Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε στην Πετρούπολη η επαναστατική θεωρία αποτυπώνεται στο γράμμα που έγραψε ο Λένιν λίγες μέρες πριν την Επανάσταση του Οκτώβρη προς την Κεντρική Επιτροπή του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν δίνει, στην αρχή αυτού του γράμματος, τις τρεις ακόλουθες οδηγίες για την ένοπλη εξέγερση στην Πετρούπολη (η οποία ωρίμασε εκεί στο έδαφος της επαρκούς υποστήριξης που λάμβανε απ’ όλη τη χώρα): «Η εξέγερση, για να πετύχει, δεν πρέπει να στηρίζεται σε συνωμοσία, ούτε σ’ ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα τάξη, αυτό είναι το πρώτο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται στην επαναστατική άνοδο του λαού. Αυτό είναι το δεύτερο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται σε τέτοιο σημείο στροφής στην ιστορία της αναπτυσσόμενης επανάστασης, όταν στις πρωτοπόρες γραμμές του λαού παρατηρείται η μεγαλύτερη δραστηριότητα, όταν οι ταλαντεύσεις στις γραμμές των εχθρών και στις γραμμές των αδύνατων, μεσοβέζικων, αναποφάσιστων φίλων της επανάστασης είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά. Αυτό είναι το τρίτο. Και μ’ αυτούς ακριβώς τους τρεις όρους στην τοποθέτηση του ζητήματος της εξέγερσης ξεχωρίζει ο μαρξισμός από τον μπλανκισμό.»1
Στο τέλος αυτού του γράμματος, ο Λένιν δίνει λεπτομερείς και εντελώς συγκεκριμένες οδηγίες για τη δράση:
«Και για να αντικρίσουμε την εξέγερση μαρξιστικά, δηλαδή σαν τέχνη, πρέπει ταυτόχρονα, χωρίς να χάνουμε ούτε λεπτό, να οργανώσουμε το επιτελείο των εξεγερμένων τμημάτων, να κατανείμουμε τις δυνάμεις, να κινήσουμε τα πιστά συντάγματα στα πιο σπουδαία σημεία, να κυκλώσουμε την Αλεξαντρίνκα, να καταλάβουμε την Πετροπάβλοβκα, να συλλάβουμε το Γενικό Επιτελείο και την κυβέρνηση, να στείλουμε ενάντια στους Ευέλπιδες και στην Άγρια Μεραρχία τμήματα έτοιμα να πέσουν, παρά να αφήσουν τον εχθρό να κινηθεί προς τα κέντρα της πόλης. Πρέπει να κινητοποιήσουμε τους ένοπλους εργάτες, να τους καλέσουμε σε αποφασιστική, ύστατη μάχη, να καταλάβουμε αμέσως το τηλεγραφικό και τηλεφωνικό κέντρο, να εγκαταστήσουμε το δικό μας επιτελείο της εξέγερσης κοντά στο τηλεφωνικό κέντρο, να συνδέσουμε τηλεφωνικά το επιτελείο με όλα τα εργοστάσια, με όλα τα συντάγματα, με όλα τα σημεία του ένοπλου αγώνα κτλ.
Αυτά όλα τα λέμε, φυσικά, σαν παράδειγμα, μόνο για να δείξουμε παραστατικά ότι στις στιγμές που ζούμε δεν μπορεί να μείνει κανείς πιστός στο μαρξισμό, να μείνει πιστός στην επανάσταση χωρίς να βλέπει την εξέγερση σαν τέχνη.»2
Ο κύκλος κλείνει. Ξεκινήσαμε με τον Ένγκελς, σύμφωνα με τον οποίο «η εξέγερση είναι τέχνη» και τελειώνουμε με τον Λένιν, που επαναλαμβάνει την ίδια ακριβώς ιδέα. Κανένας δεν έχει κατανοήσει, άλλωστε, τις αναλύσεις του Ένγκελς καλύτερα από τον Λένιν.
Τα σημεία, όμως, της λενινιστικής θεωρίας για την επανάσταση που έχουμε αναπτύξει ως τώρα σε καμία περίπτωση δεν την εξαντλούν, αφού αποτελούν απλώς τα σημαντικότερα σημεία της. Για παράδειγμα, το Γενάρη του 1923, μέσα από ένα κείμενό του με τίτλο «Για την επανάστασή μας», ο Λένιν αναφέρθηκε στη λογική με την οποία προχώρησαν οι μπολσεβίκοι στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Σύμφωνα με τον Λένιν, προχώρησαν με τη λογική του Ναπολέοντα «On s’ engage et puis on voit» («Πρώτα ριχνόμαστε στη μάχη και μετά βλέπουμε», ή πιο ελεύθερα μεταφρασμένο: «Όλα τα υπόλοιπα θα βρεθούν»).3 Ήδη από αυτό φαίνεται πόσο παράλογες ήταν οι φλυαρίες του Πλεχάνοφ, σύμφωνα με τις οποίες «δεν έπρεπε να είχαν πάρει τα όπλα».
Δεν αρκεί, λοιπόν, να αναπτύσσει κανείς τον επιστημονικό σοσιαλισμό με αυστηρά επιστημονικό τρόπο στη θεωρία. Αν απλώς περιστρέφεται κυκλικά γύρω από τον εαυτό της, αυτή η ανάπτυξη της θεωρίας θα ξεπέσει σε φαντασίωση· χωρίς την αναφορά της στην πράξη, αυτή δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω.
Δεν αρκεί ούτε και να αντιλαμβάνεται κανείς τον επιστημονικό σοσιαλισμό θεωρητικά και κυρίως πρακτικά (και στην αμοιβαιότητα των δύο πλευρών) και να τον εφαρμόζει στην κοινωνική πραγματικότητα έτσι όπως αυτός υπάρχει στα εγχειρίδια. Στην αυστηρή επιστημονικότητα –η οποία αποτυπώνεται στη στόχευση που διατύπωσε ο Μαρξ Στο Κεφάλαιο: «O τελικός σκοπός τούτου του έργου είναι ν’ αποκαλύψει τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας»4– πρέπει να προστεθεί ένα χάρισμα, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μία ιδιοφυΐα της επανάστασης. Η ενστικτώδης αντίληψη μιας επαναστατικής κατάστασης –ο Λένιν κάνει μάλιστα λόγο για μαντεψιά, για διαίσθηση (ο επιστημονικός σοσιαλιστής διαισθάνεται!), για αισθητήριο– υπερβαίνει το υπολογίσιμο και το επαληθεύσιμο.
