενημέρωσης του θιγόμενου προσώπου για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας, είναι υποκριτική. Πάνω απ’ όλα αποκρύπτει την αντιδραστική κατεύθυνση ευρωπαϊκών ρυθμίσεων σαν τις παραπάνω, επί μιας γενικής και πάγιας αρχής του αστικού Δικαίου: Πως είναι (καταρχήν) νόμιμος ο περαιτέρω περιορισμός δικαιωμάτων κάθε ατόμου έναντι του αστικού κράτους, ειδικά κατά την άσκηση των, εξ ορισμού μυστικών, ερευνητικών και ανακριτικών ενεργειών του κράτους, πόσο μάλλον για την υπεράσπιση της «εθνικής ασφάλειας».
Κάθε επιμέρους ρύθμιση, κανόνας ή εξαίρεση, κάθε Οδηγία, Κανονισμός ή άλλη πράξη δεν μπορούν να εξετάζονται μεμονωμένα, παρά μόνο ενταγμένα στο συνολικό «σύμπλεγμα» νομοθετημάτων και συστημάτων της ΕΕ. Έτσι μόνο μπορεί να σχηματιστεί η πραγματική, πλήρης εικόνα σχετικά και με τις παρακολουθήσεις-υποκλοπές.
Το «δίχτυ» της παρακολούθησης, της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων και πληροφοριών «πλέκεται» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως με το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν-SIS (Schengen Information System), που έχει εκσυγχρονιστεί στο Σύστημα SIS II, μια τεράστια βάση δεδομένων με τα στοιχεία όλων των πολιτών και διαμενόντων στην ΕΕ, καθώς και βιομετρικά δεδομένα των ατόμων άνω των 12 ετών. Παράλληλα λειτουργούν συστήματα που υποστηρίζουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τη Eurojust, όπως κι εκείνα που καταγράφουν τους υπηκόους τρίτων χωρών και ειδικά τους μετανάστες-πρόσφυγες κ.ά.5 Βήμα σε αντιδραστική κατεύθυνση αποτέλεσε η ίδια η λειτουργία του EU-LISA, ως οργανισμού που «συντονίζει» τους ευρωενωσιακούς οργανισμούς φακελώματος και με τον Κανονισμό 2019/818 αναλαμβάνει τη δημιουργία κοινής βάσης βιομετρικών δεδομένων (BMS), προσβάσιμης στις Αρχές των κρατών-μελών, συνδυασμένα με άλλα συστήματα, όπως τα προεκτεθέντα.6
Είναι ακριβώς ο συνδυασμός, η λειτουργική ενοποίηση και «επικοινωνία» (διαλειτουργικότητα) που αναβαθμίζει τις δυνατότητες των Αρχών, τόσο των κρατών-μελών όσο και της ίδιας της ΕΕ, να αντλούν στοιχεία από διάφορες πηγές (συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου), να συσχετίζουν, να συνδυάζουν, να ομαδοποιούν. Έτσι να εντοπίζουν, να ταυτοποιούν και να παρακολουθούν τόσο συγκεκριμένα πρόσωπα όσο όμως και ομάδες και μεγάλα πλήθη. Να καταρτίζουν αναλυτικά ατομικά προφίλ, αλλά και να συνάγουν γενικότερα μοτίβα και τάσεις για τους λαούς. Να αξιοποιούν αυτά για την καταστολή, αλλά και ευρύτερα για τους αντιλαϊκούς σκοπούς τους, όπως είναι η χάραξη της αστικής πολιτικής.
ΕΝΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΟΧΗΜΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»
Τόσο στην Αστυνομική Οδηγία όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά νομοθετήματα διαγράφεται πλέον καθαρά μια επικίνδυνη τάση: Η ενίσχυση της προληπτικής δράσης των κρατικών Αρχών, που νομιμοποιεί «εκ των προτέρων» τη μαζική συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών.
