Η θέση του ΚΚΕ για κυβερνήσεις συνεργασίας στο έδαφος του καπιταλισμού


της Αλέκας Παπαρήγα

Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2012-2015-2019

Η Ελλάδα ήταν το πρώτο κράτος-μέλος της ΕΕ που μπήκε στη φάση της οικονομικής κρίσης και ενώ ακόμα η ΕΕ δεν είχε διαμορφώσει το μηχανισμό διαχείρισής της. Εκείνη την περίοδο, είχαν ανακύψει πιο έντονες οι διαφωνίες των κρατών-μελών της για το αν έπρεπε να προχωρήσει άμεσα η εμβάθυνση ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης ή να συνεχιστεί η διεύρυνσή της με νέα κράτη. Στην πορεία εκδηλώθηκε η οικονομική καπιταλιστική κρίση στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, έφτασε ως την Κύπρο. Επομένως παντού, και στην Ελλάδα, χρειαζόταν να προληφθεί ο κίνδυνος απότομης διόγκωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και των αγώνων. Στην Ελλάδα ήδη οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν δυναμώσει, ακόμα όμως σε αναντιστοιχία με το απαιτούμενο επίπεδο κοινωνικοπολιτικής συνείδησης, μαζικότητας και επιτελικής οργάνωσης. Το άλφα και το ωμέγα αποτελούσε η επίτευξη της μέγιστης σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος με τη χειραγώγηση και υποταγή του εργατικού-λαϊκού κινήματος με κάθε μέσο, κατασταλτικό και «ειρηνικό», δηλαδή διαβρωτικό, αξιοποιώντας ακόμα και μηχανισμούς, θύλακες προβοκάτσιας.1

Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς αν πέρα από τις μελετημένες, αναπόφευκτες πολιτικές επιλογές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν και κάποιες προσωπικές κινήσεις του ενός ή του άλλου ηγέτη την περίοδο 2009-2011 που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην επιτάχυνση διεργασιών, σαν αυτές που, λίγο παρακάτω, μνημονεύονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Το βέβαιο είναι ότι αυτές συνέβαλαν στις προσπάθειες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με προμετωπίδα το αστικό σύνθημα της «εθνικής ενότητας», που συνιστούσε κάλεσμα προς το λαό να συναινέσει στα μνημόνια, στις αιματηρές, δηλαδή, δικές του θυσίες, ως προαπαιτούμενο για την έξοδο από τον κύκλο της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου.

Η συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ με τη βοήθεια και μικρότερων κομμάτων, όπως και η μετέπειτα συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ακροδεξιό κόμμα ΑΝΕΛ, αποτέλεσε και αποτελεί κραυγαλέα απόδειξη ότι το αστικό πολιτικό σύστημα, τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης δεν έχουν ούτε «παρωπίδες», ούτε «δογματισμό», προωθούν την ανασύνταξη, ως και συνεργασίες ανάμεσα στους δήθεν ορκισμένους κομματικούς αντιπάλους, ώστε να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ισχυρή εκπροσώπηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, να προληφθεί η επικίνδυνη, για το αστικό πολιτικό σύστημα, όξυνση της ταξικής πάλης. Πρόκειται για εξέλιξη που είχε καθυστερήσει στην Ελλάδα σε σύγκριση με τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ευρώπη, με κορμό τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνηθισμένο φαινόμενο από τις αρχές της 10ετίας του ’90. Τότε δηλαδή που εμφάνισαν νέα όξυνση οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί στην Ευρώπη και παγκόσμια, καθώς η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στα άλλα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης οδήγησε στην ανάδειξη νέων καπιταλιστικών αγορών. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε η πορεία εκλογικής αποδυνάμωσης κραταιών φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, μερικά πέρασαν στο περιθώριο, στη θέση τους ιδρύθηκαν νέα. Η αποδυνάμωση, με εκκωφαντικό τρόπο, έπληξε και τα άλλοτε ισχυρά «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, με ανάλογες συνέπειες στην Ισπανία και αλλού. Επρόκειτο για ΚΚ που είχαν, αρκετές φορές, πάρει μέρος σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστικά κόμματα, κάθε φορά που το αστικό πολιτικό σύστημα τα είχε ανάγκη. Σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν ως και εξαφανίστηκαν, αυτά δηλαδή τα κόμματα που είχαν απολαύσει επαίνους ως η δήθεν πρωτοπορία της «ανανέωσης», τιμήθηκαν από την αστική τάξη ως σημαιοφόροι του «δημοκρατικού» σοσιαλισμού, της «μικτής σοσιαλιστικής» οικονομίας, της πολεμικής κατά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που βεβαίως ασκούνταν από τη σκοπιά της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας και της «οικονομίας της αγοράς».

Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία χώρεσε και χωράει ακόμα και κυβερνήσεις μειοψηφίας, καθώς και φάση «ακυβερνησίας». Κυβέρνηση μειοψηφίας συγκρότησε ο Μακρόν μετά τις τελευταίες γαλλικές εκλογές (19.6.2022), ενώ λίγα χρόνια πριν στην Πορτογαλία συγκροτήθηκε μειοψηφική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, το Νοέμβρη του 2015, με έναν τυπικό κοινοβουλευτικό ελιγμό του Πορτογαλικού ΚΚ που προτίμησε, την κρίσιμη μέρα, να μην πάρει μέρος στη συγκεκριμένη διαδικασία διαπίστωσης αν υπήρχε πλειοψηφία, με σκοπό να προκύψει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Κόστα. Αλήστου μνήμης παράδειγμα συνιστά η περίπτωση του Βελγίου, όταν το 2010 για 541 μέρες δεν έγινε δυνατή συμφωνία για κυβερνητική συνεργασία. Ωστόσο δεν υπήρξε ακυβερνησία, καθώς το κυβερνητικό κενό για την προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, το κάλυψαν τα μόνιμα στελέχη των υπουργείων.

Οι νεότερες γενιές, αν μελετήσουν συστηματικά τα Δοκίμια Ιστορίας του ΚΚΕ που αφορούν τις περιόδους 1919-1949, 1950-1967, θα μάθουν ότι σε όλο τον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν κυβερνητικές συνεργασίες ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενα για τη διακυβέρνηση αστικά κόμματα, ώστε να υπηρετηθούν οι συγκεκριμένες, κάθε φορά, ανάγκες της αστικής τάξης, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, απειλητικής όξυνσης της ταξικής πάλης, σε περίοδο εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

 

ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΠΩΤΕΡΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΣΚΟΠΌ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, ΟΠΛΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ-ΛΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Σημαντικές και αδιάσειστες αποδείξεις περικλείει η «στιγμή» της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την τριπλή γερμανοϊταλική και βουλγαρική κατοχή και ενώ διαμορφώθηκαν όροι επαναστατικής κατάστασης. Αν και το ΚΚΕ, λόγω της προβληματικής στρατηγικής του την κατοχική περίοδο, είχε υπογράψει τις γνωστές συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα, συμμετείχε στη συγκρότηση κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η αστική τάξη, δικαιολογημένα, ένιωθε τρόμο μπροστά σε ένα ένοπλο λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα στο οποίο το ΚΚΕ αναδείχτηκε πρωτεργάτης, καθοδηγητής και αιμοδότης της ΕΑΜικής Αντίστασης. Τέθηκε τότε στην πρώτη γραμμή η συσπείρωση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων του «δεξιού» και του «κεντρώου» χώρου. Έβαλαν στο περιθώριο τους ανταγωνισμούς τους και το διαχωρισμό τους σε φιλοβασιλικές και αντιβασιλικές δυνάμεις, προσκάλεσαν την αγγλική στρατιωτική επέμβαση που οδήγησε στο Δεκέμβρη του ’44, ως αιχμή του δόρατος για να αφοπλίσουν το λαό τσακίζοντας το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, αφού το ΚΚΕ, αποχωρώντας από την κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας», αρνήθηκε να υποκύψει. Όλες μαζί οι τότε αστικές πολιτικές δυνάμεις ευλόγησαν το όργιο των δολοφονιών, εκτελέσεων, φυλακίσεων, εξορίας, την απαγόρευσης δράσης του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ κλπ.

