Πριν την επανάσταση του 1848, ο Καρλ Μαρξ είχε διατυπώσει με σαφήνεια την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη: «Στο μεταξύ, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη είναι πάλη τάξης με τάξη, πάλη που, σα φτάσει στην ανώτερη έκφρασή της, γίνεται ολοκληρωτική επανάσταση. Πρέπει, άλλωστε, να παραξενευόμαστε που μια κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω στην αντίθεση των πραγμάτων, καταλήγει σε μια βίαιη αντίφαση, σε μια σύγκρουση σώμα με σώμα σαν τελευταία λύση;»4
Αυτό είχε γράψει ο Μαρξ ανάμεσα στα τέλη Δεκέμβρη του 1846 και στις αρχές Απρίλη του 1847. Ήταν η εποχή της εξέγερσης των κλωστοϋφαντουργών: Αρχικά του μεταξιού, το Νοέμβρη του 1831 στη Λιόν· στη συνέχεια, το 1834, ξανά στη Λιόν· η εξέγερση των κλωστοϋφαντουργών της Σιλεσίας, που ξέσπασε στις 3 Ιούνη 1844, και το 1848 ακόμη μία εξέγερση στη Λιόν. Παντού υπήρξε βίαιη σύγκρουση μεταξύ των κλωστοϋφαντουργών και των στρατιωτών.
Ο Ηράκλειτος είχε πει ότι ο πόλεμος ενώνει τους ανθρώπους. Επίσης και οι επαναστάσεις δένουν σφιχτά τους ανθρώπους, τους ενώνουν και τους διαπαιδαγωγούν ακριβώς μέσα από αυτήν την ενότητα. Στο αποκορύφωμα της επανάστασης, οι Μαρξ και Ένγκελς βρίσκονταν στην Κολονία, ενώ ο Ένγκελς στο τέλος της επανάστασης πήρε μέρος ως στρατιώτης υπό το λοχαγό Βίλιχ (Willich) στην περιοχή της Νότιας Γερμανίας.
Καρπό της επανάστασης του 1848 και της τελικής της μάχης μπορεί κανείς να θεωρήσει την ανάλυση του Ένγκελς για την ένοπλη εξέγερση το Σεπτέμβρη του 1852:
«Η επανάσταση, λοιπόν, είναι μια τέχνη, όπως κι ο πόλεμος ή κάθε άλλη τέχνη, και υπόκειται σε ορισμένους πρακτικούς κανόνες που, σαν παραμεληθούν, θα φέρουν την καταστροφή στο κόμμα που δεν τους λογαριάζει. Οι κανόνες αυτοί, λογικές αφαιρέσεις από τη φύση των κομμάτων και των περιστάσεων, που αντιμετωπίζει κανένας σε μια τέτοια περίπτωση είναι τόσο ξεκάθαροι και τόσο απλοί, έτσι που η σύντομη πείρα του 1848 τους είχε κάμει πολύ γνωστούς σ’ όλους τους Γερμανούς. Πρώτα-πρώτα, ποτέ μην παίζετε με την επανάσταση, παρά μονάχα σαν είστε απόλυτα προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσετε τις συνέπειες του παιχνιδιού σας. Επανάσταση είναι μαθηματικός υπολογισμός με πολύ αόριστα μεγέθη, που η αξία τους μπορεί ν’ αλλάζει κάθε μέρα· οι αντίπαλες δυνάμεις σας έχουν όλα τα πλεονεκτήματα της οργάνωσης, της πειθαρχίας και τη συνήθεια της κυριαρχίας. Αν δεν τους αντιτάξετε πολύ μεγάλη δύναμη, θα νικηθείτε και θα καταστραφείτε. Δεύτερο, μόλις μπείτε στο επαναστατικό στάδιο, πρέπει να δράσετε με την πιο μεγάλη αποφασιστικότητα και σαν επιτιθέμενοι. Η άμυνα είναι ο θάνατος κάθε ένοπλης εξέγερσης, που χάνεται πριν ακόμα αναμετρηθεί με τους εχθρούς της. Αιφνιδιάστε τους ανταγωνιστές σας ενώ οι δυνάμεις τους είναι