"Η τέχνη στον καιρό των κερασιών". Η καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία στα χρόνια της Κομμούνας


της Ελένης Μηλιαρονικολάκη

Είναι τόσος καιρός, σύντροφοι,

που τραγουδούσαμε όλο για τους άλλους.

Ας έχουμε τώρα τα δικά μας τραγούδια

και ας μην τραγουδάμε, παρά μόνο για μας.

 Ζαν Μπατίστ Κλεμάν

 

 

Έφοδο στον ουρανό αποκάλεσε ο Μαρξ την Κομμούνα, το γενναίο αυτόν πρόμαχο των προλεταριακών επαναστάσεων που έλαμψε και φώτισε για πρώτη φορά από τις 18 Μάρτη ως τις 28 Μάη του 1871 τα σκοτάδια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και πραγματικά, η Κομμούνα ήταν μεγάλο τόλμημα, αν αναλογιστούμε το επίπεδο ανάπτυξης της εργατικής τάξης εκείνα τα χρόνια στη Γαλλία: Το χαμηλό βαθμό συγκέντρωσής της σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, την ανεπαρκή συνδικαλιστική και την υποτυπώδη πολιτική οργάνωσή της. Μόλις που είχε αρχίσει να ξυπνά, να αποκτά συνείδηση ότι αποτελεί αυτοτελή τάξη που πρέπει να σκέφτεται και να δρα για τον εαυτό της, έξω από την αστική επιρροή.

Το ξύπνημά της εκδηλώθηκε ήδη από τον Ιούνη του 1848, όταν πραγματοποίησε την πρώτη της αυτοτελή εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα.

2021-6-com-1

Λίγο πριν την Κομμούνα, το προλεταριάτο βρισκόταν ήδη σε μεγάλη κινητικότητα. Κατά το διάστημα 1869-1970 είχε ξεσπάσει ένα πρωτοφανές ως τότε απεργιακό κύμα, με χαρακτηριστική την απεργία στο μεγαλύτερο εκείνα τα χρόνια εργοστάσιο της Γαλλίας στην πόλη Λε Κρεζό το Γενάρη του 1870, την οποία ακολούθησε η απεργία 1.500 ανθρακωρύχων στην ίδια πόλη, που στηρίχτηκε από την Α΄ Διεθνή.

Χαρακτηριστικό για τη συνείδηση που διαμόρφωναν τα πρωτοπόρα λαϊκά στρώματα στα χρόνια που προηγήθηκαν της Κομμούνας είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε το 1865 με τον ειρωνικό τίτλο Η πλέμπα, καθώς έτσι αποκαλούσαν το προλεταριάτο, το φτωχό λαό, οι αριστοκράτες και οι μεγαλοαστοί. Το τραγούδι αυτό, το αγαπούσαν ιδιαίτερα οι Παριζιάνοι τις μέρες της Κομμούνας. Μόλις ακουγόταν στο ρεφρέν ο περιφρονητικός χαρακτηρισμός τους ως πλέμπα, απαντούσαν τραγουδώντας όλοι μαζί με καμάρι: Ε ναι, λοιπόν, ΕΙΜΑΙ!

2021-6-com-2

 

Η πλέμπα (La canaille)
Στίχοι: Αλεξίς Μπουβιέ, μουσική: Ζοζέφ Νταρσιέ, 1868.

Μες στης Γαλλίας την παλιά πόλη

μοχθεί μια ατσάλινη γενιά

που η ψυχή της σαν το καμίνι

καίει τη σάρκα της στη φωτιά.

 

Πάνω στην ψάθα γεννά τα παιδιά της

για μέγαρο έχει τρύπα υγρή

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Δεν είν’ αποβρασμάτων ασκέρι,

είν’ άνθρωποι όλο τιμή

με πένα ή με σφυρί στο χέρι

βγάζουν με ιδρώτα το ψωμί.

Είν’ ο πατέρας που δουλεύει

αδιάκοπα βράδυ-πρωί.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Είναι ο αρτίστας που σαν μποέμης

δε φτιάχνει ρίμες ρομαντικές,

σονέτα της αγαπημένης,

για το στομάχι ξεγελαστές.