Στη συνέχεια, μετά την ήττα του ΔΣΕ, έγινε μια νέα προσπάθεια ανασύνταξης, ανασυγκρότησης του αστικού πολιτικού συστήματος, πότε με αργά και πότε με σχετικά πιο γρήγορα βήματα, κάτω και από την επίδραση υποκειμενικού χαρακτήρα παραγόντων ανάμεσα και μέσα στον ηγετικό πυρήνα των τότε αστικών κομμάτων. Η εγχώρια αστική τάξη, με τις πλάτες του αμερικανικού παράγοντα, που διαδέχτηκε τον «προστάτη» αγγλικό, και ο Θρόνος, αποδείχτηκαν σταθεροί στον κοινό σκοπό τους να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του διαγκωνισμού ανάμεσα στα «δεξιά» συντηρητικά και τα φιλελεύθερα «κεντρώα» κόμματα. Τόσο ο Θρόνος όσο και ο ξένος παράγοντας έδειξαν την προτίμησή τους αρχικά στην αξιοποίηση κομμάτων με «κεντρώο» προφίλ, με επιλογή μάλιστα κατάλληλων στελεχών, π.χ. του Ν. Πλαστήρα, ενώ ήρθαν προσωρινά σε αντίθεση με τον προερχόμενο από τις Ένοπλες Δυνάμεις Α. Παπάγο που ίδρυσε το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού το 1951. Σχηματίστηκαν πέντε κυβερνήσεις με «κεντρώο» κορμό, χωρίς να αναστέλλεται η συνεχής προσπάθεια ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος μέσω ενός ισχυρότερου, όσο ήταν δυνατόν, «δεξιού» κόμματος. Το 1956 στη θέση του Ελληνικού Συναγερμού ιδρύθηκε η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) που είχε ως συνέπεια ανάλογες διεργασίες για την ενότητα του αντίπαλου «κεντρώου» χώρου.

Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν τις εκλογές του 2012, έβαλε σε περίοπτη θέση προπαγάνδας την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του 1958. Παρέλειπε, σκόπιμα, τις συγκεκριμένες τότε συνθήκες και τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά. Τότε ο «κεντρώος» χώρος ήταν πολυδιασπασμένος κι έτσι έγινε δυνατή η εκλογική συνεργασία της ΕΔΑ με «κεντρώες» αστικές δυνάμεις. Υπενθυμίζεται ότι με τη συνεργασία αυτή ήταν σύμφωνο και το ΚΚΕ, ως απόρροια της τότε στρατηγικής του. Μετά τις εκλογές του ’58, οι συνεργαζόμενες με την ΕΔΑ δυνάμεις δημιούργησαν νέα πολιτικά σχήματα, όπως τη Δημοκρατική Ένωση, τη Νέα Αγροτική Κίνηση, ενώ οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις που απάρτιζαν το κόμμα των Φιλελευθέρων τριχοτομήθηκαν και ο Γ. Παπανδρέου με 5 ακόμα βουλευτές σχημάτισε το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (ΦΔΚ), μαγιά για την ίδρυση στην πορεία της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ). Επικράτησε, όπως ήταν φυσικό, η λογική της ίδρυσης ενός «κεντρώου» κόμματος ανάμεσα στην ΕΡΕ και την ΕΔΑ, εργαλείο στον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων. Και τότε, όπως και τώρα, ως προπαγανδιστικό εργαλείο μπήκε στην πρώτη γραμμή προσωποποιημένη αντιπαράθεση, Καραμανλής ή Παπανδρέου, όπως σήμερα μπαίνει το «δίλημμα» διαλέξτε μεταξύ Κ. Μητσοτάκη και Α. Τσίπρα.

Η ανάγκη ανασυγκρότησης του αστικού πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στις δεκαετίες ’50 και ’60, είχε ως υπόβαθρο ιστορικά διαμορφωμένες ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ο ελληνικός καπιταλισμός, ενώ στο πεδίο της οικονομίας είχε μπει σε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπέφερε από την αναντιστοιχία ως προς τη μορφή της αστικής πολιτικής εξουσίας, με κύριο χαρακτηριστικό την παρεμβατική δράση του Θρόνου, με «ορμητήριο» τις συμφωνημένες συνταγματικές υπερεξουσίες του, ανάμεσα στις οποίες ήταν η αναγόρευση του βασιλιά σε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Θρόνος στην Ελλάδα απείχε κατά πολύ από το συμβολικό χαρακτήρα, ως παράγοντας «εθνικής ενότητας», που είχε στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη στα οποία επιβίωσε η βασιλεία. Κατά συνέπεια, η βασιλική παρέμβαση προκαλούσε τριβές με την ηγεσία της ΕΡΕ και της ΕΚ, στις γραμμές των οποίων ωρίμαζε η ανάγκη αστικών εκσυγχρονισμών, όπως συνέβη τον Ιούλη του ’65, όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να ορίσει τον εαυτό του ως υπουργό Εθνικής Άμυνας, παραμερίζοντας τον εκλεκτό τον Ανακτόρων, που αρχικά ο ίδιος είχε τοποθετήσει, δηλαδή τον Π. Γαρουφαλλιά. Η διαφωνία που οδήγησε στην παραίτηση της ΕΚ από την κυβέρνηση δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά ένα «στιγμιότυπο» της περιόδου όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων, μέσα από τις οποίες πρόβαλλε η ανάγκη προσαρμογών στο αστικό πολιτικό σύστημα, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της προετοιμασίας εισδοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία διαφημιζόταν ως το υπόδειγμα της δημοκρατίας έναντι των θεσμών της εργατικής εξουσίας στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ο αναγκαίος για το καπιταλιστικό σύστημα εκσυγχρονισμός επιτεύχθηκε το 1974 με το γνωστό δημοψήφισμα, κατάργησης του Θρόνου, που πρότεινε η κυβέρνηση Καραμανλή και ψήφισε η μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Είναι γεγονός ότι ανάμεσα στις πρώτες επιλογές της κυβέρνησης της «εθνικής ενότητας» ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, αν και στη διάρκεια της δικτατορίας δεν είχε δηλωθεί τέτοια πρόθεση από κανένα κόμμα, συμπεριλαμβανομένου και του τότε ΠΑΚ υπό τον Α. Παπανδρέου. Είναι βέβαιο ότι στην απόφαση αυτή έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι το παράνομο για 27 χρόνια (1947-1974) ΚΚΕ είχε ανοιχτά δηλώσει ότι θα επέβαλλε την «ντε φάκτο» νόμιμη λειτουργία του στην Ελλάδα με την ανατροπή της Χούντας, ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας συγκρότησε αυτοτελείς παράνομες ΚΟ, για πρώτη φορά ύστερα από την απόφαση διάλυσής τους το 1958 και το πέρασμα των κομματικών μελών στην ΕΔΑ. Επομένως, το να πιστώνεται η νομιμοποίηση του ΚΚΕ κυρίως στον Κ. Καραμανλή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την πρωτοβουλία του να ιδρύσει τη ΝΔ, το 1974, υπηρέτησε την τότε ανάγκη να απογαλακτιστεί «η Δεξιά» από το βάρος του αμαρτωλού παρελθόντος της ως ΕΡΕ. Ο Α. Παπανδρέου, ιδιαίτερα την περίοδο της δικτατορίας, είχε ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να ιδρυθεί ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως εναλλακτική επιλογή στη «Δεξιά», αφού η ΕΚ είχε χάσει την ενότητά της και παρά το όποιο προδικτατορικό κύρος συνιστούσε παρωχημένο κόμμα για τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας την πείρα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ και της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα στη χειραγώγηση και ενσωμάτωση του όποιου λαϊκού ριζοσπαστισμού.