σκορπισμένες· προετοιμάστε καινούργιες επιτυχίες, έστω και μικρές, μα καθημερινές· κρατήστε ψηλά το ανεβασμένο ηθικό που σας έδωσε η πρώτη επιτυχημένη εξέγερση. Συγκεντρώστε έτσι γύρω σας τα ταλαντευόμενα εκείνα στοιχεία που ακολουθούν πάντα την πιο δυνατή παρόρμηση και που πάντα ψάχνουν για την πιο σίγουρη μεριά· αναγκάστε τους εχθρούς σας σε υποχώρηση, πριν μπορέσουν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους ενάντιά σας. Σύμφωνα με τα λόγια του Νταντόν, του πιο μεγάλου, γνωστού, ως τα σήμερα, δάσκαλου στην επαναστατική πολιτική: De l’audace, de l’audace, encore de l’audace (τόλμη, τόλμη, κι ακόμα περισσότερη τόλμη).»5
Αυτή είναι χρονολογικά η αφετηρία του δύσκολου αυτού θέματος –που ακόμα και τυπικά να το δούμε είναι από μόνο του δύσκολο– καθώς ο Ένγκελς μιλάει για τέχνη η οποία υπόκειται σε ορισμένους κανόνες, που με τη σειρά τους πρέπει να είναι επιπλέον απλοί και σαφείς. Αυτό είναι άκρως προβληματικό: Τέχνη πλήρως υποταγμένη σε κανόνες είναι μαθηματικά, το αντίθετο δηλαδή από την τέχνη και την έκφραση. Τέχνη υποταγμένη σε απλούς και σαφείς κανόνες θα μπορούσε να καταλήξει σε εκφυλισμό. Φυσικά, γρήγορα μέσα από την ανάλυση δίνεται μια διαλεκτική λύση, ότι το δύσκολο και το εύκολο εναλλάσσονται, περνώντας από το ένα στο άλλο, με επίσης δύσκολο κι εύκολο τρόπο.
Ο Λένιν λέει ότι η «εξέγερση» είναι μεγάλη λέξη, μια ένοπλη εξέγερση είναι εκατό φορές πιο δύσκολη από τη διεξαγωγή ενός εθνικού πολέμου μεταξύ κρατών, ο οποίος, σε αντίθεση με τον πόλεμο της εξέγερσης, έχει μέτωπο στο οποίο εξελίσσεται.
Ένας πολύ αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δεν υπάρχει σε έναν εμφύλιο πόλεμο· και οι δύο τάξεις έχουν τους πράκτορές τους στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Επίσης δεν μπορούμε να μιλάμε για δύο ισοδύναμους στρατούς που αντιμάχονται επί ίσοις όροις. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να δημιουργήσει από το τίποτα έναν ακέραιο, ολοκαίνουργιο στρατό με όλα τα σχετικά. Ο στρατός του είναι ένα παιδί που γεννιέται μέσα από την ταξική πάλη και την πάλη για την εξουσία και ουδέποτε μπορεί να φτιαχτεί σε καιρό ειρήνης.
Η υπέρτατη τέχνη και η ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης είναι η ένοπλη εξέγερση, και σε επαναστατικές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να συμβαδίζεις με τα γεγονότα, καθώς μόλις λίγες μέρες, λίγες ώρες, λίγα λεπτά μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας.
Σύμφωνα με τον Λένιν, η Οκτωβριανή Επανάσταση «αναπτύσσεται σε πλάτος και σε βάθος με τέτοια εκπληκτική ταχύτητα, με τέτοιο υπέροχο πλούτο εναλλασσόμενων μορφών...»6. Είναι σημαντικό να μαθαίνουμε γρήγορα, ακόμα και μέσα από μία ήττα, έχοντας κατά νου ότι η ταξική πάλη εκδηλώνεται με νέες μορφές.