Είν’ η ανάγκη που τραγουδάει

να ’χει μια στέγη, σωστό φαΐ.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

2021-6-com-3

Είν’ άνθρωπος με σκαμμένη όψη,

σώμα λιγνό, μάτι άγρυπνο

με νεύρο και μέσα του λάμψη,

μπράτσο και χέρι από σίδερο.

Την κοροϊδία με πνεύμα ανατρέπει

την καταφρόνια περιφρονεί.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Είν’ το παιδί που στο τυχερό του

απ’ τα κουρέλια του είναι να βγει

όταν πατώντας τα είκοσί του

με βία φοράει το χακί.

Κρέας για τα κανόνια της μάχης,

πάντα υπακούει με σιωπή.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Τη Μασσαλιώτιδα τραγουδούσαν

οι πατεράδες μας γέροι φτωχοί

τους προμαχώνες όταν γκρεμίζαν

στων κανονιών μες στη βολή.

Χίλια εφτακόσια ενενήντα τρία,

τι μαχητές!, είπαν, αυτοί.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Κάποιοι την πένα έχουν καντίνι,

στο πρόσωπό τους μια θλίψη πικρή,

άλλοι χτυπάν με σφυρί το αμόνι

μεθούν για να βρουν κάποια φυγή

απ’ τη μιζέρια που σαν μαχαίρι

σκάβει στο στήθος τους πληγή.

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

 

Στρατιά ανθρώπων είναι μεγάλη

ρούχα κουρέλια κι αν φορεί

σαν η Γαλλία καλεί σε μάχη

μες στις σημαίες της θα ντυθεί

με το τουφέκι σφιχτά στο χέρι,

ο εχθρός απάντηση να βρει:

Είναι η πλέμπα.

Ε ναι, είμ’ αυτή!

2021-6-com-4

Διαπιστώνουμε –και μέσα από αυτό το τραγούδι– ότι το 1865 το προλεταριάτο τρέφει ακόμα πανεθνικές-πατριωτικές αυταπάτες. Θεωρεί πως η Γαλλία είναι μία. Τόσο δική του όσο και αυτών που το εξουσιάζουν. Αυτές οι αυταπάτες, μέσα από την εμπειρία του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, αρχίζουν να κλονίζονται. Η αστική τάξη δε θα διστάσει να προδώσει τη «Γαλλία». Να συνθηκολογήσει με ατιμωτικούς όρους με τους Πρώσους, να τους παραδώσει τη Λωραίνη και να συνεργαστεί μαζί τους για να διασώσει την εξουσία της.

2021-6-com-5

Η τάξη που θα αρνηθεί τη συνθηκολόγηση και θα υπερασπιστεί το Παρίσι, το δικό της Παρίσι, από την ξένη εισβολή είναι η εργατική. Και αυτό το κάνει σε αντίθεση με τη θέληση της άρχουσας τάξης, επιβάλλοντας στις 18 Μάρτη του 1871 την εξουσία της, την Κομμούνα. Μετέτρεψε έτσι το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο σε πόλεμο ταξικό.

2021-6-com-6

Ο Ζυλ Βαλλές, Κομμουνάρος συγγραφέας και κορυφαίος την εποχή του δημοσιογράφος, σε πρωτοσέλιδο άρθρο του στην εφημερίδα του Η Κραυγή του λαού, χαιρετίζει την ανακήρυξη της Κομμούνας που έγινε στις 26-28 Μάρτη.

 

Ζυλ Βαλλές, «Η 26η ΜΑΡΤΗ»
28 Μάρτη 1871

Ω! Μέγα Παρίσι!

Πόσο δειλοί ήμασταν, συζητούσαμε ήδη να σ’ εγκαταλείψουμε

και ν’ απομακρυνθούμε απ’ τα προάστιά σου,

που θεωρούσαμε νεκρά!

Συγγνώμη, πατρίδα της τιμής, πόλη της σωτηρίας,

καταυλισμέ της επανάστασης.

Ό,τι κι αν συμβεί, κι αν αναγκαστούμε

να ηττηθούμε ξανά και ξανά να πεθάνουμε,

η γενιά μας βρήκε παρηγοριά!

Πληρώσαμε για είκοσι χρόνια ήττες και αγωνία.

Σάλπιγγες, σαλπίστε στον αέρα, τύμπανα ηχήστε στα πεδία!

