ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Το στοιχείο της επιχειρηματικής λειτουργίας των δημόσιων μονάδων υγείας και της περαιτέρω εμπορευματοποίησης των εργασιών τους αποτελεί ενιαίο συστατικό στοιχείο της πολιτικής της ΝΔ και των άλλων κομμάτων - υπερασπιστών της ανάπτυξης υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτήν την κατεύθυνση υπηρετεί η πολιτική των λεγόμενων «αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων υγείας», διότι αποτελεί βασικό εργαλείο της δραστικής μείωσης της κρατικής δαπάνης. Αυτό σημαίνει μείωση των λειτουργικών εξόδων, μεταξύ άλλων μέσω της μείωσης του προσωπικού, της αύξησης του αριθμού των παντός είδους ελαστικών σχέσεων εργασίας, της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, και ταυτόχρονα αύξηση των εσόδων από τις άμεσες και έμμεσες πωλήσεις των εργασιών τους στους ασθενείς και στα ασφαλιστικά ταμεία αντίστοιχα. Στη βάση των παραπάνω, αξιολογείται η λεγόμενη «βιωσιμότητα», με οικονομικά κυρίως κριτήρια και όχι με αυτά των κοινωνικών αναγκών, όπου έχει ως αποτέλεσμα τις συγχωνεύσεις, τις καταργήσεις τμημάτων και κλινικών, τις καταργήσεις δημόσιων νοσοκομείων τα προηγούμενα χρόνια, την προοπτική της λειτουργίας των νοσοκομείων –ιδιαίτερα των νέων– ως ΝΠΙΔ. Η εμπορευματοποίηση υπηρεσιών του δημόσιου συστήματος υγείας προχωράει με πολλούς τρόπους: Ανάθεση κρίσιμων δομών (καθαριότητα, τεχνικές υπηρεσίες, προμήθειες κλπ.) σε ιδιώτες-εργολάβους, επί δεκαετίες λειτουργία των απογευματινών –επί πληρωμή– ιατρείων και νομοθέτηση των –επί πληρωμή– απογευματινών χειρουργείων, επέκταση των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ίδρυση και καταστατικό του ΟΔΙΠΥ, συμβεβλημένες συμβάσεις με ιδιωτικούς ομίλους για σειρά διαγνωστικών πράξεων (π.χ. απεικονιστικές εξετάσεις) και άλλων υπηρεσιών (π.χ. διακομιδών), η δυνατότητα που δίνεται στα νοσοκομεία να αναθέτουν στις τράπεζες να πληρώνουν προμηθευτές, οι δωρεές ιδρυμάτων «ευεργετών».
Σε αυτήν την πορεία εμπορευματοποίησης ξεχωρίζει η προσπάθεια για γενικευμένη εφαρμογή των DRGs (Diagnosis Related Groups ή συστήματα διαγνωστικών ομοιογενών ομάδων), τα οποία είναι συστήματα κατάταξης ασθενών σε κατηγορίες βάσει της διάγνωσης-αιτίας εισαγωγής, των ιατρικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη νοσηλεία, τυχόν υποκείμενων χρόνιων νοσημάτων κ.ά. Για κάθε κατηγορία εκτιμάται η μέση διάρκεια νοσηλείας και υπολογίζεται το «κόστος», με το οποίο τα ασφαλιστικά ταμεία –δημόσια και ιδιωτικά– και οι ιδιωτικές πληρωμές θα αποζημιώνουν εξολοκλήρου τις υπηρεσίες των νοσοκομείων, εξασφαλίζοντας ενιαίους κανόνες κοστολόγησης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών μονάδων υγείας. Διακηρυγμένος στόχος της σημερινής κυβέρνησης είναι η χρηματοδότηση, που τώρα είναι στο 60% από το υπουργείο, να περάσει κατά 80% στον ΕΟΠΥΥ. Τα DRGs θα αποτελέσουν το εργαλείο γι’ αυτήν τη χρηματοδότηση.
Νέο, ποιοτικό βήμα της επιχειρηματικής δράσης των δημόσιων νοσοκομείων και της εμπορευματοποίησης των εργασιών τους αποτελεί η καθιέρωση των επί πληρωμή απογευματινών χειρουργείων μαζί με τα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία και η θεσμοθέτηση του παντός είδους ιδιωτικού έργου των γιατρών εκτός των δημόσιων νοσοκομείων.
Ουσιαστικά, το μέτρο αυτό αντανακλά τη βαθιά ταξική αντιλαϊκή πολιτική όπου το κράτος οριοθετεί στην πράξη ένα πολύ περιορισμένο επίπεδο παροχών και διευρύνει το μέρος των λαϊκών αναγκών που ο καθένας θα πρέπει να πληρώνει για να έχει ή να περιμένει –με κίνδυνο της υγείας του– στις μακροχρόνιες λίστες αναμονής.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Η χρηματοδότηση του Κρατικού Προϋπολογισμού συνολικά στο υπουργείο Υγείας για το 2024 είναι 5,705 δισ. ευρώ, ενώ το 2023 διαμορφώθηκε στα 5,455 δισ. ευρώ, αν και αρχικά είχαν προϋπολογιστεί 4,776 δισ. ευρώ.
Η διαφορά μεταξύ 2024 και του διαμορφωμένου ποσού του 2023 είναι επιπλέον 250 εκ. ευρώ. Ως ποσοστό είναι αύξηση κατά 4,5%. Συγκρίνοντας όμως με την υποχρηματοδότηση των προηγούμενων χρόνων, τις τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές, προσωπικό, εξοπλισμό κλπ., τις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες, τόσο τις νέες όσο και τις προηγούμενες ανικανοποίητες, καθώς και ότι ένα μέρος της κρατικής χρηματοδότησης αφορά προηγούμενες απλήρωτες υποχρεώσεις των δημόσιων μονάδων υγείας και όχι κάλυψη νέων αναγκών, η κατάσταση των δημόσιων μονάδων υγείας όχι μόνο δε θα μείνει σταθερή στα σημερινά απαράδεκτα επίπεδα, αλλά θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Επίσης, προβλέπονται από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) 322 εκ. ευρώ που αφορούν τη χρηματοδότηση αποσπασματικών και ληξιπρόθεσμων προγραμμάτων πρόληψης. Ουσιαστικά, το ΠΔΕ κυρίως χρηματοδοτεί την πολιτική των αναδιαρθρώσεων στον τομέα της υγείας και την πολιτική των ελάχιστων στοιχειωδών παροχών πρόληψης.
