Το αίτημα για Κομμούνα, ουσιαστικά για ένα όργανο εξουσίας της πόλης του Παρισιού, έχει σημαντικό ιστορικό υπόβαθρο, εκφράζοντας τις πολύπλευρες αγωνιστικές και μαχητικές παραδόσεις της γαλλικής εργατικής τάξης, εκφράζοντας ουσιαστικά το λαϊκό ριζοσπαστικό πόθο, έστω και θολά διατυπωμένο, για ριζικές αλλαγές προς όφελος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και για αυτοκυβέρνηση του Παρισιού. Ιδιαίτερα, στη φάση εκείνη της πολιορκίας από τους Πρώσους, ανακαλούσε στη μνήμη τις ηρωικές μέρες της Παρισινής Κομμούνας του 179229, παράλληλα βέβαια και με πατριωτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε λαϊκά στρώματα, σε μια περίοδο που έχει μεταβληθεί ριζικά από τη Γαλλική Επανάσταση.
Ο Μαρξ προειδοποιούσε τους Γάλλους εργάτες «να μην αφήσουν τον εαυτό τους να κυριαρχηθεί από τις εθνικές αναμνήσεις του 1792»30, ενώ ο Λένιν σημειώνει σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Η πατριωτική ιδέα (...) είχε υποτάξει τα μυαλά των σοσιαλιστών της Κομμούνας και ο Μπλανκί, λόγου χάρη, αναμφισβήτητα επαναστάτης και θερμός οπαδός του σοσιαλισμού, δε βρήκε πιο κατάλληλη ονομασία για την εφημερίδα του από την αστική κραυγή: “Η πατρίδα σε κίνδυνο!”(...)
Βαθιές αλλαγές έχουν συντελεστεί από τον καιρό της μεγάλης επανάστασης, οι ταξικές αντιθέσεις έχουν οξυνθεί, κι αν τότε ο αγώνας ενάντια στην αντίδραση ολόκληρης της Ευρώπης είχε συνενώσει ολόκληρο το επαναστατικό έθνος, τώρα το προλεταριάτο δεν μπορεί πια να συνδέει τα συμφέροντά του με τα συμφέροντα των άλλων, των εχθρικών του τάξεων.
Και πραγματικά, δεν άργησε να αποκαλυφθεί το αληθινό, βαθύτερο περιεχόμενο του αστικού “πατριωτισμού”. Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, αφού έκλεισε μια επαίσχυντη συνθήκη ειρήνης με τους Πρώσους, πέρασε στον άμεσό της σκοπό, ανάλαβε δηλαδή την επίθεση για να αφαιρέσει από το προλεταριάτο του Παρισιού τα όπλα που της προκαλούσαν το φόβο και τον τρόμο. Οι εργάτες απάντησαν με την ανακήρυξη της Κομμούνας και τον εμφύλιο πόλεμο.»31
Σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου, πολλοί από τους αγωνιστές που πρωταγωνίστησαν στην Κομμούνα, ιδιαίτεροι εκείνοι που εμφορούντο από ριζοσπαστικές και αντιμοναρχικές αντιλήψεις, που δεν ξέφευγαν όμως από το πλαίσιο της μικροαστικής δημοκρατίας της εποχής και θεωρούνταν ως συνεχιστές των γιακωβίνικων παραδόσεων (γι’ αυτό συχνά αναφέρονται στην ιστοριογραφία της Κομμούνας και ως «νεογιακωβίνοι»), όπως σε μεγάλο βαθμό και οι μπλανκιστές, ουσιαστικά δεν μπορούσαν να δουν παραπέρα, θεωρώντας το 1871 ως μια απλή επανάληψη του 1789-1794.
Η πορεία της ταξικής πάλης όλους αυτούς τους μήνες είχε καταλυτική επίδραση επίσης στην ανάπτυξη των οργανώσεων του λαϊκού κινήματος. Δίπλα σε οργανώσεις όπως η Διεθνής, που δρούσαν τα προηγούμενα χρόνια, ενισχύθηκαν διάφορες συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις, οι παρισινές λέσχες, επαναστατικές εφημερίδες, αντανακλώντας τον αναβρασμό των λαϊκών δυνάμεων, χωρίς βέβαια να εκφράζουν ενιαίο προσανατολισμό. Ξεχωριστά ηρωική και ιστορικής σημασίας ήταν η συμμετοχή των γυναικών στον αγώνα.32
Παράλληλα, άρχισαν να αναπτύσσονται και λαϊκά όργανα που αντιπροσώπευαν ουσιαστικά την κλιμάκωση της σύγκρουσης με την αστική κυβέρνηση. Στις 5 Σεπτέμβρη, μία μέρα μετά τη συγκρότηση της αστικής κυβέρνησης, συγκλήθηκαν λαϊκές συνελεύσεις για να εκλέξουν επιτροπές επαγρύπνησης σε κάθε ένα από το δημοτικά διαμερίσματα του Παρισιού που θα ήταν επιφορτισμένες με τον έλεγχο των δημάρχων και την εξέταση των παραπόνων. Κάθε επιτροπή εξέλεξε 4 αντιπροσώπους, το σύνολο των οποίων θα αποτελούσε την ΚΕ των 20 Διαμερισμάτων, η οποία θα εγκαθίστατο σε αίθουσα της οδού Κορντερί, που της παραχώρησε η Διεθνής. Η «Κορντερί», περιοχή στην οποία επίσης πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις των λεσχών και είχαν την έδρα τους επαναστατικά έντυπα, θα αποτελέσει όλο αυτό το διάστημα σημαντικό σημείο αναφοράς των λαϊκών ριζοσπαστικών διαθέσεων.