Η μετατόπιση του έργου της αστυνομίας και άλλων υπηρεσιών από την «καταστολή» του εγκλήματος στην «πρόληψή» του σημαίνει πως στόχος ερευνών δεν είναι μόνο συγκεκριμένα-περιορισμένα άτομα, ύποπτα για ένα συγκεκριμένο αδίκημα που διαπράχτηκε και διερευνάται για να διαλευκανθεί. Στόχος πράξεων ερευνητικής φύσης μπορεί να είναι ακόμα και απροσδιόριστος αριθμός προσώπων, π.χ. όλοι οι κάτοικοι σε μια πόλη, για τη «μελέτη», την κατανόηση και την πρόληψη των εγκλημάτων, πριν αυτά διαπραχτούν. Γι’ αυτό και η πρόληψη της εγκληματικότητας σήμερα νομιμοποιεί πρακτικές μαζικής παρακολούθησης, από την οποία κυριολεκτικά «δεν εξαιρείται κανείς a priori».
Αυτή η επικίνδυνη «στροφή» στηρίχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες ειδικά στην επίκληση του «τρομοκρατικού φαινομένου». Για να αντιληφθεί κανείς το επικίνδυνο της εξέλιξης, αρκεί να αναφερθεί πως, σε ό,τι αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τη Europol, αυτή επιτρέπεται ακόμα και για πρόσωπα για τα οποία αρκεί να συντρέχουν μόνο «εύλογοι λόγοι, για να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις»!7
Εξετάζοντας τις ειδικότερες ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για το απόρρητο των επικοινωνιών, βρίσκουμε ακριβώς την επίκληση της «τρομοκρατίας» να νομιμοποιεί τα βήματα προς τη μαζικο-προληπτική επιτήρηση των επικοινωνιών των πολιτών.
Ήδη η Οδηγία 2002/58 είχε θέσει το γενικό περίγραμμα νόμιμων άρσεων του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τα κράτη-μέλη, «εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων»8.
Με την Οδηγία 2006/24 θεσπίστηκε η μαζική και προληπτική διατήρηση όλων των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στην ΕΕ, με την πρόβλεψη να καθίστανται αυτά άμεσα διαθέσιμα στις υπηρεσίες ασφαλείας και τις άλλες Αρχές των κρατών-μελών. Στις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας γινόταν ειδική μνεία στην τρομοκρατική απειλή, μετά και από τις επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005. Η κατάργηση της εν λόγω Οδηγίας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) το 2014 με την πολυσυζητημένη απόφαση Digital Rights Ireland δεν αθωώνει φυσικά την ΕΕ και τα κόμματα που την υπερασπίζονται, πολύ περισσότερο δεν αναιρεί τη γενική αντιδραστική εξέλιξη στη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολιτική.
Η καταργηθείσα Οδηγία του 2006 νομιμοποίησε στο μεταξύ την εισαγωγή βαθιά αντιδραστικών ρυθμίσεων στις νομοθεσίες των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας. Στην Ελλάδα, ο νόμος 3917/2011 που ενσωμάτωσε την Οδηγία παραμένει σε ισχύ, ανέπαφος απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, νομιμοποιώντας το προληπτικό φακέλωμα των επικοινωνιών, που επιτρέπει την κατάρτιση προφίλ των πολιτών. Η δε απόφαση του ΔΕΕ στην πραγματικότητα υπήρξε «οδηγός καλής νομοθέτησης» σε βάρος των δικαιωμάτων: Δεν αρνήθηκε τη δυνατότητα των κρατών να παίρνουν προληπτικά μέτρα, καταγραφής και αποθήκευσης δεδομένων και επικοινωνιών, ακόμα και σε μαζική κλίμακα. Χάραξε εκείνα τα νομικά όρια και τη μέθοδο, ώστε να προωθηθεί η αναγκαία παρακολούθηση από τα ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς να θίγονται οι «δημοκρατικές εγγυήσεις», ως κοινό νομικό υπόβαθρο στην ενιαία αγορά της ΕΕ, που διατηρεί ταυτόχρονα το «δημοκρατικό προφίλ» της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Σε αυτήν τη γραμμή κινείται και η Πρόταση Κανονισμού «για το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» (ePrivacy Regulation)9, που πρόκειται να αντικαταστήσει την Οδηγία 2002/58, ρυθμίζοντας πλέον όχι μόνο τα κλασικά μέσα τηλεπικοινωνίας, αλλά και νέες μορφές (π.