Η ενίσχυση του νόμιμου φακελώματος για τη θωράκιση της δικτατορίας του κεφαλαίου


του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η συζήτηση με αφορμή τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, άλλων πολιτικών, δημοσιογράφων, διεξάγεται με «θόρυβο» από τα αστικά κόμματα. Όπως έχει ήδη αναδειχτεί από το ΚΚΕ, πίσω από τους υψηλούς τόνους επιχειρείται να συσκοτιστεί η ουσία της υπόθεσης. Σκόπιμα συγκαλύπτονται και αποσιωπούνται κρίσιμα ζητήματα, όπως το συνολικό νομικό πλαίσιο των παρακολουθήσεων, που θωρακίζει το αστικό κράτος με όρους «συνέχειας», ανεξαρτήτως «απόχρωσης» των κυβερνήσεων.

Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαία η αντιμετώπιση των πολλαπλών καταγγελιών του ΚΚΕ για τις «συνακροάσεις»-υποκλοπές στο τηλεφωνικό κέντρο της έδρας της Κεντρικής Επιτροπής, από το 2016 μέχρι σήμερα, τόσο από την κυβέρνηση της ΝΔ όσο και από το ΣΥΡΙΖΑ, που προσπάθησαν και πρόσφατα στη Βουλή να υποβαθμίσουν την υπόθεση, πράγμα που δεν έγινε κατορθωτό, κάτω από την παρέμβαση του ΚΚΕ.

Οι συγκεκριμένες αποκαλύψεις και πολιτικές εξελίξεις δεν μπορούν να «διαβαστούν» μεμονωμένα και αποσπασματικά. Εντάσσονται σε ευρύτερες διεργασίες για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού και την «επόμενη μέρα» της αστικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Οι εν λόγω διεργασίες αποτελούν με τη σειρά τους μέρος διεθνών εξελίξεων και ανακατατάξεων, που καθορίζονται από τους οξυνόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που μαίνεται.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αντίστοιχη συζήτηση για τις υποκλοπές, ειδικά σε βάρος βουλευτών και άλλων πολιτικών προσώπων, έχει ανοίξει πανευρωπαϊκά, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να συστήνει ειδική επιτροπή για το Pegasus και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελούν «ελληνική πρωτοτυπία» ούτε τα σχετικά «σκάνδαλα», ούτε οι επ’ αυτών προτάσεις για αλλαγές και «εκσυγχρονισμό» του νομικού και θεσμικού πλαισίου.

Η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα διακρίνεται εν πολλοίς σε τρεις βασικές αστικές προσεγγίσεις, μεταξύ τους συγκλίνουσες. Μία από τις προσεγγίσεις εντοπίζει τις αιτίες του προβλήματος σε θεσμικά και νομοθετικά κενά, αοριστίες και λάθη στη λειτουργία υπηρεσιών –όπως η ΕΥΠ– και γενικά του κράτους, προτείνοντας στοχευμένες «διορθωτικές» κινήσεις. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και πολιτικά στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας. Μια δεύτερη εμφανίζει ως πηγή του προβλήματος το «παρακράτος» του Μητσοτάκη και των «οικείων» του, καλώντας σε υπεράσπιση της «δημοκρατίας» και του «κράτους Δικαίου», μέσα από ένα «προοδευτικό μέτωπο» για την αλλαγή της παρούσας κυβέρνησης, που φυσικά ευνοεί τα συνολικά αφηγήματα του 
ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Μια τρίτη βλέπει το όλο «μοντέλο διακυβέρνησης» στην Ελλάδα ως «υπερσυγκεντρωτικό», με τις εξουσίες να συγκεντρώνονται στον πρωθυπουργό και ένα στενό κύκλο κυβερνητικών παραγόντων, καθιστώντας τους ανέλεγκτους. Αυτή η ανάλυση καταλήγει επίσης σε «εξισορροπητικές» προτάσεις για την ενίσχυση του κράτους Δικαίου και των θεσμικών δικλείδων του.

Κοινός άξονας των προσεγγίσεων είναι η ανάγκη αναπροσαρμογής του νομικού-θεσμικού πλαισίου, ώστε, όπως υποστηρίζεται, να διασφαλίζει καλύτερα την «τήρηση της νομιμότητας» από την εκάστοτε κυβέρνηση και γενικά τις κρατικές Αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη συζήτηση γίνεται για τα «θεσμικά αντίβαρα» στην «εκτελεστική» εξουσία (κυβέρνηση, αστυνομία κ.ά.), για να ενισχυθεί ο ρόλος της Δικαιοσύνης και άλλων «ανεξάρτητων» Αρχών, με κανόνες και διαδικασίες ελέγχου, που θα λειτουργούν αντίρροπα στη «συγκεντρωτική» και «αδιαφανή» διακυβέρνηση.

Έτσι, κοινή συνισταμένη των αστικών αναλύσεων και προτάσεων είναι η συσκότιση του εκ φύσεως αντιδραστικού χαρακτήρα του ίδιου του Συντάγματος, συνολικά του νομικού πλαισίου γύρω από τις παρακολουθήσεις-υποκλοπές. Η συσκότιση αυτή βοηθά να συγκαλυφθεί η ουσία: Το κράτος έχει ταξικό-αντιλαϊκό χαρακτήρα και αποστολή, είναι το κράτος της δικτατορίας του κεφαλαίου και αυτήν υπηρετεί με το Δίκαιό του, με όλες του τις Αρχές και υπηρεσίες, με όλες του τις λειτουργίες. Λαμβάνει μέτρα καταστολής αλλά και ενσωμάτωσης, προκειμένου να διαιωνιστεί η εξουσία του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου, που η λαϊκή δυσαρέσκεια μπορεί να μεγαλώσει τις ρωγμές στο αστικό πολιτικό σύστημα, να οδηγήσει σε εναντίωση στο κράτος. Γι’ αυτό και αποτελεί μόνιμη επωδό όλων των αστικών αναλύσεων και τοποθετήσεων η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής.

Επομένως, η δικτατορία του κεφαλαίου γίνεται ολοένα πιο βάρβαρη κι επιθετική, και αυτό αφορά και τα θεμελιώδη δικαιώματα, το σύνολο του νομικού εποικοδομήματος. Η συνενοχή της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και γενικά των αστικών κομμάτων στη διαμόρφωση και εφαρμογή νόμων σε βάρος των λαϊκών ελευθεριών πηγάζει από τη στρατηγική σύμπνοιά τους στην υπηρεσία της εξουσίας του κεφαλαίου. Συνολικά, η ενίσχυση της καταστολής συμβαδίζει με την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης του κεφαλαίου, σε συνθήκες που εκδηλώνονται με σφοδρότητα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι όποιοι συμβιβασμοί καταλήγουν σε «μάταιες» προσπάθειες ρύθμισης του ανελέητου ανταγωνισμού.

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να φωτίσει βασικές πλευρές και αντιδραστικές εξελίξεις στο αστικό νομικό οπλοστάσιο, που αποκαλύπτουν πως ο πραγματικός αντίπαλος, το κεφάλαιο και το κράτος του, επιτίθενται ολοένα πιο βάναυσα στις ανάγκες και τα δικαιώματα των λαών, με τη «βούλα» του νόμου, και όχι ενάντιά του. Για το σκοπό αυτό εκτίθενται βασικά νομοθετήματα και κατευθύνσεις, ξεκινώντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, περνώντας στις ευρωπαϊκές συμβάσεις για τα «θεμελιώδη δικαιώματα» και το Ελληνικό Σύνταγμα και καταλήγοντας στους ειδικότερους ελληνικούς νόμους, για το απόρρητο των επικοινωνιών, ώστε να αποκαλυφθεί το κοινό, αντιδραστικό νήμα που τα συνδέει, στο οποίο όλοι ανεξαιρέτως, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα κόμματα, ομονοούν.

 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ «ΕΧΘΡΟΥ-ΛΑΟΥ»

Για την εξέταση του αστικού νομικού πλαισίου στην ΕΕ και στη χώρα μας χρειάζεται να επισημανθούν ορισμένα πραγματικά στοιχεία και εξελίξεις γύρω από την «επικοινωνία» και τα προσωπικά δεδομένα, που αντανακλώνται και στο Δίκαιο.

Πάντοτε η επικοινωνία ενός προσώπου έβριθε από προσωπικά του δεδομένα, στοιχεία που το ταυτοποιούν περιγράφοντας την προσωπικότητα και τη ζωή του σε διάφορα επίπεδα. Γι’ αυτό, η ανάγκη του αστικού κράτους να παρακάμπτει το απόρρητο των επικοινωνιών των προσώπων που έθετε στο στόχαστρό του υπήρξε διαχρονική και καλύφθηκε νομικά ακόμα και σε συνταγματικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού Συντάγματος και των γνωστών εξαιρέσεων που προβλέπει για το απόρρητο, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων.

Η πρόοδος των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, η ανάπτυξη του διαδικτύου και της ψηφιακής αγοράς έχουν διευρύνει την έννοια και τη σημασία της «επικοινωνίας». Σε αυτήν πλέον περιλαμβάνονται, δίπλα στις παραδοσιακές μεθόδους (π.χ. ταχυδρομείο), νέοι τρόποι μεταφοράς του λόγου και κάθε πληροφορίας. Αξιοποιούνται ολοένα πλατύτερα το διαδίκτυο και τα ψηφιακά μέσα, και η επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω δεδομένων.

Στη βάση αυτή, διευρύνονται αντίστοιχα οι δυνατότητες και τα μέσα που μετέρχεται το αστικό κράτος, σε συνεργασία με τα μονοπώλια της πληροφορικής και των επικοινωνιών, για να παρακολουθεί: Να «υποκλέπτει», για παράδειγμα, μηνύματα χωρίς να χρειάζεται να «πέσουν» στα χέρια του οι φάκελοι. Να σκιαγραφεί ακόμα πιο ολόπλευρα τη ζωή, ακόμα και τη σκέψη και τις διαθέσεις, τόσο συγκεκριμένων ατόμων-«στόχων», όσο πλέον και ολόκληρων μαζών, εξάγοντας τάσεις και συμπεράσματα για τους σκοπούς του.

Τα ίδια τα δεδομένα, ως «ψηφία» της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και της ψηφιακής δραστηριότητας των ατόμων, έδωσαν πρόσθετες δυνατότητες στο κράτος και στις υπηρεσίες του να συλλέγουν ψήγματα στοιχείων, που όμως στην πορεία ανασυνθέτουν την «εικόνα» του «στόχου» τους, ή να αντιλαμβάνονται ακόμα και πλευρές από την επικοινωνία του με τρίτους, χωρίς να τον «ακούν».

Αυτή η σχέση ανάμεσα στην επικοινωνία, τα προσωπικά δεδομένα και τελικά την προσωπική ζωή και υπόσταση του ατόμου, στην οποία το αστικό κράτος διαχρονικά επιδίωκε να παρεμβαίνει πολύτροπα ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου, εκφράζεται και νομικά: Το δικαίωμα προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών συνδέεται «οργανικά» με το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και μαζί «εντάσσονται» στο δικαίωμα προστασίας της «ιδιωτικής ζωής», συναποτελώντας εκφάνσεις του. Έτσι προβάλλει νομικά το ζήτημα τόσο στο ευρωπαϊκό Δίκαιο και στις Συμβάσεις για τα «θεμελιώδη δικαιώματα», όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα, όπως εκτίθεται παρακάτω.

Επομένως, αν κανείς θέλει να εξετάσει τι δυνατότητες έχει σήμερα το κράτος, με όλες του τις Αρχές και υπηρεσίες και σε συνεργασία με τους διεθνείς συμμάχους του, να παρακολουθεί τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, χρειάζεται να δει όλο το «κάδρο»: Τόσο τις ρυθμίσεις που αφορούν στενά το απόρρητο των επικοινωνιών όσο και τις ρυθμίσεις για τα προσωπικά δεδομένα και τον έλεγχο της πληροφορίας στο διαδίκτυο.

 

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΒΑΣΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΕ

Σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δεδομένα, η «μήτρα» που γεννά ολοένα πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις νομιμοποιώντας τη μαζική επεξεργασία τους βρίσκεται στην ίδια την καπιταλιστική οικονομία. Οι ρυθμίσεις της ΕΕ υπαγορεύονται και υπηρετούν βασικές ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων.