Αντίστοιχα, καθώς η πολιορκία του Παρισιού είχε αναγκάσει την Εθνοφρουρά να ανοίξει τους κόλπους της δεχόμενη κάθε ικανό να φέρει όπλα, μετατρέποντάς την σε ένα σώμα με μαζική πλέον συμμετοχή των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, οι οπλισμένοι εργάτες έγιναν η βασική ένοπλη και υπολογίσιμη δύναμη στο Παρίσι.33 Η Εθνοφρουρά, κατά την παράδοση που είχε κληροδοτηθεί από την αστική επανάσταση, είχε το δικαίωμα εκλογής των αξιωματικών της. «Η σαφής, απλή, καθαρά γαλλική ιδέα μιας ομοσπονδίας των ταγμάτων υπήρχε από καιρό στο μυαλό όλων. Ξεπρόβαλε μέσα από τη συνέλευση και αποφασίστηκε ότι τα τάγματα έπρεπε να συσπειρωθούν γύρω από μια Κεντρική Επιτροπή.»34 Με τη συγκρότηση της ΚΕ της Εθνοφρουράς διαμορφώθηκε μια δύναμη που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η ΚΕ, «αυτή η μυστηριώδης αρχή που άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της στο Παρίσι», εξέφραζε με άμεσο τρόπο τα ένοπλα λαϊκά στρώματα που συμμετείχαν στην Εθνοφρουρά, ενώ άρχισε να προκαλεί αμηχανία στην αστυνομία, την επίσημη στρατιωτική διοίκηση και τους δημάρχους των διαμερισμάτων, καθώς οι εθνοφρουροί υπάκουαν στην ΚΕ που είχαν εκλέξει και όχι στους «επίσημους» θεσμούς.
Σημαντικό σταθμό στην κλιμάκωση της επίθεσης της αστικής τάξης ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις αποτέλεσαν οι εκλογές για την Εθνοσυνέλευση και η συγκρότηση της νέας αστικής κυβέρνησης το Φλεβάρη του 1871. Μετά την αποτυχία της λαϊκής εξέγερσης του Γενάρη, η αστική κυβέρνηση αποφάσισε να προκηρύξει εκλογές για την ανάδειξη νέας γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αφού είχε υπογράψει μια αρχική ανακωχή με τους Πρώσους.
Όπως επισημαίνει ο Μαρξ: «Η συνθηκολόγηση εγκαινίασε τον εμφύλιο πόλεμο (...) Τη στιγμή εκείνη πάνω από το ένα τρίτο της χώρας βρισκόταν στα χέρια του εχθρού, η πρωτεύουσα ήταν αποκομμένη από τις επαρχίες, όλες οι συγκοινωνίες ήταν ξεχαρβαλωμένες. Ήταν αδύνατο μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες να εκλεγεί μια πραγματικά αντιπροσωπία της Γαλλίας.»35
Οι εκλογές εσκεμμένα ορίστηκαν μέσα σε μία βδομάδα. Σε αυτό το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στην εκλογή των γνωστών και καθιερωμένων αντιδραστικών εκπροσώπων, ιδιαίτερα στη γαλλική επαρχία.
Η νέα Εθνοσυνέλευση, που άρχισε της εργασίες της στο Μπορντώ στις 12 Φλεβάρη, στη μεγάλη της πλειοψηφία αποτελούνταν από μοναρχικούς, που αντιπροσώπευαν τους γαιοκτήμονες και αντιδραστικά στρώματα της επαρχίας και των πόλεων. Γι’ αυτό και πήρε το όνομα «συνέλευση των επαρχιωτών» (rureaux, όπως τους αποκαλούσαν) ή «συνέλευση των γαιοκτημόνων».
Η κυβέρνηση αυτή ανέδειξε σε επικεφαλής της τον Α. Θιέρσο. Οι όροι ειρήνης που υπογράφτηκαν στα τέλη Φλεβάρη με την Πρωσία θεωρήθηκαν απαράδεκτοι από το λαό του Παρισιού. Το Παρίσι, που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πολιορκία και αντιστέκεται, θεωρεί ότι έχει «προδοθεί».
Η κυβέρνηση του Θιέρσου είχε πια ξεκάθαρο ότι ο βασικός της εχθρός ήταν ο λαός. Φοβόταν περισσότερο τα κανόνια των εργατών του Παρισιού παρά τα κανόνια των Πρώσων.
Απέναντι στο Παρίσι, η Εθνοσυνέλευση δηλώνει αποφασισμένη να το συντρίψει και εκτοξεύει την απειλή που έμεινε στην ιστορία ως “décapiter et décapitaliser”, ότι θα το «αποκεφαλίσει» και θα το καταργήσει από πρωτεύουσα. Προχωρά σε συνεννοήσεις με τα πρωσικά στρατεύματα σχετικά με τον αποκλεισμό του Παρισιού και την απελευθέρωση αιχμαλώτων, ώστε να ενισχυθούν τα αντιδραστικά κυβερνητικά στρατεύματα.
