Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΟΚ και στην προοπτική της ΕΕ (1974-1991)


του Κώστα Σκολαρίκου

Η στάση των κομμουνιστικών κομμάτων των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αποτέλεσε κομβικό ζήτημα, άμεσα συνδεδεμένο με τη στρατηγική τους και την πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Την επαύριο του ιμπεριαλιστικού Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ΗΠΑ στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και ο καθοριστικός ρόλος τους στη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας στη Δυτική Ευρώπη (που εκφράστηκε και με την οικονομική στήριξη των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών) οδήγησε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα στην υπερτίμηση της υπαρκτής παρέμβασης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Έτσι, υποτιμήθηκε το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, όσο περισσότερο σταθεροποιούσαν την εξουσία τους και ενδυναμώνονταν από τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, τόσο άρχισαν να διαχωρίζονται από το σύνολο των προτεραιοτήτων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και να προτάσσουν τα δικά τους διακριτά συμφέροντα. Ταυτόχρονα βέβαια συνέχισαν να διατηρούν σταθερό το μέτωπό τους απέναντι στην ΕΣΣΔ, τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και το ταξικό εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών κρατών, λόγω της ταξικής τους φύσης και όχι της υποχωρητικότητας στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Στο πλαίσιο της τότε ανάλυσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η συγκρότηση σειράς διακρατικών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών συμμαχιών, όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ - 
1951) και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ - 1958) αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως αποκλειστικός απότοκος κατευθύνσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και οικονομικό συμπλήρωμα του ΝΑΤΟ. Γενικότερα, στις επεξεργασίες και στις διακηρύξεις των ΚΚ, μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και υπό την απειλή μιας στρατιωτικής επέμβασης ενάντια στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο ιμπεριαλισμός έπαψε να κατανοείται ως η μορφή του καπιταλισμού την εποχή της κυριαρχίας των μονοπωλίων και ταυτίστηκε με την πιο επιθετική στάση απέναντι στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και με την επιβολή των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, κόντρα όχι μόνο στα συμφέροντα των εργατικών-λαϊκών μαζών, αλλά και τις θελήσεις των άλλων καπιταλιστικών κρατών και των αστικών τους τάξεων. Επομένως, η καταγγελία των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών γινόταν όχι αποκλειστικά από τη σκοπιά της ανάδειξης του ταξικού τους ρόλου, αλλά κυρίως από τη μεριά της εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων που ερμηνευόταν ως παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών και όχι μόνο καπιταλιστικών κρατών, καθώς και από αυτήν της καταδίκης των πολεμοκάπηλων σχεδιασμών. Ανάλογα, κάθε επιλογή αστικών δυνάμεων ή καπιταλιστικών κρατών που συνηγορούσε σε μια διαφορετική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής ή των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων «βαφτίστηκε» αντιιμπεριαλιστική, παρότι συνήθως εξέφραζε τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα και ορισμένες φορές μια διαφορετική στρατηγική αντιπαράθεσης με το σοσιαλιστικό μπλοκ.

Φυσικά, η ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχαν ανάγκη να προχωρούν και σε οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες με καπιταλιστικά κράτη, όποτε κρινόταν απαραίτητο. Όμως ήταν άλλο αυτό και άλλο η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, ακόμα και ορισμένων τακτικών ελιγμών που την συνόδευαν, από τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών, με την καθοριστική ευθύνη και του ΚΚΣΕ.1 Η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ βάρυνε αντικειμενικά και στη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΟΚ, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια.

Με δεδομένα τα προηγούμενα, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο τα ΚΚ αποδέχτηκαν τη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» καπιταλισμού-σοσιαλισμού, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο Συνέδριο (1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Η συγκεκριμένη γραμμή αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Έτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.2

Ως αποτέλεσμα, έπειτα από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου και τη θέση του τελευταίου περί «ποικιλίας μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», στο όνομα και της προστασίας της ανθρωπότητας από την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου, συνδέθηκε με τη στρατηγική της κοινοβουλευτικής κατάκτησης της σοσιαλιστικής εξουσίας στην Ευρώπη. Ως συνέπεια, τα ΚΚ επιδίωξαν πολιτικές συνεργασίες με τα αστικά σοσιαλδημοκρατικά (και όχι μόνο) κόμματα, με σκοπό την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ενστερνιζόμενα και προβάλλοντας τη ρεφορμιστική αντίληψη περί της δυνατότητας αναστροφής του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κράτους.3

Η εκδίωξη του συνόλου των ΚΚ από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, έπειτα από τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, δεν κατόρθωσε να ανακόψει αυτήν την πορεία και επειδή θεωρήθηκε αποκλειστικά και μόνο ως απόρροια των ωμών επεμβάσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έτσι, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, το σύνολο των ΚΚ υιοθέτησε μια στρατηγική δύο σταδίων στο δρόμο για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας. Το πρώτο στάδιο ταυτιζόταν ουσιαστικά με το στόχο της συγκρότησης μιας κυβέρνησης εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που εξέφραζαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, της προοδευτικής διανόησης, ακόμα και της λεγόμενης μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι της απεξάρτησης από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και μιας αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης.

Η μετάβαση από το πρώτο (το λεγόμενο αστικοδημοκρατικό) στάδιο στο δεύτερο, το σοσιαλιστικό θεωρούνταν ως αποτέλεσμα μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την απεξάρτηση από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και τη μείωση έως και την εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να συναντήσουν ή και όχι τη βίαιη αντίδραση της αστικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, τα ΚΚ αποσπούσαν την πολιτική από την οικονομία, εκτιμώντας ότι το αστικό εποικοδόμημα, που ήταν και είναι συγκροτημένο, προκειμένου να υπηρετεί την καπιταλιστική οικονομία και κατά προέκταση την ταξική εκμετάλλευση θα μπορούσε να στραφεί εναντίον τους, επιβάλλοντας σταδιακά τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εξάλλου, έπειτα από το 20ό Συνέδριο και την επικράτηση των αγοραίων αντιλήψεων του σοσιαλισμού, που ενίσχυσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και αποδυνάμωσαν την κοινωνική ιδιοκτησία και το σοσιαλιστικό κεντρικό σχεδιασμό στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι στόχοι του λεγόμενου σοσιαλιστικού σταδίου λίγο έως πολύ μεταφράστηκαν από τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών ως παρόμοιοι με μια κεϊνσιανή διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιδίωξη του σοσιαλισμού ταυτίστηκε με τον (μέσω των εθνικοποιήσεων) αποκλειστικό έλεγχο βασικών κλάδων της οικονομίας από το συλλογικό καπιταλιστή, δηλαδή το καπιταλιστικό κράτος, το οποίο θα αναλάμβανε να προωθήσει και έναν κάποιον προγραμματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας.

Στην πράξη, λοιπόν, η πρόταξη της συγκεκριμένης στρατηγικής οδηγούσε όχι μόνο στην επιδίωξη της συμμετοχής των ΚΚ σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης, αλλά και στη συνολικότερη συμφιλίωσή τους με την καπιταλιστική εξουσία και το καπιταλιστικό κράτος. Αυτή δεν άργησε να οδηγήσει και σε συμφιλίωση με τις διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες και ειδικότερα με αυτές που προσλάμβαναν κυρίως οικονομική μορφή (όπως η ΕΟΚ) και επομένως δεν έμοιαζαν να βαρύνονται με τη στρατιωτική επιθετικότητα του ΝΑΤΟ. Η επιδιωκόμενη συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η προγραμματική επιδίωξη της συμμετοχής των ΚΚ σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης αντικατοπτρίστηκε στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, στην επικέντρωση σε ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς το ΝΑΤΟ ή στην υποστήριξη του «Κινήματος των Αδεσμεύτων», δηλαδή σε ένα πλαίσιο πιο συμβατό με την εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών. Από την άλλη πλευρά, υπό το πρίσμα της ταύτισης του ιμπεριαλισμού με τις προτεραιότητες των ΗΠΑ, η εμφάνιση και η σταδιακή ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη της ΕΟΚ θεωρήθηκε σε μια πορεία χρόνου ως απόδειξη του προοδευτικού της χαρακτήρα. Κυρίως, όπως το καπιταλιστικό κράτος, έτσι και η ΕΟΚ εκτιμήθηκε ότι δεν παρέμενε ανεπηρέαστη από τη δράση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και επομένως η κατεύθυνσή της θα μπορούσε να αλλάξει εκ των έσω με τη συνειδητή δράση τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αποδοχή της ΕΟΚ ως έκφρασης αντικειμενικών διεργασιών διεθνικής ολοκλήρωσης αποτέλεσε αρχικά κοινό τόπο των λεγόμενων «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων.

Το 1957, στη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ΠΣΟ), οι συνδικαλιστές του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ) υποστήριξαν ότι η καταδίκη της ΕΟΚ θα απομόνωνε τους κομμουνιστές συνδικαλιστές από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συνδικαλιστές.4 Έξι χρόνια αργότερα, στο 5ο συνέδριο της ΠΣΟ, οι συνδικαλιστές του ΙΚΚ πρότειναν την αναγνώριση της νέας πραγματικότητας της ΕΟΚ και την κλιμάκωση της κοινής δράσης των συνδικάτων σε οικονομικά ομογενείς περιοχές (όπως η ΕΟΚ).5 Λίγο αργότερα, το ΙΚΚ θα αποδεχόταν και επίσημα την ΕΟΚ, σε μια εποχή που και η ΕΣΣΔ έθετε ως κριτήριο της πορείας της το αν και κατά πόσο θα ανέπτυσσε οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την ίδια και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.6 Το 1965, το ΙΚΚ, αν και αναγνώριζε την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κεφάλαιο, τασσόταν εμφανώς υπέρ του πρώτου7, ενώ το 1968 ο Λουίτζι Λόγκο, Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΙΚΚ, υποστήριξε ότι μόνο η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα μπορούσε να περιορίσει το ρόλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, χωρίς να διασαφηνίζει αν αναφερόταν σε μια καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ενοποίηση.8 Τελικά το 1973, όταν δηλαδή το ΙΚΚ προώθησε το λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» (πρόταση πολιτικής και κυβερνητικής συμμαχίας με τους Ιταλούς Σοσιαλδημοκράτες και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα), ξεκαθάρισε ότι στο καθήκον της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο η ΕΟΚ.9

Την ίδια διαδρομή, αλλά με πιο αργά βήματα και παλινδρομήσεις, ακολούθησε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΓΚΚ). Το 1973, το ΓΚΚ συναίνεσε στην αποστολή αντιπροσώπου του στο Ευρωκοινοβούλιο, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα ειρηνικής κοινοβουλευτικής αναμόρφωσης της ΕΟΚ σε έναν φιλολαϊκό θεσμό.10 Την επόμενη χρονιά, κόντρα σε προηγούμενες προσεγγίσεις του, από τις στήλες της επίσημης εφημερίδας του, διακήρυξε ότι η έξοδος από την ΕΟΚ θα είχε τραγικές συνέπειες για τη γαλλική οικονομία.11

Το ΚΚ Ισπανίας (ΚΚΙ) το 1972 εγκωμίασε τη «δημοκρατική ΕΟΚ», που δε δέχτηκε τη συμμετοχή της «δικτατορικής Ισπανίας» στο εσωτερικό της.12 Η παρουσίαση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης ως θέλησης των λαών της Ευρώπης ολοκληρώθηκε το 1972 στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΙ, που διακήρυξε ότι η ΕΟΚ συνιστούσε αντικειμενική πραγματικότητα και αποδέχτηκε την ένταξη της Ισπανίας σε αυτήν μετά την επιδιωκόμενη ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος.13

