ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΟΙ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ, Η ΣΤΟΧΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Ο νόμος (Χατζηδάκη) 4808/2021, που ψήφισε τον Ιούνη η ΝΔ, αποτελεί μια πραγματική τομή στην ανατροπή θεμελιακών κατακτήσεων στην οργάνωση του χρόνου εργασίας, στην κατάργηση του 8ωρου, αποτελεί ταυτόχρονα αντιδραστική αλλαγή σε όλο το πλέγμα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατακτήθηκαν με πολύχρονους και σκληρούς ταξικούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση προβάλλει αυτήν ακριβώς την αντιδραστική ανατροπή στο απεργιακό δικαίωμα και τη λειτουργία των συνδικάτων ως τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Η πρώτη εγκύκλιος της κυβέρνησης για την εφαρμογή του νόμου ξεκινά από την απαγόρευση των απεργιών και τον περιορισμό των συνδικάτων με το κρατικό μητρώο.
Αποτελεί συνέχεια και διευρύνει όλες τις αντεργατικές ρυθμίσεις που είχαν ψηφίσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων, συνολικά την υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου. Ενσωματώνει και εξειδικεύει όλες τις αντίστοιχες οδηγίες της ΕΕ, τις λεγόμενες «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», που έχουν οδηγήσει σε χειροτέρευση των όρων ζωής και δουλειάς εκατομμυρίων εργαζομένων στις χώρες της Ευρώπης.
Με την ψήφιση του νόμου 4808/2021 έχει διαμορφωθεί πλέον ένα ισχυρό νομοθετικό οπλοστάσιο υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων, που τους δίνει τη δυνατότητα να δώσουν ένα συντριπτικό χτύπημα στην οργάνωση της εργατικής τάξης. Να απονευρώσουν τα συνδικάτα από τις συλλογικές, μαζικές διαδικασίες, από τη συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων στη λειτουργία και στη δράση τους και να τα μετατρέψουν σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες δημοψηφισμάτων με στόχο να ενισχύεται η γραμμή του κοινωνικού εταιρισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα, στα πρότυπα των ξεπουλημένων συνδικάτων της ΣΕΣ (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων). Ένα νομοθετικό οπλοστάσιο που λύνει κι άλλο τα χέρια της εργοδοσίας και του αστικού κράτους για να εξαπολύσουν νέα, μεγαλύτερη επίθεση στο οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα στον ταξικό πόλο του, στα συνδικάτα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, έχοντας κυρίως στο στόχαστρο τις πετυχημένες και μαζικές απεργίες και κινητοποιήσεις σε μεγάλα εργοστάσια, σε σημαντικούς κλάδους, στις πρώην ΔΕΚΟ κλπ. Στόχος είναι να υπάρξει «σιγή νεκροταφείου» από το εργατικό κίνημα, να μην υπάρξουν μαζικές αντιδράσεις στην υλοποίηση του αντεργατικού σχεδιασμού, να μην οργανώνεται η πάλη των εργαζομένων διεκδικώντας τα δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες τους. Να εμποδιστεί η παρέμβαση του ΚΚΕ στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα.