«Το Παρίσι, ποδοπατημένο από την Αυτοκρατορία και τους φιλελεύθερους, ακούει από τις κάλπες της επαρχίας να βγαίνει μια άγρια κραυγή αντίδρασης. Βλέπει να κατευθύνονται προς το Μπορντώ ένα πλήθος χωριάτες, πουρσονιάκ36 και σκυθρωποί κληρικοί που έρχονται φουριόζοι να καταλάβουν τη Γαλλία μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. (...) Σημαίνοντα πρόσωπα των κωμοπόλεων, αποβλακωμένοι πυργοδεσπότες, ανόητοι σωματοφύλακες και δανδήδες του κλήρου, ένας ολόκληρος ανυποψίαστος κόσμος σε θέση μάχης ενάντια σ’ αυτό το Παρίσι, το άθεο, το επαναστατικό, που έχει συστήσει τρεις Δημοκρατίες και έχει ανατρέψει τόσους θεούς», εξιστορεί ο Λισαγκαρέ.37
Εξάλλου, ο λαός του Παρισιού όλους αυτούς τους μήνες ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας, εξαθλιωμένος από την πείνα και τις κακουχίες του πολέμου, συνθήκες που επιδεινώθηκαν ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες της πολιορκίας του Παρισιού.
Η «σταγόνα» που έκανε να «ξεχειλίσει το ποτήρι» της λαϊκής οργής ήταν τα αντιλαϊκά διατάγματα της Εθνοσυνέλευσης στις αρχές του Μάρτη σχετικά με τα ενεχυροδανειστήρια, τα απλήρωτα νοίκια και τα χρέη στους μαγαζάτορες. Στη διάρκεια της πολιορκίας πολλοί από τους πιο εξαθλιωμένους είχαν στραφεί μαζικά στο κρατικό ενεχυροδανειστήριο για να παραδώσουν τα τιμαλφή τους (συχνά αντικείμενα όπως τα εργαλεία ενός τεχνίτη, τα ψαλίδια μιας ράφτρας) ώστε να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς επιβίωση. Για την προστασία αυτών των ειδών είχε θεσπιστεί ένα μορατόριουμ στην άμεση μεταπώληση, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να μπορέσουν κάποια στιγμή να τα πάρουν πίσω οι ιδιοκτήτες τους. Η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης να άρει το μορατόριουμ αποτέλεσε σημείο έκρηξης της λαϊκής οργής. Το ίδιο συνέβη και με το διάταγμα που επέτρεπε στους ιδιοκτήτες ακινήτων να απαιτήσουν άμεσα από τους εξαθλιωμένους ενοικιαστές τους τα χρήματα από τα καθυστερημένα νοίκια κατά τους μήνες της πολιορκίας.
Η έφοδος της κυβέρνησης του Θιέρσου στις 18 Μάρτη για να αποσπάσει τα κανόνια της Εθνοφρουράς, τα οποία είχαν αγοραστεί με λαϊκό έρανο, πυροδότησε τη λαϊκή εξέγερση που οδήγησε στην Κομμούνα. Η κίνηση αυτή του Θιέρσου στόχευε στην έναρξη του αφοπλισμού του Παρισιού. Τα κυβερνητικά στρατεύματα απέτυχαν, καθώς συνάντησαν την άμεση και μαζική αντίδραση του λαού, αντρών, γυναικών και παιδιών.
Η κυβέρνηση και τα στρατεύματά της αναγκάστηκαν να αποσυρθούν άρον-άρον στις Βερσαλλίες, και η ΚΕ της Εθνοφρουράς, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, βρέθηκε στην εξουσία της πόλης. Η εξέγερση της
18ης Μάρτη «παρέδωσε απροσδόκητα την εξουσία στα χέρια της Εθνοφρουράς»38.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ
Τα μέλη της ΚΕ της Εθνοφρουράς ούτε είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, ούτε είχαν προετοιμαστεί για τα νέα καθήκοντα που αντικειμενικά προέκυπταν από το γεγονός ότι είχαν αναδειχτεί ως φορείς της επαναστατικής εξουσίας. Πολύ περισσότερο, δεν μπόρεσαν να δουν ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν να κινηθούν γρήγορα και επιθετικά εναντίον των Βερσαλλιών, αξιοποιώντας το μεγάλο πλεονέκτημα που διέθεταν εκείνη τη στιγμή. Η αναποφασιστικότητα και οι δισταγμοί τους –παρά τον αναντίρρητα ηρωικό χαρακτήρα των πράξεών τους– αποδείχτηκαν τελικά μοιραίοι στη συνέχεια για την Κομμούνα, καθώς έδωσαν στις Βερσαλλίες τον απαραίτητο χρόνο να ανασυνταχτούν.
Είναι γνωστή η κριτική του Μαρξ για τη «μεγαλοψυχία» που έδειξε η Κομμούνα απέναντι στους αντιπάλους της, και για το ότι δεν πέρασε έγκαιρα στην επίθεση. Για να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο όμως, θα έπρεπε να υπάρχει από πριν ένας διαμορφωμένος στόχος και πολιτικός προσανατολισμός. Ουσιαστικά, η ΚΕ της Εθνοφρουράς περισσότερο οδηγήθηκε από τη δύναμη και τη ροή των γεγονότων, παρά βάσει κάποιου δικού της σχεδίου. Άλλωστε, η ΚΕ γρήγορα πήρε την απόφαση, και ενώ βρισκόταν υπό την πολιορκία δύο στρατών, να παραδώσει την εξουσία της σε ένα νέο σώμα και γι’ αυτό προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη Συμβουλίου της Κομμούνας.
