VII
Ένα σημαντικό επιστημονικό και πολιτικό ζήτημα που ο Κάουτσκι το παρέκαμψε συνειδητά, με κάθε λογής τεχνάσματα, προς εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση των οπορτουνιστών, είναι τούτο δω: πώς μπόρεσαν οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της Δεύτερης Διεθνούς να προδώσουν το σοσιαλισμό;
Εξυπακούεται ότι το ζήτημα δεν πρέπει να το θέτουμε με την έννοια της ατομικής βιογραφίας της μιας ή της άλλης αυθεντίας. Οι μελλοντικοί βιογράφοι τους θα υποχρεωθούν να εξετάσουν το πρόβλημα κι απ’ αυτή την άποψη, σήμερα όμως το σοσιαλιστικό κίνημα δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό το πράγμα, αλλά για τη μελέτη της ιστορικής προέλευσης, των όρων, της σημασίας και της δύναμης του σοσιαλσοβινιστικού ρεύματος. 1) Από πού προήλθε ο σοσιαλσοβινισμός; 2) Τι είναι αυτό που του έδωσε δύναμη; 3) Πώς να τον πολεμήσουμε; Μόνο αυτός ο τρόπος τοποθέτησης του προβλήματος είναι σοβαρός, ενώ η μετάθεση του ζητήματος στο επίπεδο των «προσωπικοτήτων» στην πράξη δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά απλή υπεκφυγή, τέχνασμα σοφιστή.
Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε, πρώτο, μήπως το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του σοσιαλσοβινισμού συνδέεται με κανένα προηγούμενο ρεύμα του σοσιαλισμού; δεύτερο, ποια σχέση υπάρχει, από την άποψη των πραγματικών πολιτικών διαιρέσεων, ανάμεσα στη σημερινή διαίρεση των σοσιαλιστών σε αντιπάλους και υπερασπιστές του σοσιαλσοβινισμού και στην ευρεία διαίρεση που προηγήθηκε ιστορικά;
Λέγοντας σοσιαλσοβινισμό, εννοούμε την παραδοχή της ιδέας υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τη δικαιολόγηση της συμμαχίας των σοσιαλιστών με την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις των χωρών «τους» σ’ αυτό τον πόλεμο, την άρνηση προπαγάνδισης και υποστήριξης των προλεταριακών - επαναστατικών εκδηλώσεων ενάντια στη «δική τους» αστική τάξη κλπ. Είναι καταφανές ότι το βασικό ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του σοσιαλσοβινισμού συμπίπτει απόλυτα με τις βάσεις του οπορτουνισμού. Είναι ένα και το αυτό ρεύμα. Ο οπορτουνισμός μέσα στις συνθήκες του πολέμου του 1914-1915 γεννάει ακριβώς το σοσιαλσοβινισμό. Το κύριο ζήτημα στον οπορτουνισμό είναι η ιδέα της συνεργασίας των τάξεων. Ο πόλεμος οδηγεί ως το τέλος αυτή την ιδέα, προσθέτοντας ταυτόχρονα στους συνηθισμένους παράγοντες και στα συνηθισμένα κίνητρά της μια ολόκληρη σειρά από έκτακτους παράγοντες και κίνητρα, εξαναγκάζοντας με τις απειλές και τη βία τη μικροαστική και σκόρπια μάζα να συνεργαστεί με την αστική τάξη: η περίσταση αυτή διευρύνει, όπως είναι φυσικό, τον κύκλο των οπαδών του οπορτουνισμού και εξηγεί απόλυτα το πέρασμα πολλών χτεσινών ριζοσπαστών σ’ αυτό το στρατόπεδο.
Οπορτουνισμός σημαίνει να θυσιάζονται τα ζωτικά συμφέροντα των μαζών στα προσωρινά συμφέροντα μιας ασήμαντης μειονότητας εργατών ή, μ’ άλλα λόγια, σημαίνει συμμαχία μιας μερίδας εργατών με την αστική τάξη ενάντια στη μάζα του προλεταριάτου. Ο πόλεμος κάνει αυτή τη συμμαχία πεντακάθαρη και αναγκαστική. Ο οπορτουνισμός γεννήθηκε μέσα σε δεκαετίες από τις ιδιομορφίες μιας εποχής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου η σχετικά ειρηνική και πολιτισμένη ζωή ενός στρώματος προνομιούχων εργατών «αστοποιούσε» αυτούς τους εργάτες, τους έδινε ορισμένα ψίχουλα από τα κέρδη του δικού τους, του εθνικού κεφαλαίου και τους αποσπούσε από τις συμφορές, από τα βάσανα και τις επαναστατικές διαθέσεις της μάζας, που ήταν καταδικασμένη στην καταστροφή και στην εξαθλίωση. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η άμεση συνέχιση και η ολοκλήρωση αυτής της κατάστασης πραγμάτων, γιατί είναι πόλεμος για τα προνόμια των κυρίαρχων εθνών, για το ξαναμοίρασμα των αποικιών μεταξύ τους, για την κυριαρχία τους πάνω στα άλλα έθνη. Η υπεράσπιση και η κατοχύρωση της προνομιακής θέσης των μικροαστών ή της αριστοκρατίας (και της γραφειοκρατίας) της εργατικής τάξης σαν «στρώματος ανώτερου» – αυτή είναι η φυσιολογική συνέχεια των μικροαστικών-οπορτουνιστικών ελπίδων και της αντίστοιχης τακτικής στον καιρό του πολέμου, αυτή είναι η οικονομική βάση του σοσιαλιμπεριαλισμού των ημερών μας1. Και, εννοείται, η δύναμη της συνήθειας, η ρουτίνα μιας σχετικά ειρηνικής εξέλιξης, οι εθνικές προλήψεις, ο φόβος των απότομων στροφών και η έλλειψη πίστης σ’ αυτές τις στροφές – όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους σαν πρόσθετοι παράγοντες και έκαναν να δυναμώσει και ο οπορτουνισμός και ο υποκριτικός και δειλός συμβιβασμός μαζί του, συμβιβασμός δήθεν για λίγο μόνο καιρό, για ειδικές μόνο αιτίες και αφορμές. Ο πόλεμος άλλαξε τη μορφή του οπορτουνισμού που τον έθρεψαν δεκαετίες, τον ανέβασε σε υψηλότερο σκαλοπάτι, αύξησε τον αριθμό και την ποικιλομορφία των αποχρώσεών του, πλήθυνε τις γραμμές των οπαδών του, πλούτισε τα επιχειρήματά τους μ’ ένα σωρό καινούργια σοφίσματα, συγχώνεψε, μπορούμε να πούμε, με το βασικό ρεύμα του οπορτουνισμού πολλά καινούργια ρεύματα και ρευματάκια, το βασικό όμως ρεύμα δεν εξαφανίστηκε. Κάθε άλλο.
Οσοσιαλσοβινισμός είναι ένας οπορτουνισμός που έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε έγινε αδύνατο να εξακολουθεί να υπάρχει αυτό το αστικό απόστημα μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα με την προηγούμενη μορφή του.