Βασικός, διακηρυγμένος στόχος της ΕΕ είναι η «ελεύθερη ροή» δεδομένων ανάμεσα στα κράτη-μέλη, για τη διαμόρφωση μεγάλων ευρωπαϊκών «δεξαμενών» δεδομένων, προσβάσιμων στα μονοπώλια και στα κράτη. Απώτερος σκοπός είναι αυτή η «ροή» και οι «δεξαμενές» να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της ενιαίας ψηφιακής αγοράς και των τεχνολογιών «αιχμής», όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ σε περιβάλλον σφοδρότατου διεθνούς ανταγωνισμού.

Σε αυτό το φόντο, τα προσωπικά δεδομένα αντιμετωπίζονται ως «εμπορεύσιμα αγαθά» και πηγή κερδοφορίας, πολύτιμα και από τη σκοπιά των πληροφοριών που μπορούν να δώσουν για τη συμπεριφορά και τη στάση είτε της εργατικής τάξης, συνολικά του «εχθρού-λαού» που είναι ο βασικός αντίπαλος του κεφαλαίου και της εξουσίας του, είτε του εκάστοτε «αντίπαλου» καπιταλιστή στη διεθνή ιμπεριαλιστική αρένα. Είναι κοινός τόπος πλέον ότι οι ρυθμίσεις της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα και συνολικά την ενιαία ψηφιακή αγορά αξιοποιούνται στην αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, την Κίνα και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.1

Προς εξυπηρέτηση των παραπάνω κεντρικών ευρωενωσιακών στοχεύσεων ψηφίστηκε ο γνωστός Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ (GDPR).

Για τους παραπάνω σκοπούς ο Κανονισμός νομιμοποίησε την πλατιά και απρόσκοπτη συλλογή, διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των λαών σε όλη την ΕΕ, από τα μονοπώλια, τα κράτη και την ίδια την ΕΕ. Εισήγαγε σειρά νόμιμων λόγων («νόμιμες βάσεις») που επιτρέπουν την αθρόα επεξεργασία δεδομένων: Από την περιβόητη «ελεύθερη συγκατάθεση» μέχρι τις σκόπιμα γενικές έννοιες, όπως του «δημόσιου συμφέροντος». Μέσα από τη βεντάλια «εξαιρέσεών» του, προώθησε την ευχερέστερη επεξεργασία ακόμα και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως των πολιτικών πεποιθήσεων ή της συνδικαλιστικής δράσης. Στην πλατιά αυτή επεξεργασία ο Κανονισμός πρόσθεσε τη δυνατότητα εισαγωγής περαιτέρω περιορισμών στην όποια προστασία προσωπικών δεδομένων, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν «στόχοι γενικού συμφέροντος», αναγνωρίζοντας ως τέτοιους την «ασφάλεια του κράτους», τη «δημόσια ασφάλεια», την πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση ή δίωξη ποινικών αδικημάτων και άλλους, όπως είναι οι νομισματικές και δημοσιονομικές ανάγκες και επιταγές του κεφαλαίου.2

Η ίδια η θέσπιση στον Κανονισμό ορισμένων δικαιωμάτων και «εξουσιών» του ατόμου γύρω από τα προσωπικά του δεδομένα υπηρετεί κεντρικές οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Επιδιώξεις που είναι κοινές, παρ’ όλες τις εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη, γιατί ακριβώς αφορούν την ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και την ενσωμάτωση του κοινού εχθρού των αστικών τάξεων, που είναι η εργατική τάξη και ειδικά η νέα βάρδιά της.

Η κατοχύρωση ενός ορισμένου επιπέδου τυπικής ισότητας των πολιτών μπροστά και σε νέα φαινόμενα, όπως είναι η επεξεργασία δεδομένων με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συντελεί στη διαμόρφωση ενός σαφούς νομικού τοπίου, ενιαίων κανόνων για την ευρωπαϊκή «ψηφιακή» οικονομία και την εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Αποτελεί όρο για την αναγκαία «εμπιστοσύνη», που αποσπάται έτσι από τους λαούς, προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά και εθελοντικά, ως «ελεύθεροι πολίτες», στην ψηφιακή αγορά, προσχωρώντας στην επεξεργασία των δεδομένων τους. Συντείνει τελικά στην ευρύτερη εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στους ευρωπαϊκούς αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, στον ευρωπαϊκό «νομικό και πολιτικό πολιτισμό», ως πλευρά στην προσπάθεια διατήρησης της πολυπόθητης για τους αστούς «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή της κατά το δυνατόν αδιατάρακτης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης σε κάθε κράτος-μέλος και συνολικά στην ΕΕ.

Στους παραπάνω στρατηγικούς στόχους συμφωνούν όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα. Αυτήν τη σύμπνοια εξέφρασε η ψήφιση απ’ όλους (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ-25) του νόμου 4624/2019, για την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού, ως νομοθετήματος-«κορμού» της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα δεδομένα.

Πάνω στον αντιδραστικό «κορμό» του Κανονισμού άνοιξαν διάφορα νομοθετικά «κλαδιά» που τον συμπληρώνουν, τον εξειδικεύουν, επεκτείνουν τη λογική του σε άλλα αντικείμενα.

Αξίζει σχετικά να αναφέρουμε τις Πράξεις για τις Ψηφιακές Αγορές και Ψηφιακές Υπηρεσίες (DMA-DSA)3. Πρόκειται για νομοθετήματα που προπαγανδίστηκαν ως απάντηση της ΕΕ στις πρακτικές των τεχνολογικών μεγαθηρίων, των λεγόμενων «ρυθμιστών της πρόσβασης» ή «πυλωρών» («gatekeepers», βλ. Google κλπ.), για να ανασχεθεί η υπέρμετρη επιρροή τους και να προστατευτούν οι χρήστες του διαδικτύου και τα δικαιώματά τους. Πράγματι, μια κεντρική διάσταση των Πράξεων αποτελεί η παρέμβαση της ΕΕ στους όρους του ανταγωνισμού στην «επικράτειά» της, έτσι που να διαμορφωθεί ένα κατά τι ευνοϊκότερο περιβάλλον για την κερδοφορία ευρωπαϊκών ομίλων στην αναμέτρηση με μονοπώλια των ΗΠΑ και άλλων χωρών, που εκκινούν αρκετά μέτρα πιο μπροστά στην «ψηφιακή» κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού.

Ποια είναι όμως η ουσία αυτών των παρεμβάσεων από τη σκοπιά των δικαιωμάτων των λαών της ΕΕ; Κατά πρώτον, οι Πράξεις βασίζονται στην πραγματικότητα της πλήρους εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων και αυτήν την εμπορευματοποίηση επικυρώνουν και προωθούν. Ενισχύεται έτσι η αντιδραστική οικονομική αφετηρία, που γεννά τη μαζική καταγραφή δεδομένων των λαών. Επιπλέον, μέσα από την εισαγωγή ορισμένων υποχρεώσεων για τις πλατφόρμες εντείνεται η παρακολούθηση στο διαδίκτυο. Για παράδειγμα, βασικός στόχος των ρυθμίσεων είναι η «ταχύτερη απομάκρυνση παράνομου περιεχομένου και η συμβολή στην εξάλειψη του επιβλαβούς περιεχομένου», στο οποίο περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, και ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «διασπορά ψευδών ειδήσεων με πολιτικό περιεχόμενο»4 (βλ. π.χ., τα ευρωπαϊκά μέτρα λογοκρισίας σε ειδήσεις και περιεχόμενο, με την αιτιολογία της στήριξης της ρωσικής προπαγάνδας στον πόλεμο στην Ουκρανία).

Φανερώνεται ότι οι αστικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ακόμα και με τη μορφή «νέων» δικαιωμάτων, ακόμα κι όταν αφορούν παρεμβάσεις στους όρους του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλίων, αποβαίνουν σε βάρος των λαϊκών ελευθεριών, υπηρετώντας αντιλαϊκές στοχεύσεις. Πόσο μάλλον που σήμερα τα αστικά κράτη θωρακίζονται εντατικά, με ειδικές νομοθετικές προβλέψεις και μέτρα ενάντια στον «εχθρό-λαό», όπου και μέτρα παρακολούθησής του.

 

Ο ΕΙΔΙΚΟΣ «ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΦΑΚΕΛΩΜΑ

Στη βάση των γενικών ευρωπαϊκών κατευθύνσεων και ρυθμίσεων, ένα πλήθος ειδικότερων διατάξεων, που αφορούν συγκεκριμένα τη δράση της αστυνομίας και άλλων κρατικών Αρχών, εξοπλίζουν σήμερα τα αστικά κράτη στην Ευρώπη, αλλά και αυτοτελώς την ΕΕ, ώστε να προβαίνουν ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά σε νόμιμο φακέλωμα των πολιτών.

Την ίδια χρονιά με το Γενικό Κανονισμό ψηφίστηκε η Οδηγία 2016/681 για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων των επιβατών αερομεταφορών, αλλά και το έτερο, «αδελφό» νομοθέτημα του Κανονισμού, η λεγόμενη «Αστυνομική Οδηγία» 2016/680 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις αρχές επιβολής του νόμου. Ειδικό καθεστώς διαμορφώθηκε για την επεξεργασία δεδομένων από τη Europol στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της με τη θέσπιση του Κανονισμού 2016/794.

Με την «Αστυνομική Οδηγία», που ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τον παραπάνω νόμο του 2019, με τις ψήφους των αστικών κομμάτων, οι αστυνομικές και άλλες κρατικές Αρχές αποκτούν μεγαλύτερη «ευελιξία» στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αποδεσμεύονται εύκολα από μια σειρά τυπικές υποχρεώσεις, όπως είναι η υποχρέωση της «διαφάνειας». Για παράδειγμα, με βάση την Οδηγία περιορίζεται το δικαίωμα ενημέρωσης των πολιτών για την επεξεργασία των δεδομένων τους από τις αστυνομικές Αρχές, όταν το επιβάλλουν λόγοι «εθνικής» ή «δημόσιας ασφάλειας», ή «για να μην παρακωλυθεί το έργο» των Αρχών (άρ. 13 παρ. 3 και 4).

Γι’ αυτό και η «μάχη» του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων «προοδευτικών» δυνάμεων, αστικών και οπορτουνιστικών, γύρω από την απαράδεκτη ρύθμιση που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ, περί κατάργησης της ενημέρωσης του θιγόμενου προσώπου για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας, είναι υποκριτική. Πάνω απ’ όλα αποκρύπτει την αντιδραστική κατεύθυνση ευρωπαϊκών ρυθμίσεων σαν τις παραπάνω, επί μιας γενικής και πάγιας αρχής του αστικού Δικαίου: Πως είναι (καταρχήν) νόμιμος ο περαιτέρω περιορισμός δικαιωμάτων κάθε ατόμου έναντι του αστικού κράτους, ειδικά κατά την άσκηση των, εξ ορισμού μυστικών, ερευνητικών και ανακριτικών ενεργειών του κράτους, πόσο μάλλον για την υπεράσπιση της «εθνικής ασφάλειας».

Κάθε επιμέρους ρύθμιση, κανόνας ή εξαίρεση, κάθε Οδηγία, Κανονισμός ή άλλη πράξη δεν μπορούν να εξετάζονται μεμονωμένα, παρά μόνο ενταγμένα στο συνολικό «σύμπλεγμα» νομοθετημάτων και συστημάτων της ΕΕ. Έτσι μόνο μπορεί να σχηματιστεί η πραγματική, πλήρης εικόνα σχετικά και με τις παρακολουθήσεις-υποκλοπές.