Αγκάλιασέ με, σύντροφε, που όπως κι εγώ γκριζάρισες.

Κι εσύ γαβριά, που παίζεις τα γκαζάκια πίσω απ’ το οδόφραγμα,

έλα να σε φιλήσω!

 

Η 18η Μάρτη σ’ έσωσε, μικρή μου όμορφη! Θα μεγάλωνες,

όπως κι εμείς, μες στην ομίχλη,

θα τσαλαβουτούσες μέσα στη λάσπη,

θα στριφογύριζες μέσα στο αίμα, θα πέθαινες από ντροπή,

θα ’χες τον άφατο πόνο των ατιμασμένων.

Τέλειωσε!

Ματώσαμε και κλάψαμε για σένα!

Εσύ θα συλλέξεις τους καρπούς της κληρονομιάς μας.

Γιε των απελπισμένων, εσύ θα είσαι ένας ελεύθερος άνθρωπος!

2021-6-com-7

Άλλη είναι όμως η γνώμη των αστών για την πόλη στη διάρκεια της Κομμούνας. 

 

Τεοφίλ Γκωτιέ, «Παρίσι - Πρωτεύουσα»
Οκτώβρης 1871

«Σε κάθε μεγάλη πολιτεία υπάρχουν λάκκοι λεόντων, σπηλιές κλειστές με χοντρές μπάρες όπου κλείνουν τα άγρια θηρία, τα απαίσια ζώα, τα δηλητηριώδη ζώα, όλους τους απειθάρχητους και δύστροπους που η κοινωνία δεν μπόρεσε να εξημερώσει, αυτούς που αγαπάν το αίμα, αυτούς που η πυρκαγιά τούς διασκεδάζει όπως τα βεγγαλικά, αυτούς που συναρπάζονται με την κλεψιά, αυτούς που θεωρούν πως ο βιασμός σημαίνει αγάπη, όλα τα τέρατα και τις διαστροφές της ψυχής, πληθυσμό βρομερό, που δε γνωρίζει η μέρα και που σέρνεται μέσα στα βάθη του υπόγειου σκότους. Μια μέρα τυχαίνει και ο φύλακας, αφηρημένος, ξεχνά τα κλειδιά στις πόρτες του θηριοτροφείου και τα άγρια θηρία κατακλύζουν την τρομοκρατημένη πόλη με φοβερά ουρλιαχτά. Από κλουβιά ανοιχτά ξεχύνονται οι ύαινες του 1793 και οι γορίλες της Κομμούνας.»

 

Και να μπροστά μας ολοζώντανα τα δύο Παρίσια, το προλεταριακό και το αστικό. Το Παρίσι του πολιτισμού, που δοξάζει ο Βαλλές, και το Παρίσι της βαρβαρότητας, του αβυσσαλέου μίσους, όπως το βλέπει ο Γκωτιέ.

Δεν είναι όμως μόνο οι νοσταλγοί της μοναρχίας, σαν τον Γκωτιέ, που λυσσομανούν ενάντια στον εξεγερμένο λαό, αλλά σύσσωμη η μεγάλη αστική τάξη της Γαλλίας. Και είναι λογικό. Έντρομοι οι αστοί διαπίστωσαν για πρώτη φορά ότι η εξουσία τους δεν είναι αιώνια. Μια άλλη εξουσία διεκδικεί να την αντικαταστήσει και μια άλλη κοινωνική τάξη, η εργατική, είναι τώρα η προοδευτική, η επαναστατική δύναμη που κάποτε, στον καιρό της φεουδαρχίας, υπήρξε η αστική τάξη.

Η αστική κοινωνία έχει γίνει από καιρό «Γριά Ανθρωποφάγα».

 

2021-6-com-8

 

Ευγένιος Ποττιέ, «Η γριά ανθρωποφάγα»
(Στον κόμη Αλμπέρ ντε Νεβίλ)

Έχεις καρδιά από σίδερο;

Δεν έχεις τίποτα τ’ ανθρώπινο εκτός από τη φάτσα;

Τότε, ακολούθησέ με στην κόλασή μου.

Είμαι η γριά ανθρωποφάγα

μεταμφιεσμένη σε κοινωνία.

Δες τα κοκκινισμένα απ’ τη σφαγή χέρια μου,

το θολωμένο από τον πλούτο μάτι μου.