Οι άνθρωποι που δεν θέλουν να δουν τη στενότατη και αδιάσπαστη σύνδεση του σοσιαλσοβινισμού με τον οπορτουνισμό, πιάνονται από μεμονωμένες περιπτώσεις και «περιστατικά» – όπως λ.χ. από το γεγονός ότι ο τάδε οπορτουνιστής έγινε διεθνιστής και ο τάδε ριζοσπάστης έγινε σοβινιστής. Αυτό όμως δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελέσει σοβαρό επιχείρημα στο ζήτημα της ανάπτυξης των ρευμάτων. Πρώτο, η οικονομική βάση του σοβινισμού και του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα είναι μία και η αυτή: συμμαχία των ολιγάριθμων ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και των μικροαστών, που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του εθνικού «τους» κεφαλαίου ενάντια στη μάζα των προλεταρίων, στη μάζα των εργαζομένων και των καταπιεζομένων γενικά. Δεύτερο, το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο και των δυο ρευμάτων είναι ένα και το αυτό. Τρίτο, γενικά και στο σύνολο η παλιά διαίρεση των σοσιαλιστών σε οπορτουνιστικό και επαναστατικό ρεύμα, διαίρεση χαρακτηριστική για την εποχή της Δεύτερης Διεθνούς (1889-1914), αντιστοιχεί στην καινούργια διαίρεση σε σοβινιστές και διεθνιστές.
Για να πειστούμε για την ορθότητα αυτής της τελευταίας θέσης, πρέπει να θυμηθούμε τον κανόνα ότι στις κοινωνικές επιστήμες (όπως και γενικά σε κάθε επιστήμη) πρόκειται για μαζικά φαινόμενα και όχι για μεμονωμένες περιπτώσεις. Ας πάρουμε 10 χώρες της Ευρώπης: τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Ρωσία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Βουλγαρία, την Ελβετία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Στις πρώτες 8 χώρες η καινούργια διαίρεση των σοσιαλιστών (με βάση το διεθνισμό) αντιστοιχεί στην παλιά (με βάση τον οπορτουνισμό): στη Γερμανία το φρούριο του οπορτουνισμού, το περιοδικό Μηνιαία Σοσιαλιστική Επιθεώρηση (Sozialistische Monatshefte) έγινε το φρούριο του σοβινισμού. Τις ιδέες του διεθνισμού τις υποστηρίζουν οι ακραίοι αριστεροί. Στην Αγγλία, στο Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα περίπου τα 3/7 είναι διεθνιστές (66 ψήφοι υπέρ του διεθνιστικού σχεδίου απόφασης έναντι 84, σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς) και στο συνασπισμό των οπορτουνιστών (Εργατικό Κόμμα + Φαβιανοί + Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) λιγότεροι από το 1/7 είναι διεθνιστές2. Στη Ρωσία ο βασικός πυρήνας των οπορτουνιστών, το περιοδικό Νάσα Ζαριά των λικβινταριστών, έγινε ο βασικός πυρήνας των σοβινιστών. Ο Πλεχάνοφ με τον Αλέξινσκι κάνουν περισσότερο θόρυβο, εμείς όμως ξέρουμε, έστω και μόνο από την πείρα της πενταετίας 1910-1914, ότι είναι ανίκανοι να κάνουν συστηματική προπαγάνδα ανάμεσα στις μάζες της Ρωσίας. Βασικός πυρήνας των διεθνιστών της Ρωσίας είναι ο «πραβντισμός» και η ρωσική σοσιαλδημοκρατική εργατική κοινοβουλευτική ομάδα, σαν εκπρόσωπος των πρωτοπόρων εργατών, που αναδημιούργησαν το κόμμα το Γενάρη του 1912.
Στην Ιταλία το καθαρά οπορτουνιστικό κόμμα του Μπισολάτι και Σία, έγινε σοβινιστικό. Ο διεθνισμός εκπροσωπείται από το εργατικό κόμμα. Οι μάζες των εργατών είναι υπέρ αυτού του κόμματος· οι οπορτουνιστές, οι κοινοβουλευτικοί άνδρες, οι μικροαστοί είναι υπέρ του σοβινισμού. Στην Ιταλία η εκλογή μπορούσε για πολλούς μήνες να είναι ελεύθερη και η εκλογή δεν έγινε τυχαία, αλλά σύμφωνα με τη διαφορά της ταξικής θέσης του προλετάριου που δουλεύει στις μάζες και των μικροαστικών στρωμάτων.
Στην Ολλανδία το οπορτουνιστικό κόμμα του Τρούλστρα συμβιβάζεται με το σοβινισμό γενικά (δεν πρέπει να μας ξεγελάει το γεγονός ότι στην Ολλανδία οι μικροαστοί, όπως και οι μεγαλοαστοί, μισούν θανάσιμα τη Γερμανία, που θα ήταν ικανή να τους «καταπιεί»). Συνεπείς, ειλικρινείς, φλογερούς διεθνιστές από πεποίθηση έδωσε το μαρξιστικό κόμμα με επικεφαλής τον Γκόρτερ και τον Πάνεκουκ. Στη Σουηδία ο οπορτουνιστής ηγέτης Μπράντινγκ αγανακτεί, γιατί κατηγορούνται οι γερμανοί σοσιαλιστές για προδοσία και ο ηγέτης των αριστερών Χέγκλουντ δηλώνει ότι μέσα στους οπαδούς του υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ακριβώς έτσι τα πράγματα (βλ. τη Σοτσιάλ-Ντεμοκράτ, αρ. φύλ. 36). Στη Βουλγαρία οι αντίπαλοι του οπορτουνισμού, οι «τεσνιάκοι» κατηγορούν από τον τύπο, στο όργανό τους (Νόβο Βρέμε3), τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες ότι «έκαναν βρομιά». Στην Ελβετία οι οπαδοί του οπορτουνιστή Γκρόιλιχ έχουν την τάση να δικαιολογήσουν τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες (βλ. το όργανό τους Λαϊκό Δίκαιο της Ζυρίχης), ενώ οι οπαδοί του ασύγκριτα πιο ριζοσπαστικού Ρ. Γκριμ έκαναν την εφημερίδα της Βέρνης (Berner Tagwacht) όργανο των γερμανών αριστερών. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι δυο χώρες από τις 10, η Γαλλία και το Βέλγιο κι εδώ όμως παρατηρούμε, κυρίως, όχι ανυπαρξία διεθνιστών, αλλά υπερβολική (εν μέρει για λόγους πολύ ευνόητους) αδυναμία και κατάπτωσή τους· ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Βαγιάν ομολόγησε στη L’ Humanité πως έχει πάρει από αναγνώστες του γράμματα με διεθνιστικό πνεύμα, από τα οποία δεν δημοσίευσε κανένα αυτούσια!
Εξετάζοντας κανείς τα ρεύματα και τις κατευθύνσεις στο σύνολό τους, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι η οπορτουνιστική ακριβώς πτέρυγα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού είναι εκείνη που πρόδωσε το σοσιαλισμό και προσχώρησε στο σοβινισμό. Από πού προέρχεται η δύναμή της, η φαινομενική της παντοδυναμία μέσα στα επίσημα κόμματα; Ο Κάουτσκι που ξέρει πολύ καλά να θέτει ιστορικά προβλήματα, κυρίως όταν πρόκειται για την αρχαία Ρώμη ή για θέματα που δεν βρίσκονται πολύ κοντά στην τρέχουσα ζωή, τώρα που η υπόθεση αφορά τον ίδιο, προσποιείται υποκριτικά πως δεν αντιλαμβάνεται το ζήτημα. Το πράγμα όμως είναι πεντακάθαρο. Η τεράστια δύναμη που διαθέτουν οι οπορτουνιστές και οι σοβινιστές προέρχεται από τη συμμαχία τους με την αστική τάξη, με τις κυβερνήσεις και τα γενικά επιτελεία. Σε μας στη Ρωσία πολύ συχνά το ξεχνούν αυτό και παίρνουν τα πράγματα έτσι: οι οπορτουνιστές είναι ένα τμήμα των σοσιαλιστικών κομμάτων, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν δυο πτέρυγες των άκρων σ’ αυτά τα κόμματα, το όλο ζήτημα είναι να αποφεύγονται οι «ακρότητες» κλπ. κλπ., όπως γράφουν σ’ όλες τις συνταγές τους οι Φιλισταίοι.
Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι οι οπορτουνιστές ανήκουν τυπικά στα εργατικά κόμματα δεν αναιρεί καθόλου την αλήθεια το ότι είναι –αντικειμενικά– πολιτικό απόσπασμα της αστικής τάξης, δίαυλοι της επιρροής της, πράκτορές της μέσα στο εργατικό κίνημα. Όταν ο οπορτουνιστής Ζίντεκουμ, που απόκτησε δόξα Ηρόστρατου, αποκάλυψε παραστατικά αυτή την κοινωνική, ταξική αλήθεια, πολλοί αφελείς έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Οι γάλλοι σοσιαλιστές και ο Πλεχάνοφ άρχισαν να δείχνουν με το δάκτυλο τον Ζίντεκουμ, αν και θα ήταν αρκετό ο Βαντερβέλντε, ο Σαμπά και ο Πλεχάνοφ να ρίξουν μια ματιά στον καθρέφτη, για να δουν ακριβώς τον Ζίντεκουμ με λιγάκι διαφορετική εθνική όψη. Τα μέλη της ΚΕ του γερμανικού κόμματος («φόρσταντ»), που επαινούν τον Κάουτσκι και που τους επαινεί ο Κάουτσκι, βιάστηκαν να δηλώσουν προσεκτικά, σεμνά και ευγενικά (χωρίς να κατονομάζουν τον Ζίντεκουμ) ότι «δεν συμφωνούν» με τη γραμμή του Ζίντεκουμ.
Αυτό είναι γελοίο, γιατί στην πραγματικότητα στην τρέχουσα πολιτική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας ο Ζίντεκουμ, και μόνο αυτός, αποδείχτηκε στην αποφασιστική στιγμή πιο ισχυρός από εκατό Χάαζε και Κάουτσκι (όπως μόνο του το περιοδικό Νάσα Ζαριά είναι πιο ισχυρό απ’ όλα τα ρεύματα του συνασπισμού των Βρυξελλών που φοβούνται τη ρήξη μαζί του).
Γιατί; Επειδή ακριβώς πίσω από τις πλάτες του Ζίντεκουμ βρίσκεται η αστική τάξη, η κυβέρνηση και το γενικό επιτελείο μιας μεγάλης Δύναμης. Αυτοί υποστηρίζουν την πολιτική του Ζίντεκουμ με χίλιους δυο τρόπους, ενώ την πολιτική των αντιπάλων του την καταπολεμούν με όλα τα μέσα, μέχρι τη φυλακή και τις εκτελέσεις. Η φωνή του Ζίντεκουμ ακούγεται χάρη στον αστικό τύπο που τη μεταδίδει με εκατομμύρια αντίτυπα εφημερίδων (όπως και η φωνή του Βαντερβέλντε, του Σαμπά, του Πλεχάνοφ), ενώ η φωνή των αντιπάλων του δεν μπορεί ν’ ακουστεί από το νόμιμο τύπο, γιατί υπάρχει στον κόσμο στρατιωτική λογοκρισία!
Όλοι συμφωνούν ότι ο οπορτουνισμός δεν είναι κάτι το τυχαίο, δεν είναι σφάλμα, δεν είναι αμέλεια, δεν είναι προδοσία ορισμένων ατόμων, αλλά κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Δεν εμβαθύνουν όμως όλοι στη σημασία αυτής της αλήθειας. Τον οπορτουνισμό τον έθρεψε ο λεγκαλισμός. Τα εργατικά κόμματα της εποχής του 1889-1914 όφειλαν να χρησιμοποιήσουν την αστική νομιμότητα. Όταν ήρθε η κρίση, όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλεία (και ένα τέτοιο πέρασμα δεν μπορεί να γίνει παρά με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα, σε συνδυασμό με μια σειρά από στρατηγήματα). Για να εμποδιστεί αυτό το πέρασμα, αρκεί ένας μόνο Ζίντεκουμ, γιατί τον Ζίντεκουμ τον ακολουθεί, για να μιλήσουμε ιστορικοφιλοσοφικά, όλος ο «παλιός κόσμος», γιατί αυτός, ο Ζίντεκουμ, πάντα πρόδινε και πάντα θα προδίδει στην αστική τάξη, για να μιλήσουμε πρακτικά-πολιτικά, όλα τα στρατιωτικά σχέδια του ταξικού της εχθρού.
Είναι γεγονός ότι ολόκληρο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (το ίδιο ισχύει και για τους Γάλλους κλπ.) κάνει μόνο ό,τι είναι αρεστό στον Ζίντεκουμ, ή ό,τι μπορεί να είναι ανεκτό από τον Ζίντεκουμ. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει νόμιμα. Ό,τι το τίμιο, το πραγματικά σοσιαλιστικό γίνεται μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας γίνεται ενάντια στα κέντρα του, παρακάμπτοντας την ΚΕ και το Κεντρικό Όργανό του, γίνεται κατά παράβαση της οργανωτικής πειθαρχίας, γίνεται φραξιονιστικά εξ ονόματος των ανώνυμων νέων κέντρων του νέου κόμματος, όπως ανώνυμη είναι λόγου χάρη η έκκληση των γερμανών «αριστερών» που δημοσιεύτηκε στη Berner Tagwacht της 31ης του Μάη αυτού του χρόνου4. Στην πραγματικότητα αναπτύσσεται, δυναμώνει και οργανώνεται ένα νέο κόμμα, κόμμα πραγματικά εργατικό, πραγματικά επαναστατικό-σοσιαλδημοκρατικό κι όχι το παλιό, σαπισμένο, εθνικοφιλελεύθερο κόμμα των Λέγκιν - Ζίντεκουμ - Κάουτσκι - Χάαζε - Σάιντεμαν και Σία5.
Γι’ αυτό ο οπορτουνιστής Monitor στα συντηρητικά Πρωσικά Χρονικά6 είπε, χωρίς να το θέλει, μια μεγάλη ιστορική αλήθεια, όταν δήλωσε πως θα ήταν επιζήμιο για τους οπορτουνιστές (διάβαζε: την αστική τάξη), αν η σημερινή σοσιαλδημοκρατία στρεφόταν προς τα δεξιά, γιατί τότε οι εργάτες θα την εγκατέλειπαν. Οι οπορτουνιστές (και η αστική τάξη) χρειάζονται ακριβώς το σημερινό κόμμα που συνενώνει τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα και εκπροσωπείται επίσημα από τον Κάουτσκι, ο οποίος ξέρει να συμβιβάζει τα πάντα στον κόσμο με φράσεις στρωτές και «εντελώς μαρξιστικές». Στα λόγια σοσιαλισμός και επαναστατικότητα για το λαό, για τη μάζα, για τους εργάτες· στην πράξη όμως ζιντεκουμισμός, δηλαδή προσχώρηση στην αστική τάξη σε στιγμές κάθε σοβαρής κρίσης. Λέμε: κάθε κρίσης, γιατί όχι μόνο σε περίπτωση πολέμου, αλλά και στην περίπτωση οποιασδήποτε σοβαρής πολιτικής απεργίας τόσο η «φεουδαρχική» Γερμανία, όσο και η «ελευθεροκοινοβουλευτική» Αγγλία ή Γαλλία θα επιβάλουν αμέσως, με το ένα ή το άλλο όνομα, το στρατιωτικό νόμο. Γι’ αυτό το πράγμα δεν μπορεί ν’ αμφιβάλει κανένας που είναι στα λογικά του και έχει γερή μνήμη.