Το «δίχτυ» της παρακολούθησης, της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων και πληροφοριών «πλέκεται» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως με το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν-SIS (Schengen Information System), που έχει εκσυγχρονιστεί στο Σύστημα SIS II, μια τεράστια βάση δεδομένων με τα στοιχεία όλων των πολιτών και διαμενόντων στην ΕΕ, καθώς και βιομετρικά δεδομένα των ατόμων άνω των 12 ετών. Παράλληλα λειτουργούν συστήματα που υποστηρίζουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τη Eurojust, όπως κι εκείνα που καταγράφουν τους υπηκόους τρίτων χωρών και ειδικά τους μετανάστες-πρόσφυγες κ.ά.5 Βήμα σε αντιδραστική κατεύθυνση αποτέλεσε η ίδια η λειτουργία του EU-LISA, ως οργανισμού που «συντονίζει» τους ευρωενωσιακούς οργανισμούς φακελώματος και με τον Κανονισμό 2019/818 αναλαμβάνει τη δημιουργία κοινής βάσης βιομετρικών δεδομένων (BMS), προσβάσιμης στις Αρχές των κρατών-μελών, συνδυασμένα με άλλα συστήματα, όπως τα προεκτεθέντα.6

Είναι ακριβώς ο συνδυασμός, η λειτουργική ενοποίηση και «επικοινωνία» (διαλειτουργικότητα) που αναβαθμίζει τις δυνατότητες των Αρχών, τόσο των κρατών-μελών όσο και της ίδιας της ΕΕ, να αντλούν στοιχεία από διάφορες πηγές (συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου), να συσχετίζουν, να συνδυάζουν, να ομαδοποιούν. Έτσι να εντοπίζουν, να ταυτοποιούν και να παρακολουθούν τόσο συγκεκριμένα πρόσωπα όσο όμως και ομάδες και μεγάλα πλήθη. Να καταρτίζουν αναλυτικά ατομικά προφίλ, αλλά και να συνάγουν γενικότερα μοτίβα και τάσεις για τους λαούς. Να αξιοποιούν αυτά για την καταστολή, αλλά και ευρύτερα για τους αντιλαϊκούς σκοπούς τους, όπως είναι η χάραξη της αστικής πολιτικής.

 

ΕΝΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΟΧΗΜΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Τόσο στην Αστυνομική Οδηγία όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά νομοθετήματα διαγράφεται πλέον καθαρά μια επικίνδυνη τάση: Η ενίσχυση της προληπτικής δράσης των κρατικών Αρχών, που νομιμοποιεί «εκ των προτέρων» τη μαζική συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών.

Η μετατόπιση του έργου της αστυνομίας και άλλων υπηρεσιών από την «καταστολή» του εγκλήματος στην «πρόληψή» του σημαίνει πως στόχος ερευνών δεν είναι μόνο συγκεκριμένα-περιορισμένα άτομα, ύποπτα για ένα συγκεκριμένο αδίκημα που διαπράχτηκε και διερευνάται για να διαλευκανθεί. Στόχος πράξεων ερευνητικής φύσης μπορεί να είναι ακόμα και απροσδιόριστος αριθμός προσώπων, π.χ. όλοι οι κάτοικοι σε μια πόλη, για τη «μελέτη», την κατανόηση και την πρόληψη των εγκλημάτων, πριν αυτά διαπραχτούν. Γι’ αυτό και η πρόληψη της εγκληματικότητας σήμερα νομιμοποιεί πρακτικές μαζικής παρακολούθησης, από την οποία κυριολεκτικά «δεν εξαιρείται κανείς a priori».

Αυτή η επικίνδυνη «στροφή» στηρίχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες ειδικά στην επίκληση του «τρομοκρατικού φαινομένου». Για να αντιληφθεί κανείς το επικίνδυνο της εξέλιξης, αρκεί να αναφερθεί πως, σε ό,τι αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τη Europol, αυτή επιτρέπεται ακόμα και για πρόσωπα για τα οποία αρκεί να συντρέχουν μόνο «εύλογοι λόγοι, για να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις»!7

Εξετάζοντας τις ειδικότερες ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για το απόρρητο των επικοινωνιών, βρίσκουμε ακριβώς την επίκληση της «τρομοκρατίας» να νομιμοποιεί τα βήματα προς τη μαζικο-προληπτική επιτήρηση των επικοινωνιών των πολιτών.

Ήδη η Οδηγία 2002/58 είχε θέσει το γενικό περίγραμμα νόμιμων άρσεων του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τα κράτη-μέλη, «εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων»8.

Με την Οδηγία 2006/24 θεσπίστηκε η μαζική και προληπτική διατήρηση όλων των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στην ΕΕ, με την πρόβλεψη να καθίστανται αυτά άμεσα διαθέσιμα στις υπηρεσίες ασφαλείας και τις άλλες Αρχές των κρατών-μελών. Στις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας γινόταν ειδική μνεία στην τρομοκρατική απειλή, μετά και από τις επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005. Η κατάργηση της εν λόγω Οδηγίας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) το 2014 με την πολυσυζητημένη απόφαση Digital Rights Ireland δεν αθωώνει φυσικά την ΕΕ και τα κόμματα που την υπερασπίζονται, πολύ περισσότερο δεν αναιρεί τη γενική αντιδραστική εξέλιξη στη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολιτική.

Η καταργηθείσα Οδηγία του 2006 νομιμοποίησε στο μεταξύ την εισαγωγή βαθιά αντιδραστικών ρυθμίσεων στις νομοθεσίες των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας. Στην Ελλάδα, ο νόμος 3917/2011 που ενσωμάτωσε την Οδηγία παραμένει σε ισχύ, ανέπαφος απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, νομιμοποιώντας το προληπτικό φακέλωμα των επικοινωνιών, που επιτρέπει την κατάρτιση προφίλ των πολιτών. Η δε απόφαση του ΔΕΕ στην πραγματικότητα υπήρξε «οδηγός καλής νομοθέτησης» σε βάρος των δικαιωμάτων: Δεν αρνήθηκε τη δυνατότητα των κρατών να παίρνουν προληπτικά μέτρα, καταγραφής και αποθήκευσης δεδομένων και επικοινωνιών, ακόμα και σε μαζική κλίμακα. Χάραξε εκείνα τα νομικά όρια και τη μέθοδο, ώστε να προωθηθεί η αναγκαία παρακολούθηση από τα ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς να θίγονται οι «δημοκρατικές εγγυήσεις», ως κοινό νομικό υπόβαθρο στην ενιαία αγορά της ΕΕ, που διατηρεί ταυτόχρονα το «δημοκρατικό προφίλ» της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Σε αυτήν τη γραμμή κινείται και η Πρόταση Κανονισμού «για το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» (ePrivacy Regulation)9, που πρόκειται να αντικαταστήσει την Οδηγία 2002/58, ρυθμίζοντας πλέον όχι μόνο τα κλασικά μέσα τηλεπικοινωνίας, αλλά και νέες μορφές (π.χ. Viber, WhatsUp, Skype, μηνύματα μέσω πλατφορμών όπως το Facebook, επικοινωνία “από μηχανή σε μηχανή” στο Διαδίκτυο των Πραγμάτων). Οι έντονες αντιπαραθέσεις που εμποδίζουν την τελική διαμόρφωση και ψήφιση του Κανονισμού εδώ και χρόνια, στη βάση συγκρούσεων συμφερόντων και στο εσωτερικό της ΕΕ, οδηγούν με τη σειρά τους σε νέα επίθεση στα δικαιώματα των λαών. Όπως φαίνεται, θα δοθεί το «ελεύθερο» στα κράτη-μέλη να διατηρούν τα δεδομένα των επικοινωνιών σύμφωνα με το δικό τους, εθνικό πλαίσιο κανόνων.10

Παράλληλα, ενισχύονται οι αυτοτελείς, νομικές και τεχνολογικές δυνατότητες των οργάνων της ίδιας της ΕΕ, όπως της Europol, στο πλαίσιο της οποίας ήδη από το 2020 λειτουργεί ειδική μονάδα για τις νόμιμες συνακροάσεις-υποκλοπές, ώστε να μεγαλώσει ο συντονισμός των κρατών-μελών, με αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων που αντιστοιχούν στην εποχή του 5G. Μετά το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία, η Europol ενεργοποίησε πρωτόκολλα ενισχυμένης επιτήρησης του διαδικτύου και ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ το 2022 επεκτάθηκε η «εντολή» και οι αρμοδιότητές της, προς ενίσχυση της μεταφοράς δεδομένων από τα κράτη-μέλη προς τη Europol και της ανταλλαγής δεδομένων με ιδιωτικούς φορείς, υπηρεσίες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών (Κανονισμός 2022/991).11

Η τάση προληπτικής και μαζικής παρακολούθησης των πολιτών, στη βάση της συνεργασίας των κρατών με τα μονοπώλια των επικοινωνιών και του διαδικτύου και με νομιμοποιητικό λόγο την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας», συμπυκνώνεται αποκαλυπτικά στον πρόσφατο Κανονισμό για το «τρομοκρατικό περιεχόμενο» στο διαδίκτυο (2021/784). Σύμφωνα με αυτόν, οι εταιρίες-πάροχοι του διαδικτύου (π.χ. YouTube) νομιμοποιούνται να σαρώνουν κάθε είδους πληροφορία που επικοινωνείται μέσω διαδικτύου (λόγο, εικόνα, βίντεο κλπ.), για να εντοπίζουν το περιεχόμενο που θεωρείται «τρομοκρατικό», να το αφαιρούν άμεσα, να παρεμποδίζουν την πρόσβαση σε αυτό και τη διάδοσή του, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Αρχές, απογειώνοντας το φακέλωμα και τη λογοκρισία. Την ίδια επικίνδυνη τάση ακολουθούν ακόμα και ρυθμίσεις που μοιάζουν καταρχήν δικαιολογημένες, όπως, για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο.12 Η σοβαρότητα και το ειδεχθές των εγκλημάτων φαίνεται να αξιοποιούνται στην κατεύθυνση νομιμοποίησης της μαζικής επιτήρησης της διαδικτυακής επικοινωνίας με τη χρήση ειδικών τεχνολογιών, όπως τεχνητής νοημοσύνης, με τους κινδύνους για τα δικαιώματα να επισημαίνονται ακόμα και από αστικές αναλύσεις.13

Η έκταση που λαμβάνει σήμερα η παρακολούθηση και καταγραφή της επικοινωνίας και της δράσης του λαού ειδικά στο όνομα της «τρομοκρατίας» διευρύνεται συνεχώς, όσο διευρύνεται η ίδια η έννοια της «τρομοκρατικής δράσης», ώστε να καταλαμβάνει ευθέως την οργανωμένη πάλη του εργατικού-λαϊκού κινήματος ενάντια στο σύστημα, στοχοποιώντας ειδικά την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση.

Σε ενότητα με τη διευρυνόμενη έννοια της «τρομοκρατίας», η «ριζοσπαστικοποίηση» ήρθε να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του αστικού κράτους και του Δικαίου ακόμα νωρίτερα, ακόμα πιο έγκαιρα και προληπτικά, για να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη των ίδιων των ιδεών που μπορούν να οδηγήσουν τους εργαζόμενους και ειδικά τους νέους να διαμορφώσουν ριζοσπαστική, αντισυστημική στάση.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2005 όρισε αρχικά τη «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» ως «το φαινόμενο όπου άτομα ασπάζονται ορισμένες απόψεις, γνώμες και ιδέες που μπορεί να οδηγήσουν σε τρομοκρατικές ενέργειες»14. Είναι επίσης χαρακτηριστικός ο ορισμός της «ριζοσπαστικοποίησης» σε σύγχρονο σύγγραμμα, ως «η σταδιακή υιοθέτηση ακραίων θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων με στόχο την ανατροπή των συμβατικών ιδεολογιών στη βάση μιας προσλαμβανόμενης αδικίας και αποξένωσης από την κοινωνία και το κράτος»15. Πράγματι, η «πρόσληψη-συνειδητοποίηση της αδικίας» αποτελεί, σύμφωνα με αστικές αναλύσεις αλλά και ευρωπαϊκές πρακτικές «εκπαίδευσης» της αστυνομίας και άλλων Αρχών, την αφετηρία, το «πρώτο στάδιο», που μπορεί να οδηγήσει στον ανεπιθύμητο για τους αστούς ριζοσπαστισμό!16

Κατά την αντίληψη της ΕΕ για τη «ριζοσπαστικοποίηση», αυτή διακρίνεται σε μορφές, π.χ. «τζιχαντιστική», «δεξιά» και «εθνικιστική», και βέβαια την «αριστερή» και «αναρχική». Στην αντίστοιχη έκθεση της Europol για το 2020 σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις προσπαθούν με βίαια μέσα να ξεκινήσουν επανάσταση ενάντια στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, με στόχο την εισαγωγή του σοσιαλισμού και τελικά την εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής, αταξικής κοινωνίας. Η ιδεολογία τους συχνά είναι η μαρξιστική-λενινιστική.»17

Με άλλα λόγια, με αφετηρία τη δράση οργανώσεων που δεν έχουν καμία σχέση με το λαϊκό κίνημα και τα συμφέροντά του και, όπως είναι πια γνωστό, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές τις εξέθρεψαν, χρηματοδότησαν και στήριξαν πολύμορφα, αξιοποιώντας τες στους αιματηρούς σχεδιασμούς τους (βλ. Αλ Κάιντα κλπ.), τα αστικά κράτη και οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως η ΕΕ, «άνοιξαν» την «ομπρέλα» της τρομοκρατίας έτσι που αυτή να περιλαμβάνει δυνητικά πολλούς εχθρούς τους, όπως σήμερα με το χαρακτηρισμό ολόκληρων κρατών ως «κράτη-τρομοκράτες», και βέβαια το βασικό εχθρό τους, τους ίδιους τους λαούς.