Όταν ο Λένιν παραλληλίζει –κατά το σχολιασμό της Λογικής του Χέγκελ– την ταξική πάλη στις κοινωνικές επιστήμες με το θετικό και αρνητικό ηλεκτρισμό στη Φυσική, τότε αυτό, ενώ είναι μεν κατανοητό ως μέσο διασαφήνισης των βασικών ζητημάτων του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, ωστόσο απαιτεί μια διεύρυνση, η οποία είναι κάτι παραπάνω από συμπλήρωση. Το ιδιοφυές δεν μπορεί ποτέ να συνίσταται απλώς στη συμπλήρωση. Αναζητάει τη σύγκρουση, τη διατήρηση μέσα στην καταστροφή, έλκεται από τη διαλεκτική. Η επανάσταση φέρνει μαζί τους ανθρώπους και έλκει με μανιώδη τρόπο τους διαλεκτικούς και όχι τους ανθρώπους που σκέφτονται με απλά αριθμητικούς όρους.
Ακριβώς σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης οφείλεται το λάθος του στρατάρχη Γκρουσί κοντά στο Βατερλό. Η σύγκριση της ισχύος των στρατευμάτων δεν αποτελεί πάντοτε τον καθοριστικό παράγοντα για την έκβαση μιας μάχης. Αυτό ακριβώς αποδεικνύουν εκείνες οι κορυφαίες στιγμές στη διεξαγωγή του πολέμου κατά τις οποίες, ενάντια σε όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης, στέφεται με επιτυχία ένας χειρισμός που καταφέρνει να κατατροπώσει έναν αντίπαλο που είναι και πολύ πιο ισχυρός και σε πλεονεκτική θέση. Αρκεί να αναφέρουμε τον Ναπολέοντα. Παλιές καραβάνες, έμπειροι στρατιωτικοί γερόλυκοι εξωθήθηκαν από αυτόν το νεαρό στρατηγό, από αυτό το ανερχόμενο αστέρι, σχεδόν στην απόγνωση, επειδή δεν πρόσεξαν ότι κάτω από την επιφάνεια παγιωμένων και σκουριασμένων τελετουργιών κυοφορούνταν κάτι νέο, η χαλάρωση των στέρεων γραμμών και πιο συγκεκριμένα των προστατευτικών γραμμών. Ο στρατιώτης μετατράπηκε σε ένα θάμνο ο οποίος μερικές φορές κινούνταν. Στη φεουδαρχία επρόκειτο για την τιμή, για τον καθαρό στόχο, για τη σφαγή μιας γραμμής μάχης έναντι μιας άλλης· στον καπιταλισμό, ο οποίος μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση βγάζει στην επιφάνεια όλες τις αρνητικές ιδιότητες των ανθρώπων, πρόκειται για καμουφλάζ, απάτη, κόλπα, τεχνάσματα και κρυφτούλι.
Ο Ένγκελς χαρακτήρισε τόσο την επανάσταση όσο και τον πόλεμο σαν τέχνη· και φυσικά και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο στρατιώτης αποτελεί το θεμέλιο του στρατού, ο στόχος είναι η υπερίσχυση και η εκμηδένιση του εχθρού, ενώ τόσο ο στρατηγός όσο και ο επαναστάτης ηγέτης κυριαρχούνται από μια απόλυτη βούληση για εξόντωση του αντιπάλου. Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν φυσικά και διαφορές ανάμεσα σ’ έναν επαναστατικό κι έναν εθνικό πόλεμο· στον πρώτο δεν υπάρχει καμία γραμμή μετώπου, ενώ ο Λένιν δεν έκανε λόγο για την εξόντωση της αστικής τάξης, αλλά για την ολοκληρωτική εξόντωσή της.
Η προσπάθεια να μειωθεί ο μαρξισμός γίνεται τόσο με το να τον παρουσιάζουν μόνο ως μια επιστήμη όσο και με το να θεωρούν ότι συνίσταται μόνο στην τέχνη της ένοπλης εξέγερσης. Ο μαρξισμός αναπτύσσεται στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες δραστηριότητας, οι οποίες είναι αντίθετες μεταξύ τους και δε χρειάζεται να αλληλεπικαλύπτονται στην περίπτωση της ένοπλης εξέγερσης. Έτσι «πραγματοποιείται» η παγκόσμια Ιστορία: Υπάρχει μια αντικειμενική εξέλιξη πάνω στην οποία εμείς δεν μπορούμε να επιδράσουμε και υπάρχει και μια ενεργητική υποκειμενική πλευρά, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να προκύψει η επεξεργασίας μιας στρατηγικής και τακτικής για την προλεταριακή απελευθέρωση· αν δεν υπήρχε αυτή η πλευρά, η παγκόσμια Ιστορία θα ήταν υπόθεση της μοίρας, της Θείας Λειτουργίας, θα ήταν «έργο του Θεού» (κατά τον Χέγκελ και τους δεξιούς χεγκελιανούς), «πραγμάτωση του Λόγου» (κατά τον Χέγκελ και τους αριστερούς χεγκελιανούς)· με λίγα λόγια, θα αποτελούσε μια ακατανίκητη [προδιαγεγραμμένη] δύναμη, ενώ η 11η θέση για τον Φόιερμπαχ5 θα μετατρεπόταν σε κενό γράμμα.
Η ένοπλη εξέγερση άπτεται της υποκειμενικής πλευράς και η στρατιωτική ιδιοφυΐα είναι ουσιωδώς ενεργητική, παραγωγική σε τέτοιο βαθμό, που οι βαλτωμένοι μαρξιστές κατηγόρησαν τον Λένιν ότι οι Θέσεις του Απρίλη ήταν πυρετικές φαντασιοπληξίες.
Η αντικειμενική κοινωνική εξέλιξη και η υποκειμενική συνδέονται μεταξύ τους με το ότι στην αυθόρμητη, στοιχειώδη πάλη του προλεταριάτου μπορεί να δοθεί ένας συνειδητός χαρακτήρας.6 Το κομμουνιστικό κόμμα αποτελεί το φορέα του μαρξισμού-λενινισμού στο εργατικό κίνημα, το συνδέει με τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ο μαρξισμός-λενινισμός δεν επινοεί τίποτα, αλλά συνενώνει τις μορφές πάλης που προκύπτουν μέσα στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος, τις συνδυάζει, τις εναλλάσσει, χωρίς να προσκολλάται σε καμία μεμονωμένη μορφή πάλης. Όλες οι άλλες τάξεις και τα κόμματά τους περιορίζονται στη σφαίρα του πολιτικού ασυνείδητου. Παρά τα ωραία λόγια και τη δήθεν επιστημονικότητα, είναι βάρβαροι, εχθροί του λαού και της επιστήμης, τους οποίους το προλεταριάτο πρέπει εν μέρει να συντρίψει, όπως τους κουλάκους στη Σοβιετική Ένωση, και εν μέρει να αναδιαπαιδαγωγήσει, όπως τους μικροϊδιοκτήτες και τους μικροαστούς, οι οποίοι αποτελούν εστίες εκκόλαψης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα: Αυτό το δίλημμα είναι εντελώς σωστό ως θέση. Ή το προλεταριάτο θα εξολοθρεύσει τους βαρβάρους ή αυτοί θα εξολοθρεύσουν τους λαούς με ιμπεριαλιστικό τρόπο.