Απ’ εδώ βγαίνει η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω: πώς να καταπολεμήσουμε το σοσιαλσοβινισμό; Ο σοσιαλσοβινισμός είναι ένας οπορτουνισμός που έχει τόσο ωριμάσει, τόσο δυναμώσει και αποθρασυνθεί στη μακρόχρονη περίοδο του σχετικά «ειρηνικού» καπιταλισμού, τόσο καθαρά έχει διαγραφεί η ιδεολογικοπολιτική του φυσιογνωμία και έχει τόσο στενά συνδεθεί με την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις, ώστε δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η ύπαρξη ενός τέτοιου ρεύματος μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα. Αν μπορείς ακόμα να ανέχεσαι τις λεπτές και αδύνατες σόλες, όταν βαδίζεις στα πολιτισμένα πεζοδρόμια μιας μικρής επαρχιακής πόλης, δεν μπορείς να κάνεις χωρίς χοντρές σόλες με καρφιά, όταν ανεβαίνεις σε βουνό. Ο σοσιαλισμός της Ευρώπης πέρασε το σχετικό ειρηνικό στάδιό του, το περιορισμένο σε στενά εθνικά πλαίσια. Με τον πόλεμο του 1914-1915 μπήκε στο στάδιο της επαναστατικής δράσης και η πλήρης ρήξη με τον οπορτουνισμό, η εκδίωξή του από τα εργατικά κόμματα έχουν αναμφισβήτητα ωριμάσει.
Εννοείται ότι απ’ αυτό τον καθορισμό των καθηκόντων, που βάζει μπροστά στο σοσιαλισμό η νέα εποχή της παγκόσμιας ανάπτυξής του, δεν συνάγεται ακόμη άμεσα με ποιαν ακριβώς ταχύτητα και με ποιες ακριβώς μορφές θα εξελιχθεί σε κάθε χώρα η διαδικασία του χωρισμού των εργατικών επαναστατικών-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τα μικροαστικά- οπορτουνιστικά κόμματα. Απ’ εδώ όμως προκύπτει η ανάγκη να κατανοηθεί καθαρά ότι ένας τέτοιος χωρισμός είναι αναπόφευκτος και να κατευθύνεται η όλη πολιτική των εργατικών κομμάτων μ’ αυτόν ακριβώς το γνώμονα. Ο πόλεμος του 1914-1915 αποτελεί μια τόσο μεγάλη καμπή της ιστορίας, ώστε η στάση απέναντι στον οπορτουνισμό να μην μπορεί να παραμείνει η παλιά. Δεν μπορείς να σβήσεις αυτό που υπήρξε, δεν μπορείς να εξαλείψεις ούτε από τη συνείδηση των εργατών, ούτε από την πείρα της αστικής τάξης, ούτε από τις πολιτικές κατακτήσεις της εποχής μας γενικά, το γεγονός ότι μέσα στα εργατικά κόμματα οι οπορτουνιστές τη στιγμή της κρίσης αποδείχτηκαν ο πυρήνας των στοιχείων που πέρασαν με το μέρος της αστικής τάξης. Ο οπορτουνισμός –αν τον κρίνουμε σε πανευρωπαϊκή κλίμακα– βρισκόταν πριν από τον πόλεμο σε εφηβική ηλικία, θα λέγαμε. Με τον πόλεμο ανδρώθηκε οριστικά και δεν μπορείς να τον ξανακάνεις «αθώο» και έφηβο. Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, καλαμαράδες του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη και το οποίο ήξερε να το αξιολογήσει πλήρως και να το «προσαρμόσει» στον εαυτό της αυτή η αστική τάξη. Ο τροχός της ιστορίας δεν μπορεί ούτε να γυρίσει πίσω, ούτε να σταματήσει – μπορούμε και πρέπει να τραβήξουμε άφοβα μπροστά, από τις προπαρασκευαστικές, νόμιμες, δέσμιες στον οπορτουνισμό οργανώσεις της εργατικής τάξης στις επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου, που ξέρουν να μην περιορίζονται στη νομιμότητα και είναι ικανές να διασφαλίσουν τον εαυτό τους από την οπορτουνιστική προδοσία, στις οργανώσεις του προλεταριάτου που ξεσηκώνονται στον «αγώνα για την εξουσία», στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης.
Απ’ εδώ φαίνεται, ανάμεσα στ’ άλλα, πόσο λαθεμένα βλέπουν τα πράματα όσοι τυφλώνουν τη συνείδησή τους και τη συνείδηση των εργατών με το ερώτημα: τι θα γίνει με τις διάσημες αυθεντίες της Δεύτερης Διεθνούς, με τον Γκεντ, τον Πλεχάνοφ, τον Κάουτσκι κ.ά. Στην πραγματικότητα αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα: αν τα πρόσωπα αυτά δεν κατανοήσουν τα καινούργια καθήκοντα, είναι υποχρεωμένα να μείνουν στην άκρη ή να παραμείνουν όμηροι των οπορτουνιστών, όπως είναι αυτή τη στιγμή. Αν πάλι απαλλαγούν από την «ομηρία», είναι ζήτημα αν θα συναντήσουν πολιτικά εμπόδια για την επάνοδό τους στο στρατόπεδο των επαναστατών. Πάντως, είναι ανόητο να υποκαθιστά κανείς το ζήτημα της πάλης των ρευμάτων και της εναλλαγής των εποχών του εργατικού κινήματος με το ζήτημα του ρόλου ορισμένων μεμονωμένων ατόμων.
VIII
Οι νόμιμες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι ίσως το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής της Δεύτερης Διεθνούς. Το γερμανικό κόμμα είναι το κόμμα που διέθετε τις πιο ισχυρές οργανώσεις· ε, λοιπόν, εδώ ακριβώς ο πόλεμος του 1914-1915 επέφερε την πιο απότομη στροφή από οποιοδήποτε άλλο μέρος και έθεσε το ζήτημα με τον οξύτερο τρόπο. Είναι ξεκάθαρο ότι το πέρασμα σε επαναστατική δράση σήμαινε διάλυση των νόμιμων οργανώσεων από την αστυνομία και το παλιό κόμμα –από τον Λέγκιν ως τον Κάουτσκι μαζί– θυσίασε τους επαναστατικούς σκοπούς του προλεταριάτου για να διατηρήσει τις σημερινές νόμιμες οργανώσεις. Όσο κι αν το αρνούνται αυτό, το γεγονός παραμένει γεγονός. Πούλησαν το δικαίωμα του προλεταριάτου για επανάσταση αντί πινακίου φακής που τους έχουν προσφέρει με τη μορφή των οργανώσεων που επιτρέπει ο σημερινός αστυνομικός νόμος.