Ξεχωρίζουμε τρεις βασικούς «πυλώνες» στις ανατροπές που επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ, σε συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων:
– Τα ζητήματα της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και κατ’ επέκταση των μισθών,
– την επίθεση στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τη δράση των συνδικάτων,
– την απαγόρευση του απεργιακού δικαιώματος.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Ο νόμος 4808/2021 αποτελεί ανατροπή βασικών διατάξεων του νόμου 1264/1982, του πλαισίου δηλαδή στο οποίο λειτουργούσαν τα συνδικάτα για περίπου 40 χρόνια και αποτύπωνε τον τότε συσχετισμό πάλης, αλλά και την προσπάθεια ενσωμάτωσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στη στρατηγική του κεφαλαίου. Από το 1976-1980 είχαν προηγηθεί 575 απεργίες με 294.000 απεργούς ενάντια στο ν. 330 (στοιχεία από τα πρακτικά της Βουλής) και ο βαθμός οργάνωσης των εργαζομένων ξεπερνούσε το 40%. Υπήρχε ορμητική άνοδος της οργάνωσης των εργαζομένων στα εργοστάσια και όλους τους κλάδους και άνοδος των αγώνων και των διεκδικήσεων. Ο νόμος 1264/82 ήρθε να ενσωματώσει το κίνημα παραχωρώντας μία σειρά δικαιώματα που σήμερα καταργούνται κι επιβάλλονται νέες αντιδραστικές αλλαγές.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται για πρώτη φορά μετά τον περίφημο ν. 330 η ίδρυση από το υπουργείο Εργασίας του Γενικού Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.) που καθιστά υποχρεωτική την εγγραφή όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ένα κρατικό μητρώο με πρόσβαση της εργοδοσίας από 1η Γενάρη του 2022, για να έχουν νομικά δικαίωμα τα συνδικάτα να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, όπως τη συλλογική διαπραγμάτευση και την υπογραφή ΣΣΕ, τη χρηματοδότησή τους από τον ΟΑΕΔ, την προστασία των εκπροσώπων τους από απόλυση και μετάθεση, την απόφαση για απεργία ή άλλη μορφή πάλης, ακόμα και την εκπροσώπηση στην επιθεώρηση εργασίας για μια τριμερή διαφορά. Στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. κατατίθεται τροποποιημένο καταστατικό που περιλαμβάνει τις αλλαγές του νόμου, π.χ. ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για λήψη απεργιακής απόφασης και αρχαιρεσίες, τα πρακτικά των αρχαιρεσιών μέχρι και ονομαστικά τα μέλη των ψηφοδελτίων με ευαίσθητα δεδομένα, όπως ο ΑΜΚΑ, τα οικονομικά τους στοιχεία, τα ιδρυτικά μέλη ενός σωματείου, τα μέλη της διοίκησης και οι αντιπρόσωποι στα υπερκείμενα όργανα, μαζί και οι αναπληρωτές τους.
Η υποχρέωση των σωματείων να καταθέτουν τα μητρώα και τα οικονομικά τους στοιχεία στο αστικό κράτος θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων τους, οδηγεί όχι απλώς σε περιορισμό αλλά σε κατάλυση της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης, νομιμοποιεί την παρέμβαση του αστικού κράτους στα εσωτερικά και τη λειτουργία τους.
Παρομοίως, η αναγνώριση των «Ενώσεων Προσώπων» ως ισότιμων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που επίσης εγγράφονται στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε., αποτελεί χτύπημα στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα και άλλο ένα όπλο στα χέρια της εργοδοσίας για να χτυπήσει τα συνδικάτα. Γιατί κάθε εργοδότης, με πέντε δικούς του ανθρώπους, θα μπορεί να στήνει μια «Ένωση» και να υπογράφει επιχειρησιακές συμβάσεις, όπως έγινε για παράδειγμα το 2012, που μέσα σε λίγους μήνες φτιάχτηκαν πάνω από 900 τέτοιες «Ενώσεις» και υπογράφηκαν αντίστοιχα τόσες επιχειρησιακές συμβάσεις, ρίχνοντας τους μισθούς των εργαζομένων τότε στα 586€.
Επίσης, προχωράει το ηλεκτρονικό φακέλωμα των συνδικαλισμένων εργατοϋπαλλήλων με την καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ιδιαίτερα στις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων για απεργία, αλλά και στις αρχαιρεσίες. Μέσω του συστήματος «ΖΕΥΣ» του υπουργείου Εργασίας, που είναι πλατφόρμα για τη διεξαγωγή των ηλεκτρονικών αρχαιρεσιών, οι διαχειριστές έχουν πρόσβαση στο σύνολο των μητρώων μελών και των καταστάσεων ψηφισάντων, προφανώς και του τι ψήφισαν. Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορες ιδιωτικές πλατφόρμες που λειτουργούν.
