Ο ενιαίος και πολιτικός χαρακτήρας της μάχης των τοπικών εκλογών απαιτεί την ικανότητα εξειδίκευσης των δυνάμεών μας για το ρόλο της Τοπικής Διοίκησης (ΤΔ) στο πέρασμα της αντιλαϊκής πολιτικής που εντάθηκε με τα μνημόνια που διαχειρίζονται την οικονομική καπιταλιστική κρίση, αλλά και τώρα στη φάση ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Απαιτεί όχι μόνο γνώση της αντιλαϊκής πολιτικής που υλοποιούν, αλλά κι εύστοχη αποτύπωσή της, ώστε να γίνεται πλατιά κατανοητή από εργατικά-λαϊκά τμήματα η άμεση συνδρομή δημοτικών, περιφερειακών αρχών στο πέρασμά της, η μεγάλη γκάμα αρμοδιοτήτων τους που αφορούν την επιβάρυνση της καθημερινότητάς τους, της ζωής, των αναγκών, των δικαιωμάτων τους. Οι δυνάμεις των άλλων πολιτικών κομμάτων σε δήμους και περιφέρειες, και άσχετα από την άμεση κομματική τοποθέτηση ή διαφοροποίησή τους, το μανδύα του ανεξάρτητου, ταυτίστηκαν στην υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής, πρωτοστάτησαν στο πέρασμά της.
Σήμερα δήμοι και περιφέρειες, το πολιτικό προσωπικό που τους στελεχώνει, συμμετέχουν ενεργά όχι μόνο στην υλοποίηση, αλλά και στο σχεδιασμό της ανάπτυξης για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Γι’ αυτές τις ανάγκες σχεδιάστηκαν οι αναδιαρθρώσεις όλα αυτά τα χρόνια στην Τοπική Διοίκηση.
Είναι η κόκκινη κλωστή που δένει τον «Καποδίστρια» με τον «Καλλικράτη», σήμερα με τον «Κλεισθένη Ι» και αύριο με ένα νέο κύκλο αναδιαρθρώσεων προσαρμοσμένων σε αυτές του κεντρικού κράτους και της πιο άμεσης διασύνδεσής τους με τους θεσμούς της ΕΕ, τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αναδιαρθρώσεις που το χαρακτήρα τους τον υπογραμμίζει η συνέχεια και η συνέπεια με την οποία τις υλοποίησαν διαδοχικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις και ανεξάρτητα του τι έλεγαν τα κόμματα που τις συγκροτούν όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Αποτυπώνοντας σε μια πορεία και τις ευρύτατες αστικές συγκλίσεις και συναινέσεις που έχουν πια διαμορφωθεί στο χώρο της ΤΔ και που εστιάζονται σταθερά:
α) Στην προώθηση και στήριξη της κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Αποδείχτηκε στην πράξη και στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων ότι μέσω των νέων τοπικών και περιφερειακών δομών, με το ρόλο και τις αρμοδιότητες που πήραν, άδραξαν μεγαλύτερες δυνατότητες δράσης οι επιχειρήσεις, άδειασε η τσέπη και το εισόδημα των εργαζόμενων, των φτωχών αγροτών κι επαγγελματιών, ανατράπηκαν οι εργασιακές σχέσεις, εμπορευματοποιήθηκαν βασικές κοινωνικές ανάγκες, ανατράπηκαν με ταχύτητα οι χρήσεις γης και σε βάρος των λαϊκών αναγκών.
Η ταχύτητα με την οποία προχωρούν οι αναδιαρθρώσεις στο χώρο της Τοπικής Διοίκησης αφορά τις απαιτήσεις της οικονομικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις που την διατρέχουν. Σε αυτό το πλαίσιο βαθαίνει η σύμφυση των οργάνων της με επιχειρηματικούς ομίλους, με ιεράρχηση σε αυτήν τη φάση τη δημοτική και δημόσια γη, τις χρήσεις της, το περιβάλλον, τον τομέα των μεταφορών και το μεταφορικό έργο, την Ενέργεια και την πολιτική «απελευθέρωσής» της (π.χ. ΑΠΕ), τη διαχείριση υγρών-στερεών αποβλήτων, των υδάτινων πόρων στον άξονα των επιχειρηματικών συμφερόντων, την αγροτική παραγωγή, τον Τουρισμό.