Στη βάση αυτή, εδώ και πάνω από μία δεκαετία οι Αρχές επιβολής του νόμου στην ΕΕ χρησιμοποιούν την κατάρτιση προφίλ, αναλύοντας φυσικά, ψυχολογικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, που προκύπτουν και από την επικοινωνία και δραστηριότητα των ατόμων στο διαδίκτυο και θεωρούνται ως δείκτες «υψηλής πιθανότητας» ανάπτυξης τρομοκρατικής δράσης. Έτσι πραγματοποιούν στοχευμένες έρευνες σε υπόπτους, όχι μόνο «τρομοκράτες», αλλά «δυνάμει τρομοκράτες» (would-be-terrorists).18

Το προληπτικό στάδιο στο οποίο πλέον επιχειρεί το αστικό κράτος να παρέμβει στις συνειδήσεις, στις συμπεριφορές και κοινωνικοπολιτικές επιλογές του λαού περιγράφεται με μοναδικό τρόπο από τους πρωτεργάτες της αντιτρομοκρατικής ατζέντας, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, και συγκεκριμένα το Διευθυντή του FBI το 2016: «Ψάχνουμε για βελόνες σε έναν εθνικό σωρό άχυρα, αλλά καλούμαστε επίσης να καταλάβουμε ποια κομμάτια άχυρο μπορεί κάποια μέρα να γίνουν βελόνες. Αυτή είναι σκληρή δουλειά. Εάν μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να την κάνουμε καλύτερα, θα το κάνουμε.»19

 

Η «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ» ΤΟΥ ΜΑΖΙΚΟΥ, ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Η νομιμοποίηση παντός είδους περιορισμών σε δικαιώματα και ελευθερίες απορρέει ευθέως από τα θεμελιώδη, κατά την αστική νομική άποψη, κείμενα που τα κατοχυρώνουν, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που αποτελεί το «Άγιο Δισκοπότηρο» του Συμβουλίου της Ευρώπης, και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), που είναι το «Ευαγγέλιο» της ΕΕ. Το πλαίσιο αυτών των περιορισμών ενισχύεται από τη νομολογία των αντίστοιχων ευρωπαϊκών δικαστηρίων, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αλλά και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).

Οι ευρωπαϊκές συμβάσεις (ΕΣΔΑ και ΧΘΔΕΕ) αντιμετωπίζουν την ιδιωτική ζωή ως το δικαίωμα που καλύπτει (εκτός των άλλων) τόσο το απόρρητο των επικοινωνιών όσο και την προστασία των προσωπικών δεδομένων20. Στην ουσία, τα περιεχόμενα αυτών των άρθρων αλληλοσυνδέονται και λειτουργούν συμπληρωματικά, γεγονός που εκφράζεται και στην ερμηνεία και εφαρμογή τους από τα δύο δικαστήρια (ΕΔΔΑ και ΔΕΕ). Στις αποφάσεις τους σχετικά με τα συγκεκριμένα δικαιώματα, συχνά το ένα δικαστήριο παραπέμπει στο άλλο, διαμορφώνοντας μια από κοινού, αχανή νομολογία, που μπορεί να αφορά είτε ειδικά το απόρρητο των επικοινωνιών και τα προσωπικά δεδομένα είτε γενικότερα το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, καλύπτοντας όμως έτσι τελικά και την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων.

Στη βάση αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, στην περίπτωση του απορρήτου των επικοινωνιών θεωρείται ως βασικός κίνδυνος «η υιοθέτηση νομοθεσίας, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται μέτρα παρακολούθησης των πολιτών, ιδίως σε περιπτώσεις μαζικής (μη στοχευμένης) μυστικής παρακολούθησης, ανεξαρτήτως του εάν έλαβε χώρα σε βάρος των προσφευγόντων»21. Την ίδια στιγμή όμως (παρ. 2 άρθρου 8 ΕΣΔΑ) , η επέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή του καθενός (και άρα και στο δικαίωμα για απόρρητο των επικοινωνιών του) επιτρέπεται –και μάλιστα επιβάλλεται– όχι μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά και για «λόγους δημόσιας ασφάλειας, οικονομικής ευημερίας της χώρας, υπεράσπιση της τάξης, πρόληψης ποινικών παραβάσεων, προστασίας της υγείας ή της ηθικής, προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων»22.

Οι ίδιοι περιορισμοί τίθενται και σε σειρά άλλων άρθρων, όπως η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, η ελευθερία έκφρασης, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι. Προστίθεται έτσι μια σειρά γενικών εννοιών, που στην πράξη λειτουργούν σαν ομπρέλα νομιμοποίησης της ποικιλότροπης και πολύμορφης καταγραφής και ελέγχου της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ταυτόχρονα, επιπλέον περιορισμοί επιτρέπονται στις περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης», κατά την οποία νομιμοποιείται μια βεντάλια μέτρων. Η «έκτακτη ανάγκη» δεν αφορά μόνο την περίπτωση πολέμου, αλλά και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της απόπειρας πραξικοπήματος, την προστασία της δημόσιας υγείας κ.ο.κ. Μάλιστα, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, στα κράτη αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριο εκτίμησης της κατάστασης ανάγκης, αρκεί να είναι πραγματική ή επικείμενη, ενώ ο κίνδυνος δε χρειάζεται να έχει επέλθει ή να είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, αλλά μπορεί να διαρκεί για πολλά έτη. Αντίστοιχα, η απειλή πρέπει να αφορά όλο τον πληθυσμό, αλλά μπορεί να εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος της επικράτειας και τα ήδη υπάρχοντα μέτρα που λαμβάνει το κράτος να θεωρούνται «σαφώς ανεπαρκή»23. Η ίδια η πραγματικότητα στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνει ότι η επίκληση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης αξιοποιήθηκε για ενίσχυση της καταστολής, ευρύτατους περιορισμούς σε δικαιώματα και ελευθερίες και την υλοποίηση σωρείας αντιλαϊκών μέτρων για τη στήριξη του κεφαλαίου.24

Σα να μην έφτανε αυτό, γενικά στο αστικό Δίκαιο αλλά και στη συγκεκριμένη σύμβαση, ως «ασφαλιστική δικλείδα» προκειμένου να μην εφαρμόζει καταχρηστικά το αστικό κράτος περιορισμούς στα δικαιώματα, εμφανίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή η υποχρέωση το εύρος των περιοριστικών μέτρων να μην είναι υπερβολικό σε σχέση με τον επαπειλούμενο κίνδυνο. Πρόκειται για μια ακόμα γενική αρχή που θεωρείται βασική «εγγύηση» του κράτους Δικαίου, διατρέχει όλο το αστικό Δίκαιο και οδηγεί στην «εκτίμηση» κάθε φορά από τη μια των δικαιωμάτων (όλων των πολιτών, στη βάση της τυπικής ισότητας) και από την άλλη των αναγκαίων από πλευράς του κράτους περιορισμών τους25. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια «πειραγμένη ζυγαριά», όπου τοποθετούνται τα δικαιώματα και γέρνει συντριπτικά υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου. Τη ζυγαριά αυτή την κρατούν τα αστικά κράτη, τα οποία μπορεί να ελεγχθούν από τα αστικά δικαστήρια –στη βάση της αρχής της αναλογικότητας πάντα– κατόπιν εορτής και αφού έχουν εφαρμόσει όλους αυτούς τους περιορισμούς.

Μάλιστα, ειδικά για την έννοια της «εθνικής ασφάλειας» το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει ότι, ακριβώς επειδή οι απειλές σε βάρος της εθνικής ασφάλειας ποικίλλουν και δεν μπορούν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων, αναγνωρίζεται στο κράτος ένα ακόμα μεγαλύτερο «περιθώριο εκτίμησης» των μέτρων που μπορεί να λάβει, και ο σχετικός νόμος δε χρειάζεται να αναφέρει εξαντλητικά κάθε πράξη/συμπεριφορά που μπορεί να υπάγεται σε αυτήν την έννοια. Άρα, σύμφωνα με το δικαστήριο μπορεί να παραμένει μια γενική έννοια που «θα χωράει» αόριστο αριθμό πράξεων/συμπεριφορών ως απειλών για την εθνική ασφάλεια. Σε αυτήν τη βάση, τέλη Δεκέμβρη του 2021 δημοσιεύτηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία είναι νόμιμη η απόρριψη από τις κρατικές Αρχές της Ρουμανίας της ίδρυσης και αναγνώρισης του Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επειδή «το πρόγραμμα και οι καταστατικές αρχές του εν λόγω κόμματος δεν είχαν αποστασιοποιηθεί από το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας (πρώην RCP), περιείχαν ασαφείς και γενικούς όρους και επέτρεπαν ολοκληρωτικές και εξτρεμιστικές ενέργειες, ικανές να βλάψουν την εθνική ασφάλεια, αποτελούσαν δε κίνδυνο για τις δημοκρατικές αξίες»26.

Άλλωστε, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συνεχώς διευρύνεται η υπαγωγή περιπτώσεων σε ό,τι ορίζεται ως «ιδιωτική σφαίρα» (στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και το απόρρητο των επικοινωνιών), με την αιτιολογία των συνεχών αλλαγών στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και ιδιαίτερα της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας στους τομείς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.27

Κατ’ επέκταση η Σύμβαση και το δικαστήριο εγκρίνουν το να περιλαμβάνονται στο νόμο με γενικό τρόπο ολόκληρες κατηγορίες (είδη) αδικημάτων για τα οποία επιτρέπεται η παρακολούθηση, αρκεί να προσδιορίζονται με βάση το ύψος της ποινής (π.χ. τα κακουργήματα) ή το χαρακτηρισμό τους ως μέτριων, σοβαρών ή πολύ σοβαρών εγκλημάτων. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι με τις «ευλογίες» της ΕΣΔΑ και του ΕΔΔΑ δεν έχει ταβάνι το πόσα αδικήματα μπορεί να δικαιολογούν «φακέλωμα» από το αστικό κράτος και άρα πού στοχεύει και η συζήτηση για τον «εκσυγχρονισμό» του σχετικού ελληνικού νόμου 2225/1994 που έχει ανοίξει από αστικά κόμματα και νομικούς κύκλους.

