Κάθε θεσμική-νομική καθιέρωση μέτρων προστασίας της γυναίκας ή αναγνώρισης της ισοτιμίας ανάμεσα στα δύο φύλα αποτυπώνει, στον έναν ή άλλο βαθμό, την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί στην ένταξη της γυναίκας στην κοινωνικά αναγνωρισμένη εργασία, μετά από πολλές εκατοντάδες χρόνια σχεδόν αποκλειστικής απασχόλησής της στις εργασίες του ατομικού νοικοκυριού ή στην αγροτική παραγωγή.
Βέβαια, η νομική-θεσμική πρόοδος δεν ήρθε αυτόματα στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Έγιναν πολύχρονοι και πολυποίκιλοι αγώνες, αρχικά από τις ίδιες τις εργάτριες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ κατά το 19ο αιώνα. Αγώνες έγιναν και από αστές φεμινίστριες. Όμως ο αγώνας για την καθιέρωση Παγκόσμιας Μέρας για την Ισοτιμία της Γυναίκας ανήκει στις σοσιαλίστριες γυναίκες του 1910.
Πρωτοπόρα ήταν η συμβολή του ΚΚΕ στη χώρα μας, αφού ήδη από το Ιδρυτικό Καταστατικό του την πρόβαλε, ενώ με τη δική του δράση οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις απελευθερωμένες από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ περιοχές κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπάρχει μικρότερη ή μεγαλύτερη κατάκτηση στην ισονομία των δύο φύλων που να μην αποτυπώνει τον αντίστοιχο αγώνα του ΚΚΕ.
Βέβαια, το ΚΚΕ, οι κομμουνίστριες, πάντα είχαμε κι έχουμε συνείδηση ότι η ισονομία δεν οδηγεί και σε πραγματική ισοτιμία, γιατί, π.χ., η ισονομία ως προς τις άδειες από την εργασία δεν παίρνει υπόψη την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας στην αναπαραγωγική διαδικασία, που σημαίνει εγκυμοσύνη, τοκετός, θηλασμός, λοχεία, άρα ανάγκη πρόσθετων αδειών, διευκολύνσεων για να συνδυαστεί η μητρότητα με την εργασία.
Αυτό, αν και εν μέρει το παίρνει υπόψη του το αστικό Δίκαιο –π.χ. για άδειες τοκετού στις μισθωτές, όχι όμως και σε εργαζόμενες «με μπλοκάκι»– ταυτόχρονα το χρησιμοποιεί και σε βάρος των γυναικών, όπως με την προς τα πάνω εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης. Πολύ περισσότερο που η τυπική ισονομία στους μισθούς μεταξύ αντρών-γυναικών δεν οδήγησε σε κλείσιμο της ψαλίδας στον ίδιο κλάδο και για ίδια εργασία.1
Ακόμα περισσότερο, η όποια ισοτιμία δεν είναι καθολική όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα, όσο υπάρχουν τάξεις με βάση την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Π.χ. η ισονομία, και αυτό αφορά γυναίκες και άντρες, ως προς την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στη διδακτορική βαθμίδα, δεν αρκεί για να πραγματοποιηθεί από τα παιδιά μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης και λαϊκών μεσαίων στρωμάτων, αφού υπάρχει εμπορευματοποίηση, δίδακτρα, δεν εξασφαλίζονται συνθήκες διαβίωσης με κάλυψη της αναγκαίας δαπάνης από το κράτος.
Μόνο με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, με την κατάργηση της εκμεταλλευτικής σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, με την κατοχύρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για καθολική συμμετοχή της γυναίκας στην εργασία και στα όργανα εξουσίας, για ισοτιμία ανάμεσα στα δύο φύλα, για ισοτιμία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στις σχέσεις τους με τα παιδιά. Μόνο με την επαναστατική εργατική εξουσία θεμελιώνονται στέρεα οι δυνατότητες ώστε όλη η εκπαιδευτική, η ιδεολογική, η πολιτιστική κρατική κοινωνική παρέμβαση ν’ αντιμετωπίσει ριζικά επιβιώσεις και αναχρονισμούς με πολύ μεγάλες ρίζες στα βάθη του παρελθόντος.