Μέσα από παρόμοια μονοπάτια, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, το σύνολο των ΚΚ που επηρεάζονταν από το λεγόμενο «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα είχε αποδεχτεί την ΕΟΚ. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, το μέρος εκείνο που διασπάστηκε από το ΚΚΕ το 1968 και συγκρότησε το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού», από τα χρόνια της δικτατορίας, συνηγόρησε στη δυνατότητα φιλολαϊκής μεταρρύθμισης της ΕΟΚ. Ο Αντ. Μπριλλάκης, μιλώντας το 1971 στη σύσκεψη που οργάνωσε το Ιταλικό ΚΚ, τόνισε:

«...το κόμμα μας υποστηρίζει τις προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της ΕΟΚ, για την εξουδετέρωση του ελέγχου της από τα μεγάλα μονοπώλια, για την ενοποίηση (...) σε ειρηνική και δημοκρατική βάση. (...) η ΕΟΚ είναι μια πραγματικότητα.»14

Η πρόταξη ενός υποτιθέμενου ρεαλισμού και η συνακόλουθη αναγνώριση της ΕΟΚ ως αντικειμενικής πραγματικότητας, σταθερής και μη ανατρέψιμης από την ταξική πάλη, τροφοδοτήθηκε αναμφισβήτητα από τη ρεφορμιστική στρατηγική. Ταυτόχρονα, τροφοδότησε την αποδοχή της καπιταλιστικής εξουσίας, των καπιταλιστικών κρατών και των διακρατικών ενώσεων και συνακόλουθα της ταξικής εκμετάλλευσης ως αιώνιων και αντικειμενικών από τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

 

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ

Από τα πρώτα βήματα της ΕΟΚ (που εκείνη την εποχή αναφερόταν και ως Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά), το παράνομο στην Ελλάδα ΚΚΕ την χαρακτήρισε «θανάσιμη απειλή», κυρίως γιατί θα οδηγούσε σε εκδίωξη των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων από τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές αγορές.15 Ταυτόχρονα, ως απάντηση σε αυτούς τους κινδύνους δεν έβλεπε την επιδιωκόμενη από την αστική τάξη προσχώρηση της Ελλάδας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά, γιατί θεωρούσε ότι από άλλο δρόμο, μέσω της κατάργησης των δασμών, θα οδηγούσε σε «πνίξιμο της ντόπιας βιομηχανικής παραγωγής, κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων, πέταγμα στο δρόμο δεκάδων χιλιάδων εργατών, άρπαγμα της βιομηχανίας από τα ξένα μονοπώλια»16, σε μαρασμό της αγροτικής παραγωγής και σε «τάσεις μονοπωλιακής συγκέντρωσης της παραγωγής και του κεφαλαίου»17. Επομένως, ως πολιτική διέξοδο προωθούσε τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης, ουσιαστικά μιας κυβέρνησης συνεργασίας της νόμιμης ΕΔΑ με κεντρώες αστικές δυνάμεις, που θα ακύρωνε αυτά τα σενάρια και θα προωθούσε αμοιβαίως επωφελείς οικονομικές σχέσεις με τα καπιταλιστικά και τα σοσιαλιστικά κράτη.18

Το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Αύγουστος 1961), που συγκλήθηκε μετά την υπογραφή συμφωνίας σύνδεσης (ως υποψήφιας προς ένταξη) της Ελλάδας με την ΕΟΚ, επαναλαμβάνοντας τις αρνητικές συνέπειες της σύνδεσης, την καταδίκασε από τη σκοπιά της έντασης της εξάρτησης της χώρας από τα ξένα μονοπώλια:

«Τα δάνεια, οι πιστώσεις και το ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών του τόπου στους ξένους ληστές (...) δημιουργούν μόνιμα προβλήματα για την ανάπτυξη της οικονομίας στο μέλλον. Ήδη οι μνηστήρες της εκμετάλλευσης της οικονομίας πληθαίνουν στο βαθμό που μεγαλώνει η ξενοδουλεία της κυβέρνησης Καραμανλή και της ολιγαρχίας. Στους Αμερικάνους προστέθηκαν και οι ιμπεριαλιστές της Δυτικής Γερμανίας, που όλο και πιο απειλητικά απλώνουν τα νύχια στη χώρα μας. Η προσπάθεια να μπει ντε και καλά η Ελλάδα στην Κοινή Αγορά υποκινήθηκε κυρίως από τους νεοχιτλερικούς της Βόννης. Επίσης, μέσα στο 1960 και το πρώτο εξάμηνο του 1961 ενισχύθηκαν και οι θέσεις του γαλλικού κεφαλαίου (...), άρχισαν οι επαφές για το δυνάμωμα της διείσδυσης του αγγλικού κεφαλαίου, του παλιού αφέντη της Ελλάδας.»19

Ως απάντηση στα προηγούμενα προτασσόταν η συγκρότηση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης.20 Τον πυρήνα των προηγούμενων τοποθετήσεων υιοθέτησε και το Β΄ Συνέδριο της ΕΔΑ (Δεκέμβρης 1962):

«Η σύνδεση με την Κοινή Αγορά και τα μέτρα που την συνοδεύουν, οδηγούν ασφαλώς στην εξαφάνιση μέρους της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας. Στην αύξηση των δυσχερειών για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων. Σε χειροτέρευση της κατάστασης της αγροτικής οικονομίας, στη γοργότερη καταστροφή του φτωχού, του μεσαίου, ακόμα και μέρους του πλούσιου νοικοκυριού.»21

Αυτοί ήταν οι άξονες της πολιτικής που θα ακολουθούσε το ΚΚΕ και η ΕΔΑ και τα επόμενα χρόνια, ως την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.

 

Η ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΟΚ ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ

Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ συγκλήθηκε ένα μήνα μετά από τον εργατικό-λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου και μισό χρόνο πριν την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στο Πρόγραμμα που υιοθέτησε, η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ στιγματιζόταν από τη σκοπιά της έντασης της εξάρτησης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας από ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα:

«Η ένταση της οικονομικής εξάρτησης από τα ξένα μονοπώλια (...) εκφράστηκε στη σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, στην παραπέρα διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και στη μετατροπή της χώρας σε οικονομικό ορμητήριο των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών.»22

Ταυτόχρονα όμως και αντιφατικά με την παρουσίαση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας ως πεδίου σύγκρουσης των ξένων μονοπωλίων, το Πρόγραμμα θεωρούσε ότι οι οποιεσδήποτε πολιτικές επιλογές του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους (επομένως και η ένταξη στην ΕΟΚ) καθορίζονταν από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό:

«Η Ελλάδα δεν υποφέρει μόνο από τον οικονομικό ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των ντόπιων μονοπωλίων που συνεργάζονται μαζί τους. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές επεμβαίνουν ωμά σε όλη τη ζωή της χώρας. Διορίζουν ουσιαστικά τις κυβερνήσεις, διευθύνουν τις ένοπλες δυνάμεις, υπαγορεύουν την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική της.»23

Στη βάση της προηγούμενης ανάλυσης, ως στόχοι μιας φιλολαϊκής εξωτερικής πολιτικής προσδιορίζονταν η ακύρωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας του 1953, η αποχώρηση των αμερικανικών βάσεων και στρατευμάτων, η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, όχι όμως και η αποσύνδεσή της από την ΕΟΚ, που η σημασία της υποτιμήθηκε λόγω της παρουσίασής της ως συνέπειας της αμερικανικής πολιτικής.24

Εξάλλου, μετά την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, Ολομέλεια της ΚΕ ερμήνευσε τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ ως εξής:

«Η σύνδεσή μας με την Κοινή Αγορά έγινε με πρόταση των ΕΠΑ για λόγους πολιτικούς, αλλά και γιατί μ’ αυτήν επιδίωκαν να ανακόψουν την αύξηση των ανταλλαγών της Ελλάδας με τις σοσιαλιστικές χώρες.»25

Παράλληλα, η Ολομέλεια επιχείρησε να καταγράψει τις συνέπειες της σύνδεσης για την αγροτική οικονομία. Λίγους μήνες αργότερα, η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Νοέμβρης 1975) υπογράμμιζε σε ανάλογο πνεύμα:

«Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, που η κυβέρνηση την διαφημίζει ως πανάκεια, στην πραγματικότητα θα ολοκληρώσει την υποταγή της ελληνικής οικονομίας στα ξένα μονοπώλια. Η ελληνική βιομηχανία, η αγροτική παραγωγή, οι μεσαίες επιχειρήσεις, λόγω του ανταγωνισμού οδηγούνται στη συντριβή ή στην υποταγή στα διεθνή μονοπώλια. Οι εργαζόμενοι της πόλης και του χωριού, καθώς και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας, θα γίνουν αντικείμενο αγριότερης εκμετάλλευσης.»26

Την ίδια περίοδο, το Κόμμα συνέχισε να αποτιμά τη διαφαινόμενη ένταξη στην ΕΟΚ ως ευθύγραμμα συνδεδεμένη με τις προτεραιότητες των ΗΠΑ. Το Φλεβάρη του 1976, το ΠΓ υποστήριξε:

«Η αρνητική γνωμοδότηση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΟΚ είναι ένας ωμός εκβιασμός των Αμερικανών και ΝΑΤΟϊκών ιμπεριαλιστών σε βάρος της χώρας μας. Ο εκβιασμός αυτός είναι εναρμονισμένος με σειρά από άλλες παρόμοιες ενέργειες και δραστηριότητες των αμερικανοΝΑΤΟϊκών ιμπεριαλιστών και των ντόπιων οργάνων τους, που τον τελευταίο καιρό εντάθηκαν. (...) Οι ενέργειες αυτές αποτελούν μια συνδυασμένη επίθεση για να υποταχθεί η Ελλάδα –με την κυβέρνηση του κ. Καραμανλή ή και δίχως αυτήν και τον κ. Καραμανλή– σ’ όλες τις αξιώσεις των Αμερικανών ιμπεριαλιστών και των Τούρκων σωβινιστών για το Κυπριακό και το Αιγαίο. Για την επανατακτοποίηση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Για τη διατήρηση και επέκταση των αμερικανικών βάσεων. Για τη διατήρηση της Ελλάδας στα πλαίσια της υποτέλειας και της χρησιμοποίησής της σαν τυφλού υπηρέτη των στρατιωτικών τους επιδιώξεων.»27

Τον ίδιο μήνα, σε Διακήρυξη της ΚΕ το κάδρο των εκβιαστών διευρυνόταν, συμπεριλαμβάνοντας και τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη που συμμετείχαν στο ΝΑΤΟ και ήθελαν «...να διατηρήσουν και να διευρύνουν τις θέσεις τους στην Ελλάδα»28.

Τον Ιούλη του 1976, η ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμούσε ότι «…οι διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ προωθούν νέες εκχωρήσεις εις βάρος της εθνικής μας οικονομίας και ανεξαρτησίας. (...) Πίσω από τη διατυμπανιζόμενη, από την κυβέρνηση, επιτυχία των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, καλύπτονται οι συνεχείς πιέσεις των πολυεθνικών μεγαθηρίων και οι κυβερνητικές παραχωρήσεις σε αυτά»29. Μάλιστα, το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς θεωρούνταν ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε υποχωρήσει πλήρως σε αυτές τις πιέσεις.30

Το Εκλογικό Πρόγραμμα του 1977 έθεσε για πρώτη φορά ρητά το αίτημα της αποδέσμευσης:

«Το ΚΚΕ αντιτάσσεται στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Είναι υπέρ της αποδέσμευσης από τη συμφωνία σύνδεσης...»31

Αυτό επαναφέρθηκε στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο (Μάης 1978):

«Απαλλαγή της χώρας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση με ακύρωση όλων των συμφωνιών που παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματά της, με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ και με απομάκρυνση των ξένων βάσεων.»32

Οι Θέσεις χαρακτήριζαν την ΕΟΚ ως ΕΟΚ των μονοπωλίων και ως δεύτερο ιμπεριαλιστικό κέντρο, αν και παράλληλα την προσδιόριζαν ως οικονομική βάση του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, επιχειρούσαν να σκιαγραφήσουν τις επιπτώσεις της ένταξης για τη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, για την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού33, ενώ παράλληλα απαντούσαν και στο επιχείρημα των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων ότι η ένταξη στην ΕΟΚ θα διασφάλιζε τη σταθερότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη μείωση του ρόλου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού:

«Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει την ΕΟΚ των μονοπωλίων σαν δήθεν προασπιστή των δημοκρατικών ελευθεριών, σαν εγγυητή της δημοκρατίας. Όταν, όμως, η κυβέρνηση μιλά για δημοκρατία, εννοεί τη σημερινή αυταρχική δημοκρατία των μονοπωλίων (...). Εννοεί μια δημοκρατία που είναι υποταγμένη στον αμερικανοΝΑΤΟϊκό ιμπεριαλισμό και κατοχυρώνει την ασυδοσία και τα προνόμια μιας χούφτας αδηφάγων μονοπωλίων. Με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και αυτές οι περιορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες του λαού θα βρίσκονται μόνιμα κάτω από τον έλεγχο των ιμπεριαλιστών της ΕΟΚ.

Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ δεν πρόκειται να οδηγήσει στην εξασθένιση της εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΟΚ, όπως και ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ, υπάρχουν βέβαια ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, που κατά καιρούς βρίσκουν και θα βρίσκουν την αντανάκλασή τους και στη χώρα μας. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει ο διεθνής συντονισμός δράσης αυτών των δύο ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η ΕΟΚ εξάλλου αποτελεί ουσιαστικά την οικονομική βάση του ΝΑΤΟ. Και το ΝΑΤΟ βρίσκεται κάτω από την αμερικανική ηγεμονία.»34

Σε ανάλογη κατεύθυνση, η Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου τασσόταν ενάντια στην ένταξη, υποστήριζε την αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΟΚ και προέβλεπε τις επιπτώσεις της ένταξης για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις:

«Από την ένταξη θα πληγούν οι εργάτες και οι υπάλληλοι, η αγροτιά, οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι επιστήμονες και γενικά οι διανοούμενοι. Επιχειρήσεις μεσαίες, και ιδιαίτερα μικρές και βιοτεχνικές, θα περιπέσουν σε μαρασμό ή και σε αφανισμό. Και οι μόνοι που θα ωφεληθούν θα είναι τα ντόπια και ξένα μονοπώλια.

Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Υποστηρίζει την πλήρη αποδέσμευσή της απ’ αυτήν, τάσσεται υπέρ της ολόπλευρης ανάπτυξης ισότιμων οικονομικών σχέσεων με όλες τις χώρες.»35

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ένταξης, η ΚΕ του ΚΚΕ σημείωνε σε απόφασή της το Δεκέμβρη του 1978:

«Το ΚΚΕ θα συνεχίσει τον αγώνα του, στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται μετά τη συμφωνία. Θα εντείνει τη διαφώτιση του ελληνικού λαού για το ασύμφορο της ένταξης και για την ανάγκη αποδέσμευσης της χώρας από την ΕΟΚ, για τους ετεροβαρείς όρους της συμφωνίας και για τις συγκεκριμένες επιπτώσεις στα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Το ΚΚΕ θα οργανώσει τη μαζική λαϊκή πάλη για την απόκρουση, κατά το δυνατόν, των συνεπειών της συμφωνίας σε βάρος των εργαζομένων, της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.»36

Ορισμένους μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη του 1979 και ενώ πια η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη, η ΚΕ σημείωνε σε απόφασή της:

«...πρέπει να περάσει σε νέα φάση η πάλη του Κόμματος κατά της ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ. Είναι επιταχτική ανάγκη η μέχρι σήμερα γενική διαφωτιστική-ιδεολογική καμπάνια για τη φύση της ΕΟΚ και τις συνέπειες της ένταξης να συμπληρωθεί με τη συγκεκριμένη μελέτη των μέτρων αναπροσαρμογής της οικονομίας στις συνθήκες της ένταξης, για την υπεράσπιση του αγώνα των εργαζομένων και για την αποδέσμευση της χώρας μας από την ΕΟΚ, αν επικυρωθεί τελικά η ένταξη.»37

Συνεπώς, σε αυτήν την πρώτη φάση της αντιπαράθεσης για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το ΚΚΕ, σε αντίθεση με τις αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις και τα ΚΚ ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, αποκάλυψε έγκαιρα το κύριο, δηλαδή τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΟΚ, τη σημασία της για τα εγχώρια και διεθνή μονοπώλια και την αντεργατική-αντιλαϊκή εσωτερική και εξωτερική πολιτική της. Παράλληλα, όπως είδαμε, στην ανάλυσή του καταγραφόταν μια μηχανιστική προσέγγιση των σχέσεων ΝΑΤΟ-ΕΟΚ, των αντιθέσεων του αμερικανικού-ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, που επηρεαζόταν από τις αντίστοιχες αναλύσεις του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και οδηγούσε σε υποτίμηση του ρόλου τόσο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, όσο και της εγχώριας αστικής εξουσίας.

Λόγω της προηγούμενης αδυναμίας, το Κόμμα, αν και σωστά κατέγραφε το χάσμα ανάμεσα στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία και τις οικονομίες άλλων καπιταλιστικών κρατών, δεν έμπαινε στην ουσία της ανισόμετρης ανάπτυξης, που είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό. Πολύ περισσότερο δεν έθετε το καίριο ταξικά ερώτημα «ανάπτυξη για ποιον;», δηλαδή το αν η αναβάθμιση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας αποτελούσε εγγύηση για την εξασφάλιση και των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων (και με αυτήν την έννοια θα έπρεπε να επιδιωχτεί και από το ΚΚΕ) ή αν, αντίθετα, η υπεράσπιση των τελευταίων απαιτούσε πρωταρχικά τη σύγκρουση με την ελληνική καπιταλιστική εξουσία και τους διεθνείς συμμάχους της. Αντίθετα, αντιμετώπιζε ως κοινό (στην πραγματικότητα διαταξικό) καλό την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη.

Ορισμένες άλλες αρνητικές συνέπειες αυτής της αδυναμίας θα φανερώνονταν πληρέστερα τα επόμενα χρόνια, όταν θα προωθούνταν η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου. Εκείνη την εποχή, η προβληματική προσέγγιση της εξάρτησης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας βάραινε αρνητικά, κυρίως επειδή στοιχειοθετούσε την αναγκαιότητα της στρατηγικής των σταδίων και της συγκρότησης μιας κυβέρνησης των δημοκρατικών δυνάμεων που θα διασφάλιζε την απεξάρτηση της χώρας και την οικονομική της ανάπτυξη.

 

Η ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΕΡΓΟ ΤΗΣ «ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»

Η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης στην ΕΟΚ αποδόθηκαν ως αντιδραστικές επιλογές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και όχι ως στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης. Έτσι, θεωρήθηκε λαθεμένα ότι μια κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων, στηριγμένη στο διογκούμενο εργατικό-λαϊκό κίνημα, θα μπορούσε να ανακόψει αυτές τις επιλογές της ΝΔ:

«Με την επανένταξη στο ΝΑΤΟ, την άμεση προώθηση της συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΕΟΚ, η άρχουσα τάξη της χώρας μας προσπαθεί να σταθεροποιήσει και να ενισχύσει το καθεστώς της μονοπωλιακής ασυδοσίας, της εξάρτησης και της υποτέλειας και να βάλει ουσιαστικά εμπόδια στην αγωνιστική πορεία του λαού μας προς την εθνική ανεξαρτησία και την πραγματική αλλαγή. Εγκαταλείποντας ακόμα και τις προηγούμενες διακηρύξεις της, που γίνονταν ουσιαστικά για την παραπλάνηση του λαού, η κυβέρνηση της “Νέας Δημοκρατίας” περνά τώρα σε πλήρη υποταγή στον ατλαντισμό και σπεύδει να στηριχτεί, ανοιχτά πια, στην αμερικανοκρατία για να αντιμετωπίσει το λαϊκό κίνημα που αναπτύσσεται ρωμαλέα και δυναμικά.»38

Όσο πλησίαζαν οι εκλογές του 1981, τόσο το ΚΚΕ συνέδεε την επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ με μια προσπάθεια αποτροπής μιας διαφορετικής πορείας της χώρας έπειτα από την επερχόμενη ήττα της Νέας Δημοκρατίας:

«...προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στα κρίσιμα θέματα του ΝΑΤΟ, των βάσεων και της ΕΟΚ, που θα ήταν δύσκολο, όπως πιστεύει, να τα ανατρέψει ακόμα και μια δημοκρατική κυβέρνηση. (...) Η ΚΕ τονίζει ότι, με την απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τη Δεξιά, μόνη λύση που μπορεί να προωθήσει την υπόθεση της αλλαγής είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης που θα στηρίζεται –στη Βουλή και το λαό– σ’ όλες τις δυνάμεις της αλλαγής.»39

Υπενθυμίζουμε ότι εκείνη την εποχή και το ΠΑΣΟΚ υιοθετούσε προεκλογικά συνθήματα που παρέπεμπαν στην επιδίωξη ρήξης με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, ενώ ένα μεγάλο μέρος των μελών και των ψηφοφόρων του υιοθετούσε και προασπιζόταν ανοιχτά μια τέτοια προοπτική.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αποδέσμευση από την ΕΟΚ αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά σημεία του προγράμματος της επιδιωκόμενης κυβέρνησης.40 Ταυτόχρονα, βέβαια, στο εκλογικό πρόγραμμα η πάλη για την αποδέσμευση συνδυάστηκε με τον αγώνα ενάντια στις αρνητικές συνέπειες της ένταξης, στόχοι αντιφατικοί, αν θεωρηθεί ότι η αποδέσμευση από την ΕΟΚ θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί άμεσα από τη λεγόμενη «κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων».

Η αντίφαση αναπαράχθηκε στη διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές του 1981 (πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα με τις βουλευτικές εκλογές, στις 18 Οκτώβρη):

«Μια κυβέρνηση, στηριγμένη στις δημοκρατικές δυνάμεις, μπορεί να προχωρήσει άμεσα στην καταγγελία της συμφωνίας ένταξης και να αποχωρήσει από την ΕΟΚ.

Όσο, όμως, η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει μέσα στην ΕΟΚ, το ΚΚΕ βρίσκεται και θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της ένταξης.»41

Η αντίφαση πήγαζε άμεσα από τη στρατηγική των σταδίων και την επιδίωξη κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Σύμφωνα και με τη γενικότερη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και ειδικότερα του ΚΚΣΕ, η συμμαχία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ειδικότερα με την αριστερή τους πτέρυγα βρισκόταν πιο κοντά στα συμφέροντα και τις απαιτήσεις των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Μάλιστα, στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΠΑΣΟΚ, αρνούμενο να ενταχτεί στη Σοσιαλδημοκρατική Διεθνή, αυτοπροσδιοριζόμενο ως Σοσιαλιστικό (όχι Σοσιαλδημοκρατικό), καταδικάζοντας διακηρυκτικά το ΝΑΤΟ και ασκώντας κριτική στην ΕΟΚ, θεωρήθηκε ο ορισμός της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας.