Πάρτε, για παράδειγμα, την μπροσούρα του Καρλ Λέγκιν, ηγέτη των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων της Γερμανίας: Γιατί τα συνδικαλιστικά στελέχη πρέπει να συμμετέχουν εντονότερα στην εσωκομματική ζωή; (Βερολίνο, 1915). Είναι μια διάλεξη που έκανε ο συντάκτης της μπροσούρας στις 27 του Γενάρη 1915 σε συγκέντρωση στελεχών του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο Λέγκιν παρουσίασε στη διάλεξή του και αναδημοσίευσε στην μπροσούρα του ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκουμέντο, που διαφορετικά δεν θα το άφηνε ποτέ να περάσει η στρατιωτική λογοκρισία. Το ντοκουμέντο αυτό –το λεγόμενο «υλικό διαλέξεων για την περιφέρεια του Νιντερμπάρνιμ» (προάστιο του Βερολίνου)– είναι μια έκθεση των απόψεων των αριστερών γερμανών σοσιαλδημοκρατών, η διαμαρτυρία τους ενάντια στο κόμμα. Οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες –λέει αυτό το ντοκουμέντο δεν προέβλεψαν και δεν μπορούν να προβλέψουν ένα μόνο παράγοντα και συγκεκριμένα:
«Ότι όλη η οργανωμένη δύναμη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας και των συνδικάτων πέρασε με το μέρος της κυβέρνησης που διεξάγει τον πόλεμο, ότι όλη αυτή η δύναμη χρησιμοποιήθηκε για την κατάπνιξη της επαναστατικής δραστηριότητας των μαζών» (σελ. 34 της μπροσούρας του Λέγκιν).
Αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Αλήθεια είναι και η παρακάτω βεβαίωση του ίδιου ντοκουμέντου:
«Η ψήφος της 4ης Αυγούστου της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας απόδειξε ότι κάθε άλλη άποψη, κι αν ακόμη είχε ριζώσει βαθιά στις μάζες, θα μπορούσε ν’ ανοίξει το δρόμο της, όμως όχι με την καθοδήγηση του δοκιμασμένου αυτού κόμματος, αλλά μόνο ενάντια στη θέληση της κομματικής ιεραρχίας, μόνο με τον όρο της κάμψης της αντίστασης του κόμματος και των συνδικάτων» (στο ίδιο).
Αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια.
«Αν στις 4 Αυγούστου η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα εκπλήρωνε το χρέος της, τότε ίσως να είχε εκμηδενισθεί η εξωτερική μορφή της οργάνωσης, θα έμενε όμως το πνεύμα, το πνεύμα που εμψύχωνε το κόμμα τον καιρό του ιδιώνυμου και το βοηθούσε να υπερνικήσει όλες τις δυσκολίες» (στο ίδιο).
ΟΛέγκιν επισημαίνει στην μπροσούρα του ότι η παρέα των «ηγετών» που συγκέντρωσε για να ακούσουν τη διάλεξή του και που ονομάζονται καθοδηγητές, στελέχη των συνδικάτων, έσκασε στα γέλια, μόλις το άκουσαν αυτό. Τους φαίνεται γελοία η σκέψη ότι μπορεί και πρέπει να ιδρυθούν παράνομες (όπως στον καιρό του ιδιώνυμου) επαναστατικές οργανώσεις τη στιγμή της κρίσης. Και ο Λέγκιν, σαν το πιο πιστό μαντρόσκυλο της αστικής τάξης, χτυπούσε τα στήθια του και αναφωνούσε:
«Αυτή είναι μια καθαρά αναρχική σκέψη: να τινάξει κανείς στον αέρα τις οργανώσεις για να προκαλέσει τη λύση του ζητήματος από τις μάζες. Εγώ δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η ιδέα αυτή είναι αναρχική.»
«Σωστά!» φώναξαν με μια φωνή (στο ίδιο, σελ. 37) οι λακέδες της αστικής τάξης που αυτοονομάζονται ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων της εργατικής τάξης.
Διδακτική εικόνα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τόσο διαφθαρεί και αποβλακωθεί από την αστική νομιμότητα, ώστε δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν τη σκέψη για την ανάγκη δημιουργίας άλλων οργανώσεων, παράνομων, με σκοπό την καθοδήγηση του επαναστατικού αγώνα. Οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν στο σημείο να φανταστούν ότι τα νόμιμα συνδικάτα, που υπάρχουν με την άδεια των αστυνομικών αρχών, είναι ένα όριο που δεν μπορείς να το ξεπεράσεις, να φανταστούν ότι είναι γενικά νοητή η διατήρηση αυτών των συνδικάτων σαν καθοδηγητικών συνδικάτων σε εποχή κρίσης! Αυτή είναι η ζωντανή διαλεκτική του οπορτουνισμού: η απλή ανάπτυξη των νόμιμων συνδικάτων, η απλή συνήθεια ορισμένων στενοκέφαλων, αλλά ευσυνείδητων φιλισταίων να περιορίζονται στην τήρηση των βιβλίων του γραφείου, έκαναν ώστε τη στιγμή της κρίσης οι ευσυνείδητοι αυτοί μικροαστοί να αποδειχτούν προδότες, αποστάτες, στραγγαλιστές της επαναστατικής θέλησης των μαζών. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Το πέρασμα σε επαναστατική οργάνωση είναι αναγκαίο, αυτό επιβάλλει η ιστορική κατάσταση που άλλαξε, αυτό επιβάλλει η εποχή της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου, το πέρασμα όμως αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο πάνω από τα κεφάλια των παλιών ηγετών, των στραγγαλιστών της επαναστατικής θέλησης, πάνω από το κεφάλι του παλιού κόμματος, με την καταστροφή του.
Όμως οι αντεπαναστάτες μικροαστοί, εννοείται, ουρλιάζουν: «αναρχισμός!» – όπως ο οπορτουνιστής Έντ. Ντάβιντ ούρλιαζε για «αναρχισμό», βρίζοντας τον Καρλ Λίμπκνεχτ. Όπως φαίνεται, στη Γερμανία δεν έμειναν τίμιοι σοσιαλιστές, εκτός μόνο από τους ηγέτες εκείνους που οι οπορτουνιστές τους βρίζουν και τους λένε αναρχικούς...
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το σύγχρονο στρατό. Να ένα καλό πρότυπο οργάνωσης. Και η οργάνωση αυτή είναι καλή μόνο επειδή είναι ευέλικτη, ενώ παράλληλα ξέρει να εμπνέει σε εκατομμύρια ανθρώπους μια ενιαία βούληση. Σήμερα τα εκατομμύρια αυτά κάθονται στα σπίτια τους, σε διάφορες γωνιές της χώρας. Αύριο δίνεται διαταγή για επιστράτευση και συγκεντρώνονται στα καθορισμένα σημεία. Σήμερα κάθονται στα χαρακώματα, κάποτε για μήνες. Αύριο, με άλλη διάταξη, ορμούνε σε έφοδο. Σήμερα κάνουν θαύματα προφυλαγμένοι από τις σφαίρες και τις οβίδες. Αύριο κάνουν θαύματα σε ανοιχτή μάχη. Σήμερα τα προωθημένα τμήματά τους ναρκοθετούν το έδαφος, αύριο μετακινούνται δεκάδες βέρστια μακριά, σύμφωνα με τις υποδείξεις των αεροπόρων από τον αιθέρα. Αυτό ακριβώς λέγεται οργάνωση, όταν στο όνομα ενός σκοπού, εμψυχωμένοι με μια ενιαία βούληση, εκατομμύρια άνθρωποι αλλάζουν τη μορφή της επικοινωνίας τους και της δράσης τους, αλλάζουν τον τόπο και τις μεθόδους δράσης, αλλάζουν τα μέσα και τα όπλα ανάλογα με την αλλαγή των συνθηκών και τις απαιτήσεις του αγώνα.