Στις 26 Μάρτη οργανώθηκαν εκλογές, με γενικό δικαίωμα ψήφου, όπου αναδείχτηκαν τα μέλη της Κομμούνας.
Οι εύπορες συνοικίες εξέλεξαν ενστικτωδώς αρκετούς φιλελεύθερους εκπροσώπους, ενώ οι λαϊκές συνοικίες πολλούς από τους ριζοσπάστες δημοκράτες που είχαν πρωταγωνιστήσει στους προηγούμενους αγώνες ενάντια στην Αυτοκρατορία, σοσιαλιστές γνωστούς από τη Διεθνή, αγωνιστές από τις λέσχες, μέλη της ΚΕ της Εθνοφρουράς.
Στις 16 Απρίλη πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές εκλογές για να καλυφθούν οι κενές θέσεις που προέκυψαν, καθώς οι φιλελεύθεροι αντιπρόσωποι παραιτήθηκαν μαζικά, μην αναγνωρίζοντας την εξουσία της Κομμούνας, ενώ επίσης η Κομμούνα μετρούσε κιόλας τους πρώτους νεκρούς της εκπροσώπους από τις εχθροπραξίες με τους βερσαλλιέρους. Στις 3 Απρίλη, για παράδειγμα, είχε δολοφονηθεί βάναυσα ένας από τους ξεχωριστούς αγωνιστές της Κομμούνας και εκλεγμένο μέλος της, ο Γκουστάβ Φλουράνς.39
Από τους 92 αντιπροσώπους που εκλέχτηκαν, την πλειοψηφία είχαν οι λεγόμενοι νεογιακωβίνοι και οι μπλανκιστές. Υπήρχε επίσης μια πολυάριθμη ομάδα από προυντονιστές, ενώ στις διάφορες καταγραφές των ιστορικών της Διεθνούς και της Κομμούνας υπολογίζεται σε περίπου 18 η ομάδα των μαρξιστών-διεθνιστών.40
Ανάμεσα στα μέλη της Διεθνούς που εκλέχτηκαν ήταν οι Βαρλέν, Ντιπόν, Τεΐς, Μαλόν, Ζουρντ, Αβριάλ, Πεντί, Ασί, Ντιβάλ, Λεφρανσέ, Φράνκελ, ενώ στις συμπληρωματικές εκλογές του Απρίλη εκλέχτηκαν επίσης οι Λονγκέ, Σεραλιέ, Ζοανάρ κ.ά. Τα μέλη της Διεθνούς και ιδιαίτερα όσοι ήταν πιο κοντά στις αντιλήψεις του μαρξισμού συνέβαλαν καθοριστικά στον προσανατολισμό και σε πολλά από τα επαναστατικά μέτρα της Κομμούνας. Σημαντική ήταν η συμβολή τους ιδιαίτερα στην Επιτροπή Εργασίας, που είχε ως επικεφαλής τον Λ. Φράνκελ.
Στην Κομμούνα και στη σύνθεση των οργάνων της βρήκαν ουσιαστικά αντανάκλαση τα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα, οι πολιτικές ομάδες που δραστηριοποιούνταν: Μικροαστοί ριζοσπάστες, δημοκράτες αντιμοναρχικοί, οπαδοί διάφορων αποχρώσεων του μικροαστικού σοσιαλισμού μαζί με τους σοσιαλιστές-μέλη της Διεθνούς.
Επιπλέον, η σύνθεση αυτή, με τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές της διαφοροποιήσεις, οδήγησε κατά διαστήματα και σε σημαντικές αντιπαραθέσεις και διαπάλη μέσα στα όργανα της Κομμούνας, πάνω σε μια σειρά ζητήματα.41
Οι λεγόμενοι γιακωβίνοι δημοκράτες ή νεογιακωβίνοι, που αποτελούσαν μεγάλο μέρος των εκλεγμένων αντιπροσώπων της Κομμούνας, ήταν ριζοσπάστες δημοκράτες αγωνιστές, πολλοί από αυτούς μαχητικοί επαναστάτες. Ουσιαστικά έβλεπαν τους εαυτούς τους ως γνήσιους κληρονόμους και συνεχιστές των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι η ταξική πάλη έχει περάσει σε άλλο επίπεδο και ότι η εργατική τάξη έχει βγει στο προσκήνιο.
Ο Μαρξ, έχοντας δει την επίδραση αυτών των αντιλήψεων πάνω στην Κομμούνα, τόνισε προς τους Γάλλους εργάτες ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουν το παρελθόν, αλλά να ανοικοδομήσουν το μέλλον»42, θέλοντας να δείξει τον προλεταριακό χαρακτήρα και προσανατολισμό του αγώνα.
Μερικοί από αυτούς τους επαναστάτες δημοκράτες ήταν ίσως και φιλικά διακείμενοι προς τις σοσιαλιστικές ιδέες, που όμως γι’ αυτούς δεν ήταν παρά θολό όραμα για μια πιο δίκαιη κοινωνία ή για τη λεγόμενη «κοινωνική δημοκρατία» (σύνθημα το οποίο είχε προβληθεί στην επανάσταση του 1848). Η αντίληψή τους ούτε μπορούσε να διακρίνει τον αυτοτελή ρόλο της εργατικής τάξης και των συμφερόντων της, ούτε ασφαλώς βρισκόταν σε αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία.