Η ευρεία εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτώβρη του 1981 και το κλίμα ευφορίας που αναπτύχθηκε σε μεγάλα τμήματα του λαού, τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, εξηγούνται. Το ΠΑΣΟΚ 
είχε στα χέρια του «νέα» όπλα ιδιαίτερα απέναντι στη ΝΔ, η οποία, αν και εμφανιζόταν ως ένα νέο και σύγχρονο αστικό κόμμα, παρέμενε ιδεολογικά προσκολλημένη στο παρελθόν όσον αφορά τους αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς που στη συγκεκριμένη φάση δεν αντιπροσώπευαν απειλή για το πολιτικό σύστημα. Η ΝΔ, π.χ., δεν επέλεξε να καταργήσει τα σχεδόν καθολικά καταδικασμένα στη λαϊκή συνείδηση «πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης», να αναγνωρίσει την ΕΑΜική Αντίσταση, να επιτρέψει –συλλογικά και όχι ύστερα από ατομική εξέταση– να επιστρέψουν οι πολιτικοί πρόσφυγες.

Την περίοδο 1974-2011 ο δικομματικός ανταγωνισμός για τη διακυβέρνηση αποκρυσταλλώθηκε στην αντιπαράθεση «Δεξιάς» και «προόδου», με διάφορες εκδοχές. Το ΠΑΣΟΚ, που αυτοπαρουσιαζόταν ως κόμμα του «τρίτου δρόμου προς το σοσιαλισμό», αποδείχτηκε το κατάλληλο κόμμα ώστε να προετοιμάσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη μετεξελιγμένη ΕΟΚ ως ΕΕ, στην ανανέωση όλων των συμφωνιών με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με το προεκλογικό του σύνθημα για διώξιμο των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων, την πολιτική των καπιταλιστικών κρατικοποιήσεων και στη συνέχεια των διαδοχικών ιδιωτικοποιήσεων κλπ.

 

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Όπως είναι γνωστό, και ενώ η οικονομική καπιταλιστική κρίση ήταν προ των «θυρών», η κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή (προέκυψε από τις εκλογές του 2007) προτίμησε την παραίτηση και την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, το 2009, με αποτέλεσμα η νέα εκλεγμένη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον Γ. Παπανδρέου να πάρει στην ευθύνη της την προσφυγή στο ΔΝΤ, καθώς η ΕΕ δεν είχε ακόμα εκπονήσει μνημόνιο, κατά συνέπεια πήρε στα χέρια του την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Εννοείται ότι το σε ποια χέρια ξεσπάει η κρίση, φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά, μονοκομματικών ή κυβερνήσεων συνεργασίας, δεν καθορίζει ποιο κόμμα είναι αποκλειστικά υπεύθυνο, αφού η κρίση είναι σύμφυτο φαινόμενο με την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν είναι βέβαια ανεύθυνο κανένα αστικό κόμμα ή άλλο κόμμα αστικής διαχείρισης, ανεξαρτήτως πρόσημου, αφού υπηρετεί τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος. Το ίδιο ισχύει και όταν ο κύκλος της κρίσης κλείνει· μπορεί να κλείσει σε οποιαδήποτε «χέρια», φιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, καθώς ο κύκλος δε διαρκεί επ’ άπειρον, τον διαδέχεται η φάση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, στα σπλάχνα της οποίας κυοφορούνται και αναπτύσσονται οι παράγοντες για ύφεση και νέο κύκλο κρίσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, ενόψει των επικείμενων εκλογών, επαίρεται ότι παρέλαβε τη διακυβέρνηση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, χωρίς προηγούμενη πολιτική πείρα, και την παρέδωσε στη ΝΔ σε συνθήκες ανάκαμψης. Βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και αυτός και όλα τα αστικά κόμματα έχουν συμφέρον να κρύβουν τον πραγματικό χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης, να αθωώνουν το ιστορικά τελευταίο εκμεταλλευτικό σύστημα. Η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ φόρτωσαν την ευθύνη της κρίσης στη διακυβέρνηση του ενός ή του άλλου, ενώ από τα πιο προσφιλή τους επιχειρήματα για τις αιτίες της κρίσης ήταν τα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, η διαφθορά κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκρύπτει, συνειδητά, από το λαό το γεγονός ότι το υπερταμείο που κληροδότησε στην κυβέρνηση της ΝΔ ήταν ανειλημμένη υποχρέωσή του από την ΕΕ. Το βασικό είναι ότι προήλθε από τα «ματωμένα πλεονάσματα» που τα πλήρωσε η εργατική τάξη και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, ενώ οι εξαγγελλόμενες ή επιδιωκόμενες καπιταλιστικές επενδύσεις είχαν προαπαιτούμενο τη μονιμοποίηση των αντιλαϊκών μνημονίων και τη νέα αύξηση του βαθμού της εργατικής εκμετάλλευσης.

 

ΟΙ «ΣΤΙΓΜΕΣ» ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΚΟΡΜΟ ΤΗ ΝΔ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΤΟ 2011

Στις 31.10.2011 και ενώ όλα έδειχναν ότι ανέβαιναν οι ρυθμοί και το εύρος των λαϊκών κινητοποιήσεων, ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου σοφίστηκε ως «πυροσβεστική» απάντηση τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος όπου ο ελληνικός λαός θα αποφάσιζε αν θα έδινε έγκριση στην απόφαση της συνόδου κορυφής της ΕΕ, που αφορούσε τα μέτρα για τη διέξοδο από την κρίση υπέρ του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις που δέχτηκε από την ηγεσία της ΕΕ και τους εκπροσώπους των κρατών-μελών της ήταν τέτοιες, που απέσυρε αμέσως την πρόταση και παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Δεν έχει πρακτική, και κυρίως βαρύνουσα πολιτική σημασία, αν παραιτήθηκε εθελοντικά ή αναγκάστηκε από το αρμόδιο όργανο του ΠΑΣΟΚ. Αμέσως μετά σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας ανάμεσα στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ (Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός) με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, τον Λουκά Παπαδήμο, και αντιπρόεδρο τον Ευ. Βενιζέλο του ΠΑΣΟΚ. Ο Λ. Παπαδήμος κρίθηκε ως κατάλληλος για τις περιστάσεις, καθώς είχε διατελέσει διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (1994-2002) και αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2002-2010). Ενώ η Βουλή του 2009 ξεκίνησε με 5 κόμματα, τέλειωσε τη θητεία της το Μάη του 2012 με 9 πολιτικούς σχηματισμούς, καθώς συγκροτήθηκαν νέοι λόγω των διαρροών 60 βουλευτών· διαμορφώθηκαν έτσι δύο πόλοι, ο ένας με βάση τη ΝΔ και ο άλλος με βάση το ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του Ιούνη του 2012 προέκυψε κυβέρνηση της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς (διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ) υπό τον Α. Σαμαρά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα, που το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διακηρύσσει ότι κρατά αποστάσεις από τη ΝΔ, εκτιμά ότι η συνεργασία μαζί της το οδήγησε στην εκλογική του πανωλεθρία το 2012, αλλά το έκανε γιατί έβαλε πάνω από το «δικό του κομματικό συμφέρον» το «καλό της Ελλάδας και του λαού της».