Το ίδιο ισχύει και για την πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη. Σήμερα δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, δεν υπάρχουν οι όροι που προκαλούν αναβρασμό ανάμεσα στις μάζες, οι όροι για το ανέβασμα της δραστηριότητάς τους, σήμερα σου δίνουν στο χέρι ένα ψηφοδέλτιο – πάρτο, έχε την ικανότητα να οργανώνεσαι, για να χτυπήσεις μ’ αυτό τους εχθρούς σου και όχι για να στείλεις στο κοινοβούλιο, σε ζεστές θεσούλες, ανθρώπους που γαντζώνονται από το βουλευτικό έδρανο, γιατί φοβούνται τη φυλακή. Αύριο σου αφαιρούν το ψηφοδέλτιο, σου δίνουν στο χέρι ένα ντουφέκι και ένα υπέροχο ταχυβόλο κατασκευασμένο σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνικής – πάρε αυτά τα σύνεργα του θανάτου και της καταστροφής, μην ακούς τους αισθηματίες κλαψιάρηδες που φοβούνται τον πόλεμο· στον κόσμο υπάρχουν ακόμη πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να αφανιστούν με τη φωτιά και το σίδερο, για να απελευθερωθεί η εργατική τάξη, κι αν ανάμεσα στις μάζες μεγαλώνει η οργή και η απόγνωση, αν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, ετοιμάσου να ιδρύσεις νέες οργανώσεις και να χρησιμοποιήσεις τα τόσο ωφέλιμα σύνεργα του θανάτου και της καταστροφής ενάντια στη δική σου κυβέρνηση και τη δική σου αστική τάξη.
Αυτό, ούτε λόγος, δεν είναι εύκολο πράγμα. Θα απαιτήσει δύσκολες προπαρασκευαστικές ενέργειες. Θα απαιτήσει μεγάλες θυσίες. Είναι μια καινούργια μορφή οργάνωσης και πάλης, που επί σης οφείλουμε να τη μάθουμε και η επιστήμη δεν καταχτιέται χωρίς λάθη και ήττες. Ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή ταξικής πάλης και τη συμμετοχή στις εκλογές υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην έφοδο και τα γυμνάσια, τις πορείες ή το ξάπλωμα στα χαρακώματα. Στην ιστορία αυτή η μορφή πάλης μπαίνει πολύ σπάνια στην ημερήσια διάταξη, σε αντάλλαγμα όμως η σημασία και οι συνέπειές της εκτείνονται σε δεκαετίες. Οι μέρες, όπου μπορεί και πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη τέτοιες μέθοδοι πάλης, ισοδυναμούν με εικοσαετίες άλλων ιστορικών εποχών.
...Συγκρίνετε τώρα τον Κ. Κάουτσκι με τον Κ. Λέγκιν:
«Όσο το κόμμα ήταν μικρό –γράφει– κάθε διαμαρτυρία για τον πόλεμο είχε, από προπαγανδιστική άποψη, την έννοια ηρωικής πράξης... η στάση των ρώσων και των σέρβων συντρόφων τελευταία επιδοκιμάστηκε γενικά από όλους. Όσο πιο ισχυρό γίνεται το κόμμα, τόσο περισσότερο στις αποφάσεις του διαπλέκονται τα προπαγανδιστικά κίνητρα με το συνυπολογισμό των πρακτικών συνεπειών, τόσο πιο δύσκολο είναι να δοθεί εξίσου η πρέπουσα προσοχή και στα δυο κίνητρα, παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπορεί να περιφρονεί κανείς ούτε τα πρώτα ούτε τα δεύτερα. Γι’ αυτό, όσο πιο ισχυροί γινόμαστε, τόσο πιο εύκολα προκύπτουν διαφωνίες μεταξύ μας μέσα στην κάθε νέα, περίπλοκη κατάσταση» (Διεθνισμός και πόλεμος, σελ. 30).
Οι συλλογισμοί αυτοί του Κάουτσκι διαφέρουν από τους συλλογισμούς του Λέγκιν μόνο σε υποκρισία και δειλία. Ουσιαστικά, ο Κάουτσκι υποστηρίζει και δικαιολογεί την ατιμωτική παραίτηση των Λέγκιν από την επαναστατική δράση, το κάνει όμως αυτό ύπουλα, χωρίς να εκφράζεται απερίφραστα, αρκούμενος σε υπαινιγμούς, περιοριζόμενος σε υποκλίσεις και μπροστά στον Λέγκιν και μπροστά στην επαναστατική στάση των ρώσων. Μια τέτοια στάση απέναντι στους επαναστάτες εμείς, οι ρώσοι, συνηθίσαμε να τη βλέπουμε μόνο στους φιλελεύθερους: οι φιλελεύθεροι είναι πάντα πρόθυμοι να αναγνωρίσουν την «παλικαριά» των επαναστατών, παράλληλα όμως δεν παραιτούνται σε καμιά περίπτωση από την πέρα για πέρα οπορτουνιστική τακτική τους. Οι επαναστάτες που σέβονται τον εαυτό τους δεν θα δεχτούν την «έκφραση ευγνωμοσύνης» του Κάουτσκι, αλλά θα απορρίψουν με αγανάκτηση αυτό τον τρόπο τοποθέτησης του ζητήματος. Αν δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση, αν δεν ήταν υποχρεωτικό να κηρύσσει κανείς την επαναστατική δράση, τότε η στάση των ρώσων και των σέρβων δεν θα ήταν σωστή, τότε η τακτική τους θα ήταν λαθεμένη. Αν έχουν λοιπόν οι ιππότες τύπου Λέγκιν και Κάουτσκι τουλάχιστο το θάρρος της γνώμης τους, ας το πουν αυτό ανοιχτά.
Αν όμως η τακτική των ρώσων και των σέρβων σοσιαλιστών είναι άξια «αναγνώρισης», τότε είναι απαράδεκτο και εγκληματικό να δικαιολογεί κανείς την αντίθετη τακτική των «ισχυρών» κομμάτων, του γερμανικού και του γαλλικού κλπ. Με τη σκόπιμα ασαφή έκφραση: «πρακτικές επιπτώσεις», ο Κάουτσκι συγκάλυψε την απλή αλήθεια ότι τα μεγάλα και ισχυρά κόμματα φοβήθηκαν τη διάλυση των οργανώσεών τους, την αρπαγή των ταμείων τους, τη σύλληψη των ηγετών τους από την κυβέρνηση. Συνεπώς, ο Κάουτσκι με τα επιχειρήματά του για «δυσάρεστες πρακτικές επιπτώσεις» της επαναστατικής τακτικής δικαιολογεί την προδοσία απέναντι στο σοσιαλισμό. Μήπως αυτό δεν σημαίνει εκπόρνευση του μαρξισμού;
Λένε ότι στο Βερολίνο, σε μια εργατική συγκέντρωση, ένας από τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές που ψήφισαν στις 4 Αυγούστου τις πιστώσεις δήλωσε: «Θα μας είχαν συλλάβει!» Και οι εργάτες σε απάντηση του φώναξαν: «Ε, και τι μ’ αυτό, άσχημα θα ήταν;»
Αν δεν υπάρχει άλλο σήμα για να μεταδοθούν στις εργατικές μάζες τόσο της Γερμανίας, όσο και της Γαλλίας οι επαναστατικές διαθέσεις και η σκέψη ότι είναι ανάγκη να προετοιμαστεί η επαναστατική δράση, η σύλληψη ενός βουλευτή για τον τολμηρό λόγο του θα έπαιζε θετικό ρόλο, σαν προσκλητήριο σάλπισμα για ενότητα στην επαναστατική δουλειά των προλετάριων στις διάφορες χώρες. Μια τέτοια ενότητα δεν είναι εύκολο πράγμα: γι’ αυτό το λόγο επιβαλλόταν ακόμα περισσότερο οι βουλευτές που στέκουν ψηλά και βλέπουν όλη την πολιτική να αναλάβουν πρωτοβουλία.