χ. Viber, WhatsUp, Skype, μηνύματα μέσω πλατφορμών όπως το Facebook, επικοινωνία “από μηχανή σε μηχανή” στο Διαδίκτυο των Πραγμάτων). Οι έντονες αντιπαραθέσεις που εμποδίζουν την τελική διαμόρφωση και ψήφιση του Κανονισμού εδώ και χρόνια, στη βάση συγκρούσεων συμφερόντων και στο εσωτερικό της ΕΕ, οδηγούν με τη σειρά τους σε νέα επίθεση στα δικαιώματα των λαών. Όπως φαίνεται, θα δοθεί το «ελεύθερο» στα κράτη-μέλη να διατηρούν τα δεδομένα των επικοινωνιών σύμφωνα με το δικό τους, εθνικό πλαίσιο κανόνων.10
Παράλληλα, ενισχύονται οι αυτοτελείς, νομικές και τεχνολογικές δυνατότητες των οργάνων της ίδιας της ΕΕ, όπως της Europol, στο πλαίσιο της οποίας ήδη από το 2020 λειτουργεί ειδική μονάδα για τις νόμιμες συνακροάσεις-υποκλοπές, ώστε να μεγαλώσει ο συντονισμός των κρατών-μελών, με αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων που αντιστοιχούν στην εποχή του 5G. Μετά το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία, η Europol ενεργοποίησε πρωτόκολλα ενισχυμένης επιτήρησης του διαδικτύου και ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ το 2022 επεκτάθηκε η «εντολή» και οι αρμοδιότητές της, προς ενίσχυση της μεταφοράς δεδομένων από τα κράτη-μέλη προς τη Europol και της ανταλλαγής δεδομένων με ιδιωτικούς φορείς, υπηρεσίες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών (Κανονισμός 2022/991).11
Η τάση προληπτικής και μαζικής παρακολούθησης των πολιτών, στη βάση της συνεργασίας των κρατών με τα μονοπώλια των επικοινωνιών και του διαδικτύου και με νομιμοποιητικό λόγο την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας», συμπυκνώνεται αποκαλυπτικά στον πρόσφατο Κανονισμό για το «τρομοκρατικό περιεχόμενο» στο διαδίκτυο (2021/784). Σύμφωνα με αυτόν, οι εταιρίες-πάροχοι του διαδικτύου (π.χ. YouTube) νομιμοποιούνται να σαρώνουν κάθε είδους πληροφορία που επικοινωνείται μέσω διαδικτύου (λόγο, εικόνα, βίντεο κλπ.), για να εντοπίζουν το περιεχόμενο που θεωρείται «τρομοκρατικό», να το αφαιρούν άμεσα, να παρεμποδίζουν την πρόσβαση σε αυτό και τη διάδοσή του, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Αρχές, απογειώνοντας το φακέλωμα και τη λογοκρισία. Την ίδια επικίνδυνη τάση ακολουθούν ακόμα και ρυθμίσεις που μοιάζουν καταρχήν δικαιολογημένες, όπως, για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο.12 Η σοβαρότητα και το ειδεχθές των εγκλημάτων φαίνεται να αξιοποιούνται στην κατεύθυνση νομιμοποίησης της μαζικής επιτήρησης της διαδικτυακής επικοινωνίας με τη χρήση ειδικών τεχνολογιών, όπως τεχνητής νοημοσύνης, με τους κινδύνους για τα δικαιώματα να επισημαίνονται ακόμα και από αστικές αναλύσεις.13
Η έκταση που λαμβάνει σήμερα η παρακολούθηση και καταγραφή της επικοινωνίας και της δράσης του λαού ειδικά στο όνομα της «τρομοκρατίας» διευρύνεται συνεχώς, όσο διευρύνεται η ίδια η έννοια της «τρομοκρατικής δράσης», ώστε να καταλαμβάνει ευθέως την οργανωμένη πάλη του εργατικού-λαϊκού κινήματος ενάντια στο σύστημα, στοχοποιώντας ειδικά την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση.