Από το σύνολο της δαπάνης στην υγεία φαίνεται ότι το κράτος συμμετέχει με 30,4%, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι 69,6% [Άμεσες 37,8% και Έμμεσες (ΟΚΑ) 31,8%].4 Αυτή η κατανομή των δαπανών στην υγεία αντανακλά την πολιτική περιορισμού της κρατικής δαπάνης και την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από το λαό. Είναι πολιτική που υπηρετεί τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας, η οποία προϋποθέτει τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης που ένα μέρος αφορά και τις εργασίες για πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση.
ΓΙΑ ΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
Η φαρμακευτική δαπάνη των κρατικών προϋπολογισμών μεταξύ 2009 και 2018 μειώθηκε κατά 62% ως εξής: 2009: 5,1 δισ. €, 2015: 2 δισ. €, 2016: 1,945 δισ. €, 2017: 2,270 δισ. €, 2018: 1,945 δισ. €. Αυτό το ποσό ισχύει μέχρι και σήμερα.
Στη μείωση αυτού του ποσού υπήρξε κοινή επιχειρηματολογία από τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, είτε ως κυβερνήσεις είτε ως αντιπολίτευση, για «μείωση της σπατάλης», για «αντιμετώπιση της πολυφαρμακίας», για «νοικοκύρεμα» κλπ.
Η σύγκριση των στοιχείων που υπάρχουν για το 2021 σε σύγκριση με το 2020 είναι αποκαλυπτική για την επιβάρυνση του λαού στη φαρμακευτική του περίθαλψη. Πρακτικά, οι ασθενείς το 2021 πλήρωσαν από την τσέπη τους 1,608 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 πλήρωσαν 1,578 δισ. ευρώ, δηλαδή 30 εκ. ευρώ επιπλέον ή 1,9% περισσότερα.
Από τα παραπάνω ποσά, μόνο το 23,8% στα αντίστοιχα έτη αντιστοιχούν στη θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη (0%-10%-25%). Το 76,2% είναι δαπάνη λόγω της διαφοράς μεταξύ «ασφαλιστικής τιμής» και λιανικής τιμής των φαρμάκων, που κατά κύριο λόγο την πληρώνουν οι ασθενείς, των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και των φαρμάκων της αρνητικής λίστας που δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, καθώς και του χαρατσιού του 1 ευρώ ανά συνταγή.
Ήδη, στην παραπάνω επιβάρυνση των ασθενών, προστίθενται και άλλες με την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερωθεί η ελάχιστη «ασφαλιστική τιμή» και στα γενόσημα φάρμακα και η πληρωμή από τους ασθενείς της διαφοράς έως και 3 ευρώ.
Το επόμενο διάστημα θα επιδεινωθούν τα πράγματα για τους ασθενείς, διότι είναι σε εξέλιξη ο σχεδιασμός να ενταχτούν στις παροχές τα λεγόμενα «καινοτόμα» φάρμακα, που θα προκαλέσουν αύξηση της δαπάνης. Αυτό σημαίνει ότι, για να διατηρηθεί η δημόσια δαπάνη σε σταθερά επίπεδα, θα υπάρξει πιθανά συνδυασμός μέτρων, να απεντάσσονται φάρμακα από την αποζημιούμενη λίστα του ΕΟΠΥΥ ή αλλαγή των ποσοστών συμμετοχής των ασθενών με διάφορους τρόπους.
Στο γεγονός ότι η έρευνα, η παραγωγή και η διακίνηση των φαρμάκων πραγματοποιούνται από την καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία με κριτήριο το μέγιστο δυνατό κέρδος οφείλεται η επιλογή αν και πότε θα παραχθούν, πού θα πωληθούν, ποια φάρμακα θα καταργηθούν, και αυτά ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ανάγκες. Στο φάρμακο-εμπόρευμα οφείλεται η εναλλαγή της επάρκειας με δυσκολία της αγοράς των φαρμάκων και των ελλείψεων, είτε λόγω της επιλογής της φαρμακοβιομηχανίας να εφοδιάζει μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες αγορές είτε λόγω των λεγόμενων «παράλληλων εξαγωγών» όπου φάρμακα που εισάγονται στην Ελλάδα εξάγονται σε κράτη που τιμολογούνται ακριβότερα, με κίνητρο το πρόσθετο κέρδος από τη διαφορά της τιμής που την μοιράζονται οι φαρμακέμποροι μεταξύ τους.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Προϋπολογισμού του 2023, την περίοδο 2021 - 2022 - 2023 (πρόβλεψη) οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο υπουργείο Υγείας θα ήταν 5.612 και την αντίστοιχη χρονική περίοδο οι αποχωρήσεις (συνταξιοδοτήσεις κλπ.) μόνιμου προσωπικού θα ήταν συνολικά 11.871· δηλαδή η κυβέρνηση της ΝΔ προέβλεψε ότι θα αναπληρωθεί μόνο το 47,2% του προσωπικού που θα αποχωρήσει. Για το επικουρικό δε προσωπικό, το 2022 ήταν -10% σε σχέση με το 2020, και το 2023 προβλέπεται ακόμα λιγότερο, κατά -12% σε σχέση με το 2022.
