Η χρεοκοπία του αναρχισμού και του μικροαστικού σοσιαλισμού μέσα από την πείρα της Κομμούνας


του Κωστή Μπορμπότη*

«Η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος
της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν.»

Φρ. Ένγκελς

 

Στις 21 Μάη του 1871, και ενώ τα αντεπαναστατικά στρατεύματα των Βερσαλλιών προελαύνουν στο ισοπεδωμένο Παρίσι, ένας αστός κάτοικος των πλούσιων συνοικιών της πόλης παρακολουθεί με χαιρέκακη ευχαρίστηση την εκτέλεση οκτώ Κομμουνάρων και σημειώνει θριαμβευτικά στο ημερολόγιό του: «Πώς αγαλλιάζουν οι καρδιές των ενάρετων ανθρώπων βλέποντάς τους να κείτονται εκεί, κατατρυπημένοι από τις σφαίρες, να σαπίζουν μέσα στη βρομιά τους! Η ρυπαρή δυσωδία που αναδύουν τα πτώματά τους είναι για μας μια δροσερή πνοή γαλήνης και τάξης. Πόσο μεγάλη ευχαρίστηση νιώθουμε βουτώντας τα χέρια μας στο αίμα τους!»1

Σε ένα άλλο σημείο της πόλης, συλλαμβάνεται ο επικεφαλής ενός οδοφράγματος που έπεσε μετά από πολύωρη μάχη και οδηγείται στο στρατιωτικό διοικητή, που τον ρωτά: «Ποιος είσαι εσύ;» «Λεβέκ, οικοδόμος, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμούνας», απαντάει περήφανα ο Κομμουνάρος. «Α! Ώστε θέλουν να κυβερνήσουν και οι οικοδόμοι!», καγχάζει ο Βερσαλλιέρος και του αδειάζει το πιστόλι στο πρόσωπο.2

Τέτοια περιστατικά είναι μόνο μερικά δείγματα της άγριας και παροξυσμικής ωμότητας με την οποία αντιμετώπισε ο αστικός κόσμος την Κομμούνα. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, πώς γίνεται να ξυπνούν τέτοια αισθήματα, τέτοιο βαθύ και φλογερό μίσος στους «ευυπόληπτους» πολίτες της αστικής κοινωνίας; Και όμως, το μίσος αυτό ήταν απόλυτα δικαιολογημένο από τη μεριά της άρχουσας τάξης, γιατί η Κομμούνα ήταν μια εξέγερση που συντάραξε τα θεμέλια της ίδιας της της ύπαρξης ως τάξης των εκμεταλλευτών και αμφισβήτησε έμπρακτα την κυριαρχία της, ήταν η πρώτη φορά που η εργατική τάξη πήρε την εξουσία. Γι’ αυτό, όπως επισήμανε ο Λένιν: «Η αστική κοινωνία δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα όσο στο Δημαρχείο του Παρισιού ανέμιζε η κόκκινη σημαία του προλεταριάτου.»3

Η Κομμούνα έδωσε συμπεράσματα από τον άφθαστο ηρωισμό και από το επαναστατικό της έργο, αλλά ταυτόχρονα και μέσα από τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες της, τις οποίες μελέτησαν διεξοδικά οι θεμελιωτές του μαρξισμού-λενινισμού. Η Κομμούνα ήταν από αυτήν την άποψη γέννημα της εποχής της και σε αυτήν αποτυπώθηκαν η ως τότε ανάπτυξη και η πορεία ωρίμανσης του εργατικού κινήματος στη Γαλλία, ενώ παράλληλα εγκαινίασε μια νέα σελίδα στην ιστορία του επαναστατικού εργατικού κινήματος, αποτελώντας το «δοξασμένο προάγγελο της νέας κοινωνίας», όπως την χαρακτήρισε ο Κ. Μαρξ.

Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε, μέσα από την πείρα της Κομμούνας, ορισμένες πλευρές και συμπεράσματα γύρω από το ζήτημα της εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, που αποτέλεσαν και κομβικά στοιχεία στη διαπάλη μαρξισμού-αναρχισμού εκείνη την περίοδο, αλλά και στη συνέχεια.

Θα παρουσιάσουμε πλευρές μέσα από τη δράση των πολιτικών ρευμάτων και ομάδων που έδρασαν στην Κομμούνα και από την επίδραση του μικροαστικού σοσιαλισμού, που είχε υλικό υπόβαθρο ανάπτυξης στη Γαλλία της εποχής. Ο αναρχισμός καθαυτός δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε αυτοτελή διακριτή επίδραση ούτε στην πορεία των γεγονότων, ούτε στην ίδια την Κομμούνα. Αποτυπώθηκε όμως ένα μωσαϊκό απόψεων μικροαστικού σοσιαλισμού και αναρχισμού, το οποίο εκφράστηκε και μέσα από τη δράση των οπαδών του Προυντόν, του Μπακούνιν, των μπλανκιστών και άλλων στη διάρκεια των γεγονότων.

Για να εξετάσουμε αυτά τα ζητήματα, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά ορισμένες πλευρές από το ιστορικό υπόβαθρο, αλλά και την πορεία της ταξικής πάλης της περιόδου, θα αναφερθούμε στον πολιτικό συσχετισμό και τη διαπάλη που αναπτύχθηκε στους κόλπους της Κομμούνας, αναδεικνύοντας συγκεκριμένα παραδείγματα και διδάγματα, τα οποία άλλωστε έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη του επαναστατικού μαρξισμού και στην ανάδειξη των αδιεξόδων και της χρεοκοπίας του αναρχισμού και του μικροαστικού σοσιαλισμού.

 

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

«Η Κομμούνα γεννήθηκε αυθόρμητα. Κανένας δεν την είχε προετοιμάσει συνειδητά και σχεδιασμένα. (...) Στην αρχή το κίνημα αυτό ήταν πάρα πολύ μπερδεμένο και ακαθόριστο. Προσχώρησαν σ’ αυτό και πατριώτες που έλπιζαν ότι η Κομμούνα θα ξαναρχίσει τον πόλεμο ενάντια στους Γερμανούς και θα τον φέρει σε νικηφόρο τέρμα. Το υποστήριξαν και οι μικροί καταστηματάρχες που τους απειλούσε η καταστροφή αν δε δινόταν αναστολή στην εξόφληση των γραμματίων και στην καταβολή των ενοικίων (...).

Τον κύριο όμως ρόλο στο κίνημα αυτό τον έπαιζαν, φυσικά, οι εργάτες (ιδίως οι χειροτέχνες του Παρισιού), ανάμεσα στους οποίους τα τελευταία χρόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας είχε γίνει δραστήρια σοσιαλιστική προπαγάνδα και πολλοί από αυτούς ανήκαν και στη Διεθνή. Μόνο οι εργάτες έμειναν ως το τέλος πιστοί στην Κομμούνα.»4

Με αυτά τα λόγια ο Λένιν παρουσιάζει συνοπτικά τη γέννηση και τη συγκρότηση της Κομμούνας η οποία, καθώς προέκυψε μέσα από τις βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις και από τη ζωντανή ταξική πάλη, περιέκλειε μέσα της ένα πλήθος αντιφατικών στοιχείων και δυνάμεων.

Σε κοινωνικό επίπεδο, την συναποτελούσαν οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις του Παρισιού, η εργατική τάξη, που αναμφισβήτητα έπαιξε τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο, μαζί με μικροαστικά κυρίως στρώματα. Σε πολιτικό επίπεδο, συνυπήρχαν επαναστάτες σοσιαλιστές και σοσιαλιστές διάφορων αποχρώσεων, με αντιμοναρχικούς, μικροαστούς και ριζοσπάστες δημοκράτες. Ούτε ασφαλώς μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο υπήρχε ενιαίος και ξεκάθαρος προσανατολισμός σε σχέση με το χαρακτήρα, τα καθήκοντα και την προοπτική της πάλης.

Η Κομμούνα μπορεί βέβαια να μη σχεδιάστηκε από κάποιον, προετοιμάστηκε όμως από μια ολόκληρη περίοδο συσσώρευσης βαθιών αντιθέσεων τις δεκαετίες που προηγήθηκαν, ενώ (στο βραχύ ιστορικό και πολιτικό χρόνο) πυροδοτήθηκε από τις συνθήκες που δημιούργησε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος, η ατιμωτική ήττα και η ηθική αποσύνθεση του βοναπαρτισμού και ο ρόλος που στη συνέχεια έπαιξε η αστική κυβέρνηση της λεγόμενης «εθνικής άμυνας» (όπως η ίδια αυτοανακηρύχτηκε) στη συνθηκολόγηση και τη συνδιαλλαγή με τους Πρώσους, που θεωρήθηκε απαράδεκτη από ευρεία λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα του Παρισιού.

Πριν την Κομμούνα, και για σχεδόν έναν αιώνα από το 1789 ως το 1871, το Παρίσι είχε συγκλονιστεί από σκληρούς ταξικούς αγώνες. Σημαντικά ορόσημα αποτέλεσαν η «Ιουλιανή Επανάσταση» του 1830 (που ανέτρεψε τους Βουρβόνους κι εγκατέστησε τη συνταγματική μοναρχία του Λουδοβίκου Φίλιππου) και η επανάσταση του Φλεβάρη του 1848, που κατέληξε στη σκληρή καταστολή των εργατών τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς.

Η μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση το 1789 σηματοδότησε την πορεία ανόδου της αστικής τάξης, τόσο στη Γαλλία όσο και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι καπιταλιστικές σχέσεις αρχίζουν με πιο γρήγορους ρυθμούς να επελαύνουν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ η αστική τάξη, μέσα από αλλεπάλληλες διεργασίες, βαδίζει σε μια πορεία ολοκλήρωσης της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, ξεκαθαρίζει το έδαφος της παλιάς αριστοκρατίας, επιταχύνει μετασχηματισμούς σε κρατικό και κυβερνητικό επίπεδο με σκοπό την ολοκληρωτική της επικράτηση και την πλήρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων.

Τα προλεταριακά στρώματα του πληθυσμού, που στην περίοδο των αντιφεουδαρχικών επαναστάσεων είχαν βρεθεί μαχητικά στο πλάι της αστικής τάξης που εξέφραζε τότε την κοινωνική πρόοδο, συνεχίζουν μέσα σε αυτήν τη σύνθετη πορεία να παίρνουν μέρος ενεργά στους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες. Το προλεταριάτο συχνά γίνεται δύναμη κρούσης στις κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις, παλεύει για οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει να κατακτήσει την ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική του αυτοτέλεια από την αστική τάξη. Ουσιαστικά, οι ταξικοί αγώνες του 19ου αιώνα αντανακλούν και τα βήματα μέσα από τα οποία γίνεται πιο διακριτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στα ταξικά και πολιτικά συμφέροντα των εργατών και των αστικών και μικροαστικών στρωμάτων.

Αν και στη Γαλλία –όπως και στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες– η πορεία της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν έχει ακόμη προχωρήσει όσο στην Αγγλία, που αποτελούσε το σημείο αναφοράς για την εποχή (πράγμα το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση της γαλλικής εργατικής τάξης, την πολιτική της συνείδηση, αλλά και το ρόλο των αγροτικών στρωμάτων και της γαλλικής επαρχίας, όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια), η τάση ανάπτυξης, κυριαρχίας και επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων ήταν ισχυρή και ανεπίστρεπτη. Ενδεικτικά, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των αστικών σχέσεων, το Παρίσι, όπως όλα τα αστικά κέντρα της Ευρώπης, αναπτύσσεται σημαντικά. Το 1861, τα πέριξ προάστια προσαρτήθηκαν στα υπάρχοντα ως τότε 12 Διαμερίσματα, τα οποία αυξήθηκαν σε 20. Έτσι το 1870, στις παραμονές του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, ο πληθυσμός του Παρισιού έφτανε τα 1,9 εκατ. κατοίκους, όπου συγκεντρωνόταν μεγάλος αριθμός εργατών και τεχνιτών, γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων της πόλης.

Ο Ένγκελς σημειώνει: «Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, διαμορφώθηκε εδώ και πενήντα χρόνια μια τέτοια κατάσταση στο Παρίσι, που καμία επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει σ’ αυτό χωρίς να πάρει προλεταριακό χαρακτήρα.»5

Ιδιαίτερα κομβική για την εξέλιξη της ταξικής πάλης ήταν η επανάσταση του 1848. Ήταν η πρώτη φορά που, στην πορεία της επανάστασης, η εργατική τάξη πρόβαλε αυτοτελώς τα δικά της συμφέροντα, ενάντια στα αστικά και μικροαστικά στρώματα. Το Φλεβάρη, με πρωταγωνιστή το ένοπλο παρισινό προλεταριάτο, επιβλήθηκε η ανακήρυξη της δημοκρατίας (η λεγόμενη «Δεύτερη Δημοκρατία»). Η αστική τάξη όμως προέβλεψε έγκαιρα τον κίνδυνο που ενείχε για τα δικά της συμφέροντα η δύναμη των οπλισμένων λαϊκών μαζών και τον Ιούνη προχώρησε σε αιματηρή καταστολή.

Ο γνωστός για τις διορατικές του επισημάνσεις πάνω στη σύγχρονή του κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αστός ιστορικός και πολιτικός, Αλεξίς ντε Τοκβίλ, προειδοποιούσε τους συναδέλφους του στη Γαλλική Βουλή των Αντιπροσώπων: «Δείτε τι περνάει από το νου των εργατικών τάξεων, οι οποίες προς το παρόν είναι ήσυχες. (...) Δε βλέπετε ότι βαθμιαία σχηματίζουν γνώμες και ιδέες που δε θα διαταράξουν μόνο τον τάδε ή το δείνα νόμο, υπουργείο, ή ακόμα και μορφή διακυβέρνησης, αλλά την ίδια την κοινωνία, ώσπου να καταρρεύσει πάνω στα θεμέλια στα οποία στηρίζεται σήμερα; Δεν ακούτε τι λένε μέσα τους κάθε μέρα; (...) Ότι η ιδιοκτησία στηρίζεται σ’ ένα θεμέλιο που δεν είναι δίκαιο; Και δεν καταλαβαίνετε ότι, όταν ριζώσουν τέτοιες γνώμες, όταν απλωθούν με σχεδόν οικουμενικό τρόπο, όταν βυθιστούν βαθιά μέσα στις μάζες, είναι μοιραίο να φέρουν μαζί τους, δεν ξέρω πώς και πότε, μια πολύ τρομακτική επανάσταση;»6

Η επανάσταση του 1848 τρόμαξε τους μετριοπαθείς φιλελεύθερους και ριζοσπάστες αστούς πολιτικούς, όσο και τους υπερασπιστές του παλιού καθεστώτος. Αυτό το είχε εντοπίσει εύστοχα ο κόμης Καβούρ, ένας από τους πρωταγωνιστές της ιταλικής ενοποίησης, όταν σημείωνε: «Αν η κοινωνική ευταξία επρόκειτο να απειληθεί πραγματικά, αν οι σπουδαίες αρχές στις οποίες στηρίζεται επρόκειτο να κινδυνέψουν σοβαρά, τότε είμαστε πεπεισμένοι ότι πολλοί από τους πιο αποφασισμένους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, τους πιο ενθουσιώδεις δημοκρατικούς, θα προσχωρήσουν πρώτοι στις γραμμές του συντηρητικού κόμματος.»7

Ο Ιούνης του 1848 αποτέλεσε καμπή και από μια άλλη άποψη. Έδειξε σε τι σημείο αγριότητας μπορεί να φτάσει η αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο, για τη διασφάλιση της ταξικής της κυριαρχίας. Όπως επισήμανε ο Ένγκελς: «Ήταν η πρώτη φορά που η αστική τάξη έδειχνε σε τι σημείο έξαλλης σκληρότητας μπορεί να φτάσει στην εκδίκησή της, μόλις τολμήσει το προλεταριάτο να ορθωθεί απέναντί της, σαν ξεχωριστή τάξη με τις δικές του διεκδικήσεις και τα δικά του συμφέροντα. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παιχνιδάκι μπροστά στη λύσσα της αστικής τάξης το 1871.»8

Οι αγώνες αυτοί τροφοδότησαν με πείρα το προλεταριάτο. Αποτέλεσαν βήμα ωρίμανσης των πρωτοπόρων εργατών. Όπως επίσης και ο αντιδραστικός ρόλος που έπαιξε η αστική δημοκρατική κυβέρνηση που αναδείχτηκε μετά την απομάκρυνση του αυτοκράτορα το Σεπτέμβρη του 1870, που ανέδειξε σε πρωτοπόρες δυνάμεις τον αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης. Όπως επισημαίνει ο μαχητής της Κομμούνας και ένας από τους γνωστότερους ιστορικούς της, ο Π. Ο. Λισαγκαρέ: «Το 1830, το 1848, το 1870 ο λαός κυρίευσε το Δημαρχείο, για να το παραχωρήσει γρήγορα σ’ εκείνους που έκλεβαν τις νίκες του. Το 1871 θα μείνει εκεί, θα αρνηθεί να το παραδώσει και, για περισσότερο από δύο μήνες, θα διοικήσει, θα κυβερνήσει, θα οδηγήσει την πόλη στη μάχη.»9

 

ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ Α΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑ

Η Κομμούνα αποτέλεσε ασφαλώς έναν κορυφαίο σταθμό σε αυτήν την πορεία ωρίμανσης του εργατικού κινήματος, η οποία βέβαια δεν ήταν, ούτε θα μπορούσε να είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία. Σε όλη αυτήν την προσπάθεια για τη διαμόρφωση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας της εργατικής τάξης, της επεξεργασίας της επαναστατικής θεωρίας και ανύψωσης του πολιτικού εργατικού κινήματος στην πάλη για την εξουσία, κεφαλαιώδους σημασίας υπήρξε η θεωρητική και πρακτική εργασία των Μαρξ και Ένγκελς, οι οποίοι αγωνίστηκαν για πάνω από μισό αιώνα σε αυτήν την κατεύθυνση.

Την περίοδο που προηγήθηκε της Κομμούνας, καθοριστικός παράγοντας για το διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα ήταν η συγκρότηση και δράση της Α΄ Διεθνούς. Η Διεθνής ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1864, στο Λονδίνο, και άρχισε να αναπτύσσεται σε μια σειρά χώρες.

Με την καθοδήγηση των Μαρξ και Ένγκελς μέσα από το Γενικό Συμβούλιο, η Διεθνής διαμόρφωνε τις επεξεργασίες της και την πολιτική της γραμμή όπως και τη δράση της με βάση τις εξελίξεις στις διάφορες χώρες. Στους κόλπους της συμμετείχαν επαναστάτες εργάτες και σοσιαλιστές με διάφορες αντιλήψεις, προυντονικοί, μπακουνικοί, μπλανκιστές και άλλοι αγωνιστές, γεγονός που αποτύπωνε και τις συνθήκες του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκφράζεται μέσα στη Διεθνή, στα συνέδρια, στα εθνικά τμήματα και εν μέρει στα όργανά της ένα πλήθος απόψεων, να μην υπάρχει απόλυτη ομοιογένεια, καθώς δεν είχε ακόμη κατακτηθεί ένας υψηλός βαθμός πολιτικής ενότητας. Εξάλλου, στο διάστημα αυτό ωρίμαζαν μέσα στη Διεθνή και οι όροι για τη σφοδρή διαπάλη με τις απόψεις και την υπονομευτική πρακτική του Μπακούνιν, η οποία κλιμακώθηκε μετά από την Κομμούνα.