Αντίστοιχα το ΕΔΔΑ δέχεται ότι στην περίπτωση της διακρίβωσης εγκλημάτων η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, δηλαδή η παρακολούθηση και το φακέλωμα, μπορεί να επιβληθεί και σε τρίτα αμέτοχα πρόσωπα, δηλαδή όχι μόνο σε υπόπτους ή κατηγορούμενους. Μάλιστα, αρκεί για τη νομιμοποίηση του μαζικού αυτού φακελώματος να υπάρχει απλά ειδική αναφορά στο νόμο!28

Πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι το ΕΔΔΑ συμφωνεί και με εθνικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν τη λήψη επειγόντων μέτρων παρακολούθησης των επικοινωνιών χωρίς προηγούμενη έγκριση από τη Δικαιοσύνη, αρκεί να υπάρχει επείγουσα περίπτωση και να τηρηθεί έστω εκ των υστέρων η απαιτούμενη διαδικασία. Μάλιστα, μπορεί να σηκώθηκε κουρνιαχτός από ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ για την κατάργηση, σύμφωνα με το νόμο 4790/2021 της ΝΔ, της δυνατότητας να ενημερώνει η ΑΔΑΕ το πρόσωπο που παρακολουθήθηκε για λόγους εθνικής ασφάλειας, όμως κουβέντα δε λέγεται για το ΕΔΔΑ που έχει ξεκαθαρίσει ότι κατ’ εξαίρεση, ο νόμος που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια δε χρειάζεται να είναι «προβλέψιμος» με την κλασική νομική έννοια, δηλαδή ότι δε χρειάζεται το άτομο να είναι σε θέση να προβλέπει πότε οι αρμόδιες Αρχές είναι πιθανό να υποκλέψουν τις επικοινωνίες του (!). Αλλά το ΕΔΔΑ έχει δεχτεί ότι ακόμα και μετά το πέρας της παρακολούθησης δεν είναι πάντα δυνατό να ενημερώνεται αυτός που έχει παρακολουθηθεί εφόσον χρειάζεται να «αποτραπεί η επίτευξη τυχόν μακροπρόθεσμων στόχων ή η αποκάλυψη σχετικών πρακτικών».

Φυσικά, ενώ με τη σφραγίδα της ΕΣΔΑ έχουν ανοίξει πόρτες και παράθυρα στην παρακολούθηση και την καταγραφή της ιδιωτικής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ως «προτιμότερη εγγύηση», προκειμένου να μη γίνεται κατάχρηση εξουσίας από το αστικό κράτος, την ανάθεση του ελέγχου στη δικαστική λειτουργία29 ή σε ένα ελεγκτικό όργανο το οποίο να είναι «επαρκώς ανεξάρτητο» από τις Αρχές που διενεργούν την παρακολούθηση30.

 

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

Το Σύνταγμα αναγνωρίζει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας εισάγοντας επίσης, στο ίδιο άρθρο (19), τις γενικές προϋποθέσεις περιορισμού του31, σε ενότητα πάντα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, αλλά και την ΕΣΔΑ. Επίσης, αναγνωρίζει το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων 
(άρ. 9Α).32 Πρόκειται για την κλασική μέθοδο, διακηρυκτικά «απόλυτης» αναγνώρισης ενός δικαιώματος και ταυτόχρονα εισαγωγής του πλαισίου περιορισμού του, με τις αρχές που συναντάμε στο Σύνταγμα.33

Εν προκειμένω, γίνεται επίκληση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», στη βάση της οποίας επιτρέπονται άρσεις του απορρήτου με μαζικό τρόπο, για αόριστο χρονικό διάστημα, σε ολόκληρες περιοχές, ακόμα και προληπτικά. Πρόκειται άλλωστε για μια σκόπιμα γενική έννοια-ομπρέλα με διαχρονική «χρησιμότητα» ως αιχμή του δόρατος απέναντι στο επαναστατικό εργατικό κίνημα και τη δράση του, απέναντι στο ΚΚΕ, αφού, στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να είναι ασφαλής η εξουσία του κεφαλαίου νομιμοποιούνταν, κατά των κομμουνιστών, οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι φυλακές και οι εξορίες, με την επίκληση κατηγοριών περί «κατασκοπίας» κ.ο.κ.34

Δυνατότητα όμως για την άρση του απορρήτου δίνεται, με βάση την ίδια παράγραφο του Συντάγματος (παρ. 2 άρ. 19), και για την αντιμετώπιση σειράς αδικημάτων, που εξειδικεύονται με τον εφαρμοστικό νόμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κατάλογος αυτών των αδικημάτων συστηματικά διευρύνεται απ’ όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, διαμορφώνοντας, σε συνδυασμό με την επίκληση της «εθνικής ασφάλειας», ένα πλέγμα ασφυκτικών περιορισμών για την πολιτική και συνδικαλιστική δράση, που αποδεικνύει ότι στο στόχαστρο βρίσκεται σταθερά ο «εχθρός-λαός». Στη συνέχεια, το Σύνταγμα παραπέμπει για τις «λεπτομέρειες» στον εφαρμοστικό νόμο, όπως συμβαίνει άλλωστε και με σειρά άρθρων του που αναφέρονται σε δικαιώματα και ελευθερίες.

Δίνεται έτσι η δυνατότητα ανάλογα με τις εξελίξεις, τις κάθε φορά προτεραιότητες, επιδιώξεις, συμμαχίες της αστικής τάξης, να διαμορφώνεται το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο που θα τις προωθεί και θα τις θωρακίζει, προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες.

Άλλωστε το Σύνταγμα καλύπτει και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, κατοχυρώνει τη συμμετοχή στην ΕΕ, την υπεροχή του διεθνούς και ευρωπαϊκού Δικαίου, έναντι του εθνικού, την υποχρέωση εφαρμογής και ενσωμάτωσής του στο ελληνικό Δίκαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το ΚΚΕ ζητάει διαχρονικά την κατάργηση του άρθρου 28 αλλά και την απαγόρευση της διέλευσης και στάθμευσης ξένων στρατιωτικών δυνάμεων, της παραχώρησης βάσεων και άλλων διευκολύνσεων. Εξάλλου, με τη «βούλα» του Συντάγματος (άρθρο 27) επιτρέπεται η διέλευση και παραμονή ξένων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της ελληνικής επικράτειας, κάτι που συνεπάγεται και τις αντίστοιχες διακρατικές συμφωνίες (π.χ. ανανέωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις Βάσεις που ψήφισε η ΝΔ, που όμως την ανανέωσή της προετοίμασε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ).

Αντίστοιχα, το Σύνταγμα προσφέρει στην αστική τάξη και το κράτος της πολύτιμη νομική ομπρέλα, σύμφωνα με το άρθρο 48 για την κατάσταση πολιορκίας, για την «αναστολή» μιας ευρείας γκάμας δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το απόρρητο των επικοινωνιών. Το άρθρο 48 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για το ποιος είναι ο βασικός εχθρός για το κεφάλαιο και την εξουσία του, αφού επιδιώκει να επιβάλει «σιγή νεκροταφείου», σε συνθήκες μάλιστα όχι μόνο εμπόλεμες αλλά και –γενικά– «άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας»35.

Επομένως, οι αντεγκλήσεις περί «δημοκρατικής εκτροπής» τελικά αθωώνουν την ίδια την αστική δημοκρατία, που προωθεί την ένταση της παρακολούθησης και καταστολής, και μάλιστα με όρους απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης, «κοινωνικής ειρήνης». Ακριβώς επειδή όλα τα αστικά κόμματα συμφωνούν σε αυτούς τους γενικούς σκοπούς, που υπηρετούνται και από την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, ακριβώς γι’ αυτό τα παραπάνω άρθρα του Συντάγματος δεν αμφισβητήθηκαν στο πλαίσιο καμιάς από τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος, από κανένα αστικό κόμμα και τις προτάσεις του.

 

ΑΡΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Το Σύνταγμα στο άρθρο 19 και κατ’ επέκταση ο εφαρμοστικός νόμος (Ν. 2225/1994) αναθέτουν στη Δικαιοσύνη την ευθύνη ν’ αποφασίσει για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αναδεικνύοντας έτσι και την «αγαστή συνεργασία» της Δικαιοσύνης στην υπεράσπιση της «εθνικής ασφάλειας» του κεφαλαίου.

Πιο συγκεκριμένα, αποφασίζει, εντός 24 ωρών, ο αρμόδιος κατά τόπο Εισαγγελέας ή ο εισαγγελέας που τυχόν αποσπάται και υπηρετεί αποκλειστικά σε μία Αρχή.36 Την απόσπαση Εισαγγελέα στην ΕΥΠ την πέρασε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με το Ν. 3649/2008, με την αιτιολογία του ελέγχου από τον Εισαγγελέα της «νομιμότητας των δράσεων» της ΕΥΠ. Στη συνέχεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέθεσε αποκλειστικά στον Εισαγγελέα της ΕΥΠ την αρμοδιότητα ν’ αποφασίζει για τις άρσεις του απορρήτου (άρθρο 25, παρ. 2 του Ν. 4531/2018), συνηγορώντας με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα στη συνολικότερη κατεύθυνση για ταχύτερη διαδικασία.

Στο έδαφος των εξελίξεων με την πρόσφατη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ της 9.8.2022), η κυβέρνηση της ΝΔ επέφερε τις εξής αλλαγές: Πρώτο, ο διοικητής της ΕΥΠ να διορίζεται και να παύεται ελεύθερα από το αρμόδιο μέλος της κυβέρνησης, ενώ για το διορισμό του προηγείται γνώμη της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Δεύτερο, η διάταξη άρσης απορρήτου που υπογράφει ο Εισαγγελέας της ΕΥΠ θα πρέπει πλέον να υποβάλλεται προς έγκριση, μέσα σε 24 ώρες, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, και ισχύει μετά από αυτήν την έγκριση (του Εισαγγελέα Εφετών). Πρόκειται για νομοθετικές παρεμβάσεις που επιχειρούν να περιβάλουν τις αποφάσεις της ΕΥΠ με το «κύρος» της «αμερόληπτης και ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης και το μανδύα του «δημοκρατικού ελέγχου» από το αστικό κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα έτσι θωρακίζεται ακόμα περισσότερο η κρατική λειτουργία για τους σκοπούς της «εθνικής ασφάλειας» του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, ακόμα και από αστική νομική σκοπιά γίνεται πιο δύσκολο να αμφισβητηθούν οι ενέργειες της ΕΥΠ. Παράλληλα ενισχύεται η αυταπάτη, την οποία θρέφουν συνεχώς και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, περί «δημοκρατικοποίησης» των αντιδραστικών κρατικών θεσμών και μηχανισμών.37

Ο εφαρμοστικός νόμος στη διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας απαιτεί την αναφορά μόνο βασικών στοιχείων (όργανο που διατάσσει, όργανο που ζήτησε την άρση, το σκοπό για τον οποίο επιβάλλεται, τα μέσα επικοινωνίας που αφορά, την εδαφική και χρονική έκταση και ημερομηνία έκδοσης), δηλαδή ούτε το όνομα του προσώπου που θα αρθεί το απόρρητό του, ούτε αιτιολογία. Νομιμοποιείται έτσι η δυνατότητα για «μαζικές/χωρικές» άρσεις απορρήτου. Αφού δεν απαιτείται να προσδιορίζονται πρόσωπα, μπορεί η άρση απορρήτου να αφορά ολόκληρες περιοχές, ομάδες κλπ., και μάλιστα χωρίς αιτιολογία. Επιπλέον, με την επίκληση «ειδικών περιστάσεων εθνικής ασφάλειας», αν το ζητήσει η αιτούσα Αρχή και ο εισαγγελέας το κρίνει σκόπιμο, στη διάταξη άρσης απορρήτου μπορεί ακόμα και τα βασικά στοιχεία (π.χ. ποια μέσα επικοινωνίας αφορά η άρση, για ποιο σκοπό γίνεται κλπ.) να παρατίθενται συνοπτικά ή και να λείπουν τελείως. Τέλος, στις υποθέσεις «εθνικής ασφάλειας» δεν ισχύει το ανώτατο όριο των δέκα μηνών για τις άρσεις (που ισχύει στην περίπτωση της διακρίβωσης εγκλημάτων), επομένως μπορεί κάποιος να παρακολουθείται επ’ αόριστον.

