Αυτό που είναι νέο στον Λένιν σε σχέση με τους Μαρξ και Ένγκελς δεν είναι η θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής πράξης, αλλά το βάρος που λαμβάνει η θεωρία ως εκείνο το στοιχείο της συνείδησης που διαμεσολαβεί τη μετατροπή των ατομικών κινήτρων σε ένα κοινωνικό γενικό [στοιχείο], στην ταξική συνείδηση, μέσω της οποίας συγκροτείται το υπερ-ατομικό υποκείμενο «τάξη», το οποίο μπορεί από τη στιγμή της συγκρότησής του να επιδράσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις υπάρχουσες σχέσεις σε σχέση με οποιοδήποτε ατομικό (υποκείμενο). Τα ζητήματα που αφορούν τα δρώντα υποκείμενα, την ενίσχυση της συνείδησης διαμέσου της θεωρίας και της μορφής οργάνωσης ενός πραγματικά γενικού ταξικού υποκειμένου, αλληλοδιαπλέκονται. Σε αυτήν την αλληλοδιαπλοκή, η συνείδηση μετατρέπεται σε πλευρά των υλικών σχέσεων, από την άποψη ότι οι υλικές σχέσεις είναι σχέσεις ακριβώς επειδή τα στοιχεία τους βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και «η συνειδητότητα συμμετέχει σ’ αυτήν την αλληλεπίδραση και σ’ αυτόν τον καθορισμό».32
Με την παρέμβαση –διαμέσου των ατομικών υποκειμένων– του γενικού υποκειμένου (της τάξης) στο σύστημα των αλληλεπιδράσεων, πραγματοποιείται –μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας στοχοπροσήλωσης στο σωστό γενικό και ανάπτυξης του εκάστοτε ειδικού για το άτομο όπως και για το είδος– η ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού με συμβατούς μεταξύ τους σκοπούς, δηλαδή η αλληλεγγύη αντί του ανταγωνισμού.33 Δεν πρόκειται για ηθική αλλά για μια ιστορικο-φιλοσοφική οπτική του ειδολογικού υποκειμένου της ανθρωπότητας. Η θεωρία δε διερευνά μόνο –ενάντια στις ουτοπικές προσδοκίες– το πραγματικά δυνατό, αλλά ταυτόχρονα διανοίγει τον ορίζοντα του στόχου που πρέπει να επιδιωχτεί· με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται και σε εναλλακτική έναντι του αυθαίρετου αυθορμητισμού, καθώς και σε μέσο με το οποίο μπορεί –ανεξάρτητα από αποτυχίες και ήττες– να ξεπεραστεί η ιδεαλιστική παραίτηση που προκύπτει από την άσχημη πραγματικότητα και στη θέση της να μπει η αισιόδοξη ενεργητικότητα για μια σταδιακή προσέγγιση του γενικού καλού.
Στον Λένιν, τέτοιου είδους σκέψεις σχετίζονται με την πολιτική πράξη. Από την περίοδο κιόλας της εξορίας στην Ελβετία έγραφε το Μάρτη του 1917, κάτω από τον αντίκτυπο της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη: «Θα ήταν το πιο μεγάλο λάθος, αν αρχίζαμε να βάζουμε τα πολύπλοκα, φλέγοντα γοργά εξελισσόμενα πρακτικά καθήκοντα της επανάστασης στην κλίνη του Προκρούστη, της στενά εννοούμενης “θεωρίας”, αντί να βλέπουμε τη θεωρία πρώτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα σαν καθοδήγηση για δράση.»34 Με αυτό στόχευε στην ανάδειξη της δυνατότητας μετατροπής της αστικής επανάστασης εναντίον της τσαρικής απολυταρχίας σε προλεταριακή επανάσταση για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, δηλαδή στην υπερπήδηση της φάσης της αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας. Κατά το τσάκισμα των παλιών δομών προκύπτουν δυνατότητες οι οποίες υπερβαίνουν τους αμέσως επόμενους σταθμούς της ανάπτυξης της επανάστασης. «Το σπουδαίο είναι να καταλάβουμε ότι σε επαναστατικούς καιρούς η αντικειμενική κατάσταση αλλάζει τόσο γοργά κι απότομα όσο γοργά κυλάει και η ζωή γενικά.»35
