Η στάση των κομμουνιστικών κομμάτων των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αποτέλεσε κομβικό ζήτημα, άμεσα συνδεδεμένο με τη στρατηγική τους και την πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Την επαύριο του ιμπεριαλιστικού Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ΗΠΑ στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και ο καθοριστικός ρόλος τους στη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας στη Δυτική Ευρώπη (που εκφράστηκε και με την οικονομική στήριξη των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών) οδήγησε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα στην υπερτίμηση της υπαρκτής παρέμβασης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Έτσι, υποτιμήθηκε το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, όσο περισσότερο σταθεροποιούσαν την εξουσία τους και ενδυναμώνονταν από τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, τόσο άρχισαν να διαχωρίζονται από το σύνολο των προτεραιοτήτων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και να προτάσσουν τα δικά τους διακριτά συμφέροντα. Ταυτόχρονα βέβαια συνέχισαν να διατηρούν σταθερό το μέτωπό τους απέναντι στην ΕΣΣΔ, τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και το ταξικό εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών κρατών, λόγω της ταξικής τους φύσης και όχι της υποχωρητικότητας στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Στο πλαίσιο της τότε ανάλυσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η συγκρότηση σειράς διακρατικών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών συμμαχιών, όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ - 1951) και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ - 1958) αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως αποκλειστικός απότοκος κατευθύνσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και οικονομικό συμπλήρωμα του ΝΑΤΟ. Γενικότερα, στις επεξεργασίες και στις διακηρύξεις των ΚΚ, μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και υπό την απειλή μιας στρατιωτικής επέμβασης ενάντια στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο ιμπεριαλισμός έπαψε να κατανοείται ως η μορφή του καπιταλισμού την εποχή της κυριαρχίας των μονοπωλίων και ταυτίστηκε με την πιο επιθετική στάση απέναντι στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και με την επιβολή των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, κόντρα όχι μόνο στα συμφέροντα των εργατικών-λαϊκών μαζών, αλλά και τις θελήσεις των άλλων καπιταλιστικών κρατών και των αστικών τους τάξεων. Επομένως, η καταγγελία των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών γινόταν όχι αποκλειστικά από τη σκοπιά της ανάδειξης του ταξικού τους ρόλου, αλλά κυρίως από τη μεριά της εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων που ερμηνευόταν ως παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών –και όχι μόνο– καπιταλιστικών κρατών, καθώς και από αυτήν της καταδίκης των πολεμοκάπηλων σχεδιασμών. Ανάλογα, κάθε επιλογή αστικών δυνάμεων ή καπιταλιστικών κρατών που συνηγορούσε σε μια διαφορετική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής ή των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων «βαφτίστηκε» αντιιμπεριαλιστική, παρότι συνήθως εξέφραζε τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα και ορισμένες φορές μια διαφορετική στρατηγική αντιπαράθεσης με το σοσιαλιστικό μπλοκ.
Φυσικά, η ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχαν ανάγκη να προχωρούν και σε οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες με καπιταλιστικά κράτη, όποτε κρινόταν απαραίτητο. Όμως ήταν άλλο αυτό και άλλο η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, ακόμα και ορισμένων τακτικών ελιγμών που την συνόδευαν, από τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών, με την καθοριστική ευθύνη και του ΚΚΣΕ.1 Η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ βάρυνε αντικειμενικά και στη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΟΚ, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια.
Με δεδομένα τα προηγούμενα, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο τα ΚΚ αποδέχτηκαν τη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» καπιταλισμού-σοσιαλισμού, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο Συνέδριο (1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Η συγκεκριμένη γραμμή αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Έτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.2
Ως αποτέλεσμα, έπειτα από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου και τη θέση του τελευταίου περί «ποικιλίας μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», στο όνομα και της προστασίας της ανθρωπότητας από την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου, συνδέθηκε με τη στρατηγική της κοινοβουλευτικής κατάκτησης της σοσιαλιστικής εξουσίας στην Ευρώπη. Ως συνέπεια, τα ΚΚ επιδίωξαν πολιτικές συνεργασίες με τα αστικά σοσιαλδημοκρατικά (και όχι μόνο) κόμματα, με σκοπό την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ενστερνιζόμενα και προβάλλοντας τη ρεφορμιστική αντίληψη περί της δυνατότητας αναστροφής του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κράτους.3
Η εκδίωξη του συνόλου των ΚΚ από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, έπειτα από τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, δεν κατόρθωσε να ανακόψει αυτήν την πορεία και επειδή θεωρήθηκε αποκλειστικά και μόνο ως απόρροια των ωμών επεμβάσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έτσι, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, το σύνολο των ΚΚ υιοθέτησε μια στρατηγική δύο σταδίων στο δρόμο για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας. Το πρώτο στάδιο ταυτιζόταν ουσιαστικά με το στόχο της συγκρότησης μιας κυβέρνησης εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που εξέφραζαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, της προοδευτικής διανόησης, ακόμα και της λεγόμενης μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι της απεξάρτησης από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και μιας αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης.
