Ιμπεριαλιστικός πόλεμος στη Μικρά Ασία και αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας, 1919-1922


του Αναστάση Γκίκα

Το 1914, οι αδυσώπητες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που εξελίσσονταν σε διάφορες περιοχές του κόσμου γύρω από τη χάραξη σφαιρών επιρροής, τη νομή και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών τους, κορυφώθηκαν σε μια γενικευμένη ιμπεριαλιστική πολεμική σύγκρουση. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που διήρκεσε έως το 1918, προκάλεσε ρωγμές και κλυδωνισμούς στα θεμέλια της αστικής εξουσίας σε μια σειρά κράτη, καθώς οι καταστροφικές του συνέπειες για τους εργαζόμενους λαούς όλων των εμπλεκόμενων κρατών (επιτιθέμενων και αμυνόμενων) οδήγησαν σε μεγάλη όξυνση της θεμελιώδους αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και προοδευτικά σε (διαβαθμισμένη) αμφισβήτηση, απονομιμοποίηση και κρίση της εξουσίας των κεφαλαιοκρατών, αλλά και σε ανάδειξη των αντικειμενικών προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Πράγματι, από το 1917 ξέσπασαν μια σειρά σοσιαλιστικές επαναστάσεις και εργατικές εξεγέρσεις (στη Ρωσία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία), ενώ σημειώθηκε μια γενικότερη ανάταση του επαναστατικού-εργατικού κινήματος διεθνώς.

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919-1922 υπήρξε οργανικό κομμάτι-προέκταση του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, απότοκος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συγκρούσεων γύρω από τη νομή της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολυετής πολεμική εμπλοκή του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους προκάλεσε επίσης ρωγμές στη συνείδηση των εργαζόμενων-λαϊκών μαζών έναντι της εξουσίας των εκμεταλλευτών τους. Ωστόσο, ο αντίκτυπος του ιμπεριαλιστικού πολέμου στη σταθερότητα της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα έχει απασχολήσει ελάχιστα την αστική ιστοριογραφία, η οποία τείνει να υποτιμά –έως και να διαγράφει εντελώς– τις τραγικές συνέπειες του πολέμου για τον ελληνικό λαό (εργαζόμενους και στρατευμένους) και τη δυνατότητα αμφισβήτησης των επιλογών της αστικής του τάξης.

 

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

Όντας πεδίο δυναμικά αναπτυσσόμενων αντιτιθέμενων συμφερόντων και πριν τον πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάχτηκε γρήγορα στο πλέγμα της παγκόσμιας πολεμικής αναμέτρησης. Ο τρόπος της ένταξής της καθορίστηκε από τη συστράτευσή της με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο των λεγόμενων «Κεντρικών Δυνάμεων» (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία)1, καθώς και από τις επιδιώξεις (συχνά αλληλοσυγκρουόμενες) των συμμάχων του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, της λεγόμενης «Εγκάρδιας Συνεννόησης» ή «Αντάντ» (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, ΗΠΑ, Ελλάδα, κ.ά.)2.

Τα παζάρια, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις για τη μεταπολεμική νομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την είσοδο της τελευταίας στον πόλεμο και εξελίχτηκαν καθ’ όλη τη διάρκειά του,3 με τους όρους της νομής να μεταβάλλονται διαρκώς ανάλογα με τους εκάστοτε συσχετισμούς ανάμεσα στους εμπλεκόμενους και τις δυναμικές του ίδιου του πολέμου.

Η Βρετανία διεκδικούσε τα εδάφη που συνέδεαν την ήδη βρετανοκρατούμενη Αίγυπτο με τον Περσικό Κόλπο, διευρύνοντας σταδιακά τις βλέψεις της στο σύνολο της Μεσοποταμίας (και τα πολύτιμα πετρέλαια της Μοσούλης). Η Γαλλία από τη μεριά της διεκδικούσε τη Συρία και τις φυσικές της προεκτάσεις σε Κιλικία και Λίβανο, ενώ η Ιταλία διεκδικούσε τα οθωμανικά βιλαέτια του Αϊδινίου, του Ικονίου και των Αδάνων, επιδιώκοντας να αναδειχτεί σε σημαντική δύναμη στη Μεσόγειο.

Όλες οι παραπάνω διεκδικήσεις διέπονταν από σφοδρότατες αντιθέσεις. Η βασικότερη εξ αυτών ήταν η αντίθεση μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, με την πρώτη να απειλεί την πρωτοκαθεδρία –έως τότε– της δεύτερης στην περιοχή. Διαφωνίες μεταξύ των δύο υπήρχαν και αναφορικά με τη μελλοντική υπόσταση του νέου τουρκικού κράτους, εφόσον η Γαλλία, ως ο βασικότερος πιστωτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν τον πόλεμο, δεν επιθυμούσε τον «υπερβολικό» διαμελισμό της, προκειμένου να μπορεί να εξυπηρετεί τα χρέη της. Απεναντίας, η κυριαρχούσα άποψη στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης στη δεδομένη συγκυρία ήταν πως «τα βρετανικά αποικιοκρατικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή μπορούσαν να διασφαλιστούν μόνο με τη διάλυση της Τουρκίας»4. Τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία, πάντως, συμφωνούσαν στην αναχαίτιση των βλέψεων της ιταλικής αστικής τάξης στην περιοχή, παρότι στην αρχή του πολέμου είχαν συναινέσει σε αυτές, προκειμένου να φέρουν την Ιταλία στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Αντάντ.

Σε αυτό το κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ήρθαν να προστεθούν (με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ) και οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Βασική –βασικότερη ίσως– διεκδίκηση από τη λεία του πολέμου υπήρξε η εξαιρετικά πλούσια περιοχή της Σμύρνης (βιλαέτι Αϊδινίου), η προσάρτηση της οποίας θα οδηγούσε σε σημαντικότατη αναβάθμιση –οικονομική και γεωστρατηγική– της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας.5

Η επιδίωξη αυτή ωστόσο της ελληνικής αστικής τάξης τεμνόταν άμεσα με τις διεκδικήσεις της ιταλικής (στην οποία η Σμύρνη είχε ήδη «κατοχυρωθεί» ως πολεμική λεία). Αντίθετοι ήταν και οι Γάλλοι, που συνεκτιμούσαν τις επιδιώξεις αυτές «ως συστατικό στοιχείο του ανταγωνισμού τους προς τους Βρετανούς»6. Υπέρ της αναβάθμισης της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας ήταν –στη δοσμένη συγκυρία– ουσιαστικά, μόνο οι Βρετανοί, εκτιμώντας πως κάτι τέτοιο «θα λειτουργούσε ως αντίβαρο, τόσο στο γαλλικό εμπόριο στην περιοχή του Λεβάντε, όσο και στις ιταλικές φιλοδοξίες για ναυτική και εδαφική επέκταση στη Μεσόγειο». Έτσι, «η κυριαρχία της Μ. Βρετανίας στην Εγγύς Ανατολή θα εδραιώνονταν ακόμα περισσότερο και από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας»7. Ούτε όμως η στήριξη της βρετανικής αστικής τάξης στην ελληνική ήταν ενιαία ή δίχως αστερίσκους, αφού ενστάσεις για τον προσανατολισμό αναφορικά με το μέλλον του τουρκικού κράτους είχαν αρχίσει ήδη να διατυπώνονται στους κόλπους της.

Εν τέλει, ο δρόμος για επέκταση στη Μικρά Ασία άνοιξε σε μια συγκυρία όπου Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ αναζητούσαν ένα αντίβαρο στις μονομερείς κινήσεις της Ιταλίας στη Μικρά Ασία την Άνοιξη του 1919 και εφόσον είχε εξασφαλιστεί η –πρόσκαιρη– ευμενής στάση της Γαλλίας (με αντάλλαγμα τη στρατιωτική συνδρομή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας). Έτσι, στις 15 Μάη 1919, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα.

Βεβαίως, η ευμενής αυτή διεθνής συγκυρία για την ελληνική αστική τάξη δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ, καθώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν από τη –θνησιγενή όπως αποδείχτηκε πολύ γρήγορα– μοιρασιά της πολεμικής λείας που επιτεύχθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920), αλλά οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο.

Σε αυτό συνέβαλαν και οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι συσχετισμοί δυνάμεων από την ανάπτυξη του ένοπλου τουρκικού αστικού εθνικού κινήματος υπό την ηγεσία του Μ. Κεμάλ.

Η ιταλική αστική τάξη εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς επιθετικά εναντίον των επιδιώξεων της ελληνικής. Λίγες μόλις μέρες μετά την απόβαση των πρώτων ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, έφταναν κιόλας αναφορές στην ελληνική κυβέρνηση πως «Ιταλοί υποκινούσι Τούρκους» και «λέγουσι (...) ότι είναι έτοιμοι να βοηθήσωσι τούτους»8. Μία μέρα πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Σφόρτσα μιλούσε από το βήμα της ιταλικής Βουλής για «εγκάρδια και πιστή συνεργασία» με την Τουρκία, με σκοπό την «ακεραιότητα της τουρκικής κυριαρχίας»9.

Η επίσημη όμως «ρήξη» με τις ενδοϊμπεριαλιστικές ισορροπίες και συσχετισμούς των Σεβρών ήρθε από τη μεριά της ιταλικής αστικής τάξης στις 12.3.1921 με την υπογραφή του Συμφώνου Μπ. Σαμί - Κ. Σφόρτσα. Με αυτό η Ιταλία εξασφάλιζε από την τουρκική αστική κυβέρνηση της Άγκυρας την «πλήρη αναγνώριση των συμφερόντων της στην Αττάλεια», έναντι της «άμεσης απόσυρσης των στρατευμάτων» της από τα μικρασιατικά εδάφη και της διπλωματικής της υποστήριξης αναφορικά με «την επιστροφή της Θράκης και της Σμύρνης» στην Τουρκία.10

Αντίστοιχα, όσον αφορά τη γαλλική αστική τάξη, ελληνικές διπλωματικές πηγές έκαναν λόγο για «μεταστροφή της γαλλικής πολιτικής υπέρ των Τούρκων» ήδη από τα μέσα του 1919.11 Πράγματι, τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, ο Γάλλος απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη, Τζ. Κρούπι, διεμήνυε στην κυβέρνησή του πως «τα γαλλικά συμφέροντα απαιτούσαν όπως η Γαλλία έρθει σε συμφωνία με τους Τούρκους εθνικιστές το συντομότερο δυνατόν»12. Οι πρώτες σχετικές κινήσεις θα έρχονταν λίγο αργότερα, στις 5-6.12.1919, όταν ο Γάλλος ύπατος αρμοστής στη Συρία Φρ. Ζορζ-Πικό συναντήθηκε με το Μ. Κεμάλ. Τότε ήταν που διαφάνηκε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο παραίτησης της Γαλλίας από ορισμένες εδαφικές διεκδικήσεις της (στην Κιλικία) έναντι της διασφάλισης προνομιακής (μονοπωλιακής) θέσης των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στο νέο τουρκικό κράτος.13 Και παρότι δεν προέκυψε τότε κάποια συμφωνία, η συνεχής πίεση κατά των γαλλικών στρατευμάτων κατοχής στην Κιλικία ενίσχυσε αυτήν την τάση. Με την κατάσταση στη Συρία να χειροτερεύει, η γαλλική στρατιωτική ηγεσία θα αναγκαστεί το Μάη του 1920 να συνάψει βραχυπρόθεσμη ανακωχή με τις δυνάμεις του Κεμάλ, προβαίνοντας έτσι στην πρώτη –έστω και de facto– αναγνώρισή του από μια «Μεγάλη Δύναμη».

Στις 11.3.1921, δηλαδή μία μέρα πριν το Ιταλοτουρκικό Σύμφωνο, υπογράφτηκε το Γαλλοτουρκικό Σύμφωνο Μπ. Σαμί - Α. Μπριάν για την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία. Στον προσανατολισμό της γαλλικής αστικής τάξης είχε πια παγιωθεί πως «τα συμφέροντα της Γαλλίας στην περιοχή (...) εξασφαλίζονταν πιο αποτελεσματικά επιδιώκοντας φιλικότερες σχέσεις με μια αναζωογονημένη Τουρκία, παρά επιχειρώντας την επιβολή των όρων μιας συνθήκης, που, εν τέλει, θα έβαινε επωφελής κυρίως για τη Βρετανία». Επιπλέον, το κλείσιμο του μετώπου στην Κιλικία θα επέτρεπε «να επικεντρωθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις στη διασφάλιση του ελέγχου της Συρίας»14. Το Σύμφωνο Φρανκλίν-Μπουϊγιόν, που ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα (20.10.1921), τερμάτισε –και επίσημα πια– την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Γαλλίας και του Τουρκίας, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για μια ευρύτερη οικονομική συνεργασία ανάμεσα στο γαλλικό και το τουρκικό κεφάλαιο (με την παραχώρηση της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Τουρκίας σε γαλλικές εταιρίες, με τοποθετήσεις γαλλικών επενδύσεων στους κλάδους των τραπεζών, των μεταφορών, κ.ά.).15

Η ελληνική κυβέρνηση, βεβαίως, είχε επίγνωση της κατάστασης. Όπως υπογραμμιζόταν σε κρυπτογράφημα της 3.3.1921, η διαμορφούμενη στάση της Γαλλίας δεν οφειλόταν σε «λόγους δυσμένειας προς το σημερινόν καθεστώς, αλλ’ ένεκα βαθύτερων αιτιών πολιτικής γενικωτέρας (...). Δεν απομένει αμφιβολία ότι η γαλλική εχθρότης οφείλεται εις την υπόνοιαν και τον φόβον μη η Ελλάς καταστή εν Ανατολή πρόσκοπος των αγγλικών πολιτικών συμφερόντων»16.