Όλα τα αστικά κόμματα [της Γερμανίας] δείλιασαν μπροστά στο φασισμό, όλα ήταν συνένοχα στο Διάταγμα «Νέρων»7 του Χίτλερ. Εξόντωση των φυλών και των λαών – αυτή είναι η τελευταία λέξη των εχθρών του επιστημονικού σοσιαλισμού, των βάρβαρων και των μανιακών φετιχιστών του χρήματος, οι οποίοι ζουν στις σκοτεινές σπηλιές όπου δεσπόζουν οι παπάδες και οι ψευδομαρξιστές και ο καθορισμός της παγκόσμιας Ιστορίας από το πεπρωμένο λατρεύεται ως θεϊκή θέληση, ακριβώς όπως και στον Πλάτωνα.
Προκύπτει, λοιπόν, το καθήκον και η ιστορική αποστολή της επαναστατικής εξολόθρευσης ολόκληρης της αστικής κοινωνίας.
Σε τι συνίσταται, όμως, η προλεταριακή επανάσταση ως η πιο ριζική επανάσταση στην παγκόσμια Ιστορία; Η επανάσταση επιδιώκει να δώσει την αποφασιστική λύση μέσω μιας επιθετικής μαχητικής εξέγερσης και μέσω της ακόλουθης καταστολής της αντεπανάστασης, επιδιώκει δηλαδή τη νικηφόρα έκβαση του εμφύλιου πολέμου που προκλήθηκε από την αστική τάξη· άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Όλα τα μεγάλα ζητήματα της παγκόσμιας Ιστορίας βρήκαν τη λύση τους μέσα από σκληρούς αγώνες, οι οποίοι ποτέ δεν έγιναν χωρίς βία. Σε αυτούς τους αγώνες, η συγκυρία στον ταξικό συσχετισμό πιέζει για αποφάσεις χωρίς εναλλακτικές· μόνο μία επιλογή διαπερνά την παγκόσμια Ιστορία: Ελευθερία ή θάνατος;
Αναφερόμενος στην ένοπλη εξέγερση, μίλησα πιο πάνω για ένα ρευστό πράγμα· ένας μάγειρας έχει στο χέρι του ένα βιβλίο συνταγών πάνω στο οποίο βασίζεται λιγότερο ή περισσότερο, χωρίς να μπορεί να αποκλίνει πάρα πολύ από αυτό· για έναν επαναστάτη όμως δεν υπάρχει κανένα βιβλίο συνταγών. Ο επαναστάτης κάνει μεγάλο λάθος αν ξεχνάει ότι η εξέγερση εξαρτάται από το αν αναπτύσσονται δράσεις στην πόλη και στην ύπαιθρο ταυτόχρονα ή όσο το δυνατόν πιο συγχρονισμένα (αυτό ήταν ένα μειονέκτημα της Παρισινής Κομμούνας και της ρωσικής επανάστασης του 1905)· κάνει μεγάλο λάθος αν δεν πετυχαίνει να συντονίσει το σήμα που δίνει η επαναστατική στρατιωτική επιτροπή για την έναρξη της εξέγερσης με την είσοδο των μαζών στην εξέγερση (οι μαχητικές οργανώσεις που προελαύνουν σχεδιασμένα και οι μαζικές κινητοποιήσεις που πρέπει να καθοδηγηθούν από αυτές πρέπει να συγκλίνουν· ο επαναστάτης κάνει μεγάλο λάθος και αν ξεχνάει ότι η επανάσταση –όπως και ο πόλεμος– είναι ένα ετερόκλητο πράγμα, για παράδειγμα –ο Ισπανικός Πόλεμος ήταν ένα τόσο ετερόκλητο πράγμα– ένα πραγματικό ψηφιδωτό δικτύων εξέγερσης, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να απευθυνθεί με κλισέ φράσεις, αλλά μόνο αξιοποιώντας το χάρισμα του εύστοχου αυτοσχεδιασμού.
Ένα χοντροκομμένο λάθος που κάνουν οι νέοι επαναστάτες ή οι θερμοκέφαλοι μικροαστοί, που κατά κανόνα είναι «επαναστάτες των λόγων», είναι ότι υποτιμούν την αναγκαιότητα μιας προσωρινής οπισθοχώρησης [όταν δεν είναι έτοιμοι για μια συντεταγμένη επίθεση], όπως έγινε στην Καντόνα το 19278. Στην Καντόνα οι επαναστάτες έκαναν καταρχάς το λάθος να μην κόψουν τις τηλεφωνικές συνδέσεις ανάμεσα στο επιτελείο της Αντίδρασης και στα στρατιωτικά τμήματά της. Αυτό αποτελούσε απόλυτη αναγκαιότητα, την οποία είχε επισημάνει ρητά ο Λένιν στο γράμμα του προς την ΚΕ του ΣΔΕΚΡ το 1917: Το τηλεφωνικό κέντρο της Πετρούπολης έπρεπε να καταληφθεί και η σύνδεση της κυβέρνησης με τα αφοσιωμένα σε αυτήν στρατεύματα έπρεπε να εμποδιστεί. Αυτό που πέτυχε στην Πετρούπολη, δηλαδή η διακοπή της σύνδεσης ανάμεσα στην περικυκλωμένη κυβέρνηση και τα αφοσιωμένα στρατιωτικά τμήματά της, δε λειτούργησε στην Καντόνα, όπου ακόμα και η τηλεφωνική σύνδεση με το Χονγκ Κονγκ παρέμεινε άθικτη. Υπήρχαν μόνο πολύ λίγοι σύντροφοι σε αυτήν την πόλη που είχαν στρατιωτικές γνώσεις, το 75% των εργατών δεν μπορούσαν να χειριστούν τα όπλα που είχαν πάρει ως λάφυρα, με αποτέλεσμα κάποιες στιγμές να πυροβολούν προς τους ίδιους τους συντρόφους τους. Το αντεπαναστατικό επιτελείο του 4ου Σώματος Στρατού κατάφερε να ξεφύγει, να συνεχίσει τον πόλεμο και τελικά να τραβήξει τη νίκη με το μέρος του.