Η διοικητική δομή των Περιφερειών ήδη παίζει ενεργό κι επιτελικό ρόλο στα ζητήματα της περιφερειακής ανάπτυξης. Συγκεντρώνει πόρους, έργα και υποδομές στις αναπτυξιακές ιεραρχήσεις του κεφαλαίου, γι’ αυτό και ιεραρχείται στη διάταξη των αστικών στελεχών, των αστικών κομμάτων να τις ελέγχουν κομματικά. Είναι η κρατική δομή σε τοπικό επίπεδο με την αμεσότερη σύνδεση με τα ευρωενωσιακά όργανα, τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Οι Περιφέρειες διαχειρίζονται ήδη μεγάλο μέρος του ΕΣΠΑ. Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε παρατάξεις και υποψηφίους εστιάζεται στον αριθμό των έργων και στην απορροφητικότητα. Αποπροσανατολίζουν από το κύριο, που είναι η ιεράρχηση έργων και δράσεων με βάση τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, βάζοντας στο περιθώριο τις λαϊκές ανάγκες σε υποδομές, έργα, υπηρεσίες.
Ακόμη και τα ελάχιστα κονδύλια που διατίθενται σε προγράμματα που συνδέονται με λαϊκές ανάγκες και υποδομές περνάνε μέσα από τις «συμπληγάδες» κερδοφορίας των επιχειρήσεων που τα διαχειρίζονται, σε πολιτικές ενσωμάτωσης, όπως γίνεται με σειρά από προγράμματα διαχείρισης των ανέργων, της φτώχειας, τα ειδικά προγράμματα για τους Ρομά, την ένταξη των μεταναστών, την επιχειρηματικότητα για μικροεπαγγελματίες, αγρότες, γυναίκες κ.ά.
Η αποσπασματικότητα δε που αποτυπώνουν οι όποιες παρεμβάσεις τους, είτε για την αντιμετώπιση φυσικών φαινόμενων και καταστροφών είτε άλλων γενικών αναγκών σε υποδομές, αναδεικνύει τη σημασία που έχει ο κεντρικός σχεδιασμός, π.χ., σε ζητήματα αντισεισμικής θωράκισης, αντιπλημμυρικής-αντιπυρικής προστασίας, των δημόσιων δομών υγείας, πρόνοιας, σχολικής στέγης, αθλητισμού, πολιτισμού, τη ρεαλιστικότητα και αναγκαιότητα της σχεδιασμένης οικονομίας, της εργατικής εξουσίας. Λαϊκά προβλήματα και ανάγκες που έρχονται κι επανέρχονται συχνά με τραγικό τρόπο στην επικαιρότητα, όπως είναι τα επαναλαμβανόμενα πλημμυρικά φαινόμενα, οι μεγάλες και τραγικές ελλείψεις που επαναλαμβάνονται ως δράμα κάθε καλοκαίρι, οι πληγές των σεισμών που παραμένουν και το μη ελεγμένο 80% των δημόσιων κτηρίων (σχολεία, νοσοκομεία κλπ.). Ανάγκες που συνθλίβονται κάτω από τον αδυσώπητο κανόνα του κέρδους και του υπερκέρδους των επιχειρηματικών ομίλων, την πολιτική κόστους-οφέλους που βλέπει τη ζωή και τις ανάγκες του λαού ως εμπόρευμα.