Και η στάση όμως της βρετανικής αστικής τάξης –της σημαντικότερης συμμάχου της ελληνικής– είχε αρχίσει να μεταστρέφεται. Στη μεταστροφή αυτή βάρυνε: α) Η ολοένα διογκούμενη απειλή των συμφερόντων της στη Μέση Ανατολή και τα Στενά του Βοσπόρου από το ολοένα αναπτυσσόμενο τουρκικό αστικό εθνικό κίνημα, β) η όλο και πιο εμφανής αδυναμία του Ελληνικού Στρατού να συντρίψει τις δυνάμεις του Κεμάλ (τις δυνάμεις δηλαδή εκείνες που αμφισβητούσαν τη μοιρασιά των Σεβρών), γ) η συσσωρευόμενη δυσαρέσκεια από το συνεχιζόμενο πόλεμο στους πολυπληθείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς των αποικιών της, και δ) η νικηφόρα πορεία των επαναστατικών δυνάμεων στη Ρωσία (που αντικειμενικά αύξανε το ρόλο των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως στρατηγικό ανάχωμα ή προγεφύρωμα κατά της χώρας των Σοβιέτ).

Όλα τα παραπάνω συντέλεσαν στον αναπροσανατολισμό της πολιτικής της βρετανικής αστικής τάξης, που από τις αρχές του 1921 προέκρινε πλέον την επίτευξη ενός συμβιβασμού μεταξύ των εμπόλεμων αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, ο οποίος θα τερμάτιζε τις εχθροπραξίες και θα εξασφάλιζε πρώτα και κύρια τα βρετανικά συμφέροντα (σε βάρος άλλων).

Όμως, ούτε η αστική τάξη της Ελλάδας, ούτε η αστική τάξη της Τουρκίας υπήρξαν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε συμβιβασμό.

Η τουρκική αστική τάξη, αν και είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι η ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εξαργυρωνόταν με μια ορισμένη μείωση του κράτους της (ειδικά στη Μέση Ανατολή), ωστόσο ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει με πείσμα ορισμένες περιοχές-κλειδιά για τη μεταπολεμική πορεία της οικονομίας της. Τέτοιες περιοχές ήταν η Μοσούλη (με τα πολύτιμα πετρέλαιά της), τα Στενά του Βοσπόρου (με την τεράστια γεωστρατηγική, αλλά και οικονομική τους σημασία ως εμπορική οδός) και βεβαίως η ζώνη της Σμύρνης (που προπολεμικά συγκέντρωνε το 23,3% του συνόλου της βιομηχανίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ «παρήγε το 30% του τουρκικού εισοδήματος»).17

Η ελληνική αστική τάξη, από τη μεριά της, αντιμετώπιζε τη Μικρασιατική Εκστρατεία ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να πετύχει πολλαπλάσιο μερίδιο επί της πολεμικής λείας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Στις 15.2.1921, μάλιστα, σύσσωμα τα αστικά κόμματα στη Βουλή (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) απέρριψαν την οποιαδήποτε «αναθεώρησιν της Συνθήκης των Σεβρών», θεωρώντας την τελευταία ως «το ελάχιστον όριον των εθνικών δικαίων».18 Παράλληλα, η ελληνική αποστολή στο Λονδίνο –με επικεφαλής τον ίδιο τον πρωθυπουργό– (21.2.1921) διαβεβαίωνε τους Συμμάχους πως «ο ελληνικός στρατός ήταν σε θέση όχι μόνο να καταλάβει την Άγκυρα και να διαλύσει τις Κεμαλικές δυνάμεις, αλλά και να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του και ανατολικότερα, αν αυτό απαιτούνταν ώστε να επιβληθούν οι όροι των Δυνάμεων στον Κεμάλ». Επιπλέον, διαβεβαίωνε πως η Ελλάδα μπορούσε να σηκώσει το οικονομικό βάρος της Εκστρατείας απλά με μία «ευμενή στάσιν των Δυνάμεων διά της οικονομικής πίστεως ημών» (με το επιχείρημα μάλιστα πως «η Ελλάς είναι εξ όλων των συμμετασχουσών του πολέμου η ολιγώτερον διά φόρων βεβαρημένη»).19

Η αποτυχία των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού το επόμενο διάστημα και η απειλή πλέον των ίδιων των Στενών από τις κεμαλικές δυνάμεις, ενεργοποίησαν εκ νέου τους Συμμάχους για την επίτευξη συμβιβασμού. Η ελληνική αστική τάξη απέρριψε όμως και πάλι τις συμβιβαστικές προτάσεις.

Έτσι, στις 18.5.1921, οι Σύμμαχοι κήρυξαν την «ουδετερότητά» τους στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο και ας ήταν εκείνοι που είχαν «αναθέσει» εξ αρχής στον Ελληνικό Στρατό την επιβολή της ιμπεριαλιστικής ειρήνης των Σεβρών. Ακολούθησε μια τυπική απαγόρευση πώλησης πολεμικού υλικού στους αντιμαχόμενους, που βεβαίως ίσχυσε κατά το δοκούν. Πράγματι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χ. Νίκολσον, «ο ελληνικός στρατός στην Ανατολή βομβαρδίζονταν με κανόνια (...) και αεροπλάνα που παρείχαν στον Κεμάλ γαλλικές πηγές»20, ενώ οπλισμός διοχετεύονταν «παράνομα στην Ανατολία» και «από την Ιταλία»21.

Στις 22.8.1921 ο Αρχηγός Στρατιάς Μικράς Ασίας, αντιστράτηγος Α. Παπούλας, διεμήνυε στο υπουργείο Στρατιωτικών: «Η Στρατιά ούσα εν απολύτω αγνοία της εν γένει πολιτικής καταστάσεως δε δύναται να κρίνη αν τα προσδοκώμενα εκ της καταλήψεως της Άγκυρας οφέλη είναι τοιαύτα από πολιτικής απόψεως ώστε να ριψοκινδυνεύση την αντί πάσης θυσίας, έστω και με κίνδυνον μιας ήττης και επομένως μιας αποτυχίας του όλου Μικρασιατικού Ζητήματος μετάβασιν μέχρις εκεί.»22 Τα προσδοκώμενα όμως οφέλη της αστικής τάξης ήταν τόσο μεγάλα, που ήταν έτοιμη να «ριψοκινδυνεύσει» κάθε «θυσία», κόντρα στις προειδοποιήσεις και τους οφθαλμοφανείς κινδύνους.

Η ελληνική αστική τάξη, μπροστά στα ενδεχόμενα κέρδη μιας στρατιωτικής επικράτησής της στη Μικρά Ασία, ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει με «κάθε κόστος». Μόνο που το κόστος του πολέμου συσσωρευόταν διαρκώς στις πλάτες των εργαζόμενων-λαϊκών μαζών, τόσο σε είδος (φόροι, επιτάξεις ζώων κλπ.), όσο και σε αίμα (νεκροί, τραυματίες, ανάπηροι), οξύνοντας ολοένα τις κοινωνικές αντιθέσεις στο μέτωπο και τα μετόπισθεν.

 

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

Για σημαντική μερίδα της αστικής ιστοριογραφίας, εργατική-λαϊκή αντίθεση στον πόλεμο, δεν μπορεί να υπήρξε, διότι δεν επρόκειτο για έναν άδικο, ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που υπηρετούσε ταξικά αλλότρια προς τον εργαζόμενο λαό συμφέροντα, αλλά για έναν καθ’ όλα δίκαιο πόλεμο, που υπηρετούσε εθνικοαπελευθερωτικούς ή ακόμη και εκπολιτιστικούς σκοπούς.

Στο πρόσφατο βιβλίο τους (Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις) οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου, μάλιστα, καταπιάνονται ειδικά με το γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν ήταν «ένας ελληνικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος».

Η «επιχειρηματολογία» τους ξεκινά με μια κακότεχνη προσπάθεια απαξίωσης του όρου: Πως δήθεν «πρώτη η κεμαλική πλευρά –η εθνικιστική Τουρκία προσέλαβε την ελληνική εκστρατεία ως έναν κατακτητικό πόλεμο των ιμπεριαλιστών εναντίον της», για να ακολουθήσει «η τότε Σοβιετική Ρωσία» και κατόπιν «το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» (που απλά αναπαρήγε «τη στάση της Σοβιετικής Ρωσίας και της Τρίτης Διεθνούς»). Για να ενισχυθεί μάλιστα η επιδιωκόμενη εδώ ταύτιση κομμουνιστών και κεμαλιστών, παρατίθενται επιπρόσθετα μια σειρά άλλα «επιχειρήματα», που διέπονται από καταφανή αντεπιστημονικότητα και αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας, όπως: α) Ότι «το κεμαλικό κίνημα (αλλά και η εθνικιστική Τουρκία, την οποία αυτό δημιούργησε) κατατασσόταν (...) στην “Aριστερά” εκείνης της εποχής.» β) Ότι «Τούρκοι εκπρόσωποι μετείχαν στα συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς (Κομιντέρν)». γ) Ότι «ακόμη και ο τουρκικός εθνικός ύμνος –τον οποίο ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης καλείται να βρει στο διαδίκτυο, όπου είναι διαθέσιμος είναι ένα μουσικό κομμάτι (...) που θυμίζει τα κομμουνιστικά τραγούδια της Τρίτης Διεθνούς»!23

Φυσικά και το κεμαλικό κίνημα δεν «κατατασσόταν» στην «Aριστερά της εποχής». Ήταν ένα αστικό-εθνικιστικό κίνημα, βαθύτατα αντικομμουνιστικό. Το ότι η τουρκική αστική τάξη βρέθηκε σε μια δοσμένη συγκυρία σε οξυμένη αντίθεση με τις αστικές τάξεις των δυνάμεων της Αντάντ, αυτό δεν άλλαζε τον ταξικό χαρακτήρα της. Γι’ αυτό και σύντομα, οι μέχρι πρότινος αντίπαλες αστικές τάξεις θα τα έβρισκαν μεταξύ τους, ακόμα και η ελληνική (με τον Ε. Βενιζέλο μάλιστα να προτείνει τον Μ. Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης το 1934 – μόλις μία δεκαετία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών). Όσο για τη συμμετοχή Τούρκων αντιπροσώπων στα συνέδρια της Γ΄ Διεθνούς, να σημειώσουμε (μια και –όλως τυχαίως– παραλείπεται) ότι επρόκειτο για Τούρκους κομμουνιστές και όχι για κεμαλικούς. Στα Συνέδρια αυτά μετείχαν επίσης Έλληνες κομμουνιστές (καθώς και κομμουνιστές από μια σειρά άλλα κράτη της Αντάντ, δίχως φυσικά απ’ αυτό να συνεπάγεται κάποιου είδους συμμαχία ή πολιτική σύγκλιση με τις αστικές τάξεις αυτών των κρατών). Όσον αφορά τέλος το τρίτο «επιχείρημα», τι άλλο να πει κανείς, εκτός του ότι προφανώς οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου δεν έχουν και μεγάλη εξοικείωση με τα «κομμουνιστικά τραγούδια της Τρίτης Διεθνούς» (πράγμα κατανοητό).

Η προσπάθεια «απαξίωσης» του όρου ιμπεριαλιστικός πόλεμος όμως, έστω και με αυτά τα τραγικά επιχειρήματα, ήταν απλώς το προοίμιο της όλης «πολεμικής» τους. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία, διατείνονται, δεν ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, γιατί δεν ήταν κατακτητικός αλλά εθνικοαπελευθερωτικός. «Η Ελλάδα», υπογραμμίζουν, «πήγε στη Μικρά Ασία για να διεκδικήσει τη ζώνη της Σμύρνης, στην οποία επικαλείτο [!] ότι υπήρχε ελληνική πλειοψηφία (...) για να απελευθερώσει αλύτρωτους ομοεθνείς της, όχι για να ελέγξει πληθυσμούς ενός άλλου λαού χωρίς να έχει δικούς της ομοεθνείς εκεί. (...) Ακόμα και η στρατηγικά κόλουρη εκστρατεία στην Άγκυρα από τους αντιβενιζελικούς το 1921 δεν αποσκοπούσε στην “κατάκτηση” (...) των τουρκικών περιοχών πέρα από τη ζώνη της Σμύρνης (...) αλλά σε ένα στενά στρατιωτικό στόχο: Τον εγκλωβισμό και την καταστροφή του κεμαλικού στρατού.»24

Καταρχάς να διευκρινίσουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, ο χαρακτήρας ενός πολέμου δεν εξαρτάται από το αν είναι κατακτητικός ή όχι, αλλά από το ποια κοινωνική τάξη τον διεξάγει. Ένας πόλεμος μεταξύ καπιταλιστών την εποχή του ιμπεριαλισμού είναι εξ ορισμού ιμπεριαλιστικός, ανεξαρτήτως από το ποιος επιτέθηκε πρώτος σε ποιον, γιατί αποτελεί προϊόν του ανταγωνισμού τους (και των ευρύτερων ανταγωνισμών) για πλουτοπαραγωγικές πηγές, για αγορές, για αναβάθμιση της θέσης του κράτους τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα κλπ. Έτσι, π.χ., παρότι ήταν η Γερμανία που επιτέθηκε στη Γαλλία το 1914, ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και από τις δύο μεριές, γιατί ακριβώς υπήρξε εκδήλωση-κορύφωση των μεταξύ τους αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

Ας επιστρέψουμε όμως στο Μικρασιατικό Πόλεμο. Αλήθεια, πώς «πήγε» η Ελλάδα στη Μικρά Ασία; Δεν «πήγε» στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής νομής της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους νικητές του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου; Δεν αποτέλεσε μέρος των αδυσώπητων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ποιος θα αρπάξει τι από την πολεμική λεία; Και τι ήταν, αλήθεια, η Μικρασιατική Εκστρατεία; Δεν ήταν μια προσπάθεια επιβολής διά των ελληνικών όπλων του συνόλου της ιμπεριαλιστικής νομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτή καταλήχθηκε στις Σέβρες; Ο ιμπεριαλιστικός, λοιπόν, χαρακτήρας του πολέμου στη Μικρά Ασία, ήταν και είναι ξεκάθαρος.