Στις εκλογές του Μάη του 2012 εμφανίστηκε ως νέο φαινόμενο το γεγονός ότι η ΝΔ έπεσε στο κατώτατο χαμηλό εκλογικό της ποσοστό, το δε ΠΑΣΟΚ καταβαραθρώθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την τότε ομοσπονδιακή φυσιογνωμία του, αναδείχτηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Το δίπολο ΝΔ-
ΠΑΣΟΚ έχασε εκατομμύρια ψήφους. Καρπός της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ 
(τότε ακόμα ήταν Συνασπισμός της Αριστεράς) ήταν οπωσδήποτε η λαϊκή δυσαρέσκεια, η προπαγάνδα του με κύριο στοιχείο τον πλαστό διαχωρισμό των κομμάτων σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά». Συσκότιζε συνειδητά το χαρακτήρα και το ρόλο της ΕΕ, ρίχνοντας τις ευθύνες στην πλειοψηφία των φιλελεύθερων κυβερνήσεων και ιδιαίτερα στην κυριαρχία του «μερκελισμού». Χαρακτηριστικό στοιχείο της σοσιαλδημοκρατικοποίησής του αποτελούσαν οι διακηρύξεις του ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εξυγιανθεί και να εξανθρωπιστεί, ότι η ΕΕ μπορεί να γίνει το «κοινό σπίτι των λαών» με την πλειοψηφική ανάδειξη σοσιαλδημοκρατικών, «προοδευτικών» κυβερνήσεων κλπ. Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστική σε σοσιαλδημοκρατική δύναμη ήταν νομοτελειακή εξέλιξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ισχυρή κοινωνική βάση, καθώς απέσπασε μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο ως αποτέλεσμα αυθόρμητης μετακίνησης αλλά και μέσω οργανωμένης καθοδήγησης υπέρ του από σημαντική μάζα στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Επρόκειτο για στελέχη που διέθεταν ισχυρούς μηχανισμούς στις ΔΕΚΟ, στη δημόσια διοίκηση, στο τραπεζικό σύστημα, ορισμένους μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους και στα νοσοκομεία. Για τμήματα των εργατοϋπαλλήλων που τότε είχαν εξασφαλισμένη μονιμότητα εργασίας, με σχετικά καλύτερους μισθούς και συνθήκες δουλειάς σε σύγκριση με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Σ’ αυτά τα τμήματα, στα οποία είχε σημαντική επίδραση η εργατική αριστοκρατία, έβρισκε έδαφος η αυταπάτη ότι μπορεί να βελτιωθεί η θέση των εργαζόμενων, και ιδιαίτερα να μην επιδεινωθεί σε συνθήκες κρίσης, μακριά και σε αντίθεση με την αναγκαιότητα της κοινωνικής και πολιτικής ταξικής σύγκρουσης.

Στη διάρκεια της δεύτερης προεκλογικής περιόδου (Ιούνης 2012), η Κομισιόν, οι ΗΠΑ, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, τα διεθνή αστικά μέσα «ενημέρωσης» εξαπέλυσαν μια απροκάλυπτα αντιδραστική εκστρατεία για να αποτραπεί η αμφισβήτηση του μνημονίου στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη, εν μέσω των ενδοενωσιακών ανταγωνισμών, των αντιθέσεων ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας με τα ανερχόμενα καπιταλιστικά κράτη στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Προβλήθηκαν διάφορα μίγματα διαχείρισης της κρίσης, εκδοχές λιτότητας για τους λαούς. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ρίχτηκαν στον εκφοβισμό και την τρομοκράτηση του λαού κάνοντας σημαία τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, συνεπικουρούμενοι από τους μηχανισμούς της αστικής τάξης, του κράτους και τα αστικά μέσα ενημέρωσης. Οι εκλογές του Ιούνη ανέδειξαν κυβέρνηση συνεργασίας ανάμεσα στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη Δημοκρατική Αριστερά, που προήλθε από διάσπαση του Συνασπισμού της Αριστεράς, ενώ ο προηγούμενος ακροδεξιός εταίρος, ο ΛΑ.Ο.Σ., έμεινε εκτός Βουλής.

Η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε σανίδα σωτηρίας για τη διαχείριση της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης και τη διάδοση της λογικής της παθητικής αναμονής και της ελπίδας με την αξιοποίηση της εκλογικής κάλπης. Ανταγωνιζόμενος με τη ΝΔ, συνέβαλε από τη μια στην έναρξη της σταδιακής επανασυσπείρωσης δυνάμεών της και από την άλλη στη συγκρότηση ενός δήθεν εναλλακτικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου διαχείρισης της κρίσης.

Είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ στις εκλογές του Μάη του 2012 είχε μια μικρή αύξηση σε ψήφους, τον Ιούνη όμως έχασε ένα μεγάλος μέρος ψηφοφόρων, περίπου 46%, οι οποίοι κυρίως προτίμησαν το Λευκό και την αποχή εξαιτίας της άρνησής του να στηρίξει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.2

Η πρόταση συνεργασίας που απηύθυνε ο ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΚΕ ήταν ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα, με στόχο να αποσπάσει ψηφοφόρους, να οδηγήσει στην περιθωριοποίησή του, κάτι που δεν το πέτυχε σε άλλες συνθήκες, το 1989-1991.

Για να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τις νικηφόρες γι’ αυτόν εκλογές το Γενάρη του 2015, χρειάστηκε τη βοήθεια του ακροδεξιού κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ) που ήταν καρπός αποχωρήσεων δυνάμεων από τη ΝΔ. Θυμίζουμε ότι η απόφαση για κοινή κυβέρνηση ανάμεσα στα δύο κόμματα χρειάστηκε ελάχιστα λεπτά συνάντησης μεταξύ τους, για να δημοσιοποιηθεί αμέσως, πράγμα που αποδείκνυε ότι η συμφωνία είχε κλείσει πολύ πιο πριν. Συμφωνία, σε μια περίοδο που τα ακροδεξιά κόμματα έδειχναν εκλογική άνοδο στην Ευρώπη, δηλαδή κόμματα που η ιδεολογία τους θεωρούνταν ως ασύμβατη με τις ιδέες και τα οράματα της «Αριστεράς». Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιολόγησε τη συμμαχία του ως «ανάγκη στο βωμό της στήριξης του λαού για την έξοδο από την κρίση».

Η επισημοποίηση της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν εύκολη, καθώς στις γραμμές του και στο χώρο επιρροής του υπήρχε πολυσυλλεκτικότητα, διαφωνίες που δεν αφορούσαν το πρόγραμμα και τη στρατηγική του, αλλά κατά πόσο θα γίνονταν πράξη τα συνθήματά του για «το σκίσιμο των μνημονίων». Η ηγεσία του, μιμούμενη (;) την πρόταση του Γ. Παπανδρέου για δημοψήφισμα, διακήρυξε ένα ανάλογο, καλώντας το λαό να ψηφίσει ΟΧΙ στο νέο μνημόνιο που είχε θέσει στο τραπέζι η Κομισιόν. Η Κομισιόν αντέδρασε, αλλά δεν επέλεξε να λύσει το ζήτημα από τα πάνω, όπως έγινε με τον Γ. Παπανδρέου το 2011. Ευελπιστούσε, μάταια όπως αποδείχτηκε, ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα πετύχαιναν ένα πλειοψηφικό ΝΑΙ σε συνεργασία και με τους μη κομματικούς θύλακες του συστήματος. Ο στόχος της δεν επιτεύχθηκε τη συγκεκριμένη στιγμή, καθώς το ΟΧΙ του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από πολύ μεγαλύτερο μέρος του λαού σε σχέση με τις ψήφους που κέρδισε και έτσι έγινε κυβερνητικό κόμμα το Γενάρη του 2015. Πριν «αλέκτωρ λαλήσει τρις», ο Α. Τσίπρας και οι συνοδεύοντες υπουργοί του, στη σύνοδο της ΕΕ, μετέτρεψαν το λαϊκό ΟΧΙ σε ένα ΝΑΙ, με ένα ακόμα χειρότερο τρίτο μνημόνιο.