Με αυτά τα δεδομένα της υποστελέχωσης, τα στοιχεία στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 αφορούν 8.462 συνολικά αποχωρήσεις στα έτη 2022 - 2023 - 2024 και 8.870 αντίστοιχα προσλήψεις, από τις οποίες οι 6.500 αφορούν το 2024 –εφόσον βέβαια πραγματοποιηθούν και παίρνοντας υπόψη ότι όλοι αυτοί δεν είναι στο σύνολό τους υγειονομικοί.
Ουσιαστικά, όταν όλες οι δημόσιες μονάδες υγείας έχουν αποψιλωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, η κυβέρνηση βάζει μπροστά τις 6.500 προσλήψεις, οι οποίες, αν και εφόσον γίνουν, το «ισοζύγιο» είναι επιπλέον 408 άτομα. Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει αυτό, να πάρουμε υπόψη ότι, για να λειτουργήσουν τα κλειστά χειρουργικά τραπέζια στην Αττική για μία βάρδια, απαιτούνται επιπλέον 100 νοσηλευτές και, για να λειτουργήσουν τα κρεβάτια ΜΕΘ με όρους ασφάλειας, απαιτούνται επιπλέον 600 νοσηλευτές και 140 γιατροί· δηλαδή ούτε καν τις παραπάνω ανάγκες δεν καλύπτει η εξαγγελία της κυβέρνησης και πολύ περισσότερο βέβαια τις χιλιάδες ελλείψεις που υπάρχουν για τις στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού.
Ακόμα και οι «επικουρικοί», που είναι επιλογή και της σημερινής κυβέρνησης, όπως οι 3.500 που λέει ότι αξιοποίησε το 2023 για την κάλυψη αναγκών, ένα μεγάλο μέρος τους θα είναι από τις 6.500 προσλήψεις που ανακοινώνει, δηλαδή πρόκειται στην ουσία για αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και όχι για πρόσθετο προσωπικό στις δημόσιες μονάδες υγείας.
Αντίστοιχα τραγική είναι η κατάσταση στις δημόσιες μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας από πλευράς στελέχωσης, τόσο σε αριθμό όσο και σε ειδικότητες γιατρών, που διαμορφώνει περιορισμούς τόσο στο χρόνο λειτουργίας όσο και στο είδος των υπηρεσιών υγείας.5
Επομένως, η κατάσταση θα επιδεινωθεί και θα συνεχιστεί η πολιτική της «κινητικότητας» των υγειονομικών, η αξιοποίηση των ιδιωτών γιατρών, η παράταση του εργάσιμου βίου και η αξιοποίηση συνταξιούχων, οι διπλοβάρδιες των νοσηλευτών, η υπερεφημέρευση των γιατρών κλπ., με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για την ποιότητα και την ασφάλεια των υπηρεσιών προς τους ασθενείς, αλλά και των όρων δουλειάς των υγειονομικών.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ (ΠΦΥ)
Η ΠΦΥ παραμένει διαλυμένη σε δομές, προσωπικό και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συνονθύλευμα δομών: Ιδιωτικά ιατρεία, μεγάλες ιδιωτικές αλυσίδες, ΜΚΟ, πρώην ΙΚΑ, αγροτικά ιατρεία κλπ. Από το 2009 έως σήμερα οι δημόσιες δομές ΠΦΥ μειώθηκαν κατά 40%, όπως κατά 50% μειώθηκε το προσωπικό. Μάλιστα, το ιατρικό προσωπικό των Κέντρων Υγείας της χώρας έχει μειωθεί κατά 9% κατά την περίοδο της πανδημίας (2020-2022). Από τους 66.290 γιατρούς, μόλις οι 6.000 (το 9%) εργάζονται στις δημόσιες δομές ΠΦΥ, ενώ οι ιδιώτες είναι περίπου 37.500. Συν τοις άλλοις, οι γενικοί γιατροί στη χώρα είναι 0,44/1.000 κατοίκους. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, για τη μετονομασία των γιατρών υπαίθρου (αγροτικοί γιατροί) σε «προσωπικούς γιατρούς» εντάσσονται στην προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων να αναπτύξουν ένα μηχανισμό, μέσω του οποίου το κράτος θα περιορίζει τις δαπάνες με παροχή ελάχιστων, στοιχειωδών υπηρεσιών, αλλά και τη δαπάνη των εργαζόμενων υγειονομικών. Εκτός των άλλων, η εφαρμογή του «προσωπικού γιατρού» σήμερα έχει στόχο να λειτουργήσει ως εργαλείο-κόφτης των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, ενώ καταργεί στην πράξη την πληθυσμιακή αναφορά της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και τη διεπιστημονικότητα. Η θέσπισή του από την κυβέρνηση και οι όροι που επιβάλλονται δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, που χρυσοπληρώνουν με οχτώ διαφορετικούς τρόπους (άμεσα και έμμεσα) για ένα ελάχιστο πακέτο παροχών, όταν και αν.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΥΓΕΙΑΣ
Η τάση επέκτασης των ιδιωτικών κλινικών στην Ελλάδα είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς των ιδιωτικών γενικών, μαιευτικών, ψυχιατρικών κλινικών, κέντρων αποκατάστασης και διαγνωστικών κέντρων ξεπέρασε τα 1,9 δισ. ευρώ το χρόνο και έχει μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +3,8% για τα χρόνια 2014-2022. Μόνο τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα έχουν κύκλο εργασιών 500 εκατομμυρίων το χρόνο. 4 μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες απορροφούν το 40% αυτού του τζίρου. Οι ιδιωτικές κλινικές αποσπούν το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της αγοράς των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, το οποίο εκτιμάται στο 60%. Οι μαιευτικές κλινικές συγκεντρώνουν περίπου το 15% των συνολικών εσόδων, ενώ το υπόλοιπο 25% μοιράζονται τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα –κέντρα αιμοκάθαρσης, παιδιατρικές κλινικές και κέντρα αποκατάστασης. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση στον κλάδο είναι εμφανείς αν αναλογιστεί κανείς πως οι 6 μεγαλύτερες ιδιωτικές κλινικές κατέχουν το 61% της κατηγορίας τους, τα 6 μεγαλύτερα κέντρα αποκατάστασης το 57% της κατηγορίας τους, ενώ οι 4 μεγαλύτερες μαιευτικές κλινικές το 90% της κατηγορίας τους. Μέσα στο 2024 ανακοινώθηκε από τον ελβετικών συμφερόντων Όμιλο Sanoptis, το μεγαλύτερο πάροχο οφθαλμολογικών υπηρεσιών στην Ευρώπη, η επένδυση σε Ιδιωτικές Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ) στην ελληνική αγορά.6 Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση το Νοέμβρη του 2021 του τότε υπουργού Επενδύσεων και Ανάπτυξης και νυν υπουργού Υγείας Ά. Γεωργιάδη στις εργασίες του «Καθημερινή 1stHealthSummit», ότι «τα τελευταία 2,5 χρόνια υπάρχει μια κοσμογονία επενδύσεων, κυρίως σε ιδιωτικά νοσοκομεία ή ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα» και συνέχισε: «Προσελκύουμε επενδύσεις απ’ όλους, αλλά είναι ευχάριστο να βλέπουμε και πολλούς Έλληνες επενδυτές». Την ίδια ώρα, οι κλίνες του ιδιωτικού τομέα έμειναν κατά 95% Covid-free στη διάρκεια της πανδημίας.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει ανοίξει και εντείνεται η συζήτηση αλλά και οι πρωτοβουλίες γύρω από την ανάπτυξη του «Iατρικού Tουρισμού» στη χώρα μας, ο οποίος προβάλλεται από ΕΕ, κυβέρνηση και κόμματα του ευρωμονόδρομου ως ένας από τους βασικούς τομείς που μπορεί να συμβάλλει στην «ανάκαμψη της οικονομίας». Είναι ενταγμένη στη γενικότερη πολιτική τους, που υπηρετεί την αναζήτηση νέων τομέων για επενδύσεις από τα μονοπώλια, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Σε αυτήν τη διαδικασία παίρνουν ενεργό μέρος επιχειρηματικοί όμιλοι εντός και εκτός του κλάδου της υγείας, κρατικά νοσοκομεία, δήμοι, Περιφέρειες, επιστημονικοί σύλλογοι γιατρών και οδοντιάτρων, διεκδικώντας ο καθένας συμμετοχή και μερίδιο από τα κέρδη που θα προκύψουν. Ο ιατρικός τουρισμός αποτελεί ένα συνδυαστικό φάσμα εργασιών που εντάσσονται στους κλάδους του τουρισμού και της υγείας και αφορούν εργασίες υγείας για χρόνια πάσχοντες οι οποίοι χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση, φαρμακευτική αγωγή, νοσηλευτική περίθαλψη (π.χ. νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, καρδιοπαθείς κλπ.), καθώς και εργασίες όπως αισθητική - πλαστική χειρουργική, οδοντιατρικές - οφθαλμολογικές επεμβάσεις, Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, καρδιοχειρουργική, ορθοπεδικές επεμβάσεις, αποκατάσταση, ογκολογικές επεμβάσεις κλπ.
Στην Ελλάδα, μεταξύ των υπηρεσιών του «ιατρικού τουρισμού», ξεχωρίζουν η Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ο Iαματικός Τουρισμός. Προβάλλονται ως τομείς οι οποίοι εμφανίζουν «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» και υπερτερούν έναντι άλλων χωρών. Συγκεκριμένα:
Για τον τομέα της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ), ως βασικός παράγοντας αναφέρεται το σχετικά χαμηλότερο κόστος παροχής τέτοιων υπηρεσιών, όπως και το πιο ευνοϊκό, «χαλαρό» νομικό και θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες της ΙΥΑ συγκριτικά με άλλες χώρες. Επίσης το ότι η Ελλάδα αποτελεί ούτως ή άλλως δημοφιλή τουριστικό προορισμό και τέτοιου είδους υπηρεσίες υγείας μπορούν να συνδυαστούν με διακοπές και ξεκούραση, παράγοντες που επιδρούν θετικά στην έκβαση των προσπαθειών ΙΥΑ.
Για τον Ιαματικό Τουρισμό, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει ο φυσικός πλούτος της χώρας, η πλειάδα των ιαματικών πηγών της, ορισμένες εκ των οποίων έχουν καταταχτεί στις καλύτερες του κόσμου (π.χ. της Ικαρίας). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα πακέτα παροχών ιαματικής θεραπείας που καλύπτονται από ασφαλιστικούς φορείς άλλων κρατών κυμαίνονται σε αρκετά υψηλότερα ποσά –της τάξης των 1.500-2.000 ευρώ– σε σχέση με αυτά που καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ –που κυμαίνονται στα 150-200 ευρώ– διαμορφώνουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσέλκυση «πελατών -ιατρικών τουριστών».
Η ανάπτυξη του Ιατρικού Τουρισμού μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη υποδομών και εξοπλισμού κυρίως στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο τομέα, αλλά αυτή δε θα αφορά την κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Αντίθετα, η ανάπτυξη θα γίνεται με κριτήριο το κέρδος, που σημαίνει πέραν των άλλων και διαφοροποίηση μεταξύ των δημόσιων μονάδων υγείας, ακόμα και μεταξύ τμημάτων εντός της ίδιας δημόσιας μονάδας υγείας, με κριτήριο την εξασφάλιση υψηλών εσόδων, ενώ η ανάπτυξη τμημάτων και υπηρεσιών που θα αφορούν τις λαϊκές ανάγκες θα παραμένει στα «αζήτητα».