Έχω μπόλικες γωνιές στο καταφύγιό μου

γεμάτο από ψοφίμια κι από κόκκαλα.

Έλα, δες τα! Έφαγα τον πατέρα σου.

Θα φάω και τα παιδιά σου.

 

Εδώ είναι πεδίο μάχης.

Θερίζανε για τρεις μέρες,

ο θεριστής ήταν κανόνι.

Κι όλοι ετούτοι οι συλλέκτες είναι τα όρνεα.

Το στάρι στην πλήρη υπεροχή του

άπλωνε το χρυσάφι του, ταπέτο…

Πεινασμένοι, διαλέξτε για τα δεμάτιά σας

τούτα τα νεκρά κορμιά και στάχυα.

 

Αυτό εδώ είναι το σπίτι των «κοριτσιών»

ο νεκροθάλαμος του αρρωστημένου έρωτα.

Αυτή με την πολυτέλεια πλάνεψε την πείνα

κι άρπαξε τον ανθό από τις οικογένειες.

 

Δες κάτω απ’ το φανάρι τη φτωχιά ανήθικη,

να κοιτάζει σαγηνευτικά με τα νεκρά της μάτια,

να λικνίζει το κορμί της, να ξαπλώνει την ψυχή της

μέσα στα σάλια των περαστικών.

 

Να οι φυλακές και τα κάτεργα,

οι προτεστάντες με το μαχαίρι

βαφτίζουν τα εγκλήματά τους εκστρατείες

και κάνουν προδοσίες με το δήμιο.1

 

Κλείνουν τον κλέφτη φυλακή μόλις που συλλαβίζει

κι όταν απ’ το σχολείο τούτο βγει

σκοτώνει σπουδαγμένα.

 

Πάμε και στις μανιφακτούρες.

Τα άλλα τα κάτεργα λιγότερο φοβίζουν.

Εδώ περνάνε τα ανθρώπινα πλάσματα

από μεταλλικό κύλινδρο ατμού. Είναι μια δύναμη αναλώσιμη.

Σώμα, ψυχή, πνεύμα μένουν παραπεταμένα.

Εδώ είναι η μηχανή που σκέφτεται

κι ο άνθρωπος αλέθεται.

 

Έχω κι άλλες κολάσεις.

Θέλεις ν’ ανοίξω τα κεφάλια;

Το μικρόβιο της πλήξης καταβροχθίζει

την ουσία της δουλειάς σας.

Θέλεις ν’ ανοίξω την ανθρώπινη ψυχή;

Ο εσωτερικός μυς είναι παραμορφωμένος.

Η θυμωμένη αγάπη, που την ονομάζουν μίσος,

χύνει λιωμένο μολύβι.

 

Είμαι η γριά ανθρωποφάγα

μεταμφιεσμένη σε κοινωνία.

Οι δυο μάσκες του προσώπου μου

είναι: Οικογένεια και Ιδιοκτησία.

Ο άνθρωπος που στριμώχνεται στο μαντρί μου

δε θα γνωρίσει το ένδοξο μέλλον του.

 

Από τη σύνθεση που είχε η κυβέρνηση της Κομμούνας, φαίνεται ήδη το ενδιαφέρον της για τη μορφωτική, πολιτιστική ανύψωση της εργατικής τάξης, που η αστική τάξη την είχε καταδικάσει στην πνευματική καθυστέρηση για να μπορεί να την αποκαλεί πλέμπα, να την κατηγορεί ως «ράτσα» βάρβαρη, χυδαία και κτηνώδη. Δίπλα στους εργάτες που αποτελούσαν την ηγετική δύναμη, υπάρχουν και πολλοί πρωτοπόροι επιστήμονες, λόγιοι, καλλιτέχνες, όπως ο Γκυστάβ Κουρμπέ που στις μέρες μας θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα, ο Ζυλ Βαλλές, οι επαναστάτες εργάτες και ποιητές Ζαν Μπατίστ Κλεμάν και Ευγένιος Ποττιέ, ο ποιητής της Διεθνούς. Οι δύο τελευταίοι ήταν μέλη της Α΄ Διεθνούς, που στην ίδρυσή της πρωτοστάτησε ο Μαρξ.