Διόλου τυχαία, πρωτοποριακές πραγματικές κατακτήσεις για τις εργαζόμενες γυναίκες εκφράστηκαν γενικευμένα στην πρώτη χώρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τη Σοβιετική Ένωση, πριν έναν αιώνα, όταν ακόμα και σε κορυφαίες τότε καπιταλιστικές κοινωνίες δεν είχε γενικευτεί ούτε το εκλογικό δικαίωμα. Η γυναίκα στη Σοβιετική Ένωση είχε ίδια δικαιώματα με τον άντρα, τα παιδιά είχαν τα ίδια αυξημένα δικαιώματα, ανεξάρτητα αν ήταν από νόμιμο γάμο ή απλή σχέση.
Αυτές οι κατακτήσεις των γυναικών στην τότε Σοβιετική Ένωση δημιούργησαν την κοινωνική δύναμη και πίεση ώστε να προχωρήσουν ορισμένες κατακτήσεις και στα καπιταλιστικά κράτη. Στα τελευταία, καθυστερούσε σημαντικά, π.χ., η κατοχύρωση του γενικού εκλογικού δικαιώματος στις ενήλικες γυναίκες, όχι γιατί αυτό ήταν στοιχείο ασύμβατο προς την καπιταλιστική λειτουργία, αλλά γιατί η επιβίωση του καπιταλισμού στηρίζεται και στην κινητοποίηση-ενσωμάτωση προκαπιταλιστικών αντιδραστικών δυνάμεων, π.χ. των μηχανισμών χειραγώγησης των λαϊκών δυνάμεων που διαθέτουν τα θρησκευτικά δόγματα και η εκκλησιαστική οργάνωσή τους.
Ας θυμηθούμε πόσο καθυστέρησε το Οικογενειακό Δίκαιο στα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης να απαλλαγεί από τις αντιδραστικές δεσμεύσεις του χριστιανικού δόγματος, ιδιαίτερα στην Καθολική μορφή του, περί του αδιάλυτου του γάμου, της υποταγής της γυναίκας στον άντρα, της απαγόρευσης των εξωγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων κ.ά. Ακόμα, σε πλήθος σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, όπου κυριαρχεί το μουσουλμανικό δόγμα, το Αστικό Δίκαιο δεν έχει απαλλαγεί από τις αντίστοιχες αντιδραστικές δοξασίες. Η αστική κρατική λειτουργία δεν έχει επιβάλει την εκτόπισή τους από την καθημερινότητα, τις λεγόμενες παραδόσεις και συμπεριφορές στις σχέσεις των δύο φύλων, στην οικογένεια κλπ.
Έτσι και σήμερα, διατρέχοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σε χώρες όπως η Ινδία, η Τουρκία, η Νότια Αφρική, άλλες ασιατικές και αφρικανικές χώρες, συναντάμε απίστευτη κοινωνική υποβάθμιση της γυναίκας, εξάρτησή της από τον άντρα, σκοταδιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, πολύμορφη βία κατά των γυναικών προερχόμενη από τα αντρικά μέλη της οικογένειας, και των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.
Η σωστή αντίδραση στο παραπάνω φαινόμενο εκ μέρους θεωρητικών φεμινιστικών ρευμάτων και κινήσεων, κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, συχνά συνοδεύεται από λαθεμένη εξήγηση του φαινομένου: Ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της εισαγωγής κεφαλαίου και επομένως επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων που επιδρούν διαλυτικά στην αγροτική κοινότητα –βασική παραγωγική μονάδα γυναικείας εργασίας– που συνοδεύεται από επέκταση της βίας κατά των γυναικών, ενίσχυση της αντρικής εξουσίας, καθεστώς χαρακτηρισμένο ως πατριαρχία.2
Κατά κάποιον τρόπο αυτή η άποψη εξιδανικεύει την προγενέστερη κατάσταση, αν και σωστά αναδεικνύει την καπιταλιστική βία, η οποία βέβαια δεν ασκείται μόνο στις γυναίκες, αλλά και στους άντρες. Και έτσι, σ’ αυτήν τη βάση υπερβάλλει για το ρόλο του φεμινιστικού κινήματος, και μάλιστα αποσπασμένου από την ταξική προσέγγιση, από το εργατικό κίνημα ως φορέα της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό.