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ
Περικόπηκε η κρατική χρηματοδότηση κατά 200 εκατ. ευρώ το 2017 και κατά 214 εκατ. το 2018, δηλαδή περικοπή 414 εκατ. ευρώ από τα 514 εκατ. ευρώ της κρατικής χρηματοδότησης που υπήρχε πριν. Τα εναπομείναντα 100 εκατ. ευρώ παρέμειναν ως κρατική ενίσχυση για την υγειονομική «κάλυψη» των ανασφάλιστων, που αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό μέρος των αναγκών τους και πρακτικά μεταφέρεται η δαπάνη στις εισφορές των υπόλοιπων εργαζόμενων. Ουσιαστικά, η πορεία κατάργησης της κρατικής χρηματοδότησης αντιστοιχεί με τη στρατηγική του δραστικού περιορισμού των κρατικών δαπανών για τη λαϊκή υγεία και η ανάθεση της δαπάνης σχεδόν εξολοκλήρου στους ασθενείς μέσω των ασφαλιστικών εισφορών, της φορολογίας και της επέκτασης των συνπληρωμών.
Υπάρχουν οι άμεσες επιβαρύνσεις των ασθενών ως αποτέλεσμα του κανονισμού παροχών του ΕΟΠΥΥ, όπως η επιβολή ποσοστού συμμετοχής στις φυσικοθεραπείες, λογοθεραπείες, η επιβολή νέου χαρατσιού στις διαγνωστικές εξετάσεις, ο περιορισμός σε αριθμό και είδη εξετάσεων, σε υγειονομικό υλικό, σε υλικά και θεραπείες ατόμων με ειδικές ανάγκες, η σχεδόν μηδενική δημόσια δαπάνη για την οδοντιατρική φροντίδα κλπ.
Υπάρχουν οι «έμμεσες» επιβαρύνσεις κυρίως λόγω της σοβαρής υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων υγείας και στις ελλείψεις σε εξοπλισμό, όπου ακόμα και οι θεσμοθετημένες παροχές του ΕΟΠΥΥ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τις δημόσιες μονάδες υγείας και εξαναγκάζουν μεγάλο μέρος των ασθενών να καταφεύγουν στους επιχειρηματίες της υγείας, πληρώνοντας επιπλέον ποσά, π.χ. εργασίες για την αποκατάσταση, για την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, διαγνωστικές εξετάσεις, θεραπείες, χειρουργεία κλπ.7
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από τα αντιασφαλιστικά μέτρα, ενισχύει την κατεύθυνση της ιδιωτικής ασφάλισης –που προς το παρόν είναι χαμηλή στην Ελλάδα– με διαφοροποιημένα πακέτα ανάλογα με τη δυνατότητα πληρωμής και με διαφοροποιημένες ανάλογα παροχές. Πρόκειται για εξέλιξη που η βάση της είναι η ατομική πληρωμή για τις ανάγκες υγείας των εργαζόμενων και των οικογενειών τους και, αντίστοιχα, ο περιορισμός της κρατικής ευθύνης και η υποχρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ (ΥΑΕ)
Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι μετράνε τον επαγγελματικό κίνδυνο με την ίδια τους τη ζωή και την υγεία. Τα πάνω από 160 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα το προηγούμενο έτος, οι χιλιάδες σακατεμένοι εργάτες από εργατικά ατυχήματα αποτελούν μόνο τη φανερή κορυφή του παγόβουνου της πολιτικής της ΕΕ στα θέματα της υγείας και ασφάλειας στην εργασία. Το «κόστος» της ανθρώπινης ζωής, της αναπηρίας ή της φθοράς της υγείας των εργατών δε χωράει στους πίνακες ισολογισμού της. Ο φόρος αίματος αφορά χιλιάδες επαγγελματικές ασθένειες, που στη χώρα μας κρύβονται συστηματικά ως «κοινή νόσος».8 Σημειώνουμε ότι στη χώρα μας καταγράφονται μόνο τα εργατικά ατυχήματα, ελάχιστο ποσοστό δηλαδή των θανάτων που σχετίζονται με την εργασία. Οι θάνατοι από επαγγελματικές ασθένειες αποκρύπτονται, για το 98% των θανάτων που σχετίζονται με την εργασία μηδενίζεται πρακτικά το «κόστος» για την εργοδοσία… και μαζί με αυτό μηδενίζεται στον καπιταλισμό και το «εργοδοτικό κίνητρο πρόληψης».
Η πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, η πρόληψη δηλαδή των θανάτων και της αναπηρίας από επαγγελματικές ασθένειες και εργατικά ατυχήματα αντιμετωπίζεται ως κόστος. Αυτή ακριβώς η λογική αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της στρατηγικής της ΕΕ. Πώς δηλαδή θα διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσα από ανταποδοτικές επενδύσεις στην ΥΑΕ.9
Γίνεται αντιληπτό ότι τα δακρύβρεχτα σχόλια για τον ανθρώπινο πόνο αποτελούν απλά την αναγκαία στάχτη για να παρουσιάσουν τους στόχους του κεφαλαίου ως στόχους κοινούς και για τους εργαζόμενους. Στην πράξη, μέσα από τις δικές τους διατυπώσεις ομολογούν ότι ανταποδοτικά, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, είναι μόνο εκείνα τα μέτρα πρόληψης που αναμένεται να αποφέρουν εξοικονόμηση δαπανών για τον εργοδότη και για το αστικό κράτος.