Η ριζοσπαστική τους σκέψη με άλλα λόγια δεν μπορούσε να φτάσει παραπέρα από το να φαντάζονται ότι μπορούν να αντιγράψουν με ακρίβεια τις ιδέες και την πρακτική του 1789 ή του 1792. Στην πραγματικότητα, «μερικά από τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία της στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας δεν μπόρεσαν να σκεφτούν τίποτα καλύτερο από το να επαναλάβουν όσο πιο πιστά μπορούσαν τα γεγονότα της Μεγάλης Επανάστασης».43 Ουσιαστικά, δεν μπορούσαν να συλλάβουν το χαρακτήρα των κοινωνικών αλλαγών που είχαν μεσολαβήσει από τις προηγούμενες επαναστάσεις και ότι μια εργατική-προλεταριακή εξέγερση όπως η Κομμούνα δεν μπορούσαν να την μεταχειριστούν με παρωχημένες, ξεπερασμένες αντιλήψεις και μορφές πολιτικής δράσης του παρελθόντος.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν στην Κομμούνα. Πολλοί από αυτούς αγωνίστηκαν, πολέμησαν και έπεσαν ηρωικά στα οδοφράγματα. Ξεχωριστή έχει μείνει στην ιστορία της Κομμούνας η ηγετική μορφή του γηραιού Ντελεκλύζ, που αποτέλεσε έναν από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων και έπεσε ηρωικά στα οδοφράγματα στη διάρκεια των τελευταίων ημερών της Κομμούνας.
Για το ρόλο και τη δραστηριότητα των μπλανκιστών και των προυντονιστών, ο Ένγκελς επισημαίνει: «Φυσικά, οι προυντονικοί ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές πράξεις και παραλείψεις. Και στις δύο περιπτώσεις, η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε –όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί– να κάνουν και οι δύο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.»44
Οι προυντονικοί εχθρεύονταν την οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής και μιλούσαν για την «ελευθερία» της εργασίας, την ατομική ιδιοκτησία και τον ανταγωνισμό. Τι έκαναν όταν ανέλαβαν τις οικονομικές υποθέσεις της Κομμούνας; «Το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμη και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση (...) δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν», επισημαίνει ο Ένγκελς.
Αναδεικνύοντας και τα συμπεράσματα από τη δράση των μπλανκιστών, ο Ένγκελς συνεχίζει: «Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας (...) ξεκινούσαν από την άποψη ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους, μα ακόμη και, με μια δραστήρια και ανελέητη δράση, να το κρατήσουν (...) Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία απ’ όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι. Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι, όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή.»45
Οι αντιλήψεις αυτές, των μικροαστών δημοκρατών, των προυντονιστών και των μπλανκιστών, όταν δε συνθλίβονταν κάτω από το βάρος των γεγονότων που τους οδηγούσε στο να τις αναιρούν στην πράξη, όπως δείχνει ο Ένγκελς, ήταν επίσης υπεύθυνες και για ορισμένες από τις σημαντικότερες αστοχίες της Κομμούνας.
α) Η Τράπεζα της Γαλλίας
Ένα από τα περιβόητα και πιο δραματικά λάθη της Κομμούνας ήταν ότι άφησε ανέγγιχτη την Τράπεζα της Γαλλίας, τη στιγμή μάλιστα που θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να απαλλοτριώσει. Η πρακτική που ακολούθησε η Κομμούνα απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας αντανακλούσε ουσιαστικά το βαθύτερο υπόβαθρο των μικροαστικών-προυντονικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν σε πολλά μέλη της, όπως στην προκείμενη περίπτωση το σεβασμό προς την ατομική ιδιοκτησία και την παρεπόμενη, σχεδόν δεισιδαιμονική, ευσέβεια απέναντι στους θεσμούς της αγοράς.
Ο Λισαγκαρέ περιγράφει με μεγάλη απογοήτευση το ζήτημα. «Η Κομμούνα μέσα στην τυφλή αγανάκτησή της δε βλέπει τους αληθινούς ομήρους που βγάζουν μάτι: Την Τράπεζα, το Κτηματολόγιο, το Ταμείο Παρακαταθηκών. (...) Η ΚΕ είχε διαπράξει μέγα λάθος αφήνοντας να φύγει ανενόχλητος ο στρατός των Βερσαλλιών, όμως αυτό που έκανε η Κομμούνα ήταν εκατό φορές χειρότερο. Κάθε σοβαρή εξέγερση ξεκινά με την κατάληψη του νευραλγικού κέντρου του εχθρού: Του θησαυροφυλακίου.»46
Η εξιστόρηση των γεγονότων που δίνει είναι αναλυτική και την χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικά κωμική σκηνή, αν μπορούσε κανείς να γελάσει με αυτήν την αμέλεια, που τόση αιματοχυσία προκάλεσε». Διηγείται ότι από τις 19 Μάρτη, την επομένη της εξέγερσης, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας περίμεναν κάθε πρωί τη σύλληψή τους και την κατάληψη του θησαυροφυλακίου. Βλέποντας όμως τους δισταγμούς της Κομμούνας, αναθάρρησαν. Η Κομμούνα έστειλε ως αντιπρόσωπο τον Σ. Μπελέ47, παλιό προυντονιστή. Ο υποδιευθυντής της Τράπεζας Μαρκήσιος Ντε Πλεκ, παλιός γνώριμος του Μπελέ, υπόσχεται να διαθέσει ορισμένα από τα χρήματα της Τράπεζας ώστε να καλυφθεί η μισθοδοσία της Εθνοφρουράς και άλλες ανάγκες για τη διοίκηση της πόλης. Ο Μπελέ προτείνει να διορίσει η Κομμούνα ένα δικό της διοικητή στην Τράπεζα. Ο Ντε Πλεκ απαντά: «Διοικητή;! Ποτέ! Με έναν αντιπρόσωπο όμως σαν εσάς θα μπορούσαμε να τα βρούμε. Ελάτε, κύριε Μπελέ, βοηθήστε με να την σώσουμε. Είναι η περιουσία της πατρίδας.»