Σε καμία «απελευθέρωση» και σε καμία «αυτοδιάθεση των εθνών» δεν ανταποκρινόταν ο πόλεμος. Οι ελληνικοί πληθυσμοί δεν πλειοψηφούσαν ούτε καν στη ζώνη της Σμύρνης (διόλου τυχαία άλλωστε οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου αναφέρονται σε «επίκληση» ελληνικής πλειοψηφίας, γνωρίζοντας προφανώς την αλήθεια).25

Στην κατακτητική διάσταση του πολέμου αναφέρεται στα απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, καταγράφοντας τις συνομιλίες που είχε το 1921 με μια σειρά στελέχη της κυβέρνησης: «Έχομεν να κάμωμεν με (...) ένα λαόν αγωνιζόμενον υπέρ της υπάρξεώς του. (...) Διότι πράγματι ζητείτε την κατάκτησιν εν Μ. Ασία (...). Πράγματι πρόκειται περί διαλύσεως της Τουρκίας και εγκαθιδρύσεως του κράτους μας επί των χωρών της. (...) Ακόμη και εις τη Σμύρνην χώραν είμεθα εθνολογικώς μειονότης. Εις δε το εσωτερικόν της Μ. Ασίας ολίγιστον πληθυσμόν ιδικόν μας έχομεν.» Στην αναφορά δε του τότε Αρχηγού ΓΕΣ Αθ. Εξαδάκτυλο σε τουρκικές σφαγές, ο Μεταξάς θα απαντήσει: «Μας σφάζουν (...) εφ’ όσον εθέσαμεν ως πρόγραμμά μας την κατάκτησίν των εν Μ. Ασία. (...) Αλλά δε σφάζωμεν και ημείς;» «Σφάζομεν, μου λέγει ο Εξαδάκτυλος. Βέβαια, θέλομεν και πρέπει να τους εξοντώσωμεν.» «Βλέπετε λοιπόν», συνέχισε ο Μεταξάς, «πού μας άγει η πολιτική σας. Είναι πολιτική κατακτήσεως λαού μη εννοούντος να υποστή την κατάκτησιν (...).»26

Αλήθεια, όταν ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης επαιρόταν από το βήμα της Βουλής πως «η Ελλάς διά των δυνάμεων του στρατού της δεν έχει μόνον ό,τι η συνθήκη [σ.σ.: των Σεβρών] νομιμοποιεί» αλλά «αντί των 16 χιλιάδων χιλιομέτρων κατέχει εκατόν» και «αντί του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, έχει 3 εκατομμύρια»,27 εννοούσε πως θα τα επέστρεφε αφότου ολοκληρωνόταν η εκστρατεία κατά του Κεμάλ; Πόσοι από αυτά τα 3.000.000 ήταν Έλληνες;

Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν είχε ποτέ ως γνώμονα ούτε την αυτοδιάθεση των λαών, ούτε την προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας. Άλλωστε, η επιχείρηση επιβολής των όρων της ιμπεριαλιστικής νομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά των ελληνικών όπλων, αποφασίστηκε αφήνοντας –εν γνώσει όλων– τις μειονότητες απροστάτευτες.28

Το κατά πόσο η αστική τάξη της Ελλάδας ενδιαφερόταν πράγματι για τους ελληνικούς άμαχους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και του Πόντου, όμως, δε φάνηκε μόνο στο με πόση ευκολία τους εξέθεσε στην τουρκική αστική επιθετικότητα όταν ανέλαβε τη Μικρασιατική Εκστρατεία, δίχως εγγυήσεις για την ασφάλειά τους, προκειμένου να διασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα του πολέμου. Αποτυπώθηκε επίσης στα λεγόμενα του πρίγκιπα Ανδρέα (και διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού) το 1921 πως «απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων». (...) Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν τη Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους (...)»29. Αποτυπώθηκε στην απάντηση του Ύπατου Αρμοστή της Σμύρνης (και φίλου του Ε. Βενιζέλου) Αρ. Στεργιάδη, παραμονές της Καταστροφής, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν προετοίμασε την οργανωμένη αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από τη Σμύρνη: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα.»30 Καταγράφηκε στον κατάπτυστο νόμο 2870/1922 που απαγόρευε την άφιξη στην Ελλάδα «προσώπων ομαδών αφικνουμένων εξ αλλοδαπής», καθώς και στις τραγικές οδηγίες των ελληνικών Αρχών της Μικράς Ασίας την κρίσιμη εκείνη ώρα που κρινόταν η ζωή και ο θάνατος χιλιάδων απελπισμένων ανθρώπων: «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των».31

Προσπάθεια συγκάλυψης του πραγματικού χαρακτήρα του πολέμου είχε πραγματοποιηθεί και τότε από την αστική τάξη προκειμένου να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες πίσω από τις επιδιώξεις της (τις οποίες καλούνταν να πληρώσουν με τις θυσίες τους). «Ο Ελληνικός Στρατός», τόνιζε ο Ε. Βενιζέλος απευθυνόμενος στις στρατιωτικές δυνάμεις που επρόκειτο να αποβιβαστούν στη Σμύρνη το Μάη του 1919, «ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμήν του πολιτισμού», ενώ ο αστικός Τύπος διατράνωνε πως «αι Ελληνικαί αξιώσεις στηρίζονται επί της αρχής των εθνοτήτων» και πως «ο Ελληνικός στρατός φθάνει στη Σμύρνην όχι ως βίαιος κατακτητής, αλλά ως ο λυτρωτής Ελληνικής χώρας και προστάτης ελληνικών πληθυσμών»32.

Να σημειωθεί πως η απόβαση του Ελληνικού Στρατού συνοδεύτηκε εξαρχής από αιματοχυσία, με τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης Α. Στεργιάδη να αναφέρει 163 νεκρούς και τραυματίες (εκ των οποίων τα 2/3 περίπου ήταν Τούρκοι και το 1/3 Έλληνες), ενώ το επόμενο διάστημα οι αναφορές για πυρπολήσεις σπιτιών, «αγρίας λαφυραγωγίας τουρκικών χωριών», «αντεκδικήσεις», «διωγμούς» και «δολοφονίες» αμάχων από τον ελληνικό τακτικό στρατό ή άτακτα σώματα, πληθαίναν διαρκώς.33 Όπως θα παραδεχθεί ο ίδιος ο Ε. Βενιζέλος, κατά τις εργασίες της Λοζάνης, 3 χρόνια αργότερα, «η θέσις ημών εν τη πολιτισμένη οικογένεια» εξελίχτηκε «ηθικώς τρομερά μειωμένη, ένεκα των εμπρησμών και άλλων βιαιοπραγιών εις ας οποίας εξετράπη ο στρατός μας εν Μικρά Ασία»34.

Όλα αυτά, βεβαίως, αποτέλεσαν τον καλύτερο στρατολόγο του Κεμάλ, «δικαιολόγησαν» και όξυναν τις αντεκδικήσεις κατά των χριστιανικών πληθυσμών (δολοφονίες, βιασμοί, λεηλασίες κλπ.) από τα τουρκικά, τακτικά και άτακτα, ένοπλα σώματα που δρούσαν ήδη από την επομένη της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη σε περιοχές της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Η αγριότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όμως, δε χωρά στην αστική αφήγησή του, παρά μόνο όσον αφορά τις ωμότητες της αντίπαλης πλευράς. Ο πόλεμος που διεξάγει η αστική τάξη της χώρας σου δεν μπορεί να είναι βάρβαρος, άδικος, δολοφονικός, παρά μόνο ιερός, δίκαιος, «εκπολιτιστικός». Άλλωστε, αν καταδειχτεί το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, πώς θα κινητοποιηθεί και πάλι ο εργαζόμενος λαός την επόμενη φορά θα που κληθεί να χύσει το αίμα του για ξένα ταξικά συμφέροντα;

Η βαναυσότητα του πολέμου «λειαίνεται» τέλος και στην αναφορά των απωλειών, οι οποίες παρουσιάζονται λίγο-πολύ ως «φυσικό φαινόμενο» (ως μια απλή αριθμητική αναφορά κάπου) ή στην «καλύτερη» των περιπτώσεων ως μια «λυπηρή» μεν, αλλά σίγουρα εύλογη (και φυσικά «ένδοξη») θυσία στο βωμό του «εθνικού συμφέροντος». Συνεκτιμώνται δε, όχι ως συνέπεια του πολέμου αυτού καθεαυτού, αλλά ως συνέπεια της ήττας.

Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου, πάντως, δεν αποσιωπάται μόνο από το τμήμα εκείνο της αστικής ιστοριογραφίας που ακολουθεί τη «γραμμή» του αστικού εθνικισμού (με τις όποιες παραλλαγές του), αλλά και από αυτό που ακολουθεί τη «γραμμή» του αστικού κοσμοπολιτισμού (επίσης με τις όποιες παραλλαγές του).

Κατ’ αυτήν την ανάγνωση της Ιστορίας, η «Μικρασιατική Εκστρατεία» παρουσιάζεται ως «το δραματικότερο επεισόδιο στην ελληνοτουρκική αντιπαλότητα», που ακολούθησε «την τραγική μοίρα της σύγκρουσης των εθνικισμών» στις αρχές του 20ού αιώνα.35

Αποσπώντας την πολιτική από την οικονομία, ο εθνικισμός –εκατέρωθεν– εμφανίζεται περίπου ως ένα «κοινωνιολογικό» φαινόμενο.

Από τη μια, ο ελληνικός εθνικισμός παρουσιάζεται ως μια «απερίσκεπτη πολιτική» εδαφικής επέκτασης, προϊόν ενός ιδεαλιστικού και δογματικού αλυτρωτισμού («μεγαλοϊδεατισμού»), όχι ως προϊόν της στρατηγικής επιλογής της ελληνικής αστικής τάξης για ισχυροποίηση του κράτους της μέσω της διεύρυνσης της εσωτερικής του αγοράς, του εργατικού του δυναμικού, αλλά και των πλουτοπαραγωγικών πηγών (που συνεπάγονται της εδαφικής επέκτασης): Μιας στρατηγικής επιλογής που αποτελεί αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης της καπιταλιστικής εξουσίας σε όλες τις χώρες.

Από την άλλη, ο τουρκικός εθνικισμός παρουσιάζεται ως αντίδραση του τουρκικού λαού στην ταπείνωση της ήττας και του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους νικητές της Αντάντ –και ειδικά την Ελλάδα, όχι ως προϊόν της στρατηγικής επιλογής της τουρκικής αστικής τάξης για τη διαμόρφωση δικού της έθνους-κράτους επί των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (επιδίωξη που περνούσε τόσο μέσα από την εκτόπιση του έως τότε ισχυρού ελληνικού και αρμενικού κεφαλαίου από τη θέση που κατείχαν στην οικονομία –αρχικά– όσο και από τον περιορισμό των «απωλειών» της ήττας της στον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο –στη συνέχεια).36

Στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου, μάλιστα (που ακολουθεί την ίδια λογική, δηλαδή του αστικού κοσμοπολιτισμού), ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919-1922 εμφανίζεται ως μια σύγκρουση μεταξύ δύο λαών, «που η υλοποίηση των εθνικών ονείρων του ενός προϋπέθετε τη ματαίωση των εθνικών ονείρων του άλλου»!37

Η αναγωγή ωστόσο του πολέμου σε μια «εθνικιστική σύγκρουση» μεταξύ δύο λαών, χώρια του ότι απενοχοποιεί τις αστικές τάξεις που τον διεξήγαν, ότι εξαφανίζει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που τον πριμοδότησαν κ.ο.κ., αφήνει και την εξής εν τέλει υπόνοια-συμπέρασμα: Ότι ο πόλεμος δεν είναι κάποιο εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού κόσμου και ότι με μια καλύτερη διαχείριση (εσωτερική και των διεθνών σχέσεων-συμμαχιών) του καπιταλιστικού κράτους μπορεί και να αποφευχθεί.

Βεβαίως, η αστική κοσμοπολίτικη ανάγνωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αντανακλά και το σύγχρονο προσανατολισμό μερίδας της αστικής τάξης για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, που θα αποτελέσει τη βάση νέων ανταγωνισμών ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αστική τάξη.

Έτσι και αλλιώς, τότε και σήμερα, ο αστικός εθνικισμός και ο αστικός κοσμοπολιτισμός, πατώντας εξίσου στην ίδια τη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής και εξουσίας, εναλλάσσονται ανάλογα με τις προτεραιότητες και τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μάλιστα οι ίδιοι αστοί πολιτικοί μπορεί να εμφανίζονται άλλοτε ως εθνικιστές και άλλοτε ως κοσμοπολίτες εναρμονιζόμενοι με τις κάθε φορά επιδιώξεις της καπιταλιστικής εξουσίας. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ε. Βενιζέλος, ο εισηγητής δηλαδή της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ο ίδιος που λίγα χρόνια αργότερα πρωτοστάτησε στην υπογραφή των ελληνοτουρκικών συμφωνιών ειρήνης (1930). Από την άλλη πλευρά, οι φιλοβασιλικές αστικές πολιτικές δυνάμεις υπερασπιστές της «ουδετερότητας» του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους στα χρόνια του πολέμου και της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» μετά από αυτόν, ήταν οι ίδιοι που προώθησαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία έπειτα από την αναρρίχησή τους στην κυβερνητική εξουσία το Νοέμβρη του 1920.

 

ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Οι διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης κατέχουν κεντρική θέση σε μεγάλο τμήμα της αστικής ιστοριογραφίας (συχνά με ρόλο καθοριστικού παράγοντα στις εξελίξεις).