Αυτός ο προσανατολισμός της ευρωενωσιακής στρατηγικής για την ΥΑΕ συνδέεται και με την προσέγγιση σε ό,τι αφορά την πρόληψη επαγγελματικών κινδύνων όταν αυτή αντιβαίνει στρατηγικές στοχεύσεις του κεφαλαίου. Ενδεικτικά:
- Ελαστικές σχέσεις εργασίας και διευθέτηση χρόνου εργασίας. Είναι πλήρως τεκμηριωμένη τόσο η πολλαπλή επιβάρυνση της υγείας των εργαζόμενων από τη διάλυση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, την επέκταση των υπερωριών που, σε ό,τι αφορά τη φθορά της υγείας, δεν αντισταθμίζεται με τη μείωση του χρόνου εργασίας μετά από βδομάδες και μήνες, όταν θα έχουν πέσει οι ανάγκες της εργοδοσίας για υπερωριακό ξεζούμισμα. Η στρατηγική της ΕΕ προφανώς στέκεται με τις ανάγκες του κεφαλαίου, αδιαφορεί για τις αρχές πρόληψης που επιτάσσουν την εξάλειψη του κινδύνου στην πηγή του, αγνοεί πεισματικά τις δυνατότητες μείωσης του ημερήσιου χρόνου εργασίας που προκύπτουν από την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
- Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Δε χρειάζονται πολλά επιχειρήματα για να φωτίσει κανείς τις συνέπειες από την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67, 70 έτη και βλέπουμε… Άλλωστε, και η ίδια η στρατηγική της ΕΕ αποδέχεται ότι η «γήρανση του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη απαιτεί συνεχή προβληματισμό και αντίδραση. Η υγεία και η ασφάλεια στην εργασία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό· καθώς οι εργαζόμενοι γηράσκουν, πρέπει, αφενός, το εργασιακό περιβάλλον και τα καθήκοντα να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες ανάγκες τους και, αφετέρου, να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι». Αποκαλυπτικό παράδειγμα που φωτίζει τον προσανατολισμό τους, όχι στην πρόληψη των κινδύνων για την υγεία των εργαζόμενων, αλλά στην αποτελεσματική διαχείριση των συνεπειών της πολιτικής που συμφέρει το κεφάλαιο.
- Αντίστοιχα προσεγγίζουμε και το βασικό διακηρυκτικό στόχο της Στρατηγικής της ΕΕ 2021-2025: «Πρόβλεψη και διαχείριση των αλλαγών στο νέο κόσμο της εργασίας που επιφέρουν η πράσινη, η ψηφιακή και η δημογραφική μετάβαση.» Για να αποσαφηνίσουν παρακάτω: «Η ρομποτοποίηση, η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και η αυξημένη διάδοση της τηλεργασίας (…) θέτουν επίσης αρκετές προκλήσεις λόγω: i) αφενός του εντεινόμενου μη τακτικού χαρακτήρα όσον αφορά το χρόνο και τον τόπο άσκησης της εργασίας· και ii) αφετέρου των κινδύνων που συνδέονται με τα νέα εργαλεία και μηχανήματα.» Παρά τους αναγνωρισμένους κινδύνους για την υγεία που συνδέονται με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών από το κεφάλαιο, η κατεύθυνση της ΕΕ είναι και πάλι ενάντια στην πρόληψη των κινδύνων.
ΓΙΑ ΤΑ ΑΜΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΙΟΥΣ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ
Το Μάρτη του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη στρατηγική για τα Άτομα με Αναπηρία για την περίοδο 2021-2030. Η στρατηγική αυτή βασίζεται στα αποτελέσματα της προηγούμενης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αναπηρία 2011-2020, η οποία κρίθηκε ότι «κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα κείμενά της βάζει τις γενικές κατευθύνσεις και τα κράτη-μέλη αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν αυτές τις κατευθύνσεις σχεδιάζοντας τις εθνικές πολιτικές τους για την αναπηρία σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της ΕΕ.
Στο πλαίσιο της εξειδίκευσης της στρατηγικής για την αναπηρία, η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε το Νοέμβρη του 2020 στην ανακοίνωση ενός «Σχεδίου Δράσης για τα δικαιώματα των ΑμεΑ», όπως υποκριτικά το ονόμασε. Ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης που εξειδικεύει τη στρατηγική της ΕΕ και του μεγάλου κεφαλαίου στο χώρο της αναπηρίας που δεν είναι άλλη από τη λογική των περικοπών, της συρρίκνωσης των δημόσιων κοινωνικών δαπανών και υπηρεσιών, το «φόρτωμα» του κόστους για την εκπαίδευση, την αποκατάσταση και τη στήριξη του ανάπηρου μέλους στην ίδια την οικογένεια. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η εμπορευματοποίηση των πρόσθετων αναγκών των αναπήρων και των χρονίως πασχόντων σε όλα τα επίπεδα, υγεία, εκπαίδευση, αθλητισμός, πολιτισμός, αναψυχή. Πιο συγκεκριμένα:
Συμπερίληψη: Στην Ειδική Αγωγή, το κράτος αποποιείται για άλλη μία φορά κάθε ευθύνη για την εκπαίδευση κι αποκατάσταση των παιδιών με αναπηρία, την ευθύνη στο να έχει το κάθε παιδί το σχολείο που χρειάζεται. Ξεφορτώνεται το κόστος της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης σε δομές, υποδομές, μεταφορές, επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, την ανάγκη για σύγχρονα προγράμματα σπουδών για όλες τις αναπηρίες κάτω από το γενικό τίτλο «συμπερίληψη», δηλαδή ένταξη των ΑμεΑ στα γενικά σχολεία, χωρίς πάλι να εξασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για όσα παιδιά μπορούν να ενταχτούν. Οδηγώντας έτσι με μαθηματική ακρίβεια τα ειδικά σχολεία σε κλείσιμο και στον εκ νέου αποκλεισμό των ΑμεΑ από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Αποϊδρυματοποίηση, αποασυλoποίηση: Εδώ και αρκετό καιρό, τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Αμερική, μια σειρά καλοπληρωμένων επιστημόνων και συνδικαλιστών από το χώρο της αναπηρίας, σε αγαστή συμφωνία με τις αστικές κυβερνήσεις αλλά και την ίδια τη στρατηγική της ΕΕ, αξιοποιούν μια σειρά από συνέδρια και ημερίδες για να σηκώσουν τη σημαία της αποϊδρυματοποίησης, της μετακίνησης δηλαδή φιλοξενούμενων από ιδρυματικές δομές φιλοξενίας, σε κοινοτικές δομές και σε οικογένειες, και την κατάργηση της πρακτικής της μακροχρόνιας παραμονής τους σε ιδρύματα, με ταυτόχρονο κλείσιμο των ιδρυμάτων μακροχρόνιας φροντίδας. Μάλιστα, προβάλλουν ως επιχείρημα την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στα διάφορα ιδρύματα για χρονίως πάσχοντες, βαριά αναπήρους, λόγω της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της έλλειψης επιστημονικών προγραμμάτων στη λειτουργία τους. Πίσω λοιπόν από τη σημαία της αποϊδρυματοποίησης, κρύβεται η στόχευση του κράτους να αποποιηθεί την ευθύνη προστασίας πληθυσμών που το έχουν ανάγκη, όπως είναι τα άτομα με αναπηρίες ή προβλήματα ψυχικής υγείας, οι ηλικιωμένοι, τα εγκαταλελειμμένα ή απροστάτευτα παιδιά, μειώνοντας το κόστος και κλείνοντας τέτοιου είδους δομές, ενώ ταυτόχρονα, μετακυλίει αυτήν την ευθύνη σε ΜΚΟ και ιδιώτες, που ήδη θησαυρίζουν, διευρύνοντας παραπέρα το πεδίο κερδοφορίας τους. Πρόκειται για μια επιλογή που έχει ήδη εφαρμοστεί στο χώρο της ψυχικής υγείας με τραγικά αποτελέσματα.