Η μετάβαση από το πρώτο (το λεγόμενο αστικοδημοκρατικό) στάδιο στο δεύτερο, το σοσιαλιστικό θεωρούνταν ως αποτέλεσμα μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την απεξάρτηση από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και τη μείωση έως και την εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να συναντήσουν ή και όχι τη βίαιη αντίδραση της αστικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, τα ΚΚ αποσπούσαν την πολιτική από την οικονομία, εκτιμώντας ότι το αστικό εποικοδόμημα, που ήταν και είναι συγκροτημένο, προκειμένου να υπηρετεί την καπιταλιστική οικονομία και κατά προέκταση την ταξική εκμετάλλευση θα μπορούσε να στραφεί εναντίον τους, επιβάλλοντας σταδιακά τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εξάλλου, έπειτα από το 20ό Συνέδριο και την επικράτηση των αγοραίων αντιλήψεων του σοσιαλισμού, που ενίσχυσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και αποδυνάμωσαν την κοινωνική ιδιοκτησία και το σοσιαλιστικό κεντρικό σχεδιασμό στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι στόχοι του λεγόμενου σοσιαλιστικού σταδίου λίγο έως πολύ μεταφράστηκαν από τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών ως παρόμοιοι με μια κεϊνσιανή διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιδίωξη του σοσιαλισμού ταυτίστηκε με τον (μέσω των εθνικοποιήσεων) αποκλειστικό έλεγχο βασικών κλάδων της οικονομίας από το συλλογικό καπιταλιστή, δηλαδή το καπιταλιστικό κράτος, το οποίο θα αναλάμβανε να προωθήσει και έναν κάποιον προγραμματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας.
Στην πράξη, λοιπόν, η πρόταξη της συγκεκριμένης στρατηγικής οδηγούσε όχι μόνο στην επιδίωξη της συμμετοχής των ΚΚ σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης, αλλά και στη συνολικότερη συμφιλίωσή τους με την καπιταλιστική εξουσία και το καπιταλιστικό κράτος. Αυτή δεν άργησε να οδηγήσει και σε συμφιλίωση με τις διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες και ειδικότερα με αυτές που προσλάμβαναν κυρίως οικονομική μορφή (όπως η ΕΟΚ) και επομένως δεν έμοιαζαν να βαρύνονται με τη στρατιωτική επιθετικότητα του ΝΑΤΟ. Η επιδιωκόμενη συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η προγραμματική επιδίωξη της συμμετοχής των ΚΚ σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης αντικατοπτρίστηκε στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, στην επικέντρωση σε ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς το ΝΑΤΟ ή στην υποστήριξη του «Κινήματος των Αδεσμεύτων», δηλαδή σε ένα πλαίσιο πιο συμβατό με την εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών. Από την άλλη πλευρά, υπό το πρίσμα της ταύτισης του ιμπεριαλισμού με τις προτεραιότητες των ΗΠΑ, η εμφάνιση και η σταδιακή ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη της ΕΟΚ θεωρήθηκε σε μια πορεία χρόνου ως απόδειξη του προοδευτικού της χαρακτήρα. Κυρίως, όπως το καπιταλιστικό κράτος, έτσι και η ΕΟΚ εκτιμήθηκε ότι δεν παρέμενε ανεπηρέαστη από τη δράση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και επομένως η κατεύθυνσή της θα μπορούσε να αλλάξει εκ των έσω με τη συνειδητή δράση τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αποδοχή της ΕΟΚ ως έκφρασης αντικειμενικών διεργασιών διεθνικής ολοκλήρωσης αποτέλεσε αρχικά κοινό τόπο των λεγόμενων «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων.