Ακολούθως, η πολιτική διεθνών συμμαχιών του Ε. Βενιζέλου περίπου «αποθεώνεται» ως η πλέον ενδεδειγμένη τότε (και σήμερα) για την προώθηση των «εθνικών» (βλ. αστικών) συμφερόντων. Η στρατηγική επέκτασης στη Μικρά Ασία που ακολούθησε ο Βενιζέλος, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου, «δε θα επιδιωκόταν με μια ελληνοτουρκική σύγκρουση, στην οποία η Ελλάδα θα ήταν το ασθενέστερο μέρος» αλλά «μέσω ενός μεγάλου πολέμου συνασπισμών, στον οποίο η Ελλάδα θα μετείχε στο πλευρό του ισχυρότερου μέρους»38. Ή όπως το διατύπωσε ο ίδιος ο Βενιζέλος: «Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού μας για να κρατήσωμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά Ευρωπαϊκά συμφέροντα.»39

Το μοτίβο «ο Βενιζέλος δεν πήγε μόνος του στη Μικρά Ασία, αλλά ως εταίρος σε μια ευρύτερη συμμαχία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Όπως, σε αντιδιαστολή, τονίζεται –ξανά και ξανά– η έλλειψη «ρεαλισμού» της αντιβενιζελικής αστικής παράταξης, αφού οι εκπρόσωποί της ήταν «συναισθηματικοί και ιδεαλιστές» και «δεν είχαν τη διαύγεια του Βενιζέλου και την κατανόηση που είχε εκείνος για τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος»40.

Το βασικό πρόβλημα βεβαίως με αυτήν τη συλλογιστική είναι πως εξιδανικεύει σε βαθμό παραμόρφωσης το χαρακτήρα των συμμαχιών μεταξύ καπιταλιστικών κρατών. Οι συμμαχίες αυτές είναι πάντοτε το αποτέλεσμα μιας ορισμένης ταύτισης συμφερόντων και επιδιώξεων σε μια δοσμένη συγκυρία. Εφαλτήριο και βάση κάθε πρόσκαιρης συμφωνίας δεν είναι άλλο παρά τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κάθε καπιταλιστικού κράτους. Ακολούθως, επί της ουσίας, κάθε καπιταλιστικό κράτος είναι ουσιαστικά μόνο του, ακόμη και στις συμμαχίες. Καθώς –ειδικά σε συνθήκες πολέμου– οι ισορροπίες και οι συσχετισμοί μεταβάλλονται δυναμικά, τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις κάθε συμμάχου αλλάζουν διαρκώς. Φυσικά, οι δυνατότητες-περιθώρια προσαρμογής δεν είναι ίδια για όλους. Οι ισχυρότεροι σύμμαχοι έχουν σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες αναπροσαρμογής της πολιτικής τους (πολύ συχνά σε βάρος των ασθενέστερων συμμάχων τους). Όλα αυτά αποτυπώθηκαν ξεκάθαρα στα αλλεπάλληλα παζάρια μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ γύρω από τη μελλοντική νομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και ενώ ακόμη ο πόλεμος μαινόταν), στις συνεχείς προσπάθειες να «ρίξουν» ο ένας τον άλλο (με παράλληλες συμφωνίες κάτω από το τραπέζι), στα «συμμαχικά» αλληλομαχαιρώματα κ.ο.κ.

Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, υπήρξαν οργανικό συστατικό των διεθνών συμμαχιών τόσο επί Ε. Βενιζέλου όσο και μετά από αυτόν. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι ο Ε. Βενιζέλος, στηρίζοντας τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης στις διεθνείς συμμαχίες, επέλεγε την πλέον «ρεαλιστική» και «ασφαλέστερη» οδό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διότι, δεδομένης της φύσης των ενδοϊμπεριαλιστικών συμμαχιών, η επιλογή του αυτή ενείχε εξ αρχής τεράστια ρίσκα και κινδύνους.

Βεβαίως, οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου, δεν αρνούνται πως υπήρχαν «αντιθέσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα» εντός της Αντάντ. Πως η συμμαχία αυτή ήταν «αρκετά επισφαλής ή ασταθής. Ωστόσο», υπογραμμίζουν, «υπήρχε, και τούτο προσέφερε δυνατότητες»41. Με άλλα λόγια και οι ίδιοι παραδέχονται πως τα ρίσκα και οι κίνδυνοι ενυπήρχαν εξαρχής. Υπήρχαν όμως και ενδεχόμενα κέρδη ανάλογα του ρίσκου. Με το σκεπτικό αυτό ακριβώς κινήθηκε ο Βενιζέλος, όπως με το σκεπτικό αυτό ακριβώς κινήθηκαν και οι επόμενοι, οι οποίοι –παρ’ όλ’ αυτά– κατηγορήθηκαν για έλλειψη «ρεαλισμού».

Παρότι, λοιπόν, κανείς δεν αρνείται το γεγονός ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στους κόλπους της Αντάντ υπήρχαν (και μάλιστα με τάσεις όξυνσης μετά τον πόλεμο) και παρότι κατά γενική ομολογία η κυβερνητική αλλαγή του 1920 δεν υπήρξε παρά το πρόσχημα για την επίσημη (ανοιχτή) μεταστροφή της Γαλλίας και της Ιταλίας έναντι των ελληνικών διεκδικήσεων, το μεγαλύτερο κομμάτι της αστικής ιστοριογραφίας συνεχίζει να επιμένει στο ότι οι εκλογές του 1920 «ήταν καταλυτικές και μοιραίες42. Και αυτό γιατί, με την εκλογική πτώση του Βενιζέλου χάθηκε δήθεν εκείνος ο «αξιόπιστος» εταίρος στον οποίο οι Σύμμαχοι «είχαν εμπιστοσύνη». «Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τους συμμάχους να εγκαταλείψουν την Ελλάδα του Βενιζέλου παρά του Κωνσταντίνου», ενώ «είναι πιθανόν να μην είχε διαλυθεί ο διεθνής συνασπισμός που τον στήριζε»43. «Η Συνθήκη των Σεβρών», θα τονίσει μάλιστα ο Σπ. Πλουμίδης, «ήταν πολιτικό προσωπικό κεφάλαιο του Βενιζέλου, υπό την έννοια ότι η εφαρμογή της εξηρτάτο από την προσωπική πολιτική του επιβίωση».44 «Έτσι, μετά τις εκλογές του 1920 η Ελλάδα βρέθηκε μόνη (και χωρίς τους στρατηγικούς εταίρους που είχε εξασφαλίσει ο Βενιζέλος) (...). Η ήττα της Ελλάδας το 1922 σηματοδότησε την αδυναμία εφαρμογής της συνθήκης [σ.σ.: των Σεβρών]»45.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια αστική ιδεαλιστική παραμόρφωση της Ιστορίας, η οποία, βεβαίως, δε θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί, ενώ οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις επισημαίνονται, εν τέλει, η εξέλιξή τους συνδέεται περίπου αποκλειστικά με την πολιτική προσωπικότητα ενός και μόνο ανθρώπου: του Ε. Βενιζέλου. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις όμως υπήρξαν βαθύτερες και δεν ήταν φυσικά ποτέ δυνατό να αποσοβηθούν υπό την «πολιτική ακτινοβολία» ενός αστού ηγέτη. Η συγκεκριμένη ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων είναι όμως βαθύτατα εμποτισμένη από τη σύγχρονη στρατηγική της αστικής τάξης, όσον αφορά τις διεθνείς συμμαχίες ως μέσο «εξασφάλισης» και «προώθησης» των «εθνικών συμφερόντων».

Ωστόσο, οι διατάξεις και αναδιατάξεις των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών την εν λόγω περίοδο είναι χαρακτηριστική και προσφέρει ένα εντελώς διαφορετικό δίδαγμα από εκείνο που επιχειρεί να περάσει η αστική ιστοριογραφία. Πράγματι, η ιστορική εμπειρία της περιόδου καταδεικνύει πως καμιά συμμαχία καπιταλιστικών κρατών, επιτιθέμενων ή αμυνόμενων, δεν αποσκοπεί στην επίτευξη της ειρήνης και της φιλίας των λαών, στη διασφάλιση της ελευθερίας, των δικαιωμάτων και της ευημερίας τους, στην ικανοποίηση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων. Επιπλέον, ποτέ δε διέπεται από σταθερότητα, συνέπεια ή ειλικρίνεια και –ακόμη περισσότερο– ποτέ δεν εξασφαλίζει αμυντικά μια χώρα έναντι μιας άλλης.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αποτελεί μια βίαιη αμφισβήτηση του δοσμένου συσχετισμού μεταξύ μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών με σκοπό τη διαμόρφωση ενός νέου, με νικητές και ηττημένους, ωφελημένους και μη. Γι’ αυτό και καμιά ιμπεριαλιστική ειρήνη δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πραγματική ειρήνη ανάμεσα στους λαούς: Γιατί, την ίδια στιγμή που κλείνει κάποιους λογαριασμούς, δημιουργεί νέους, οι οποίοι και πάλι, αργά ή γρήγορα, οδηγούν σε μια επόμενη αναμέτρηση.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο αποτελεί αυταπάτη και η προσέγγιση του ζητήματος από την οπτική του αστικού κοσμοπολιτισμού, ο οποίος, «διαγράφοντας» παντελώς την ύπαρξη και δυναμική των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στη διαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών (συμμαχιών, συνθηκών, κανόνων κ.ο.κ.), κάνει λόγο για τη δυνατότητα «ορθολογικής οργάνωσης της διεθνούς ζωής» στη βάση μιας «προσήλωσης στο καθεστώς των συνθηκών και στην αρχή της νομιμότητας». Ακολούθως, ως παράδειγμα θετικό προς μίμηση θα προταχτεί η «προσέγγιση των δύο λαών, όπως θα αποτυπωθεί στις συμφωνίες του 1930», που πραγματοποιήθηκε από τους ίδιους τους «ύπατους φορείς της ένοπλης διαμάχης» Βενιζέλο και Κεμάλ και μάλιστα «λίγα χρόνια μετά την αμείλικτη σύγκρουση των δύο λαών στο μέτωπο της Μικράς Ασίας»46.

Βεβαίως, οι αστικές τάξεις εύκολα εναλλάσσουν τη σύγκρουση με τη συνεργασία, όταν αυτό εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον των αδυσώπητων αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Το «λογαριασμό» όμως τόσο του ιμπεριαλιστικού πολέμου όσο της ιμπεριαλιστικής ειρήνης τον πληρώνει πάντοτε ο ίδιος: ο εργαζόμενος λαός κάθε χώρας.

 

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΛΑΟ

Βασική παράμετρος για την κατανόηση των ζυμώσεων, των μεταστροφών και των ρήξεων στη συνείδηση των εργατοαγροτικών μαζών (στρατευμένων και μη) κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε η 
παρατεταμένη πολεμική εμπλοκή του ελληνικού αστικού κράτους.

Πράγματι, ο ελληνικός λαός βρισκόταν σε συνθήκες εμπόλεμης κατάστασης επί μια ολόκληρη δεκαετία (από το 1912 έως το 1922), με μικρά διαστήματα «ανάπαυλας» στο ενδιάμεσο: Α΄ και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν 14 γενικές ή μερικές επιστρατεύσεις και κλήθηκαν στα όπλα 31 κλάσεις (δηλαδή κάπου 1.000.000 άνδρες ή το ήμισυ σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού). Υπήρχαν κλάσεις (όπως του 1912) που κλήθηκαν στα όπλα έως και 62-63 μήνες.47

Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη πολεμική εμπλοκή μεταφράζονταν σε διαρκώς διογκούμενο φόρο αίματος. Οι στρατιωτικές απώλειες αυτής της δεκαετίας συνεχών πολέμων έφτασαν τις 184.270, ενώ δεκάδες χιλιάδες υπήρξαν ακόμη οι ανάπηροι, οι χήρες, τα ορφανά, αλλά και οι νεκροί από την πείνα και τις μολυσματικές ασθένειες.48

Οι αλλεπάλληλα διαψευδόμενες προσδοκίες για αποστράτευση (με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918, με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920, με τις εκλογές και την κυβερνητική εναλλαγή του Νοέμβρη του ίδιου έτους κ.ο.κ.) όξυναν περαιτέρω την κατάσταση.

Η πολεμική κόπωση του στρατευμένου λαού λειτούργησε ως βασικός καταλύτης στη σταδιακή αποδόμηση των ιδεολογημάτων της αστικής τάξης για τον πόλεμο –και κατ’ επέκταση στη γενικότερη υπονόμευση της αστικής εξουσίας. Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε η επιστολή εφέδρων του 1916 το Γενάρη του 1921 όπου τόνιζαν μεταξύ άλλων:

«Βαδίζουμε τον 51ο μήνα, 4 χρόνια δηλ. και 3 μήνες πολεμούμε συνεχώς και κανείς δε θα έχη την τόλμη να το διαψεύση. Μας είπαν ήρωας, πρόμαχους, σωτήρας κλπ., κανένας όμως δε σκέπτεται ότι οι πρόμαχοι (κατά πρόμαχον) ούτοι μπορούν να γίνουν κάτι άλλο που αφίνουμε μόνοι τους να καταλάβουν [ότι] το μαχαίρι έφθασε στο κόκκαλο (...) Ας κάτσουν να σκεφθούν οι νέοι ελευθερωταί που μας ηπάτησαν με τας υποσχέσεις των (...) Ας αφήσουν προς στιγμήν τας υποδοχάς, επανορθώσεις, αποζημιώσεις κλπ. και ας στρέψουν το βλέμμα προς τα εδώ. (…) Τι περιμένουμεν; Έφυγαν οι τύραννοι για να έλθουν ποίοι; Πανηγυρίζουν αυτού κάτω, τι γίνεται εδώ πάνω γνωρίζουν άραγε; Ή μήπως νομίζουν οι νέοι πολεμοχαρείς ότι ήλθαμε μαζύ. Ας καταλάβουν μια για πάντα. Δε βαστάμε πλέον!»49

Πέρα όμως από την πολεμική κόπωση, ποιοι άλλοι παράγοντες συνέτειναν στη διαμόρφωση όρων αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας;

Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν αναμφίβολα οι συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες ζωής των εργατοαγροτικών μαζών, που οφείλονταν κατά κύριο λόγο στα βάρη του πολέμου και –ειδικότερα– στον ταξικό καταμερισμό αυτών των βαρών από το καπιταλιστικό κράτος στη βάση της εκμεταλλευτικής πυραμίδας.