β) Λειτουργία της ΤΔ ως φορομπηχτικού-φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με διεύρυνση της ανταποδοτικότητας σε όγκο κι έκταση, μείωση της χρηματοδότησής της από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Υλοποίησαν την πολιτική επιβολής φόρων, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της εμπορευματοποίησης, αποδέχτηκαν την περιστολή της κρατικής χρηματοδότησης, της διασύνδεσης των τοπικών οργάνων με τις επιχειρήσεις και τις επιδιώξεις τους, ευθυγραμμίστηκαν με τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις, αποδέχτηκαν δημοσιονομικό «κορσέ» και απογείωσαν τα λεγόμενα ίδια έσοδα (τέλη-φόρους κλπ.), που με βάση το νέο Μεσοπρόθεσμο η κυβέρνηση θέτει ως ελέγξιμο στόχο να υπερκεράσουν σε ύψος μέχρι το 2022 την κρατική χρηματοδότηση.
Σε μεγάλους δήμους ήδη οι προϋπολογισμοί τους στηρίζονται στην πλειονότητά τους από τα λεγόμενα ίδια έσοδα, δηλαδή μέσα από την άγρια τοπική φορολογία.
Αυτή η πραγματικότητα, που την γνωρίζουν από πρώτο χέρι οι εργαζόμενοι στην Τοπική Διοίκηση με τη συνολική ανατροπή εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, τα λαϊκά νοικοκυριά σε πόλεις και χωριά και που μέρος τους έχει ήδη μπει στο στόχαστρο της Εφορίας και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών «για οφειλόμενα» στους δήμους, η πρόταση της ΝΔ και της ΚΕΔΕ για τη χρήση του ΕΝΦΙΑ ως κύριου πόρου χρηματοδότησης, είναι πολιτικές που κάνουν φανερό ότι το πρόταγμα «αυτοδιοίκηση, μοχλός ανάπτυξης» από κυβέρνηση, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, τους αιρετούς τους, αντιστρατεύεται λαϊκές ανάγκες και αγωνίες. Αφορά το πιο συνεκτικό δέσιμο της Τοπικής Διοίκησης με τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, την προσέλκυση επενδυτών, την παράδοση πόρων, υποδομών και φτηνής εργατικής δύναμης για την κερδοφορία τους.
γ) Στο πέρασμα αρμοδιοτήτων στην Τοπική Διοίκηση, που βρίσκονταν στην ευθύνη του κεντρικού κράτους.
Η θεσμική ισχυροποίηση των δήμων με κριτήριο να αναλάβουν σε μια πορεία εκτεταμένες αρμοδιότητες που βρίσκονταν στην ευθύνη του κεντρικού κράτους είναι σημαντική. Με τη στρατηγική της «αποκέντρωσης» ολοκληρώθηκε σχεδόν η αποσάθρωση του τομέα της πρόνοιας ως ευθύνης του κράτους, η συρρίκνωση των δομών της, η ανάθεση όλο και μεγαλύτερου μέρους των εργασιών σε ευκαιριακές δομές διαχείρισης της απόλυτης φτώχειας, στις ΜΚΟ, τις ΚοινΣεπ, η ενίσχυση της ανταπόδοσης, της επιχειρηματικότητας, η περικοπή και συρρίκνωση προνοιακών επιδομάτων και άλλων παροχών με βάση «τα όρια φτώχειας».