Στα τέλη του 1864 και αρχές του 1865 άρχισαν να ιδρύονται τα πρώτα Τμήματα της Διεθνούς στη Γαλλία. Ανάμεσα στα μέλη της Διεθνούς, ιδιαίτερη επιρροή είχαν οι οπαδοί του Προυντόν, όπως και οι μπλανκιστές, οπαδοί των ιδεών του Α. Μπλανκί10.

Μέσα στο γαλλικό, όπως και ευρύτερα στο ευρωπαϊκό εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου, υπήρχε ακόμη ένα ισχυρό υπόβαθρο πάνω στο οποίο ευδοκιμούσε ένα ευρύ φάσμα σοσιαλιστικών αντιλήψεων, ιδεών του μικροαστικού σοσιαλισμού και αναρχισμού.

Αντανακλούσε ουσιαστικά την πορεία, το βαθμό ωρίμανσης, αλλά και τις προηγούμενες φάσεις ανάπτυξης του εργατικού κινήματος καθώς και την υλική βάση πάνω στην οποία μπορούσε να βρει έδαφος η επιρροή τέτοιων αντιλήψεων.

Στη Γαλλία, η καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη πήρε σημαντική ώθηση στα χρόνια της Ιουλιανής Μοναρχίας του Λουδοβίκου Φιλίππου μετά το 1830, όμως δεν είχε εκτοπίσει ακόμη πλήρως τη μικρή βιοτεχνική παραγωγή. Ιδιαίτερα στην περιοχή του Παρισιού παρέμενε μεγάλο πλήθος εργατών που δούλευαν σε μικρές βιοτεχνίες, όπως και εξειδικευμένοι εργάτες που δούλευαν σε μικρά εργαστήρια μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, σε κλάδους όπως η παραγωγή αντικειμένων πολυτελείας, επίπλων, κοσμημάτων κ.ά.11

Οι χειροτέχνες ή ειδικευμένοι τεχνίτες μπορούσαν να απολαμβάνουν ένα μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τους προλετάριους της βιομηχανίας, καθώς παρήγαν ένα σχετικά πιο ολοκληρωμένο προϊόν, ενώ η δεξιοτεχνία στην εργασία τους, πέρα από τη σχετική ανεξαρτησία σε οικονομικό επίπεδο, τους προσέδιδε και μια (φαινομενική) αίσθηση προσωπικής αυτονομίας. Πολλοί από αυτούς με μαχητικότητα εναντιώθηκαν στο εργοστασιακό σύστημα, από τη σκοπιά της διατήρησης της θέσης τους, μια μάχη όμως που, αν και δινόταν ενάντια στις καπιταλιστικές βιομηχανικές σχέσεις, ήταν καταδικασμένη στην ήττα, καθώς δινόταν από τη σκοπιά του παρελθόντος.

Εξάλλου οι οικονομικές και κοινωνικές βάσεις του αναρχισμού ως ρεύμα –όπως αναπτύχθηκε από το 18ο και 19ο αιώνα– βρίσκονται ακριβώς στην πορεία καταστροφής των μικρών ιδιοκτητών από την αναπτυσσόμενη μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία και την επιθυμία διατήρησης της μικρής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής θέσης που προκύπτει από αυτήν. Εκφράζει ουσιαστικά τη μικροαστική αντίδραση και διαμαρτυρία απέναντι στη μεγάλη, καπιταλιστικά οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή, όπως βέβαια και το κράτος που αντιστοιχεί σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Εκφράζει την επιθυμία των μικρών παραγωγών να διατηρήσουν εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες που τους επέτρεπαν να δουλεύουν ανεξάρτητα, χωρισμένοι στην παραγωγή, και να διασφαλίζουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση.

Στα κοινωνικά αυτά στρώματα και τμήματα εργαζόμενων έβρισκαν έδαφος οι διάφορες παραλλαγές των ιδεών του συνεταιρισμού, της «ελεύθερης ένωσης» των αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών και της λεγόμενης «αλληλοβοήθειας» (μουτουαλισμός) που εκπροσωπούσαν ο Προυντόν, ο Λουί Μπλαν και άλλα ρεύματα του μικροαστικού σοσιαλισμού. Ενδεικτικά, ο Λουί Μπλαν, οι απόψεις του οποίου διαδόθηκαν αρκετά στα 1840-1850, προωθούσε την ιδέα των «κοινωνικών εργαστηρίων», μια μορφή εργατικών παραγωγικών κοινοπραξιών, και θεωρούσε ότι μπορούσε να αποσπάσει τη στήριξη της αστικής τάξης για τα κοινωνικά του μέτρα υπέρ των εργατών. Αντίστοιχα, ο Προυντόν και στη συνέχεια οι οπαδοί του επεξεργάστηκαν διάφορα σχέδια «δίκαιης ανταλλαγής» ανάμεσα στους ξεχωριστούς παραγωγούς, ενώ πειραματίστηκαν και στην πρακτική με την ίδρυση συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων και συνεταιριστικών τραπεζών.

Βέβαια, η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και της βιομηχανοποιημένης παραγωγής, που προχωρούσε σταθερά όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και διεύρυνε το τμήμα των προλετάριων εργατών στη μεγάλη βιομηχανία, διαμόρφωνε και το υπόβαθρο, ώστε σταδιακά να υποχωρεί η επίδραση των προυντονικών και παρόμοιων αντιλήψεων μέσα στην εργατική τάξη και να ενισχύεται το ρεύμα που έβλεπε την πάλη του εργατικού κινήματος από τις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού.12

Το Σεπτέμβρη του 1869, πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το Συνέδριο της Διεθνούς. Μεταξύ των Γάλλων αντιπροσώπων που πήραν μέρος ήταν οι Βαρλέν, Τολέν, Λανγκλουά, Πεντί, Λονγκέ, Μιρά, πολλά από τα πρόσωπα που, ένα χρόνο μετά, θα συναντήσουμε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στην Κομμούνα.

Οι δέκα μήνες που πέρασαν από το Συνέδριο της Βασιλείας ως την έναρξη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου το καλοκαίρι του 1870 ήταν μια περίοδος μεγάλων ελπίδων και επαναστατικών προσδοκιών για το διεθνές εργατικό κίνημα και άνθησης της Διεθνούς.13 Το επόμενο Συνέδριο της Διεθνούς μάλιστα είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στο Παρίσι, το Σεπτέμβρη του 1870, το οποίο τελικά αποφασίστηκε να μην πραγματοποιηθεί, λόγω του ξεσπάσματος του πολέμου.14

Πριν την έναρξη του πολέμου, το Μάη του 1870 ο Ναπολέων ο Γ΄ πραγματοποίησε ένα δημοψήφισμα, για να διαπιστώσει δήθεν τη στάση των λαϊκών μαζών απέναντι στην αυτοκρατορία. Τα ερωτήματα είχαν διατυπωθεί έτσι ώστε κάθε αποδοκιμασία της πολιτικής του Ναπολέοντα να σημαίνει ταυτόχρονα και απόρριψη κάθε δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Τα τμήματα της Α΄ Διεθνούς στη Γαλλία ξεσκέπασαν αυτόν το δημαγωγικό ελιγμό και κάλεσαν σε αποχή από την ψηφοφορία. «Αν θέλετε να ξεμπερδεύετε μια και καλή με τα αίσχη του παρελθόντος (...) το καλύτερο μέσον, κατά τη γνώμη μας, είναι να απόσχετε από την ψηφοφορία ή να ρίξετε άκυρο ψηφοδέλτιο», έλεγε η διακήρυξη της Διεθνούς. Η στάση αυτή αποτέλεσε αφορμή για να εξαπολυθεί ένα από τα αρκετά κύματα διώξεων προς τα μέλη της Διεθνούς. Τα στελέχη της Βαρλέν, Μαλόν, Τεΐς, Φράνκελ, καταδικάστηκαν από 2 ως 12 μήνες φυλάκισης.15

Στις 12 Ιούλη 1870, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, τα μέλη της Διεθνούς στο Παρίσι δημοσίευσαν ένα μανιφέστο απευθυνόμενοι στους Γερμανούς εργάτες: «Ας ενώσουμε τη φωνή μας σε μια κραυγή αγανάκτησης ενάντια στον πόλεμο. Αδέλφια μας στη Γερμανία! Ο διχασμός θα έχει σα συνέπεια μονάχα τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του δεσποτισμού και στις δύο πλευρές του Ρήνου. Εμείς, τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, για τα οποία δεν υπάρχουν κρατικά σύνορα, σας στέλνουμε σαν εχέγγυο της αδιάσπαστης αλληλεγγύης μας, τις καλύτερες ευχές και τους χαιρετισμούς των εργατών της Γαλλίας.»16

Ταυτόχρονα, στη Γερμανία, οι δυνάμεις της Διεθνούς απάντησαν με αντίστοιχο επαναστατικό διεθνισμό.17

Τυπικά, η Διεθνής δεν έπαιξε κάποιον καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα του Σεπτέμβρη (όπου κατέρρευσε η μοναρχία και συγκροτήθηκε η νέα αστική κυβέρνηση). Τα μέλη και οι αγωνιστές της Διεθνούς, χωρίς να μπορούν να καθορίσουν τη ροή των εξελίξεων, προσπάθησαν να δυναμώσουν την οργάνωση της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να αποκαλύψουν τις πατριωτικές πλάνες που τροφοδοτούνταν από την ήττα.

Σε μια επιστολή του τον Οκτώβρη του 1870, ο Ευγένιος Ντιπόν18, Αντεπιστέλλων Γραμματέας για τη Γαλλία στη Διεθνή, γράφει χαρακτηριστικά: «Μετά την ανακήρυξη Δημοκρατίας στη Γαλλία (...) καθήκον μας είναι να εκμεταλλευτούμε όλες τις δυνατότητες για να ενισχύσουμε την οργάνωση της εργατικής τάξης. Χωρίς οργάνωση οι εργάτες θα χειραγωγούνται από τους αστούς. Δυστυχώς πολλοί από τους φίλους μας δεν το έχουν καταλάβει αυτό. Αφέθηκαν να τυφλωθούν από τον πατριωτισμό και μαζί με τους αστούς φωνάζουν: “Ας ξεχάσουμε τις διαφορές μας, ας θυσιάσουμε τις αρχές μας στο βωμό της πατρίδας για να διώξουμε τον εχθρό.”»

Και φαινόταν παράξενο σε πολλούς εργάτες σ’ εκείνη τη φάση ότι τα μέλη της Διεθνούς, και ιδιαίτερα εκείνοι που βρίσκονταν πιο κοντά στις επεξεργασίες του Γενικού Συμβουλίου, απαντούσαν στο σύνθημα των αστών «να υπερασπιστούμε τη χώρα από τον ξένο εχθρό» προβάλλοντας στους εργάτες το σύνθημα «να επιτεθούμε στον εσωτερικό εχθρό, την αστική τάξη»19.

Οι Μαρξ και Ένγκελς τόνιζαν στις εκτιμήσεις και τις κατευθύνσεις τους ότι τα μέλη της Διεθνούς στο Παρίσι πρέπει να αξιοποιήσουν τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την πτώση της μοναρχίας ώστε να εντείνουν την προσπάθεια για την άνοδο της οργάνωσης της εργατικής τάξης και τον προσανατολισμό του κινήματος.

Μετά το Σεπτέμβρη το Γενικό Συμβούλιο, για να συμβάλει στην ενίσχυση και στον προσανατολισμό της δουλειάς, έστειλε στο Παρίσι το μέλος του Α. Σεραλιέ20. Οι Μαρξ-Ένγκελς προσπαθούσαν ενεργά να συμβάλλουν με τις κατευθύνσεις τους στη δράση των δυνάμεων της Διεθνούς. Σε μια μεταξύ τους ανταλλαγή επιστολών, ο Ένγκελς γράφει στον Μαρξ: «Ο Ντιπόν μόλις έφυγε (...) Ανακουφίστηκε πολύ μαθαίνοντας ότι ο Σεραλιέ θα πάει εκεί έχοντας προηγουμένως συζητήσει μαζί σου.»21

Το Παρισινό Τμήμα αναδιοργανώθηκε. Τα γραφεία του στεγάζονταν σε ένα κτήριο στην οδό Κορντερί, όπου επίσης στεγάζονταν και άλλες εργατικές οργανώσεις. Το έργο του Σεραλιέ όμως δεν ήταν εύκολο, καθώς στο γαλλικό τμήμα υπήρχαν μέλη και στελέχη της Διεθνούς που δεν είχαν ξεκάθαρη αντίληψη για τα καθήκοντα του κινήματος και τον προσανατολισμό που έπρεπε να έχει η πάλη. Οι δυσκολίες αυτές εκφράστηκαν και με σχετικές εντάσεις και διχογνωμία και μέσα στη Διεθνή για μια σειρά ζητήματα.22

Μετά την Κομμούνα και ενώ η αστική τάξη είχε προχωρήσει στην άγρια σφαγή, στις αμέτρητες δίκες, φυλακίσεις και εξορίες χιλιάδων αγωνιστών, υπήρξε αρκετή συζήτηση για το ρόλο που διαδραμάτισε η Διεθνής, ενώ δεν έλειψαν και οι προβοκατόρικες επιθέσεις που παρουσίαζαν την Κομμούνα ως «συνομωσία» που είχε εξυφανθεί από τα αιμοδιψή μέλη μιας σκοτεινής διεθνούς δύναμης.23

Ο Ένγκελς επισημαίνει ότι η Κομμούνα ήταν «πνευματικό παιδί» της Διεθνούς, εννοώντας ασφαλώς τη γενική επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών, την επίδραση του επαναστατικού μαρξισμού στο διεθνές σοσιαλιστικό και στο γαλλικό κίνημα, όπως βέβαια και το δραστήριο ρόλο που έπαιξαν πολλά μέλη της Διεθνούς. Ο ίδιος παράλληλα διευκρινίζει ότι «η Διεθνής δεν κούνησε το δαχτυλάκι της για να την φτιάξει».24 Η Διεθνής δε διέθετε τις δυνάμεις ούτε για να «σχεδιάσει» μια τέτοια επαναστατική έκρηξη των λαϊκών μαζών (που εξάλλου δεν μπορεί να προκύψει από το βουλησιαρχικό σχεδιασμό), ούτε για να καθορίσει μόνη της τις εξελίξεις στα γεγονότα της Κομμούνας.

Είναι γνωστή η ένθερμη υποστήριξη του Μαρξ προς την Κομμούνα· το έργο του άλλωστε Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία αποτελεί ταυτόχρονα μια από τις σπουδαιότερες θεωρητικές επεξεργασίες για το επαναστατικό προλεταριάτο, αλλά και τη συγκλονιστικότερη ιστορική μαρτυρία για τη μεγάλη πάλη των Παρισινών εργατών.

Ο Μαρξ στη διάρκεια των ταραγμένων ημερών της Κομμούνας παρακολουθούσε στενά την πορεία των γεγονότων, ενώ επίσης βρισκόταν σε επαφή και αλληλογραφία με αγωνιστές και στελέχη της Διεθνούς, προσπαθώντας να δώσει τις εκτιμήσεις και τις συμβουλές του. Για παράδειγμα, στο γράμμα του προς τα στελέχη της Διεθνούς και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμούνας, Λέο Φράνκελ και Ευγένιο Βαρλέν, στις 13 Μάη 1871, ο Μαρξ, πέρα από την ένθερμη υποστήριξη και τις ενέργειες υπέρ της Κομμούνας που μεταφέρει, αναφέρει επίσης τις εκτιμήσεις του, αλλά και προειδοποιεί για τη συνεργασία μεταξύ των Πρώσων και του Θιέρσου.

Είναι γνωστό επίσης ότι ο Μαρξ, από το Σεπτέμβρη του 1870, πολλούς μήνες πριν, είχε προειδοποιήσει έγκαιρα και ανοιχτά τους Γάλλους εργάτες ότι μια εξέγερση χωρίς την κατάλληλη προεργασία και προσανατολισμό δε θα μπορούσε να έχει νικηφόρα έκβαση. Με την ιστορική έκκληση της Διεθνούς χαρακτήριζε «απεγνωσμένη τρέλα»25 κάθε τέτοια απόπειρα. Όταν όμως η εξέγερση ξέσπασε, οδηγημένη από τη δύναμη και τη ροή των γεγονότων, δεν έκανε αφ’ υψηλού κριτική. Ένθερμα υποστήριξε την Κομμούνα με όλες του τις δυνάμεις και τη δράση του.

Ο Λένιν συγκρίνει τη στάση αυτή του Μαρξ με τη στάση που κράτησε ο Πλεχάνοφ κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία. Μετά από την ήττα, και χωρίς να προχωρήσει στην ανάλυση, τα συμπεράσματα και τα καθήκοντα που προκύπτουν από αυτήν τη μεγάλη μάχη, ο Πλεχάνοφ αρκέστηκε να νουθετήσει τους εργάτες, με ύφος «μετανιωμένου διανοούμενου», λέγοντας απλά ότι «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα».

Και ο Λένιν συμπεραίνει: «Ο Μαρξ (...) ήξερε να πει: “Δεν έπρεπε να πάρετε τα όπλα” όχι εκ των υστέρων, αλλά από πολλούς μήνες πριν. Και ποια ήταν η στάση του όταν αυτή η καταδικασμένη, σύμφωνα με τη δική του δήλωση του Σεπτέμβρη, υπόθεση άρχισε να πραγματοποιείται το Μάρτη του 1871; Εκμεταλλεύτηκε ο Μαρξ αυτήν την ευκαιρία (όπως ο Πλεχάνοφ εκμεταλλεύτηκε τα γεγονότα του Σεπτέμβρη) μόνο για να “χτυπήσει” τους αντιπάλους, τους προυντονιστές και τους μπλανκιστές που καθοδηγούσαν την Κομμούνα; Άρχισε μήπως να γκρινιάζει σαν παιδαγωγός παρθεναγωγείου; (...) Απέναντι όμως στο προλεταριάτο που εκπορθούσε τον ουρανό, ο Μαρξ φέρθηκε ως ένας πρακτικός σύμβουλος, ως άνθρωπος που παίρνει μέρος στην πάλη των μαζών, οι οποίες ανεβάζουν ολόκληρο το κίνημα σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.»26

 

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Η αξιολόγηση των πολιτικών συμπερασμάτων και των διδαγμάτων της Κομμούνας απαιτεί παράλληλα την πιο διεξοδική παρακολούθηση του τρόπου που ξεδιπλώθηκε η ταξική πάλη την περίοδο 1870-1871, της δράσης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, αλλά και των πολιτικών ομάδων και οργανώσεων, καθώς και της σύνθεσης της Κομμούνας.

«Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλαν-
κιστές που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής, και σε μια μειοψηφία: Μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο.»27

Έτσι περιγράφει ο Ένγκελς πολύ συμπυκνωμένα το συσχετισμό εντός της Κομμούνας, τις πολιτικές δυνάμεις που έπαιζαν ρόλο στις αποφάσεις της, επισημαίνοντας παράλληλα ότι τα μέλη της Διεθνούς, και κυρίως εκείνα που ακολουθούσαν τη γραμμή του Γενικού Συμβουλίου, αποτελούσαν μειοψηφική δύναμη.

Ο συσχετισμός αυτός θα επιδράσει στις εξελίξεις, στο γενικότερο προσανατολισμό της Κομμούνας και στην πρακτική της, στην οργάνωση και διεξαγωγή της πάλης της ενάντια στις Βερσαλλίες.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1870 ΩΣ ΤΟ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1871

Εξάλλου, η ταξική πάλη που κορυφώθηκε με τα συγκλονιστικά γεγονότα της περιόδου από τον Μάρτη μέχρι τον Μάη του 1871, με την ανακήρυξη και την άγρια καταστολή της Κομμούνας, ήταν αποτέλεσμα μιας ολόκληρης πορείας όξυνσης του αγώνα των λαϊκών δυνάμεων τους μήνες που προηγήθηκαν, κυρίως από το ξέσπασμα του πολέμου και την ήττα της Γαλλίας το καλοκαίρι-φθινόπωρο του 1870.

Από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας και μετά (και αφού ο λαός «ανέχτηκε» την κατάληψη της εξουσίας από τους αστούς «θεσιθήρες» πολιτικούς28 ), το εργατικό κίνημα και οι λαϊκές ριζοσπαστικές δυνάμεις συγκρούστηκαν σε διάφορες φάσεις με την αστική κυβέρνηση που συγκροτήθηκε στις 4 Σεπτέμβρη.

Το ανέβασμα της λαϊκής κινητοποίησης εξάλλου τροφοδοτούνταν από αντικειμενικούς παράγοντες που διαμόρφωναν οι συνθήκες του πολέμου, της πολιορκίας του Παρισιού και της μεγάλης χειροτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης του λαού.

Σημαντικά σημεία στην όξυνση αυτής της πάλης αποτέλεσαν οι λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις με αίτημα την ανακήρυξη Κομμούνας, που έγιναν στις 31 Οκτώβρη 1870 και στις 22 Γενάρη 1871. Οι δύο αυτές απόπειρες, που προηγήθηκαν της Κομμούνας και ηττήθηκαν, αντανακλούσαν τη μεγάλη ανάπτυξη των κοινωνικών αντιθέσεων και προετοίμασαν το έδαφος για την επικράτηση της εξέγερσης της 18ης Μάρτη.

2022-5-IdE-7

Το αίτημα για Κομμούνα, ουσιαστικά για ένα όργανο εξουσίας της πόλης του Παρισιού, έχει σημαντικό ιστορικό υπόβαθρο, εκφράζοντας τις πολύπλευρες αγωνιστικές και μαχητικές παραδόσεις της γαλλικής εργατικής τάξης, εκφράζοντας ουσιαστικά το λαϊκό ριζοσπαστικό πόθο, έστω και θολά διατυπωμένο, για ριζικές αλλαγές προς όφελος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και για αυτοκυβέρνηση του Παρισιού. Ιδιαίτερα, στη φάση εκείνη της πολιορκίας από τους Πρώσους, ανακαλούσε στη μνήμη τις ηρωικές μέρες της Παρισινής Κομμούνας του 179229, παράλληλα βέβαια και με πατριωτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε λαϊκά στρώματα, σε μια περίοδο που έχει μεταβληθεί ριζικά από τη Γαλλική Επανάσταση.

Ο Μαρξ προειδοποιούσε τους Γάλλους εργάτες «να μην αφήσουν τον εαυτό τους να κυριαρχηθεί από τις εθνικές αναμνήσεις του 1792»30, ενώ ο Λένιν σημειώνει σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Η πατριωτική ιδέα (...) είχε υποτάξει τα μυαλά των σοσιαλιστών της Κομμούνας και ο Μπλανκί, λόγου χάρη, αναμφισβήτητα επαναστάτης και θερμός οπαδός του σοσιαλισμού, δε βρήκε πιο κατάλληλη ονομασία για την εφημερίδα του από την αστική κραυγή: “Η πατρίδα σε κίνδυνο!”(...)

Βαθιές αλλαγές έχουν συντελεστεί από τον καιρό της μεγάλης επανάστασης, οι ταξικές αντιθέσεις έχουν οξυνθεί, κι αν τότε ο αγώνας ενάντια στην αντίδραση ολόκληρης της Ευρώπης είχε συνενώσει ολόκληρο το επαναστατικό έθνος, τώρα το προλεταριάτο δεν μπορεί πια να συνδέει τα συμφέροντά του με τα συμφέροντα των άλλων, των εχθρικών του τάξεων.

Και πραγματικά, δεν άργησε να αποκαλυφθεί το αληθινό, βαθύτερο περιεχόμενο του αστικού “πατριωτισμού”. Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, αφού έκλεισε μια επαίσχυντη συνθήκη ειρήνης με τους Πρώσους, πέρασε στον άμεσό της σκοπό, ανάλαβε δηλαδή την επίθεση για να αφαιρέσει από το προλεταριάτο του Παρισιού τα όπλα που της προκαλούσαν το φόβο και τον τρόμο. Οι εργάτες απάντησαν με την ανακήρυξη της Κομμούνας και τον εμφύλιο πόλεμο.»31

Σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου, πολλοί από τους αγωνιστές που πρωταγωνίστησαν στην Κομμούνα, ιδιαίτεροι εκείνοι που εμφορούντο από ριζοσπαστικές και αντιμοναρχικές αντιλήψεις, που δεν ξέφευγαν όμως από το πλαίσιο της μικροαστικής δημοκρατίας της εποχής και θεωρούνταν ως συνεχιστές των γιακωβίνικων παραδόσεων (γι’ αυτό συχνά αναφέρονται στην ιστοριογραφία της Κομμούνας και ως «νεογιακωβίνοι»), όπως σε μεγάλο βαθμό και οι μπλανκιστές, ουσιαστικά δεν μπορούσαν να δουν παραπέρα, θεωρώντας το 1871 ως μια απλή επανάληψη του 1789-1794.

Η πορεία της ταξικής πάλης όλους αυτούς τους μήνες είχε καταλυτική επίδραση επίσης στην ανάπτυξη των οργανώσεων του λαϊκού κινήματος. Δίπλα σε οργανώσεις όπως η Διεθνής, που δρούσαν τα προηγούμενα χρόνια, ενισχύθηκαν διάφορες συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις, οι παρισινές λέσχες, επαναστατικές εφημερίδες, αντανακλώντας τον αναβρασμό των λαϊκών δυνάμεων, χωρίς βέβαια να εκφράζουν ενιαίο προσανατολισμό. Ξεχωριστά ηρωική και ιστορικής σημασίας ήταν η συμμετοχή των γυναικών στον αγώνα.32

Παράλληλα, άρχισαν να αναπτύσσονται και λαϊκά όργανα που αντιπροσώπευαν ουσιαστικά την κλιμάκωση της σύγκρουσης με την αστική κυβέρνηση. Στις 5 Σεπτέμβρη, μία μέρα μετά τη συγκρότηση της αστικής κυβέρνησης, συγκλήθηκαν λαϊκές συνελεύσεις για να εκλέξουν επιτροπές επαγρύπνησης σε κάθε ένα από το δημοτικά διαμερίσματα του Παρισιού που θα ήταν επιφορτισμένες με τον έλεγχο των δημάρχων και την εξέταση των παραπόνων. Κάθε επιτροπή εξέλεξε 4 αντιπροσώπους, το σύνολο των οποίων θα αποτελούσε την ΚΕ των 20 Διαμερισμάτων, η οποία θα εγκαθίστατο σε αίθουσα της οδού Κορντερί, που της παραχώρησε η Διεθνής. Η «Κορντερί», περιοχή στην οποία επίσης πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις των λεσχών και είχαν την έδρα τους επαναστατικά έντυπα, θα αποτελέσει όλο αυτό το διάστημα σημαντικό σημείο αναφοράς των λαϊκών ριζοσπαστικών διαθέσεων.

Αντίστοιχα, καθώς η πολιορκία του Παρισιού είχε αναγκάσει την Εθνοφρουρά να ανοίξει τους κόλπους της δεχόμενη κάθε ικανό να φέρει όπλα, μετατρέποντάς την σε ένα σώμα με μαζική πλέον συμμετοχή των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, οι οπλισμένοι εργάτες έγιναν η βασική ένοπλη και υπολογίσιμη δύναμη στο Παρίσι.33 Η Εθνοφρουρά, κατά την παράδοση που είχε κληροδοτηθεί από την αστική επανάσταση, είχε το δικαίωμα εκλογής των αξιωματικών της. «Η σαφής, απλή, καθαρά γαλλική ιδέα μιας ομοσπονδίας των ταγμάτων υπήρχε από καιρό στο μυαλό όλων. Ξεπρόβαλε μέσα από τη συνέλευση και αποφασίστηκε ότι τα τάγματα έπρεπε να συσπειρωθούν γύρω από μια Κεντρική Επιτροπή.»34 Με τη συγκρότηση της ΚΕ της Εθνοφρουράς διαμορφώθηκε μια δύναμη που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η ΚΕ, «αυτή η μυστηριώδης αρχή που άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της στο Παρίσι», εξέφραζε με άμεσο τρόπο τα ένοπλα λαϊκά στρώματα που συμμετείχαν στην Εθνοφρουρά, ενώ άρχισε να προκαλεί αμηχανία στην αστυνομία, την επίσημη στρατιωτική διοίκηση και τους δημάρχους των διαμερισμάτων, καθώς οι εθνοφρουροί υπάκουαν στην ΚΕ που είχαν εκλέξει και όχι στους «επίσημους» θεσμούς.

Σημαντικό σταθμό στην κλιμάκωση της επίθεσης της αστικής τάξης ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις αποτέλεσαν οι εκλογές για την Εθνοσυνέλευση και η συγκρότηση της νέας αστικής κυβέρνησης το Φλεβάρη του 1871. Μετά την αποτυχία της λαϊκής εξέγερσης του Γενάρη, η αστική κυβέρνηση αποφάσισε να προκηρύξει εκλογές για την ανάδειξη νέας γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αφού είχε υπογράψει μια αρχική ανακωχή με τους Πρώσους.

Όπως επισημαίνει ο Μαρξ: «Η συνθηκολόγηση εγκαινίασε τον εμφύλιο πόλεμο (...) Τη στιγμή εκείνη πάνω από το ένα τρίτο της χώρας βρισκόταν στα χέρια του εχθρού, η πρωτεύουσα ήταν αποκομμένη από τις επαρχίες, όλες οι συγκοινωνίες ήταν ξεχαρβαλωμένες. Ήταν αδύνατο μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες να εκλεγεί μια πραγματικά αντιπροσωπία της Γαλλίας.»35

Οι εκλογές εσκεμμένα ορίστηκαν μέσα σε μία βδομάδα. Σε αυτό το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στην εκλογή των γνωστών και καθιερωμένων αντιδραστικών εκπροσώπων, ιδιαίτερα στη γαλλική επαρχία.

Η νέα Εθνοσυνέλευση, που άρχισε της εργασίες της στο Μπορντώ στις 12 Φλεβάρη, στη μεγάλη της πλειοψηφία αποτελούνταν από μοναρχικούς, που αντιπροσώπευαν τους γαιοκτήμονες και αντιδραστικά στρώματα της επαρχίας και των πόλεων. Γι’ αυτό και πήρε το όνομα «συνέλευση των επαρχιωτών» (rureaux, όπως τους αποκαλούσαν) ή «συνέλευση των γαιοκτημόνων».

Η κυβέρνηση αυτή ανέδειξε σε επικεφαλής της τον Α. Θιέρσο. Οι όροι ειρήνης που υπογράφτηκαν στα τέλη Φλεβάρη με την Πρωσία θεωρήθηκαν απαράδεκτοι από το λαό του Παρισιού. Το Παρίσι, που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πολιορκία και αντιστέκεται, θεωρεί ότι έχει «προδοθεί».

Η κυβέρνηση του Θιέρσου είχε πια ξεκάθαρο ότι ο βασικός της εχθρός ήταν ο λαός. Φοβόταν περισσότερο τα κανόνια των εργατών του Παρισιού παρά τα κανόνια των Πρώσων.

Απέναντι στο Παρίσι, η Εθνοσυνέλευση δηλώνει αποφασισμένη να το συντρίψει και εκτοξεύει την απειλή που έμεινε στην ιστορία ως “décapiter et décapitaliser”, ότι θα το «αποκεφαλίσει» και θα το καταργήσει από πρωτεύουσα. Προχωρά σε συνεννοήσεις με τα πρωσικά στρατεύματα σχετικά με τον αποκλεισμό του Παρισιού και την απελευθέρωση αιχμαλώτων, ώστε να ενισχυθούν τα αντιδραστικά κυβερνητικά στρατεύματα.

«Το Παρίσι, ποδοπατημένο από την Αυτοκρατορία και τους φιλελεύθερους, ακούει από τις κάλπες της επαρχίας να βγαίνει μια άγρια κραυγή αντίδρασης. Βλέπει να κατευθύνονται προς το Μπορντώ ένα πλήθος χωριάτες, πουρσονιάκ36 και σκυθρωποί κληρικοί που έρχονται φουριόζοι να καταλάβουν τη Γαλλία μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. (...) Σημαίνοντα πρόσωπα των κωμοπόλεων, αποβλακωμένοι πυργοδεσπότες, ανόητοι σωματοφύλακες και δανδήδες του κλήρου, ένας ολόκληρος ανυποψίαστος κόσμος σε θέση μάχης ενάντια σ’ αυτό το Παρίσι, το άθεο, το επαναστατικό, που έχει συστήσει τρεις Δημοκρατίες και έχει ανατρέψει τόσους θεούς», εξιστορεί ο Λισαγκαρέ.37

Εξάλλου, ο λαός του Παρισιού όλους αυτούς τους μήνες ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας, εξαθλιωμένος από την πείνα και τις κακουχίες του πολέμου, συνθήκες που επιδεινώθηκαν ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες της πολιορκίας του Παρισιού.

Η «σταγόνα» που έκανε να «ξεχειλίσει το ποτήρι» της λαϊκής οργής ήταν τα αντιλαϊκά διατάγματα της Εθνοσυνέλευσης στις αρχές του Μάρτη σχετικά με τα ενεχυροδανειστήρια, τα απλήρωτα νοίκια και τα χρέη στους μαγαζάτορες. Στη διάρκεια της πολιορκίας πολλοί από τους πιο εξαθλιωμένους είχαν στραφεί μαζικά στο κρατικό ενεχυροδανειστήριο για να παραδώσουν τα τιμαλφή τους (συχνά αντικείμενα όπως τα εργαλεία ενός τεχνίτη, τα ψαλίδια μιας ράφτρας) ώστε να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς επιβίωση. Για την προστασία αυτών των ειδών είχε θεσπιστεί ένα μορατόριουμ στην άμεση μεταπώληση, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να μπορέσουν κάποια στιγμή να τα πάρουν πίσω οι ιδιοκτήτες τους. Η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης να άρει το μορατόριουμ αποτέλεσε σημείο έκρηξης της λαϊκής οργής. Το ίδιο συνέβη και με το διάταγμα που επέτρεπε στους ιδιοκτήτες ακινήτων να απαιτήσουν άμεσα από τους εξαθλιωμένους ενοικιαστές τους τα χρήματα από τα καθυστερημένα νοίκια κατά τους μήνες της πολιορκίας.

Η έφοδος της κυβέρνησης του Θιέρσου στις 18 Μάρτη για να αποσπάσει τα κανόνια της Εθνοφρουράς, τα οποία είχαν αγοραστεί με λαϊκό έρανο, πυροδότησε τη λαϊκή εξέγερση που οδήγησε στην Κομμούνα. Η κίνηση αυτή του Θιέρσου στόχευε στην έναρξη του αφοπλισμού του Παρισιού. Τα κυβερνητικά στρατεύματα απέτυχαν, καθώς συνάντησαν την άμεση και μαζική αντίδραση του λαού, αντρών, γυναικών και παιδιών.

Η κυβέρνηση και τα στρατεύματά της αναγκάστηκαν να αποσυρθούν άρον-άρον στις Βερσαλλίες, και η ΚΕ της Εθνοφρουράς, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, βρέθηκε στην εξουσία της πόλης. Η εξέγερση της 
18ης Μάρτη «παρέδωσε απροσδόκητα την εξουσία στα χέρια της Εθνοφρουράς»38.

 

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ

Τα μέλη της ΚΕ της Εθνοφρουράς ούτε είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, ούτε είχαν προετοιμαστεί για τα νέα καθήκοντα που αντικειμενικά προέκυπταν από το γεγονός ότι είχαν αναδειχτεί ως φορείς της επαναστατικής εξουσίας. Πολύ περισσότερο, δεν μπόρεσαν να δουν ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν να κινηθούν γρήγορα και επιθετικά εναντίον των Βερσαλλιών, αξιοποιώντας το μεγάλο πλεονέκτημα που διέθεταν εκείνη τη στιγμή. Η αναποφασιστικότητα και οι δισταγμοί τους –παρά τον αναντίρρητα ηρωικό χαρακτήρα των πράξεών τους– αποδείχτηκαν τελικά μοιραίοι στη συνέχεια για την Κομμούνα, καθώς έδωσαν στις Βερσαλλίες τον απαραίτητο χρόνο να ανασυνταχτούν.

Είναι γνωστή η κριτική του Μαρξ για τη «μεγαλοψυχία» που έδειξε η Κομμούνα απέναντι στους αντιπάλους της, και για το ότι δεν πέρασε έγκαιρα στην επίθεση. Για να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο όμως, θα έπρεπε να υπάρχει από πριν ένας διαμορφωμένος στόχος και πολιτικός προσανατολισμός. Ουσιαστικά, η ΚΕ της Εθνοφρουράς περισσότερο οδηγήθηκε από τη δύναμη και τη ροή των γεγονότων, παρά βάσει κάποιου δικού της σχεδίου. Άλλωστε, η ΚΕ γρήγορα πήρε την απόφαση, και ενώ βρισκόταν υπό την πολιορκία δύο στρατών, να παραδώσει την εξουσία της σε ένα νέο σώμα και γι’ αυτό προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη Συμβουλίου της Κομμούνας.

Στις 26 Μάρτη οργανώθηκαν εκλογές, με γενικό δικαίωμα ψήφου, όπου αναδείχτηκαν τα μέλη της Κομμούνας.

