Η Ελλάδα ήταν το πρώτο κράτος-μέλος της ΕΕ που μπήκε στη φάση της οικονομικής κρίσης και ενώ ακόμα η ΕΕ δεν είχε διαμορφώσει το μηχανισμό διαχείρισής της. Εκείνη την περίοδο, είχαν ανακύψει πιο έντονες οι διαφωνίες των κρατών-μελών της για το αν έπρεπε να προχωρήσει άμεσα η εμβάθυνση ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης ή να συνεχιστεί η διεύρυνσή της με νέα κράτη. Στην πορεία εκδηλώθηκε η οικονομική καπιταλιστική κρίση στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, έφτασε ως την Κύπρο. Επομένως παντού, και στην Ελλάδα, χρειαζόταν να προληφθεί ο κίνδυνος απότομης διόγκωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και των αγώνων. Στην Ελλάδα ήδη οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν δυναμώσει, ακόμα όμως σε αναντιστοιχία με το απαιτούμενο επίπεδο κοινωνικοπολιτικής συνείδησης, μαζικότητας και επιτελικής οργάνωσης. Το άλφα και το ωμέγα αποτελούσε η επίτευξη της μέγιστης σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος με τη χειραγώγηση και υποταγή του εργατικού-λαϊκού κινήματος με κάθε μέσο, κατασταλτικό και «ειρηνικό», δηλαδή διαβρωτικό, αξιοποιώντας ακόμα και μηχανισμούς, θύλακες προβοκάτσιας.1
Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς αν πέρα από τις μελετημένες, αναπόφευκτες πολιτικές επιλογές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν και κάποιες προσωπικές κινήσεις του ενός ή του άλλου ηγέτη την περίοδο 2009-2011 που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην επιτάχυνση διεργασιών, σαν αυτές που, λίγο παρακάτω, μνημονεύονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Το βέβαιο είναι ότι αυτές συνέβαλαν στις προσπάθειες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με προμετωπίδα το αστικό σύνθημα της «εθνικής ενότητας», που συνιστούσε κάλεσμα προς το λαό να συναινέσει στα μνημόνια, στις αιματηρές, δηλαδή, δικές του θυσίες, ως προαπαιτούμενο για την έξοδο από τον κύκλο της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου.
Η συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ με τη βοήθεια και μικρότερων κομμάτων, όπως και η μετέπειτα συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ακροδεξιό κόμμα ΑΝΕΛ, αποτέλεσε και αποτελεί κραυγαλέα απόδειξη ότι το αστικό πολιτικό σύστημα, τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης δεν έχουν ούτε «παρωπίδες», ούτε «δογματισμό», προωθούν την ανασύνταξη, ως και συνεργασίες ανάμεσα στους δήθεν ορκισμένους κομματικούς αντιπάλους, ώστε να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ισχυρή εκπροσώπηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, να προληφθεί η επικίνδυνη, για το αστικό πολιτικό σύστημα, όξυνση της ταξικής πάλης. Πρόκειται για εξέλιξη που είχε καθυστερήσει στην Ελλάδα σε σύγκριση με τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ευρώπη, με κορμό τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνηθισμένο φαινόμενο από τις αρχές της 10ετίας του ’90. Τότε δηλαδή που εμφάνισαν νέα όξυνση οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί στην Ευρώπη και παγκόσμια, καθώς η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στα άλλα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης οδήγησε στην ανάδειξη νέων καπιταλιστικών αγορών. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε η πορεία εκλογικής αποδυνάμωσης κραταιών φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, μερικά πέρασαν στο περιθώριο, στη θέση τους ιδρύθηκαν νέα. Η αποδυνάμωση, με εκκωφαντικό τρόπο, έπληξε και τα άλλοτε ισχυρά «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, με ανάλογες συνέπειες στην Ισπανία και αλλού. Επρόκειτο για ΚΚ που είχαν, αρκετές φορές, πάρει μέρος σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστικά κόμματα, κάθε φορά που το αστικό πολιτικό σύστημα τα είχε ανάγκη. Σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν ως και εξαφανίστηκαν, αυτά δηλαδή τα κόμματα που είχαν απολαύσει επαίνους ως η δήθεν πρωτοπορία της «ανανέωσης», τιμήθηκαν από την αστική τάξη ως σημαιοφόροι του «δημοκρατικού» σοσιαλισμού, της «μικτής σοσιαλιστικής» οικονομίας, της πολεμικής κατά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που βεβαίως ασκούνταν από τη σκοπιά της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας και της «οικονομίας της αγοράς».
Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία χώρεσε και χωράει ακόμα και κυβερνήσεις μειοψηφίας, καθώς και φάση «ακυβερνησίας». Κυβέρνηση μειοψηφίας συγκρότησε ο Μακρόν μετά τις τελευταίες γαλλικές εκλογές (19.6.2022), ενώ λίγα χρόνια πριν στην Πορτογαλία συγκροτήθηκε μειοψηφική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, το Νοέμβρη του 2015, με έναν τυπικό κοινοβουλευτικό ελιγμό του Πορτογαλικού ΚΚ που προτίμησε, την κρίσιμη μέρα, να μην πάρει μέρος στη συγκεκριμένη διαδικασία διαπίστωσης αν υπήρχε πλειοψηφία, με σκοπό να προκύψει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Κόστα. Αλήστου μνήμης παράδειγμα συνιστά η περίπτωση του Βελγίου, όταν το 2010 για 541 μέρες δεν έγινε δυνατή συμφωνία για κυβερνητική συνεργασία. Ωστόσο δεν υπήρξε ακυβερνησία, καθώς το κυβερνητικό κενό για την προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, το κάλυψαν τα μόνιμα στελέχη των υπουργείων.
Οι νεότερες γενιές, αν μελετήσουν συστηματικά τα Δοκίμια Ιστορίας του ΚΚΕ που αφορούν τις περιόδους 1919-1949, 1950-1967, θα μάθουν ότι σε όλο τον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν κυβερνητικές συνεργασίες ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενα για τη διακυβέρνηση αστικά κόμματα, ώστε να υπηρετηθούν οι συγκεκριμένες, κάθε φορά, ανάγκες της αστικής τάξης, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, απειλητικής όξυνσης της ταξικής πάλης, σε περίοδο εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.