Με βάση την ΚΥΑ (Κοινή Υπουργική Απόφαση) για την εφαρμογή του νόμου, πρόσβαση στα στοιχεία μπορεί να έχουν Ενώσεις Εργοδοτών ή κάθε μεμονωμένος εργοδότης, με μια απλή αίτηση στο υπουργείο Εργασίας, αρκεί να πιστοποιεί το «έννομο ενδιαφέρον». Δημιουργείται έτσι μια τεράστια βάση δεδομένων συνδικαλισμένων εργαζομένων που θα είναι στα χέρια της εργοδοσίας και του αστικού κράτους μέσω του ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε., οι οποίοι θα μπορούν να απολύουν, να μην προσλαμβάνουν, αλλά και να παρεμβαίνουν σε κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά για να καθορίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας σε ένα σωματείο, όποτε επιθυμούν. Μπορούν να έχουν στα χέρια τους προσωπικά δεδομένα, από τους κωδικούς taxisnet και όλα τα φορολογικά στοιχεία, τον ΑΜΚΑ και το ιστορικό ασθενειών έως και τις συνδικαλιστικές επιλογές καταγεγραμμένες στις πλατφόρμες της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Έτσι, κάθε μεγαλοεργοδότης με το πάτημα ενός κουμπιού θα μπορεί να ξέρει αν ένας εργαζόμενος που είναι υποψήφιος για πρόσληψη ήταν τα προηγούμενα χρόνια σε κάποιο ψηφοδέλτιο ή το ιστορικό των ασθενειών του κ.ά. Δηλαδή, θα υπάρχει προληπτική τρομοκρατία για να μην συνδικαλίζονται οι εργαζόμενοι, να μην οργανώνονται και να μη συμμετέχουν.
Προχωράει επίσης η άρση της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης μέσα από μια σειρά διατάξεις που αφορούν τα μέλη των διοικήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων που προστατεύονται, την ουσιαστική άρση της προστασίας των ιδρυτικών μελών ενός σωματείου, την επιβολή εμποδίων στη χρήση συνδικαλιστικών αδειών, την απελευθέρωση των απολύσεων των συνδικαλιστών καταργώντας ακόμα και την επιτροπή του άρθρου 15 του 1264 (αρμόδια επιτροπή που έκρινε αν ήταν «βάσιμος» ο λόγος απόλυσης ενός εκλεγμένου εργαζόμενου, αποτελούμενη από δικαστή και εκπροσώπους εργαζομένων και εργοδοτών).
Ιδιαίτερα για την άρση της προστασίας των συνδικαλιστών από απόλυση, παρά την προπαγάνδα της κυβέρνησης, επί της ουσίας προβλέπεται ότι «αυτή μπορεί να γίνεται για σπουδαίο λόγο», η βασιμότητα του οποίου θα κρίνεται από τα δικαστήρια, με το βάρος της απόδειξης να πέφτει αντικειμενικά στον ίδιο το συνδικαλιστή.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ξενοδοχοϋπαλλήλου από τα Χανιά, που απολύθηκε γιατί αρνήθηκε να δουλέψει απλήρωτη υπερωρία, δικαιώθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά για την ακύρωση της απόλυσής της πρέπει να προσφύγει η ίδια στο δικαστήριο και να αποδείξει το δίκιο της. Επιπλέον, η εργοδοσία έχει λυμένα τα χέρια πια να απομακρύνει το συνδικαλιστή από το χώρο δουλειάς ακόμα και με την κοινοποίηση της προειδοποίησης απόλυσης και να μην του επιτρέπει να μπαίνει στους χώρους της επιχείρησης. Ακόμα και αν δικαιωθεί ο εργαζόμενος στα δικαστήρια, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να τον επαναπροσλάβει. Αυτό είναι σημαντική ανατροπή του προηγούμενου νόμου, του ν. 1264/82.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περιόδου είναι η απόλυση του προέδρου του Σωματείου Μεταλλωρύχων Β. Ελλάδας και μέλους της διοίκησης της Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων.
β) Η ουσιαστική απαγόρευση του απεργιακού δικαιώματος σε σημαντικούς κλάδους και ο γενικός περιορισμός του.
Ο νόμος 4808/2021 της ΝΔ επιβάλλει σήμερα μια σειρά διατάξεις που ουσιαστικά και τυπικά καταργούν το δικαίωμα στην απεργία. Συγκεκριμένα:
Εισάγει και καθιερώνει σε μια σειρά στρατηγικούς κλάδους (π.χ. Μεταφορές, Ενέργεια, Νερό, Δημόσιο κ.ά.), εκτός από το προσωπικό ασφαλείας, να καθορίζεται «προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας», δηλαδή απεργοσπαστικός μηχανισμός με το νόμο, ώστε να εξασφαλίζεται κατά τη μέρα της απεργίας η απρόσκοπτη λειτουργία της υπηρεσίας με την παροχή του 1/3 της συνήθους παρεχόμενης υπηρεσίας. Για τους εργαζόμενους στα περισσότερα τμήματα και επιχειρήσεις σημαίνει πλήρης κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος. Προσωπικό ασφαλείας και «προσωπικό υπηρεσίας» θα είναι το σύνολο των εργαζομένων. Ο ν. 330 επέτρεπε την πρόσληψη απεργοσπαστών, τώρα δηλώνονται υποχρεωτικά απεργοσπάστες από το ίδιο το προσωπικό.