Οι εύπορες συνοικίες εξέλεξαν ενστικτωδώς αρκετούς φιλελεύθερους εκπροσώπους, ενώ οι λαϊκές συνοικίες πολλούς από τους ριζοσπάστες δημοκράτες που είχαν πρωταγωνιστήσει στους προηγούμενους αγώνες ενάντια στην Αυτοκρατορία, σοσιαλιστές γνωστούς από τη Διεθνή, αγωνιστές από τις λέσχες, μέλη της ΚΕ της Εθνοφρουράς.

Στις 16 Απρίλη πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές εκλογές για να καλυφθούν οι κενές θέσεις που προέκυψαν, καθώς οι φιλελεύθεροι αντιπρόσωποι παραιτήθηκαν μαζικά, μην αναγνωρίζοντας την εξουσία της Κομμούνας, ενώ επίσης η Κομμούνα μετρούσε κιόλας τους πρώτους νεκρούς της εκπροσώπους από τις εχθροπραξίες με τους βερσαλλιέρους. Στις 3 Απρίλη, για παράδειγμα, είχε δολοφονηθεί βάναυσα ένας από τους ξεχωριστούς αγωνιστές της Κομμούνας και εκλεγμένο μέλος της, ο Γκουστάβ Φλουράνς.39

Από τους 92 αντιπροσώπους που εκλέχτηκαν, την πλειοψηφία είχαν οι λεγόμενοι νεογιακωβίνοι και οι μπλανκιστές. Υπήρχε επίσης μια πολυάριθμη ομάδα από προυντονιστές, ενώ στις διάφορες καταγραφές των ιστορικών της Διεθνούς και της Κομμούνας υπολογίζεται σε περίπου 18 η ομάδα των μαρξιστών-διεθνιστών.40

Ανάμεσα στα μέλη της Διεθνούς που εκλέχτηκαν ήταν οι Βαρλέν, Ντιπόν, Τεΐς, Μαλόν, Ζουρντ, Αβριάλ, Πεντί, Ασί, Ντιβάλ, Λεφρανσέ, Φράνκελ, ενώ στις συμπληρωματικές εκλογές του Απρίλη εκλέχτηκαν επίσης οι Λονγκέ, Σεραλιέ, Ζοανάρ κ.ά. Τα μέλη της Διεθνούς και ιδιαίτερα όσοι ήταν πιο κοντά στις αντιλήψεις του μαρξισμού συνέβαλαν καθοριστικά στον προσανατολισμό και σε πολλά από τα επαναστατικά μέτρα της Κομμούνας. Σημαντική ήταν η συμβολή τους ιδιαίτερα στην Επιτροπή Εργασίας, που είχε ως επικεφαλής τον Λ. Φράνκελ.

Στην Κομμούνα και στη σύνθεση των οργάνων της βρήκαν ουσιαστικά αντανάκλαση τα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα, οι πολιτικές ομάδες που δραστηριοποιούνταν: Μικροαστοί ριζοσπάστες, δημοκράτες αντιμοναρχικοί, οπαδοί διάφορων αποχρώσεων του μικροαστικού σοσιαλισμού μαζί με τους σοσιαλιστές-μέλη της Διεθνούς.

Επιπλέον, η σύνθεση αυτή, με τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές της διαφοροποιήσεις, οδήγησε κατά διαστήματα και σε σημαντικές αντιπαραθέσεις και διαπάλη μέσα στα όργανα της Κομμούνας, πάνω σε μια σειρά ζητήματα.41

Οι λεγόμενοι γιακωβίνοι δημοκράτες ή νεογιακωβίνοι, που αποτελούσαν μεγάλο μέρος των εκλεγμένων αντιπροσώπων της Κομμούνας, ήταν ριζοσπάστες δημοκράτες αγωνιστές, πολλοί από αυτούς μαχητικοί επαναστάτες. Ουσιαστικά έβλεπαν τους εαυτούς τους ως γνήσιους κληρονόμους και συνεχιστές των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι η ταξική πάλη έχει περάσει σε άλλο επίπεδο και ότι η εργατική τάξη έχει βγει στο προσκήνιο.

Ο Μαρξ, έχοντας δει την επίδραση αυτών των αντιλήψεων πάνω στην Κομμούνα, τόνισε προς τους Γάλλους εργάτες ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουν το παρελθόν, αλλά να ανοικοδομήσουν το μέλλον»42, θέλοντας να δείξει τον προλεταριακό χαρακτήρα και προσανατολισμό του αγώνα.

Μερικοί από αυτούς τους επαναστάτες δημοκράτες ήταν ίσως και φιλικά διακείμενοι προς τις σοσιαλιστικές ιδέες, που όμως γι’ αυτούς δεν ήταν παρά θολό όραμα για μια πιο δίκαιη κοινωνία ή για τη λεγόμενη «κοινωνική δημοκρατία» (σύνθημα το οποίο είχε προβληθεί στην επανάσταση του 1848). Η αντίληψή τους ούτε μπορούσε να διακρίνει τον αυτοτελή ρόλο της εργατικής τάξης και των συμφερόντων της, ούτε ασφαλώς βρισκόταν σε αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία.

Η ριζοσπαστική τους σκέψη με άλλα λόγια δεν μπορούσε να φτάσει παραπέρα από το να φαντάζονται ότι μπορούν να αντιγράψουν με ακρίβεια τις ιδέες και την πρακτική του 1789 ή του 1792. Στην πραγματικότητα, «μερικά από τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία της στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας δεν μπόρεσαν να σκεφτούν τίποτα καλύτερο από το να επαναλάβουν όσο πιο πιστά μπορούσαν τα γεγονότα της Μεγάλης Επανάστασης».43 Ουσιαστικά, δεν μπορούσαν να συλλάβουν το χαρακτήρα των κοινωνικών αλλαγών που είχαν μεσολαβήσει από τις προηγούμενες επαναστάσεις και ότι μια εργατική-προλεταριακή εξέγερση όπως η Κομμούνα δεν μπορούσαν να την μεταχειριστούν με παρωχημένες, ξεπερασμένες αντιλήψεις και μορφές πολιτικής δράσης του παρελθόντος.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν στην Κομμούνα. Πολλοί από αυτούς αγωνίστηκαν, πολέμησαν και έπεσαν ηρωικά στα οδοφράγματα. Ξεχωριστή έχει μείνει στην ιστορία της Κομμούνας η ηγετική μορφή του γηραιού Ντελεκλύζ, που αποτέλεσε έναν από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων και έπεσε ηρωικά στα οδοφράγματα στη διάρκεια των τελευταίων ημερών της Κομμούνας.

Για το ρόλο και τη δραστηριότητα των μπλανκιστών και των προυντονιστών, ο Ένγκελς επισημαίνει: «Φυσικά, οι προυντονικοί ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές πράξεις και παραλείψεις. Και στις δύο περιπτώσεις, η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε –όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί– να κάνουν και οι δύο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.»44

Οι προυντονικοί εχθρεύονταν την οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής και μιλούσαν για την «ελευθερία» της εργασίας, την ατομική ιδιοκτησία και τον ανταγωνισμό. Τι έκαναν όταν ανέλαβαν τις οικονομικές υποθέσεις της Κομμούνας; «Το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμη και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση (...) δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν», επισημαίνει ο Ένγκελς.

Αναδεικνύοντας και τα συμπεράσματα από τη δράση των μπλανκιστών, ο Ένγκελς συνεχίζει: «Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας (...) ξεκινούσαν από την άποψη ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους, μα ακόμη και, με μια δραστήρια και ανελέητη δράση, να το κρατήσουν (...) Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία απ’ όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι. Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι, όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή.»45

Οι αντιλήψεις αυτές, των μικροαστών δημοκρατών, των προυντονιστών και των μπλανκιστών, όταν δε συνθλίβονταν κάτω από το βάρος των γεγονότων που τους οδηγούσε στο να τις αναιρούν στην πράξη, όπως δείχνει ο Ένγκελς, ήταν επίσης υπεύθυνες και για ορισμένες από τις σημαντικότερες αστοχίες της Κομμούνας.

 

α) Η Τράπεζα της Γαλλίας

Ένα από τα περιβόητα και πιο δραματικά λάθη της Κομμούνας ήταν ότι άφησε ανέγγιχτη την Τράπεζα της Γαλλίας, τη στιγμή μάλιστα που θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να απαλλοτριώσει. Η πρακτική που ακολούθησε η Κομμούνα απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας αντανακλούσε ουσιαστικά το βαθύτερο υπόβαθρο των μικροαστικών-προυντονικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν σε πολλά μέλη της, όπως στην προκείμενη περίπτωση το σεβασμό προς την ατομική ιδιοκτησία και την παρεπόμενη, σχεδόν δεισιδαιμονική, ευσέβεια απέναντι στους θεσμούς της αγοράς.

Ο Λισαγκαρέ περιγράφει με μεγάλη απογοήτευση το ζήτημα. «Η Κομμούνα μέσα στην τυφλή αγανάκτησή της δε βλέπει τους αληθινούς ομήρους που βγάζουν μάτι: Την Τράπεζα, το Κτηματολόγιο, το Ταμείο Παρακαταθηκών. (...) Η ΚΕ είχε διαπράξει μέγα λάθος αφήνοντας να φύγει ανενόχλητος ο στρατός των Βερσαλλιών, όμως αυτό που έκανε η Κομμούνα ήταν εκατό φορές χειρότερο. Κάθε σοβαρή εξέγερση ξεκινά με την κατάληψη του νευραλγικού κέντρου του εχθρού: Του θησαυροφυλακίου.»46

Η εξιστόρηση των γεγονότων που δίνει είναι αναλυτική και την χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικά κωμική σκηνή, αν μπορούσε κανείς να γελάσει με αυτήν την αμέλεια, που τόση αιματοχυσία προκάλεσε». Διηγείται ότι από τις 19 Μάρτη, την επομένη της εξέγερσης, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας περίμεναν κάθε πρωί τη σύλληψή τους και την κατάληψη του θησαυροφυλακίου. Βλέποντας όμως τους δισταγμούς της Κομμούνας, αναθάρρησαν. Η Κομμούνα έστειλε ως αντιπρόσωπο τον Σ. Μπελέ47, παλιό προυντονιστή. Ο υποδιευθυντής της Τράπεζας Μαρκήσιος Ντε Πλεκ, παλιός γνώριμος του Μπελέ, υπόσχεται να διαθέσει ορισμένα από τα χρήματα της Τράπεζας ώστε να καλυφθεί η μισθοδοσία της Εθνοφρουράς και άλλες ανάγκες για τη διοίκηση της πόλης. Ο Μπελέ προτείνει να διορίσει η Κομμούνα ένα δικό της διοικητή στην Τράπεζα. Ο Ντε Πλεκ απαντά: «Διοικητή;! Ποτέ! Με έναν αντιπρόσωπο όμως σαν εσάς θα μπορούσαμε να τα βρούμε. Ελάτε, κύριε Μπελέ, βοηθήστε με να την σώσουμε. Είναι η περιουσία της πατρίδας.»

Ο Μπελέ, αφού πείστηκε από τον υποδιοικητή της Τράπεζας, δηλώνει το ίδιο βράδυ στη συνεδρίαση της Κομμούνας: «Η Τράπεζα της Γαλλίας είναι η περιουσία της πατρίδας. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ούτε βιομηχανία, ούτε εμπόριο. Αν την παραβιάσουμε, όλα τα τραπεζογραμμάτιά της θα γίνουν άχρηστο χαρτί.»

Και ο Λισαγκαρέ συνεχίζει: «Αυτές οι μωρολογίες κυκλοφορούν στο Δημαρχείο (σ.σ.: όπου συνεδρίαζε η Κομμούνα). Οι προυντονικοί της Κομμούνας συμφωνούν με τον μπαρμπα-Μπελέ. Στις ίδιες τις Βερσαλλίες δε θα έβρισκες πιο ένθερμους υποστηρικτές αυτού του καπιταλιστικού προπυργίου απ’ ό,τι εκείνους του Δημαρχείου.»

Η πηγή αυτού του λάθους βρίσκεται στις βαθύτερες πεποιθήσεις τόσο των προυντονικών όσο και των μικροαστών ριζοσπαστών που κυριαρχούσαν στην Κομμούνα. Όλοι αυτοί πίστευαν βαθιά στην ατομική ιδιοκτησία, εχθρεύονταν την κομμουνιστική ιδέα της κοινωνικοποίησης, ενώ στο σύστημα του Προυντόν οι τράπεζες και το πιστωτικό σύστημα είχαν κομβικό ρόλο για τη στήριξη των συνεταιρισμών των «ελεύθερων παραγωγών». Μάλιστα, ο προυντονικός Τύπος, για να καθησυχάσει τους φόβους των αστών ότι η Κομμούνα επρόκειτο να απαλλοτριώσει την περιουσία τους, διαβεβαίωνε ότι η Κομμούνα θα σεβόταν πλήρως την ιδιοκτησία. Μια εφημερίδα, η Sociale, έγραψε καθησυχαστικά: «Μείνετε ήσυχοι, αστοί και αγρότες, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ληστέψουν τα αποκτήματά σας. Κατέχετε νομίμως αυτά που έχετε κερδίσει.»48

 

β) Το αποτυχημένο πραξικόπημα των μπλανκιστών

Σε ό,τι αφορά τους μπλανκιστές, ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποτυχημένης λογικής τους είναι ένα προηγούμενο περιστατικό που προκάλεσαν οι ίδιοι τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων από τους Πρώσους στο Σεντάν.

Κρίνοντας ότι έχει φτάσει η κατάλληλη ώρα για το πραξικόπημα που πάντα ονειρεύονταν, οι μπλανκιστές του Παρισιού κάλεσαν τον ίδιο τον Μπλανκί να επιστρέψει από την εξορία του στις Βρυξέλλες για να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος.

Το σχέδιό τους ήταν να επιτεθούν στους στρατώνες του πυροσβεστικού σταθμού στη Βιλιέτ, όπου υπήρχαν αποθηκευμένα τουφέκια, και με τα όπλα στο χέρι να ξεσηκώσουν το λαό βγαίνοντας στους δρόμους. Θεωρούσαν ότι, καθώς θα βρίσκονταν σε μια μαχητική εργατική γειτονιά, αυτόματα ο λαός θα τους ακολουθούσε.

Ο Λισαγκαρέ αναφέρει για το περιστατικό: «Στις 14, ημέρα Κυριακή, η μικρή ομάδα των μπλανκιστών, που επί Αυτοκρατορίας ποτέ δε θέλησε να συνδεθεί με τις εργατικές οργανώσεις και που στο μόνο που πιστεύει είναι τα πραξικοπήματα, επιχειρεί μια εξέγερση. Παρά τη συμβουλή του Μπλανκί, ο Εντ, ο Μπριντό και οι φίλοι τους, επιτίθενται στον πυροσβεστικό σταθμό της Λα Βιλέτ όπου βρίσκονταν αποθηκευμένα όπλα, τραυματίζουν το φρουρό και σκοτώνουν έναν από τους αστυνομικούς που έσπευσαν για βοήθεια. Οι μπλανκιστές, κύριοι της κατάστασης, διασχίζοντας τη λεωφόρο με κατεύθυνση την Μπελβίλ, φωνάζουν: «Ζήτω η Δημοκρατία!», «Θάνατος στους Πρώσους!». Αντί ν’ ανάψει το φυτίλι, η πράξη τους αυτή τους απομονώνει απ’ όλους. Το πλήθος τούς κοιτάζει από μακριά, αποσβολωμένο, ασάλευτο και γεμάτο καχυποψία.»49

Ο ελευθεριακός-αναρχικός Μπούκτσιν περιγράφει επίσης με μελανά χρώματα την έκβαση της υπόθεσης: «Οπλισμένοι μόνο με λίγα περίστροφα και στιλέτα, οι “πραξικοπιματίες” και καμιά εκατοστή υποστηρικτές τους εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στον στρατώνα. Περιττό να πούμε ότι κανείς δεν ανταποκρίθηκε στις κραυγές τους (...) Το φιάσκο της Βιλέτ αποκάλυψε σαφώς την αποτυχία της πραξικοπηματικής τακτικής των μπλανκιστών.»50

 

γ) Τα «παθήματα» του Μπακούνιν στη Λιόν

Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έδωσαν επίσης μια τρανταχτή απόδειξη της αποτυχίας των μπακουνικών, οι οποίοι (αν και στα ίδια τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας είχαν ελάχιστη επιρροή) λίγους μήνες πριν, στην εξέγερση της Λιόν που έγινε μετά την ανατροπή της μοναρχίας το Σεπτέμβρη του 1870, είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν στην πράξη τις αντιλήψεις τους.

Μετά την ήττα του Σεντάν ανακηρύχτηκε η συγκρότηση δημοκρατικής κυβέρνησης στη Λιόν, όπου και συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας στην πόλη, η οποία αποτελούνταν κυρίως από μετριοπαθείς δυνάμεις και που γρήγορα παρέδωσε την εξουσία της σε ένα εκλεγμένο δημοτικό συμβούλιο. Ο ίδιος ο Μπακούνιν έφτασε στη Λιόν στις 15 Σεπτέμβρη.

Όταν το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μειώσει τα ημερομίσθια, ο λαός μέσα σε ένα κύμα δυσαρέσκειας κατέλαβε το Δημαρχείο. Ο Μπακούνιν με τους οπαδούς του, θεωρώντας ότι έχει έρθει η ώρα για να βάλουν σε εφαρμογή τις θεωρίες τους, μέσα από μια αίθουσα του Δημαρχείου εξήγγειλαν γρήγορα-γρήγορα «ένα διάταγμα» για την κατάργηση του κράτους... Όπως σκωπτικά αναφέρει ο Ένγκελς όμως, το κράτος, «με τη μορφή δύο λόχων της αστικής εθνοφρουράς», μπήκε ήσυχα-ήσυχα από τις πόρτες που είχαν αφήσει αφύλακτες και ανάγκασε «τον Μπακούνιν με το θαυματουργό διάταγμα στην τσέπη να το βάλει στα πόδια για τη Γενεύη»51.

Οι περιπέτειες του Μπακούνιν δεν περιγράφονται καθόλου κολακευτικά ούτε από την αναρχική ιστοριογραφία. Όπως αναφέρει ενδεικτικά ο J. Woodcock, μετά την κατάληψη του Δημαρχείου οι μπακουνικοί «με κάποια αμηχανία έπρεπε να αποφασίσουν τελικά τι θα κάνουν με την πόλη», της οποίας τον έλεγχο θεωρούσαν ότι έχουν πάρει, καθώς δεν είχαν ούτε σχέδιο, ούτε προετοιμασία, ούτε κατεύθυνση. Ο αναρχικός ιστορικός καταλήγει περιγράφοντας τα γεγονότα της Λιόν ως «κωμικό φιάσκο (…) που η βασική του σημασία ήταν ότι απέδειξε την πλήρη ανετοιμότητα των μπακουνικών για την ανάληψη οποιασδήποτε σοβαρής δράσης»52.