Όχι μόνο στις συνθήκες του πολέμου, αλλά αναμφισβήτητα και σε οποιαδήποτε όξυνση της πολιτικής κατάστασης, χωρίς να μιλάμε πια για την επαναστατική δράση των μαζών, η κυβέρνηση και της πλέον ελεύθερης αστικής χώρας θα απειλεί πάντα τις νόμιμες οργανώσεις με διάλυση, με αρπαγή των ταμείων τους, με σύλληψη των ηγετών τους και με άλλες παρόμοιες «πρακτικές επιπτώσεις». Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να δικαιολογούμε πάνω σ’ αυτή τη βάση τους οπορτουνιστές, όπως κάνει ο Κάουτσκι; Μα αυτό σημαίνει ότι καθαγιάζουμε τη μετατροπή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε εθνικοφιλελεύθερα εργατικά κόμματα.
Για ένα σοσιαλιστή το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι παρά το εξής: ο καθαρός λεγκαλισμός, ο αποκλειστικός λεγκαλισμός των «ευρωπαϊκών» κομμάτων έφαγε τα ψωμιά του και μετατράπηκε, λόγω της εξέλιξης του καπιταλισμού στο προϊμπεριαλιστικό του στάδιο, σε βάση της αστικής εργατικής πολιτικής. Είναι απαραίτητο ο λεγκαλισμός αυτός να συμπληρωθεί με τη δημιουργία παράνομης βάσης, παράνομης οργάνωσης, παράνομης σοσιαλδημοκρατικής δουλειάς, χωρίς να εγκαταλείπεται στο μεταξύ καμιά νόμιμη θέση. Το πώς συγκεκριμένα θα γίνει αυτό, θα μας το δείξει η πείρα, αρκεί να υπάρχει η θέληση να ακολουθήσει κανείς αυτό το δρόμο, αρκεί να συνειδητοποιήσει κανείς αυτή την ανάγκη. Οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες της Ρωσίας το 1912-1914 απέδειξαν ότι το καθήκον αυτό είναι πραγματοποιήσιμο. Ο βουλευτής των εργατών Μουράνοφ, που κράτησε την καλύτερη στάση απ’ όλους στο δικαστήριο και στάλθηκε από τον τσαρισμό στη Σιβηρία, έδειξε παραστατικά ότι, εκτός από τον υπουργοποιήσιμο κοινοβουλευτισμό (που αρχίζει από τον Χέντερσον, τον Σαμπά, τον Βαντερβέλντε και φτάνει ως τον Ζίντεκουμ και τον Σάιντεμαν, που είναι επίσης ένθερμοι θιασώτες της υπουργοποίησης, μόνο που δεν τους αφήνουν να διαβούν τον προθάλαμο!) υπάρχει και ένας κοινοβουλευτισμός παράνομος και επαναστατικός. Οι διάφοροι Κοσόφσκι και Πότρεσοφ ας θαυμάζουν τον «ευρωπαϊκό» κοινοβουλευτισμό των λακέδων ή ας συμβιβάζονται μαζί του – εμείς δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε στους εργάτες ότι ένας τέτοιος λεγκαλισμός, μια τέτοια σοσιαλδημοκρατία σαν κι αυτή των Λέγκιν, Κάουτσκι και Σάιντεμαν δεν αξίζει παρά την περιφρόνηση.
IX
Ας συνοψίσουμε.
Ηχρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς βρήκε την πιο ανάγλυφη έκφρασή της στην έκδηλη προδοσία των περισσότερων επίσημων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης απέναντι στις πεποιθήσεις τους και τις πανηγυρικές διακηρύξεις της Στουτγάρδης και της Βασιλείας. Η χρεοκοπία όμως αυτή, που σημαίνει πλήρη νίκη του οπορτουνισμού, μετατροπή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε εθνικοφιλελεύθερα εργατικά κόμματα, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της όλης ιστορικής περιόδου της Δεύτερης Διεθνούς, από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι αντικειμενικοί όροι αυτής της περιόδου –μεταβατικής από την ολοκλήρωση στη Δυτική Ευρώπη των αστικών και εθνικών επαναστάσεων προς την έναρξη των σοσιαλιστικών επαναστάσεων– γέννησαν κι έθρεψαν τον οπορτουνισμό. Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης παρατηρούμε σ’ αυτό το διάστημα μια διάσπαση μέσα στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, που γενικά και συνολικά ακολουθεί ακριβώς τη γραμμή του οπορτουνισμού (Αγγλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βουλγαρία, Ρωσία) και σε άλλες χώρες μια μακρόχρονη και πεισματική πάλη των ρευμάτων πάνω στην ίδια γραμμή (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Σουηδία, Ελβετία). Η κρίση που προκάλεσε ο μεγάλος πόλεμος ξέσκισε τον πέπλο, σάρωσε τις συμβατικότητες, αποκάλυψε το απόστημα που ήταν από καιρό πια ώριμο και έδειξε τον οπορτουνισμό στον αληθινό του ρόλο, ρόλο συμμάχου της αστικής τάξης. Έγινε πια επιτακτική ανάγκη ο πλήρης οργανωτικός χωρισμός αυτού του στοιχείου από τα εργατικά κόμματα. Η ιμπεριαλιστική εποχή δεν συμβιβάζεται με τη συνύπαρξη μέσα στο ίδιο κόμμα των πρωτοπόρων του επαναστατικού προλεταριάτου με τη μισομικροαστική αριστοκρατία της εργατικής τάξης, η οποία απολαμβάνει τα ψίχουλα από τα προνόμια που συνεπάγεται η «κυρίαρχη» θέση του έθνους «της». Η παλιά θεωρία ότι ο οπορτουνισμός είναι «νόμιμη απόχρωση» ενός ενιαίου κόμματος ξένου προς τις «ακρότητες» έχει γίνει σήμερα ο καλύτερος τρόπος εξαπάτησης των εργατών και το μεγαλύτερο εμπόδιο για το εργατικό κίνημα. Δεν είναι τόσο τρομερός και επιζήμιος ο απροκάλυπτος οπορτουνισμός, ο οποίος απορρίπτεται αμέσως απ’ την εργατική μάζα, όσο αυτή η θεωρία της χρυσής μεσοβέζικης θέσης που προσπαθεί να δικαιολογήσει με μαρξιστικές λέξεις την οπορτουνιστική πράξη, να αποδείξει με μια σειρά από σοφίσματα την ανεπικαιρότητα της επαναστατικής δράσης κλπ. Ο πιο επιφανής εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας και συνάμα η πιο διάσημη αυθεντία της Δεύτερης Διεθνούς, ο Κάουτσκι, αποδείχτηκε πρωτοκλασάτος υποκριτής και βιρτουόζος στο έργο της εκπόρνευσης του μαρξισμού. Στο γερμανικό κόμμα με το ένα εκατομμύριο μέλη του δεν έμεινε ούτε ένας κάπως τίμιος και συνειδητός και επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης που να μη γύρισε με αγανάκτηση τις πλάτες του σ’ αυτή την «αυθεντία», που την υπερασπίζονται τόσο ένθερμα οι διάφοροι Ζίντεκουμ και Σάιντεμαν.