Ως συνέπεια, το ΠΑΣΟΚ δεν ταυτιζόταν ως προς τον ταξικό του προσανατολισμό και τις πολιτικές του στοχεύσεις με τη Νέα Δημοκρατία. Στο ίδιο πνεύμα, οι όποιες αντιλαϊκές επιλογές του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων άλλων κρατών, παρουσιάζονταν λίγο έως πολύ ως αποτέλεσμα έλλειψης αποφασιστικότητας, ταλαντεύσεων ή υποχωρητικότητας απέναντι στις αξιώσεις της αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της και όχι ως απόδειξη της ταξικής ταυτότητας και συνέπειας των σοσιαλδημοκρατών. Γι’ αυτό ακριβώς, από τη μια πλευρά θεωρούνταν ως θετικό βήμα η ανάδειξη μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και παράλληλα υποστηριζόταν ότι μόνο η συμμετοχή του ΚΚ στην κυβέρνηση και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΚΚΕ θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιβολή των βασικών προτεραιοτήτων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Με άλλα λόγια, τόσο στο ΚΚΕ όσο και στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα επικρατούσε η λογική ότι ο δρόμος διόρθωσης των λαθεμένων προσεγγίσεων της σοσιαλδημοκρατίας (κυρίως της αριστερής της πτέρυγας) ταυτιζόταν με την προσπάθεια διαμόρφωσης πολιτικής συμμαχίας μαζί της και όχι με την ένταση της ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης με στόχο τον απεγκλωβισμό εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

Την ίδια στιγμή, με δεδομένες τις επαμφοτερίζουσες θέσεις του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ΕΟΚ και τη συνολικότερη στάση των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, η συμμετοχή του ΚΚΕ σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης θεωρούνταν συνώνυμη ορισμένων υποχωρήσεων από βασικές του στοχεύσεις, όπως η αποδέσμευση από την ΕΟΚ. Εξάλλου, αυτό αποκάλυπτε και η πείρα της περιόδου. Έπειτα από τις εκλογές του Ιούλη του 1981, το Γαλλικό ΚΚ συμμετείχε στην κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Φρ. Μιτεράν, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο είχε απορρίψει οποιαδήποτε συζήτηση για αποδέσμευση από ΕΟΚ-ΝΑΤΟ.42 Παρ’ όλ’ αυτά, το ΚΚΕ αποτιμούσε τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών ως νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων, ήττα της συντήρησης και πλήγμα για τον αντικομμουνισμό που επιχείρησαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ.43

 

Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ

Έπειτα από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 και την εγκατάλειψη ακόμα και των συνθημάτων του περί αποδέσμευσης, η ΚΕ πρόβαλε ως προϋπόθεση για την πραγματική αλλαγή «την καταπολέμηση των συνεπειών από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και την αποδέσμευση από αυτήν»44. Αυτό εκφράστηκε και στην ομιλία του Χ. Φλωράκη κατά τη συζήτηση των Προγραμματικών Δηλώσεων:

«Το ΚΚΕ δεν θα πάψει να αγωνίζεται στο πλευρό των εργαζομένων για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ. Πέρα από αυτό, θεωρούμε άμεση ανάγκη τη λήψη μέτρων για την απόκρουση των συνεπειών της ένταξης.»45

Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι αποφάσεις της ΚΕ μέχρι το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1982)46. Το 11ο Συνέδριο εκτίμησε:

«Μέσα από την ουσιαστική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της ΕΟΚ, τα πιο ισχυρά δυτικοευρωπαϊκά μονοπώλια επιδιώκουν να συγκεντρώσουν νέες οικονομικές και πολιτικές εξουσίες στα χέρια τους. Αξιώνουν παραπέρα την κατάργηση των περιορισμών στη δράση τους με μείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των χωρών-μελών. Χρησιμοποιούν την ΕΟΚ για να περάσουν συνολικά στις χώρες μια πιο έντονα φιλοατλαντική, φιλομονοπωλιακή αντεργατική πολιτική.»47

Επίσης, στη διακήρυξη του Συνεδρίου τονιζόταν ότι το ΠΑΣΟΚ είχε εγκαταλείψει τις προεκλογικές του εξαγγελίες και προσαρμοζόταν «στο καθεστώς και τις απαιτήσεις της ΕΟΚ», επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό «του καθεστώτος του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» και τη «βελτίωση των όρων εξάρτησης».48 Από την πλευρά του ΚΚΕ, ο στόχος της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ παρέμενε ως αίτημα δίπλα στο στόχο της απομάκρυνσης των βάσεων και της εξόδου από το ΝΑΤΟ, αν και ως άμεσος στόχος προσδιοριζόταν η αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της ένταξης.49

Οι αποφάσεις του 11ου Συνεδρίου συνέχισαν να βλέπουν μονόπλευρα την πηγή των ταξικών πολιτικών της ΕΟΚ, εξαιρώντας από το κάδρο των υπευθύνων την εγχώρια καπιταλιστική εξουσία ή υποβαθμίζοντας το ρόλο της. Την ίδια στιγμή, σκιαγραφούσαν ευκρινέστερα τις πολιτικές προθέσεις της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που δεν αφορούσαν την αποδέσμευση από την ΕΟΚ, αλλά το παζάρεμα καλύτερων όρων συμμετοχής για το ελληνικό κεφάλαιο. Έτσι κι αλλιώς, σε ανάλογες διαπραγματεύσεις είχε προχωρήσει νωρίτερα και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που το 11ο Συνέδριο αδυνατούσε να εντοπίσει στο πλαίσιο της στρατηγικής των δύο σταδίων ήταν τα κοινά ταξικά συμφέροντα που εξέφραζαν και τα δύο κόμματα και σε αυτήν τη βάση αντιμετώπιζε ως εφικτή τη δυνατότητα κοινής πολιτικής πάλης με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση των αντιλαϊκών συνεπειών της ένταξης στην ΕΟΚ. Στο ίδιο πλαίσιο, η πρόταξη της πάλης απέναντι στις αρνητικές συνέπειες ήταν προβληματική, γιατί άφηνε ανοιχτό το δρόμο της συνεργασίας με αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις που διαφωνούσαν με την αποδέσμευση.

Τον Ιούνη του 1983, η απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ σημείωνε:

«Πρέπει οι κομμουνιστές να κάνουν υπόθεση του οργανωμένου μαζικού κινήματος την απόκρουση των συνεπειών της ένταξης, να προτείνουν αγωνιστικές λύσεις ενάντια στις δεσμεύσεις της ΕΟΚ, που ενώνουν όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από πολιτικές διαφορές.»50

Αν και ήταν πολιτικά σωστή η στήριξη της διεκδίκησης άμεσων μέτρων ειδικότερα από τους ΕΒΕ και από τους αγρότες, που υποστήριξε η Ολομέλεια της ΚΕ το Νοέμβρη του 198351, στην απόφαση νέας Ολομέλειας της ΚΕ, που συγκλήθηκε το Δεκέμβρη του 1983, μπροστά στις επερχόμενες Ευρωεκλογές, η δυνατότητα της πολιτικής διαχείρισης των συνεπειών από την ένταξη στην ΕΟΚ καταγράφηκε ως εξής:

«Το Κόμμα μας απευθύνεται όχι μονάχα σε κείνους που είναι υπέρ της αποδέσμευσης από την Κοινή Αγορά, αλλά σ’ όλους εκείνους που ζητούν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους στο πλαίσιο της ΕΟΚ.»52

Επίσης, υπογραμμιζόταν στην εκλογική διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές του 1984:

«Μια κυβέρνηση, στηριγμένη στις δημοκρατικές δυνάμεις, μπορεί να προχωρήσει άμεσα στην καταγγελία της συμφωνίας της ένταξης και να αποχωρήσει από την ΕΟΚ.

Όσο, όμως, η χώρα εξακολουθεί να παραμένει στην ΕΟΚ, το ΚΚΕ βρίσκεται και θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της ένταξης, για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων.»53

Όπως γίνεται φανερό στο παραπάνω απόσπασμα, επαναλαμβανόταν η λογική μιας κυβερνητικής συνεργασίας με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που θα κατήγγειλε τη συμφωνία με την ΕΟΚ. Η διαφοροποίηση της αξιολόγησης του ρόλου των αστικών πολιτικών δυνάμεων εκφράστηκε και στην κεντρική αφίσα των Ευρωεκλογών, όπου αναγραφόταν το σύνθημα «Όχι Πίσω» (με μπλε γράμματα που παρέπεμπαν στη Νέα Δημοκρατία), «Ούτε Σημειωτόν» (με πράσινα γράμματα που παρέπεμπαν στο ΠΑΣΟΚ), «Μπροστά» (με κόκκινα γράμματα, για να δηλωθεί η πολιτική του ΚΚΕ).

Το Μάρτη του 1985, ο Ζακ Ντελόρ, πρόεδρος της Κομισιόν, συμφώνησε με τους ηγέτες των καπιταλιστικών κρατών που συμμετείχαν στην ΕΟΚ, η Κομισιόν να διαμορφώσει ένα σχέδιο για τη δημιουργία μιας Ενιαίας Αγοράς μέχρι το 1992. Το σχέδιο αυτό συζητήθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μιλάνου στα τέλη Ιούνη του 1985.54 Ωστόσο, στη διάρκειά του εμφανίστηκαν ενστάσεις και διαφωνίες κρατών-μελών (ανάμεσά τους και της ελληνικής κυβέρνησης). Τελικά, το Δεκέμβρη του 1985, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Λουξεμβούργο υιοθέτησε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη που προέβλεπε τη μετατροπή της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992.55 Με αφορμή τα προηγούμενα, σε σχετική ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ αναφερόταν:

«Οι αποφάσεις του Μιλάνου δείχνουν ότι μετά από ένα μακρύ διάστημα παζαρεμάτων, οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΟΚ επιχειρούν να προωθήσουν με ταχύτητα και σε βάθος τις διαδικασίες της υπερεθνικής ολοκλήρωσης και να περιορίσουν σοβαρά τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών-μελών.»56

«Οι διαδικασίες αυτές, εφόσον δεν υπάρξει πλήρης απεμπλοκή της Ελλάδας, οδηγούν στη μετατροπή της χώρας μας σε καθυστερημένο νομό της “Ευρωπαϊκής Ένωσης” και ξενοδοχείο της ΕΟΚ. Στην υποταγή της χώρας στην ενιαία εσωτερική και στρατιωτική πολιτική των Βρυξελλών. Στην άλωση των θέσεων της ελληνικής οικονομίας από κοινοτικά μονοπώλια και στην πλήρη δορυφοροποίησή της από την ΕΟΚ.»57

Το Σεπτέμβρη του 1985, επαναλήφθηκε η πολιτική θέση για αποδέσμευση από την ΕΟΚ ως όρος της πραγματικής αλλαγής και συνδυάστηκε με την πολιτική πρόταση προς την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ να μην εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της ένταξης:

«Το ΚΚΕ, υπογραμμίζοντας την πάγια θέση του για την αποδέσμευση από την ΕΟΚ, καλεί την κυβέρνηση σαν άμεση προτεραιότητα:

Πρώτο: να μην εφαρμόσει τις ζημιογόνες για τη χώρα ρυθμίσεις που προβλέπονται με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, που είχε αναλάβει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τη συνθήκη προσχώρησης.

Δεύτερο: να μην αναλάβει καμιά νέα δέσμευση για την αναθεώρηση της συνθήκης της ΕΟΚ και στις συζητήσεις για ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΟΚ μέχρι το 1992.

Τρίτο: να αναλάβει όλες τις απαραίτητες θετικές ενέργειες για την απόκρουση του νέου κύματος εισαγωγών, τη βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, την προστασία και ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής, ακόμη κι αν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με το καθεστώς της ΕΟΚ.»58

Φυσικά, ορισμένα από τα παραπάνω μέτρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν κεντρικά πολιτικά αιτήματα ζύμωσης και στόχους πάλης του εργατικού-λαϊκού κινήματος με σκοπό την αποδέσμευση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων από την πολιτική επιρροή του ΠΑΣΟΚ και των οπορτουνιστών, και ενταγμένα σε μια προοπτική αμφισβήτησης της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας και των διεθνών συμμάχων της. Το πρόβλημα ήταν ότι εντάσσονταν (ορισμένα από αυτά, όπως η ανάσχεση των εισαγωγών και η βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, από τη φύση τους) στην επιδίωξη μιας εναλλακτικής –πιο φιλολαϊκής– αστικής διαχείρισης και θεωρούνταν εφαρμόσιμα στο πλαίσιό της, όπως και αυτή θεωρούνταν συμβατή με την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Εξίσου προβληματικό ήταν και ότι συνέχισε να θεωρείται εφικτή η βελτίωση του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας και όχι να προτάσσεται η σύγκρουση μαζί της, προκειμένου να αποκαλυφθεί ο πραγματικός της ρόλος στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις.