Το σημαντικό –καθόλου έκπληξη για το ΚΚΕ– δεν ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αθέτησε πολύ εύκολα τις προεκλογικές του διακηρύξεις. Το πιο σημαντικό στοιχείο για τη λαϊκή πείρα, το καλοκαίρι του 2015, ήταν η στάση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μπροστά στην επερχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζουμε ότι, μετά τη μετάλλαξη του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, ένα μέρος του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσά τους κάποιοι υπουργοί και βουλευτές, αποχώρησαν, κι έτσι η κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία που είχε αποσπάσει.3

Από μια πλευρά θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι οι διασπαστικές τάσεις στο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσαν μια νέα ευκαιρία για τη ΝΔ και το 
ΠΑΣΟΚ να αξιοποιήσουν τις νέες εκλογές προκειμένου να ανακτήσουν τη δυνατότητα εναλλαγής τους στην κυβέρνηση, κατά της «πρώτη φορά Αριστεράς». Και όμως, έκαναν αυτό που επέβαλε το συμφέρον της αστικής τάξης, η ανάγκη να μη διαταραχτεί η πολιτική σταθερότητα, σε μια περίοδο που οι ευρωενωσιακές δεσμεύσεις απαιτούσαν απόλυτη «κανονικότητα». Δε δίστασαν να ψηφίσουν το νέο μνημόνιο και να επιτρέψουν την –εν γνώσει τους– επανεκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-
ΑΝΕΛ, αφού δεν ήταν καθόλου εύκολο να αλλάξει η βασική εκλογική συμπεριφορά μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η συμπεριφορά τους αυτή επιβεβαίωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την αστική τάξη και τα συμφέροντα των καπιταλιστών.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ 2012 ΚΑΙ ΤΟΥ 2015

Το Κόμμα εκτίμησε τα εκλογικά αποτελέσματα του 20124 καταρχάς με κριτήριο τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών, το επίπεδο της ταξικής πάλης, που δείκτης κάθε φορά είναι η εκλογική δύναμή του σε συσχετισμό με τη δική του δράση, ως υποκειμενικού παράγοντα του αγώνα. Βασική του θέση ήταν ότι αποτελούσε μονόδρομο όχι μόνο η άρνηση συνεργασίας, αλλά και η συμμετοχή σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης με το ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Η επιλογή του ΚΚΕ δεν είχε συγκυριακό χαρακτήρα, καμία σχέση με την προπαγάνδα που έγινε, ότι δηλαδή η άρνησή του οφειλόταν σε ένα πνεύμα αντεκδίκησης απέναντι σε μια πολιτική δύναμη που προέκυψε από την αποχώρηση του ΚΚΕ από το Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, όταν επιδιώχτηκε η μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα. Εννοείται ότι δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι ο τότε ηγετικός του πυρήνας ήταν «γεμάτος» από πρώην στελέχη του Κόμματος. Η κατηγορηματική άρνησή μας βασίστηκε στη νέα πείρα που προέκυψε κατά τη μακρόχρονη πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού του χαρακτήρα, μετά την κρίση του 1989-1991, σε συνθήκες αντεπανάστασης στα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σύμφωνα με την οποία καμία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού δεν μπορεί να καταργήσει, ούτε καν να αμβλύνει τους νόμους, τις τάσεις, τις αντιθέσεις και βασικές αντιφάσεις του, άρα να δώσει φιλολαϊκή διέξοδο.

Η επιλογή κατηγορηματικής άρνησης στις εκλογές του 2012 και στη συνέχεια στο δημοψήφισμα του 2015 αποτέλεσε και αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη όχι μόνο για το χτες, αλλά για το σήμερα και το μέλλον. Αν τότε το ΚΚΕ υπέκυπτε, τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα για το λαό σήμερα.

Το ΚΚΕ, κρίνοντας τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012, δεν έκανε καμία προσπάθεια να προσφύγει σε εύκολες δικαιολογίες, δεν απέκρυψε τις δικές του, υποκειμενικού χαρακτήρα αδυναμίες, ανάμεσα στις οποίες η πιο σημαντική ήταν ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συστηματική ιδεολογικοπολιτική δουλειά, ιδιαίτερα στις γραμμές των φίλων και οπαδών, ώστε να κατανοηθεί η νέα επεξεργασία της στρατηγικής του, η απόρριψη των «μεταβατικών» κυβερνήσεων και προγραμμάτων, η αρνητική για τους λαούς και το εργατικό κίνημα πείρα από τις κυβερνήσεις συνεργασίας ανάμεσα στα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γαλλία, στην Ιταλία, η πείρα της Χιλής, της Πορτογαλίας κ.ά. Η σταθερή στάση του, με επίγνωση του επερχόμενου πολιτικού εκλογικού του κόστους, οφειλόταν βεβαίως και στο γεγονός ότι είχε περάσει σε περίοδο ωρίμανσης, καθώς είχε επεξεργαστεί τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στην ανακοπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την ιστορική περίοδο 1949-1967, ενώ βρισκόταν στη φάση προετοιμασίας του νέου του Προγράμματος που ψήφισε, το 2013, το 19ο Συνέδριό του.

Το ΚΚΕ, σε αντίθεση με το κλίμα ενθουσιασμού και ελπίδας που καλλιεργήθηκε σε ένα μεγάλο μέρος του λαού, προειδοποίησε ότι το αποτέλεσμα των εκλογικών αναμετρήσεων του 2012 σηματοδοτούσε γενικότερη λαϊκή συντηρητικοποίηση, με ιδιαίτερο στοιχείο τη συντηρητική αναδίπλωση ριζοσπαστικών συνειδήσεων. Η ανάδειξη της εγκληματικής ναζιστικής Χρυσής Αυγής αποτελούσε δείκτη της, αυτή όμως είχε πιο γενικευμένο χαρακτήρα, με την απότομη άνοδο των αυταπατών ως προς το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, τη μεγάλη διασπορά ψήφων σε νέα κόμματα υποστηρικτικά της αστικής διαχείρισης, σε συνδυασμό και με τις απώλειες του ΚΚΕ. Αναζωογονήθηκε πιο έντονα ο μύθος ότι ο αστικός κοινοβουλευτισμός μπορεί να αποβεί ο δρόμος για πολιτικές αλλαγές υπέρ του λαού.

Σημαντική και προβλεπτική, επίσης, ήταν η εκτίμηση του ΚΚΕ για τις εκλογές του Γενάρη του 2015 που ανέδειξαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-
ΑΝΕΛ, στις οποίες το ΚΚΕ σημείωσε μια μικρή άνοδο σε ψήφους και ποσοστό.5 Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν επακόλουθο των εξελίξεων από το 2012 και μετά, και, όπως εκτίμησε το Κόμμα, έδειξε όχι μόνο την ισχύ της δυσαρέσκειας προς τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τις απατηλές προσδοκίες για την πολιτική αλλαγή που θα έφερνε ο ΣΥΡΙΖΑ, σε συνθήκες μείωσης του επιπέδου των δίκαιων λαϊκών απαιτήσεων, κάτω και από την επίδραση των δηλώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις απέναντι στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ενώ πύκνωναν τα σύννεφα του πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία (2014). Ως κυβέρνηση πια, έκανε ένα μεγάλο βήμα για τη νέα Στρατηγική Συμφωνία με τις ΗΠΑ, προσφέροντας νέες αμερικανοΝΑΤΟϊκές βάσεις στην Ελλάδα, νέες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Διευκόλυνε κατά πολύ τη ΝΔ, ως κυβέρνηση μετά το 2019, να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση της Συμφωνίας με τις ΗΠΑ, έτσι ώστε η Ελλάδα να μετατραπεί σε μια γιγάντια βάση θανάτου.