 

δ) Η αδυναμία της Κομμούνας να οργανώσει την άμυνά της

Τα παραπάνω παραδείγματα αντανακλούν το πόσο συγκεχυμένες αντιλήψεις κυριαρχούσαν σε ορισμένες από τις πολιτικές ομάδες που πρωταγωνίστησαν στην Κομμούνα, αλλά και την τρανταχτή αποτυχία των μικροαστικών και αναρχικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων.

Οι αντιλήψεις αυτές έπαιξαν ανασταλτικό ρόλο ακόμη και στη στρατιωτική ετοιμότητα της Κομμούνας. Η Κομμούνα, μην έχοντας ξεκάθαρους στόχους, όχι μόνο άφησε στις 18 Μάρτη ανενόχλητη την κυβέρνηση και τα στρατεύματά της να αποσυρθούν στις Βερσαλλίες, αλλά και στη συνέχεια αρκέστηκε στην αμυντική τακτική, ενώ ούτως ή άλλως έπασχε στο στρατιωτικό τομέα από την άποψη του σχεδιασμού.

Ακόμη και στις δραματικές μέρες του Μάη, την ώρα που ο αντεπαναστατικός στρατός των Βερσαλλιών εξαπέλυσε την αιματηρή επέλασή του καταλαμβάνοντας γειτονιά τη γειτονιά, η Κομμούνα αδυνατούσε να συγκροτήσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο υπεράσπισης της πόλης. Αυτό ασφαλώς δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη ικανοτήτων, ούτε στην έλλειψη ηρωισμού των μαχητών της, που ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος από των αντιπάλων τους. Αλλά στο γεγονός ότι κάτω από το βάρος των αντιφάσεών της δεν μπορούσε να διαμορφώσει ένα συνεκτικό προσανατολισμό και να τον υπηρετήσει, ενώ παράλληλα είχε κυριαρχήσει η πεποίθηση ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική η αποκέντρωση των δυνάμεων της Κομμούνας αντί μιας ενιαίας, συγκεντρωμένης διοίκησης.

Οι Κομμουνάροι υπερασπίστηκαν πεισματικά και με το αίμα τους τα οδοφράγματα στις γειτονιές, τα οποία όμως ήταν διασκορπισμένα, χωρίς συντονισμό και στρατιωτικό σχέδιο. Ο ιστορικός της Κομμούνας (και δραστήριος μαχητής της) Π. Ο. Λισαγκαρέ αναφέρει ενδεικτικά ότι οι υπερασπιστές της Κομμούνας «δεν μπορούσαν να δουν πιο πέρα απ’ τις συνοικίες τους, ή ακόμη, κι απ’ τους δρόμους τους. Έτσι, αντί για 200 στρατηγικά, συμπαγή οδοφράγματα, εύκολα να τα υπερασπίσεις με 7-8 χιλιάδες άντρες, έσπειραν εκατοντάδες τα οποία ήταν αδύνατον να επανδρωθούν επαρκώς».53

Ο Ντελεκλύζ, που στις τελευταίες μέρες ανέλαβε και τα καθήκοντα του στρατιωτικού διοικητή, απηχώντας τις γιακωβίνικες παραδόσεις που στοιχειώνονταν από τις εμπειρίες του 1789 και του 1848 (έχοντας την πλάνη ότι μπορούν να επαναληφθούν επακριβώς), διακήρυσσε μετά την είσοδο των Βερσαλλιέρων στην πόλη: «Τώρα είναι πόλεμος οδοφραγμάτων, ο καθένας στη συνοικία του! Τέρμα οι γαλονάδες με τα χρυσά σιρίτια και τις φανταχτερές στολές! Τόπο στο λαό, στους μαχητές με τα γυμνά μπράτσα! (...) Ο λαός δεν ξέρει τίποτε από έξυπνους ελιγμούς. Όταν έχει ένα τουφέκι στα χέρια και πατάει γερά με τα πόδια στο λιθόστρωτο, δεν τον φοβίζουν ούτε όλοι οι φωστήρες της στρατηγικής της μοναρχικής σχολής.»54

Ηρωικά λόγια μεν, αλλά χωρίς καμία αποτελεσματικότητα. Έτσι, θα δούμε εκατοντάδες ανθρώπους να αρνούνται να εγκαταλείψουν το λιθόστρωτο της γειτονιάς τους, να αγνοούν ότι η γειτονική συνοικία καταρρέει από την επίθεση του εχθρού και να περιμένουν ακίνητοι να τους περικυκλώσει ο αντίπαλος.

Την ώρα που οι Κομμουνάροι ήταν καθηλωμένοι στα σχετικά αποκομμένα μεταξύ τους οδοφράγματα, οι Βερσαλλιέροι κινήθηκαν μεθοδικά, κυκλωτικά, στις πλατιές λεωφόρους που είχαν διανοιχτεί από τον Ωσμάν55 και εξολόθρευαν αδιακρίτως.

Οι ανεπάρκειες βέβαια της Κομμούνας δε μειώνουν ούτε στο ελάχιστο τον κοσμοϊστορικό της χαρακτήρα, ούτε την ανεπανάληπτη ηρωική δράση των Κομμουνάρων. Όπως επισημαίνει ο Ένγκελς: «Πιο αξιοθαύμαστα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μόλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές.»56

Εξέθεσαν όμως τις αδυναμίες του μικροαστικού σοσιαλισμού, από την άλλη επιβεβαίωσαν τους Μαρξ και Ένγκελς και τις θεωρητικές και πολιτικές τους επεξεργασίες, ενώ αποτέλεσαν το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε παραπέρα η επαναστατική θεωρία.

Ο Λένιν συμπυκνώνει τα συμπεράσματα: «Δυο όμως λάθη κατάστρεψαν τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο σταμάτησε στη μέση του δρόμου: Αντί να αρχίσει την “απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών”, παρασύρθηκε από το όνειρο να εγκαθιδρύσει ανώτερη δικαιοσύνη σε μια χώρα που να την ενώνει το πανεθνικό καθήκον. Δεν κατέλαβε, λ.χ., τέτοια ιδρύματα, σαν την Τράπεζα, οι θεωρίες των προυντονιστών για “δίκαιη ανταλλαγή” κτλ. επικρατούσαν ακόμα ανάμεσα στους σοσιαλιστές. Το δεύτερο λάθος είναι η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Έπρεπε να εξοντώσει τους εχθρούς του. Απεναντίας, το προλεταριάτο του Παρισιού προσπαθούσε να επιδράσει ηθικά επάνω τους, περιφρόνησε τη σημασία των καθαρά πολεμικών ενεργειών στον εμφύλιο πόλεμο και, αντί να στεφανώσει τη νίκη του στο Παρίσι με αποφασιστική επίθεση ενάντια στις Βερσαλλίες, αργοπόρησε κι έδωσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών τον καιρό να συγκεντρώσει τις σκοτεινές δυνάμεις και να προετοιμαστεί για τη “Ματωμένη Βδομάδα” του Μάη.»57

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Η πείρα της Παρισινής Κομμούνας και η μελέτη της από τους θεμελιωτές του μαρξισμού-λενινισμού συνέβαλε καθοριστικά στη γενίκευση συμπερασμάτων, στην ανάδειξη νομοτελειών της ταξικής πάλης και συνεπώς στον εμπλουτισμό της επαναστατικής θεωρίας.

Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι «η ανάλυση και η γενίκευση των εμπειριών της Παρισινής Κομμούνας έχουν, για τη μαρξιστική αντίληψη της πολιτικής, τη σημασία που έχει Το Κεφάλαιο για την επεξεργασία της πολιτικής οικονομίας».58

Η Κομμούνα απέδειξε ότι η εργατική τάξη έχει μπει ορμητικά στο προσκήνιο της Ιστορίας. «Ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία»59, αναφέρει ο Μαρξ για αναδείξει τον προλεταριακό της χαρακτήρα. Ήταν μια επαναστατική εξουσία, που «δεν την εκπροσωπούσαν ούτε οι δικηγόροι, ούτε οι βουλευτές, ούτε οι δημοσιογράφοι, ούτε οι στρατηγοί. Τη θέση τους είχε πάρει ο μεταλλωρύχος, ο βυρσοδέψης και ο μάγειρας»60.

Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για τους οποίους η Κομμούνα έμεινε στην ιστορία του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος είναι για τα πλούσια διδάγματα που πρόσφερε πάνω στο ζήτημα της εξουσίας, του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς και της ανάγκης επαναστατικού εργατικού κόμματος, επιδρώντας καταλυτικά στην ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής επαναστατικής θεωρίας.

Στην πείρα της Κομμούνας οφείλεται η μοναδική συμπλήρωση που θεώρησαν οι Μαρξ και Ένγκελς ότι πρέπει να κάνουν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο με τη γνωστή αναφορά τους στον πρόλογο του 1872, όπου αναφέρουν ότι «η Κομμούνα απέδειξε ότι απλούστατα “η εργατική τάξη δεν μπορεί να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς τους σκοπούς”»), ενώ επίσης, στο κορυφαίο έργο του Λένιν Κράτος και Επανάσταση, η επεξεργασία της πείρας της Κομμούνας όπως και των έργων των Μαρξ και Ένγκελς πάνω στην Κομμούνα καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος, που ουσιαστικά τροφοδοτεί με θεωρητικά συμπεράσματα και κατευθύνσεις την καθοδήγηση της πάλης για την εξουσία στη Ρωσία και τη συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου τον Οκτώβρη του 1917.

Επιπλέον, όπως ήδη παρουσιάσαμε μέσα από την πορεία των γεγονότων, η πείρα της Κομμούνας φώτισε και τα αδιέξοδα των διάφορων αποχρώσεων μικροαστικού σοσιαλισμού και αναρχικών ιδεών που υπήρχαν στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής.

Σκοπός δεν είναι βεβαίως εδώ να εξαντλήσουμε αναλυτικά τις πολλές πλευρές που υπάρχουν στη διαπάλη του μαρξισμού-λενινισμού με τον αναρχισμό και τα άλλα μικροαστικά ρεύματα, η οποία ούτε περιορίζεται μόνο σε αυτά τα θέματα, ούτε μόνο σε εκείνη την περίοδο (καθώς τίθεται και με διαφορετικούς όρους στη συνέχεια, με βάση την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, την έναρξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ρωσία στη συνέχεια όπου ο αναρχισμός παίρνει ανοιχτά αντεπαναστατικές θέσεις, τη σύμπλευση του αναρχισμού με τον αντισοβιετισμό και την αστική αντικομμουνιστική πολεμική ολόκληρο τον 20ό αιώνα αργότερα).

Θα επικεντρωθούμε συνοπτικά σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις:

α) Η Κομμούνα ανέδειξε την ανάγκη συγκρότησης και δράσης επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και της πάλης για την εργατική εξουσία.

Απαντώντας στον Μπακούνιν και τους οπαδούς του που πρόβαλλαν την αναρχική αρχή της «αποχής από την πολιτική», ο Μαρξ τόνιζε με βάση την πείρα της Κομμούνας: «Το να κάνεις στους εργάτες κήρυγμα αποχής από την πολιτική θα πει να τους σπρώχνεις στην αγκαλιά της αστικής πολιτικής. Η αποχή από την πολιτική είναι εντελώς αδύνατη, ιδίως ύστερα από την Κομμούνα του Παρισιού που έβαλε στην ημερήσια διάταξη την πολιτική πάλη του προλεταριάτου. (…) Η επανάσταση όμως είναι η πιο ακραία μορφή πράξης της πολιτικής κι όποιος πάει για επανάσταση θα πρέπει να αποδεχτεί και τα μέσα, τις πολιτικές ενέργειες που προπαρασκευάζουν την επανάσταση, που διαπαιδαγωγούν τους εργάτες για την επανάσταση (…). Η πολιτική, όμως, που πρέπει να ακολουθηθεί, είναι η εργατική πολιτική. Το κόμμα των εργατών δεν πρέπει να γίνεται ουρά αυτού ή εκείνου του αστικού κόμματος, αλλά οφείλει να συγκροτείται ως κόμμα ανεξάρτητο, με το δικό του στόχο και τη δική του πολιτική.»61

Ουσιαστικά, η Κομμούνα αποτέλεσε ζωντανό παράδειγμα που επιβεβαίωσε τις επεξεργασίες των Μαρξ - Ένγκελς σε σχέση με το ζήτημα της πάλης για την εξουσία και του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, όπως και της ανάγκης επαναστατικού εργατικού κόμματος που να εξασφαλίζει την αυτοτέλεια της εργατικής τάξης από την αστική πολιτική, να συμβάλλει στη διαπαιδαγώγηση και προετοιμασία της εργατικής τάξης για τη δική της εξουσία.

Οι αναρχικοί, μην αναγνωρίζοντας την ανάγκη πάλης για την εξουσία, δεν μπορούσαν να διακρίνουν ασφαλώς ούτε την ανάγκη πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, την ανάγκη δηλαδή συγκρότησης του δικού της επαναστατικού κόμματος. Ασφαλώς, η διαπάλη πάνω σε αυτά τα ζητήματα προϋπήρχε της Κομμούνας στους κόλπους της Διεθνούς, αλλά εμπλουτίστηκε από τα συμπεράσματα και την έκβαση του αγώνα των Παρισινών εργατών.

Το Συνέδριο της Διεθνούς στη Χάγη που πραγματοποιήθηκε το 1872, ένα χρόνο μετά την ήττα της Κομμούνας, αποτέλεσε κομβικό σταθμό για την πορεία της Διεθνούς. Η εσωτερική κρίση και η διαπάλη με τους οπαδούς του Μπακούνιν είχε οξυνθεί περισσότερο. Στη Χάγη οι μπακουνιστές ηττήθηκαν, καθώς υπερίσχυσαν καθαρά οι μαρξιστικές επεξεργασίες, ενώ στη συνέχεια οι μπακουνιστές οδηγήθηκαν σε αποχώρηση και διαγραφή από τη Διεθνή.

Οι μπακουνικοί, πηγαίνοντας επί της ουσίας ενάντια στην πείρα που φωτίστηκε εμφατικά από την Κομμούνα, υποστήριζαν ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να παλεύει για την «κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας αλλά για την καταστροφή της πολιτικής εξουσίας», ενώ σε αντιπαράθεση με την ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης πρόβαλλαν τη γενικόλογη επίκληση στον «αυθορμητισμό των μαζών».

Οι μαρξιστές, στο σχέδιο απόφασης που πρότειναν, γενικεύοντας και την πείρα των προηγούμενων αγώνων, επισήμαναν για το ζήτημα του κόμματος: «Στον αγώνα ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις των κατεχουσών τάξεων, το προλεταριάτο δεν μπορεί να δράσει παρά σαν τάξη και να οργανώσει τις δυνάμεις του σ’ ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα, που να αντιπολιτεύεται όλα τα παλιά κόμματα. Το πολιτικό κόμμα σαν οργάνωση του προλεταριάτου χρειάζεται για το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης και πρώτα-πρώτα για την επίτευξη του τελικού σκοπού –την κατάργηση των τάξεων.»62

Ένα ακόμη γλαφυρό παράδειγμα της θλιβερής αποτυχίας του αναρχισμού από εκείνη την περίοδο, αλλά και της αδυναμίας του να εξάγει έστω και στοιχειώδη διδάγματα, αποτελούν και τα συμπεράσματα από την ισπανική εξέγερση του 1873, και ενώ έχει προηγηθεί η πείρα της Κομμούνας. Ο Ένγκελς περιγράφει τη στάση τους κατά τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν μετά την ανακήρυξη δημοκρατικού πολιτεύματος το Φλεβάρη του 187363, κατά τις οποίες, ακολουθώντας το γνωστό δόγμα της «αποχής από την πολιτική» οι αναρχικοί αποφάσισαν να μην πάρουν μέρος οργανωμένα και κάθε άτομο να καθορίσει αυτοτελώς τη στάση του. Όπως αναφέρει ο Ένγκελς, το αποτέλεσμα ήταν ότι τελικά: «Έλαβαν μέρος στις εκλογές χωρίς κανένα πρόγραμμα, καμία σημαία και κανέναν υποψήφιο, συμβάλλοντας συνεπώς στη σχεδόν αποκλειστική εκλογή αστών δημοκρατών.»64

Στη συνέχεια, και μέσα στην πορεία της κυβερνητικής κρίσης που αναπτύχθηκε τους επόμενους μήνες, σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες αρχές τους και κάτω από τη δύναμη των γεγονότων, οι αναρχικοί είτε τελικά προχώρησαν στη συγκρότηση επαναστατικών κυβερνήσεων, όπως στο Αλκόι που «δεν ήξεραν τι να κάνουν με την εξουσία που είχαν στα χέρια τους» –όπως χαρακτηριστικά εξιστορεί ο Ένγκελς– παραδίδοντάς την σχεδόν αμαχητί στα αντίπαλα στρατεύματα, είτε, όπως στην περίπτωση της Ανδαλουσίας, πήραν μέρος στις τοπικές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν αφήνοντας τα ηνία στους αστούς δημοκράτες.

Ο Ένγκελς συμπυκνώνει τα συμπεράσματα από εκείνη την περίοδο: «Μόλις ήρθαν αντιμέτωποι με μια σοβαρή επαναστατική κατάσταση, οι μπακουνικοί έπρεπε να απαρνηθούν το σύνολο του προγράμματός τους. Αρχικά θυσίασαν το δόγμα της απόλυτης αποχής από την πολιτική, κυρίως στην εκλογική δραστηριότητα. Κατόπιν η αναρχία –η κατάργηση του κράτους– είχε την ίδια μοίρα. Αντί της κατάργησης του κράτους, επιχείρησαν να ιδρύσουν μερικά καινούργια, μικρά κράτη (...) Συμμετείχαν σε ένα διαβόητα αστικό κίνημα (...) μετείχαν με αρκετή άνεση στη junta διάφορων πόλεων (...) Εν ολίγοις, οι μπακουνικοί στην Ισπανία μας δίνουν ένα απαράμιλλο παράδειγμα πώς μια επανάσταση δεν έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί.»65

Η συνολική θεωρητική δουλειά, αλλά και η πολιτική δράση των Μαρξ-Ένγκελς, η συνεχής προσπάθειά τους για το ανέβασμα της οργάνωσης της εργατικής τάξης που πήρε πολλές μορφές (από την Ένωση των Κομμουνιστών και τις πρώτες οργανώσεις στις οποίες πήραν μέρος και πρωτοστάτησαν ως τη συγκρότηση της Διεθνούς) απέδειξε ότι η συγκρότηση του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης αποτελεί κομβικό στοιχείο για την κατάκτηση της αυτοτέλειάς της από την αστική τάξη και την πολιτική της. Και επιπλέον ότι είναι απαραίτητος όρος για την αποτελεσματική πάλη του προλεταριάτου.

Η ανάγκη του κόμματος εξάλλου, ως πολιτικής πρωτοπορίας φω-
τίστηκε συνολικά μέσα από την Κομμούνα. Η έλλειψη ξεκάθαρου στόχου, πολιτικού προγράμματος, προετοιμασίας και οργάνωσης της εργατικής τάξης φωτίστηκαν ως δραματικές ελλείψεις, που στέρησαν από το προλεταριάτο τη δυνατότητα να παλέψει από καλύτερες θέσεις.