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία. Το πέρασμα της αρμοδιότητάς τους στην ΤΔ –ειδικά σε πρωτοβάθμιο επίπεδο στην Υγεία– είναι στο πρώτο πλάνο διεκδίκησης των πλειοψηφιών σε ΚΕΔΕ-ΕΝΠΑ. Θεσμικά έχει ανοίξει ο δρόμος με τον «Καλλικράτη» και σειρά από άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις. Οι ρυθμοί υλοποίησης αυτής της κατεύθυνσης συνδέονται με τις αντιδραστικές ανατροπές που είναι ήδη σε εξέλιξη σε αυτούς τους τομείς, με συνταγματικά κωλύματα που υπάρχουν και που συζητιέται η αναθεώρησή τους, με τα δημοσιονομικά περιθώρια και προτεραιότητες που θέτει η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Είναι πανταχού παρούσα η επιχειρηματική και ανταποδοτική λειτουργία, αυξάνεται η προσφυγή στο δανεισμό από τις τράπεζες, οι ιδιωτικοποιήσεις κάθε είδους και μορφής ΣΔΙΤ, η ανατροπή εργασιακών σχέσεων, τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα πολλαπλασιάζονται, τα προγράμματα της ανακύκλωσης των ανέργων κοκ. Παράλληλα, ενισχύεται η πολιτική εκχώρησης ορισμένων υποδομών και κοινωνικών υπηρεσιών σε Κ.ΑΛ.Ο και ΜΚΟ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών αρχών, πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων, τα συλλογικά τους επιτελεία ΚΕΔΕ-ΕΝΠΕ, όλα αυτά τα χρόνια διαχειρίστηκαν σε πλήρη σύμπνοια την ίδια πολιτική. Στήριξαν μέσα στην κρίση το αφήγημα «της χρεοκοπίας της χώρας», για να στηρίξουν συντεταγμένα τη χρεοκοπία εργαζόμενων και λαού. Επανέρχονται σήμερα με το αφήγημα της «εθνικής ανάπτυξης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας» έχοντας ως δεδομένο τη συνέχεια της συντριβής των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων, τη συμφιλίωση του λαού με τη φτώχεια, την ανεργία, την εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών αναγκών όπως η υγεία, η πρόνοια, η παιδεία, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός.
δ) Στην προσπάθεια να εξοπλίζεται η Τοπική Διοίκηση στις νέες συνθήκες ως θεσμός χειραγώγησης κι ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, για την ενεργή ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών στους αστικούς σχεδιασμούς.
Η στρατηγική των αναδιαρθρώσεων σε Περιφερειακή και Τοπική Διοίκηση δεν έχει καμιά σχέση με «καλύτερες υπηρεσίες» ή με «την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη», όπως ισχυρίζονται τα αστικά κόμματα! Αφορά αναγκαίους για το σύστημα εκσυγχρονισμούς, «δοκιμασμένους» από χρόνια στις χώρες της ΕΕ και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη, κατά κανόνα εχθρικές για το λαό και τις ανάγκες του. Προσαρμόζονται και αντιδραστικοποιούνται οι πολιτικές για την υπαλληλία, με τον ασφυκτικό έλεγχό τους (δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, αξιολόγηση προσωπικού, μητρώο στελεχών κλπ.), ντύνοντας με το μανδύα του «δημόσιου συμφέροντας» τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών ομίλων, της ανταπόδοσης, της επιχειρηματικότητας που καλούνται να διεκπεραιώσουν.
Το κράτος και οι τοπικοί θεσμοί του δεν είναι ουδέτερο πεδίο που μπορεί τάχα να λειτουργούν υπέρ ή κατά του λαού, ανάλογα με τους συσχετισμούς και το ποιος είναι στο τιμόνι της διαχείρισης. Η αναδιανομή του πλούτου σε όφελος του εγχώριου και του ξένου κεφαλαίου διαπερνά έναν προς έναν και όλους μαζί τους φορείς του κράτους, τη λειτουργία τους, τους προϋπολογισμούς τους. Είναι αστικοί θεσμοί που εκσυγχρονίζονται θέτοντας όλο και πιο σταθερά ενάντιά τους λαϊκές ανάγκες και διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και με τον τελευταίο νόμο (Κλεισθένη Ι) το πλαίσιο ελέγχου των οργάνων της ΤΔ από το κεντρικό κράτος γίνεται πιο ασφυκτικό και πολύπλευρο, έτσι ώστε απαρέγκλιτα να κινούνται με τις κατευθύνσεις του κεφαλαίου, της ΕΕ, τους στόχους της αστικής στρατηγικής, όπως αποτυπώνονται μέσα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, το Μεσοπρόθεσμο. Είναι δε το εύρος της ευθυγράμμισής τους τέτοιο, που εξαναγκάζει αιρετούς που δεν έχουν καμιά σχέση με το ΚΚΕ να αποδέχονται ότι ο όρος «Τοπική Διοίκηση» –με τον οποίο το Κόμμα μας αποδίδει το χαρακτήρα του συγκεκριμένου θεσμού– είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από αυτόν της «Αυτοδιοίκησης» που προβάλλουν τα αστικά κόμματα.