Σε μια τέτοια κατάσταση η υποκειμενική πλευρά των τεκταινόμενων αποκτά δυνατότητα άσκησης μεγαλύτερων ρηγμάτων σε σχέση με παλιότερα:
«Θα βρεθεί άραγε στη μάζα των Ρώσων εργατών τόση συνειδητότητα, αντοχή και ηρωισμός για να επιτελέσουν “θαύματα προλεταριακής οργάνωσης” ύστερα από τα θαύματα τόλμης, πρωτοβουλίας και αυτοθυσίας που επιτέλεσαν στην άμεση επαναστατική πάλη; Αυτό δεν το ξέρουμε και θα ήταν ματαιοπονία να ασχοληθούμε με μαντείες, γιατί την απάντηση σε τέτοια ερωτήματα την δίνει μόνο η πράξη. Εκείνο που ξέρουμε σίγουρα και που οφείλουμε, σαν Κόμμα, να εξηγούμε στις μάζες είναι ότι, από τη μια μεριά, υπάρχει σήμερα ένας ιστορικός κινητήρας τεράστιας δύναμης, που γεννάει πρωτοείδωτη κρίση, πείνα και αμέτρητα δεινά. Ο κινητήρας αυτός είναι ο πόλεμος που οι καπιταλιστές και των δυο εμπόλεμων στρατοπέδων τον διεξάγουν με ληστρικούς σκοπούς. Ο “κινητήρας” αυτός έφερε στο χείλος του γκρεμού μια σειρά από τα πιο πλούσια, τα πιο ελεύθερα και τα πιο φωτισμένα έθνη. Ο πόλεμος αναγκάζει τους λαούς να εντείνουν στο έπακρο όλες τις δυνάμεις τους, τους φέρνει σε αφόρητη κατάσταση, βάζει στην ημερήσια διάταξη όχι την πραγματοποίηση κάποιων “θεωριών” (γι’ αυτό δε γίνεται καν λόγος και ο Μαρξ πάντοτε εφιστούσε την προσοχή των σοσιαλιστών σ’ αυτήν την αυταπάτη), αλλά την εφαρμογή των έσχατων μέτρων που είναι δυνατό να παρθούν πρακτικά, γιατί χωρίς έσχατα μέτρα, εκατομμύρια ανθρώπους τους απειλεί ο αφανισμός, ο άμεσος και σίγουρος αφανισμός από την πείνα.»36
Εδώ, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του υποκειμενικού παράγοντα βγαίνουν σαφώς σε πρώτο πλάνο έναντι των αντικειμενικών συνθηκών, όπως αυτές προσδιορίζονται και αιτιολογούνται από το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, των υποδομών, της μόρφωσης του λαού. Για να μπορεί να εκτιμηθεί το εύρος αυτών των υποκειμενικών γνωρισμάτων ως πλευρά των αντικειμενικών υλικών σχέσεων που ωθεί προς τα μπρος, απαιτούνται περισσότερα από τον επαναστατικό ενθουσιασμό του ίδιου του υποκειμενικού παράγοντα. Οι δυνατότητές τους πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο του προσδιορισμού της σχέσης ανάμεσα στις γενικές νομοτέλειες και στις ιδιαίτερες μορφές εκδήλωσής τους. Στο υπόβαθρο της απόφασης δε βρίσκεται μια ειδική θεωρία –με τον Λένιν να τοποθετεί στο παραπάνω απόσπασμα αυτήν τη λέξη εντός εισαγωγικών– αλλά το θεμελιώδες θεωρητικό πρόβλημα των διαφόρων τρόπων ύπαρξης της πραγματικότητας: Πραγματικότητα, πραγματική δυνατότητα, δυνατότητα της σκέψης. Οι πολιτικές αποφάσεις κινούνται εντός ενός χώρου του οποίου οι συντεταγμένες καθορίζονται από φιλοσοφικές κατηγορίες ανάλυσης.
Με αυτήν τη βαθύτερη έννοια, η πράξη και η θεωρία διαπλέκονται στον Λένιν και αυτό δε γίνεται με τον επιπόλαιο τρόπο της (δογματικής) εφαρμογής στην αναπτυσσόμενη και συνεχώς μεταλλασόμενη πραγματικότητα ενός καθορισμένου θεωρητικού οικοδομήματος. Απέναντι σε οικονομίστικες ή κοινωνιολογίστικες αντιλήψεις για τις κοινωνικές νομοτέλειες, ο Λένιν εμμένει στη φιλοσοφική θεμελίωση του θεωρητικά επεξεργασμένου σχεδίου δράσης. Γι’ αυτό καταπολεμάει, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905, τους εμπειριοκριτικιστές, γι’ αυτό διαβάζει κατά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ.