Το 1957, στη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ΠΣΟ), οι συνδικαλιστές του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ) υποστήριξαν ότι η καταδίκη της ΕΟΚ θα απομόνωνε τους κομμουνιστές συνδικαλιστές από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συνδικαλιστές.4 Έξι χρόνια αργότερα, στο 5ο συνέδριο της ΠΣΟ, οι συνδικαλιστές του ΙΚΚ πρότειναν την αναγνώριση της νέας πραγματικότητας της ΕΟΚ και την κλιμάκωση της κοινής δράσης των συνδικάτων σε οικονομικά ομογενείς περιοχές (όπως η ΕΟΚ).5 Λίγο αργότερα, το ΙΚΚ θα αποδεχόταν και επίσημα την ΕΟΚ, σε μια εποχή που και η ΕΣΣΔ έθετε ως κριτήριο της πορείας της το αν και κατά πόσο θα ανέπτυσσε οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την ίδια και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.6 Το 1965, το ΙΚΚ, αν και αναγνώριζε την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κεφάλαιο, τασσόταν εμφανώς υπέρ του πρώτου7, ενώ το 1968 ο Λουίτζι Λόγκο, Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΙΚΚ, υποστήριξε ότι μόνο η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα μπορούσε να περιορίσει το ρόλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, χωρίς να διασαφηνίζει αν αναφερόταν σε μια καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ενοποίηση.8 Τελικά το 1973, όταν δηλαδή το ΙΚΚ προώθησε το λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» (πρόταση πολιτικής και κυβερνητικής συμμαχίας με τους Ιταλούς Σοσιαλδημοκράτες και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα), ξεκαθάρισε ότι στο καθήκον της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο η ΕΟΚ.9
Την ίδια διαδρομή, αλλά με πιο αργά βήματα και παλινδρομήσεις, ακολούθησε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΓΚΚ). Το 1973, το ΓΚΚ συναίνεσε στην αποστολή αντιπροσώπου του στο Ευρωκοινοβούλιο, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα ειρηνικής κοινοβουλευτικής αναμόρφωσης της ΕΟΚ σε έναν φιλολαϊκό θεσμό.10 Την επόμενη χρονιά, κόντρα σε προηγούμενες προσεγγίσεις του, από τις στήλες της επίσημης εφημερίδας του, διακήρυξε ότι η έξοδος από την ΕΟΚ θα είχε τραγικές συνέπειες για τη γαλλική οικονομία.11
Το ΚΚ Ισπανίας (ΚΚΙ) το 1972 εγκωμίασε τη «δημοκρατική ΕΟΚ», που δε δέχτηκε τη συμμετοχή της «δικτατορικής Ισπανίας» στο εσωτερικό της.12 Η παρουσίαση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης ως θέλησης των λαών της Ευρώπης ολοκληρώθηκε το 1972 στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΙ, που διακήρυξε ότι η ΕΟΚ συνιστούσε αντικειμενική πραγματικότητα και αποδέχτηκε την ένταξη της Ισπανίας σε αυτήν μετά την επιδιωκόμενη ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος.13
Μέσα από παρόμοια μονοπάτια, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, το σύνολο των ΚΚ που επηρεάζονταν από το λεγόμενο «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα είχε αποδεχτεί την ΕΟΚ. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, το μέρος εκείνο που διασπάστηκε από το ΚΚΕ το 1968 και συγκρότησε το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού», από τα χρόνια της δικτατορίας, συνηγόρησε στη δυνατότητα φιλολαϊκής μεταρρύθμισης της ΕΟΚ. Ο Αντ. Μπριλλάκης, μιλώντας το 1971 στη σύσκεψη που οργάνωσε το Ιταλικό ΚΚ, τόνισε:
«...το κόμμα μας υποστηρίζει τις προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της ΕΟΚ, για την εξουδετέρωση του ελέγχου της από τα μεγάλα μονοπώλια, για την ενοποίηση (...) σε ειρηνική και δημοκρατική βάση. (...) η ΕΟΚ είναι μια πραγματικότητα.»14
Η πρόταξη ενός υποτιθέμενου ρεαλισμού και η συνακόλουθη αναγνώριση της ΕΟΚ ως αντικειμενικής πραγματικότητας, σταθερής και μη ανατρέψιμης από την ταξική πάλη, τροφοδοτήθηκε αναμφισβήτητα από τη ρεφορμιστική στρατηγική. Ταυτόχρονα, τροφοδότησε την αποδοχή της καπιταλιστικής εξουσίας, των καπιταλιστικών κρατών και των διακρατικών ενώσεων και συνακόλουθα της ταξικής εκμετάλλευσης ως αιώνιων και αντικειμενικών από τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.