Ο πληθωρισμός (συνέπεια της έκδοσης νέου χρήματος για τις ανάγκες διεξαγωγής του πολέμου) ψαλίδιζε διαρκώς τα ήδη πενιχρά μεροκάματα των εργατών, που όλο και περισσότερο αδυνατούσαν να προμηθευτούν ακόμη και τα βασικά για την επιβίωσή τους. Πράγματι, την περίοδο 1919-1922 σημειώθηκε αύξηση τιμών στα βασικά αγαθά κατά 597% (σε σχέση με τις τιμές του 1914). Ενδεικτικά, το ψωμί, που το 1914 κόστιζε 0,39 δρχ. η οκά, έφτασε τις 1,56 δρχ. το 1920, τις 2,40 δρχ. το 1922 και τις 7 δρχ. το 1923.50 Επιπρόσθετα, οι εργαζόμενοι της πόλης και της υπαίθρου, επωμίζονταν δυσανάλογα τους διαρκώς αυξανόμενους φόρους της πολεμικής εμπλοκής. Κάθε φορά δε που εκδήλωναν ενεργά αυτή τους τη δυσαρέσκεια –καθώς και τη γενικότερη αγωνία τους για επιβίωση– έρχονταν αντιμέτωποι με την κρατική βία και καταστολή (βλ. στη συνέχεια).

Ειδικά στην επαρχία η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ήδη, πριν καν ακόμη ξεκινήσει η Μικρασιατική Εκστρατεία, οι αγρότες της Θεσσαλίας μετρούσαν τις συνέπειες από τη σύγκρουση των δύο αντίπαλων αστικών κυβερνήσεων το 1916-1917 και την κατοχή της Αντάντ το 1917, ενώ οι αγρότες της Πελοποννήσου και των Επτανήσων προσπαθούσαν να συνέλθουν από το λιμό και τις αρρώστιες που είχε προκαλέσει ο ναυτικός αποκλεισμός της Αντάντ και η παρεπόμενη έλλειψη βασικών ειδών διατροφής.

Η συνεχιζόμενη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας σήμαινε πως οι οικογένειες των φτωχών αγροτών καλούνταν να ανταπεξέλθουν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες του βιοπορισμού στερούμενες πολλά μέλη τους που βρίσκονταν επί μακρόν επιστρατευμένα (ή και δεν γυρνούσαν καθόλου).

Η δυσαρέσκεια στις γραμμές των αγροτών αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν την άνοιξη του 1921 βρέθηκαν αντιμέτωποι με εξώσεις από τα κτήματα που καλλιεργούσαν προκειμένου να αντικατασταθούν με Τούρκους αιχμαλώτους (που αξιοποιήθηκαν από τους μεγαλογαιοκτήμονες ως δωρεάν εργατικό δυναμικό). «Εμείς δίνουμε το αίμα μας, το παν», διαμαρτύρονταν το Μάη του 1921 οι στρατευμένοι Θεσσαλοί αγρότες της Ι Μεραρχίας, «ενώ άλλοι βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν κατά αισχρό τρόπο εις βάρος μας. Μεθαύριο σκοτώνουμε εμείς, θα στείλουμε πίσω αιχμαλώτους, για να δουλέψουν τα κτήματα του [σ.σ.: μεγαλογαιοκτήμονα] Κακάτσου, που με τον ιδρώτα μας και το αίμα μας ποτίζουμε τόσα χρόνια, ενώ τα παιδιά μας και οι γυναίκες μας και οι γέροι γονείς μας θα πεθαίνουν της πείνας δοξάζοντας τη μεγάλη αυτή πατρίδα, που εις το πρόσωπο του Κακάτσου και των ομοίων του βρίσκει την πλέον μεγαλειώδη εκπροσώπηση της»51.

Η θλιβερή αυτή εικόνα της αστικής πολιτικής έναντι της αγροτιάς συμπληρώνονταν από ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας (εξώσεις, φυλακίσεις, αρπαγή ζώων, άγριο κυνηγητό των λιποτακτών αλλά και των οικογενειών τους κλπ.).

Ο πόλεμος όμως επηρέασε αρνητικά και τα μεσαία στρώματα των πόλεων, που δοκιμάστηκαν επίσης από το λιμό του 1917. Στην πείνα και τις αρρώστιες, που αποτελούσαν κάτι το πρωτόγνωρο για αυτά τα κοινωνικά στρώματα, προστέθηκαν επίσης οι διωγμοί που υπέστησαν ως συνέπεια των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων της περιόδου (ιδιαίτερα όσοι συνδέονταν με την κρατική υπαλληλία).

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, η μείωση της φορολογίας επί των πολεμικών κερδών του μεγάλου κεφαλαίου κατά 50% –και αυτό παρά την καταφανή αύξηση του πλούτου μερίδων του (όπως π.χ. οι εφοπλιστές, που στο διάστημα 1918-1922 διπλασίασαν τον ατμοκίνητο στόλο τους)– η έξαρση της κερδοσκοπίας των εμπόρων επί των βασικών αγαθών και η ανεπαρκής αντιμετώπισή της από το αστικό κράτος, η επιστροφή των τσιφλικιών στους μεγαλογαιοκτήμονες το 1921 κλπ. τόνιζαν όλο και περισσότερο την ταξική φύση του κράτους και τις ταξικές αντιθέσεις μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων.

Τα παιδιά της αστικής τάξης δε διακινδύνευαν εξίσου τη ζωή τους με τα παιδιά της εργατιάς και της αγροτιάς στα πεδία των μαχών, τυγχάνοντας ευνοϊκής μεταχείρισης στο στράτευμα (με ευνοϊκές απαλλαγές, αποσπάσεις και μεταθέσεις) ή και διαφεύγοντας εξολοκλήρου τη στράτευση. Οι ανάπηροι πολέμου από την Άρτα κατήγγειλαν χαρακτηριστικά τον Αύγουστο του 1921 πως «δε θα μείνει ρωμηός που να μη γίνει ανάπηρος πολέμου» εκτός από τους «πλουτοκράτες»52.

Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, ενώ διέτασσαν τη μία επιστράτευση μετά την άλλη, οι ίδιοι απέφευγαν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους «στα βουνά με τους Κεμαλιστάς» και από την ασφάλειά τους συνέχισαν να πλουτίζουν αντιμετωπίζοντας τα θύματα του πολέμου και τις οικογένειές τους ως «το φθηνότερο εμπόρευμα της “Μεγάλης Ελλάδας”»53.

Η αντίθεση των «πάνω» με τους «κάτω» οξυνόταν ολοένα και περισσότερο στη διάρκεια του πολέμου.

Η προοδευτική συνειδητοποίηση αυτής της αντίθεσης εκφράστηκε με την κλιμάκωση των εργατικών και αγροτικών αγώνων, αλλά και με τη σταδιακή σύνδεση των αγώνων αυτών με αντιπολεμικά και αντιπλουτοκρατικά συνθήματα.

Ήδη από το 1919, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είχε καταγράψει μια ορισμένη οργανωτική ανάπτυξη, ενώ την ίδια χρονιά ξέσπασαν και οι πρώτοι απεργιακοί αγώνες.54 Η επικράτηση των ταξικών δυνάμεων επί του κυβερνητικού συνδικαλισμού στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, συνδυάστηκε με την πρώτη ευθεία αμφισβήτηση της ιμπεριαλιστικής Mικρασιατικής Eκστρατείας. Ωστόσο, οι σχετικές ζυμώσεις στην εργατική τάξη ανακόπηκαν με την όξυνση της κρατικής καταστολής και τη σύλληψη σύσσωμης της ταξικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ.

Η διάψευση των όποιων ελπίδων του εργαζόμενου λαού για ειρήνη και αποστράτευση μέσω της κυβερνητικής εναλλαγής (και συγκεκριμένα με την επικράτηση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης επί του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920) οδήγησε σε ορισμένη αυτονόμηση του εργατικού κινήματος από την αστική πολιτική και σε νέα ανάταση των απεργιακών αγώνων. Σε αυτό συνέδραμε και το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των φιλοβασιλικών αστικών πολιτικών δυνάμεων διέθεταν μειωμένη επιρροή στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, που είχαν αξιοποιήσει εναντίον του όχι μόνο την καταστολή, αλλά και την εκ των έσω διάβρωση.

Έτσι, το 1921 σημειώθηκε μια σημαντική απεργιακή δραστηριότητα σε κλάδους όπως των καπνεργατών, των ναυτεργατών, των σιδηροδρομικών και των τροχιοδρομικών, των ηλεκτροτεχνιτών και των εργατών φωταερίου, των κλωστοϋφαντουργών κ.ά., κινητοποιώντας πάνω από 40.000 εργάτες.55

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και ορισμένες πιο ανησυχητικές –για την αστική εξουσία– εκδηλώσεις εναντίωσης της εργατικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όπως, π.χ., το Φλεβάρη του 1921 στο Βόλο, όπου το μαζικό συλλαλητήριο που οργανώθηκε από την Πανεργατική Ένωση (συσπείρωση των ταξικών σωματείων της πόλης) εξελίχτηκε σε γενικευμένη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Οι εργάτες, που μαζί με τα οικονομικά τους αιτήματα έθεσαν και το ζήτημα τερματισμού του πολέμου, έγιναν κύριοι της πόλης για δύο μέρες, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να κινητοποιήσει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα προκειμένου να τους καταστείλει.

Τον ίδιο μήνα, οι εργάτες της Δράμας μποϊκόταραν συγκεντρώσεις υπέρ του πολέμου με αποτέλεσμα να συγκρουστούν με την αστυνομία.

Αντιπολεμικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν επίσης στη Θεσσαλονίκη, στο Αγρίνιο και στην Αγιά Λάρισας, όπου μάλιστα η τοπική Πανεργατική Ένωση και επίστρατοι συνυπέγραψαν κοινό ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσαν τη νέα κυβέρνηση για «σκευωρία προς νέους πολέμους» και ζητούσαν την άμεση αποστράτευση και τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία των Σοβιέτ.56

Αυτό δεν υπήρξε το μόνο περιστατικό όπου το ταξικό εργατικό κίνημα βρέθηκε σε κοινό μέτωπο με τμήματα του στρατού. Το 1921, π.χ., στη Θεσσαλονίκη, οπλίτες που προορίζονταν για τη Μικρά Ασία αρνήθηκαν να επιβιβαστούν στα πλοία και ενώθηκαν με τους εργάτες που παρά την απαγόρευση των αστυνομικών Αρχών οργάνωσαν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις για την Εργατική Πρωτομαγιά σε συνοικίες της πόλης με αντιπολεμικά συνθήματα.57

Αγώνες σημειώθηκαν και στον αγροτικό χώρο, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του 1921. Το Μάρτη του 1921 οι αγρότες μιας σειράς περιοχών της Θεσσαλίας αρνήθηκαν να προσάγουν τα ζώα τους στην Επιτροπή Επίταξης. Το Μάη σημειώθηκαν βίαιες συμπλοκές μεταξύ αγροτών και αστυνομίας με αφορμή τις εξώσεις από τα κτήματα που καλλιεργούσαν, ενώ το καλοκαίρι οι αντιδράσεις των αγροτών της Θεσσαλίας κατά της επιστροφής των τσιφλικιών στους μεγαλογαιοκτήμονες πήραν τη μορφή γενικευμένης εξέγερσης.

Εν τέλει, όλα αυτά λειτουργούσαν υπονομευτικά ως προς την αποδοχή των πολεμικών θυσιών που απαιτούσε η αστική τάξη από τη λαϊκή πλειοψηφία, προκειμένου να πετύχει τους στόχους της.

 

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Οι αναφορές της αστικής ιστοριογραφίας στις συνθήκες που επικρατούσαν στα μετόπισθεν την περίοδο του πολέμου είναι περιορισμένες, όσο και επιλεκτικές. Δεν υπάρχουν κοινωνικές αντιθέσεις, δεν υπάρχει ένταση της εκμετάλλευσης της εργατιάς και της φτωχής αγροτιάς, δεν υπάρχουν ταξικοί αγώνες.

Το μόνο που υπάρχει, κατά τους Α. Συρίγο και Ευ. Χατζηβασιλείου (αναφερόμενοι μόνο στην περίοδο 1917-1920), είναι μια «καταπίεση» και μια «κακοδιαχείριση» και αυτά με... εισαγωγικά! Γιατί η μεν «καταπίεση» είχε να κάνει με την Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης που ήταν «προβλεπόμενη από το Σύνταγμα» και αποτελούσε διεθνή πρακτική. Η δε «κακοδιαχείριση» οφειλόταν στο ότι η «η εξουσία των βενιζελικών το 1917-1920 (...) ασκείτο όχι από τον ίδιο τον Βενιζέλο (που έλειπε στο Παρίσι) αλλά από τους επιτελείς του, οι οποίοι δεν είχαν τις δικές του ικανότητες»! Για να καταλήξουν: «Ο Βενιζέλος ήταν φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος επεδίωκε την εφαρμογή του Συντάγματος. Δεν ήταν δικτάτορας, ούτε πίστευε σε αξίες “υπερκείμενες” της φιλελεύθερης δημοκρατίας (...).»58

Εύλογα θα απορούσε κανείς κατά πόσο, π.χ., το «Ιδιώνυμο» ή οι εκτοπίσεις του Μεσοπολέμου συνάδαν με τις «αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας». Η απάντηση είναι πως η καταστολή αποτελεί οργανικό, αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της αστικής εξουσίας. Η περιστολή των –έστω και κουτσουρεμένων– ελευθεριών της αστικής δημοκρατίας είναι απολύτως «θεμιτή» και «δικαιολογημένη» όταν το αστικό κράτος περνά κάποια σημαντική δοκιμασία (όπως, π.χ., πόλεμο). Η αστική κρατική βία, που προβλέπεται από το Σύνταγμα, είναι καθ’ όλα «νόμιμη». Άρα, κανένα ζήτημα δεν προκύπτει όσον αφορά τη βία, την καταστολή και γενικότερα την περιστολή των ελευθεριών του ελληνικού λαού –πολύ δε περισσότερο του εργατικού-λαϊκού κινήματος– την περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Βενιζέλος «απορούσε» τον Αύγουστο του 1920 πώς μπορούσε να κατηγορείται «ως τύραννος», αφού «και αυτά τα δημοκρατικότατα των εθνών ανεγνώρισαν την εν περιπτώσει πολέμου ανάγκην περιορισμού των προσωπικών ελευθεριών». Και παρ’ όλ’ αυτά, «παραδόξως», κατά τον ίδιο, απειλούνταν να καταψηφιστεί «υπό του Ελληνικού Λαού, παρά τας λαμπράς επιτυχίας [σ.σ.: με τη Συνθήκη των Σεβρών], διότι ο Ελληνικός Λαός δε δύναται, ουδέ μετά τας επιτυχίας ταύτας, να συγχωρέση την αφαίρεση των ελευθεριών του»59. Μα τι αχάριστος πια αυτός ο ελληνικός λαός, που δε συμμερίζεται τις επιδιώξεις της αστικής του τάξης και δε δέχεται με «εθνική ικανοποίηση» να υπόκειται στις όποιες συνέπειες αυτής της πολιτικής!