 

ΑΡΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων επιτρέπεται για συγκεκριμένα αδικήματα, που ορίζονται περιοριστικά στο Νόμο 2225/1994. Τέτοια προσθήκη αδικημάτων έκανε και η κυβέρνηση 
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (π.χ. με το Ν. 4481/2017, για την προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος). Στην ίδια κατεύθυνση, η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα (με το Ν. 4690/2019) στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να αίρει το απόρρητο αν κρίνει ότι έχει διαπραχτεί έγκλημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του: Δηλαδή άνοιξε κι άλλο τον κατάλογο των αδικημάτων, εντάσσοντας σε αυτόν όχι συγκεκριμένα αδικήματα, αλλά ολόκληρο «γένος», «είδος» εγκλημάτων (τα «οικονομικά» εγκλήματα). Την ίδια στιγμή βέβαια, διατήρησε τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο 
ΣΥΡΙΖΑ και μετέτρεψε το ποινικό αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών από κακούργημα σε πλημμέλημα. Κι αυτό ο 
ΣΥΡΙΖΑ το έπραξε, ενώ εκκρεμούσε η υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα, πέραν της πρόβλεψης χαμηλότερων ποινών, το αδίκημα να παραγράφεται πλέον πιο σύντομα και να ενισχύονται οι πιθανότητες η υπόθεση να μπει, ξανά και οριστικά πια, στο αρχείο, δηλαδή να «κλείσει» διά παντός κάθε διερεύνηση.

Στις περιπτώσεις αυτές, την απόφαση παίρνει το δικαστικό συμβούλιο, εντός 24 ωρών και ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του ανακριτή. Κατά παρέκκλιση, σε «εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις», την άρση μπορεί να διατάξει και απευθείας ο εισαγγελέας και ο ανακριτής. Και σε αυτήν την περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο θα πρέπει εντός 3 ημερών να «επικυρώσει» τη διάταξη της άρσης, αλλιώς αυτή παύει να έχει ισχύ. Η διάταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία, αλλά και το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης, όπως και την αιτιολογία επιβολής της άρσης. Ενώ η χρονική διάρκεια της άρσης ξεκινά από 2 μήνες, που όμως μπορεί να παρατείνεται κάθε φορά κατά 2 μήνες, με το ανώτατο χρονικό όριο να φτάνει συνολικά τους 10 μήνες.

Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, αστικοί πολιτικοί και νομικοί κύκλοι, μέλη της ΑΔΑΕ επισημαίνουν τις αποκλίσεις-διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ρυθμίσεις της άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και σε αυτές για τη διακρίβωση εγκλημάτων, διαφορές που διατηρούνται απ’ όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις. Ούτε αντίστοιχα ότι επισημαίνεται πως το τόσο μεγάλο πλήθος άρσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο κατάλογος των κοινών εγκλημάτων που επιτρέπουν άρση είναι μικρός για τη σημερινή εποχή, όπου οι επικοινωνίες και η χρήση τεχνολογιών παίζουν μεγάλο ρόλο στο έγκλημα και την καταπολέμησή του. Τονίζουν δηλαδή ότι οι Αρχές «αναγκάζονται» να αξιοποιούν τον «άλλο λόγο», να επικαλούνται την «εθνική ασφάλεια», ενώ στην πραγματικότητα θέλουν να διερευνήσουν «κοινά» αδικήματα, που όμως είναι εκτός του σφιχτού-αυστηρού καταλόγου αδικημάτων που προβλέπει ο νόμος.

Ενισχύουν έτσι με την όλη συζήτηση για ένα «νέο» νομικό-θεσμικό πλαίσιο την κατεύθυνση της αύξησης του καταλόγου των εγκλημάτων για τη διερεύνηση των οποίων επιτρέπεται άρση απορρήτου, ή ακόμα και εισαγωγής νέων προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου, π.χ. να μην αφορά μόνο πολύ συγκεκριμένα αδικήματα αλλά ολόκληρα «είδη» σοβαρών αδικημάτων με άλλα κριτήρια (π.χ. τις «περιστάσεις» γύρω από το έγκλημα, τους κινδύνους που γεννά κλπ.). Εξάλλου, υπάρχουν (και στο προαναφερθέν ευρωπαϊκό πλαίσιο) πλείστες άλλες πέραν της εθνικής ασφάλειας, ευρύτατες νομικές έννοιες, που νομιμοποιούν με τη σειρά τους την προληπτική δράση των Αρχών και την καταστολή, όπως η «δημόσια τάξη», η «δημόσια ασφάλεια», ακόμα το «δημόσιο συμφέρον», και οι οποίες μπορεί να κριθεί από αστική σκοπιά αναγκαίο να ενταχτούν στη νομοθεσία νόμιμης άρσης απορρήτου, διευρύνοντας το πεδίο νόμιμων υποκλοπών. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, μια τέτοια διεύρυνση του καταλόγου των αδικημάτων θα οδηγήσει στη συνολική αύξηση των παρακολουθήσεων, είτε για λόγους «εθνικής ασφάλειας» είτε για λόγους «διακρίβωσης εγκλημάτων».

 

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΘΕΣΜΙΚΑ ΑΝΤΙΒΑΡΑ»

Το Σύνταγμα προβλέπει επίσης την ίδρυση και λειτουργία των «ανεξάρτητων» Αρχών, ώστε να λειτουργούν ως «θεσμικά αντίβαρα», ελέγχοντας την εκτελεστική εξουσία. Πολύς λόγος γίνεται με αφορμή τις υποκλοπές και για το ρόλο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Ο βασικός νόμος που ρυθμίζει τη λειτουργία και το ρόλο της, μαζί με το Ν. 2225/1994, είναι ο Ν. 3115/2003, που αναθέτει στην ΑΔΑΕ διάφορες αρμοδιότητες38 γενικά αλλά και ειδικά ως προς την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΑΔΑΕ δεν ελέγχει την δικαστική-εισαγγελική κρίση ως προς το περιεχόμενο, δηλαδή αν σωστά έκρινε ότι συντρέχουν οι λόγοι για να αρθεί το απόρρητο. Ούτε μπορεί να το κάνει, όσο και να «διευρυνθούν» οι αρμοδιότητές της, όπως τίθεται από ορισμένες προτάσεις, αφού η Δικαιοσύνη θεωρείται «ανεξάρτητη εξουσία» που δεν μπορεί να ελεγχθεί για το περιεχόμενο των αποφάσεών της. Γενικά η ΑΔΑΕ ελέγχει αν τηρήθηκαν οι διατάξεις για να είναι νόμιμη η άρση: Π.χ. αν τηρήθηκε η σωστή διαδικασία, αν υπάρχει αιτιολογία κ.ά. Ενώ, πλέον, με το Ν. 4790/2021 της κυβέρνησης της ΝΔ39, στις περιπτώσεις που διατάσσεται άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (και όχι διακρίβωσης αδικήματος), η ΑΔΑΕ δεν ενημερώνει πλέον το πρόσωπο που παρακολουθήθηκε, ενώ εξακολουθεί να το κάνει για τις περιπτώσεις άρσης για διακρίβωση αδικημάτων. Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις, για να ενημερώσει η ΑΔΑΕ το θιγόμενο πρόσωπο, προϋποτίθεται το μέτρο της άρσης να έχει πλέον λήξει και η δικαστική Αρχή να βεβαιώνει ότι με τη γνωστοποίηση «δε διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχτηκε», κατ’ εφαρμογή δηλαδή και των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων. Σε κάθε περίπτωση, η «ανεξάρτητη» ΑΔΑΕ αυτό που ερμηνεύει και εφαρμόζει είναι το αντιδραστικό νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου κινείται και ασκεί τις «ελεγκτικές» και άλλες αρμοδιότητές της.

Αυτό δεν αναιρεί το ότι, δοθείσης ευκαιρίας, μπορεί η αναμόρφωση του πλαισίου που συζητιέται να περιλαμβάνει και μια σειρά αλλαγές στη λειτουργία της ΑΔΑΕ. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια γίνεται κριτική από αστικά επιτελεία ότι ο ρόλος της ΑΔΑΕ είναι στην πράξη περιορισμένος και «μπλεγμένος» με την Εισαγγελία-Δικαιοσύνη, που αποφασίζει για τις άρσεις, και ότι χρειάζεται, πέρα από την ψηφιοποίηση διαδικασιών, συνολική στήριξη της ΑΔΑΕ για να ασκεί πραγματικό έργο και σε ό,τι αφορά τον έλεγχο που πραγματοποιεί στην ΕΥΠ.

Η συζήτηση για ενίσχυση του ρόλου της ΑΔΑΕ εντάσσεται στην εντεινόμενη προσπάθεια που γίνεται από την αστική τάξη να εμφανιστούν η ένταση της καταστολής, η προληπτική καταγραφή ακόμα και της σκέψης εκατομμυρίων ανθρώπων, ως «αναγκαίο κακό» λόγω των εξελίξεων, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και της Δικαιοσύνης και λοιπών «ανεξάρτητων» Αρχών. Στοχεύει επομένως στο να εμφανίζεται ότι η ακόμα μεγαλύτερη περιστολή των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων γίνεται «για το καλό τους», αποσπώντας έτσι ευρύτερη συναίνεση και αποδοχή.

Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι και στην περίπτωση του άρθρου 19 του Συντάγματος, ο εφαρμοστικός νόμος του οποίου ψηφίστηκε το 1994, διατηρήθηκε και εμπλουτίζεται μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνοντας πως το θεσμικό πλαίσιο που νομιμοποιεί τον έλεγχο, την παρακολούθηση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων αποτελεί σταθερή επιδίωξη της αστικής τάξης και υπηρετείται απ’ όλες τις κυβερνήσεις και το κράτος της.

Η δε συζήτηση στην οποία πρωτοστατούν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ αλλά και οπορτουνιστικές δυνάμεις για επανεξέταση/διεύρυνση του καταλόγου των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται, ώστε να μη γίνεται «καραμέλα» η επίκληση της εθνικής ασφάλειας και για να «εκσυγχρονιστεί» το σχεδόν 30ετές νομικό πλαίσιο, μόνο επικίνδυνες συνέπειες μπορεί να έχει για τα δικαιώματα των εργαζόμενων, της νεολαίας, αφού, εκτός των άλλων, μπορεί να οδηγήσει και στην αύξηση του καταλόγου των εγκλημάτων για τη διερεύνηση των οποίων επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Πόσο μάλλον που αυτή είναι η κατεύθυνση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», φτάνοντας μέχρι και την ποινικοποίηση –και άρα τη νόμιμη παρακολούθηση και καταγραφή– της σκέψης!

Κατ’ επέκταση, με αφορμή αυτό το «σκάνδαλο της παρακολούθησης» γίνεται μια ευρύτερη συζήτηση για αναμόρφωση της νομοθεσίας [προϋποθέσεις άρσης απορρήτου, αλλά και εξουσίες και ρόλοι ανάμεσα σε «εκτελεστική εξουσία» (κυβέρνηση, αστυνομία, ΕΥΠ κλπ.) - Δικαιοσύνη/εισαγγελείς και «ανεξάρτητη» ΑΔΑΕ]. Οι προεργασίες και συζητήσεις δείχνουν ότι οι νέες διατάξεις, ειδικά αν αλλάξουν οι βασικές προϋποθέσεις του νόμου για την άρση του απορρήτου (Ν. 2225/1994), θα θωρακίσουν ακόμα πιο αποτελεσματικά και πολύπλευρα το κράτος απέναντι στο λαό και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Γι’ αυτό, κι επειδή στους βασικούς λόγους άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών βρίσκεται και η καταπολέμηση εγκλημάτων, που αφορά και ειδεχθή εγκλήματα (π.χ. σεξουαλική κακοποίηση κ.ά.), δεν πρέπει στο όνομα της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας να «νομιμοποιηθεί» στη συνείδηση των εργαζόμενων, των λαϊκών στρωμάτων, η προληπτική παρακολούθηση και το φακέλωμα της ζωής τους. Η πολυδιαφημιζόμενη «προληπτική δράση» των κρατικών Αρχών καθορίζεται από τις προτεραιότητες του αστικού σχεδιασμού, άρα όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει έγκαιρα το έγκλημα, αλλά, αντίθετα, ενισχύει τα αίτια που το γεννούν, αφού θωρακίζει το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα. Εξάλλου υπάρχουν, πλέον, πρόσθετες αποδείξεις ότι στο υπάρχον νομικό σύστημα η οργανωμένη δράση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, πόσο μάλλον η ριζοσπαστική ιδεολογία και δράση, ολοένα και πιο εύκολα χαρακτηρίζονται ως «εγκληματικές» και με τις κατευθύνσεις της ΕΕ ποινικοποιούνται.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η συζήτηση γύρω από το θέμα των παρακολουθήσεων όπως εξελίχτηκε στη Βουλή, με την αντιπαράθεση και το δικομματικό καβγά που είναι σε εξέλιξη όλο αυτό το διάστημα, επιχειρεί να συγκαλύψει την ουσία, το πραγματικό «σκάνδαλο», δηλαδή τη θωράκιση της δικτατορίας του κεφαλαίου με αντιδραστικές εξελίξεις στη νομοθεσία και στο ίδιο το Σύνταγμα και την ερμηνεία του, με βάση και τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, που εξοπλίζουν και νομικά τις κρατικές Αρχές και άλλες υπηρεσίες για να παρακολουθούν, να καταγράφουν και γενικά να ασκούν το έργο τους σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων.