Προσβασιμότητα: Στα κείμενα της ΕΕ για το θέμα της προσβασιμότητας των ΑμεΑ, αναφέρεται ότι «η εξασφάλιση της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες, στο δομημένο περιβάλλον, στα προϊόντα θα εξασφαλίσει τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα εκατό εκατομμύρια αναπήρων που θα μπορούν να αγοράζουν υπηρεσίες και προϊόντα»!
Από την παραπάνω διατύπωση γίνεται ξεκάθαρο πως τα ΑμεΑ αντιμετωπίζονται από την ΕΕ των μονοπωλίων ως «ευκαιρία», ώστε με ορισμένες προσαρμογές να λειτουργήσει αποτελεσματικά η «ενιαία εσωτερική αγορά», να αποκατασταθούν οι κανόνες της «ανταγωνιστικότητας» και της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων που σχετίζονται ιδιαίτερα με την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών για τους ανθρώπους με αναπηρίες. Η επίκληση της εξάλειψης των εμποδίων που έχουν τα ΑμεΑ για την αξιοποίηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών είναι ο «φερετζές» για να συγκαλυφθεί η πραγματική στόχευση, ότι δηλαδή τα άτομα αυτά (ΑμεΑ και ηλικιωμένοι) θα αποτελούν μια αγορά 120 εκατομμυρίων, που για να αξιοποιηθεί από τη βιομηχανία όσον αφορά τις ιδιαίτερες-πρόσθετες ανάγκες τους απαιτούνται μέτρα προσαρμογής προκειμένου τα εμπορεύματα να μπορούν να διεισδύσουν απρόσκοπτα σε αυτήν την αγορά, αλλά και νέα κεφάλαια να επενδυθούν στη διαμόρφωση προσβάσιμου δομημένου περιβάλλοντος. Εντοπίζουν ότι, με τις υπάρχουσες διαφορές που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο, στους κανόνες κλπ. από κράτος σε κράτος, δημιουργείται υψηλότερο κόστος στους μονοπωλιακούς ομίλους, τους εμποδίζει να επωφεληθούν από το «δυναμικό της εσωτερικής αγοράς», παρεμποδίζεται η «οικονομική μεγέθυνση». Με άλλα λόγια, η ΕΕ προφανώς και δεν αποσκοπεί στη δωρεάν εξασφάλιση παροχής των αναγκαίων προϊόντων και υπηρεσιών για την κάλυψη των πρόσθετων αναγκών των ΑμεΑ, αλλά στο πώς τα εμπορεύματα των ομίλων θα έχουν «εύκολη πρόσβαση» στους «πελάτες» ΑμεΑ. Στο πώς οι μεγάλοι όμιλοι θα βάλουν «πόδι» και στο αγοραστικό κοινό των ΑμεΑ, πουλώντας τα «προσαρμοσμένα προϊόντα» τους με μεγαλύτερη ευκολία.
Κάρτα αναπηρίας και ψηφιακή πιστοποίηση της αναπηρίας: Η ψηφιοποίηση των ΚΕΠΑ και η κάρτα αναπηρίας που εφάρμοσε η ΝΔ σε τίποτα δεν αλλάζουν το χαρακτήρα τους ως μηχανισμοί περικοπών, μια και έχουν αναδειχτεί στο βασικό μηχανισμό κατακρεούργησης επιδομάτων και συντάξεων. Ούτε βέβαια έχουν αντιμετωπίσει την πολύμηνη αναμονή, που μπορεί να φτάνει και τους 8-10 μήνες για μια αξιολόγηση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι, ενώ οι βαριά ανάπηροι στη χώρα μας είναι πάνω από 500.000, επίδομα αναπηρίας παίρνουν μόνο οι 150.000, ενώ όταν ξεκίνησαν να λειτουργούν τα ΚΕΠΑ, επίδομα αναπηρίας έπαιρναν οι 230.000. Οι συνταξιούχοι αναπηρίας του ΙΚΑ πριν τη λειτουργία των ΚΕΠΑ ήταν στο 14% του συνόλου των συνταξιούχων και σήμερα έχουν μειωθεί κάτω από το 5%, όταν κράτος και ΕΕ αναγνωρίζουν ότι οι ανάπηροι ανέρχονται περίπου στο 10% του πληθυσμού· ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που με διάφορα «τεχνάσματα», όπως με αλλαγή κατηγορίας του αναπήρου, με μικρές μειώσεις ποσοστών, με αλλαγή του προσδιορισμού «ανίκανου προς εργασία», χάνονται επιδόματα ή συντάξεις, ακόμα και η ασφαλιστική κάλυψη του αναπήρου.