Κατά τον Δ. Τσιριγώτη, το «μείζον στρατηγικό λάθος του Ε. Βενιζέλου» υπήρξε το ότι «δε φρόντισε να λάβει μέτρα για την εθνική συμφιλίωση μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», κάτι, που σύμφωνα με τον ίδιο, «οδήγησε στην εσωτερική υπονόμευση-απονομιμοποίηση της υψηλής του στρατηγικής»60. Γενικότερα, η έμφαση στο λεγόμενο Εθνικό Διχασμό ως «κύρια αιτία της ήττας του 1922» αποτελεί ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην αστική ιστοριογραφία, το οποίο και καλλιεργείται στη βάση του δίπτυχου «συνθήκες εθνικής ομοψυχίας» ίσον «μεγάλες πολεμικές επιτυχίες» ενώ «συνθήκες διχασμού» ίσον «τραγικές ήττες».61 Μόνο που στις επιδιώξεις της αστικής τάξης για πολεμική επέκταση στη Μικρά Ασία υπήρξε πλήρης ομοψυχία. Η δε διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης τον καιρό του Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση μια ελληνική ιδιαιτερότητα.

Το πρόβλημα για τον εργαζόμενο λαό ήταν πως αντί να αναζητήσει το δικό του επαναστατικό δρόμο, για να βρει πραγματικές λύσεις στις πολλαπλές καταπιέσεις που βίωνε, στράφηκε αρχικά στον έτερο διαχειριστή της αστικής εξουσίας. Έτσι έθεσε τις ελπίδες του στην αντιβενιζελική αστική παράταξη, όταν εκείνη κατήγγειλε την «τετραετίαν πιέσεων και τυραννίας» του Βενιζέλου, καθώς και τον πλουτισμό των «ολίγων φίλων του κ. Βενιζέλου» εις βάρος των «πολλών» που «πεινούν».62 Σύντομα ο εργαζόμενος λαός θα συνειδητοποιούσε πως με την αστική εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία, απλά άλλαζε ο τύραννος και ο εκμεταλλευτής, αλλά δεν έπαυε ούτε η τυραννία, ούτε η εκμετάλλευσή του.

 

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟ ΛΑΟ

Η διογκούμενη δυσανασχέτηση των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις αυξανόμενες πολεμικές θυσίες που της ζητούνταν είχε άμεση αντανάκλαση στο μέτωπο.

Η πείνα και η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα επηρέαζε και τους στρατιώτες στο Μικρασιατικό Μέτωπο, που με απελπισία έβλεπαν τις οικογένειές τους να δοκιμάζονται. Χαρακτηριστική υπήρξε η επιστολή έγγαμων εφέδρων το καλοκαίρι του 1920 όπου ζητούσαν να απολυθούν ένεκα των «πεινασμένων παιδιών τους» που «ψοφούν στους δρόμους από την πείνα και τη γδύμνια»63. «Οι περισσότεροι απ’ αυτούς [σ.σ.: τους στρατιώτες]», θα σημειώσει ο γιατρός και βετεράνος του Μικρασιατικού Μετώπου Π. Αποστολίδης, «υπηρετούσαν συνεχώς επί τρία ή και περισσότερα χρόνια. Φτωχοί αγρότες οι περισσότεροι, είχαν αφήσει πίσω στο χωριό τους μανάδες, αδελφάδες ή και μικρά παιδιά που βολοκοπούσαν για να εξοικονομήσουν το ξεροκόμματο της ημέρας»64.

Και στο ίδιο το μέτωπο, όμως, οι συνθήκες υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολες. Τα προβλήματα στην τροφοδοσία, που επιδεινώθηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Σαγγάριο και έπειτα, προκάλεσαν πείνα στο στράτευμα, οδηγώντας πολλούς στρατιώτες στη λεηλασία (της τουρκικής υπαίθρου) προκειμένου να αυτοσυντηρηθούν.

Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές διακρίσεις που διέτρεχαν τη στρατιωτική ιεραρχία καλλιέργησαν στους κληρωτούς έντονα αισθήματα περί αδικίας και περιφρόνησης από τους αξιωματικούς. Κατά την κρίσιμη περίοδο 1921-1922, οι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν ότι αδιαφορούσαν για τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ότι απέφευγαν τους κινδύνους της μάχης και ότι στα δύσκολα εγκατέλειπαν τους άνδρες τους στην τύχη τους. Όταν δε η Μικρασιατική Εκστρατεία έφτασε σε αδιέξοδο μετά και την αποτυχία της κατάληψης της Άγκυρας, η διάχυτη αίσθηση περί αδιαφορίας των ανωτέρων μετατράπηκε σε πεποίθηση περί εγκατάλειψης τους, πυροδοτώντας επεισόδια οργής εναντίον τους.

Τέλος, η συχνότητα των τραυματισμών, των ακρωτηριασμών και των θανάτων συμπολεμιστών, η γενικότερη αγριότητα και φρίκη του πολέμου, είχε σοβαρό αντίκτυπο στη ψυχολογία και τη συνείδηση των στρατιωτών, καταρρίπτοντας τις αστικές εξιδανικεύσεις για τον πόλεμο.

Οι ωμότητες που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (βιασμοί, δολοφονίες, λεηλασίες και πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών),65 αν και δεν προκάλεσαν ομαδικές δυναμικές αντιδράσεις, ωστόσο οδήγησαν αρκετούς φαντάρους στο να αμφισβητήσουν το μύθο περί «εκπολιτιστικού ρόλου» του Ελληνικού Στρατού. Ένας έφεδρος λοχίας, τραυματίας της μάχης της Κιουτάχειας, θα σχολιάσει σε επιστολή του τα περί απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας από το «βάρβαρο ζυγόν» και τα περί μετάδοσης του «πολιτισμού εις όλους ανεξαιρέτως φυλής και θρησκεύματος», που προπαγάνδιζε ο αστικός Τύπος, σημειώνοντας ειρωνικά πως στην Κιουτάχεια «ομαδικώς έγιναν οι δωρεές του πολιτισμού!»66.

Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες του μετώπου ευνόησαν τη σφυρηλάτηση ισχυρών δεσμών αλληλεγγύης και συλλογικότητας ανάμεσα στους φαντάρους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια της αντίθεσης μεταξύ του «εμείς» και «αυτοί», στην εκδήλωση ανυπακοής και απειθαρχίας απέναντι στη διοίκηση του αστικού στρατού.

Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις γύρω από τα κοινά προβλήματα και τις κοινές αγωνίες σύντομα εξελίχτηκαν σε εκδηλώσεις αμφισβήτησης των αποφάσεων της στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και του κυρίαρχου αφηγήματος για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο γενικότερα: «Γίνονται αναλύσεις για το ποιος έφταιξε, γιατί ελήφθη μια συγκεκριμένη απόφαση, προτάσεις για το τι έπρεπε να γίνει. Οι δήθεν υπεύθυνοι καταδικάζονται ερήμην και βέβαια εισέρχονται μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα: τι θέλουμε εμείς εδώ, γιατί σκοτωνόμαστε, τι θα κερδίσουμε.»67

Η κυριότερη μορφή ανυπακοής και απειθαρχίας ανάμεσα στους κληρωτούς στρατιώτες και τους εφέδρους υπήρξε η λιποταξία και η ανυποταξία.

Το φαινόμενο δεν ήταν καινούριο. Ήδη από την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου είχαν σημειωθεί λιποταξίες στη Σάμο (1914) και τη Χαλκιδική (1916), έως και ανταρσίες στις μονάδες της Παλαιάς Ελλάδας (1918), που μάλιστα είχαν υποστηριχτεί ποικιλοτρόπως από τον άμαχο πληθυσμό και κυρίως τις γυναίκες –συγγενείς και συζύγους των στρατευμένων.68 Για να αντιμετωπιστεί μάλιστα η κατάσταση νομοθετήθηκαν μια σειρά ποινικές κυρώσεις, όχι μόνο για τους λιποτάκτες και τους ανυπότακτους, αλλά και για τους συγγενείς τους. Επίσης, δεν έλειψαν οι εκτελέσεις προκειμένου να αποκατασταθεί η πειθαρχία στο στράτευμα.69

Ωστόσο, την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας η λιποταξία και η ανυποταξία έλαβαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Όταν στα μέσα του 1921 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση, προσήλθε στα όπλα μόλις το 58,25% των κληθέντων (δηλαδή κάτι παραπάνω από τους μισούς). Στην περιφέρεια Αθηνών οι ανυπότακτοι έφτασαν το 70%.70 Σύμφωνα με εκτίμηση της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης Παλαιάς Ελλάδας για το σύνολο της χώρας (συμπεριλαμβανομένης και της Μικράς Ασίας) οι ανυπότακτοι υπερέβησαν τους 300.000, όσοι δηλαδή ήταν περίπου και οι στρατεύσιμοι. Επιπροσθέτως, την 1η Γενάρη 1922, οι λιποτάκτες από την Παλαιά Ελλάδα, την Κρήτη και τα νησιά του Αρχιπελάγους ανέρχονταν σε 85.000 περίπου.71 Με άλλα λόγια, το 1921-1922, εκδηλώθηκε μια γενικευμένη άρνηση συμμετοχής των λαϊκών μαζών στον πόλεμο.

Την ίδια περίοδο άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια ενεργούς ανυπακοής και απειθαρχίας στο ίδιο το στράτευμα (άρνηση εκτέλεσης διαταγών, άρνηση μάχης, εγκατάλειψη θέσεων κλπ.).

Η σημαντικότερη στάση στο μέτωπο εκδηλώθηκε το Σεπτέμβρη του 1921 σε μονάδες της 1ης Μεραρχίας Θεσσαλίας, που βρίσκονταν ήδη δύο χρόνια στο μέτωπο, ενώ είχε δώσει αλλεπάλληλες σκληρές μάχες στο τετράμηνο που προηγήθηκε. Στις 24 Σεπτέμβρη η 1ης Μεραρχία έφτασε στην τοποθεσία Ιν Τεπέ, όπου παρά τη δυσφορία των στρατιωτών για τη συνέχιση των επιχειρήσεων, δόθηκαν σφοδρές μάχες για την κατάληψη του υψώματος με τεράστιες απώλειες. Αυτό όμως ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μπρος στις εικόνες των νεκρών και των τραυματιών, οι οπλίτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Η αντίδραση του Μέραρχου Αθ. Φράγκου στις απώλειες ήταν αποκρουστική: «Αν έχουμε απώλειες δε με νοιάζει. Δεν τους πήρα με το μέτρο. Ας σκοτωθούνε όσοι-όσοι.» Καθώς όμως τα λεγόμενά του διαδόθηκαν αστραπιαία στις μονάδες της Μεραρχίας προκλήθηκαν σφοδρότατες αντιδράσεις, με απαρχή το 1/38 ΣΕ Καρδίτσας, που αρνήθηκε να επιτεθεί. Ολόκληρος λόχος τσολιάδων εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. «Αν ου ο Φράγκος, ουρέ παιδιά, δε μας ιέχει λουογαριάζει, μας λουογαριάζει η μάννα μας. Καθήστε κάτου, ουρέ παιδιά. Δεν πάμε πουθενά, κυρ-λουοχαέ.» Αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και σε μονάδες που μεταφέρθηκαν προς υποστήριξη της 1ης Μεραρχίας, όπως το 4ο εφεδρικό τάγμα του 4ου ΣΠ και το 11ο ΣΠ Τρίπολης.72

Κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού μετά τη διάρρηξη του μετώπου οι διαταγές των αξιωματικών γνώρισαν την πλήρη απαξίωση. Χαρακτηριστικά, στον τομέα του Ουσάκ, τμήματα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας (Στερεά Ελλάδα) αρνήθηκαν να πολεμήσουν στρεφόμενοι εναντίον των αξιωματικών. Σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Τρικούπη, οι οπλίτες «εξετρέποντο εις ύβρεις εναντίον των αξιωματικών και ηπείλων να επιτεθώσιν εναντίον τους και τους παραδώσωσιν εις τους Τούρκους εάν επέμενον να τους θυσιάσωσιν ανωφέλως όπως διατείνοντο»73.

Αντίστοιχα, οι στρατιώτες των μονάδων της Θράκης αρνήθηκαν να μεταβούν στη Μικρά Ασία για να ενισχύσουν το μέτωπο, απειλώντας ακόμη και με γενική εξέγερση αν η κυβέρνηση δεν προχωρούσε σε άμεσο τερματισμό του πολέμου και αποστράτευση.74

Στο τέλος του πολέμου, λοιπόν, είχαν δημιουργηθεί σημαντικές ρωγμές στην ιεραρχική δομή του στρατού. Οι στρατιώτες αρνούνταν πλέον να πολεμήσουν για μια υπόθεση που δε θεωρούσαν δική τους ή την εκτιμούσαν ως εκ προοιμίου χαμένη. Βεβαίως, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις (όπως, π.χ., στη Ρωσία το 1917 ή στη Γερμανία το 1918-1919), αυτό δε συνοδεύτηκε από μια πιο ενεργή-μαχητική αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Επρόκειτο για ένα ξέσπασμα το οποίο, ωστόσο, δε μετεξελίχτηκε σε μια γενικευμένη εξέγερση.