Πράγματι, ένας επαναστάτης πρέπει να μάθει να οπισθοχωρεί στρατιωτικά, προκειμένου να τραβήξει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια από τη ζώνη κινδύνου τον ανθρώπινο πυρήνα της επανάστασης, το γενικό της επιτελείο, μόλις η κατάσταση αρχίσει να κλίνει υπέρ της αντεπανάστασης. Μια οπισθοχώρηση δεν είναι απαραίτητα απλά και μόνο μια οπισθοχώρηση, δηλαδή ένας δρόμος προς την ήττα, αλλά μέσω αυτής μπορεί να προκύψει μια νέα επίθεση. Επίσης, δεν πρέπει ποτέ να φεύγουν από την προσοχή του επαναστάτη εκείνοι που αυτομολούν και μετατρέπονται σε εχθρούς· από την αρχή της εξέγερσης κιόλας στο Παρίσι εργάτριες και εργάτες της Κομμούνας το έβαλαν στα πόδια και πήγαν στο στρατόπεδο των Βερσαλλιών.
Από τη ρωσική επανάσταση του 1905 ήταν εύκολο να δει κανείς πώς η οικονομική απεργία, με όλα τα φύτρα της ταξικής πάλης που εμπεριέχει, κλιμακώθηκε σε πολιτική και αυτή μετατράπηκε σε ένοπλη εξέγερση. Η επανάσταση άλλαξε χαρακτήρα, η ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο αριθμός των απεργιών αυξήθηκε ραγδαία. Αρχικά απαιτούσαν αύξηση μια χούφτα καπίκια9 και τελικά θυσίασαν τη ζωή τους. «Δεν έπρεπε να είχαν πάρει τα όπλα», μουρμούρισε ο Πλεχάνοφ μετά από την ήττα της επανάστασης του 1905· θα έπρεπε να είχαν πάρει τα όπλα ακόμα πιο αποφασιστικά, ακόμα πιο δυναμικά και ορμητικά, απάντησε ο Λένιν.
Αποδείχτηκε ότι ο κοινωνικοπολιτικός ρόλος της εργατικής τάξης της Ρωσίας ήταν μεγαλύτερος από την ποσοστιαία αναλογία της στο σύνολο του πληθυσμού. Η δυσκολία που προστίθεται είναι ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς από τα πριν τις ιδιόμορφες διασυνδέσεις των επαναστατικών προτσές, αφού πρόκειται για μαζικές δράσεις που αναπτύσσουν τη δική τους δυναμική. Ποια είναι αυτή η σπίθα που θα ανάψει την πυρκαγιά, δεν το ξέρουμε και ούτε μπορούμε να το ξέρουμε· η πράξη των μαζικών κινημάτων ανατρέπει κατά κανόνα τα θεωρητικά προγράμματα. Όπως έλεγε και ο Λένιν: «Η Ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων ειδικά, είναι πάντοτε πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο “πονηρή”, απ’ ό,τι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο πρωτοπόρων τάξεων.»10
Όταν αναφερόμαστε στον «κανονικό» (!;) τρόπο εξέλιξης της επανάστασης, φαντάζεται κανείς την παρακάτω συνηθισμένη αλληλουχία: Απεργίες (εργατών) - με αφορμή αυτές τις απεργίες, διαδηλώσεις (εργατών και αριστερών φοιτητών) - γενική απεργία - ένοπλες διαδηλώσεις - ένοπλη εξέγερση.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση απόλυτο, καθώς οι επαναστάσεις αποτελούν στην παγκόσμια Ιστορία καταστάσεις έκτακτης ανάγκης: Συντάγματα αναστέλλονται, κοινοβούλια διαλύονται, πολιτικά κόμματα απαγορεύονται, η αστική δικαιοσύνη δίνει τη θέση της στα αυτοσχέδια επαναστατικά δικαστήρια. Πότε πρέπει όμως να γίνει το πέρασμα σε αυτήν την κατάσταση; Πότε πρέπει να γίνει το πέρασμα από την κινητοποίηση των μαζών στην ένοπλη εξέγερση, στην επίθεση; Πότε έχει η απελευθέρωση των κρατούμενων πιθανότητες επιτυχίας; Μπορεί η εξέγερση να συνδυαστεί με μια γενική απεργία; Πότε πρέπει να συγκροτηθεί μια επαναστατική επιτροπή; Πότε και πώς διαμορφώνονται τα επαναστατικά δικαστήρια; Η ένοπλη εξέγερση περιλαμβάνει ερωτήματα που σχετίζονται περισσότερο με το χρόνο παρά με το χώρο, μια κι έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες που ξεδιπλώνονται σε χώρο ο οποίος στο μεγαλύτερο βαθμό είναι λίγο-πολύ καθορισμένος.
Μια εξέγερση μπορεί, ωστόσο, να αποτύχει και λόγω της παραμέλησης ζητημάτων που σχετίζονται με το χώρο, λόγω μια λαθεμένης μελέτης της πόλης και της υπαίθρου, της γης και του νερού (ας σκεφτεί κανείς τη σημασία των ναυτών στην Κρονστάνδη και στο Κίελο): Ανεπαρκής αναγνώριση του εδάφους, παραμέληση της προετοιμασίας για το ενδεχόμενο επέκτασης των μαχών στο αστικό περιβάλλον, υποτίμηση του κινδύνου διακοπής της επικοινωνίας και των συγκοινωνιών, κακή προσαρμογή στα φυσικά χαρακτηριστικά του εδάφους... κλπ. Τόσο η Παρισινή Κομμούνα το 1871 όσο και η Κομμούνα της Καντόνα το 1927 προχώρησαν σε πολύ διστακτικούς χειρισμούς σχετικά με την κατάσχεση του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν έβαλαν στο στόχαστρο τις μεγάλες τράπεζες και είχαν εστιάσει μονόπλευρα στα στρατιωτικά ζητήματα... κλπ.
Όλες οι μεγάλες τράπεζες μαζί με το περιβάλλον τους, ολόκληρη η συμμορία των μεγαλοτραπεζιτών συνενώνεται σε μία κοινότητα στη βάση της επιδίωξης των μεγάλων συμφερόντων τους. Αυτό το είχαν καταλάβει ήδη το 1844 οι υφαντές από τη Σιλεσία, γι’ αυτό κι επιτέθηκαν στις τράπεζες, κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι τότε ακόμα σε καμία προλεταριακή εξέγερση.