Ένα μήνα αργότερα, στις αποφάσεις της Ολομέλειας της ΚΕ, σημειωνόταν:

«Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η χώρα μας είναι μέλος της ΕΟΚ και πρέπει πάνω σ’ αυτό το έδαφος ν’ αναπτύξουμε συγκεκριμένες διεκδικήσεις και αγώνες. Δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στο βασικό μας σύνθημα για την αποδέσμευση και να απέχουμε από τις διεκδικήσεις και την πάλη μέσα στην ΕΟΚ.»59

Συνολικότερα, όλο το χρονικό διάστημα από την αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ 
στην κυβερνητική εξουσία έως και το 12ο Συνέδριο του Κόμματος (Μάης 1987), σημειώνεται μια μετατόπιση από το αίτημα για άμεση αποδέσμευση από την ΕΟΚ, που συνδεόταν με την προβληματική στρατηγική της κυβέρνησης των δημοκρατικών δυνάμεων, στο αίτημα για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της ένταξης, που συνδεόταν με την ίδια στρατηγική. Αυτή η μετατόπιση είχε αντικειμενικό υπόβαθρο που αφορούσε τη διάψευση των αυταπατών αναφορικά με τη στάση που θα κρατούσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έναντι των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και την ύπαρξη αρνητικών συνεπειών για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις.

Ωστόσο, η απαίτηση μαζικής εργατικής-λαϊκής απάντησης στις αρνητικές συνέπειες της ΕΟΚ, αν και αναγκαία, αποσπασμένη από τη γενικότερη πάλη των κομμουνιστών υπέρ των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων στο έδαφος του καπιταλισμού και σε γραμμή εναντίωσης με κάθε μορφή αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και τους ξένους συμμάχους της, οδηγούσε στην ψευδαίσθηση της δυνατότητας επιμέρους βελτιώσεων του χαρακτήρα της ΕΟΚ και προτασσόμενη έναντι της αποδέσμευσης άνοιγε το δρόμο για την αποδοχή της ΕΟΚ. Με άλλα λόγια, η λογική της σταδιακής κοινοβουλευτικής μεταστροφής της καπιταλιστικής εξουσίας σε σοσιαλιστική προεκτεινόταν από το έδαφος του καπιταλιστικού κράτους σε αυτό των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών.

 

Η «ΣΤΡΟΦΗ» ΤΟΥ 12ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Το 12ο Συνέδριο αποτέλεσε ένα ποιοτικό βήμα στην κατεύθυνση της αποδοχής της ΕΟΚ. Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Συνέδριο καταγραφόταν μια σειρά διαφοροποιημένων τοποθετήσεων αναφορικά με το χαρακτήρα της ΕΟΚ και τη στάση του ΚΚΕ απέναντι της. Καταρχάς, γινόταν μια πιο αντικειμενική αποτίμηση του χαρακτήρα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με αποτέλεσμα η ΕΟΚ να μη συνδέεται μονοσήμαντα με τις προτεραιότητες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Από την άλλη, αυτό καταγραφόταν ως θετικό στοιχείο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, ακριβώς επειδή ο ιμπεριαλισμός κατανοούνταν πρωτίστως ως προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων:

«Οξύνονται οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ, ΕΟΚ, Ιαπωνία. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ εντείνουν τις προσπάθειές τους για να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την ηγεμονία τους πάνω στους συμμάχους τους και ασκούν σοβαρές πιέσεις για να πετύχουν το συντονισμό τους στην αντιμετώπιση του σοσιαλισμού και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Στις συνθήκες, όμως, αυτές, των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και της αυξημένης πίεσης της φιλειρηνικής κοινής γνώμης των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, ορισμένες κυβερνήσεις ή ηγετικοί παράγοντες της περιοχής αυτής διαφοροποιούνται, σ’ έναν βαθμό, από την πολιτική της ακραίας επιθετικότητας των ΗΠΑ.»60

Ως αποτέλεσμα, αν και οι Θέσεις συνέχισαν να καταγράφουν όχι μόνο τις αρνητικές συνέπειες για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις από την ένταξη στην ΕΟΚ, αλλά και τα δομικά προβλήματα που δημιουργούσε η συμμετοχή της Ελλάδας στην προοπτική μιας φιλολαϊκής διεξόδου, πρόβαλαν την αναγκαιότητα πολιτικής συμμαχίας και με δυνάμεις που δεν αποδέχονταν το αίτημα της αποδέσμευσης:

«...το ΚΚΕ είναι έτοιμο να συνεργαστεί με δυνάμεις της Αριστεράς και της προόδου που δεν αντιτίθενται στην ένταξη στην Κοινή Αγορά. Με σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις στο θέμα αυτό και μ’ εμμονή σε έναν ανοικτό δημοκρατικό διάλογο γι’ αυτές, επιδιώκει την άμεση προώθηση μιας ενεργούς πολιτικής, που θα αποβλέπει στην από κοινού απόκρουση των αρνητικών συνεπειών από την ένταξη στην ΕΟΚ, στη συγκεκριμένη παρέμβαση-διεκδίκηση για μια σειρά ζητήματα που προκύπτουν από την πολιτική της ΕΟΚ, στην υπεράσπιση του αναπτυξιακού προγράμματος και, γενικότερα, του προγράμματος της αλλαγής από τις δεσμεύσεις και τις επιβουλές της ΕΟΚ. (...). Μέσα από την ίδια την πείρα τους, όλο και ευρύτερες αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις θα συνειδητοποιήσουν τα περισσότερα εμπόδια, που βάζει η ΕΟΚ –ιδιαίτερα με τις διαδικασίες ολοκλήρωσής της– στον εθνικό και δημοκρατικό προγραμματισμό ανάπτυξης της χώρας μας, και γενικότερα, στην προώθηση των κοινών στόχων της αλλαγής.»61

Είναι φανερό ότι η αλλαγή της στάσης του Κόμματος απέναντι στην ΕΟΚ συνδέεται με τη συνολικότερη επιδίωξη της διαμόρφωσης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, δηλαδή μιας πολιτικής συμμαχίας που θα στόχευε στη συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με ή χωρίς το ΠΑΣΟΚ. Έτσι κι αλλιώς, η οξυμένη κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ δεν οδηγούσε στον αναστοχασμό της ακολουθούμενης στρατηγικής, αλλά στην αναζήτηση άλλων πολιτικών συμμαχιών. Όπως καταγραφόταν και στην Πολιτική Απόφαση του 12ου Συνεδρίου:

«Μπροστά μας βρίσκονται δύο δρόμοι.

Ο ένας είναι ο δρόμος του δικομματισμού που καθηλώνει την κοινωνικοπολιτική ζωή στις επιλογές της άρχουσας τάξης και υποτάσσει τις τύχες του λαού και της χώρας μας στις δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, της εξάρτησης και των υπερεθνικών οργάνων της ΕΟΚ.

Ο άλλος είναι ο δρόμος της Αριστεράς, για μια ανάπτυξη νέου τύπου, για αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, που θα προχωρά με ρήξεις προς το σύστημα της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας.»62

Βέβαια, η ουσία της προτεινόμενης «νέου τύπου ανάπτυξης» δε διαφοροποιούνταν από μια εναλλακτική διαχείριση του καπιταλισμού. Αντίθετα, επιχειρούσε να προσαρμόσει μια σειρά από προηγούμενες θέσεις και διακηρύξεις του Κόμματος σε αυτήν την προοπτική. Θεωρώντας ως κύριο μοχλό τής νέου τύπου ανάπτυξης ένα «δημόσιο τομέα με δημοκρατική και αποδοτική λειτουργία» και συμπαραστάτες του έναν δημοκρατικά και αντιιμπεριαλιστικά εκσυγχρονισμένο πιστωτικό τομέα, αλλά και μικτές επιχειρήσεις με ξένους κεφαλαιούχους,63 η συγκεκριμένη πρόταση δεν αμφισβητούσε, σε καμιά περίπτωση και παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Όμως, μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα, οι υπόλοιπες προβλέψεις περί απελευθέρωσης της πρωτοβουλίας των εργαζόμενων, δημοκρατικού προγραμματισμού και εργατικού ελέγχου της οικονομίας, οικονομικής ανάπτυξης προς όφελος του λαού,64 ήταν κενές περιεχομένου και ουσιαστικά οδηγούσαν στην υπαγωγή των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων σε ένα σχέδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Τόσο η επιδίωξη συγκρότησης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όσο και η αλλαγή της στάσης του Κόμματος απέναντι στην ΕΟΚ σχετίζονταν και με τις γενικότερες εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και ειδικότερα στο ΚΚΣΕ, που προωθούσε τις σχέσεις ανάμεσα στην ΕΟΚ και το Σύμφωνο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ), όπου συμμετείχαν οι χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το Μάη του 1985, στη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μπενίτο Κράξι στη Μόσχα, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ, δήλωσε:

«Είναι καιρός να οργανωθούν σχέσεις αμοιβαία επωφελείς μεταξύ ΕΟΚ-ΣΟΑ στις οικονομικές υποθέσεις. (...) Στο μέτρο που οι χώρες της ΕΟΚ λειτουργούν ως “πολιτική οντότητα”, είμαστε έτοιμοι να ψάξουμε μαζί της μια κοινή γλώσσα στο πλαίσιο των διεθνών προβλημάτων.»65

Στην παρακάτω εκτίμηση της Εισήγησης της ΚΕ του ΚΚΕ στο 12ο Συνέδριο, αποτυπώνεται η συνολικότερη προβληματική περί ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό:

«Άξονας της πολιτικής μας αυτής για την Ευρώπη είναι η ανάπτυξη της πανευρωπαϊκής συνεργασίας όλων των χωρών, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια. Για μας Ευρώπη δεν είναι μόνο η ΕΟΚ.

Στόχος αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι η απομάκρυνση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Οι αποπυρηνικοποιημένες ζώνες. Η αμοιβαία επωφελής συνεργασία μεταξύ ΕΟΚ-ΣΟΑ, ανάμεσα σε χώρες με διαφορετικά συστήματα, για την προστασία του περιβάλλοντος, τις μεταφορές, την ενέργεια, τις εμπορικές και τεχνολογικές ανταλλαγές. Η απόκρουση της επίθεσης των ψυχροπολεμικών δυνάμεων.

Συνεργασίες στους στόχους αυτούς επιδιώκουμε μαζί με τα άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και με κάθε προοδευτική δύναμη, με τους σοσιαλδημοκράτες, τους πράσινους, ακόμα και με ρεαλιστικά σκεπτόμενους αστικούς κύκλους της Δυτικής Ευρώπης, παρά τις διαφορές μας.»66

Με αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι στη «στροφή» του Κόμματος στη στάση του απέναντι στην ΕΟΚ καθρεφτίζονται τόσο οι προηγούμενες αδυναμίες στη στρατηγική, όσο και η κλιμάκωση της αντεπαναστατικής δράσης των οπορτουνιστικών δυνάμεων στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που άρχισαν να μετατρέπονται σε όχημα αντεπανάστασης και να πυροδοτούν την ενίσχυση των οπορτουνιστικών δυνάμεων και στο εσωτερικό του ΚΚΕ και των άλλων ΚΚ.