Οι στάσεις και οι ανταρσίες στο μέτωπο, πάντως, είχαν και πολιτικό χαρακτήρα. Οι λιποτάκτες και οι απείθαρχοι στρατιώτες πρόβαλλαν ένα σαφές αίτημα: τον τερματισμό του πολέμου και την αποστράτευση. Το αίτημα αυτό είχε εκφραστεί ήδη από το 1918, ενώ αποτυπώθηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα του Νοέμβρη του 1920, δίχως ποτέ να υλοποιηθεί. Η κορύφωση του φαινομένου από το Σεπτέμβρη του 1921 και μετά, δείχνει ότι υπήρξε πρωτόλεια μια μορφή σύγκρουσης με τους εκπροσώπους της κυρίαρχης εξουσίας στο μέτωπο (δηλαδή τη στρατιωτική ηγεσία και το Σώμα των Αξιωματικών), χωρίς όμως να λάβει πιο ώριμα, πολιτικά χαρακτηριστικά φτάνοντας ως το επίπεδο αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας.

Η αστική προσπάθεια εξιδανίκευσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου (με όρους «εθνικής υπόθεσης», «εθνικού πεπρωμένου», «εθνικής δόξας» κλπ.) αποδομούνταν όμως και από την απαξία των θυμάτων της πολιτικής της. Τα μηνιαία επιδόματα και οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου ήταν πράγματι εξευτελιστικά, μην καλύπτοντας ούτε καν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Οι ανάπηροι και τραυματίες των αλλεπάλληλων πολέμων κατέληγαν συχνά ζητιάνοι στους δρόμους των πόλεων. Οι δε χήρες και τα ορφανά των θανόντων αντιμετωπίζονταν απαξιωτικά από τις υπηρεσίας πρόνοιας. Σε έκθεσή του προς το υπουργείο Στρατιωτικών μετά το 3ο Διασυμμαχικό Συνέδριο της Ρώμης το Δεκέμβρη του 1918, ο Ρ. Λιβαθινόπουλος χαρακτήριζε την πολιτική του ελληνικού κράτους για τους ανάπηρους και τραυματίες πολέμου ως «ανεπαρκή», υποστηρίζοντας ότι τα «πενιχρά μηνιαία επιδόματα» δε «δημιουργούσι πολίτας, καταρρίπτουσι τουναντίον και το ηθικόν φρόνημα και την ανδρικήν υπερηφάνειαν»75.

Τα θύματα όμως των πολέμων δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια και σιγά-σιγά άρχισαν να οργανώνουν τον αγώνα τους για τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετώπιζαν ως απόρροια της απαξίωσής τους από το αστικό κράτος. Σημαντικό σταθμό αποτέλεσε η κινητοποίηση των φυματικών του σανατορίου «Σωτηρία» τον Αύγουστο του 1921. Παρά την επιστράτευση ισχυρής αστυνομικής δύναμης εναντίον τους (που χρησιμοποίησε ακόμη και σφαίρες για να τους διαλύσει) και τη μετατροπή του σανατορίου σε πραγματικό πεδίο μάχης, οι φυματικοί άντεξαν και συνέχισαν τον αγώνα τους. Η κινητοποίηση των φυματικών του «Σωτηρία» σηματοδότησε σημαντικές διεργασίες ανάμεσα στα θύματα του πολέμου, αφού τέθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα το ζήτημα της περίθαλψης των φθισικών βετεράνων και αναπήρων πολέμου που επέστρεφαν από το μέτωπο άποροι, χωρίς κρατική πρόνοια, ενώ αμφισβητήθηκε πλέον ευθέως ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος από το ίδιο το κράτος. Κομβική υπήρξε επίσης η απόφαση για τη συγκρότηση πανελλαδικής οργάνωσης των νοσηλευομένων στα νοσοκομεία.

Κατά την τελευταία διετία της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1921-1922), το κίνημα Αναπήρων, Τραυματιών και Θυμάτων Πολέμου γνώρισε γενικά σημαντική ανάπτυξη στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη). Επίσης –κρίσιμα– συνδέθηκε με το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, με τη ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ (Κ), υιοθετώντας την καταπολέμηση των τάσεων «προς δημιουργίαν νέων πολέμων» ως καθήκον και την πάλη των τάξεων ως μέσο προώθησης των αιτημάτων τους για κοινωνική πρόνοια και εργασία.76 Το κίνημα αυτό διεκδίκησε δυναμικά τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των θυμάτων πολέμου. Το Μάη του 1922 μάλιστα, σε μια περίοδο δηλαδή κορύφωσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, διοργάνωσε μαζικό και μαχητικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή, το οποίο κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Η κινητοποίηση αυτή υποστηρίχτηκε από στρατιώτες και ναύτες που αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ, την εργατική τάξη, το ΣΕΚΕ (Κ), νοσηλευόμενους τραυματίες και το Σύνδεσμο Χηρών και Ορφανών Πολέμου.

Οι οργανώσεις των χηρών και ορφανών πολέμου επιδίωξαν αντίστοιχα τη συνεργασία με τη ΓΣΕΕ και πολιτικοποιήθηκαν, ασκώντας αντιπολεμική κριτική και ανάγοντας το ζήτημα της προστασίας της οικογένειας σε κοινωνικό πρόβλημα.77 Η αδυναμία αναπλήρωσης του οικονομικού κενού που άφηναν τα στρατευμένα μέλη της οικογένειας, η επιδείνωση της φτώχειας και η μη υλοποίηση του αιτήματος για ειρήνη και αποστράτευση πυροδότησε ρήξεις και κινητοποίηση για την επιβολή τους.78 Οι Ενώσεις Θυμάτων Στρατού μετά το 1922 συνδύαζαν πλέον τις κοινωνικές διεκδικήσεις με έναν έντονο αντιπολεμικό λόγο.79

 

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος συνέβαλε ποικιλόμορφα στη ριζοσπαστικοποίηση στις γραμμές των στρατευμένων εργατών και αγροτών.

Πριν καν έρθουν σε επαφή με τους κομμουνιστές στα μέτωπα και τα μετόπισθεν του πολέμου, οι στρατευμένοι που βρέθηκαν εκτός συνόρων ήρθαν σε επαφή με τις ραγδαίες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συγκλόνιζαν την ευρωπαϊκή ήπειρο στον απόηχο της επαναστατικής θύελλας που ξεσήκωσε η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Έτσι, οι αιχμάλωτοι του Δ΄ Σώματος Στρατού, που στη διάρκεια του πολέμου στάλθηκαν στο Γκέρλιτς και εργάστηκαν στις γερμανικές βιομηχανίες, όχι μόνο έζησαν την επανάσταση στη Γερμανία, αλλά κάποιοι μετείχαν κιόλας στο τοπικό Σοβιέτ. Αντίστοιχα, κατά την Ουκρανική Εκστρατεία (1919) οι Έλληνες στρατιώτες έγιναν μάρτυρες των ταξικών αντιθέσεων και των ριζοσπαστικών μετασχηματισμών της ρωσικής κοινωνίας, ενώ κάποιοι από αυτούς οσμώθηκαν με τις επαναστατικές ιδέες. Καθώς πολλοί εξ αυτών θα βρεθούν και πάλι στο μέτωπο (εκείνο της Μικράς Ασίας) θα γίνουν φορείς και εστίες ζύμωσης των επαναστατικών ιδεών στους συναδέλφους τους.

Άλλος δίαυλος ριζοσπαστισμού στο Μικρασιατικό Μέτωπο υπήρξαν οι ίδιοι οι στρατιώτες που επέστρεφαν από τις άδειες ή τη νοσηλεία τους στην Ελλάδα, καθώς και οι απεργοί που στέλνονταν τιμωρητικά στη Μικρά Ασία. Όλοι οι παραπάνω λειτουργούσαν ως «μεταφορείς» των κοινωνικών εντάσεων και των πολιτικών ζυμώσεων που λάμβαναν χώρα στα μετόπισθεν στο ίδιο το μέτωπο και ως «μεταφορείς» της φρίκης του ιμπεριαλιστικού πολέμου στα μετόπισθεν. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, οι εργατικοί-λαϊκοί αγώνες και η αντιπολεμική δράση που εξελίσσονταν στην Ελλάδα αλληλοεπιδρούσαν με τη δυσαρέσκεια και την αντιπολεμική δράση των στρατιωτών του μετώπου.

Άλλωστε η αντιπολεμική ζύμωση ξεκινούσε από τα έμπεδα των νεοσύλλεκτων κιόλας. Η ύπαρξη ισχυρών Κομματικών Οργανώσεων και ταξικών σωματείων κοντά στα έμπεδα αυτά ευνόησε τη δημιουργία αντιπολεμικών πυρήνων στο στρατό. Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε η σχετική δουλειά που έγινε μεταξύ των στρατευμένων καπνεργατών σε Καβάλα και Δράμα.

Βασικός όμως φορέας των επαναστατικών ιδεών στο μέτωπο ήταν τα στρατευμένα μέλη και στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ). Συνολικά, αντιπολεμική δράση αναπτύχθηκε σε 29 μονάδες, από τα έμπεδα έως την πρώτη γραμμή.80 Μετά τις επιστρατεύσεις της Άνοιξης του 1921, η ήδη αναπτυσσόμενη αντιπολεμική δράση μπόρεσε να αποκτήσει και ενιαία καθοδήγηση-οργάνωση, με τη συγκρότηση τριμελούς Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ(Κ) στο μέτωπο.

Ο ρόλος του ΣΕΚΕ(Κ) στην οργάνωση και προσανατολισμό της εργατικής-λαϊκής αντίδρασης σε ενιαία ριζοσπαστική κατεύθυνση υπήρξε γενικότερα καταλυτικός.

Η όξυνση των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στην Ελλάδα και στη Στρατιά Μικράς Ασίας, σε συνδυασμό με τη δράση των κομμουνιστών φαντάρων στις γραμμές του στρατεύματος, οδήγησε σε μια ζύμωση, η οποία δεν πέρασε απαρατήρητη. Όπως αναφέρεται σε έκθεση του Στρατού, «κατά το διάστημα της απραξίας εν Μικρά Ασία [σ.σ.: την περίοδο μεταξύ της ήττας στο Σαγγάριο της αντεπίθεσης του Κεμάλ] οπλίται και άλλα άτομα διαφόρων κοινωνικών τάξεων, εύρον την ευκαιρίαν να ενσταλάξωσι τας ιδέας ταύτας εις τους οπλίτας οίτινες κεκμηκότες εκ της μακροχρονίου εκστρατείας και ουδεμίαν βλέποντες διέξοδον, ασμένως εδέχοντο τας ιδέας ταύτας, ως μέσον απολυτρώσεως εκ των δεινών του πολέμου»81.

Όταν κηρύχτηκε η αποστράτευση των μονάδων του μετώπου (Σεπτέμβρης 1922) ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας-Ηπείρου Αχ. Καλευράς έγραφε στον Ε. Βενιζέλο πως οι στρατιώτες επέστρεφαν στις εστίες τους με «αξιοθρηνήτως αρρωστημένη ψυχή» και πως το Μικρασιατικό Μέτωπο «υπήρξε Σχολή ακονίσασα ολίγον την σκέψιν και των κατωτέρων διανοητικώς πολεμιστών». Επεσήμανε δε πως η πλειοψηφία των απολυθέντων στρατιωτών που προέρχονταν από λαϊκά στρώματα «ήλθε βουτηγμένη εις τον κομμουνισμόν»82.

 

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΥΠΌ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Όσον αφορά την αστική ιστοριογραφία, η φρίκη του πολέμου, οι άθλιες συνθήκες του μετώπου, η απαξίωση των θυμάτων και των οικογενειών τους στα μετόπισθεν και γενικότερα όλοι εκείνοι οι παράγοντες που συντέλεσαν στη σταδιακή/ορισμένη αποστασιοποίηση ή και αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής από τα στρατευμένα εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα, αντιμετωπίζονται ωσάν να μην υπήρξαν ποτέ.

Οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου, π.χ., θα αφιερώσουν στο βιβλίο τους των 252 σελίδων μόλις 14 γραμμές σχετικά με το θέμα και αυτές για να «εξηγήσουν» απλά γιατί το «ηθικό των στρατιωτών ήταν εξαιρετικά χαμηλό» (ως παράγοντα κατάρρευσης του μετώπου το 1922). Εκεί, θα αναφερθούν μονολεκτικά τα «σοβαρά προβλήματα επιβιώσεως» που προκαλούσε στις οικογένειες των στρατευμένων «η μακρόχρονη απουσία των ανδρών από τις εστίες τους», οι «συχνές (...) λιποταξίες και ανυποταξίες», η πεποίθηση περί «ματαίου της συνεχιζόμενης εκστρατείας» που «είχε δημιουργήσει (...) η έλλειψη προοπτικής» του πολέμου κλπ.83

Πουθενά, φυσικά, δε γίνεται νύξη περί μιας ορισμένης –έστω και διαβαθμισμένα συνειδητής– εναντίωσης του ελληνικού λαού στις πολεμικές επιδιώξεις της αστικής του τάξης. Ούτε λόγος για την ανάπτυξη του κινήματος των αναπήρων κ.ά. θυμάτων πολέμου και τη «συνάντησή» του με το εργατικό κίνημα. Ακόμη και οι λιποταξίες-ανυποταξίες δεν ήταν απλά «συχνές», όπως αναφέρεται σχετικά, αλλά έφτασαν να αφορούν το ήμισυ των κληθέντων στα όπλα.

Όλα αυτά περιορίζονται σε μια γενική και αόριστη «κόπωση», η οποία μάλιστα εντοπίζεται χρονικά μόνο στην τελευταία φάση της μικρασιατικής εκστρατείας, όταν δηλαδή τη διαχείριση του πολέμου είχε η αντιβενιζελική αστική παράταξη.