Στις επαναστάσεις δεν αποκλείεται να υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες επικίνδυνων εχθρών του λαού, στους οποίους επιβάλλεται μαζική τιμωρία. Αυτό ακριβώς είναι η πράξη: Να απεικονίζεις σωστά την ουσία των κοινωνικών προτσές με στόχο να εφαρμόζεις τη διαλεκτική στην πραγματική ζωή. Πότε πραγματοποιείται αυτό το πέρασμα από την ποσότητα στην ποιότητα, το οποίο προετοιμάζεται οικονομικά; Οι πραγματικές οικονομικές διαδικασίες εξελίσσονται στο παρασκήνιο, ενώ η αστραπή της εξέγερσης αποτελεί τόσο την επιφανειακή λάμψη όσο και το αποφασιστικό στοιχείο στην πολιτική πράξη. Έτσι, λοιπόν ισχύει το: Τόλμη, τόλμη και μεγαλύτερη τόλμη!
Η οικονομία δεν είναι θαρραλέα, παραμένει στο παρασκήνιο, είναι το ξερό ψωμί, είναι η ξερή ουσία που πρέπει να βασανίσει κανείς στο κεφάλι του [αν θέλει να βγάλει άκρη]· ακόμα και η ταξική πάλη μπορεί να εξωθηθεί στο παρασκήνιο κάτω από το θόρυβο της καθημερινής πολιτικής επικαιρότητας.11 Σε τι ωφελεί ακόμα και η ομορφότερη πολιτική επανάσταση, αν παραβλέπει την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών»; Αυτό το κομβικό ζήτημα πρέπει να είναι καλά σφηνωμένο στο μυαλό μιας επαναστάτριας και ενός επαναστάτη για να είναι μέλος ενός κόμματος που γνωρίζει καλά το δρόμο του.
Στο πεδίο της οικονομίας, ο Μαρξ έχει κάνει μια σειρά ανακαλύψεις –με βασικότερη την αποκάλυψη του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος– που ήταν ακόμα απρόσιτες στους αστούς οικονομολόγους και οι οποίες τους κρατούσαν δέσμιους θολώνοντας τη σκέψη τους, με συνέπεια να συνεχίζουν να ερμηνεύουν τις ανθρώπινες σχέσεις ως εμπράγματες· στο πεδίο της πολιτικής προσανατολίστηκε στη μελέτη της πείρας από τους μαζικούς και ταξικούς αγώνες.
Τα ζητήματα της πολιτικής λύνονται με τη βοήθεια της πραγματικής εξέλιξης των γεγονότων, της ζωντανής πείρας των ταξικών αγώνων και όχι μέσα από λογικούς συλλογισμούς. Στη φυσικο-ιστορική διαδικασία αυτής της εξέλιξης, την οποία μπορεί κανείς να απεικονίσει επιστημονικά αναδεικνύοντας ότι διέπεται από νομοτέλειες, οι άνθρωποι ενεργούν φυσικά με συνείδηση, και αυτό το γεγονός αναιρεί την ταυτότητα της φυσικής εξέλιξης και της κοινωνικής εξέλιξης. «Σ’ ένα σημείο, ωστόσο, η ιστορία της εξέλιξης της κοινωνίας αποδεικνύεται ουσιαστικά διαφορετική από της φύσης. Στη φύση –στο βαθμό που δεν παίρνουμε υπόψη μας την επενέργεια των ανθρώπων πάνω της– υπάρχουν μονάχα παράγοντες που δρουν χωρίς συνείδηση ο ένας πάνω στον άλλο τυφλά, και μέσα στην αλληλεπίδρασή τους επιβάλλεται ο γενικός νόμος [...] Αντίθετα, στην ιστορία της κοινωνίας οι παράγοντες που δρουν είναι όλοι άνθρωποι προικισμένοι με συνείδηση, που δρουν με περίσκεψη ή πάθος προς ορισμένους σκοπούς.»12
Ο επιστημονικός μαρξισμός, ταυτόχρονα με την αναγνώριση του γεγονότος ότι η πορεία της Ιστορίας διακατέχεται από εσωτερικούς γενικούς-οικονομικούς νόμους, αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός πεδίου δράσης της [ανθρώπινης] πρωτοβουλίας. Εννοείται φυσικά ότι στην εποχή του μαινόμενου ιμπεριαλισμού, του μιλιταρισμού και της όξυνσης της ταξικής πάλης, αυτό το πεδίο πρέπει να καλυφθεί με τη διαμόρφωση μιας τακτικής που (κατά την περίοδο όπου αυτοί δεν έχουν ακόμα κλονιστεί ουσιαστικά) θα περιλαμβάνει μικρότερα ή μεγαλύτερα –ανάλογα με τον πραγματικό συσχετισμό της δύναμης– επώδυνα χτυπήματα ενάντια στους εκμεταλλευτές καπιταλιστές, ενώ στον κατάλληλο χρόνο αυτό το πεδίο θα αποτελέσει ένα πεδίο στρατιωτικής-επαναστατικής πρωτοβουλίας και δράσης, με τελικό στόχο την ολοκληρωτική τους εξόντωση.