Όσο στο επίπεδο της λαϊκής συνείδησης οι δήμοι και Περιφέρειες θα τείνουν να ταυτίζονται με το ρόλο και το χαρακτήρα του κεντρικού κράτους, θα πολλαπλασιάζεται και η ανάγκη της εναλλαγής του «μαστίγιου» με το «καρότο». Εδώ εδράζεται η ανάγκη και τα πολλαπλά αστικά φληναφήματα που συνοδεύουν τις αντιδραστικές ανατροπές, περί «αποκέντρωσης», «αυτοτέλειας από το κράτος», «οικονομικής αυτονομίας», «διεύρυνσης της δημοκρατίας», «λαϊκής συμμετοχής κι ελέγχου από τα κάτω» κλπ. Επιχειρήματα που με την ψήφιση του «Κλεισθένη» και μπροστά στις τοπικές εκλογές η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει, εντάσσοντάς τα στις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές που στήνει με τη ΝΔ, την αντιπαράθεσή του –όπως διατείνεται– με «το παλιό πολιτικό σύστημα», με τον Αλ. Τσίπρα να δηλώνει χαρακτηριστικά στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ότι «στην τοπική αυτοδιοίκηση φτιάχτηκε μια μικρογραφία της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Διαπλεκόμενα συμφέροντα, βαρόνοι τοπικοί, κομματάρχες. Δημόσιο χρήμα που χάθηκε στην πορεία, ευρωπαϊκοί πόροι κατασπαταλήθηκαν, ολόκληρες περιοχές της χώρας στερήθηκαν στοιχειωδών έργων και υποδομών, γεγονός που διαπιστώνουμε τώρα γυρνώντας απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα, επ’ ευκαιρία των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων».
Με αντίστοιχα επιχειρήματα ντύνει το νέο εκλογικό σύστημα και το σύστημα διοίκησης που εισάγει σε αντιπαράθεση με τις κραυγές της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ, που σηκώνουν τη σημαία της «ακυβερνησίας». Ο ΣΥΡΙΖΑ «ξεπέρασε το δάσκαλο», φρεσκάρει θεσμούς του «Καλλικράτη» προσθέτοντας και νέους, όχι μόνο στη βάση των οπορτουνιστικών του αφετηριών, αλλά φροντίζοντας οι θεσμοί της ΤΔ να λειτουργούν ως αμορτισέρ των αντιλαϊκών πολιτικών που χαράσσονται στο επίπεδο του αστικού κράτους και με τη νέα μορφή τους.
Οι δήμοι, η ΤΔ συνολικά επέδειξε –ειδικά μέσα στην κρίση– μεγάλη ευελιξία στη διαχείριση και καθήλωση της λαϊκής οργής. Έθεσαν σε εφαρμογή νέους θεσμούς ποδηγέτησης των εργατικών-λαϊκών μαζών στα όρια και τις ανάγκες του αστικού συστήματος. Αξιοποιήθηκαν τα ευρωενωσιακά και άλλα προγράμματα, οι κάθε λογής δομές «για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας», οι θεσμοί της «Κοινωνικής Οικονομίας», οι λεγόμενοι ενεργειακοί συνεταιρισμοί, οι ενώσεις αγροτών κλπ. ΕΕ και κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σήμερα ενισχύουν θεσμικά και χρηματοδοτικά τέτοιους θεσμούς διαχείρισης κι ενσωμάτωσης. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ –και ως κυβέρνηση σήμερα και ως αντιπολίτευση χτες– έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ και δεν πρέπει να υποτιμηθεί από τη μεριά των ΚΟ και του σχεδιασμού παρέμβασής μας στο επόμενο διάστημα.