Ο εγκλωβισμός ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αντικαταστάθηκε από τον εγκλωβισμό ανάμεσα στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, ένα απολύτως ανεκτό και επιθυμητό δίπολο για το αστικό πολιτικό σύστημα. Καλύτερη απόδειξη για τη χρησιμότητα της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 δεν υπήρξε από την ηρεμία και ασφάλεια που ένιωθε η αστική τάξη με τη νέα κυβέρνηση και από το γεγονός ότι μειώθηκαν, ως και εξαφανίστηκαν, οι προηγούμενες ανησυχίες της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο.

Επιβεβαιώθηκε η εκτίμηση του ΚΚΕ για την ενίσχυση της συντηρητικής λαϊκής αναδίπλωσης, την εδραίωση της λογικής των μειωμένων απαιτήσεων. Σοβαρή απόδειξη της συντηρητικοποίησης αποτέλεσε και η ανάδειξη της εγκληματικής ναζιστικής ΧΑ σε τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα. Αυτό το κόμμα δυνάμωσε σε συνθήκες κρίσης, τυφλής αγανάκτησης και γενικευμένης απογοήτευσης, οπωσδήποτε όμως και μέσα από μηχανισμούς του συστήματος, τον ωμό αντικομμουνισμό που εξαπολύθηκε τόσο από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, όσο και από το ΣΥΡΙΖΑ. Πέρα από την κυριαρχία της αντίληψης περί «κακής» και «καλής» ΕΕ, «κακής» και καλής» αστικής διαχείρισης, καίριο ρόλο διαδραμάτισε το χαμηλό επίπεδο μαζικότητας και προσανατολισμού του εργατικού-λαϊκού κινήματος παρά τις άοκνες προσπάθειες του ΚΚΕ για την ανασυγκρότησή του, ενώ ακόμα δεν είχαν αποκρυσταλλωθεί σε εμφανή αποτελέσματα οι πρωτοβουλίες και προσπάθειές του για κοινή δράση με άλλες, ταξικά συνειδητοποιημένες δυνάμεις.

Για μία ακόμη φορά αποδείχτηκε ότι η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ έχει άμεση σχέση με την πορεία ανάπτυξης της ταξικής πάλης και τη συνεχή ενίσχυση του ρόλου του στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη που ανεβάζει την πείρα και την ικανότητα του εργατικού-λαϊκού κινήματος να αντέχει σε δύσκολες και, χωρίς άμεσα αποτελέσματα, μάχες.

Το ΚΚΕ, μετά τις εκλογές του 2015, κάλεσε το λαό να μην περιορίζει την αντίθεσή του στην εκάστοτε κυβέρνηση αλλά στον ίδιο τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, στο δρόμο της πάλης για τη διακυβέρνηση της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, καταργώντας την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Διαχωριζόταν σαφώς από τον ευρωσκεπτικισμό, υπογραμμίζοντας ότι ο αγώνας για την αποδέσμευση από την ΕΕ και τη διαγραφή του εξωτερικού χρέους, που την περίοδο εκείνη αναδεικνυόταν ως βασικό πρόβλημα, αποκτά πραγματικό νόημα στο δρόμο της πάλης για την εργατική εξουσία.6

Η γραμμή ρήξης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο η εργατική-λαϊκή αγωνιστική συσπείρωση σε πορεία αμφισβήτησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, καθώς εναλλακτική λύση προς όφελος του λαού δεν υπάρχει εντός του καπιταλιστικού δρόμου.

Η παραπάνω θέση σκοπίμως παραμορφώνεται, συνειδητά, ιδιαίτερα από το ΣΥΡΙΖΑ, ότι οδηγεί το ΚΚΕ να αναθέτει την αντιμετώπιση των οξυμένων προβλημάτων στο σοσιαλισμό. Την συμπληρώνει υποστηρίζοντας ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα φοβικό, που δε θέλει να βάλει τα «χέρια του στη φωτιά» προκειμένου να βελτιωθεί η ζωή του λαού, τα παραπέμπει όλα στη «Δευτέρα Παρουσία». Η τελευταία αυτή κατηγορία αποτελεί την πιο ανοιχτή ομολογία του ότι έχει τάξει τον εαυτό του στην υπεράσπιση του καπιταλισμού, αναγορεύοντάς τον μάλιστα ως ένα αιώνιο σύστημα, και από εκεί τελεία και παύλα. Καθόλου περίεργο και παράξενο, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ και όταν έκανε λόγο για σοσιαλισμό εννοούσε τον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού. Εκτός των άλλων, τόλμησε και τολμά μέχρι σήμερα να αναγορεύει το ΚΚΕ σε φοβικό κόμμα, δηλαδή δειλό. Μιλάει για το κόμμα που πάνω από 100 χρόνια, στις οποιεσδήποτε συνθήκες, και τις πιο δύσκολες, τις πιο άγριες συνθήκες, ως και παρανομίας, πήρε πρωτοβουλίες, πρωτοστάτησε στην οργάνωση εργατικών-λαϊκών αγώνων με τίμημα την εκατόμβη θυσιών, δολοφονιών, εκτελέσεων, φυλακίσεων, εξοριών, βασανιστηρίων και διώξεων. Δεν αρνήθηκε ποτέ το ΚΚΕ να «βρέξει τα χέρια του», όμως δε δέχεται και δε θα δεχτεί να γίνει συνένοχο στην υπηρεσία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, να συμμετάσχει στη συνενοχή γύρω από το μύθο της αστικής δημοκρατίας.

Αποτελεί, επίσης, συνειδητή παραποίηση της πραγματικότητας όταν από πολιτικούς αντιπάλους υποστηρίζεται ότι το ΚΚΕ αρνείται κάθε μέτρο που εμφανίζεται ως φιλολαϊκό ή κάποια μικρή παροχή προς ένα ή άλλο τμήμα της εργατικής τάξης, του λαού, γιατί τάχα εμείς επιδιώκουμε τη λαϊκή εξαθλίωση που δήθεν αυτή θα οδηγήσει στην επανάσταση. Άποψη τόσο ξένη προς τη θεωρία μας, την επιστημονική της μεθοδολογία, αλλά και τη μακρόχρονη πείρα του 20ού αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 21ου.

Αντίθετα, το ΚΚΕ πίστευε και πιστεύει ότι και μέσα στη ζούγκλα της αστικής εξουσίας, του καπιταλισμού, ένα πανίσχυρο εργατικό-λαϊκό κίνημα αντεπίθεσης έχει τη δυνατότητα να αποσπάσει παραχωρήσεις και κάποιες έστω μερικές κατακτήσεις. Το ζήτημα είναι ότι αυτές δεν ήταν, είναι και θα είναι αντίστοιχες με τις πραγματικές ανάγκες, δε θα είναι σταθερές και βιώσιμες, μόνο προσωρινές, όπως έδειξε ο 20ός αιώνας και οι πρώτες δεκαετίες του 21ου. Καλεί σε επαγρύπνηση, σε συνθήκες που η μαζική, οργανωμένη ταξική πάλη και ο αντικαπιταλιστικός αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός της αποφέρει τις όποιες μικρές ή και μεγαλύτερες νίκες του εργατικού-λαϊκού κινήματος· αυτές δεν πρέπει να γίνουν παράγοντας εφησυχασμού, επανάπαυσης. Το αντίθετο, να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια νέα, δυναμική κλιμάκωση της ταξικής πάλης, με προοπτική ο λαός να πάρει στα χέρια του την τύχη του, τον πλούτο που παράγει και τον έχουν σφετεριστεί οι καπιταλιστές, τον πλούτο που υπάρχει στο έδαφος και τις θάλασσες της χώρας του, της Ελλάδας.