Όποιος αποδίδει στη φιλοσοφία μια υποδεέστερη θέση στο μαρξισμό ή θεωρεί ότι αυτή θα διαλυόταν στη γνώση των (ξεχωριστών) επιστημών, δε θα καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ζύγιζε ο Λένιν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ακόμα και το κείμενο για το μαχόμενο υλισμό γράφτηκε το 1922, όταν ο Λένιν ήταν πραγματικά πνιγμένος στην πρακτική πολιτική δουλειά. Και σε αυτό εμφανίζεται ξανά η εμφατική αναφορά στον Χέγκελ σε σχέση με το απαραίτητο για την πράξη καθήκον ανάπτυξης του διαλεκτικού υλισμού:
«Για να πετύχουν το σκοπό αυτό, οι συνεργάτες του περιοδικού Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα (σ.τ.μ.: Κάτω από τη σημαία του μαρξισμού) πρέπει να οργανώσουν τη συστηματική μελέτη της διαλεκτικής του Χέγκελ από υλιστική άποψη, δηλαδή της διαλεκτικής που εφάρμοσε πρακτικά ο Μαρξ τόσο Στο Κεφάλαιό του όσο και στα ιστορικά και πολιτικά έργα του (...) Έχοντας σα βάση τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο Μαρξ τη διαλεκτική του Χέγκελ, με την υλιστική της έννοια, μπορούμε και οφείλουμε να επεξεργαστούμε αυτήν τη διαλεκτική απ’ όλες τις πλευρές, να δημοσιεύουμε στο περιοδικό αποσπάσματα από τα κύρια έργα του Χέγκελ και να τα ερμηνεύουμε υλιστικά, να τα σχολιάζουμε, έχοντας σα βάση τα παραδείγματα εφαρμογής της διαλεκτικής από τον Μαρξ, καθώς και τα παραδείγματα διαλεκτικής από την περιοχή των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, παραδείγματα που η νεότερη ιστορία, ιδιαίτερα ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η επανάσταση δίνουν πάρα πολλά. Η ομάδα των συντακτών και των συνεργατών του περιοδικού Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει ένα είδος “συνδέσμου ματεριαλιστών οπαδών της χεγκελιανής διαλεκτικής”.»37
Μια πραγματιστική πολιτική τακτική, η οποία δε βασίζεται σε ένα απόθεμα αναπτυγμένων (φιλοσοφικών) κατηγοριών, θα ξεπέσει με βεβαιότητα στην οπορτουνιστική προσαρμογή στο συσχετισμό δύναμης και στο επίπεδο της συνείδησης και έτσι θα απομακρυνθεί από το στρατηγικό της στόχο, ο οποίος συνίσταται ακριβώς στο αντίθετο της υπάρχουσας κατάστασης και των διάφορων παραλλαγών της.
Με τη διαπλοκή θεωρητικής και πρακτικής φιλοσοφίας, ο Λένιν τοποθετείται συνειδητά στην παράδοση της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας από τον Καντ μέχρι τον Χέγκελ. Η σύνδεση αυτών των δύο πλευρών της φιλοσοφίας σε μια θεωρία για το (πολιτικό) υποκείμενο –και κατ’ επέκταση για την ελευθερία– έχει τη ρίζα της σε μια διαλεκτική αντίληψη του κόσμου η οποία πριν τον Μαρξ είχε φτάσει στο ανώτερο σημείο της με τον Χέγκελ. Η συστηματική ανάπτυξη στους τομείς της φιλοσοφίας, της οικονομίας και της θεωρίας του σοσιαλισμού, η οποία αποτελεί τη βάση του μαρξισμού, έχει τις ρίζες της στις προμαρξιστικές πηγές του μαρξισμού.38
Είναι ολοφάνερο ότι μια τόσο εκτεταμένη φιλοσοφική εμβάθυνση του μαρξισμού με προσφυγή στις ιστορικο-θεωρητικές του ρίζες, ήταν εφικτή μόνο πάνω σε ένα στέρεο γνωσιοθεωρητικό επιστημολογικό έδαφος. Η ρεαλιστική αντίληψη της γνώσης και το πραγματικό περιεχόμενο των ιδεολογιών (ως το Φαίνεσθαι που εμφανίζεται στη συνείδηση) αποτελούν προϋποθέσεις έτσι ώστε ο μαρξισμός να μην αποτελεί απλώς την πιο πρόσφατη φάση της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά να ενσωματώνει το συνολικό της περιεχόμενο. Η επεξεργασία της νοητικής αντανάκλασης της συνολικής ιστορικής και ιστορικά βιούμενης πραγματικότητας μετατρέπεται σε συστατικό μέρος της μαρξιστικής θεωρίας –τότε και μόνο τότε– όταν οι επιστημονικές γνώσεις και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις δε συγκροτούνται απλά μέσω υποκειμενικών διαδικασιών, αλλά μέσω υποκειμενικά διαμεσολαβούμενων αντικειμενικών διαδικασιών απεικόνισης. Αν ο αγώνας για το σοσιαλισμό είναι αγώνας για τη συνείδηση των ανθρώπων –όπως ανέπτυξε αναλυτικά ο Αντόνιο Γκράμσι στη θεωρία του για την ηγεμονία ως συνέχεια της λενινιστικής έννοιας της ηγεμονίας– τότε αυτός ο αγώνας διεξάγεται και με την υιοθέτηση πολιτισμικών παραδόσεων οι οποίες δεν εισέρχονται απλώς στη δική μας θεωρία ως συγκολλήσεις, αλλά πρέπει να αποδειχτούν ως αναπόσπαστο συστατικό μέρος του γίγνεσθαί της.