Και πάλι όμως δεν πρόκειται για απλή πρωτοβουλία, αφού αυτή είναι μέρος του σχεδίου της εξέγερσης, το αυθόρμητο υποτάσσεται στο συνειδητό. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί, ενώ η αστική κοινωνία παρακμάζει όλο και περισσότερο και τα σημάδια της αποσύνθεσής της γίνονται όλο και πιο έντονα, την ίδια στιγμή έχει αρκετή δύναμη για να σταθεί στα πόδια της. Ο τρεμάμενος, κλονισμένος καπιταλισμός εναποθέτει, όπως είναι αναμενόμενο, τις ελπίδες του σε ένα «lucky punch» (τυχερή βολή). Πρόκειται λοιπόν για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που δε γνωρίζει διαλείμματα, για έναν πόλεμο που προϋποθέτει τη γενική ασυμφιλίωτη έχθρα απέναντι στη συνολική αστική κοινωνία. Ο πόλεμος του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο ξεχωρίζει από τον πόλεμο των Ιακωβίνων ενάντια στη φεουδαρχία. Αυτό το ξέρουν οι πάντες. Αλλά σε ποιο ακριβώς σημείο; Ο Κάουτσκι, ήδη από το 1902, πρόβλεψε σωστά ότι η επερχόμενη επανάσταση δε θα είναι τόσο πάλη των λαϊκών μαζών ενάντια στην κυβέρνηση όσο πάλη ενός τμήματος του λαού απέναντι σε ένα άλλο τμήμα του. Από αυτό, ο Λένιν έβγαλε το παρακάτω συμπέρασμα και με αυτό επανέρχομαι στο χαρακτήρα των διαλειμμάτων: «Έναν τέτοιο πόλεμο δεν μπορούμε να τον φανταστούμε αλλιώς, παρά σα μια σειρά από λίγες μεγάλες συγκρούσεις, που ανάμεσά τους μεσολαβούν σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα, και σαν ένα πλήθος μικροσυμπλοκών που γίνονται στη διάρκεια αυτών των χρονικών διαστημάτων.»13 Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να προσκολλάται κανείς πεισματικά στο σχήμα μιας μεγάλης σε διάρκεια εμφύλιας ή αντάρτικης σύγκρουσης με ενδιάμεσα διαλείμματα.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι αν η καταπιεσμένη τάξη κατέχει όπλα και την ετοιμότητα να διαλύσει τον ταξικό εχθρό, δηλαδή την αστική τάξη. Αρχικά, η καταπιεσμένη τάξη αποκτάει όπλα μέσα από τον αφοπλισμό του ταξικού εχθρού. Οι εξεγερμένοι πάσχουν πάντα στην αρχή από έλλειψη όπλων. Η εξέγερση στην Κρακοβία14 δεν είχε στην αρχή κανένα όπλο, λαφυραγώγησε αρχικά κάποια πρωτόγονα όπλα με στόχο να τα αξιοποιήσει, για να κατακτήσει στη συνέχεια πιο σύγχρονα και ισχυρά όπλα. Στο τέλος, οι εργάτες της Κρακοβίας έφτασαν να έχουν μισό τάγμα πεζικού και ένα σύνταγμα ιππικού υποστηριζόμενο από θωρακισμένα αυτοκίνητα. «Η εξέγερση της Κρακοβίας αναφέρεται στην ιστορία της ένοπλης πάλης του παγκόσμιου προλεταριάτου ως ένα κλασικό παράδειγμα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την εξουσία.»15
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Λένιν είχε πει ότι η εξέγερση είναι ένα μεγάλο πράγμα, το οποίο όμως ξεκινάει ως μικρό. Τα όπλα κατά κανόνα βρίσκονται στην ίδια την πορεία της εξέγερσης, όμως οι εξεγερμένοι δεν είναι τις περισσότερες φορές εκπαιδευμένοι να τα χειρίζονται, με συνέπεια τα λεηλατημένα όπλα συχνά να μην αξιοποιούνται. Στην εξέγερση της Καντόνα, γενικά μόνο το ένα έκτο (5 από τα 30) των λεηλατημένων όπλων αξιοποιήθηκε σε μάχη, και αυτό μπορεί να θυμίζει σε μερικούς στρατιωτικούς διοικητές της εξέγερσης τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο στρατηγός Ουάσινγκτον με τους ξυπόλυτους στρατιώτες του στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Στην αρχή της εξέγερσης, λοιπόν, που ο ταξικός εχθρός είναι ισχυρότερος, το Κόμμα είναι αναγκασμένο να συνεχίσει να κινείται στη σφαίρα της παρανομίας και μπορεί να βγει από αυτή μόνο αν το κίνημα της εξέγερσης προσλάβει μαζικό χαρακτήρα. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να ανακοινωθεί ένα σχέδιο για την οργάνωση της Κόκκινης Φρουράς, το οποίο «πρέπει να είναι απλό και εύκολα κατανοητό από κάθε εργάτη»16.
Η εξέγερση ξεκινάει κατά κανόνα με οδομαχίες στις εργοστασιακές πόλεις των οικονομικών κέντρων, από εκεί απλώνεται σε ευρύτερες περιοχές, ακόμα και στην ύπαιθρο. Αυτός ο πόλεμος προσλαμβάνει ήδη με αυτόν τον τρόπο το χαρακτήρα ενός «πολέμου ελιγμών», τον οποίο διεξάγει ένας Κόκκινος Στρατός –με τη μορφή του εμφύλιου πολέμου– ενάντια στα στρατεύματα της αντεπανάστασης.
Πάνω από τον τάφο του Μαρξ, ο Ένγκελς τόνισε ότι ο Μαρξ ήταν πρωτίστως ένας επαναστάτης και μόνο μετέπειτα ένας άνθρωπος της επιστήμης. Για τον Λένιν, το μίσος των εκμεταλλευόμενων για τους εκμεταλλευτές τους αποτελεί τη βάση κάθε κομμουνιστικού κινήματος και της επιτυχίας του17. Σε κάθε πολυπλοκότητα της ένοπλης εξέγερσης υπάρχει μόνο ένα σταθερό σημείο, το οποίο δεν πρέπει να χάνει κανείς ούτε στιγμή από τα μάτια του, η τελική μάχη.
Εξ ου και η τεράστια συνεισφορά των ιστορικών προσωπικοτήτων που αναδεικνύονται μέσα από αυτήν την πάλη, οι οποίοι πάντα δρούσαν έχοντας επίγνωση της ιστορικής αποστολής τους. Για τον Ντζερζίνσκι, τον ιδρυτή της Τσεκά, αναφέρεται ότι δούλευε μέχρι 20 ώρες τη μέρα και ότι ορισμένες φορές έπρεπε να τον εξαναγκάσουν να τρώει. Ήταν μήπως ανόητος; Όχι, αποτελούσε τον αντίποδα του επαγγελματία πολιτικού και η επιδίωξή του ήταν η υπερνίκηση του ταξικού εχθρού και, μαζί με αυτήν, και της πολιτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου που είναι εσωτερικά σάπιος. Υπάρχει άραγε πιο σιχαμερή φιγούρα από έναν επαγγελματία πολιτικό;
Υπήρχε μια εμμονή στον Ντζερζίνσκι, με την έννοια της εμμονής του Ροβεσπιέρου. Αυτός ο τελευταίος ήταν ο πρώτος που από το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσό έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει κανένας συμβιβασμός, καμία ανακωχή με τους αχρείους που το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι η λεηλασία του λαού. Ο Ροβεσπιέρος απέτυχε σε αυτό, και μάλιστα συνέβαλε ασυνείδητα στο να μπορέσει να επιβληθεί στη Γαλλία οικονομικά ο καπιταλισμός και πολιτικά η αστική κοινωνία στην κλασική μορφή της ενάντια στη φεουδαρχική. Ο καπιταλισμός όμως είναι ο τωρινός μας εχθρός. Συνειδητά κάνω λόγο για την εξόντωσή του· υπάρχουν μαρξιστές που μιλάνε με στόμφο ξανά και ξανά και τελικά πεθαίνουν χωρίς να έχουν προκαλέσει ούτε μια γρατζουνιά σε έναν τραπεζίτη ή καπιταλιστή.