Αυτό μπόρεσε κανείς να το παρακολουθήσει καλά το 1926/1927 σε τρεις διαδοχικές εξεγέρσεις στη Σαγκάη. Η πρώτη, τον Οκτώβρη του 1926, έμοιαζε περισσότερο με αψιμαχία, η δεύτερη έσβησε μετά από την αρχική επιτυχία, στην τρίτη όμως επικράτησε το προλεταριάτο επί του Κουομιντάγκ7 στην ηγεσία του επαναστατικού πολέμου, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να διαβάσει σ’ ένα βιβλίο για την ένοπλη εξέγερση: «Η θέση του Ένγκελς ότι “η εξέγερση είναι τέχνη” εφαρμόστηκε υποδειγματικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στην εξέγερση της Σαγκάης, στις 21 Μάρτη, στην πρακτική μάχη για την εξουσία.»8
Στην ένοπλη εξέγερση όλα είναι μέσα στο παιχνίδι και παίρνεται το ρίσκο για το άλμα στο αβέβαιο. Χωρίς την κυριαρχία στο «παιχνίδι των αποφάσεων» για εναλλαγή μεταξύ νόμιμης και παράνομης δράσης, δεν μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα και οι επαναστάτες που δεν έχουν πείρα θεωρούν μόνο τις παράνομες ενέργειες επαναστατικές.
Βλέπει κανείς ότι μια επανάσταση πάντοτε αποτελεί μια εξελισσόμενη κατάσταση και πρέπει να ξέρει να συγκεντρώνει τις κύριες δυνάμεις στην επίλυση των κυριότερων καθηκόντων. Ως γνωστόν, ο Μαρξ μετά από την καταστολή της επανάστασης του 1848 εξορίστηκε στο Λονδίνο, αναμένοντας ότι σύντομα θα ξεσπούσε μια ακόμη επανάσταση στην Ευρώπη.
Η επίσκεψή του στην 1η Διεθνή Έκθεση Βιομηχανίας στο Λονδίνο το 1851 ανέτρεψε αυτές τις σκέψεις. Τα επαναστατικά όνειρα τσακίστηκαν στο σκληρό βράχο της πραγματικότητας, δηλαδή στο γεγονός ότι οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις θα έπρεπε αρχικά να αναπτυχθούν στους κόλπους της αστικής κοινωνίας. Αυτό που προοπτικά παρουσίαζαν οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ήταν επιβλητικό και συναρπαστικό. Αυτό που γινόταν φανερό ήταν ότι η συλλογικότητα στην παραγωγική διαδικασία, ο σοσιαλισμός, ως συλλογική ανθρώπινη εργασία, χρειαζόταν την πλήρη ανάπτυξη αυτών των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο σοσιαλισμός είναι ο νέος καρπός, που δημιουργείται από την ανάπτυξη ενός καπιταλισμού που πεθαίνει χωρίς όμως να έχει πει ακόμη την τελευταία του κουβέντα· είναι ένα φυσικο-ιστορικό προτσές. Αντίθετα, ο ουτοπισμός τοποθετεί το σοσιαλισμό σε μια βάση αποκομμένη από την προηγούμενη ανάπτυξη της κοινωνίας, και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι μονάχα ένα θεωρητικό κατασκεύασμα και να λειτουργεί μόνο στη φαντασία. Η τελευταία επανάσταση που γνώρισε ο ίδιος ο Μαρξ ήταν το ξέσπασμα της Παρισινής Κομμούνας, και μάλιστα την εξέλιξή της την παρακολουθούσε από το Λονδίνο. Ο Μαρξ, ο οποίος σύνδεσε την προλεταριακή επανάσταση με την επιστήμη, πέθανε στις 14 Μάρτη 1883 στο Λονδίνο.