Είναι άλλο ζήτημα, θα το εξετάσουμε και στη συνέχεια, ότι σε περιόδους που το καινούργιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν έχει ακόμα πλήρως διαμορφωθεί κι επικρατήσει, όπως συνέβαινε στο 16ο, 17ο, 18ο αιώνα στην Ευρώπη, ή, παρά την κυριαρχία του, διατηρεί ακόμα πολλά προγενέστερα κατάλοιπα. Αυτό συμβαίνει και σήμερα σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής, όπου παλαιού τύπου αντιδραστικά φαινόμενα, όπως «το κυνήγι των μαγισσών», συνυπάρχουν με νέα, όπως η καπιταλιστική βία στα εργοστάσια, που επηρεάζει αρνητικά και την αντρική συμπεριφορά στην εργατική-λαϊκή οικογένεια. Όμως δεν είναι γενικά η εξουσία του άντρα μέσα στην πυρηνική εργατική οικογένεια που πρωτογενώς παράγει τη βία κατά της γυναίκας, όπως υποστηρίζουν φεμινίστριες. Θεωρούμε αντεστραμμένη την τοποθέτησή τους ότι: «Η βία ήταν πάντοτε παρούσα ως υπαινιγμός, ως δυνατότητα εντός της πυρηνικής οικογένειας, επειδή, μέσω του μισθού τους, παραχωρήθηκε στους άντρες η εξουσία να επιτηρούν την απλήρωτη εργασία των γυναικών, να τις χρησιμοποιούν ως υπηρέτριες και να τις τιμωρούν αν αρνηθούν την οικιακή εργασία. Γι’ αυτό και μέχρι πρόσφατα η ενδοοικιακή αντρική βία δε θεωρείτο έγκλημα», όπως καταγράφεται από την S. Federici.3
Σημειωτέον ότι μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σ’ έναν πολύ πιο ευνοϊκό συσχετισμό για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, τις δυνάμεις του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού, διαμορφώνονταν Διεθνείς Συμβάσεις που προκαλούσαν ορισμένη αναμόρφωση και αντιστοίχηση των εθνικών νομοθεσιών σε καπιταλιστικά κράτη, φέρνοντας ορισμένη ισονομία στο Οικογενειακό Δίκαιο, στο Εργατικό Δίκαιο. Όμως στην πράξη, άμεσα και πιο ολοκληρωμένα ωφελήθηκαν οι γυναίκες της αστικής τάξης, των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων. Πολύ λιγότερο και τυπικά ωφελήθηκαν οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων των πόλεων και κωμοπόλεων. Για παράδειγμα, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρέμεινε τυπικό για τις εργάτριες, όπως άλλωστε και για τους εργάτες, αν δεν υλοποιούνταν με τη συμμετοχή τους στα εργατικά κόμματα.
Πολύ περισσότερο τυπική έμεινε η ισονομία αντρών-γυναικών στην εργατική νομοθεσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα γυναικείοι κλάδοι είναι οι πιο κακοπληρωμένοι και με τις χειρότερες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, ενώ σε κλάδους κι εργασίες υψηλής επιστημονικής-τεχνολογικής ειδίκευσης είναι ακόμα χαμηλή η γυναικεία συμμετοχή.
Φυσικά, το ΚΚΕ, το εργατικό κίνημα, το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, τα αντιμονοπωλιακής κατεύθυνσης κινήματα των μικρομεσαίων αγροτών και αυτοαπασχολούμενων των πόλεων αξιοποιούν, πρέπει να αξιοποιούν οποιαδήποτε τυπική κατάκτηση, κάθε νόμο για την ισοτιμία της γυναίκας, για την υπεράσπισή της από αναχρονιστικές πρακτικές στην οικογένεια, εκ μέρους του άντρα κλπ. Γι’ αυτό και σήμερα προβάλλουμε ανάλογες διεκδικήσεις για αυστηροποίηση των ποινών στους δράστες βίας κατά των γυναικών.
Ταυτόχρονα αναπτύσσουμε ιδιαίτερη δράση προκειμένου μέσα στις γραμμές του Κόμματος, της ΚΝΕ, του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, των άλλων κινημάτων να αναπτύσσεται αγωνιστική διαπαιδαγώγηση για τη στάση των αντρών απέναντι στις γυναίκες, για την προσέλκυση γυναικών, την ανάδειξή τους σε όργανα κλπ.
Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος ώστε γυναίκες και άντρες να αποκτούν πείρα, να διαχωρίζουν την τυπική από την ουσιαστική ισοτιμία, να κατανοούν την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην αστική και την εργατική δημοκρατία, να συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, την αναγκαιότητα της πάλης για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.