Το διάστημα που ακολούθησε το 12ο Συνέδριο, σε πολλές από τις αποφάσεις της ΚΕ του ΚΚΕ συνυπήρχαν κομμάτια της κριτικής απέναντι στην ΕΟΚ με την επιδίωξη της πίεσης για την κατοχύρωση της συνεργασίας ΕΟΚ-ΣΟΑ. Αυτό που σχεδόν εξαφανίστηκε από τον επίσημο λόγο του Κόμματος ήταν το αίτημα για αποδέσμευση από την ΕΟΚ.

Στην Άμεση αναπτυξιακή πρόταση του ΚΚΕ, που δημοσιοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1987, σημειωνόταν πως για την ελληνική οικονομία «το πραγματικό πρόβλημα είναι (...) οι υπερεθνικές ρυθμίσεις της ΕΟΚ και ιδιαίτερα η “ενιαία πράξη” για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς της ΕΟΚ». Ταυτόχρονα όμως, έμπαινε ως στόχος η «ανάπτυξη των σχέσεων ΕΟΚ-ΣΟΑ και γενικότερα η πανευρωπαϊκή συνεργασία στον οικονομικό, τεχνολογικό και πολιτιστικό τομέα»67.

Σε ανάλογο μήκος κύματος, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1988 καλούσε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όχι να διακόψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη διαδικασία της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ενοποίησης», αλλά να πάρει μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών.68

Ωστόσο, και το επόμενο διάστημα, η κριτική στην ΕΟΚ όχι μόνο δε σταμάτησε, αλλά κατά περιπτώσεις οξύνθηκε κιόλας. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στις «Θέσεις του ΚΚΕ για την ενιαία εσωτερική αγορά και το 1992»:

«Με την ενιαία αγορά οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της ΕΟΚ επιδιώκουν να υποτάξουν τις νέες δυνατότητες της εποχής μας στους ιδιοτελείς τους σκοπούς. Επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν και να ενισχύσουν τις θέσεις τους απέναντι στο εργατικό κίνημα. Να βελτιώσουν τις θέσεις τους στα πλαίσια του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.»69

Ταυτόχρονα, όμως, ως πολιτική λύση στη διαμορφωμένη κατάσταση προσδιοριζόταν η πάλη για τον αναπροσανατολισμό της ΕΟΚ:

«Το ΚΚΕ καθορίζει τη στάση του απέναντι στην ενιαία αγορά και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί, με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων της χώρας μας, τις συνολικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, κατανοεί τη δράση της εργατικής τάξης και του λαού μας σαν αναπόσπαστο μέρος της πάλης που διεξάγεται στην ΕΟΚ, στην Ευρώπη και στον κόσμο συνολικά για την ειρήνη, ισότιμες διεθνείς σχέσεις και κοινωνική πρόοδο.»70

Η δυνατότητα αναπροσανατολισμού θεμελιωνόταν πρωταρχικά στην επικείμενη συνεργασία ΕΟΚ-ΣΟΑ:

«Πράγματι, στο χώρο της Ευρώπης, εκεί που υπάρχει η διαχωριστική γραμμή δύο συνασπισμών, συντελούνται σήμερα σημαντικές θετικές εξελίξεις. Δημιουργούνται πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη πολύμορφης συνεργασίας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Η επικείμενη συμφωνία ΕΟΚ-ΣΟΑ πρέπει να γίνει σύμβολο της αφετηρίας για μια νέα Ευρώπη που θα τείνει σε μια Ευρώπη της ειρήνης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης των λαών της.

Στην κατεύθυνση αυτή, το ΚΚΕ επιδιώκει σήμερα να παίξει έναν ενεργητικό αυτόβουλο ρόλο στην προώθηση της πανευρωπαϊκής συνεργασίας.»71

Ως τμήμα αυτού του ενεργητικού ρόλου σε εθνικό επίπεδο προσδιοριζόταν η πάλη για το ξεπέρασμα του δικομματισμού, «που είναι φορέας της παθητικής προσαρμογής στις κοινοτικές εξελίξεις», και ταυτόχρονα ο συντονισμός με το εργατικό-λαϊκό κίνημα των άλλων χωρών της ΕΟΚ, αλλά και με τις αστικές κυβερνήσεις που φοβούνταν την υποχώρηση των κρατών τους στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων λόγω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.72

Στις 25 Ιούνη του 1988 υπογράφηκε η διακήρυξη ΕΟΚ-ΣΟΑ που άνοιγε το δρόμο της οικονομικής συνεργασίας. Βέβαια, η ΕΟΚ είχε ήδη υπογράψει διμερείς συμφωνίες με κράτη-μέλη του ΣΟΑ και είχε αναπτύξει διπλωματικές επαφές με την ΕΣΣΔ, τη ΛΔ Γερμανίας, τη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία.73 Μέσα σε αυτό το κλίμα, τον Οκτώβρη του 1988, η Διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων χωρών-μελών της ΕΟΚ έθεσε το στόχο της διαμόρφωσης μιας ενιαίας Ευρώπης από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια.74

Έτσι, αν και η απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ, το Δεκέμβρη του 1988, ανέφερε ότι οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΟΚ στη Ρόδο κινούνταν στην «κατεύθυνση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς των μονοπωλίων», προτασσόταν ο στόχος οι συνασπισμένες δυνάμεις της Αριστεράς να παλέψουν για την αλλαγή κατεύθυνσης «προς όφελος των εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας».75

Αντίστοιχα, το Πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, τόνιζε:

«Η πορεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς το 1992 χαρακτηρίζεται από μία οξεία αντιπαράθεση. Από τη μια βρίσκονται οι δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, οι πολιτικές του νεοσυντηρητισμού που ενδιαφέρονται για τη δημιουργία ενιαίας εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς σε βάρος των εργαζομένων, σε βάρος των ασθενέστερων χωρών και των περιφερειών της Κοινότητας. Από την άλλη βρίσκονται οι δυνάμεις της εργασίας, των κοινωνικών κινημάτων και ένα ευρύ φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που αντιπαραθέτουν μια εναλλακτική πολιτική για την ΕΟΚ, που να εξασφαλίζει τη συνεχή μείωση της απόστασης μεταξύ αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και περιοχών, την ανάπτυξη κοινών πολιτικών και πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα όσον αφορά το περιβάλλον, τις νέες τεχνολογίες, την προώθηση του “ενιαίου κοινωνικού χώρου” με το σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την ισότιμη συνεργασία, τη δυνατότητα προγραμματισμένης αξιοποίησης των εσωτερικών πόρων, το σεβασμό των ιδιαίτερων αναγκών της κάθε χώρας.

Η Αριστερά πρέπει να μπει επικεφαλής στους αγώνες που γεννάει η πιο πάνω αντιπαράθεση.»76

Η αποταξικοποιημένη παρουσίαση των διεθνών σχέσεων και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, η δυνατότητα ταξικού αναπροσανατολισμού μιας διακρατικής συμμαχίας, δίχως να αλλάξει η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, γενικότερα το κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς των κρατών που την συναπαρτίζουν, δεν ήταν πλέον μόνο συνέπεια της προϋπάρχουσας στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα απόσπασης της πολιτικής από την οικονομία, ούτε ήταν απόρροια μόνο της προβολής της ρεφορμιστικής στρατηγικής στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Συνεπικουρούνταν από την αποταξικοποιημένη παρουσίαση των διεθνών σχέσεων που κλιμακώθηκε στο πλαίσιο της λεγόμενης «Νέας Σκέψης» του ΚΚΣΕ, σε μια εποχή που οι οπορτουνιστικές δυνάμεις όχι μόνο είχαν κυριαρχήσει στα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και πρωτοστατούσαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Σύμφωνα με τη «Νέα Σκέψη», όχι μόνο αναπαραγόταν η ουτοπική λογική της δυνατότητας αποφυγής της σύγκρουσης ανάμεσα στα καπιταλιστικά και τα σοσιαλιστικά κράτη, αλλά προωθούνταν και η ψευδαίσθηση πως ο καπιταλισμός θα μπορούσε να απαλλαγεί από τις ενδοαστικές και διακρατικές αντιθέσεις, επομένως και από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Χαρακτηριστικά, ο Μ. Γκορμπατσόφ, μιλώντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο, τον Ιούλη του 1989, υποστήριξε:

«Η φιλοσοφία του “Κοινού Ευρωπαϊκού Σπιτιού” αποκλείει την πιθανότητα μια ένοπλης εμπλοκής και τη μεγάλη δυνατότητα της χρήσης δύναμης ή της απειλής χρήσης δύναμης –συμμαχίας εναντίον συμμαχίας, στο εσωτερικό των συμμαχιών, οπουδήποτε. Αυτή η φιλοσοφία προτείνει ότι το δόγμα του περιορισμού θα πρέπει να πάρει τη θέση του δόγματος της αναχαίτισης. (...) Όσον αφορά το οικονομικό περιεχόμενο του ευρωπαϊκού σπιτιού, εξετάζουμε την προοπτική του σχηματισμού ενός τεράστιου οικονομικού χώρου από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.»77

Με τη συγκεκριμένη ομιλία, ο Γκορμπατσόφ όχι μόνο απέκλειε μια στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ ή άλλου κράτους-μέλους του Συμφώνου της Βαρσοβίας για την αντιμετώπιση ανοιχτά αντεπαναστατικών ενεργειών, αλλά εξέφραζε την πρόθεση μιας οικονομικής κοινότητας που θα συμπεριλάμβανε ΕΟΚ και ΣΟΑ. Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις του δεν αφορούσαν μόνο το ανέφικτο της συνύπαρξης των καπιταλιστικών και των σοσιαλιστικών κρατών, αλλά και προωθούσαν την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Παράλληλα, ακολουθώντας την αυταπάτη της επιδίωξης μιας ειρηνικής ρεφορμιστικής αναμόρφωσης της Ευρώπης, αντιμετωπίστηκε εχθρικά πλέον από την ΚΕ του ΚΚΕ η επανάληψη του συνθήματος της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ. Με αφορμή τη διάσπαση στην ΚΝΕ και την αποχώρηση στελεχών του Κόμματος, τόνιζε:

«Στο θέμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, επιδίωξαν να εγκλωβίσουν το Κόμμα αποκλειστικά στις μονότονες καταγγελίες και στην επανάληψη του συνθήματος “Έξω από την ΕΟΚ”. (...) Ήταν μια στάση που κατέληγε να αφήνει ουσιαστικά ανενόχλητες τις συντηρητικές δυνάμεις και στη χώρα μας και στην Κοινότητα, να προωθήσουν τους στόχους τους, να αποσπάσει το Κόμμα από τον εργαζόμενο κόσμο που ζητά συγκεκριμένη υπεράσπιση των συμφερόντων του και να εμποδίσει τον κόσμο αυτό να αντιληφθεί μέσα από την πείρα του το χαρακτήρα της ΕΟΚ και τις δυνάμεις που ηγεμονεύουν σ’ αυτήν.»78

Βέβαια, ούτε ήταν σωστός ο περιορισμός της πολιτικής θέσης του Κόμματος στην καταγγελία της ΕΟΚ, ούτε ήταν λαθεμένη η πρόταξη στόχων-αιχμών στο πλαίσιο της πάλης του ΚΚΕ και του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Το πρόβλημα ήταν ότι τα προηγούμενα αποτελούσαν τμήμα της δικαιολόγησης μιας εναλλακτικής αστικής διαχείρισης που θα τροποποιούσε κεντρικές πολιτικές επιλογές της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας και της ΕΟΚ, δίχως να συγκρούεται με τον ταξικό τους χαρακτήρα. Εξάλλου, χωρίς η οργανωτική και ιδεολογική-πρωτοπορία να αμφισβητεί την καπιταλιστική εξουσία και τις διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις, ήταν δύσκολο και για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, ακόμα και τις πιο πρωτοπόρες, να βγάλουν ορθά συμπεράσματα από την πείρα τους για το ρόλο της ΕΟΚ.