Μέχρι τώρα είχαμε ως αφετηρία μία αστική επανάσταση και την ανάλογη ιστορική αναδρομή. Η ιστορική αναδρομή όμως δεν επαρκεί για επιστημονικά συμπεράσματα. Για την επανάσταση του 1848, που είναι καθαρά αστική, πρέπει να προσέξουμε τη μεγάλη σύνδεση που ανέδειξε ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ ανάμεσα σε μια αστική και μια προλεταριακή επανάσταση. Ο Ένγκελς επέκτεινε αυτήν τη σύνδεση στον τρόπο οργάνωσης του στρατού, λέγοντας ότι τα χαρακτηριστικά που είχε ο πόλεμος των Ιακωβίνων ήταν πια ξεπερασμένα.9 Η επανάσταση του 1848 είχε περισσότερα ιακωβινικά χαρακτηριστικά παρά προλεταριακά. Οι πόλεμοι δεν περιορίζονται στη στρατιωτική τους μόνο πλευρά, έχουν τη δική τους ειδική «κοινωνιολογία», ο αξιωματικός δεν είναι μόνο ένας ειδικός σε στρατιωτικά θέματα, αλλά είναι επίσης κι ένας κοινωνιολόγος.
Παρόλο που η προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία το 1917 ακολούθησε την αστική επανάσταση σχετικά γρήγορα, υπάρχει χάσμα ανάμεσα στις δύο. Η προλεταριακή δημοκρατία δεν είναι η εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας, όπως το παρουσιάζουν φιλελεύθεροι καθηγητές. Η προλεταριακή δημοκρατία έχει ένα ποιοτικά διαφορετικό περιεχόμενο· κατά την επαναστατική διαδικασία πραγματοποιήθηκε ένα άλμα από την ποσότητα στην ποιότητα, οι δύο επαναστάσεις αποτελούν μία ενότητα, πάνω απ’ όλα όμως συνιστούν μία αντίθεση.
Επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, ναι, οι πόλεμοι εμφανίζουν κατεξοχήν ένα βαθύ διαλεκτικό περιεχόμενο και γι’ αυτό πρέπει να πάμε πιο πέρα από την ιστορική αναδρομή: «Η ενότητα (η σύμπτωση, ταυτότητα, συνισταμένη) των αντιθέσεων είναι συμβατική, προσωρινή, παροδική, σχετική. Η πάλη των αλληλοαποκλειόμενων αντιθέσεων είναι απόλυτη, όπως απόλυτη είναι η ανάπτυξη, η κίνηση.»10
Ο Λένιν, λοιπόν, ταυτίζει την κίνηση με την πάλη· αν λάβουμε υπόψη μας όλες τις εκδοχές απόκλισης από το μαρξισμό, η ταυτότητα αυτή σπάει. Ξεκάθαρα φαίνεται αυτό στη ρήση του Μπερνστάιν: «Η κίνηση είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα.» Σύμφωνα με τον Μπερνστάιν, υπάρχει κίνηση χωρίς ταξική πάλη, και στην απαξίωση της ταξικής πάλης, η οποία αναπτύσσεται άσκοπα, στα τυφλά, εδράζονται όλες οι αποκλίσεις.
«Είμαστε ένα κόμμα που γνωρίζει ακριβώς ποιος είναι ο δρόμος του», δίδασκε ο Λένιν στους μπολσεβίκους σε ένα γράμμα του προς την ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, μετέπειτα ΚΚΡ (Μπ.) και αργότερα ΚΚΣΕ (Μπ.), γραμμένο λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο αγώνας είναι απόλυτος. Αυτό ακριβώς αποτελεί τη βασική θεωρητική πηγή της θεωρίας του Λένιν για την επανάσταση. Τη στρατιωτική πηγή την βρίσκουμε το 1852 στον Ένγκελς, όμως από μόνη της είναι μονόπλευρη.
(...)