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 2019

Χρειάστηκαν 3 1/2 χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να επιστρέψει η ΝΔ στη διακυβέρνηση, με αποτέλεσμα οι όποιες διεργασίες και αναδιατάξεις εκδηλώθηκαν αρκετά εκκωφαντικά στις εκλογές του 2012 τελικά να αποκρυσταλλωθούν σε μια μερική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, στη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκε το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, 
στη θέση των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Το 2019 ανέδειξε όχι μόνο την επανάκαμψη ενός μέρους των ψηφοφόρων της ΝΔ, αλλά και κόμματα της περιόδου του 2012-2015 (Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ, ΛΑ.Ο.Σ., Κόμμα Κεντρώων κλπ.) εξαφανίστηκαν και στη θέση τους ήρθε η ακροδεξιά Ελληνική Λύση και το κόμμα ΜέΡΑ25,σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης. Οι εκλογές του 2019 εξέφρασαν και απογοήτευση από τις ελπίδες που έσπειρε η δήθεν εναλλακτική «πρώτη φορά Αριστερά». Επιβεβαιώθηκε η εκτίμηση του Κόμματος ότι τόσο οι αυταπάτες όσο και η απογοήτευση συνιστούν αρνητικό παράγοντα στην άνοδο της ταξικής πάλης, της πολιτικής συνειδητοποίησης, αξιοποιούνται από ένα πλέγμα μέτρων και μηχανισμών που εμποδίζουν, ιδιαίτερα στις εκλογές, μια άνοδο της δύναμης του ΚΚΕ, σε αναντιστοιχία με το ρόλο του στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, την πρόοδο της επιρροής του ιδιαίτερα στις αγωνιζόμενες ριζοσπαστικές δυνάμεις.

 

ΟΙ ΜΕΤΑΠΗΔΗΣΕΙΣ ΗΓΕΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΕΝΑ ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΚΟΜΜΑ - ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Η νέα «επιτελική» κυβέρνηση της ΝΔ συμπεριέλαβε στις υπουργικές θέσεις ή στο πρωθυπουργικό περιβάλλον γνωστά ή και άγνωστα στο ευρύ κοινό στελέχη του ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα της περιόδου διακυβέρνησης Σημίτη. Στις ηγετικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε ένας ικανός αριθμός στελεχών του ΠΑΣΟΚ που είχαν διακριθεί για τις υπηρεσίες τους στο αστικό πολιτικό σύστημα, από την περίοδο που αρχηγός ήταν ο Α. Παπανδρέου, στη συνέχεια ο Γ. Παπανδρέου, μέχρι τη σημερινή μορφή του ως ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Στο σημερινό ΠΑΣΟΚ, που είναι μέγγενη του ανταγωνισμού της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπάρχουν δύο εμφανείς τάσεις, η τάση προτίμησης για συνεργασία με τη ΝΔ και η άλλη υπέρ της σύμπραξης με το ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που είναι πιθανό να βγει πιο έντονα στην επιφάνεια μετά τις επόμενες εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής και τις μεθεπόμενες με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.

Η αναγκαιότητα να εδραιωθεί η σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος οδήγησε να εγκαταλειφθεί σε σημαντικό βαθμό ο γνωστός όρος της «αποστασίας» που σημάδεψε την περίοδο των Ιουλιανών του ’65 και στη συνέχεια ως ένα βαθμό την περίοδο του 2012. Η μεταπήδηση στελεχών και εκλεγμένων βουλευτών από το ένα στο άλλο κόμμα αστικής διαχείρισης έγινε πολύ πιο εύκολη και ως ένα βαθμό λιγότερο επιλήψιμη, αφού συντελείται ανάμεσα σε κόμματα με κοινή γενική γραμμή πλεύσης, αναβαπτισμένα στην προηγηθείσα κυβερνητικής μορφής συνεργασία.

Η μεταπήδηση μάλιστα ανταμείβεται με την άμεση ανάδειξη σε ηγετικές θέσεις, υπουργικές ή στη θέση κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, σε υπεύθυνες θέσεις στο νέο κόμμα προσχώρησης, ή όταν επιστρέφουν στο αποκαλούμενο «μαντρί» από το οποίο δραπέτευσαν σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Δεν είναι δυνατόν, ακόμα, να διαφύγει της προσοχής ότι τα εντασσόμενα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να υμνούν το ΠΑΣΟΚ των «καλών ημερών» επί Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εξυμνεί το ρόλο της ΝΔ ιδιαίτερα επί πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή, σε αντίθεση με τη ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΣΧΕΣΗ, ΟΥΤΕ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Το κύρος και η εμβέλεια του Κόμματος ενισχύονται όσο κατακτά τον πρωτοπόρο ρόλο του ως συνειδητής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, μοναδικού και αναντικατάστατου φορέα επαναστατικής θεωρίας και πράξης, ως δύναμης λαϊκής συσπείρωσης και κοινωνικής ανατροπής. Από εδώ προέκυπτε και προκύπτει η συνέπεια και η μαχητικότητά του στους καθημερινούς αγώνες.

Το ΚΚΕ έχει αναδειχτεί σε πρωτοπορία οργάνωσης, καθοδήγησης στην ανάπτυξη μεγάλων, πανελλαδικής σημασίας, αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ έχει διευρύνει γενικά την επαφή, την επικοινωνία και τη συζήτηση με λαϊκές μάζες και αγωνιστές που αναγνωρίζουν το ρόλο του στο λαϊκό κίνημα, ενδιαφέρονται τι λέει το ΚΚΕ, ακόμα και αν δεν είναι όλοι έτοιμοι να συμφωνήσουν μαζί του. Σε σύγκριση με την περίοδο 2012-2015 πολύ περισσότεροι σήμερα ξέρουν ότι το ΚΚΕ διαθέτει πρόταση λαϊκής εξουσίας-διακυβέρνησης, πρόταση ανατροπής της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Το ΚΚΕ αναπτύσσεται με βάση συνδυασμένα κριτήρια για την αποτίμηση της πορείας του, για κριτική και αυτοκριτική εκεί που χρειάζεται: Στη δράση του για τη διάδοση της επιστημονικής θεωρίας του, του Προγράμματός του, τη διεξαγωγή της ιδεολογικής διαπάλης. Στην κομματική οικοδόμηση στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις, στους κλάδους και γενικά στους τομείς στρατηγικής σημασίας. Στο ρόλο του στην ανασύνταξη και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, στην κοινωνική συμμαχία με τα κατώτερα στρώματα των ενδιάμεσων στρωμάτων. Στο κίνημα νεολαίας, στη μαθητική και σπουδάζουσα, στο ρόλο του για την ανάπτυξη του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος, σε όλα τα μέτωπα δράσης και σε ζητήματα που αφορούν τη ζωή του λαού, στην εργασία και κατοικία, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, αθλητισμό. Στο ρόλο του στην ανασυγκρότηση και ανασύνταξη του ΔΚΚ, στο αντιιμπεριαλιστικό αντιπολεμικό κίνημα, στη διεθνιστική αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, των λαών.