Η εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την αναπηρία από τις ελληνικές κυβερνήσεις είχε ως συνέπεια τη δραματική επιδείνωση του βιοτικού επίπεδου των ΑμεΑ, των χρονίως πασχόντων και των οικογενειών τους. Είδαν τις ανάγκες τους στο σύνολό τους να μην μπορούν να ικανοποιηθούν με δημόσιο και δωρεάν τρόπο. Τα δημόσια συστήματα υγείας-πρόνοιας στη χώρα μας, υπονομευμένα από την πολιτική των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων, σμπαραλιάστηκαν ακόμα περισσότερο μέσα στην πανδημία, αποδείχτηκαν ανεπαρκέστατα σε σχέση με την υπεράσπιση της υγείας και της ζωής του λαού και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων τμημάτων του, όπως είναι τα ΑμεΑ και οι χρονίως πάσχοντες. Η αύξηση της συννοσηρότητας και της θνησιμότητας, η μείωση της διάρκειας ζωής των ΑμεΑ ήταν τα δραματικά αποτελέσματα. Οι εκατοντάδες των νεκρών στη χώρα μας και οι εκατόμβες των νεκρών στις άλλες χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στα ιδρύματα και στους οίκους ευγηρίας, οι τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, ο εξαναγκασμός των γιατρών σε «επιλογές» των ασθενών, λόγω των ελλείψεων, είναι η δραματική επιβεβαίωση.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Η ψυχική υγεία έχει αναβαθμιστεί στην πολιτική ατζέντα της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων κυρίως από το 2005 και μετά. Οι λόγοι που υπαγορεύουν τη θέσπιση ενιαίας στρατηγικής στον τομέα της ψυχικής υγείας από τις αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών αποτυπώνονται ανάγλυφα στα σχετικά κείμενα της ΕΕ και του ΠΟΥ. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η ψυχική υγεία του ευρωπαϊκού πληθυσμού αποτελεί μέσο για την επίτευξη ορισμένων από τους στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ΕΕ, όπως να ξαναμπεί η Ευρώπη στην πορεία προς τη μακροπρόθεσμη ευημερία.»10
Ομολογούν κυνικά ότι η καλή ψυχική υγεία τούς απασχολεί γιατί είναι «κλειδί» για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, αυξάνει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, μειώνει τον «απουσιασμό» και τον «παρουσιασμό» (παρών στην εργασία, αλλά με χαμηλές επιδόσεις) και έμμεσα εξασφαλίζει τη μείωση των δαπανών για την υγεία.
Τα μέτρα που παίρνονται σε όλη την ΕΕ, με βασικό πυλώνα την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», έχουν ως βασικό στόχο την ελαχιστοποίηση των κρατικών δαπανών για την ψυχική υγεία και την παράδοση όλο και μεγαλύτερου μέρους των αναγκών των ψυχικά ασθενών στην επιχειρηματική δράση, είτε απευθείας από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του χώρου είτε από τις ΜΚΟ που ξεκοκαλίζουν προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται συστηματικά η ευθύνη στις οικογένειες και στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές υπηρεσιών. Αυτό γίνεται ήδη από το πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης, το λεγόμενο «Ψυχαργώς», το 1997, και συνεχίζεται έκτοτε απ’ όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Πάντα βέβαια με «καρότο» τις έννοιες της «αποϊδρυματοποίησης», του «σεβασμού των δικαιωμάτων των ασθενών», την «καταπολέμηση του στίγματος» κλπ. που κάθε επιστήμονας, ασθενής ή φροντιστής δε θα μπορούσε να μη «συνηγορήσει». Το ΚΚΕ αντιπαλεύει σταθερά τις λογικές και τις κατευθύνσεις αυτές. Τα νούμερα που έδωσε στη δημοσιότητα ο υφυπουργός κ. Βαρτζόπουλος επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μας: Μετά τις τρεις φάσεις του «Ψυχαργώς» που υλοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-
ΑΝΕΛ και συνεχίζει η ΝΔ, οι κλίνες νοσηλείας των ψυχιατρικών περιστατικών αντιστοιχούν σε 900 κλίνες στο δημόσιο σύστημα υγείας και 4.700 στον ιδιωτικό τομέα.
Ευρωενωσιακής κατεύθυνσης είναι και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ψυχική Υγεία 2021-2030, που κατέθεσε την προηγούμενη χρονιά η κυβέρνηση της ΝΔ. Το Σχέδιο αφορά την ίδρυση δομών οι οποίες φυσικά είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες και επί της ουσίας δεν έρχονται να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες, αλλά, αντίθετα, αντικαθιστούν δομές που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος και λόγω της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ασθενών. Αντί για χρηματοδότηση και στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών με όλο το αναγκαίο προσωπικό, όλων των ειδικοτήτων, ώστε να καλύπτεται σε πανελλαδικό επίπεδο ο πληθυσμός όλων των ηλικιών σε επίπεδο πρόληψης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας, προβλέπεται η χρηματοδότηση νέων δομών από το Ταμείο Ανάκαμψης, που πρακτικά σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία της χρηματοδότησης κατευθύνεται σε ιδιώτες, ΝΠΙΔ-ΜΚΟ κ.ά., με ημερομηνία λήξης τους 18 μήνες, χωρίς να εξασφαλίζεται η συνέχιση των θεραπευτικών προγραμμάτων, ενώ θα συνδεθεί με την κοστολόγηση των υπηρεσιών και το φόρτωμά τους στα ήδη τσακισμένα ασφαλιστικά ταμεία.