Το έργο το έχει ξαναδεί ο λαός: Την περίοδο της πανδημίας «η προστασία της δημόσιας υγείας» με τη βούλα του Συντάγματος και τις ευλογίες της ΕΕ έγινε το όχημα για ένταση της καταστολής, περιστολής δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και ενίσχυσης των μέσων, μεθόδων, συστημάτων παρακολούθησης και ελέγχου. Στις 30.8.2022 δημοσιεύτηκε η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, που χαρακτήρισε νόμιμη την τετραήμερη απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων που επιβλήθηκε από τις 15 έως τις 18.11.2020, για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας, όπως και τα πρόστιμα σε όσους επιβλήθηκαν τότε για παραβίαση της απαγόρευσης. «Με χέρια και με πόδια», λοιπόν, η αστική Δικαιοσύνη στηρίζει και ενισχύει με τις αποφάσεις της το νομικό οπλοστάσιο απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Και όλα αυτά ήρθαν για να μείνουν, αφού η «χρησιμότητά» τους δεν περιορίζεται μόνο την περίοδο της πανδημίας, αλλά αξιοποιούνται ενόψει και της γενίκευσης του πολέμου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την ΕΕ.40

Γι’ αυτό και αποτελεί «στάχτη στα μάτια» του λαού η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ αλλά και δυνάμεων του οπορτουνιστικού χώρου να πείσουν ότι το νομικό πλαίσιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών μπορεί να υπηρετεί με βάση το Σύνταγμα την «εθνική ασφάλεια» και την καταπολέμηση εγκλημάτων όπως είναι τα «τρομοκρατικά αδικήματα», χωρίς δήθεν να στοχεύει τον «εσωτερικό εχθρό», την αγωνιστική δράση του ίδιου του εργαζόμενου λαού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ φτάνει μάλιστα στο σημείο να προτείνει στον ορισμό της «εθνικής ασφάλειας» να περιλαμβάνεται ρητά, σύμφωνα με τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις, ο όρος «διεθνής τρομοκρατία» ως απειλή, και μάλιστα με το επιχείρημα ότι έτσι δε στοχοποιείται το εργατικό-λαϊκό κίνημα! Όμως, όσους «γεωγραφικούς» και άλλους προσδιορισμούς κι αν προσθέσουν στην «τρομοκρατία», αυτή παραμένει μια έννοια κινούμενη σε ολοένα πιο αντιδραστική κατεύθυνση, με βάση και την επίσημη πολιτική της ΕΕ, έτσι που να ποινικοποιεί ακόμα και τη ριζοσπαστική σκέψη, στοχοποιώντας ειδικά την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Στο όνομα αυτής της ολοένα διευρυνόμενης, επικίνδυνης έννοιας της «τρομοκρατίας» προωθείται σήμερα αποφασιστικά η μαζική, προληπτική επιτήρηση των επικοινωνιών του λαού και της νεολαίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση «διακρίθηκε» για τη συνεισφορά του, αφού ήταν επί των ημερών του το 2016, που η αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης εντάχτηκε ενεργά στην «πολιτική ατζέντα» και εισάχθηκε η σχετική «τεχνογνωσία» στην Ελλάδα, με μέτρα εκπαίδευσης των αστυνομικών και άλλων Αρχών, ώστε να ανιχνεύουν και να καταπολεμούν το ριζοσπαστισμό.41

Η περιβόητη «εθνική ασφάλεια» είναι μια σκόπιμα γενική νομική έννοια, όπως μια σειρά αντίστοιχες έννοιες που περιέχουν υποχρεωτικά όλα τα αστικά συνταγματικά κείμενα, αλλά και οι αστικοί νόμοι (π.χ. δημόσια ασφάλεια, δημόσια τάξη, δημόσιο/γενικό συμφέρον). Οι έννοιες αυτές εκφράζουν τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, με τρόπο που μπορεί να αποτελέσουν νόμιμη ομπρέλα επίθεσης τόσο απέναντι στο κίνημα όσο και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Γι’ αυτό άλλωστε συνεργάζεται η ΕΥΠ με την NSA, που παρακολουθούσε όχι μόνο τον Έλληνα πρωθυπουργό αλλά και ηγέτες της ΕΕ, όπως η Μέρκελ. Είναι η εθνική ασφάλεια του κεφαλαίου λοιπόν που προϋποθέτει και στηρίζεται σε όλο αυτό το νομικό οπλοστάσιο.

Άρα δεν είναι τυχαίο που τα αστικά κόμματα με κάθε τρόπο προσπαθούν να συσκοτίσουν τη σαφή τάση αντιδραστικοποίησης του νομικού πλαισίου στην ΕΕ, σε βάρος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων των λαών της, με ενίσχυση της προληπτικής επιτήρησης και διεύρυνση των δυνατοτήτων που έχουν τα κρατικά και ευρωενωσιακά όργανα (Europol κ.ά.) να παρακολουθούν τους λαούς. Στην κατεύθυνση αυτή οδηγεί συνδυασμένα, βέβαια, η προετοιμασία απέναντι στον εχθρό-λαό, αλλά και οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, όπως και οι ενδοαστικές αντιπαραθέσεις γύρω από τον έλεγχο των επικοινωνιών και των δεδομένων (ΕΕ-Κίνα κλπ., ΕΕ-ΗΠΑ, εσωτερικές συγκρούσεις ΕΕ), πολύ δε περισσότερο η πολεμική εμπλοκή και όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Έτσι, συνδυαστικά αξιοποιούνται οι σύγχρονες νομικές έννοιες και ρυθμίσεις ειδικά για την «τρομοκρατία»-ριζοσπαστικοποίηση κλπ., αλλά και οι «κλασικές» έννοιες-όπλα της αστικής τάξης («εθνική ασφάλεια» κλπ.).

Παράλληλα, την ίδια αντιλαϊκή-αντιδραστική κατεύθυνση υπηρετούν και οι εξελίξεις κάτω από την ομπρέλα της «πρόληψης και καταπολέμησης του εγκλήματος», ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Πρώτο, γιατί μια σειρά άρθρων για ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα στον Ποινικό Κώδικα και γενικά τη νομοθεσία περιγράφουν, νομιμοποιώντας την καταστολή, τις κρίσιμες στιγμές που η εξουσία της αστικής τάξης μπορεί να απειληθεί ή να προσβληθεί σοβαρά από το επαναστατικό κίνημα. Και δεύτερο, γιατί διαχρονικά, και με επιταχυνόμενους ρυθμούς την τελευταία δεκαετία, ολοένα περισσότερο η δράση του εργατικού-λαϊκού κινήματος επιχειρείται να προλαμβάνεται και να ποινικοποιείται, να ταυτίζεται με την εγκληματική δράση, ειδικά βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ενάντια στην «τρομοκρατία» και τη «ριζοσπαστικοποίηση».

Εξάλλου, εάν «ανοίξει» αρκετά ο κατάλογος των αδικημάτων που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου, δεν αποκλείεται σε αυτά να εμπίπτουν και οργανωμένες ενέργειες του εργατικού-λαϊκού κινήματος στις σημερινές συνθήκες της ταξικής πάλης (π.χ. περιφρούρηση απεργίας). Ήδη θεωρείται ως λόγος για παρακολούθηση το αδίκημα του άρθρου 291 του ΠΚ περί «επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών» και συγκεκριμένα «όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών (…) β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων». Δηλαδή, για παράδειγμα, ακόμα και οι λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια σε ΝΑΤΟϊκά πλοία για να εμποδιστεί η αποβίβαση στρατιωτικού εξοπλισμού που προορίζεται να σπείρει τον όλεθρο θα μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμος λόγος για την παρακολούθηση των διαδηλωτών!

Όλα τα αστικά κόμματα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κλπ., έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση αυτού του αντιδραστικού νομικού οικοδομήματος. Έχουμε και εδώ τη «συνέχεια του κράτους», με συνδιαμόρφωση του νομικού πλαισίου ενάντια στα λαϊκά δικαιώματα. Η επίθεση όμως στα δικαιώματα γίνεται με έντονη προσπάθεια να παραμένει το νομικό πλέγμα «εγγυήσεων» και «δικλείδων», που ενισχύει το δημοκρατικό προφίλ της ΕΕ και των κυβερνήσεων. Αυτές εξάλλου οι εγγυήσεις και δικλείδες, τα ίδια τα δικαιώματα, αξιοποιούνται στην ενδοαστική κόντρα, όχι μόνο στην πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδο διακηρύξεων, αλλά και στην πράξη, στην πολιτική που εφαρμόζει η κάθε φορά κυβέρνηση. Αυτόν το γενικό αντιδραστικό κορμό «δίνει» και το Σύνταγμα και τα άλλα διεθνή-ευρωπαϊκά κείμενα που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα, στα οποία όλα τα αστικά κόμματα ομονοούν.

Αποδεικνύεται ότι: «Ο πιο μεγάλος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ανάγκες του λαού προέρχεται από την ίδια τη νόμιμη λειτουργία του σημερινού “κράτους Δικαίου” και όχι από τα όποια νομοθετικά κενά και τις παρακρατικές ομάδες. Πίσω από την κουρτίνα της τυπικής ισότητας των πολιτών, το κράτος θωρακίζει την ουσιαστική ανισότητα ανάμεσα σ’ αυτούς που κρατούν τα κλειδιά της οικονομίας, κατέχουν τα μέσα παραγωγής και σ’ αυτούς που η μόνη ελευθερία που τελικά διαθέτουν είναι να διαλέγουν κάθε φορά το αφεντικό τους. Η κουρτίνα της τυπικής ισότητας κρύβει τη μόνιμη αθέατη βία που ασκεί το κεφάλαιο στους εργαζόμενους, κρύβει το ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος υψώνονται απέναντι στο λαό η οργανωμένη βία του αστικού κράτους και η συστηματική προσπάθεια ενσωμάτωσης και εγκλωβισμού των εργαζόμενων στην κυρίαρχη ιδεολογία.»42

Σε αυτήν τη βάση αναπτύσσεται και ένα πλέγμα τεχνολογικών δυνατοτήτων που καθιστούν εφικτή τη μαζική παρακολούθηση εκατομμυρίων ανθρώπων, μέσω της συγκέντρωσης και καταγραφής δεδομένων, που αφορούν όλο το εύρος της καθημερινής τους ζωής. Αυτά τα δεδομένα συγκεντρώνονται «για πάσα χρήση», ανασύρονται ανάλογα με την περίπτωση, δίνοντας τη δυνατότητα να ασκείται «εξατομικευμένη πίεση» δυνητικά στον καθένα, προκειμένου να υποτάσσεται στις «ορέξεις του κεφαλαίου». Αντίστοιχα η συγκέντρωση όλων αυτών των δεδομένων συμβάλλει στον πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό της ιδεολογικής χειραγώγησης, της αποδοχής μιας κατάστασης όπου τα πάντα θα «παρακολουθούνται», δήθεν «για το καλό μας», για την προστασία μας απέναντι σε «αόρατους» ή και πιο ορατούς εχθρούς.