Οι προλεταριακές μάζες, που από τις γραμμές τους τα 9/10 ίσως του παλιού ηγετικού στρώματος έχουν περάσει στην αστική τάξη, βρέθηκαν κατακερματισμένες και ανίσχυρες μπροστά στο όργιο του σοβινισμού, μπροστά στην πίεση του στρατιωτικού νόμου και της στρατιωτικής λογοκρισίας. Η αντικειμενική όμως επαναστατική κατάσταση, που δημιούργησε ο πόλεμος και που όλο και απλώνεται, όλο και βαθαίνει, καλλιεργεί αναπόφευκτα επαναστατικές διαθέσεις, ατσαλώνει και φωτίζει τους καλύτερους και τους πιο συνειδητούς προλετάριους. Στις διαθέσεις των μαζών δεν είναι απλώς εφικτή, αλλά γίνεται όλο και πιο πιθανή μια ταχεία αλλαγή, όμοια μ’ εκείνη που επήλθε στη Ρωσία στις αρχές του 1905 σαν συνέπεια της «γκαπονάδας»7, τότε που από τα καθυστερημένα προλεταριακά στρώματα μέσα σε μερικούς μήνες, κάποτε και εβδομάδες, γεννήθηκε μια στρατιά εκατομμυρίων ατόμων που ακολουθούσε την επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα αναπτυχθεί ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα αμέσως μετά τον πόλεμο αυτό ή στη διάρκειά του κλπ., αλλά πάντως μόνο η δράση προς αυτή την κατεύθυνση αξίζει να ονομαστεί σοσιαλδημοκρατική δράση. Το σύνθημα που γενικεύει και κατευθύνει αυτή τη δράση, που συντελεί στη συνένωση και στη συσπείρωση εκείνων που θέλουν να βοηθήσουν την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην κυβέρνησή του και την αστική του τάξη, είναι το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου.
Στη Ρωσία ο πλήρης χωρισμός των επαναστατικών-σοσιαλδημοκρατικών προλεταριακών στοιχείων από τα μικροαστικά-οπορτουνιστικά στοιχεία προετοιμάστηκε απ’ όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος. Τη χειρότερη υπηρεσία σ’ αυτό το κίνημα προσφέρουν όσοι προσπαθούν να παρακάμψουν αυτή την ιστορία με μεγαλόστομες διακηρύξεις ενάντια στο «φραξιονισμό», όσοι χάνουν από μόνοι τους τη δυνατότητα να καταλάβουν την πραγματική διαδικασία σχηματισμού του προλεταριακού κόμματος στη Ρωσία, που διαμορφώθηκε μέσα σε μακρόχρονη πάλη ενάντια στα διάφορα είδη οπορτουνισμού. Απ’ όλες τις «μεγάλες» Δυνάμεις, που συμμετέχουν στο σημερινό πόλεμο, μόνο η Ρωσία έζησε τον τελευταίο καιρό μια επανάσταση: το αστικό της περιεχόμενο δεν μπορούσε παρά να γεννήσει, χάρη στον αποφασιστικό ρόλο του προλεταριάτου, τη διάσπαση μεταξύ αστικών και προλεταριακών ρευμάτων μέσα στο εργατικό κίνημα. Στην όλη εικοσάχρονη σχεδόν περίοδο (1894-1914) ύπαρξης της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, σαν οργάνωσης συνδεδεμένης με το μαζικό εργατικό κίνημα (και όχι μόνο με τη μορφή ενός ιδεολογικού ρεύματος, όπως κατά την περίοδο 1883-1894), δεν σταμάτησε η πάλη ανάμεσα στα προλεταριακά-επαναστατικά και τα μικροαστικά-οπορτουνιστικά ρεύματα. Ο «οικονομισμός» της εποχής του 1894-1902 ήταν αναμφισβήτητα ένα ρεύμα της τελευταίας αυτής κατηγορίας8. Μια ολόκληρη σειρά από επιχειρήματα και γνωρίσματα της ιδεολογίας του –η «στρουβιστική» διαστρέβλωση του μαρξισμού, οι παραπομπές στη «μάζα» για να δικαιολογηθεί ο οπορτουνισμός κλπ.– θυμίζουν εντονότατα το σημερινό, εκχυδαϊσμένο μαρξισμό του Κάουτσκι, του Κούνοφ, του Πλεχάνοφ κ.ά. Θα ήταν πολύ ευγενικό καθήκον να θυμίσουμε στη σημερινή γενιά της σοσιαλδημοκρατίας την παλιά Ραμπότσαγια Μισλ και το Ραμπότσεγε Ντιέλο9 για να γίνει ένας παραλληλισμός με το σημερινό Κάουτσκι.
Ο«μενσεβικισμός» της επόμενης περιόδου (1903-1908) ήταν ο άμεσος, όχι μόνο ιδεολογικός αλλά και οργανωτικός, διάδοχος του «οικονομισμού». Τον καιρό της ρωσικής επανάστασης εφάρμοζε μια τακτική που αντικειμενικά σήμαινε εξάρτηση του προλεταριάτου από τη φιλελεύθερη αστική τάξη και έκφραζε τις μικροαστικές οπορτουνιστικές τάσεις. Όταν στην αμέσως επόμενη περίοδο (1908-1914) το κύριο ρεύμα της μενσεβίκικης κατεύθυνσης γέννησε το λικβινταρισμό, η ταξική σημασία του ρεύματος αυτού έγινε τόσο έκδηλη, ώστε οι καλύτεροι εκπρόσωποι του μενσεβικισμού διαμαρτύρονταν συνεχώς για την πολιτική της ομάδας Νάσα Ζαριά. Και η ομάδα αυτή –η μόνη που έκανε τα τελευταία 5-6 χρόνια συστηματική δουλειά ανάμεσα στις μάζες ενάντια στο επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα της εργατικής τάξης– έγινε στον πόλεμο του 1914-1915 σοσιαλσοβινιστική! Κι αυτό σε μια χώρα όπου είναι ζωντανή η απολυταρχία, όπου η αστική επανάσταση απέχει ακόμη πολύ από την ολοκλήρωσή της, όπου το 43% του πληθυσμού καταπιέζει την πλειονότητα των «αλλογενών» εθνών. Ο «ευρωπαϊκός» τύπος εξέλιξης, όπου ορισμένα στρώματα μικροαστών, ιδίως της διανόησης και μια ασήμαντη μερίδα της εργατικής αριστοκρατίας μπορούν «να απολαμβάνουν» τα προνόμια που απορρέουν από την «κυρίαρχη» θέση του έθνους «τους», δεν μπορούσε παρά να εκδηλωθεί και στη Ρωσία.
Ηεργατική τάξη και το εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας έχουν προετοιμασθεί από την όλη ιστορία τους για μια «διεθνιστική», δηλαδή πραγματικά επαναστατική και συνεπέστατα επαναστατική τακτική.