2021-6-com-9

Από τις πρώτες μέρες η Κομμούνα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σα Λαϊκά Πανεπιστήμια, σε όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες, όπου ο εξεγερμένος λαός του Παρισιού με πρωτοφανή ενθουσιασμό, ρουφώντας τα λόγια των ομιλητών, άκουγε κάθε λογής πρωτόγνωρα πράγματα: Από επιστημονικές θεωρίες και απαγγελίες ποιημάτων, μέχρι πολιτικές αναλύσεις για την πάλη των τάξεων και την εκμετάλλευση του προλεταριάτου.

2021-6-com-10

 

Λουίζ Μισέλ, «Αναμνήσεις»
1886

 «Ο κόσμος ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα μεμιάς, τις τέχνες, την επιστήμη, τη λογοτεχνία, τις ανακαλύψεις. Η ζωή έβραζε. Όλοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον παλιό κόσμο.»

Έτσι περιγράφει η Λουίζ Μισέλ, σπουδαία επαναστάτρια, δασκάλα και ποιήτρια, το κλίμα τις μέρες της Κομμούνας στο Παρίσι. Το τραγούδι Ο χορός των βομβών, μια διασκευή ποιήματός της, είναι ένας ολοζώντανος πίνακας της επαναστατικής κατάστασης στο Παρίσι του 1871, που στη σημαία του έγραφε «Νίκη ή Θάνατος». Κόκκινα λάβαρα, μαχητές στα οδοφράγματα, το εκκλησιαστικό όργανο να παίζει την Πλέμπα, τη Μασσαλιώτιδα και άλλα επαναστατικά τραγούδια μέσα στις εκκλησίες, όλα να στροβιλίζονται σε έναν τρελό χορό κάτω από τις οβίδες και το βρυχηθμό των κανονιών.

 

Ο χορός των βομβών (La dance des bombes).

Διασκευή σε στίχους της Λουίζ Μισέλ, 1871,

μουσική: Μισέλ Μπερνάρ, 2005

 

Τέτοια «βάρβαρη» εγώ

τα κανόνια, ναι, αγαπώ.

Η οβίδα σαν πετά

ας χορέψουμε, παιδιά.

 

Βόμβες χορεύουν, προσοχή!

Τα λιοντάρια να! Τραγούδι, παιδιά!

Μάχης βροντές, καταιγίδα καυτή.

Χορό, παιδιά!

Βόμβες χορεύουν, προσοχή!

Τα Λιοντάρια να! Χορό, παιδιά!

Μάχης βροντές, μπαρούτι αψύ.

Τραγούδι, παιδιά!

 

Βαριά μπαρουτιού μυρωδιά

μπερδεύεται με θυμιατά

οι φωνές σπάνε τον τρούλο

και φαλτσάρει η ψαλμουδιά.

 

Βόμβες χορεύουν, προσοχή!

Τα λιοντάρια να! Τραγούδι, παιδιά!

Μάχης βροντές, καταιγίδα καυτή.

Χορό, παιδιά!

Βόμβες χορεύουν, προσοχή!

Τα Λιοντάρια να! Χορό, παιδιά!

Μάχης βροντές, μπαρούτι αψύ.

Τραγούδι, παιδιά!

 

Κατακόκκινη η νυχτιά

λάβαρα μες στη φωτιά

για της Μονμάρτρης τα παιδιά

Νίκη ή Θάνατος. Μπροστά!

Τέτοια «βάρβαρη» εγώ

τα κανόνια, ναι, αγαπώ.

Η οβίδα σαν πετά

ας χορέψουμε, παιδιά.

 

Ναι, την καρδιά μου πετώ

στην επανάσταση…

2021-6-com-11

Οι εικαστικοί υπήρξαν ένας ιδιαίτερα δραστήριος κλάδος στις μέρες της Κομμούνας. Δικαιολογημένα, γιατί οι περισσότεροι ήταν νέοι με καταγωγή εργατική ή φτωχή αγροτική, που εξοβελισμένοι από τα επίσημα σαλόνια ζούσαν μια στερημένη, μποέμικη ζωή.