Η ζωή ενός επαγγελματία επαναστάτη είναι με πολλούς τρόπους μια ζωή στην οποία είναι αδιάκοπα σε αντιπαράθεση με εχθρούς· μια ζωή χωρίς διακοπές. Ο επαναστατικός μαρξισμός διακρίνεται από το ότι έχει σαφή εικόνα του ταξικού εχθρού, καλλιεργεί το υγιές ταξικό μίσος –ο Λένιν έκανε λόγο για το ευγενέστερο προλεταριακό μίσος– και από το ότι κυριαρχείται από μια αδιάλλακτη θέληση για νίκη –από την οποία απορρέει και ο λανθάνων εμφύλιος πόλεμος στην αστική κοινωνία– ενάντια στο αστικό κράτος.
Ακόμα κι αν επαναλαμβάνομαι, το κάνω για καλό λόγο, για να τονίσω ότι: Λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Λένιν έγραψε ένα γράμμα προς την ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, όπου έλεγε: Είμαστε ένα κόμμα το οποίο, παρόλες τις διακυμάνσεις, γνωρίζει ακριβώς το δρόμο του. Έτσι μιλάει ένας επιστημονικός σοσιαλιστής. Στο γράμμα του με τίτλο «Γράμματα από μακριά», ο Λένιν θύμιζε ότι ο Ένγκελς έβλεπε την εξέγερση σαν τέχνη.
Σήμερα, μπροστά από το υπερήφανο πλοίο της επανάστασης συσσωρεύονται τόνοι λάσπης από το μικροαστικό βάλτο. Αυτή η κοινοπραξία των μικροαστών υποτίθεται ότι θέλει να φέρει το σοσιαλισμό μέσα από συζητήσεις σε πάνελ. Εδώ είναι σημαντικό να μη χαθεί ο στόχος. Σε μια επανάσταση το πρωτεύον δεν είναι να συζητάς, αλλά να πα-
λεύεις για τη νίκη.
Με αυτόν τον ειρμό των σκέψεων μπορεί να τελειώσει προσωρινά η παρουσίαση της λενινιστικής θεωρίας για την επανάσταση. Οι τελευταίες πινελιές σε αυτό το κείμενο αφορούν κάποιες επισημάνσεις για την κληρονομιά της λενινιστικής θεωρίας για την επανάσταση στην παγκόσμια επαναστατική εργατική τάξη σε συνδυασμό με μια σκέψη του Καρλ Μαρξ.
Είχα ξεκινήσει με ένα απόσπασμα του Μαρξ από την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας και θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από αυτό το έργο του νεαρού Μαρξ από τα 1844. Ο κύκλος κλείνει. Η κληρονομιά των Μαρξ και Λένιν βρίσκεται στην αναγκαιότητα της συγκέντρωσης όλων των δυνάμεων για την εξόντωση της αστικής τάξης και στην ετοιμότητα των επαναστατών να φτάσουν γι’ αυτόν το σκοπό μέχρι το θάνατο. «Αυτό γίνεται μονάχα σε μια τάξη πραγμάτων όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις και ταξικοί ανταγωνισμοί, όπου οι κοινωνικές εξελίξεις θα πάψουν να ’ναι πολιτικές επαναστάσεις. Ίσαμε τότε, στις παραμονές κάθε γενικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης θα ’ναι πάντα: “Αγώνας ή θάνατος: Ματοκύλισμα ή αφανισμός. Έτσι ακαταμάχητα μπαίνει το ζήτημα”.»18
Ο Λένιν ξεκινάει από το ότι όχι μόνο δεν μπορεί κάποιος να κάνει μια επανάσταση, αλλά δεν υπάρχει και κανένας νόμος των επαναστάσεων. «Οι τέτοιοι νόμοι αφορούν μόνο αυτό που είναι τυπικό, αυτό που ο Μαρξ το αποκάλεσε κάποτε “ιδανικό”, με την έννοια του μέσου, κανονικού, τυπικού καπιταλισμού.»19 Ωστόσο, ο ίδιος ο Λένιν δεν επέμεινε πολύ σχολαστικά σε αυτό, αφού στον Αριστερισμό μιλάει για νόμους της επανάστασης. Ήδη η ρωσική επανάσταση του 1905 έφερε μια σειρά από περίεργες ανατροπές, για παράδειγμα, το ραγδαίο ανέβασμα ενός απεργιακού κινήματος που κανείς δεν πίστευε τότε ότι ήταν δυνατό.
Και τι απέδειξε η Οκτωβριανή Επανάσταση; Καταρχάς, την ιδιαιτερότητα ότι ήταν οι κομμουνιστές εκείνοι που οδήγησαν την αστικοδημοκρατική επανάσταση μέχρι τέλους,20 μια που οι αστοί δημοκράτες φοβούνταν πολύ να το κάνουν. Ο Λένιν ορθώς μίλησε για τα εντυπωσιακά ζιγκ-ζαγκ στην Ιστορία. Αυτά ακριβώς είναι που αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ιστορικής εξέλιξης· αυτά είναι που τον διαπερνούν και τον ζωογονούν.
Κάθε εξέγερση έχει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Φυσικά, ζιγκ-ζαγκ υπάρχουν –και μάλιστα ιδιαίτερα εκεί– και στην ένοπλη εξέγερση, όπου οι συνθήκες μεταβάλλονται γρήγορα και μόνο τσαρλατάνοι μπορεί να είναι όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν μια γενική εικόνα για την πορεία της εξέγερσης. Κανένας διοικητής, ούτε στην πλευρά της Αριστεράς ούτε στην πλευρά της Δεξιάς, δεν μπορεί να έχει τα πάντα στο κεφάλι του· αυτό που μετράει είναι ποιος έχει στο τέλος περισσότερα κομμάτια του παζλ στο μυαλό του, επομένως ποιος έχει καταλάβει περισσότερα στρατιωτικά πεδία.
Στην αρχή, τα βήματα της εξέγερσης και η ανάπτυξη των διάφορων μαχητικών τμημάτων ανταποκρίνονται χοντρικά στο σχετικό σχέδιο της εξέγερσης. Στην πορεία, όμως, της εξέγερσης θα προκύψουν αναπόφευκτα αποκοπές μεμονωμένων τμημάτων και νέες, απροσδόκητες καταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατιωτικοί διοικητές θα πρέπει να ακολουθήσουν σε γενικές γραμμές τις στρατηγικές κατευθύνσεις και να προσπαθήσουν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτές.