Ο Μπελέ, αφού πείστηκε από τον υποδιοικητή της Τράπεζας, δηλώνει το ίδιο βράδυ στη συνεδρίαση της Κομμούνας: «Η Τράπεζα της Γαλλίας είναι η περιουσία της πατρίδας. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ούτε βιομηχανία, ούτε εμπόριο. Αν την παραβιάσουμε, όλα τα τραπεζογραμμάτιά της θα γίνουν άχρηστο χαρτί.»
Και ο Λισαγκαρέ συνεχίζει: «Αυτές οι μωρολογίες κυκλοφορούν στο Δημαρχείο (σ.σ.: όπου συνεδρίαζε η Κομμούνα). Οι προυντονικοί της Κομμούνας συμφωνούν με τον μπαρμπα-Μπελέ. Στις ίδιες τις Βερσαλλίες δε θα έβρισκες πιο ένθερμους υποστηρικτές αυτού του καπιταλιστικού προπυργίου απ’ ό,τι εκείνους του Δημαρχείου.»
Η πηγή αυτού του λάθους βρίσκεται στις βαθύτερες πεποιθήσεις τόσο των προυντονικών όσο και των μικροαστών ριζοσπαστών που κυριαρχούσαν στην Κομμούνα. Όλοι αυτοί πίστευαν βαθιά στην ατομική ιδιοκτησία, εχθρεύονταν την κομμουνιστική ιδέα της κοινωνικοποίησης, ενώ στο σύστημα του Προυντόν οι τράπεζες και το πιστωτικό σύστημα είχαν κομβικό ρόλο για τη στήριξη των συνεταιρισμών των «ελεύθερων παραγωγών». Μάλιστα, ο προυντονικός Τύπος, για να καθησυχάσει τους φόβους των αστών ότι η Κομμούνα επρόκειτο να απαλλοτριώσει την περιουσία τους, διαβεβαίωνε ότι η Κομμούνα θα σεβόταν πλήρως την ιδιοκτησία. Μια εφημερίδα, η Sociale, έγραψε καθησυχαστικά: «Μείνετε ήσυχοι, αστοί και αγρότες, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ληστέψουν τα αποκτήματά σας. Κατέχετε νομίμως αυτά που έχετε κερδίσει.»48
β) Το αποτυχημένο πραξικόπημα των μπλανκιστών
Σε ό,τι αφορά τους μπλανκιστές, ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποτυχημένης λογικής τους είναι ένα προηγούμενο περιστατικό που προκάλεσαν οι ίδιοι τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων από τους Πρώσους στο Σεντάν.
Κρίνοντας ότι έχει φτάσει η κατάλληλη ώρα για το πραξικόπημα που πάντα ονειρεύονταν, οι μπλανκιστές του Παρισιού κάλεσαν τον ίδιο τον Μπλανκί να επιστρέψει από την εξορία του στις Βρυξέλλες για να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος.
Το σχέδιό τους ήταν να επιτεθούν στους στρατώνες του πυροσβεστικού σταθμού στη Βιλιέτ, όπου υπήρχαν αποθηκευμένα τουφέκια, και με τα όπλα στο χέρι να ξεσηκώσουν το λαό βγαίνοντας στους δρόμους. Θεωρούσαν ότι, καθώς θα βρίσκονταν σε μια μαχητική εργατική γειτονιά, αυτόματα ο λαός θα τους ακολουθούσε.