Ο Λένιν εξύψωσε αυτήν την αντίληψη σε προγραμματική σε ένα σχέδιο απόφασης για το Συνέδριο της Προλέτκουλτ του 1920: «Ο μαρξισμός απόκτησε την κοσμοϊστορική σημασία του σαν ιδεολογία του επαναστατικού προλεταριάτου, γιατί δεν απόρριψε καθόλου τις πολυτιμότατες κατακτήσεις της αστικής εποχής, αλλά αντίθετα αφομοίωσε και επεξεργάστηκε ό,τι το πολύτιμο είχε να παρουσιάσει μέσα σε δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια η ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης και του πολιτισμού.»39
Η ιστορία της ανθρωπότητας προσεγγίζεται ως μια ενότητα, ως ιστορία του (ανθρώπινου) είδους, στην οποία έχει θέση κάθε ιδιαίτερη εποχή, κάθε ιδιαίτερη ομάδα, κάθε άτομο (σύμφωνα με τη διαλεκτική διατύπωση «το ενικό = με το καθολικό»40), ενώ το γεγονός αυτό εκφράζεται ως ίδιον χαρακτηριστικό της. Η κάθε πολιτική απόφαση απορρέει από το σύνολο της κοσμοθεωρητικής αυτοκατανόησης του δρώντος ανθρώπου· ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η ενοποίηση της γνώσης σε μια ενιαία προοπτική, το ξεπέρασμα του κατακερματισμού των πολυποίκιλων (και για το κάθε άτομο απλώς επιλεκτικών) γνώσεων και η μετατροπή τους σε μια παιδεία που σφραγίζει συνολικά τον άνθρωπο, αποτελεί καθήκον της «προλεταριακής πολιτιστικής επανάστασης», η οποία πρέπει να έχει ως στόχο την ανάπτυξη μιας «επαναστατικής κοσμοθεωρίας». Μπορεί να αποδειχτεί ότι το έργο του Λένιν, ως πολιτικού και κρατικού παράγοντα, καθώς και η επεξεργασία που έκανε στην πολιτική-φιλοσοφική θεωρία αναφερόταν σταθερά στον πυρήνα αυτής της επιστημονικής κοσμοαντίληψης και της φιλοσοφικής της θεμελίωσης και από αυτόν τον πυρήνα αντλούσε την εσωτερική συνοχή της. Ταυτόχρονα είναι φανερό πως, βασιζόμενος στη φιλοσοφική ερμηνεία του μαρξισμού, ο Λένιν πηγαίνει πέρα από αυτό το στάδιο της θεμελίωσής του. Αναπτύσσει το μαρξισμό σε μια φιλοσοφικά θεμελιωμένη πολιτική και οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού και των πρώτων βημάτων οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αναπτύσσει τις γενικές γραμμές μιας θεωρίας της επανάστασης και της επαναστατικής οργάνωσης. Αυτό αποτελεί το νέο στάδιο του επιστημονικού σοσιαλισμού, το οποίο χαρακτηρίζεται από το διπλό όνομα μαρξισμός-λενινισμός. Παρόλες τις ενστάσεις ενάντια στον πληθωρισμό των «-ισμών», είναι κοσμοϊστορικά και ιστορικο-θεωρητικά αιτιολογημένο να γίνεται λόγος για λενινισμό.