 

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΚΚΕ

Το 13ο Συνέδριο πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1991, σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και βαθιάς εσωκομματικής κρίσης. Οι Θέσεις της ΚΕ, η διαμόρφωση των οποίων αποτέλεσε πεδίο έντονης εσωκομματικής διαπάλης (και για τα θέματα της ΕΟΚ) φανέρωσαν τις υπαρκτές τάσεις μετάλλαξης του χαρακτήρα του Κόμματος. Αυτές εκφράστηκαν και με τη θέση για αποδοχή ουσιαστικά της ΕΟΚ, που αποτέλεσε την κατάληξη μιας πολύχρονης διαδικασίας μετατοπίσεων στη θέση του Κόμματος, που φάνταζαν συχνά ως λεκτικές αλλαγές, αλλά άνοιγαν το δρόμο για τη μεταστροφή της τοποθέτησής του. Οι Θέσεις κατέγραφαν σε ένα βαθμό όλη αυτήν την πορεία:

«...το ευρωπαϊκό τοπίο, μέσα στο οποίο διαμορφώσαμε τις θέσεις μας για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει υποστεί σήμερα ριζικές αλλαγές. Προηγούμενα, αναπτύσσονταν στην Ευρώπη δύο, κυρίως παράλληλες διαδικασίες ολοκλήρωσης, χωρίς τυπικές και ουσιαστικές οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους. Η Κοινότητα των 12 εξελίσσεται σε βασικό πυρήνα στις νέες διεργασίες. Έχει συνάψει συμφωνίες οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, με χώρες του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας, ενώ ορισμένες από αυτές έχουν ζητήσει ή πρόκειται να ζητήσουν την ένταξή τους στην ΕΟΚ. Έτσι, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά σε μεγάλο βαθμό υπερβαίνει ήδη τα όρια της ΕΟΚ.

Το ΚΚΕ είχε αντιταχτεί στην προσχώρηση της χώρας μας στην ΕΟΚ και μετά την ένταξη τάχθηκε υπέρ της αποδέσμευσης. (...) Οι αρνητικές τοποθετήσεις του ΚΚΕ στο θέμα της παραμονής στην Κοινότητα έκφραζαν τη βαθύτερη ανησυχία του για τη δυνατότητα της Ελλάδας ν’ ανταπεξέλθει σ’ έναν ανταγωνισμό με πολύ πιο ισχυρές οικονομίες και να πάρει ένα δρόμο προοδευτικής ανάπτυξης (...). Οι ανησυχίες αυτές σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώθηκαν με την απότομη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην ελληνική και τις κοινοτικές οικονομίες, που πήρε όμως τέτοια έκταση και εξαιτίας της κοινοτικής πολιτικής που ακολούθησαν μέχρι σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις.

(...) Στην πορεία, όμως, η πραχτική για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων εξάρτησης που δημιουργούσε η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ προσανατολίστηκε περισσότερο στη διάρρηξη των τυπικών μας σχέσεων με την ΕΟΚ και λιγότερο στην πάλη για την απόκρουση των συνεπειών από την ένταξη. Ο στόχος της αποχώρησης απολυτοποιήθηκε, υποβαθμίστηκε η παρέμβαση στους όρους για τη συμμετοχή μας στις διεθνοποιημένες διαδικασίες. Από το 12ο Συνέδριο και μετά, έγιναν βήματα στις επεξεργασίες για την απόκρουση των συνεπειών. Αναδείχθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη εμβάθυνση στη σχέση εθνικού-διεθνικού και για παρέμβαση των διεθνών αριστερών δυνάμεων στις διαδικασίες διεθνοποίησης και τους μηχανισμούς τους.»79

Στο προηγούμενο εκτεταμένο απόσπασμα, επανέρχεται και πάλι διογκωμένο ένα θεμελιακό πρόβλημα της προσέγγισης του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΟΚ, που θίξαμε και νωρίτερα. Η ανάδειξη του χάσματος που χώριζε την ελληνική καπιταλιστική οικονομία από αυτές άλλων καπιταλιστικών κρατών αποσυνδεόταν από τη σύμφυτη με τον καπιταλισμό ανισόμετρη ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα, στην προσέγγιση του Κόμματος δε φανερωνόταν ο υπεύθυνος για το «χάσμα» (καπιταλιστική εξουσία) και κατά συνέπεια προτασσόταν η ανάγκη μιας μη ταξικά προσδιορισμένης οικονομικής ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα, η αλλαγή στάσης απέναντι στην ΕΟΚ δε στοιχειοθετείται στο χαρακτήρα της, αλλά στην ύπαρξη πλέον οικονομικών σχέσεων με τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας. Μάλιστα, αυτή η λαθεμένη προσέγγιση αναφορικά με τον ταξικό ρόλο της ΕΟΚ διατυπώθηκε σε μια περίοδο που οι αντεπαναστατικές δυνάμεις είχαν ήδη επικρατήσει στις περισσότερες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και επομένως η διαφαινόμενη οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης δεν μπορούσε παρά να είναι καπιταλιστική και γι’ αυτό τίποτα το καλό δεν προμήνυε για τους λαούς.

Ακόμα, οι Θέσεις επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν τη μέχρι τότε αρνητική στάση του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΟΚ, να την παρουσιάσουν ως μια αδυναμία κατανόησης του πραγματικού υπεύθυνου για την υπαρκτή μεγέθυνση του χάσματος ανάμεσα στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία και τις κοινοτικές οικονομίες, που δεν ήταν η ΕΟΚ, αλλά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Με αυτό το επιχείρημα, από τη μια πλευρά ακυρωνόταν όλο το σκεπτικό περί εξάρτησης και ταυτόχρονα διαμορφωνόταν η απαραίτητη υποδομή, προκειμένου να υποστηριχτεί ανοιχτά η θέση ότι μια εναλλακτική πολιτική ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης θα ήταν περισσότερο συμβατή με τα συμφέροντα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Όπως υπογραμμιζόταν στο σχέδιο προγραμματικής διακήρυξης, που υιοθέτησε το Συνέδριο: «Η Αριστερά σε όλη την Κοινότητα πρέπει να διαμορφώσει ένα σχέδιο για την ολοκλήρωση και τις προοπτικές της, εναλλακτικό της σημερινής πολιτικής της ΕΟΚ, που σφραγίζεται από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.»80

Αυτή θεωρούνταν και η μοναδική ρεαλιστική πρόταση, ειδικότερα αφού πλέον η αποδέσμευση από την ΕΟΚ αποτιμάτο ως περισσότερο επώδυνη από την παραμονή:

«Με το δυνάμωμα της αλληλεξάρτησης στην Ευρώπη και με τη συμπλήρωση σχεδόν μίας δεκαετίας ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Κοινότητα, η αποδέσμευση στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί πια να προσφέρει αποτελεσματικές και ρεαλιστικές λύσεις. Η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ προσφέρεται για πιο ενεργή συμμετοχή στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.»81

 

ΤΟ 13ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Όπως έγινε φανερό, η σταδιακή διολίσθηση του ΚΚΕ στη θέση της αποδοχής της ΕΟΚ αποτέλεσε το σημείο συνάντησης μιας σειράς παραγόντων που επέδρασαν συνολικότερα στη διαμόρφωση της πολιτικής του Κόμματος. Μια σειρά από ιδεολογικά-πολιτικά προβλήματα στις επεξεργασίες του ΚΚΕ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ρόλος του αστικού κράτους και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, ταύτιση του ιμπεριαλισμού με ορισμένες καπιταλιστικές δυνάμεις, «ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού-καπιταλισμού» κλπ.) οδήγησαν στην αποδοχή μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής κατάκτησης της σοσιαλιστικής εξουσίας σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικά και άλλα αστικά κόμματα, δηλαδή στην αποδοχή της δυνατότητας εκ των έσω αναπροσανατολισμού του καπιταλιστικού κράτους και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Ταυτόχρονα και μέσα στα όρια αυτής της στρατηγικής, η απόσπαση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων από τη σοσιαλδημοκρατία και ειδικά από αυτήν που έμοιαζε να υιοθετεί μεγάλο μέρος των αιτημάτων του εργατικού-λαϊκού κινήματος (όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980) ταυτίστηκε με την επιδίωξη της πολιτικής συμμαχίας μαζί της και όχι της όξυνσης του ιδεολογικού-πολιτικού μετώπου απέναντί της, με αποτέλεσμα το αίτημα αποδέσμευσης από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες να μετατρέπεται σταδιακά σε πάλη ενάντια στις αρνητικές συνέπειες. Τέλος, με δεδομένα και τα προηγούμενα, η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνδυασμό με την αλλαγή της πολιτικής τους τη δεκαετία του 1980 και την αδυναμία έγκαιρης εκτίμησης –από τη μεριά του ΚΚΕ– των αντεπαναστατικών διεργασιών μέσα στο ΚΚΣΕ, τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης οδήγησε στην αποδοχή της ΕΟΚ.

Τα παραπάνω προβλήματα πήραν απειλητικές διαστάσεις ακόμα και για την ίδια την ύπαρξη του ΚΚΕ, σε συνθήκες αντεπαναστατικών ανατροπών, υποχώρησης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και τόνωσης των οπορτουνιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό του. Επομένως, η επανεξέταση των θέσεων για την ΕΟΚ δεν μπορούσε παρά να είναι αλληλένδετη με την πάλη για τη διάσωση του ΚΚΕ.

Η διάσπαση κορυφώθηκε στο πλαίσιο της εκλεγμένης από το 13ο Συνέδριο Κεντρικής Επιτροπής και έληξε με τη νίκη των δυνάμεων που υποστήριξαν τη διάσωση του ΚΚΕ και με την αποχώρηση των οπορτουνιστών. Έτσι, αν και τα κείμενα που υιοθέτησε το Συνέδριο (Πολιτική Απόφαση82 - Προγραμματικές Κατευθύνσεις83) λείαιναν απλά τις γωνίες των πιο ρεφορμιστικών προσεγγίσεων, δίχως να μεταβάλλουν την ουσία τους, η κατοχύρωση της συνέχειας του ΚΚΕ αποτέλεσε το απαραίτητο βάθρο για την απόσυρση των θέσεων περί αναπροσανατολισμού της ΕΟΚ και για τη γενικότερη βελτίωση της προσέγγισης του Κόμματος για την ΕΟΚ και μετέπειτα την ΕΕ. Η βελτίωση αυτή θα πήγαινε φυσικά χέρι-χέρι με τη γενικότερη αποκατάσταση των επαναστατικών του χαρακτηριστικών του ΚΚΕ, με την αποτίμηση της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη διάρκεια του 20ού αιώνα και με τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ήδη πάντως από τον Απρίλη του 1993, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ σημείωνε ανάμεσα σε άλλα:

«Πρώτο: Η ΕΟΚ εκφράζει την προσπάθεια συνένωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Στα πλαίσια της ΕΟΚ εμφανίζονται όλα τα γενικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού και μάλιστα με οξυμένες μορφές. (...) Δεύτερο: Η ΕΟΚ επιδεινώνει τους όρους ζωής των εργαζομένων στις 12 χώρες-μέλη. Η διεύρυνση των αντιθέσεων δεν αφορά μόνο τη σχέση των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών και των υπολοίπων. Οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην ολιγαρχία του πλούτου και τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων όλων των χωρών. Τρίτο: Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ εξυπηρετεί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων δυνάμεων στη χώρα μας. Τέταρτο: Η θέση του ΚΚΕ για την ΕΟΚ καθορίζεται από τη γενικότερη στρατηγική του Κόμματος για την προσέγγιση, το πέρασμα και τις βασικές προϋποθέσεις οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας.»84

Το ΚΚΕ, ακολουθώντας σε συνθήκες πρωτόγνωρης οργανωτικής και ιδεολογικής-πολιτικής κρίσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, τον απαιτητικό και κοπιαστικό δρόμο της οργανωτικής και ιδεολογικής-πολιτικής του ανασυγκρότησης, συνέδεσε σωστά τόσο την ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όσο και την αποδέσμευση από την ΕΟΚ με την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.