Ο Λισαγκαρέ αναφέρει για το περιστατικό: «Στις 14, ημέρα Κυριακή, η μικρή ομάδα των μπλανκιστών, που επί Αυτοκρατορίας ποτέ δε θέλησε να συνδεθεί με τις εργατικές οργανώσεις και που στο μόνο που πιστεύει είναι τα πραξικοπήματα, επιχειρεί μια εξέγερση. Παρά τη συμβουλή του Μπλανκί, ο Εντ, ο Μπριντό και οι φίλοι τους, επιτίθενται στον πυροσβεστικό σταθμό της Λα Βιλέτ όπου βρίσκονταν αποθηκευμένα όπλα, τραυματίζουν το φρουρό και σκοτώνουν έναν από τους αστυνομικούς που έσπευσαν για βοήθεια. Οι μπλανκιστές, κύριοι της κατάστασης, διασχίζοντας τη λεωφόρο με κατεύθυνση την Μπελβίλ, φωνάζουν: «Ζήτω η Δημοκρατία!», «Θάνατος στους Πρώσους!». Αντί ν’ ανάψει το φυτίλι, η πράξη τους αυτή τους απομονώνει απ’ όλους. Το πλήθος τούς κοιτάζει από μακριά, αποσβολωμένο, ασάλευτο και γεμάτο καχυποψία.»49
Ο ελευθεριακός-αναρχικός Μπούκτσιν περιγράφει επίσης με μελανά χρώματα την έκβαση της υπόθεσης: «Οπλισμένοι μόνο με λίγα περίστροφα και στιλέτα, οι “πραξικοπιματίες” και καμιά εκατοστή υποστηρικτές τους εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στον στρατώνα. Περιττό να πούμε ότι κανείς δεν ανταποκρίθηκε στις κραυγές τους (...) Το φιάσκο της Βιλέτ αποκάλυψε σαφώς την αποτυχία της πραξικοπηματικής τακτικής των μπλανκιστών.»50
γ) Τα «παθήματα» του Μπακούνιν στη Λιόν
Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έδωσαν επίσης μια τρανταχτή απόδειξη της αποτυχίας των μπακουνικών, οι οποίοι (αν και στα ίδια τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας είχαν ελάχιστη επιρροή) λίγους μήνες πριν, στην εξέγερση της Λιόν που έγινε μετά την ανατροπή της μοναρχίας το Σεπτέμβρη του 1870, είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν στην πράξη τις αντιλήψεις τους.
Μετά την ήττα του Σεντάν ανακηρύχτηκε η συγκρότηση δημοκρατικής κυβέρνησης στη Λιόν, όπου και συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας στην πόλη, η οποία αποτελούνταν κυρίως από μετριοπαθείς δυνάμεις και που γρήγορα παρέδωσε την εξουσία της σε ένα εκλεγμένο δημοτικό συμβούλιο. Ο ίδιος ο Μπακούνιν έφτασε στη Λιόν στις 15 Σεπτέμβρη.
Όταν το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μειώσει τα ημερομίσθια, ο λαός μέσα σε ένα κύμα δυσαρέσκειας κατέλαβε το Δημαρχείο. Ο Μπακούνιν με τους οπαδούς του, θεωρώντας ότι έχει έρθει η ώρα για να βάλουν σε εφαρμογή τις θεωρίες τους, μέσα από μια αίθουσα του Δημαρχείου εξήγγειλαν γρήγορα-γρήγορα «ένα διάταγμα» για την κατάργηση του κράτους... Όπως σκωπτικά αναφέρει ο Ένγκελς όμως, το κράτος, «με τη μορφή δύο λόχων της αστικής εθνοφρουράς», μπήκε ήσυχα-ήσυχα από τις πόρτες που είχαν αφήσει αφύλακτες και ανάγκασε «τον Μπακούνιν με το θαυματουργό διάταγμα στην τσέπη να το βάλει στα πόδια για τη Γενεύη»51.
Οι περιπέτειες του Μπακούνιν δεν περιγράφονται καθόλου κολακευτικά ούτε από την αναρχική ιστοριογραφία. Όπως αναφέρει ενδεικτικά ο J. Woodcock, μετά την κατάληψη του Δημαρχείου οι μπακουνικοί «με κάποια αμηχανία έπρεπε να αποφασίσουν τελικά τι θα κάνουν με την πόλη», της οποίας τον έλεγχο θεωρούσαν ότι έχουν πάρει, καθώς δεν είχαν ούτε σχέδιο, ούτε προετοιμασία, ούτε κατεύθυνση. Ο αναρχικός ιστορικός καταλήγει περιγράφοντας τα γεγονότα της Λιόν ως «κωμικό φιάσκο (…) που η βασική του σημασία ήταν ότι απέδειξε την πλήρη ανετοιμότητα των μπακουνικών για την ανάληψη οποιασδήποτε σοβαρής δράσης»52.
δ) Η αδυναμία της Κομμούνας να οργανώσει την άμυνά της
Τα παραπάνω παραδείγματα αντανακλούν το πόσο συγκεχυμένες αντιλήψεις κυριαρχούσαν σε ορισμένες από τις πολιτικές ομάδες που πρωταγωνίστησαν στην Κομμούνα, αλλά και την τρανταχτή αποτυχία των μικροαστικών και αναρχικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων.
Οι αντιλήψεις αυτές έπαιξαν ανασταλτικό ρόλο ακόμη και στη στρατιωτική ετοιμότητα της Κομμούνας. Η Κομμούνα, μην έχοντας ξεκάθαρους στόχους, όχι μόνο άφησε στις 18 Μάρτη ανενόχλητη την κυβέρνηση και τα στρατεύματά της να αποσυρθούν στις Βερσαλλίες, αλλά και στη συνέχεια αρκέστηκε στην αμυντική τακτική, ενώ ούτως ή άλλως έπασχε στο στρατιωτικό τομέα από την άποψη του σχεδιασμού.
Ακόμη και στις δραματικές μέρες του Μάη, την ώρα που ο αντεπαναστατικός στρατός των Βερσαλλιών εξαπέλυσε την αιματηρή επέλασή του καταλαμβάνοντας γειτονιά τη γειτονιά, η Κομμούνα αδυνατούσε να συγκροτήσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο υπεράσπισης της πόλης. Αυτό ασφαλώς δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη ικανοτήτων, ούτε στην έλλειψη ηρωισμού των μαχητών της, που ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος από των αντιπάλων τους. Αλλά στο γεγονός ότι κάτω από το βάρος των αντιφάσεών της δεν μπορούσε να διαμορφώσει ένα συνεκτικό προσανατολισμό και να τον υπηρετήσει, ενώ παράλληλα είχε κυριαρχήσει η πεποίθηση ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική η αποκέντρωση των δυνάμεων της Κομμούνας αντί μιας ενιαίας, συγκεντρωμένης διοίκησης.