Αποδεικνύεται έτσι για μία ακόμη φορά πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι κατακτήσεις της τεχνολογίας και της επιστήμης γίνονται όπλο στα χέρια του κεφαλαίου, που στοχεύει τελικά τη ζωή, την ελευθερία και τα δικαιώματα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αντίθετα, η εργατική τάξη, τσακίζοντας το αστικό κράτος, τους νόμους και τους θεσμούς του, στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα αναπτύξει όλα τα μέσα ώστε το εργατικό κράτος να προστατεύει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας. Θα οργανώσει γι’ αυτό την αυτοπροστασία της εργατικής εξουσίας, με την αποφασιστική αντιμετώπιση των εχθρών της, της παρασιτικής κοινωνικής μειοψηφίας των εκμεταλλευτών.

Είναι προφανές με βάση τα παραπάνω ότι το νομικό πλαίσιο για την άρση του απορρήτου, που μάλιστα αφορά τον πυρήνα μιας κρατικής δραστηριότητας που υπηρετεί πολλούς αστικούς στόχους (παρακολούθηση - ενσωμάτωση - καταστολή λαού, προστασία στο διεθνή ανταγωνισμό, προώθηση συμφερόντων συμμάχων ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ κλπ.), είναι υποκριτικό να συζητιέται πως μπορεί να «δημοκρατικοποιηθεί», όπως διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25 και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Είναι η ίδια συζήτηση με τη «δημοκρατικοποίηση» της ΕΥΠ και των άλλων κρατικών οργάνων και μηχανισμών.

Στοχεύουν να κρυφτεί ότι η στοχοποίηση του λαού δεν οφείλεται σε κάποιες μόνο συγκεκριμένες, «αυταρχικές», «συγκεντρωτικές» επιλογές διακυβέρνησης, ούτε βέβαια συνιστά κάποια «αντιδημοκρατική εκτροπή», αλλά, αντίθετα, αποτελεί ζωτική και αναπόδραστη ανάγκη ενός συστήματος που, έχοντας από καιρό ξεπεραστεί ιστορικά, εξαπολύει ολομέτωπη επίθεση στο λαό και στις ελευθερίες του. Στη βάση αυτή, ακόμα και η θέσπιση ορισμένων δικαιωμάτων και θεσμικών εγγυήσεων, η ίδια η θωράκιση του «κράτους Δικαίου», υπηρετούν τους στόχους της δικτατορίας του κεφαλαίου που, πίσω από το σημερινό «επιτελικό κράτος Δικαίου», προετοιμάζεται και θωρακίζεται όχι μόνο στο πλαίσιο του αδυσώπητου, αιματοβαμμένου ενδοαστικού ανταγωνισμού, αλλά και απέναντι στο επαναστατικό εργατικό κίνημα, στο ΚΚΕ.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Βλ. και Σ. Παπαοικονόμου, «Τα προσωπικά δεδομένα στη μέγγενη των ανταγωνισμών ΗΠΑ και ΕΕ», Ριζοσπάστης, 1-3.1.2021.

2. Βλ. πιο αναλυτικά: Ιδεολογική Επιτροπή και Τμήμα Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, Η συνταγματική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

3. Digital Market Act & Digital Services Act.

4. Βλ. παρέμβαση της Εισηγήτριας του νόμου για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, Κρίστελ Σαλντεμόσε (S&D, Δανία), όπως παρατίθεται σε lawspot.gr

5. Όπως είναι το σύστημα VIS (το αντίστοιχο του SIS για τους υπηκόους τρίτων χωρών), ο μηχανισμός Eurosur, το σύστημα για τα «έξυπνα σύνορα» και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών και Άδειας Ταξιδιού (ETIAS), το σύστημα Eurodack (ηλεκτρονική βάση δακτυλικών αποτυπωμάτων για την ταυτοποίηση και επαναπροώθηση προσφύγων-μεταναστών).

6. Βλ. Τμήμα Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών σε συνεργασία με την Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, «Ο “χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης” της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2019, και Β. Κατσιάβας, «Δικτατορία του κεφαλαίου … όνομα και πράγμα», Ριζοσπάστης, 20-21.8.2022.

7. Κανονισμός 2016/794, αρ. 18 στ. α΄.

8. Άρ. 15, παρ. 1 της Οδηγίας.

9. COM/2017/010 final - 2017/03 (COD).

10. Αιτιολογική έκθεση, 1.3.

11. Βλ. Σ. Παπαοικονόμου, «Με αφορμή το νέο επεισόδιο “συνακροάσεων” - παρακολουθήσεων», Ριζοσπάστης, 7-8.5.2022.

12. Βλ. τον Προσωρινό Κανονισμό 2021/1232.

13. Βλ., π.χ., European Parliamentary Research Service (EPRS) «Targeted substitute impact assessment on the Commission proposal on the temporary derogation from the e-Privacy Directive for the purpose of fighting online child sexual abuse» (February 2021).

14. Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Η “βίαιη ριζοσπαστικοποίηση” στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Ποινικά Χρονικά,

15. Μ. Παπακωνσταντής, Η Τρομοκρατία στο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης της ΕΕ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2019.

16. Βλ., π.χ., το πρόγραμμα «Community Policing and the Prevention of Radicalisation (CoPPRa) training programme for frontline practitioners».

17. Έκθεση της Europol, EU Terrorism Situation and Trend report (TE-SAT) - 2020, όπου ως κατηγορία «ριζοσπαστικοποίησης» αναφέρεται και η «μονοθεματική», δηλαδή ακόμα και η δράση γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα (π.χ. περιβαλλοντικό) στοχοποιείται, καθόσον μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για τον πραγματικό ένοχο του προβλήματος, σε ριζική εναντίωση στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

18. I. Brown - D. Korff, «Terrorism and the proportionality of Internet surveillance», European Journal of Criminology, 2009.

19. James B. Comey, Διευθυντής FBI, Ενημέρωση Τύπου για τον πυροβολισμό κατά πλήθους στο Ορλάντο, Κεντρικά Γραφεία FBI Headquarters, Ουάσιγκτον, 13.6.2016.

20. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αναφέρεται στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, χωρίς ρητή αναφορά στα προσωπικά δεδομένα, αλλά θεωρείται ότι υπάγονται στο άρθρο αυτό. Ο ΧΘΔΕΕ αναφέρεται στην προστασία της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 7) και ξεχωριστά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 8), παραπέμποντας όμως στο άρθρο 7 για τα όρια εφαρμογής τους, την προστασία τους κλπ.

21. Βλ. Ι. Σαρμάς - Ξ. Κοντιάδης - Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ κατ’ άρθρο ερμηνεία, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2021, σελ. 515.

22. Ολόκληρο το άρ. 8 της ΕΣΔΑ:

«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

23. Denmark, Norway, Sweden and the Netherlands v. Greece (Επιτροπή), 3321-3323/67 και 3344/67, 5,11,1969.

24. Βλ. Μ. Λαβράνου, «Το αληθινό πρόσωπο της αστικής δημοκρατίας στην ΕΕ», Ριζοσπάστης, 11-12.4.2020.

25. Άλλωστε, η δήθεν σύγκρουση ανάμεσα στα ατομικά και συλλογικά/κοινωνικά δικαιώματα, ή αλλιώς τα όρια των ατομικών ελευθεριών έναντι των ελευθεριών του άλλου ή του «κοινού καλού», για τη διασφάλιση των οποίων επιβάλλεται τάχα η αναλογική στάθμιση και ρυθμιστική παρέμβαση του «υπερταξικού» κράτους, είναι ψευδεπίγραφη και πλαστή. Αποσπασμένα από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ο διαχωρισμός των ατομικών από τα κοινωνικά δικαιώματα ουσιαστικά εξυπηρετεί ακριβώς την εμφάνιση του κράτους ως προστάτη των δικαιωμάτων, για να κρύψει ότι όλη η λειτουργία του υπηρετεί το καπιταλιστικό δικαίωμα που συνθλίβει το ατομικό του εργαζόμενου. Βλ. και πιο αναλυτικά, Ιδεολογική Επιτροπή και Τμήμα Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, Η συνταγματική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2021, σελ. 94-100.

26. Βλ. Μ. Λαβράνου, «Νόμιμη η απαγόρευση του Ρουμάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος με τη βούλα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου», Ριζοσπάστης, 31.12.2021 - 2.1.2022.

27. Βλ. Ι. Σαρμάς - Ξ. Κοντιάδης - Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ κατ’ άρθρο ερμηνεία, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2021, σελ. 508.

28. Βλ. ενδεικτικά Roman Zakharov v.Russia (GC), 47143/06, 4.12.2015.

29. Βλ. ενδεικτικά Big Brother Watch and Others v. the United Kingdom, 58170/13, 62322/14, 24960/15, 13.9.2018.

30. Βλ. Klass and Other v. Germany, 5029/71, 6.9.1978.

31. Σύνταγμα, άρθρο 19 (Απόρρητο επιστολών, ανταπόκρισης και επικοινωνίας):

«1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.

Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.»

32. Σύνταγμα, άρθρο 9Α (Προστασία προσωπικών δεδομένων): «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.»

33. Βλ. και Ιδεολογική Επιτροπή και Τμήμα Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, Η συνταγματική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2021.

34. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο περιβόητος Αναγκαστικός Νόμος 375/1936 «περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπίας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας», που θεσπίστηκε στις 18.12.1936 από τη δικτατορία του Μεταξά και ο οποίος διατηρήθηκε για δεκαετίες από την αστική τάξη, μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας.

35. Σύνταγμα Άρθρο 48 (Κατάσταση πολιορκίας), παρ. 1: «Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Βουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει την απόφαση της Βουλής. Με την απόφαση της Βουλής ορίζεται η διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες.»

36. Αποσπασμένοι εισαγγελείς υπάρχουν καταρχήν στην ΕΥΠ, αλλά και αλλού, π.χ. στην Αστυνομία στη ΔιΔΑΠ (Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών), στην Αντιτρομοκρατική (Δ.Α.Ε.Ε.Β. - Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας).

37. Βλ. Σ. Παπαοικονόμου, «Με αφορμή τις παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ», Ριζοσπάστης, 20-21.11.2021.

38. Ανάμεσα στα άλλα μπορεί να:

  • Κάνει ελέγχους στην ΕΥΠ, άλλες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς, όπως και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις τηλεπικοινωνίες κλπ. Να ελέγχει έτσι εγκαταστάσεις, εξοπλισμό, αρχεία, βάσεις δεδομένων, έγγραφα. Να λαμβάνει πληροφορίες, να καλεί σε ακρόαση, να κάνει κατασχέσεις μέσων παραβίασης του απορρήτου κ.ά.
  • Εξετάζει τις σχετικές καταγγελίες για παραβίαση του απορρήτου.
  • Συνεργάζεται με άλλες ελληνικές. αλλά και ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές.
  • Γνωμοδοτεί και απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και για τη διαδικασία άρσης αυτού.
  • «Νομοθετεί» στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, εκδίδοντας κανονιστικές πράξεις.

39. Είχαν προηγηθεί οι νόμοι 4786/2021 και 4871/2021 με τους οποίους η ΝΔ προώθησε την ψηφιοποίηση των διαβιβάσεων προς και από την ΑΔΑΕ, επικαλούμενη λόγους ταχύτητας-αποτελεσματικότητας, χωρίς ακόμα να έχει εκδοθεί η σχετική κοινή Υπουργική Απόφαση από τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Ειδικά για τις διαβιβάσεις των διατάξεων άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας προβλέφθηκε η δημιουργία ψηφιακής πλατφόρμας για την επικοινωνία ΕΥΠ-ΑΔΑΕ, η οποία δεν έχει φτιαχτεί ακόμα.

40. Βλ. πιο αναλυτικά Μ. Λαβράνου, «Η αξιοποίηση της πανδημίας για την αναβάθμιση της καταστολής στην ΕΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2022.

41. Βλ. Σ. Παπαοικονόμου, «Μαζί σε βάρος του λαού υφαίνουν τον “ιστό της αράχνης”», Ριζοσπάστης, 30.8.2022.

42. Μ. Παπαδόπουλος, «Δικτατορία του κεφαλαίου: Το αληθινό πρόσωπο του σημερινού επιτελικού “κράτους Δικαίου”», Ριζοσπάστης, 27-28.8.2022.