Πλέον και μέσα από την πείρα της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων, των γυναικών και των νέων που προέρχονται από τις εργατικές-λαϊκές οικογένειες, είναι φανερό ότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες χωρίς να αμφισβητήσει την καπιταλιστική εξουσία στη χώρα του. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, η κριτική στην ιμπεριαλιστική συμμαχία θα είναι μόνο το πρόκριμα για τη διαμόρφωση άλλων συμμαχιών προς όφελος της εγχώριας αστικής τάξης. Αυτό απέδειξε και η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, παρά τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν οι υποστηρικτές της. Ταυτόχρονα, γίνεται φανερό ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια ρήξης με την καπιταλιστική εξουσία σε κάθε χώρα δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την άρνηση των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, ενώ είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει και τις λυσσασμένες αντιδράσεις τους.

Γι’ αυτό, ενισχύοντας το ΚΚΕ σε όλες τις μάχες, και στις προσεχείς Ευρωεκλογές, δίνουμε ώθηση στην προσπάθεια να οργανωθεί η κοινωνική συμμαχία εργατικής τάξης, βιοπαλαιστών αγροτών, αυτοαπασχολούμενων, νέων και γυναικών των εργατικών-λαϊκών οικογενειών που θα αμφισβητήσει την καπιταλιστική εξουσία, στον αγώνα για να σπάσουν τα δεσμά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, για την Ελλάδα και την Ευρώπη του σοσιαλισμού.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας.

  1. Βλ. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 3/2020.
  2. 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009, σελ. 78.
  3. Ό.π.
  4. Anna Maria Gentili - Angelo Panebianco, «The PCI International Relations 1945-1975: The Politics of Accommodation», στο Simon Serfaty - Gray Lawrence (eds.), The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow), Aldwych Editions, London, 1981, pp. 118-119.
  5. US Department of Commerce (ed.), Translations of International Communist Developments, no. 404, p. 46.
  6. Michael M. Harrisson, «The PCI and the other Eurocommunist Parties: Implications for Atlantic Relations», στο Simon Serfaty - Gray Lawrence (eds.), The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow), Aldwych Editions, London, 1981, pp. 177-180.
  7. Central Committee of PCI, «Draft Theses of the 11th Congress of PCI», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, pp. 292-293.
  8. Luigi Longo, «Report in the Central Committee of PCI (August 22, 1968)», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, pp. 294-295.
  9. Agostino Novella, «Report to the Foreign Policy Commission of the Central Committee of PCI», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, pp. 306-307.
  10. George Marchais, «France and the Common Market», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, pp. 331-332.
  11. L’ Humanité, «The Europe That We Want», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, p. 332.
  12. Juan Gomez, «The Negotiations with the Common Market: Myth and Reality», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, p. 352.
  13. Santiago Carillio, «Speech at the 8th Congress of PCE», στο Maurizio Vanicelli - Peter Lange, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Chenage and Continuity, George Allen and Unwin Editions, London, 1981, pp. 352-354.
  14. Αντώνης Μπριλλάκης, «Ομιλία στη σύσκεψη του ΙΚΚ με θέμα “Οι Ιταλοί κομμουνιστές και η Ευρώπη” (23-25 Νοέμβρη 1971)», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Νέα Περίοδος, τεύχ. 1(15), Γενάρης 1972, σελ. 50.
  15. Αλ. Ψηλορείτη, «Η Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά θανάσιμη απειλή για την Ελλάδα», Νέος Κόσμος, τεύχ. 6/1959, σελ. 26-31.
  16. Ό.π., σελ. 33.
  17. Αλ. Ψηλορείτη, «Η Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά θανάσιμη απειλή για την Ελλάδα», Νέος Κόσμος, τεύχ. 6/1959, σελ. 36-37.
  18. Ό.π., σελ. 37-38.
  19. 8ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1961, σελ. 52-53.
  20. Ό.π., σελ. 85.
  21. Το Β΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ (8-15 Δεκέμβρη 1962). Επίσημα Κείμενα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1963, σελ. 22.
  22. Το 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1974, σελ. 163.
  23. Ό.π.
  24. Το 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1974, σελ. 175.
  25. «Η κατάσταση της εργαζόμενης αγροτιάς και τα καθήκοντα του Κόμματος στο χωριό (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Απρίλης 1975)», στο Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο - Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978, σελ. 104.
  26. «Για τη συσπείρωση των αντιιμπεριαλιστικών δημοκρατικών δυνάμεων (Απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Νοέμβρης 1975)», ό.π., σελ. 156-157.
  27. «Η ιμπεριαλιστική επίθεση μπορεί να αποκρουστεί (Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - 4.2.1976)», στο Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο - Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978, σελ. 169, 170.
  28. «Για μια πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας και δημοκρατίας (Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ - Φλεβάρης 1976)», ό.π., σελ. 173.
  29. «Η πολιτική κατάσταση, η κυβερνητική πορεία και η διέξοδος (Απόφαση της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Ιούλης 1976)», ό.π., σελ. 241.
  30. «Η αντιιμπεριαλιστική ενότητα και πάλη φραγμός στον κυβερνητικό κατήφoρο (Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ - 16.11.1976)», ό.π., σελ. 260.
  31. «Το Εκλογικό Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», ό.π., σελ. 300.
  32. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978, σελ. 65.
  33. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978, σελ. 56-57.
  34. Ό.π., σελ. 58-59.
  35. Οι αποφάσεις του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978, σελ. 14.
  36. «Διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις και η θέση του ΚΚΕ (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Δεκέμβρης 1978)», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 52.
  37. «Συνεργασία για ουσιαστική αλλαγή (Απόφαση Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Οκτώβρης 1979)», ό.π., σελ. 80.
  38. «Η επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό ΝΑΤΟ και η πάλη για την απόκρουση της πολιτικής της υποτέλειας (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Νοέμβρης 1980)», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 124.
  39. «Οι διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις, η επικείμενη εκλογική μάχη και τα καθήκοντα του Κόμματος (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ - Φλεβάρης 1981)», ό.π., σελ. 149-150, 155.
  40. Ό.π., σελ. 156.
  41. «Ψήφο στο ΚΚΕ στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ (5.9.1981)», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 203.
  42. Κώστας Σκολαρίκος, «Ευρωκομμουνισμός»: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014, σελ. 146.
  43. «Ο λαός με την πάλη του και την ψήφο του θα συντρίψει εκλογικά τη Δεξιά (Ανακοίνωση του Προεδρείου της Ολομέλειας της ΚΕ - Ιούλης 1981)», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 195.
  44. «Για τη δικαίωση των λαϊκών προσδοκιών. Για το άνοιγμα του δρόμου προς την πραγματική αλλαγή (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ)», ό.π., σελ. 218-219.
  45. «Για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης - Ομιλία στη Βουλή του Χ. Φλωράκη, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 228, 229.
  46. Βλ. ενδεικτικά «Στο δρόμο του μαζικού λαϊκού κινήματος για την πραγματική αλλαγή (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Μάρτης 1982)», στο Από το 10ο ως το 11ο Συνέδριο. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 265-266.
  47. 11ο Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 16.
  48. Ό.π., σελ. 145.
  49. Ό.π., σελ. 134.
  50. «Η πάλη για την αλλαγή σε κρίσιμο σταυροδρόμι (Πολιτική Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Ιούνης 1983)», στο Από το 11ο ως το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1986, σελ. 44.
  51. «Για να σταματήσει ο κατήφορος της οικονομίας - Για να αντιμετωπιστεί η κρίση προς όφελος του λαού (Πολιτική Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Νοέμβρης 1983)», ό.π., σελ. 66.
  52. «Λύση εθνικής ανάγκης η πραγματική αλλαγή (Απόφαση Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Δεκέμβρης 1983)», ό.π., σελ. 103.
  53. «Όχι στην ΕΟΚ. Ναι στην αλλαγή (Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ στον ελληνικό λαό για τις Ευρωεκλογές - Μάρτης 1984)», στο Από το 11ο ως το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1986, σελ. 203.
  54. Derek Beach, The Dynamics of European Integration, Palgrave-Macmillan Editions, London, 2005, p. 32.
  55. David Allen, «European Union, the Single European Act and the 1992 Programme», στο Denis Swann (ed.), The single European market and beyond, Routledge Editions, London-New York, 2017, pp. 33-34.
  56. «Απειλή για το μέλλον της χώρας η παραμονή στην ΕΟΚ - Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μιλάνο (2.7.1985)», στο Από το 11ο ως το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1986, σελ. 223.
  57. «Απειλή για το μέλλον της χώρας η παραμονή στην ΕΟΚ - Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μιλάνου (2.7.1985)», στο Από το 11ο ως το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1986, σελ. 223-224.
  58. «Εκτιμήσεις του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για την ομιλία του Πρωθυπουργού - Για μια φιλολαϊκή οικονομική πολιτική (6.9.1985)», ό.π., σελ. 234.
  59. «Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ - Οκτώβρης 1985», στο Από το 11ο ως το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1986, σελ. 246.
  60. ΚΕ του ΚΚΕ, Θέσεις για το 12ο Συνέδριο, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 13.
  61. ΚΕ του ΚΚΕ, Θέσεις για το 12ο Συνέδριο, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 71-72.
  62. Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 128.
  63. Ό.π., σελ. 27.
  64. Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 26.
  65. ΕΟΚ - ΚΟΜΕΚΟΝ. Από την αντιπαράθεση στη συνεργασία;, έκδ. Ομάδα Κομμουνιστών και Προσκείμενων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ευρωβουλευτές του ΚΚΕ, Αθήνα, 1988, σελ. 16.
  66. Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, ό.π., σελ. 14.
  67. «Άμεση αναπτυξιακή πρόταση του ΚΚΕ (Σεπτέμβρης 1987)», στο Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1990.
  68. «Οι αποφάσεις του 12ου Συνεδρίου και η ετοιμότητα του Κόμματος μπροστά στις πολιτικές εξελίξεις (Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ - Δεκέμβρης 1987)», Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 42.
  69. «Θέσεις του ΚΚΕ για την ενιαία εσωτερική αγορά και το 1992 (Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - 23.3.1988)», Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 69.
  70. Ό.π., σελ. 84-85.
  71. Ό.π., σελ. 88.
  72. Ό.π., σελ. 91-92.
  73. Martin Sajdik - Michael Schwarzinger, European Union Enlargement, Routledge Editions, London - New York, pp. 10-11.
  74. «Διάσκεψη Κομμουνιστικών Κομμάτων χωρών-μελών της ΕΟΚ - Επιπτώσεις από την εφαρμογή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Οκτώβρης 1988)», Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 120.
  75. «Πολιτικές εξελίξεις και η πορεία του Συνασπισμού της Αριστεράς - Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1988)», ό.π., σελ. 142-143.
  76. «Πόρισμα ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ», Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 168.
  77. Svetlana Savranskaya - Tomas Blanton - Vlanislav Zubok (eds.), The Peaceful End of the Cold War in Europe 1989, CEU Press, Budapest - New York, 2010, p. 494.
  78. «Συμπεράσματα της ΚΕ του ΚΚΕ για την αντικομματική ομάδα», Δωδέκατο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1987, σελ. 272.
  79. Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1990, σελ. 22-24.
  80. Σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1990, σελ. 44.
  81. Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1990, σελ. 24.
  82. Πολιτική Απόφαση 13ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1991.
  83. Προγραμματικές κατευθύνσεις 13ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1991.
  84. Το ΚΚΕ για την ΕΟΚ και την Καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης 10-11 Απρίλη 1993, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ - Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1993, σελ. 8-9.