Οι Κομμουνάροι υπερασπίστηκαν πεισματικά και με το αίμα τους τα οδοφράγματα στις γειτονιές, τα οποία όμως ήταν διασκορπισμένα, χωρίς συντονισμό και στρατιωτικό σχέδιο. Ο ιστορικός της Κομμούνας (και δραστήριος μαχητής της) Π. Ο. Λισαγκαρέ αναφέρει ενδεικτικά ότι οι υπερασπιστές της Κομμούνας «δεν μπορούσαν να δουν πιο πέρα απ’ τις συνοικίες τους, ή ακόμη, κι απ’ τους δρόμους τους. Έτσι, αντί για 200 στρατηγικά, συμπαγή οδοφράγματα, εύκολα να τα υπερασπίσεις με 7-8 χιλιάδες άντρες, έσπειραν εκατοντάδες τα οποία ήταν αδύνατον να επανδρωθούν επαρκώς».53
Ο Ντελεκλύζ, που στις τελευταίες μέρες ανέλαβε και τα καθήκοντα του στρατιωτικού διοικητή, απηχώντας τις γιακωβίνικες παραδόσεις που στοιχειώνονταν από τις εμπειρίες του 1789 και του 1848 (έχοντας την πλάνη ότι μπορούν να επαναληφθούν επακριβώς), διακήρυσσε μετά την είσοδο των Βερσαλλιέρων στην πόλη: «Τώρα είναι πόλεμος οδοφραγμάτων, ο καθένας στη συνοικία του! Τέρμα οι γαλονάδες με τα χρυσά σιρίτια και τις φανταχτερές στολές! Τόπο στο λαό, στους μαχητές με τα γυμνά μπράτσα! (...) Ο λαός δεν ξέρει τίποτε από έξυπνους ελιγμούς. Όταν έχει ένα τουφέκι στα χέρια και πατάει γερά με τα πόδια στο λιθόστρωτο, δεν τον φοβίζουν ούτε όλοι οι φωστήρες της στρατηγικής της μοναρχικής σχολής.»54
Ηρωικά λόγια μεν, αλλά χωρίς καμία αποτελεσματικότητα. Έτσι, θα δούμε εκατοντάδες ανθρώπους να αρνούνται να εγκαταλείψουν το λιθόστρωτο της γειτονιάς τους, να αγνοούν ότι η γειτονική συνοικία καταρρέει από την επίθεση του εχθρού και να περιμένουν ακίνητοι να τους περικυκλώσει ο αντίπαλος.
Την ώρα που οι Κομμουνάροι ήταν καθηλωμένοι στα σχετικά αποκομμένα μεταξύ τους οδοφράγματα, οι Βερσαλλιέροι κινήθηκαν μεθοδικά, κυκλωτικά, στις πλατιές λεωφόρους που είχαν διανοιχτεί από τον Ωσμάν55 και εξολόθρευαν αδιακρίτως.
Οι ανεπάρκειες βέβαια της Κομμούνας δε μειώνουν ούτε στο ελάχιστο τον κοσμοϊστορικό της χαρακτήρα, ούτε την ανεπανάληπτη ηρωική δράση των Κομμουνάρων. Όπως επισημαίνει ο Ένγκελς: «Πιο αξιοθαύμαστα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μόλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές.»56
Εξέθεσαν όμως τις αδυναμίες του μικροαστικού σοσιαλισμού, από την άλλη επιβεβαίωσαν τους Μαρξ και Ένγκελς και τις θεωρητικές και πολιτικές τους επεξεργασίες, ενώ αποτέλεσαν το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε παραπέρα η επαναστατική θεωρία.
Ο Λένιν συμπυκνώνει τα συμπεράσματα: «Δυο όμως λάθη κατάστρεψαν τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο σταμάτησε στη μέση του δρόμου: Αντί να αρχίσει την “απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών”, παρασύρθηκε από το όνειρο να εγκαθιδρύσει ανώτερη δικαιοσύνη σε μια χώρα που να την ενώνει το πανεθνικό καθήκον. Δεν κατέλαβε, λ.χ., τέτοια ιδρύματα, σαν την Τράπεζα, οι θεωρίες των προυντονιστών για “δίκαιη ανταλλαγή” κτλ. επικρατούσαν ακόμα ανάμεσα στους σοσιαλιστές. Το δεύτερο λάθος είναι η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Έπρεπε να εξοντώσει τους εχθρούς του. Απεναντίας, το προλεταριάτο του Παρισιού προσπαθούσε να επιδράσει ηθικά επάνω τους, περιφρόνησε τη σημασία των καθαρά πολεμικών ενεργειών στον εμφύλιο πόλεμο και, αντί να στεφανώσει τη νίκη του στο Παρίσι με αποφασιστική επίθεση ενάντια στις Βερσαλλίες, αργοπόρησε κι έδωσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών τον καιρό να συγκεντρώσει τις σκοτεινές δυνάμεις και να προετοιμαστεί για τη “Ματωμένη Βδομάδα” του Μάη.»57