Κανένας πόλεμος και καμιά εξέγερση δεν μπορεί να διεξαχθεί με απόλυτα επιστημονικό τρόπο και με αυστηρή μαθηματική ακρίβεια. Επιβάλλεται, ωστόσο, να προσέξουμε ότι στο γενικό σχέδιο μάχης οι χαραγμένες γενικές γραμμές πάλης πρέπει τουλάχιστον χοντρικά να τηρούνται. Η τακτική πρέπει να υποχωρεί έναντι της στρατηγικής, όχι το αντίθετο, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε το θάνατο της εξέγερσης. Κανένα σχέδιο δεν πραγματοποιείται σε κάθε λεπτομέρειά του· στα μικρά του παρακλάδια και στην πορεία της εξέγερσης, σχεδόν κάθε διοικητής θα οδηγηθεί σε λάθη. (Σε κάθε επανάσταση γίνονται ένα σωρό ανοησίες, συνήθιζε να λέει ο Ένγκελς.)
Αυτές οι συνθήκες μπορούν να κατανοηθούν συγκεκριμένα ως εξής: «Η ένοπλη εξέγερση δεν περιορίζεται μόνο στις ένοπλες επιχειρήσεις των ίδιων των αριθμητικά ισχυρότερων επαναστατημένων τμημάτων· τέτοιου είδους επιχειρήσεις δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εξέγερση [...] για να γίνει το πρώτο, αιφνιδιαστικό χτύπημα στον αντίπαλο και αμέσως να εισχωρήσουν στην ένοπλη πάλη οι πλατιές μάζες του προλεταριακού πληθυσμού. Με αυτήν την έννοια, το επαναστατικό μαζικό κίνημα του προλεταριάτου αποτελεί ταυτόχρονα εκείνη τη βάση πάνω στην οποία πρέπει να οργανωθούν οι μαχητικές ενέργειες των κόκκινων φρουρών (της μαχητικής οργάνωσης) και των άμεσων εφεδρειών τους. Η ηγεσία της επανάστασης πρέπει να λύσει με κάθε κόστος το πρόβλημα του άμεσου τραβήγματος των μαζών στη μάχη ταυτόχρονα με την επίθεση της οργάνωσης μάχης. Αυτό το καθήκον είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα τακτικής της ένοπλης εξέγερσης. Δεν είναι δυνατό να βασίζεται κανείς αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των επαναστατημένων μαζών. Το Κόμμα πρέπει να πάρει τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα το διάστημα που προηγείται ευθύς αμέσως της έναρξης της μάχης, τα οποία θα εξασφαλίζουν ότι οι μάζες θα μπουν στη μάχη έγκαιρα.»21
Οι μαρξιστές καλά κάνουν και θυμούνται το πρώτο έργο που δημοσιεύτηκε από τον Χέγκελ και πραγματευόταν τη διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία του Φίχτε και του Σέλινγκ. Σε αυτό το έργο υπάρχει η άκρως αξιοσημείωτη φράση: «Όσο πιο καλή η μέθοδος τόσο πιο λαμπρά τα αποτελέσματα.» Κάθε βαθιά επανάσταση επιφέρει λαμπρά αποτελέσματα.
Αποτελεί ύψιστο καθήκον των κοινωνικών επιστημών να διαισθάνονται τη βαθιά εσωτερική, ασίγαστη κίνηση της διαλεκτικής στο εσωτερικό των ιστορικο-πολιτικών προτσές, τόσο των περασμένων όσο και των παροντικών. Πολλές φορές ο Λένιν εφιστούσε την προσοχή μας σε μια τοποθέτηση του Τσερνισέφσκι, σύμφωνα με την οποία στην πολιτική τα πράγματα δε γίνονται όπως στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Αλεξάντερ Νιέβσκι22. «Όποιος “αποδέχεται” την επανάσταση του προλεταριάτου μόνο “με τον όρο” ότι αυτή θα εξελιχτεί εύκολα και ομαλά, ότι θα υπάρχει από την πρώτη στιγμή συνδυασμένη δράση των προλετάριων των διάφορων χωρών, ότι θα υπάρχει εκ των προτέρων εγγύηση πως δε θα υποστεί ήττες, ότι ο δρόμος της επανάστασης θα είναι πλατύς, ελεύθερος, ευθύς, ότι δε θα χρειαστεί στο δρόμο προς τη νίκη να υποστεί από καιρό σε καιρό τις πιο βαριές θυσίες, “να βρεθεί κλεισμένος μέσα σε πολιορκημένο φρούριο”, ή να περάσει από τα πιο στενά, αδιάβατα, σπειροειδή κι επικίνδυνα ορεινά μονοπάτια –αυτός δεν είναι επαναστάτης, δεν απαλλάχτηκε από το σχολαστικισμό της αστικής διανόησης, στην ουσία θα ξεγλιστράει συνεχώς στο στρατόπεδο της αντεπαναστατικής αστικής τάξης...»23
Επίσης δεν είναι επαναστάτης αυτός που κλαψουρίζει για την υποχώρηση της επανάστασης, που ξεχνάει τα φοβερά ζιγκ-ζαγκ που χαρακτηρίζουν την κίνηση της Ιστορίας. Πρέπει να διαθέτει κανείς εκπαιδευμένο αφτί για να μπορεί να «ακούσει» τον ήχο της αναπτυσσόμενης επανάστασης, δεν μπορεί να την αντιληφθεί διαβάζοντας τις πρωινές εφημερίδες, όπου τα πράγματα παρουσιάζονται επιφανειακά και πολλές φορές ακόμα και λαθεμένα.
Το κριτήριο για μια πετυχημένη επανάσταση συνίσταται, σύμφωνα με τον Λένιν, στο ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα στα μυαλά των ανθρώπων. Αυτό δε συνέβη την περίοδο που στα Σοβιέτ κυριαρχούσαν οι μικροαστοί δημοκράτες, αλλά μετά την ανατροπή τους, δηλαδή μετά τις 25 Οκτώβρη 1917. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, που προέκυψε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ξεκίνησε μέσα σε συνθήκες μεγάλου κλονισμού που επέφερε η κοινωνικοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στην πόλη και στην ύπαιθρο. Και οι ιμπεριαλιστές, που είχαν μετατρέψει την Ευρώπη σε ερείπια, ήταν οι πρώτοι που έσκουζαν για τη δήθεν μπολσεβίκικη τρομοκρατία.