Σε ενότητα με τη διευρυνόμενη έννοια της «τρομοκρατίας», η «ριζοσπαστικοποίηση» ήρθε να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του αστικού κράτους και του Δικαίου ακόμα νωρίτερα, ακόμα πιο έγκαιρα και προληπτικά, για να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη των ίδιων των ιδεών που μπορούν να οδηγήσουν τους εργαζόμενους και ειδικά τους νέους να διαμορφώσουν ριζοσπαστική, αντισυστημική στάση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2005 όρισε αρχικά τη «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» ως «το φαινόμενο όπου άτομα ασπάζονται ορισμένες απόψεις, γνώμες και ιδέες που μπορεί να οδηγήσουν σε τρομοκρατικές ενέργειες»14. Είναι επίσης χαρακτηριστικός ο ορισμός της «ριζοσπαστικοποίησης» σε σύγχρονο σύγγραμμα, ως «η σταδιακή υιοθέτηση ακραίων θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων με στόχο την ανατροπή των συμβατικών ιδεολογιών στη βάση μιας προσλαμβανόμενης αδικίας και αποξένωσης από την κοινωνία και το κράτος»15. Πράγματι, η «πρόσληψη-συνειδητοποίηση της αδικίας» αποτελεί, σύμφωνα με αστικές αναλύσεις αλλά και ευρωπαϊκές πρακτικές «εκπαίδευσης» της αστυνομίας και άλλων Αρχών, την αφετηρία, το «πρώτο στάδιο», που μπορεί να οδηγήσει στον ανεπιθύμητο για τους αστούς ριζοσπαστισμό!16
Κατά την αντίληψη της ΕΕ για τη «ριζοσπαστικοποίηση», αυτή διακρίνεται σε μορφές, π.χ. «τζιχαντιστική», «δεξιά» και «εθνικιστική», και βέβαια την «αριστερή» και «αναρχική». Στην αντίστοιχη έκθεση της Europol για το 2020 σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις προσπαθούν με βίαια μέσα να ξεκινήσουν επανάσταση ενάντια στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, με στόχο την εισαγωγή του σοσιαλισμού και τελικά την εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής, αταξικής κοινωνίας. Η ιδεολογία τους συχνά είναι η μαρξιστική-λενινιστική.»17
Με άλλα λόγια, με αφετηρία τη δράση οργανώσεων που δεν έχουν καμία σχέση με το λαϊκό κίνημα και τα συμφέροντά του και, όπως είναι πια γνωστό, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές τις εξέθρεψαν, χρηματοδότησαν και στήριξαν πολύμορφα, αξιοποιώντας τες στους αιματηρούς σχεδιασμούς τους (βλ. Αλ Κάιντα κλπ.), τα αστικά κράτη και οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως η ΕΕ, «άνοιξαν» την «ομπρέλα» της τρομοκρατίας έτσι που αυτή να περιλαμβάνει δυνητικά πολλούς εχθρούς τους, όπως σήμερα με το χαρακτηρισμό ολόκληρων κρατών ως «κράτη-τρομοκράτες», και βέβαια το βασικό εχθρό τους, τους ίδιους τους λαούς.
Στη βάση αυτή, εδώ και πάνω από μία δεκαετία οι Αρχές επιβολής του νόμου στην ΕΕ χρησιμοποιούν την κατάρτιση προφίλ, αναλύοντας φυσικά, ψυχολογικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, που προκύπτουν και από την επικοινωνία και δραστηριότητα των ατόμων στο διαδίκτυο και θεωρούνται ως δείκτες «υψηλής πιθανότητας» ανάπτυξης τρομοκρατικής δράσης. Έτσι πραγματοποιούν στοχευμένες έρευνες σε υπόπτους, όχι μόνο «τρομοκράτες», αλλά «δυνάμει τρομοκράτες» (would-be-terrorists).18
Το προληπτικό στάδιο στο οποίο πλέον επιχειρεί το αστικό κράτος να παρέμβει στις συνειδήσεις, στις συμπεριφορές και κοινωνικοπολιτικές επιλογές του λαού περιγράφεται με μοναδικό τρόπο από τους πρωτεργάτες της αντιτρομοκρατικής ατζέντας, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, και συγκεκριμένα το Διευθυντή του FBI το 2016: «Ψάχνουμε για βελόνες σε έναν εθνικό σωρό άχυρα, αλλά καλούμαστε επίσης να καταλάβουμε ποια κομμάτια άχυρο μπορεί κάποια μέρα να γίνουν βελόνες. Αυτή είναι σκληρή δουλειά. Εάν μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να την κάνουμε καλύτερα, θα το κάνουμε.»19