Ουσιαστικά, η ΚΕ που εξωθήθηκε από τη δύναμη των γεγονότων στην εξουσία στις 18 Μάρτη, όσο και το Συμβούλιο της Κομμούνας που εκλέχτηκε στη συνέχεια, ούτε μπόρεσαν, ούτε εξάλλου θα μπορούσαν με βάση τη σύνθεση που είχαν, να καθορίσουν συγκεκριμένη και συνεκτική πολιτική κατεύθυνση. Όλα αυτά επέδρασαν άμεσα στις εσωτερικές αντιφάσεις αλλά και στην αναποφασιστικότητα της Κομμούνας.

Όπως επισήμανε ο Λένιν, ένας από τους βασικούς παράγοντες ήταν ότι: «δεν υπήρχε εργατικό κόμμα, δεν υπήρχε προετοιμασία και μακρόχρονη εξάσκηση της εργατικής τάξης που στη μεγάλη πλειοψηφία της δεν καταλάβαινε και πολύ καθαρά τα καθήκοντά της και τους τρόπους της πραγματοποίησής τους»66

Τα συμπεράσματα αυτά αποτέλεσαν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο το προλεταριάτο κατέκτησε τα επόμενα βήματά του, που κορυφώθηκαν στη συνέχεια με τις επεξεργασίες του Λένιν για το Κόμμα Νέου Τύπου, για τη συγκρότηση, τις αρχές οργάνωσης και λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.

 

β) Η Κομμούνα προσέφερε πολύτιμα συμπεράσματα για την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους και την αντικατάστασή του από τα όργανα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Ο Μπακούνιν είδε στην Κομμούνα «μια ειλικρινή άρνηση του Κράτους»67. Η Κομμούνα όμως δεν ήταν η άρνηση του κράτους γενικά, αλλά η απόδειξη ότι το αστικό κράτος πρέπει να συντριβεί και να αντικατασταθεί από το επαναστατικό εργατικό. Έδειξε την ανάγκη να συγκροτηθεί το προλεταριάτο σε κυρίαρχη τάξη και να διαμορφώσει τις βάσεις της νέας κοινωνίας.

Όταν ο Μπακούνιν, με βάση την πείρα της Κομμούνας, επιτίθεται στο μαρξισμό χαρακτηρίζοντάς τον «εξουσιαστικό κομμουνισμό» και επικαλείται στον αντίποδα την «αυθόρμητη δράση των μαζών»68, βγάζει συμπεράσματα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτά που υποδεικνύει η Κομμούνα. Αν κάτι έλειψε από την Κομμούνα ήταν το σχέδιο, ο πολιτικός στόχος και η ικανότητα αυτή η δράση των μαζών να προσανατολιστεί συνεκτικά από τη μία στην κατάπνιξη του αντιπάλου και από την άλλη στο δημιουργικό έργο που θα γκρεμίσει τα θεμέλια του παλιού για να οικοδομήσει τη νέα κοινωνία. Αυτά δηλαδή που ως ένα βαθμό ενστικτωδώς έκανε η Κομμούνα ως γνήσιο όργανο της εργατικής-λαϊκής πάλης, αλλά ούτε μπόρεσε να τα προχωρήσει αποτελεσματικά ούτε είχε χρόνο για να τα αναπτύξει περισσότερο.

Ο αναρχισμός αρνείται την ανάγκη κατάληψης της πολιτικής εξουσίας ενώ χαρακτηρίζεται γενικά από αντιστροφή της σχέσης οικονομίας - πολιτικής στην αντίληψή του για το κράτος. Όπως αναφέρει ο Μαρξ θέλοντας να τονίσει το οικονομικό έδαφος πάνω στο οποίο εδράζεται η κρατική εξουσία, ο Μπακούνιν «δε θεωρεί το κεφάλαιο, δηλαδή την ταξική αντίθεση μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών την οποία γεννάει η κοινωνική εξέλιξη, ως το κυριότερο κακό που πρέπει να εκλείψει, αλλά το κράτος.» Ο Ένγκελς, επισημαίνει ότι η βάση της κρατικής εξουσίας βρίσκεται στις οικονομικές σχέσεις και ότι ο Μπακούνιν βλέπει τα πράγματα ανάποδα: «η κρατική εξουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργάνωση που δημιούργησαν για τον εαυτό τους οι κυρίαρχες τάξεις (…) ο Μπακούνιν ισχυρίζεται ότι το κράτος δημιούργησε το κεφάλαιο… θα πρέπει πριν απ’ όλα να καταργήσουμε το κράτος και τότε το κεφάλαιο θα πάει μόνο του στο διάβολο.»69

Ουσιαστικά, ο αναρχισμός βλέπει το κράτος ως αιτία της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και της εκμετάλλευσης, και όχι ως αποτέλεσμά της. Δεν βλέπει τον καθοριστικό ρόλο των σχέσεων παραγωγής, την οικονομική βάση της ταξικής εκμετάλλευσης, γι’ αυτό και φαντάζεται μια γρήγορη ανατροπή και βουλησιαρχική κατάργηση του κράτους, δεν μπορεί να δει τις προϋποθέσεις για την πορεία απονέκρωσής του, που σχετίζονται με την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Πολύ περισσότερο, αρνείται τη συγκρότηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.

Ο αναρχισμός μάλιστα άσκησε κριτική στην Κομμούνα ακριβώς για εκείνα τα στοιχειώδη επαναστατικά μέτρα που πήρε για την οργάνωση της λαϊκής πάλης και της νέας εξουσίας.

Ο Κροπότκιν επικρίνει την Κομούνα γιατί «συνέχισε να τάσσεται υπέρ της παλιάς εξουσιαστικής αρχής, ορίζοντας ένα Συμβούλιο της Κομμούνας (…) Η ύπαρξη μιας κυβέρνησης εντός της Κομμούνας είναι εξ ίσου αδικαιολόγητη με την ύπαρξη μιας κυβέρνησης επί της Κομμούνας (...) αφέθηκε να παρασυρθεί από τον κυβερνητικό φετιχισμό ορίζοντας μια κυβέρνηση».70

Ο αναρχικός ιστορικός Μαξ Νετλώ υποστηρίζει ότι: «Η Κομμούνα προσέκρουσε σε ισχυρά εμπόδια και εξωθήθηκε στον εξουσιασμό μέσα από την απελπισμένη της άμυνα. Κατέληξε σύντομα ένας εξουσιαστικός μικρόκοσμος γεμάτος κομματικά πάθη, γραφειοκρατία και μιλιτραρισμό. Κατέληξε σε μια μορφή στρατιωτικής δικτατορίας του οπλισμένου προλεταριάτου (…)»71

Οι αντιλήψεις αυτές δείχνουν ότι ο αναρχισμός δεν μπορεί να αντλήσει ούτε τα στοιχειώδη συμπεράσματα.

Είναι φανερό ότι το να καταδικάζει κανείς την Κομμούνα για «μιλιταρισμό» τη στιγμή που έδινε αγώνα ζωής και θανάτου σε συνθήκες περικύκλωσης και αποκλεισμού από τα στρατεύματα των Πρώσων και θηριώδους εισβολής στο Παρίσι από τα κυβερνητικά στρατεύματα του Θιέρσου, ισοδυναμεί σχεδόν με κάλεσμα στο προλεταριάτο να καταθέσει τα όπλα, ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο της σίγουρης ήττας.

Σε μια επιστολή του ο Ένγκελς λέει απαντώντας στους αναρχικούς: «Μου φαίνεται ότι κάνουν μεγάλη κατάχρηση των όρων “αυταρχικότητα” και συγκεντρωτισμός. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα το αυταρχικότερο από μια επανάσταση, και μου φαίνεται, ότι όταν ένας επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους με βόμβες και σφαίρες, όπως γίνεται σε κάθε επανάσταση, τότε συντελείται μια πράξη αυταρχικότητας. Ακριβώς η έλλειψη αυταρχικότητας και συγκεντρωτισμού στοίχισε τη ζωή της Κομμούνας του Παρισιού (…) μου φαίνεται ότι αυτοί που το λένε αυτό ή δεν ξέρουν τι πάει να πει επανάσταση ή είναι επαναστάτες μόνο στα λόγια»72

Ο Λένιν, συνοψίζοντας τις αντιλήψεις των αναρχικών για την Κομμούνα επισημαίνει: «Την Παρισινή Κομμούνα οι αναρχικοί προσπάθησαν όντως να την ανακηρύξουν, ας πούμε, “δική τους”, ισχυριζόμενοι ότι επιβεβαίωνε τη διδασκαλία τους. Στο μεταξύ, δεν κατάλαβαν καθόλου τα διδάγματα της Κομμούνας και την ανάλυση αυτών των διδαγμάτων από τον Μαρξ. Ο αναρχισμός δεν έδωσε τίποτε, που έστω και κατά προσέγγιση να αγγίζει την αλήθεια στα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα: Πρέπει να συντρίψουμε την παλιά κρατική μηχανή; και με τι να την αντικαταστήσουμε;»73

Στην πραγματικότητα, η Κομμούνα, όπως και στη συνέχεια η Οκτωβριανή Επανάσταση, αποτέλεσαν γλαφυρές αποδείξεις που διέλυσαν τις αναρχικές φαντασιοπληξίες σχετικά με την άρνηση της ανάγκης επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Η πείρα μάλιστα της Οκτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε πιο ολοκληρωμένα τον αντιδραστικό ρόλο του αναρχισμού στην πορεία της επανάστασης, ο οποίος στράφηκε ενάντια στα Σοβιέτ ως όργανα εξουσίας, ενώ στην πορεία προχώρησε σε ανοιχτή αντεπαναστατική-υπονομευτική δράση ενάντια στη νεαρή σοβιετική εξουσία, σε σύμπλευση και με τις αστικές δυνάμεις.

 

γ) Η προσφορά της Κομμούνας όμως δεν περιορίστηκε σε αυτό, καθώς δεν ανέδειξε μόνο την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους και της συγκρότησης της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, αλλά προσέφερε και τη ζωντανή πείρα για τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται η νέα εξουσία του προλεταριάτου. Η Κομμούνα διαμόρφωσε αρχές και κατευθύνσεις, έδωσε τις βάσεις αυτού που ο Λένιν ανέφερε αργότερα ως «κράτος τύπου Κομμούνας», που αποτέλεσε οδοδείκτη για τη συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Από αυτήν την άποψη απέκτησαν ιστορική σημασία και δείγματα επαναστατικής οργάνωσης των εργατικών μαζών οι πράξεις της Κομμούνας όπως η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του από την πολιτοφυλακή - δηλαδή τον ένοπλο λαό - , η ανακλητότητα των εκλεγμένων αντιπροσώπων που συνέθεταν το Συμβούλιο της Κομμούνας, η ελάττωση της αμοιβής των κρατικών υπαλλήλων και το χτύπημα της γραφειοκρατικής υπαλληλίας, το γεγονός ότι τα όργανα εξουσίας ήταν «εργαζόμενα σώματα», νομοθετικά και εκτελεστικά ταυτόχρονα και όχι σώματα του αστικού κοινοβουλευτισμού των επαγγελματιών υπουργών και βουλευτών. Ήταν δείγματα του τρόπου οργάνωσης της νέας εξουσίας, της ένταξης της δραστηριότητας των εξεγερμένων μαζών στα όργανα εξουσίας.

Απέναντι στα ονειροπολήματα του ουτοπικού και μικροαστικού σοσιαλισμού αλλά και των αναρχικών ο Λένιν απαντάει: «Οι ουτοπιστές βάλθηκαν να “ανακαλύψουν” πολιτικές μορφές, με τις οποίες θα έπρεπε να συντελεστεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Οι αναρχικοί απόφευγαν γενικά το ζήτημα των πολιτικών μορφών (...) Ο Μαρξ δεν προσπάθησε όμως να ανακαλύψει τις πολιτικές μορφές του μέλλοντος (...) Η Κομμούνα είναι η μορφή που “τελικά ανακάλυψε” η προλεταριακή επανάσταση, μορφή, με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας. Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η πολιτική μορφή, που “τελικά ανακάλυψε” και με την οποία μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί αυτό που έχει συντριβεί».74

Τα συμπεράσματα αυτά αποτέλεσαν εξάλλου για τον Λένιν το βασικό υλικό μελέτης και επεξεργασίας στην τελική ευθεία για την Οκτωβριανή Επανάσταση, γράφοντας το Κράτος και Επανάσταση το καλοκαίρι του 1917.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι αποστάτες σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές όπως και μεγάλο κομμάτι του αναρχισμού πολέμησαν σφοδρά, συχνά και με τα ίδια επιχειρήματα, τη Σοβιετική εξουσία και τη δικτατορία του προλεταριάτου χαρακτηρίζοντας την κατάληψη της εξουσίας ως «μπολσεβίκικο πραξικόπημα».

Ο Κάουτσκι για παράδειγμα, μη αναγνωρίζοντας ουσιαστικά το ταξικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, προσπάθησε να φέρει σε αντιπαράθεση την πείρα της Κομμούνας με την Οκτωβριανή Επανάσταση, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι η Κομμούνα ανέδειξε τα όργανά της μέσω «καθολικής ψηφοφορίας» και σεβάστηκε τη «δημοκρατία».

Ο Λένιν απαντάει: «Η Κομμούνα του Παρισιού, που στα λόγια την υμνολογούν όλοι όσοι θέλουν να παριστάνουν το σοσιαλιστή (…) Έδειξε ξεκάθαρα την ιστορική συμβατικότητα και την περιορισμένη αξία του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας (…) Ακριβώς τώρα, που το σοβιετικό κίνημα αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο συνεχίζει μπροστά στα μάτια όλων το έργο της Κομμούνας, οι προδότες του σοσιαλισμού ξεχνούν τη συγκεκριμένη πείρα και τα συγκεκριμένα διδάγματα της Κομμούνας του Παρισιού, επαναλαμβάνοντας τις παλιές αστικές κοινοτυπίες για τη “δημοκρατία γενικά”. Η Κομμούνα δεν ήταν κοινοβουλευτικός θεσμός75

Η Κομμούνα πραγματοποίησε εκλογές που όμως δεν ήταν εκλογές κοινοβουλευτικού χαρακτήρα. Αποτέλεσαν εκλογές για ανάδειξη αντιπροσώπων από τα δημοτικά διαμερίσματα του Παρισιού, οι οποίοι ήταν άμεσα ανακλητοί και που πολύ συχνά, ακόμη και στη σύντομη ζωή της Κομμούνας, έδιναν λόγο σε λαϊκές συγκεντρώσεις στις συνοικίες τους. «Ν[ota] Β[ene] (σ.σ. σημαντική σημείωση): όχι μέλη κοινοβουλίου, αλλά λαϊκοί πληρεξούσιοι», αναφέρει στις σημειώσεις που κράταγε ο Λένιν για την ετοιμασία του βιβλίου του Κράτος και Επανάσταση.76

Πολύ περισσότερο ήταν εκλογές που πραγματοποιήθηκαν με το λαό ένοπλο, να έχει εγκαθιδρύσει την εξουσία του στο Δημαρχείο μέσω της ΚΕ της Εθνοφρουράς. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Μπ. Μπρεχτ για τους Κομμουνάρους: «το αληθινό τους ψηφοδέλτιο είναι η σφαίρα του ντουφεκιού τους».77

Με άλλα λόγια, οι εκλογείς του Παρισιού κλήθηκαν να αναδείξουν τη σύνθεση του οργάνου το οποίο θα κυβερνούσε την πόλη, αφότου η εξουσία είχε ήδη καταληφθεί και η αστική κυβέρνηση με το στρατό και το βασικό κορμό των κρατικών υπαλλήλων είχε καταφύγει στις Βερσαλλίες.

Και το κυριότερο, αν ακολουθούσε κάποιος την οπορτουνιστική λογική του απόλυτου «σεβασμού» στον αστικό κοινοβουλευτισμό τότε ο λαός του Παρισιού και η Κομμούνα θα έπρεπε να πειθαρχήσουν στην εκλεγμένη με καθολική ψηφοφορία Εθνοσυνέλευση και στην αστική κυβέρνηση του Θιέρσου. Αντίθετα, τη θεώρησαν αντιδραστική, παρά το ότι είχε προκύψει με ψηφοφορία σε πανεθνικό επίπεδο και θεώρησαν καθήκον τους να την αντιπαλέψουν. Αν το Παρίσι σεβόταν την αστική δημοκρατία και τις «καθολικές εκλογές» δε θα έπρεπε εξαρχής να εξεγερθεί ενάντια στην Εθνοσυνέλευση.

Με άλλα λόγια η Κομμούνα ήταν ένας επαναστατικός και όχι κοινοβουλευτικός θεσμός, γεννημένος σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που διαμόρφωσαν το έδαφος αποσταθεροποίησης της αστικής κυριαρχίας και την άνοδο της λαϊκής μαχητικής δράσης.

Εξάλλου, στην πορεία της ταξικής πάλης προς την εξέγερση του Μάρτη είχαν διαμορφωθεί επαναστατικά όργανα πάλης μέσα στο λαό και στην Εθνοφρουρά που στηρίχτηκαν στην επαναστατική αυτενέργεια των εργαζομένων του Παρισιού και αποτέλεσαν βασικά όπλα στην πάλη για την εξουσία. Το λαϊκό κίνημα λειτούργησε όλο αυτό το διάστημα και ιδιαίτερα από το Σεπτέμβρη του 1870 σε κλιμακωτή αντιπαράθεση με τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η ίδια η ΚΕ της Εθνοφρουράς, μέσα από τους αντιπροσώπους της που αναδείχθηκαν από τα πάνω από 200 τάγματα που τη συνέθεταν, ήταν ένα εκλεγμένο σώμα που αντιπροσώπευε γνήσια τον ένοπλο λαό και λειτουργούσε αντικειμενικά σε αντιδιαστολή με τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ο Μαρξ μάλιστα υποδεικνύει ότι και νωρίς αποφάσισε να προχωρήσει στις εκλογές της 26ης Μάρτη αλλά και ότι άφησε ελεύθερους τους αντιπάλους της Κομμούνας να πάρουν μέρος στις εκλογές.

Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ΚΕ έκανε ένα αποφασιστικό λάθος, ότι δεν βάδισε αμέσως ενάντια στις ολότελα ανυπεράσπιστες Βερσαλλίες και δεν έβαλε έτσι τελεία και παύλα στις συνωμοσίες του Θιέρσου (...) Αντί γι’ αυτό επέτρεψαν ξανά στο κόμμα της τάξης να δοκιμάσει ακόμη μια φορά τη δύναμή του στις κάλπες, όταν στις 26 Μάρτη έγιναν οι εκλογές της Κομμούνας. Τη μέρα αυτή στα δημαρχεία των διαμερισμάτων του Παρισιού οι άνθρωποι της “τάξης” ανταλλάξανε καλοπροαίρετα λόγια συμφιλίωσης με τους πάρα πολύ μεγαλόψυχους νικητές τους, ορκιζόμενοι ταυτόχρονα απομέσα τους να τους εκδικηθούν με τον πιο αιματηρό τρόπο, όταν έρθει η ώρα τους».78

 

δ) Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι, τέλος, και η εξέταση ορισμένων παραδειγμάτων από την επίδραση της επιρροής των αντιλήψεων του προυντονισμού στα οικονομικά μέτρα της Κομμούνας που αναδεικνύουν έμπρακτα και γλαφυρά ότι η αποδοχή από μεριάς τους της ατομικής ιδιοκτησίας και της «ελεύθερης συναλλαγής» των παραγωγών, δηλαδή με άλλα λόγια της αγοράς, οδηγεί αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και της εκμετάλλευσης, φωτίζοντας και τα βαθύτερα αδιέξοδα του αναρχισμού γύρω από το θέμα της οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής.

Ο Ένγκελς λέει για τον Προυντόν: «Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι απ’ τη φύση της είναι άγονη, ακόμη και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δέσμευσης στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρό στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας (...) ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλειάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις».

Ενώ ο ίδιος ο Προυντόν διευκρινίζει για τον εαυτό του: «Αυτό που έψαχνα από το 1840 προσδιορίζοντας την ιδιοκτησία, αυτό που θέλω ακόμη και σήμερα, και είναι κάτι που το έχω επαναλάβει κατά κόρο, δεν είναι η εξάλειψη της ιδιοκτησίας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε να πέσω στον κομμουνισμό, που ενάντιά του διαμαρτύρομαι με όλες μου τις δυνάμεις.»79

Η επίδραση των προυντονικών και παρόμοιων αντιλήψεων στους κόλπους της Κομμούνας, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, εδραζόταν σε υλικούς παράγοντες και τροφοδοτούνταν από τμήματα εργαζομένων που αντιστέκονταν ή καταστρέφονταν μαζικά από την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση, ειδικευμένους τεχνίτες που εργάζονταν μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, μικροαστικά στρώματα. Δεν είχε ακόμη ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό το προλεταριακό εκείνο ρεύμα που διέκρινε πιο ολοκληρωμένα τη διέξοδο στην ανατροπή των σχέσεων καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και διεκδικούσε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.

Από αυτή την άποψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το παράδειγμα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων που λειτούργησαν κατά τη σύντομη ζωή της Κομμούνας.

Ένα από τα σημαντικά μέτρα της Κομμούνας ήταν εκείνο που αφορούσε την λειτουργία εργοστασίων και εργαστηρίων που είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους στη διάρκεια της πολιορκίας από συνεταιρισμούς των εργαζομένων.

Πρέπει να επισημανθεί ότι η λογική των «συνεταιρισμών» έχει μια μακρά ιστορία στο γαλλικό σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Η ιδέα ότι μέσω της «συνεταιριστικοποίησης» θα μπορούσε κάποιος να αποφύγει τις συνέπειες της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης βρήκε μεγάλη διάδοση ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1830, ενώ βασιζόταν και σε μια προηγούμενη παράδοση. Οι ιδέες του φουριερισμού και του σαινσιμονισμού, του Λουί Μπλαν και του Προυντόν, είχαν βρει έκφραση και σε μια σειρά πειράματα, ενώ η επανάσταση του 1848 είχε κάνει προσπάθεια να βάλει και σε πράξη μερικές τέτοιες πλευρές με τα λεγόμενα «εθνικά εργαστήρια». Τέτοιες αντιλήψεις ήταν ευρέως αποδεκτές ως «κοινωνικές μεταρρυθμίσεις» ανάμεσα και σε μετριοπαθείς δημοκράτες. Ακόμη και μετά την ήττα της επανάστασης του 1848 συνέχιζαν να λειτουργούν διάφορες επιχειρήσεις σε συνεταιριστική-συνεργατική βάση, με τον αριθμό τους να προσεγγίζει, στο Παρίσι μόνο, τις 50 σύμφωνα με μια καταγραφή για το 1868.80

Εξάλλου, είναι ενδεικτικό ότι το μέτρο αυτό αφορούσε κατά κύριο λόγο περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες τους είχαν εγκαταλείψει την πόλη στη διάρκεια του πολέμου (εκφράζοντας παράλληλα και την πιεστική ανάγκη επανεκκίνησης της παραγωγικής δραστηριότητας σε επιχειρήσεις που αυτή είχε διακοπεί, σε συνθήκες στρατιωτικής σύγκρουσης και πολιορκίας), ενώ η Κομμούνα προσφερόταν (αντί της άμεσης απαλλοτρίωσης) να αγοράσει ή να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ενός από τους πρώτους συνεταιρισμούς που συγκροτήθηκαν από τους εργάτες σιδηρουργούς (Société Coopérative des Fondeurs en Fer), με βάση τις αποφάσεις της Κομμούνας. Το πρώτο εργοστάσιο στο οποίο εγκαταστάθηκε ο συνεταιρισμός ανήκε σε κάποιον Γκιγιώ, που το είχε κλείσει από τις αρχές του 1870. Αντί να το απαλλοτριώσει, ο συνεταιρισμός προσφέρθηκε να ενοικιάσει το εργοστάσιο, πράγμα που με μεγάλη χαρά αποδέχθηκε ο ιδιοκτήτης. Ο καπιταλιστής ιδιοκτήτης μετατράπηκε ουσιαστικά σε συνιδιοκτήτη, «περίεργος ρόλος για ένα απαλλοτριωτή που απαλλοτριώθηκε», επισημαίνει ένας ιστορικός που μελέτησε τη συγκεκριμένη επιχείρηση.81

Η Κομμούνα εξάλλου συνέχισε να διατηρεί σχέσεις με τις διάφορες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν. Ενδεικτικά, σε επιστολή της προς τους εκπροσώπους της Κομμούνας αφότου έλαβε μια μεγάλη παραγγελία για 250 κόκκινες σημαίες που προορίζονταν για την Εθνοφρουρά, μια βιομηχανία υφαντουργίας εκφράζει τις ευχαριστίες της, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι είναι «σταθερός προμηθευτής του Δημαρχείου» και τονίζει: «Πολίτες, έχουμε παραμείνει στην υπηρεσία όλων των μέχρι τώρα Διοικήσεων, και πάντα έχουμε διατηρήσει άψογες σχέσεις».

Παράλληλα, στη βάση του προυντονικού πνεύματος, η Κομμούνα προσπάθησε να προωθήσει την εθελοντική ένωση παραγωγών. Από τις ιστορικές καταγραφές φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν περίπου 40 τέτοιες ενώσεις, οι οποίες όμως αναγκάστηκαν να ανταγωνιστούν στην αγορά τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Όπως σημειώνει ειρωνικά ο αναρχικός Μπούκτσιν: «Δυστυχώς ο Προυντόν δεν είχε εξηγήσει στα γραπτά του πώς θα μπορούσε να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα του ανταγωνισμού στην αγορά. Οι καπιταλιστικοί οικονομικοί νόμοι δεν ίσχυαν λιγότερο στο “κόκκινο” Παρίσι απ’ ότι στις “λευκές” Βερσαλλίες».82Η Κομμούνα και οι διάφορες υπηρεσίες της είχαν τελικά την τάση να αγοράζουν προϊόντα όχι από τους συνεταιρισμούς, αλλά – όπως συμβαίνει στην αγορά- από τους φθηνότερους πωλητές, στην προκείμενη περίπτωση τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Τα συγκεκριμένα παραδείγματα αναδεικνύουν ότι η λογική της «συνεταιριστικοποιημένης» παραγωγής στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας και αγοράς, όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά οδηγεί σε αναγκαστική επικράτηση των καπιταλιστικών οικονομικών νόμων του ανταγωνισμού, της αναρχίας στην παραγωγή, της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος.

Μπορεί το 19ο αιώνα οι αντιλήψεις αυτές να εξέφραζαν το ουτοπικό αίτημα επιστροφής σε προκαπιταλιστικούς όρους παραγωγής και (εξιδανικευμένης) αυτονομίας του ατομικού εμπορευματοπαραγωγού, έμπαιναν όμως αντικειμενικά εμπόδιο στην ανάπτυξη και ωρίμανση του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, δεν μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις από τη σκοπιά του μέλλοντος.

Πολύ περισσότερο, που η πολεμική του σύγχρονου αναρχισμού ενάντια στην κοινωνικοποίηση και η προβολή της «μικρής» και αυτονομημένης παραγωγής ουσιαστικά αποτελεί υπόκλιση στην αγορά και τους καπιταλιστικούς νόμους, διαμορφώνει το έδαφος για τη διαιώνιση της κοινωνικής ανισότητας και της εκμετάλλευσης.

Όπως ενδεικτικά αναφέρει μια σύγχρονη σχετική ανάλυση για την Κομμούνα: «Η πολιτική κουλτούρα της Κομμούνας (...) υπογραμμίζει το είδος της τοπικής αυτάρκειας που αποτέλεσε έννοια-κλειδί της Κομμούνας. Ένας κόσμος μικρότερων παραγωγικών μονάδων και εντατικής αλλά οικολογικής χρήσης της γης, ένας αποκεντρωμένος κόσμος όπου η βιομηχανία μικρής κλίμακας εναλλάσσεται και συνδυάζεται με τη γεωργία: αυτό είναι το όραμα. Η αυτάρκεια σε τοπικό επίπεδο θα περιόριζε, αν δεν καταργούσε, την ανάγκη για διεθνές εμπόριο.»83

Η παραπάνω αντίληψη ουσιαστικά εστιάζει σε αυτά που, από οικονομική άποψη, κρατούσαν την Κομμούνα δέσμια στα όρια που έθετε η εποχή της, στο βαθμό επιβίωσης δηλαδή της μικρής βιοτεχνικής παραγωγής και των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών.

Η κοινωνική ανάπτυξη όμως και η σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία εδράζονται στην αντικειμενική τάση του ολοένα και διευρυνόμενου κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, στη συνεργασία και στη διασύνδεση ανάμεσα στους εργαζόμενους που απαιτούν οι σύγχρονες διαδικασίες παραγωγής, όχι στην απομόνωση και στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Η σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία, στη βάση της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής θέτει αυτή τη συνένωση των εργαζομένων σε νέα βάση, μέσω του κεντρικού σχεδιασμού και του εργατικού ελέγχου, όχι μέσω της καπιταλιστικής αγοράς. Σε αυτή τη βάση διαμορφώνονται οι νέες σχέσεις παραγωγής που φέρνουν την εργατική τάξη στο προσκήνιο ως συλλογικό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει, που αποφασίζει, που σχεδιάζει με γνώμονα τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες.

Από αυτή την άποψη, η Κομμούνα δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους υλικούς όρους που έθετε η ίδια η ιστορική περίοδος. Όπως επισημαίνει ο Λένιν: «Για να νικήσει η κοινωνική επανάσταση πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο όροι: υψηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατάλληλη προετοιμασία του προλεταριάτου. Το 1871 όμως και οι δύο αυτοί όροι δεν υπήρχαν. Ο γαλλικός καπιταλισμός ήταν ακόμη αδύνατα αναπτυγμένος και η Γαλλία ήταν τότε χώρα κυρίως των μικροαστών (βιοτέχνες, αγρότες, μικροκαταστηματάρχες κ.ά.).»84

Η γοητεία της μικρής παραγωγής και της αυτονομίας στον αναρχισμό συνοδεύεται από μια μυθοπλαστική εικόνα για το αυτεξούσιο του ατόμου, την φαντασιακή αποκοπή του από το κοινωνικό σύνολο και τους κοινωνικούς προσδιορισμούς. Στην πραγματικότητα, η αντίληψη του αναρχισμού για την «ελευθερία του ατόμου», αντλεί τις ρίζες της από τον φιλελεύθερο ατομικισμό, ουσιαστικά αντανακλά το «ελευθερία του ατόμου» να πουλά το προϊόν της εργασίας του, να συναλλάσσεται δηλαδή με τα άλλα άτομα στο πλαίσιο της αγοράς.

Όχι μόνο δεν αποτελεί κοινωνική προοπτική, αλλά μετατρέπεται σε αντιδραστική, αντεπαναστατική δύναμη. Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι διαφωτιστική, όπου η πολεμική του αναρχισμού απέναντι στη σοβιετική εξουσία και την κοινωνικοποίηση δόθηκε συχνά με σημαία την επιστροφή στις καπιταλιστικές σχέσεις. Όπως συνέβη όταν οι αναρχικοί, μαζί με τους αριστερούς εσέρους, υποστήριξαν το ελεύθερο εμπόριο των σιτηρών, δηλαδή τις σχέσεις της αγοράς, ενάντια στην προσπάθεια του εργατικού κράτους (στις συνθήκες του 1918-1921 που είχε επιβληθεί το παρακράτημα) να εξασφαλίσει διατροφική επάρκεια για τον πληθυσμό και να χτυπήσει της μαύρη αγορά και την κερδοσκοπία. Ουσιαστικά οι αναρχικοί τάχθηκαν με το βασικό αίτημα των κουλάκων για «ελεύθερη» αγορά. Παρόμοια, όταν οι αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες πρότειναν την ίδρυση συνεταιριστικών επιχειρήσεων, ουσιαστικά δηλαδή την απόσπαση των παραγωγικών μονάδων από τον κεντρικό σχεδιασμό καθώς θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να ανήκουν σε όλη την κοινωνία, αλλά να αποτελούν ιδιοκτησία (ομαδική έστω) των εργαζομένων που δουλεύουν σε αυτές. Με άλλα λόγια, αποσπώντας το ατομικό και ομαδικό συμφέρον, από το συλλογικό-κοινωνικό.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ο μαρξισμός, ως ζωντανή επαναστατική θεωρία για την αλλαγή της κοινωνίας, διδάσκεται από την κοινωνική πρακτική. Εξάγει θεωρητικές γενικεύσεις μέσα από την πείρα της ταξικής πάλης, συμπεράσματα που γίνονται όπλο στα χέρια του προλεταριάτου στον αγώνα του για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης.

Όπως φάνηκε, η Κομμούνα ανέδειξε σημαντικά διδάγματα:

α) Τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία, να απαλλαγεί από την καπιταλιστική σκλαβιά και να οικοδομήσει τη δική της κοινωνία. Επιβεβαίωσε την άνοδο του προλεταριάτου στο προσκήνιο της κοινωνικής ανάπτυξης, την εργατική τάξη ως την πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη και φορέα των νέων κομμουνιστικών σχέσεων.

β) Το ότι η εργατική τάξη δεν αρκεί απλά να καταλάβει απλά την έτοιμη κρατική μηχανή από τα χέρια της αστικής τάξης, αλλά ότι πρέπει να την τσακίσει και να την αντικαταστήσει με την επαναστατική εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η ίδια η Κομμούνα έδωσε τα πρώτα δείγματα συγκρότησης και δράσης των νέων επαναστατικών οργάνων εξουσίας, διαμόρφωσε με το έργο της τις αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η νέα εξουσία.

γ) Την ανάγκη ύπαρξης επαναστατικού εργατικού κόμματος, της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, τόσο κατά την περίοδο πριν την επανάσταση για την προετοιμασία και τη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης για να μην εγκλωβίζεται στην αστική πολιτική, όσο και για την καθοδήγηση της πάλης για τη νίκη της επανάστασης και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έδειξε πόσο σύνθετο είναι αυτό το καθήκον.

Η Κομμούνα επίσης έμαθε στους εργάτες ότι η αστική τάξη δε θα διστάσει μπροστά σε τίποτε για να διασφαλίσει την εξουσία της. Τους έμαθε να μην αποκοιμίζονται από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και την αστική δημοκρατία.

Με την Κομμούνα, η αστική τάξη «είδε το χάρο με τα μάτια της», καθώς αμφισβητήθηκε έμπρακτα η εξουσία της και για πρώτη φορά οι εργάτες έγιναν κύριοι του εαυτού τους, έστω και για 72 μόνο μέρες. Γι’ αυτό και την πολέμησε με πρωτόγνωρη για την εποχή βιαιότητα και εκδικητικό μίσος. Όπως έγραψε ο Μαρξ, οι αγριότητες αυτές απέδειξαν μονάχα ότι: «ο σημερινός αστός θεωρεί τον εαυτό του το νόμιμο διάδοχο του πρώην φεουδάρχη άρχοντα, που κάθε όπλο στα δικά του τα χέρια ενάντια στον πληβείο το θεωρούσε νόμιμο, ενώ οποιοδήποτε όπλο στα χέρια των πληβείων αποτελούσε αυτό καθεαυτό έγκλημα»85

Καθήκον του επαναστατικού κινήματος είναι να μπορεί να μελετά και να βγάζει συμπεράσματα από την προηγούμενη πείρα της ταξικής πάλης, από τα θετικά και τα αρνητικά σημεία. Πολύ περισσότερο σήμερα, που το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διέγραψε μια λαμπρή και ηρωική πορεία σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, αλλά βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες σε συνθήκες πρωτοφανούς οπισθοχώρησης μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές.

Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν μελέτησαν τις 70 περίπου μέρες της Κομμούνας αντλώντας θεωρητικά διδάγματα για την ενίσχυση της πάλης για το σοσιαλισμό. Οι σημερινές γενιές έχουμε να μελετήσουμε τα 70 χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως επίσης και την πλούσια διαδρομή και ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος στις διάφορες χώρες, σε διάφορες ιστορικές φάσεις, με γνώμονα την ισχυροποίηση της επαναστατικής πολιτικής της εργατικής τάξης, χωρίς ωραιοποιήσεις, ούτε ασφαλώς και μηδενισμούς.

Η αντοχή και η τόλμη μπροστά στον αντίπαλο δυναμώνει μόνο έχοντας επίγνωση των πραγματικών δυσκολιών, της συνθετότητας και του μακρόχρονου χαρακτήρα του αγώνα. Όπως αναφέρει ο Λισαγκαρέ (ο οποίος πιθανότατα ήταν εκείνος που έριξε τις τελευταίες τουφεκιές κατά των Βερσαλλιέρων στο οδόφραγμα της οδού Ραμπονό, που κράτησε ως το τέλος και αφού είχαν πέσει όλα τα υπόλοιπα86 ), εξηγώντας ότι η αποτίμηση της ιστορικής πείρας πρέπει να αναδεικνύει με γενναιότητα τις αδυναμίες για να μπορεί να αντλήσει τα κατάλληλα διδάγματα και εξηγώντας ότι αυτή την αρχή ακολουθεί και στη δική του εξιστόρηση των γεγονότων της Κομμούνας: «Όποιος κατασκευάζει για τον λαό απατηλούς επαναστατικούς μύθους, όποιος τον τέρπει με διασκεδαστικές ιστορίες, διαπράττει το ίδιο έγκλημα με τον γεωγράφο που σχεδιάζει πλαστούς χάρτες για θαλασσοπόρους.»87

Η Κομμούνα ηττήθηκε, αλλά άφησε ένα φάρο που γεμίζει τους εργάτες όλου του κόσμου με έμπνευση και με θαυμασμό. «Η τελευταία βδομάδα έδειξε απλώς ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού μπορούσε να πεθάνει εξίσου άγρια όσο είχε ζήσει».88

Πριν από την Κομμούνα ηττήθηκαν ολόκληρες στρατιές λαϊκών κινημάτων των καταπιεσμένων του παρελθόντος: Ο Σπάρτακος και οι δούλοι που εξεγέρθηκαν, οι Γερμανοί χωρικοί που ξεσηκώθηκαν. Μετά την Κομμούνα ηττήθηκαν οι Γερμανοί και οι Ούγγροι επαναστάτες το 1918. Το 1949 ηττήθηκαν οι Έλληνες μαχητές του ΔΣΕ. Το 1989-1991 ανακόπηκε ο δρόμος που άνοιξαν τα ρωσικά Σοβιέτ. Η ιστορία όμως δε σταματάει να κινείται.