Απαγορεύει και ποινικοποιεί τις απεργιακές φρουρές με το πρόσχημα της άσκησης «ψυχολογικής βίας». Σε όσους συμμετέχουν στις απεργιακές φρουρές, δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες να τους απολύουν. Για πρώτη φορά μετά το ν. 330 μπαίνει ο όρος «προστασία του δικαιώματος στην εργασία».
Ανοίγει το δρόμο για την απόλυση συνδικαλιστών που προπαγανδίζοντας και οργανώνοντας μια απεργία μπορεί να καταγγελθούν από τον οποιοδήποτε για «άσκηση ψυχολογικής είτε σωματικής βίας». Απειλεί τα σωματεία και τα μέλη του ΔΣ με την αστική ευθύνη σ’ αυτή την περίπτωση, δηλαδή με αποζημιώσεις.
Απαγορεύει τη διεξαγωγή απεργίας όταν υπάρχει απόφαση δικαστηρίου που την κρίνει παράνομη και καταχρηστική. Ταυτόχρονα, απαγορεύει σε κάθε υπερκείμενο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο να καλύψει με απόφαση απεργία που έχει κριθεί παράνομη και καταχρηστική από τα δικαστήρια, μαζί και με τα αιτήματα που περιλαμβάνει. Δηλαδή, ακόμα και αν μία απεργία βγει παράνομη για τυπικούς (δεν ενημέρωσε έγκαιρα) και όχι για ουσιαστικούς λόγους (αιτήματα), το Εργατικό Κέντρο και η Ομοσπονδία, η ΓΣΕΕ, δεν μπορεί να την καλύψει.
Απαγορεύει την απεργία σε εκείνους τους οργανισμούς και τις υπηρεσίες του δημοσίου που έχουν μπει στη δημόσια διαβούλευση (μέσω ΟΜΕΔ) με το αστικό κράτος. Μάλιστα, κάνει αυτή τη διαδικασία υποχρεωτική.
Απαγορεύει απόφαση για απεργία να παίρνουν σωματεία που δεν είναι ενταγμένα στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. Η εν λόγω διάταξη, μεταξύ άλλων, έχει στόχο τα σωματεία να εξαντλούν τη δράση τους μόνο στην υπογραφή ΣΣΕ με τις διαδικασίες του κοινωνικού εταιρισμού. Ενδεικτικό είναι ότι σε άλλες χώρες της ΕΕ δεν επιτρέπονται απεργίες κατά την υπογραφής σύμβασης.
Αφήνει άθικτη την νομοθετική ρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ για την αυξημένη πλειοψηφία του 50%+1 των μελών του επιχειρησιακού σωματείου, προσθέτοντας όμως την υποχρέωση το σωματείο να παρέχει τη δυνατότητα της ηλεκτρονικής ψήφου, δηλαδή ανοίγει το δρόμο η εργοδοσία και οι άνθρωποί της να παρεμβαίνουν άμεσα στη διαμόρφωση της ψηφοφορίας.
Αυτές οι διατάξεις σε συνδυασμό με την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής πάλης από τα αστικά δικαστήρια, με τις 9 στις 10 απεργίες να βγαίνουν παράνομες και καταχρηστικές, έχουν διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο που επί της ουσίας οδηγούν σε κατάργηση το απεργιακό δικαίωμα.
γ) Η κατάργηση του 8ωρου και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση.