Με αυτά τα κριτήρια σκεφτόμαστε και δρούμε, εκτιμάμε κάθε φορά τα εκλογικά μας ποσοστά. Αναμφισβήτητα το ΚΚΕ είχε εκλογικές απώλειες με αντίκτυπο και στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση τον Ιούνη του 2012, τις οποίες δεν έγινε δυνατό να αναπληρώσει μέχρι τις εκλογές του 2019. Παρ’ όλ’ αυτά, από την επομένη της κάθε εκλογικής αναμέτρησης έγινε η κινητήρια δύναμη των όποιων αγωνιστικών κινητοποιήσεων ακολούθησαν. Χωρίς αυτές, θα είχαν παρθεί ακόμα χειρότερα αντιλαϊκά μέτρα και, το κυριότερο, θα είχε δεχτεί ένα ακόμα πιο αποφασιστικό χτύπημα η προοπτική της ριζοσπαστικής εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης.

Η ενίσχυση του ΚΚΕ στις εκλογές του 2023 αποτελεί όχι μια απλή ένδειξη, αλλά εργατικό-λαϊκό όπλο με το οποίο η λαϊκή ριζοσπαστική αντιπολίτευση θα μπορεί να αντιπαλέψει πιο δυναμικά, άρα με καλύτερη προοπτική, την κυβερνητική πολιτική, ανεξάρτητα ποιος θα είναι ο κορμός της. Ακόμα, να αντιμετωπίσει τις επικίνδυνες συνέπειες της εμπλοκής της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Οι εκλογές για το αστικό κοινοβούλιο υπηρετούν πρώτ’ απ’ όλα το συμφέρον της αστικής τάξης να αναδειχτεί ισχυρή, σταθερή κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού προκειμένου να αποδυναμωθεί το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ είναι η απάντηση.

 

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ

Το ΚΚΕ ποτέ δεν υποτίμησε και δεν υποτιμά τη σημασία της πολιτικής εκλογικής μάχης των εθνικών εκλογών, των περιφερειακών, για το Ευρωκοινοβούλιο. Επαναλαμβάνουμε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα σε ψήφους, ποσοστά και αριθμό εκπροσώπων του στο αστικό κοινοβούλιο αναμφισβήτητα αποτέλεσε και αποτελεί ένα δείκτη για τη στάθμη της πολιτικής συνείδησης, του αγώνα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών του συμμάχων. Οι όροι διεξαγωγής όλων των μορφών της πάλης, εξωκοινοβουλευτικών και μέσα στη Βουλή, καθορίζονται από τη δύναμη της εξουσίας της αστικής τάξης, της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας, των παρακλαδιών, των αποχρώσεών της στις γραμμές του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ δεν προωθήθηκε μόνο για το οικονομικό συμφέρον της αστικής τάξης, αλλά και για τη θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος, για την υποστήριξη της εγχώριας αστικής τάξης έναντι κάθε μορφής λαϊκής απειλής. Η αστική τάξη, ανεξάρτητα από τις ενδοαστικές και ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, τις σχέσεις ανισοτιμίας στις διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις, απολαμβάνει την ασπίδα προστασίας τους, για όσο διάστημα βέβαια οι λαοί δεν πάρουν αποφασιστικά στα χέρια τους τη δική τους τύχη, που είναι ασυμβίβαστη με την παράταση ζωής του καπιταλισμού που γίνεται όλο και πιο αντιδραστικός, επικίνδυνος, σάπιος.

Οι κομμουνιστές και κομμουνίστριες που εκλέγονται στο αστικό κοινοβούλιο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν και αυτό το βήμα για τη συγκέντρωση όλων των αποδείξεων και στοιχείων που τεκμηριώνουν την ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης, την εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η κοινοβουλευτική δύναμη του ΚΚΕ και η αναγκαία μεγέθυνσή της, όσο επιτρέπεται στις συνθήκες της δικτατορίας της αστικής τάξης, αποτελεί ένα ακόμα μετερίζι αξιοποιήσιμο για το κύριο μέτωπο, της ταξικής πάλης έξω από το κοινοβούλιο.

Από την άλλη μεριά, το Κόμμα δεν παύει να αναδεικνύει στο λαό τα απολύτως ταξικά και κατά συνέπεια περιοριστικά όρια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με το χαρακτηριστικό σύνθημα «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό, στο δρόμο της ανατροπής με όσο γίνεται πιο δυνατό ΚΚΕ». Έχει σωρευτεί ένας μεγάλος όγκος αποδείξεων που επιβεβαιώνουν ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, ως μορφή πολιτικού συστήματος, μία ουσία και χαρακτήρα έχει, είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Ο αστικός πολυκομματισμός, ακόμα και όταν δοκιμάζεται από ενδοαστικές αντιθέσεις και τον κομματικό διαγκωνισμό για τη διακυβέρνηση, ακόμα και όταν αντιμετωπίζει κάποια προσωρινά εμπόδια για σταθερές αστικές κυβερνήσεις, αποτελεί σανίδα σωτηρίας, αφού τελικά έχει σταθερή επιλογή να διοχετεύεται η λαϊκή διαμαρτυρία σε ανώδυνο δρόμο, ώστε να κερδηθεί χρόνος για την ανασύνταξη και αντεπίθεση.

Καμία κυβέρνηση, μονοκομματική ή και συνεργασίας, ακόμα και με τη συμμετοχή των ΚΚ που γνωρίσαμε στην Ευρώπη και αλλού, δεν έφερε αλλαγή πολιτικής, καθολικές εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις, παρά μόνο προσωρινές παραχωρήσεις κάτω από την ανάγκη να προληφθεί η παραπέρα όξυνση της ταξικής πάλης, να ενσωματωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι συμμαχίες των ΚΚ με τη σοσιαλδημοκρατία στην κυβέρνηση, ή γενικά με διάφορες αστικές φιλελεύθερες δυνάμεις, αφετηρία και σκοπό είχαν την ενίσχυση του αστικού πολιτικού συστήματος και την αντιμετώπιση των όποιων δυσκολιών εμφανίζονταν στη διαχείριση των αναγκών της καπιταλιστικής ανάκαμψης.

Ο αγώνας μας στο εθνικό κοινοβούλιο είναι ενταγμένος στο δρόμο της πάλης για τα εργατικά-λαϊκά προβλήματα, στην πορεία του αγώνα για την εργατική-λαϊκή εξουσία και διακυβέρνηση.

 

2023-2-Alek

ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Αξίζει να σημειωθεί ότι, μετά τη δολοφονική επίθεση στο κτήριο της Μarfin με 4 θύματα, η ορμή και η μαζικότητα του εργατικού-λαϊκού κινήματος σημείωσε αισθητή υποχώρηση.

2. Βλ. το παράρτημα στο τέλος του άρθρου.

3. Οι αποχωρήσαντες στο μεγαλύτερο μέρος τους συγκρότησαν τη ΛΑΕ και, ανεξάρτητα από την πορεία τους σε νέα διάσπαση, παραμένουν βασικά πιστοί στη λογική των κυβερνήσεων συνεργασίας στο έδαφος του καπιταλισμού, στα μεταβατικά προγράμματα. Εγκαλούν το ΣΥΡΙΖΑ όχι για το πρόγραμμά του, αλλά για ηθικού χαρακτήρα προβλήματα υποχώρησης και υποταγής. Προέκυψε στην πορεία και το κόμμα ΜέΡΑ25, με επικεφαλής τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Βαρουφάκη, δύναμη που συνεχίζει να υπερασπίζεται τον τότε ΣΥΡΙΖΑ και τις επιλογές του, με κατηγορία την αθέτησή τους.

4. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4-5/2012, σελ. 207.

5. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2015, σελ. 187.

6. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2015, σελ. 183.