Οι ήττες του παρελθόντος είναι ο πρόλογος για τις νίκες του μέλλοντος. Είναι η συσσωρευμένη πείρα του επαναστατικού ρεύματος, που γίνεται όπλο για τις επόμενες μάχες. Τα συμπεράσματα του 1871 στο Παρίσι άνοιξαν το δρόμο για το νικηφόρο Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία.

Από αυτή τη σκοπιά, τα λάθη και οι αποτυχίες της Κομμούνας ήταν το ίδιο (ή και περισσότερο) γόνιμα όσο και οι επιτυχίες της, δίδαξαν πολλά στην εργατική τάξη.

Εκφράζοντας τη βεβαιότητα για τη νίκη της υπόθεσης του προλεταριάτου, αλλά και το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να μπαίνει στον επαναστατικό αγώνα έχοντας προεξοφλημένες τις συνθήκες επιτυχίας, ο Μαρξ, μέσα στις φλογερές μέρες της Κομμούνας, γράφει στο φίλο του Λ. Κούγκελμαν, απαντώντας σε ορισμένες αμφιβολίες του ως προς την έκβαση: «Θα ήταν, βέβαια, πολύ πιο εύκολο να δημιουργεί κανείς την παγκόσμια Ιστορία αν αναλάμβανε τον αγώνα μόνο κάτω απ’ τον όρο αλάθητα-ευνοϊκών πιθανοτήτων επιτυχίας» και προσθέτει ότι στους Παριζιάνους εργάτες μπήκε το δίλημμα: «Ή να δεχτούν την πρόκληση για αγώνα ή να παραδοθούν χωρίς αγώνα. Η αποθάρρυνση της εργατικής τάξης στην τελευταία περίπτωση, θα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη συμφορά από το χαμό ενός οποιουδήποτε αριθμού ηγετών. Η πάλη της εργατικής τάξης με την τάξη των κεφαλαιοκρατών και με το κράτος της έχει μπει σε νέα φάση με τον αγώνα στο Παρίσι. Όποιο και αν είναι το άμεσο αποτέλεσμα, έχει κατακτηθεί ένα νέο σημείο εκκίνησης στην παγκόσμια Ιστορία.»89


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  • * Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
  1. Frank Jellinek, The Paris Commune of 1871, London, The Camelot Press, 1937, σελ. 339.
  2. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. Β΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 92.
  3. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 224.
  4. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 225-226.
  5. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 9.
  6. Παρατίθεται στο Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 100.
  7. Παρατίθεται στο E. J. Hobsbawm, Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012, σελ. 34.
  8. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 10.
  9. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. A΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 83-84.
  10. Louis-Auguste Blanqui (1805-1881): Σπουδαίος Γάλλος επαναστάτης, πήρε μέρος στις εξεγέρσεις που έγιναν στο Παρίσι την περίοδο 1830-1870 και ήταν επικεφαλής πολλών συνωμοτικών επαναστατικών οργανώσεων. Έμεινε συνολικά στις φυλακές για πάνω από 36 χρόνια. Θεωρούσε ότι η εξουσία μπορεί να καταληφθεί από μια μικρή ομάδα επαναστατών-συνωμοτών.
  11. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. ΣΤ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1960, σελ. 273-274.
  12. Πιο αναλυτικά για την πορεία ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στη Γαλλία βλ. R. Price, An economic history of modern France, 1730-1914, εκδ. Macmillan Press, London, 1918, σελ. 93-168. Επίσης βλ. στο παρόν τεύχος το άρθρο του Λ. Αναστασόπουλου, «Από τη Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα».
  13. Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, χ.χ., σελ. 102.
  14. G. M. Stekloff, History of the First International, Russel & Russel, New York, 1928, σελ. 184.
  15. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. A΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 110.
  16. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 27.
  17. Στις συνθήκες του Γαλλοπρωσικού Πολέμου οι εκτιμήσεις και κατευθύνσεις της Διεθνούς αποτυπώθηκαν κατά βάση μέσα από τα καλέσματα του Γενικού Συμβουλίου της, την «Πρώτη Διακήρυξη» (23 Ιούλη 1870) και τη «Δεύτερη Διακήρυξη» (9 Σεπτέμβρη 1870), που ακολουθούσαν και την πορεία του πολέμου. Η Διεθνής έκανε προσπάθεια να διαμορφώσει και να αναπτύξει τις επεξεργασίες της μέσα στις αντιφάσεις του πολέμου και την ίδια του την εξέλιξη, καθώς ο ίδιος ο χαρακτήρας του πολέμου άλλαξε στην πορεία και μετά την ήττα των Γάλλων το Σεπτέμβρη του 1870, όπως εκτίμησαν οι Μαρξ-Ένγκελς. Οι επεξεργασίες της Διεθνούς αποτέλεσαν σημαντικό όπλο στα χέρια της διεθνούς εργατικής τάξης σε μια περίοδο σημαντικής όξυνσης της ταξικής πάλης.
  18. Eugène Dupont (1831-1881): Κατασκευαστής μουσικών οργάνων, πήρε μέρος στην εξέγερση του Ιούνη του 1848. Ήταν μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς την περίοδο 1864-1872.
  19. G. M. Stekloff, History of the First International, Russel & Russel, New York, 1928, σελ. 188.
  20. Auguste Seraillier (1840-1891): Υποδηματοποιός, αγωνιστής του γαλλικού εργατικού κινήματος, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς την περίοδο 1869-1872. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 4 Σεπτέμβρη, στάλθηκε από το Γενικό Συμβούλιο για την ενίσχυση της δουλειάς στο Παρίσι. Αφού επέστρεψε στο Λονδίνο για να εκθέσει την πρόοδο της δουλειάς του, πήγε πίσω στη Γαλλία. Εκλέχτηκε μέλος της Κομμούνας από το 2ο Διαμέρισμα του Παρισιού και ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή Εργασίας.
  21. «Ο Μαρξ στον Ένγκελς, 7 Σεπτέμβρη 1870», Marx-Engels Werke (MEW), τόμ. 33, Dietz Verlag, Berlin, 1976, σελ. 57.
  22. Οι δυσκολίες αυτές εντείνονταν ασφαλώς από το γεγονός ότι όλο το προηγούμενο διάστημα στο Γαλλικό Τμήμα της Διεθνούς είχαν σημαντική απήχηση οι προυντονιστές. Ενδεικτικά παραδείγματα των δυσκολιών αυτών είναι το γεγονός ότι στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση το Φλεβάρη του 1871 μέλη και στελέχη της Διεθνούς συμμετείχαν σε διαφορετικές λίστες υποψηφιοτήτων ή η περίπτωση του Α. Τολέν, γνωστού και δραστήριου στελέχους του Γαλλικού Τμήματος, που ουσιαστικά πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο και διαγράφηκε από τη Διεθνή τον Απρίλη του 1871. Βλ. Samuel Bernstein, «The First International on the eve of the Paris Commune», Science & Society, Vol. 5, No 1 (Winter, 1941), σελ. 38.
  23. Η αστική τάξη μάταια αναζητούσε «διεθνείς συνωμοσίες», ενώ εσκεμμένα παρουσίαζε διαστρεβλωμένα τη δράση της Διεθνούς. Ο ίδιος ο Μαρξ απαντούσε σε σχετική συνέντευξή του τον Ιούλη του 1871: «Απαιτώ πρώτα την απόδειξη πως υπήρξε οποιαδήποτε συνωμοσία και πως ό,τι συνέβη δεν αποτελεί την αναγκαστική συνέπεια των τότε συνθηκών», ενώ προσθέτει υπερασπιζόμενος την επαναστατική δράση της Διεθνούς: «Υπήρξε ποτέ οργάνωση που διεκπεραίωνε τη δουλειά της χωρίς μυστικές και δημόσιες διασυνδέσεις;»
  24. «Ο Ένγκελς στον Ζόργκε, 12-17 Σεπτέμβρη 1874», Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. Β΄, σελ. 559.
  25. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 40.
  26. Β. Ι. Λένιν, «Πρόλογος στη ρωσική μετάφραση των επιστολών του Κ. Μαρξ προς τον Λ. Κούγκελμαν», στη συλλογή Κ. Μαρξ, Επιστολές στον Κούγκελμαν, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 21.
  27. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 17.
  28. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 42.
  29. Η Παρισινή Κομμούνα του 1789-1794 ήταν λαϊκό όργανο τοπικής εξουσίας του Παρισιού, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή αποφασιστικών επαναστατικών μέτρων. Την περίοδο 1789-1791 υπερίσχυαν οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας (οι επονομαζόμενοι «Φεγιάν»), στη συνέχεια οι Γιρονδίνοι, ενώ τον Αύγουστο του 1792, μετά από έντονη λαϊκή κινητοποίηση και συγκρούσεις, κυριάρχησαν οι Γιακωβίνοι. Την περίοδο 1792-1794 υπήρξε σπουδαίο όργανο της επαναστατικής εξουσίας, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση της άμυνας του Παρισιού κ.α. Με το αντεπαναστατικό πραξικόπημα της 9ης Θερμιδώρ (27 Ιούλη 1794) η Κομμούνα καταργήθηκε και τα περισσότερα στελέχη της εκτελέστηκαν.
  30. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 40.
  31. Β. Ι. Λένιν, «Τα διδάγματα της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 16, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 475-476.
  32. Για πιο αναλυτική μελέτη στο ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών στην Κομμούνα βλ. την έκδοση Οι γυναίκες από την αστική Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2021.
  33. Παράλληλα, η συμμετοχή στην Εθνοφρουρά εξασφάλιζε και μια, όχι μεγάλη, χρηματική αποζημίωση, που ήταν όμως αναγκαία για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα που είχαν πέσει μαζικά στην ανεργία λόγω των συνθηκών της πολιορκίας και του κλεισίματος παραγωγικών δραστηριοτήτων.
  34. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. A΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 157.
  35. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 52.
  36. Pourceaugnac, πρόσωπο από κωμωδία του Μολιέρου που αποτυπώνει το στενόμυαλο, επαρχιώτη μικρο-γαιοκτήμονα.
  37. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. A΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 142 και 155.
  38. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 224.
  39. Gustave Flourens (1838-1871): Γάλλος επαναστάτης, εκλεγμένος αντιπρόσωπος στην Κομμούνα από το 19ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Επηρεαζόταν από τις γιακωβίνικες παραδόσεις και τον μπλανκισμό, ενώ είχε συνδεθεί φιλικά με τον Μαρξ, που θαύμαζε τη γενναιότητά του. Το 1866 είχε πολεμήσει στην εξέγερση της Κρήτης. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις λαϊκές εξεγέρσεις στις 31 Οκτώβρη 1870 και στις 22 Γενάρη 1871. Στις 3 Απρίλη σφαγιάστηκε από τους Βερσαλλιέρους.
  40. Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, χ.χ., σελ. 109, και G. M. Stekloff, History of the First International, εκδ. Russel & Russel, New York, 1928, σελ. 194.
  41. Ενδεικτικά, ιδιαίτερα οξυμένη αντιπαράθεση ανέκυψε στα τέλη Απρίλη και αρχές Μάη σχετικά με τη συγκρότηση της λεγόμενης «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας», ζήτημα στο οποίο διαφοροποιήθηκαν έντονα πολλά από τα μέλη της μειοψηφίας. Ακόμη και πολλά από τα γνωστά και ιστορικά μέτρα της Κομμούνας πάρθηκαν μετά από σχετική συζήτηση και διαπάλη στους κόλπους της.
  42. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 40.
  43. E. J. Hobsbawm, Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012, σελ. 242.
  44. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 8.
  45. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 19-20.
  46. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. A΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 254.
  47. Charles Victor Beslay (1795-1878): Το γηραιότερο μέλος της Παρισινής Κομμούνας. Μηχανικός και εργοστασιάρχης, οπαδός των ιδεών του προυντονισμού. Μετά το 1848 ίδρυσε μια συνεταιριστική τράπεζα η οποία τελικά χρεοκόπησε. Μέλος της Α΄ Διεθνούς από το 1866. Εκλεγμένο μέλος της Κομμούνας από το 6ο Διαμέρισμα του Παρισιού, ανέλαβε αντιπρόσωπος στην Τράπεζα της Γαλλίας.
  48. Παρατίθεται στο Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 283.
  49. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. Α΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 199
  50. Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 246.
  51. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για τον Αναρχισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 139.
  52. George Woodcock, A History of libertarian ideas and movements, The World Publishing Company, Cleveland-Ohio, 1962, σελ. 176-178 και 288.
  53. Π. Ο. Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, τόμ. Β΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2006, σελ. 88.
  54. Π. Ο. Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, τόμ. Β΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2006, σελ. 79.
  55. Με τις οδηγίες του Ναπολέοντα Γ΄, ο Ζ. Ε. Ωσμάν ανέλαβε ένα μεγάλο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Παρισιού το οποίο ξεκίνησε το 1853 και κράτησε για πάνω από δύο δεκαετίες. Περιλάμβανε τεράστια έργα αστικής ανάπλασης της πόλης και σημαντικές παρεμβάσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η διάνοιξη πλατιών λεωφόρων στη θέση των στενών δρόμων του Παρισιού. Η διαμόρφωση μεγάλων δρόμων είχε παράλληλα και στρατιωτική σημασία, καθώς καθιστούσε ευκολότερη την πρόσβαση του στρατού στις λαϊκές συνοικίες του Παρισιού, την καρδιά των οδοφραγμάτων και των εξεγέρσεων, όπως είχε αποδειχτεί στις προηγούμενες επαναστάσεις.
  56. Φρ. Ένγκελς, «Εισαγωγή» (1891), στο Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 20.
  57. Β. Ι. Λένιν, «Τα διδάγματα της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 16, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 477.
  58. Ου. Χούαρ - Γκ. Φέχνερ, Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την πολιτική, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988, σελ. 177.
  59. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 76.
  60. Η αναφορά ανήκει στον Α. Αρνού, που ήταν μέλος του Συμβουλίου της Κομμούνας. Arnould Arthur, Histoire populaire et parlementaire de la Commune de Paris, éditions Jacques-Marie Laffont et Associés, Lyon, 1981, σελ. 103.
  61. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για τον Αναρχισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 77-78.
  62. G. M. Stekloff, History of the First International, εκδ. Russel & Russel, New York, 1928, σελ. 235-236.
  63. Πρόκειται για σειρά άρθρων με γενικό τίτλο «Οι μπακουνικοί επί τω έργω», όπου ο Ένγκελς περιγράφει την εμπλοκή των μπακουνικών στις άκαρπες εξεγέρσεις στα καντόνια (Ιούλης-Σεπτέμβρης 1873) που οργανώθηκαν στο νότιο και νοτιοανατολικό κομμάτι της Ισπανίας από τους «Αδιάλλακτους», μια ακραία ομάδα δημοκρατικών που υποστήριζε το διαμελισμό της χώρας σε καντόνια. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Πι ι Μαργκάλ τον Ιούλη του 1873 ακολούθησε η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στις αρχές του 1874 και αργότερα η παλινόρθωση της μοναρχίας.
  64. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για τον Αναρχισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 336.
  65. Ό.π., σελ. 359-360.
  66. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 226.
  67. Μιχαήλ Μπακούνιν, Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η ιδέα του κράτους, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1990, σελ. 15.
  68. Ό.π., σελ. 22.
  69. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για τον Αναρχισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 96.
  70. Π. Κροπότκιν, Η Παρισινή Κομμούνα, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2011, σελ. 77-78.
  71. Max Nettlau, Ιστορία της Αναρχίας, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1999, σελ. 151-152.
  72. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για τον Αναρχισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 95.
  73. B. I. Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 103-104.
  74. B. I. Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 55-56.
  75. Β. Ι. Λένιν, «Θέσεις και εισήγηση για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 493.
  76. Β. Ι. Λένιν, «Σχέδια, περιλήψεις και σημειώσεις για το βιβλίο “Κράτος και Επανάσταση”», Άπαντα, τόμ. 33, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 319.
  77. Μπ. Μπρεχτ, Οι μέρες της Κομμούνας, Ηριδανός, Αθήνα, 2008, σελ. 67.
  78. Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 62.
  79. Αναφέρεται στο Γ. Βάιχολντ, Ο αναρχισμός σήμερα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 26.
  80. Robert Tombs, «Harbingers or Entrepreneurs? A Workers’ Cooperative during the Paris Commune», The Historical Journal, 24, 4 (1984), σελ. 970.
  81. Ενδεικτικό είναι ότι ως επικεφαλής του συνεταιρισμού αναδείχτηκε από τους εργαζόμενους κάποιος Pierre Marc, ένας πρώην ιδιοκτήτης εργοστασίου που είχε πτωχεύσει το 1867 και έκτοτε εργαζόταν ως προϊστάμενος-επιστάτης. Το κριτήριο της επιλογής ασφαλώς δεν ήταν κυρίως η στράτευση στις «συνεταιριστικές» ιδέες, αλλά το γεγονός ότι είχε έμπρακτη πείρα από τη διεύθυνση αντίστοιχων επιχειρήσεων.
  82. Είναι επίσης χαρακτηριστική η συνολικότερη άποψη του Μπούκτσιν για τον Προυντόν, για τον οποίο αναφέρει: «Ήταν ανίκανος να υπερβεί τον επαρχιωτισμό και τη στενοκεφαλιά της μικρής γαλλικής πόλης. Αυστηρός πάτερ-φαμίλιας (και αρκετά μισογύνης), ο Προυντόν είχε μυθοποιήσει την αγροτική οικογένεια ως τη βασική μονάδα της κοινωνικής ζωής.» Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 51.
  83. Kristin Ross, Κοινοτική Πολυτέλεια, το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας, Εκδόσεις των Ξένων, Θεσσαλονίκη, 2020, σελ. 242.
  84. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη της Κομμούνας», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 226.
  85. Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 99.
  86. Frank Jellinek, The Paris Commune of 1871, London, The Camelot Press, 1937, σελ. 363.
  87. Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμ. Α΄, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2005, σελ. 83.
  88. E. J. Hobsbawm, Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012, σελ. 256.
  89. «Ο Μαρξ στον Κούγκελμαν, 17 Απρίλη 1871», στη συλλογή Κ. Μαρξ, Επιστολές στον Κούγκελμαν, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 201-202.