Με απόφαση της κομμουνάρικης κυβέρνησης, ο Κουρμπέ κάλεσε τους καλλιτέχνες για να οργανωθούν. Έτσι ιδρύθηκε η Ομοσπονδία των Εικαστικών Καλλιτεχνών του Παρισιού, που στα μέσα Απρίλη πραγματοποίησε την πρώτη της συνέλευση και εξέλεξε επιτροπή για τη διοίκησή της. Στην επιτροπή συμμετείχαν ορισμένοι από τους πιο εκλεκτούς Γάλλους εικαστικούς.

2021-6-com-12

Δίπλα στον Κουρμπέ είναι ο Ονορέ Ντωμιέ, περίφημος χαράκτης, ζωγράφος, γλύπτης και γελοιογράφος, ο Ζυλ Νταλού (αντιπρόεδρος της επιτροπής), βραβευμένος γλύπτης που διορίστηκε έφορος του Λούβρου, ο Αντρέ Ζιλλ, ζωγράφος και ταλαντούχος γελοιογράφος, οι Ζυλ Ερώ, Τζέιμς Τισσό, Ερνέστ Πισιό, διακεκριμένοι ζωγράφοι, οι αρχιτέκτονες Λουί Σαρλ Μπουαλώ και Ζοζέφ Λουί Ντελμπρούκ.

Η επιτροπή διακήρυξε την «ελεύθερη διάδοση της τέχνης που έπρεπε «να αποδεσμευτεί από την κρατική κηδεμονία και απ’ όλα τα προνόμια», απέρριψε τις εκθέσεις τέχνης με εμπορικό χαρακτήρα, κατάργησε τα επίσημα βραβεία και δημιούργησε το περιοδικό Officiel des Arts, ανοιχτό σε όλες τις αισθητικές απόψεις και κινήματα. Παράλληλα άνοιξε πόλεμο με τον ακαδημαϊσμό των Σχολών Καλών Τεχνών. Συμπυκνώνοντας το χρόνο, άρχισε πυρετωδώς να αναδιοργανώνει τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες και να τα ανοίγει στο λαϊκό κοινό.

Αλλά και οι μουσικοί και οι ηθοποιοί δεν πήγαιναν πίσω…

 

* * *

Στη σύντομη άνοιξή της η Κομμούνα μπορεί να μην πρόλαβε να υλοποιήσει παρά ένα μικρό μέρος του προγράμματός της για τον πολιτισμό, να μην είχε το χρόνο για να δημιουργήσει τη δική της σχολή στην τέχνη, άνοιξε όμως μια νέα περίοδο για την καλλιτεχνική δημιουργία. Το μεγαλύτερο δώρο της στον τομέα αυτό είναι ότι προανήγγειλε μια νέα τέχνη, γεμάτη δύναμη και επαναστατική αισιοδοξία. Μια τέχνη συνδεδεμένη με τον αγώνα, που στο επίκεντρό της έχει τον εργαζόμενο άνθρωπο και την πάλη του για μια κοινωνία χωρίς ταξική εκμετάλλευση. Και όλα αυτά, σε μια χρονική συγκυρία που η επίσημη τέχνη είχε αφεθεί στην απελπισία κι έψαχνε τη φυγή από την πραγματικότητα.

2021-6-com-13

Μια πιο αναλυτική τοποθέτηση για την καλλιτεχνική δημιουργία στα χρόνια της Κομμούνας μπορεί ο αναγνώστης να βρει στη μόλις αφιχθείσα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής Η λογοτεχνία τον καιρό της Παρισινής Κομμούνας. Εκτός από τα εικαστικά, η έκδοση αναφέρεται ακόμη στη μουσική και το τραγούδι, κύρια όμως επικεντρώνεται στο λογοτεχνικό έργο εκείνης της περιόδου, τόσο των Κομμουνάρων και φιλικών προς την Κομμούνα λογοτεχνών, όσο και των αντιπάλων της. Στο δεύτερο μέρος της εμπεριέχεται ένα ανθολόγιο κυρίως ποιημάτων, που μεταφράστηκαν ειδικά για την έκδοση, σε μια προσπάθεια να αποκτηθεί μια πρώτη ιδέα για το έργο που αφιέρωσαν στην Κομμούνα οι ποιητές της, αλλά και κάποιοι από τους πιο ονομαστούς στις μέρες μας λογοτέχνες του καιρού της. Άλλωστε τη λογοτεχνία της Κομμούνας την μονοπωλούσε σχεδόν η ποίηση, ως το πιο κατάλληλο λογοτεχνικό είδος για να εκφράσει άμεσα δυνατά συναισθήματα, τέτοια όπως η έξαρση, η ένταση, ο ενθουσιασμός, ο πόνος. Με τη βοήθειά τους ο αναγνώστης θα μπορέσει να εισχωρήσει ζωντανά στο κλίμα και το πνεύμα της επαναστατικής κατάστασης στο Παρίσι του 1871, με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να το κάνει.