Το καινούργιο που έρχεται να επιβάλει η κυβέρνηση με το νόμο 4808/2021 είναι ότι πλέον η διευθέτηση του χρόνου εργασίας επιβάλλεται από την εργοδοσία με ατομική σύμβαση. Η κύρια αλλαγή είναι ότι ακυρώνει και τυπικά τη δυνατότητα τα συνδικάτα, μέσα από τις ΣΣΕ, επιχειρησιακές και κλαδικές, να καθορίζουν συλλογικά τους όρους εργασίας. Παράλληλα, με την καθιέρωση της απλήρωτης υπερωρίας, προχωράει τυπικά και η κατάργηση του 8ώρου, αυξάνει ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα για 10ωρο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή για τις 2 επιπλέον ώρες και αντιστάθμισμα ρεπό εντός του χρόνου-περιόδου διευθέτησης.
Οι παρακάνω αντεργατικές διατάξεις θα λειτουργούν παράλληλα με το νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου που καταργεί τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις και επιβάλλει τον κατώτερο μισθό με νόμο, διατηρώντας τον από το 2012 σε άθλια επίπεδα, όπως επίσης με διατάξεις που υπονομεύουν τις κλαδικές ΣΣΕ και οι οποίες γίνονται υποχρεωτικές μόνο με απόφαση υπουργού, καθώς και άλλες που καταργούν τις τριετίες και την αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης.
Το ξήλωμα του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας έχει ξεκινήσει από το 1990 με σειρά νόμων που ψήφισαν διαχρονικά η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζουμε ότι το ευρωενωσιακό πλαίσιο που ενσωματώνεται στους παρακάτω νόμους, όπως αυτό έχει επικαιροποιηθεί, είναι η Κοινοτική Οδηγία 2003/88/ΕΚ «σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας», 1158/2019 όπως και ο λεγόμενος Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Αυτοί οι νόμοι έδιναν τη δυνατότητα στους εργοδότες και με τη σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων να προχωρούν στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στην επιβολή της 10ωρης έως και 12ωρης δουλειάς χωρίς πρόσθετη αμοιβή, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κλαδική ΣΣΕ της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Τουρισμό με τους μεγαλοξενοδόχους.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται η γενίκευση της τηλεργασίας σε πολλούς κλάδους, με πολλαπλές επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Ο νόμος Χατζηδάκη περιέχει μια σειρά αντιδραστικές ρυθμίσεις για τη μονιμοποίηση της τηλεργασίας που αυξάνουν παραπέρα την εντατικοποίηση και την εκμετάλλευση, καταργούν επί της ουσίας τη διάκριση μεταξύ εργάσιμου κι ελεύθερου χρόνου.
Κυβέρνηση και μονοπώλια ουσιαστικά επιδιώκουν να ακυρώσουν και με δομικές - οργανωτικές αλλαγές το χαρακτήρα των συνδικάτων, τη δυνατότητά τους να παλεύουν για να βελτιώνουν τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης.
Για όλες αυτές τις ανατροπές η ανησυχία μέσα στους εργαζόμενους είναι πολύ μεγάλη. Σε ένα βαθμό εκφράστηκε από τη μαζικότητα των απεργιακών κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα στις 10 Ιούνη, από το συντονισμό δεκάδων σωματείων με τις πρωτοβουλίες που πήραν τα συνδικάτα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Όμως ο προβληματισμός είναι πολύ ευρύτερος, εκφράζεται σε δεκάδες χώρους δουλειάς ακόμα και σήμερα, δυο μήνες μετά την ψήφιση του νόμου. Δεν μπορεί να κρυφτεί –καταγράφεται ακόμα και στις δημοσκοπήσεις που οι ίδιοι παραγγέλνουν– η δυσαρέσκεια και η αντίθεση των εργαζομένων σε συντριπτικά ποσοστά ενάντια στο νόμο που ψηφίστηκε.
Οπωσδήποτε καθοριστικό ρόλο έπαιξε η πρωτοπόρα δράση του ΚΚΕ για την αποκάλυψη των αντιλαϊκών σχεδιασμών, για την οργάνωση της πάλης των εργαζομένων, αντιμετωπίζοντας την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσει τη γραμμή της διαχείρισης και της κυβερνητικής εναλλαγής. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι πρωτοβουλίες που πήραν τα συνδικάτα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και το πλαίσιο πάλης που πρόβαλαν ώστε να εκφραστεί ένα μαζικό μπλοκ συνδικάτων που αντιπάλεψαν αγωνιστικά αυτές τις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις, με τρεις πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες ενάντια στην ανοιχτά υπονομευτική κι εχθρική στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, με αποφάσεις από τα κάτω, Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών και σωματείων.