Ευγένιος Ποττιέ, «Η γριά ανθρωποφάγα»
(Στον κόμη Αλμπέρ ντε Νεβίλ)
Έχεις καρδιά από σίδερο;
Δεν έχεις τίποτα τ’ ανθρώπινο εκτός από τη φάτσα;
Τότε, ακολούθησέ με στην κόλασή μου.
Είμαι η γριά ανθρωποφάγα
μεταμφιεσμένη σε κοινωνία.
Δες τα κοκκινισμένα απ’ τη σφαγή χέρια μου,
το θολωμένο από τον πλούτο μάτι μου.
Έχω μπόλικες γωνιές στο καταφύγιό μου
γεμάτο από ψοφίμια κι από κόκκαλα.
Έλα, δες τα! Έφαγα τον πατέρα σου.
Θα φάω και τα παιδιά σου.
Εδώ είναι πεδίο μάχης.
Θερίζανε για τρεις μέρες,
ο θεριστής ήταν κανόνι.
Κι όλοι ετούτοι οι συλλέκτες είναι τα όρνεα.
Το στάρι στην πλήρη υπεροχή του
άπλωνε το χρυσάφι του, ταπέτο…
Πεινασμένοι, διαλέξτε για τα δεμάτιά σας
τούτα τα νεκρά κορμιά και στάχυα.
Αυτό εδώ είναι το σπίτι των «κοριτσιών»
ο νεκροθάλαμος του αρρωστημένου έρωτα.
Αυτή με την πολυτέλεια πλάνεψε την πείνα
κι άρπαξε τον ανθό από τις οικογένειες.
Δες κάτω απ’ το φανάρι τη φτωχιά ανήθικη,
να κοιτάζει σαγηνευτικά με τα νεκρά της μάτια,
να λικνίζει το κορμί της, να ξαπλώνει την ψυχή της
μέσα στα σάλια των περαστικών.
Να οι φυλακές και τα κάτεργα,
οι προτεστάντες με το μαχαίρι
βαφτίζουν τα εγκλήματά τους εκστρατείες
και κάνουν προδοσίες με το δήμιο.1
Κλείνουν τον κλέφτη φυλακή μόλις που συλλαβίζει
κι όταν απ’ το σχολείο τούτο βγει
σκοτώνει σπουδαγμένα.
Πάμε και στις μανιφακτούρες.
Τα άλλα τα κάτεργα λιγότερο φοβίζουν.
Εδώ περνάνε τα ανθρώπινα πλάσματα
από μεταλλικό κύλινδρο ατμού. Είναι μια δύναμη αναλώσιμη.
Σώμα, ψυχή, πνεύμα μένουν παραπεταμένα.
Εδώ είναι η μηχανή που σκέφτεται
κι ο άνθρωπος αλέθεται.
Έχω κι άλλες κολάσεις.
Θέλεις ν’ ανοίξω τα κεφάλια;
Το μικρόβιο της πλήξης καταβροχθίζει
την ουσία της δουλειάς σας.
Θέλεις ν’ ανοίξω την ανθρώπινη ψυχή;
Ο εσωτερικός μυς είναι παραμορφωμένος.
Η θυμωμένη αγάπη, που την ονομάζουν μίσος,
χύνει λιωμένο μολύβι.
Είμαι η γριά ανθρωποφάγα
μεταμφιεσμένη σε κοινωνία.
Οι δυο μάσκες του προσώπου μου
είναι: Οικογένεια και Ιδιοκτησία.
Ο άνθρωπος που στριμώχνεται στο μαντρί μου
δε θα γνωρίσει το ένδοξο μέλλον του.
Από τη σύνθεση που είχε η κυβέρνηση της Κομμούνας, φαίνεται ήδη το ενδιαφέρον της για τη μορφωτική, πολιτιστική ανύψωση της εργατικής τάξης, που η αστική τάξη την είχε καταδικάσει στην πνευματική καθυστέρηση για να μπορεί να την αποκαλεί πλέμπα, να την κατηγορεί ως «ράτσα» βάρβαρη, χυδαία και κτηνώδη. Δίπλα στους εργάτες που αποτελούσαν την ηγετική δύναμη, υπάρχουν και πολλοί πρωτοπόροι επιστήμονες, λόγιοι, καλλιτέχνες, όπως ο Γκυστάβ Κουρμπέ που στις μέρες μας θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα, ο Ζυλ Βαλλές, οι επαναστάτες εργάτες και ποιητές Ζαν Μπατίστ Κλεμάν και Ευγένιος Ποττιέ, ο ποιητής της Διεθνούς. Οι δύο τελευταίοι ήταν μέλη της Α΄ Διεθνούς, που στην ίδρυσή της πρωτοστάτησε ο Μαρξ.