Κάποια από τα ποιήματα της Κομμούνας γράφηκαν μέσα στη μάχη, τα περισσότερα όμως είναι γραμμένα μετά από αυτή, στις φυλακές, τα κάτεργα, την εξορία. Τα ποιήματα αυτά, εντυπωσιακά για την πρωτοτυπία και τη ζωντάνια τους, αποτελούν ένα μνημείο του μεγαλείου της προλεταριακής γενιάς των Κομμουνάρων, μια επιβεβαίωση της θριαμβευτικής πίστης τους ότι η θυσία τους θα γονιμοποιήσει το μέλλον και, παρά την ήττα, η υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης τελικά θα δικαιωθεί. Κορυφαίο δείγμα αυτής της πεποίθησης είναι η Διεθνής, που γράφτηκε τον Ιούνη του 1871, λίγες μόλις μέρες μετά τη συντριβή της Κομμούνας.

Αναμφίβολα στα ποιήματα της έκδοσης ξεχωρίζουν για τη σαρωτική δύναμη των στίχων τους εκείνα του Ρεμπώ, που χαιρετίζουν το μέλλον και έρχονται από αυτό. Ο Ρεμπώ κατορθώνει μέσα από τα ποιήματά του για την Κομμούνα να αντιστοιχήσει το νέο ταξικό-προλεταριακό περιεχόμενό τους με μια πρωτόφαντη μορφή, αλλάζοντας ριζικά την τροπή που μετά από αυτόν θα πάρει η νεότερη ποίηση μέχρι τις μέρες μας.

«H θύελλα καθαγίασε την υπέρτατη ποίησή σου.
Οι δυνάμεις της γιγάντιας ταραχής σε συντρέχουν.
Το έργο σου βράζει, ο θάνατός σου βρυχάται, ω Πόλη διαλεχτή!
Αποταμίευσε τις σουβλερές κραυγές στην καρδιά της βαριάς σάλπιγγας.»

Η έκδοση είναι πλούσια εικονογραφημένη με εικαστικά έργα της περιόδου (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, χαρακτικά), ενώ συνοδεύεται ηλεκτρονικά από μια μουσική συλλογή στην οποία συγκεντρώνονται ορισμένα από τα ομορφότερα τραγούδια εκείνων των χρόνων, τραγουδημένα για πρώτη φορά στα ελληνικά.

2021-6-com-14

 

Λουίζ Μισέλ, Το τραγούδι των φυλακών
Μάης 1871

Σαν ο λαός, που σήμερα σιωπά,

όμοιος ωκεανός ξεσηκωθεί

κι έτοιμος θα ’ναι να πεθάνει,

τότε η Κομμούνα θα ξανασηκωθεί.

Θα ξανάρθουμε, αναρίθμητο πλήθος,

θα ξανάρθουμε απ’ όλους τους δρόμους,

φαντάσματα, εκδικητές βγαλμένοι απ’ το σκοτάδι.

Κι η γης μες στην πορφύρα θε ν’ ανθίσει

λεύτερη κάτω απ’ το φλεγόμενο ουρανό.

2021-6-com-15

ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Το κείμενο είναι βασισμένο σε ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση στο 47ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή. Εκτενής ανάπτυξη του θέματος γίνεται στην έκδοση Η λογοτεχνία τον καιρό της Παρισινής Κομμούνας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2021.
Τα ποιήματα έχουν μεταφραστεί από την Ελένη Ζαφειρίου και τα τραγούδια από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη.

1. Aναφέρεται στους Πρώσους, που ήταν γνήσιοι προτεστάντες, ιστορικά εχθροί των καθολικών στην πλειονότητα Γάλλων και οι οποίοι έκαναν πανούργα σχέδια με τους δήμιους Βερσαλλιέρους, δηλαδή συνθηκολόγηση και κοινή επίθεση κατά των Κομμουνάρων.