Παρόμοια προσέγγιση παρατηρεί κανείς και στο έργο του Σπ. Πλουμίδη, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος, όπου παρά τις έμμεσες αναφορές στις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο (κυρίως ως παράθεση μαρτυριών, δίχως περαιτέρω εμβάθυνση) και μια ακόμα πιο έμμεση νύξη ως προς τις διεργασίες ταξικής αφύπνισης των στρατευμένων (που περιορίζονται σε μια «διαίρεση εις ευνοημένους και μη» στρατολογικά), το επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι εκείνο της «ψυχικής κόπωσης», το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν είχε επιλεχθεί καλύτερη ηγεσία στο στράτευμα, η οποία και θα φρόντιζε για την απαιτούμενη «ισχυρή τόνωση του ηθικού του». «Αυτή η παραγνώριση της εξελισσόμενης πραγματικότητας από τη μετανοεμβριανή στρατιωτική (και πολιτική) ηγεσία», θα καταλήξει ο συγγραφέας, «στοίχισε ακριβά στην Ελλάδα»84.

Βεβαίως, η εναντίωση στον πόλεμο, δεν ήταν κάτι το τόσο επιφανειακό, ούτε εμφανίστηκε αποκλειστικά ως το αποτέλεσμα μιας «κακής διαχείρισης» του πολέμου από την αντιβενιζελική αστική παράταξη και μόνο. Σημάδια πολεμικής κόπωσης προϋπήρχαν πολύ πριν το 1921-1922 όταν και γενικεύτηκαν. Το αίτημα για τερματισμό του πολέμου και αποστράτευση επαναλαμβανόταν ήδη από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918.

Και όμως, οι Α. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου, ισχυρίζονται πως το 1920 δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα και πως –σε αντίθεση με την επικρατούσα εντύπωση– δεν υπήρξε ένα από τα βασικά διακυβεύματα-κριτήρια ψήφου στις εκλογές του Νοέμβρη. Βασικό τους επιχείρημα αποτελεί το ότι η συνέχιση ή μη του πολέμου δεν μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης στις εκλογές γιατί «πολύ απλά» «ο πόλεμος είχε λήξει» (!) «με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, δηλαδή της Συνθήκης των Σεβρών» και πως στη Μικρά Ασία δεν υπήρχαν παρά «αψιμαχίες».85

Φυσικά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, η Συνθήκη των Σεβρών δεν εξασφάλισε καμιά ειρήνη, γιατί οι όροι της ιμπεριαλιστικής νομής που ενσωμάτωνε, οι αντιθέσεις συμφερόντων που περιέκλειε, είχαν ήδη γεννήσει την επόμενη πολεμική σύγκρουση, η οποία μάλιστα βρισκόταν σε εξέλιξη όταν έπεφταν οι υπογραφές. Το γεγονός δε ότι ο συνεχιζόμενος πόλεμος είχε δημιουργήσει ήδη πολλά και ποικίλα προβλήματα στο ελληνικό αστικό κράτος αποτυπώνεται κατηγορηματικά στην επιστολή του Ε. Βενιζέλου στο Βρετανό ομόλογό του Ντ. Λόιντ Τζορτζ λίγες μόλις μέρες πριν τις εκλογές του Νοέμβρη (στις 5.10.1920), στην οποία του διεμήνυε πως η «διατήρηση [του ελληνικού στρατού] σε εμπόλεμη κατάσταση καθίσταται πλέον αδύνατη από πολιτική και οικονομική άποψη», προτείνοντας να περάσει το πρόσταγμα της όλης επιχείρησης στις βρετανικές δυνάμεις, με τον ελληνικό στρατό να αναλαμβάνει συνεπικουρικό ρόλο.86 Μετά την εκλογική του ήττα ο Ε. Βενιζέλος θα δηλώσει ξεκάθαρα πως «κατά τας εκλογάς επεκράτησε το ζήτημα της επιστρατεύσεως» και πως το αποτέλεσμα της κάλπης οφειλόταν «εις την εκ του πολέμου κόπωσιν»87.

Το εκλογικό αποτέλεσμα εμπεριείχε αναμφίβολα –με διαβαθμίσεις συνειδητότητας– το στοιχείο της καταδίκης του πολέμου. Άλλωστε η ίδια η βενιζελική αστική παράταξη είχε προσδώσει στην εκλογική αναμέτρηση το χαρακτήρα δημοψηφίσματος επί της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου (πιστεύοντας πως αυτό ήταν το «δυνατό» της χαρτί). Όπως τόνιζε με εμφατικό τρόπο από το πρωτοσέλιδο της βενιζελικής εφημερίδας Πατρίς παραμονές των εκλογών ο διευθυντής της Γ. Βεντήρης: «Το περιεχόμενον της προσεχούς εκλογικής ετυμηγορίας θα απευθύνεται αναγκαίως και ολοκλήρως εις την εξωτερικήν πολιτικήν της χώρας. (...) Η ψήφος (...) θα θεωρηθή ψήφος της Συνθήκης του Νεϊγύ και των Σεβρών, θα αποτελέση δε έγκρισιν ή αποδοκιμασίαν της πολιτικής ήτις ωδήγησε την Ελλάδαν εκδικήτριαν κατέναντι της Πύλης του Ρωμανού.»88

Όσο λοιπόν και αν πασχίζει η σύγχρονη κυρίαρχη μερίδα της αστικής ιστοριογραφίας να πείσει πως στις εκλογές του Νοέμβρη του 1920 δεν εκφράστηκε μια –έστω ορισμένη, πλην σημαντική– διάσταση του λαού με τις αστικές πολεμικές επιδιώξεις της εποχής, η ιστορική πραγματικότητα στέκει αμείλικτη.

 

ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Η συμμετοχή του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου όξυνε τις κοινωνικοταξικές αντιθέσεις και οδήγησε σε μια ορισμένη αμφισβήτηση, απονομιμοποίηση και εν τέλει αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας.

Τα σημάδια αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας έγιναν πιο έντονα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1921 όταν η σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατιάς και της αγροτιάς συνδυάστηκε με την άνοδο των ταξικών αγώνων, με τη σχετική αποδόμηση των κυρίαρχων αστικών επιχειρημάτων για τον πόλεμο, με την απώλεια κύρους και των δύο κυρίαρχων αστικών πολιτικών παρατάξεων, με τους τριγμούς στις διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης και με το γενικότερο πολλαπλασιασμό των εστιών αμφισβήτησης της εξουσίας, τόσο στα μετόπισθεν όσο και στο μέτωπο.

Βεβαίως, η αστική εξουσία και το κράτος της, δεν είχαν απωλέσει ακόμη την πρωτοβουλία των κινήσεων, όσον αφορά τις δυνατότητες αντιμετώπισης (είτε μέσω της ενσωμάτωσης είτε μέσω της καταστολής) των κινήσεων και των ζυμώσεων που θα μπορούσαν εν δυνάμει να εξελιχτούν σε ένα επαναστατικό κίνημα ανατροπής τους.

Όλα όμως θα μπορούσαν να συμβούν σε συνθήκες όπου η ήττα της αστικής εξουσίας στο πολεμικό πεδίο θα συναντιόταν με την οργανωμένη –ταξικά προσανατολισμένη– εξέγερση εργαζόμενου λαού και στρατού. Αυτό εξάλλου είχε μόλις πρόσφατα αποδειχτεί στη ζωή με τη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία.

Την κρίσιμη στιγμή της στρατιωτικής ήττας εργαζόμενος και στρατευμένος λαός έμοιαζε όντως με καζάνι που βράζει. Δικαιολογημένα ο Βρετανός πρέσβης Fr. Lindley σημείωνε τον κίνδυνο οι στρατιώτες «να ξυπνήσουν και να καταλάβουν (...) πως τώρα έχουν την εξουσία στα χέρια τους»89.

Για να βαθύνουν όμως οι ρωγμές στην αστική εξουσία, απαιτούνταν και η καταλυτική ζύμωση και δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος σε επαναστατική κατεύθυνση, κάτι το οποίο, ωστόσο, δε συνέβη.

Η δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης του επαναστατικού υποκειμένου –δηλαδή του ΣΕΚΕ(Κ)– έναντι του ιμπεριαλιστικού πολέμου υπονομευόταν εξαρχής από μια σειρά παράγοντες.

Ένας εξ αυτών υπήρξε, βεβαίως, η καθυστερημένη ίδρυσή του σε σχέση τόσο με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης όσο και των Βαλκανίων. Πράγματι, η εργατική τάξη στην Ελλάδα απέκτησε πανελλαδική συνδικαλιστική οργάνωση και πολιτική έκφραση μόλις το 1918, δηλαδή στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου (κατά τη διάρκεια του οποίου η πολιτική παρέμβαση των σοσιαλιστών ήταν περιορισμένη, αποσπασματική, πολυκερματισμένη και –στις πλείστες των περιπτώσεων– σε ρεφορμιστική κατεύθυνση). Έτσι, τα πρώτα 6 χρόνια της πολεμικής εμπλοκής του ελληνικού αστικού κράτους (από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως και το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου), η ταξική πολιτική ζύμωση στις εργατικές-λαϊκές μάζες ήταν εξαιρετικά αδύναμη.

Αλλά και οι εργατικές-λαϊκές μάζες όμως δεν αποτελούσαν ένα ομοιογενές σύνολο, καθώς ένα σημαντικό τμήμα τους είχε μόλις προσφάτως ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια (οι λεγόμενες και «Νέες Χώρες»), ενώ ήταν και εθνοτικά/θρησκευτικά ανομοιογενές (ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι, σλαβόφωνοι/χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι κλπ.). Οι αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις των διαφόρων «εθνικών» αστικών τάξεων στη Βαλκανική, καθώς και η συνύπαρξη της ταξικής εκμετάλλευσης με την εθνική καταπίεση, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο το τράβηγμα των εκμεταλλευόμενων μαζών από την αστική πολιτική και την οργάνωσή τους σε διεθνική ταξική βάση-κατεύθυνση.

Το πρόβλημα ήταν ακόμη πιο έντονο στα εδάφη της Μικράς Ασίας, όπου οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας συγκρούστηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Η αγριότητα του πολέμου (που εκδηλώθηκε με εξαιρετική βαναυσότητα απέναντι στους εκατέρωθεν άμαχους πληθυσμούς), οι προϋπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις, καθώς και η αδύναμη προϋπάρχουσα συνδικαλιστική/σοσιαλιστική παράδοση στην περιοχή έθεσαν σοβαρά εμπόδια στην ταξική αφύπνιση και κοινή οργάνωση και πάλη Ελλήνων και Τούρκων εργαζόμενων στη Μικρά Ασία.

Όταν δε εκδηλώθηκε έστω μια κάποια προσπάθεια συντονισμού της πάλης των Ελλήνων εργαζομένων στη Μικρά Ασία με τους συναδέλφους τους στην Ελλάδα (όπως, π.χ., κατά την απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων τον Ιούνη του 1919), αυτή καταστάλθηκε αμέσως.

Με την ίδρυση του ΣΕΚΕ συντελέστηκε αναμφίβολα ένα απαραίτητο –όσο και κομβικής σημασίας– βήμα προς την πολιτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς στη χώρα μας. Ωστόσο, η κατάκτηση του επαναστατικού προσανατολισμού του νεαρού κόμματος δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη. Παρά την επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης, η διαπάλη μεταξύ των επαναστατικών και των ρεφορμιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό του Κόμματος –εφόσον οι τελευταίες δεν ξεκαθαρίστηκαν εξαρχής–90 δεν άργησε να φουντώσει, τροφοδοτούμενη τόσο από την υποχώρηση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος κατά την περίοδο όπου κορυφωνόταν ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος όσο και από την όξυνση της αστικής καταστολής κατά το ίδιο διάστημα.

Η επικράτηση της ρεφορμιστικής πτέρυγας του Κόμματος στην πιο κρίσιμη φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1921-1922) είχε καταλυτικό αντίκτυπο στο περιεχόμενο και την κατεύθυνση της αντιπολεμικής ζύμωσης στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Ακολούθως, υιοθετήθηκαν ως στόχοι ο τερματισμός του πολέμου και η αποστράτευση και όχι η ταξικά αυτοτελής ανάπτυξη της εργατικής-λαϊκής πάλης στην κατεύθυνση της επαναστατικής αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας, της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση. Στις πλέον κρίσιμες στιγμές λοιπόν για την εξέλιξη της ταξικής πάλης η ρεφορμιστική στροφή του ΣΕΚΕ(Κ) ακύρωνε την οποιαδήποτε δυνατότητα για επαναστατική διέξοδο στα αδιέξοδα της αστικής πολιτικής.

Βεβαίως, αυτό δε σημαίνει πως η ύπαρξη επαναστατικής γραμμής θα οδηγούσε απαραίτητα και σε επαναστατική κατάσταση ή επανάσταση. Πράγματι, «η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και τους υποκειμενικούς παράγοντες της σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως και της επίδρασης της προγενέστερης ταξικής πάλης στην εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης αποτελούν ένα ιδιαίτερα σύνθετο θεωρητικό ζήτημα. Το σίγουρο είναι ότι στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, από ένα σημείο και πέρα, μόνο η επαναστατική στρατηγική και η σχεδιασμένη και οργανωμένη επαναστατική δράση του υποκειμενικού παράγοντα είναι αυτή που μπορεί να αξιοποιήσει τις όποιες ρωγμές της καπιταλιστικής εξουσίας, τα όποια σημάδια αποσταθεροποίησής της, για να διαμορφώσει μια κοινωνική-ταξική συμμαχία με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη που θα την αμφισβητεί, επιδιώκοντας την ανατροπή της και την κατάχτηση της εργατικής εξουσίας»91.

Σε κάθε περίπτωση, η ρεφορμιστική στροφή του ΣΕΚΕ(Κ) κατά την κορύφωση του πολέμου στη Μικρά Ασία δεν αποσόβησε τους φόβους της κυβερνώσας Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και συνολικότερα του αστικού πολιτικού συστήματος γύρω από τη σταθερότητα της καπιταλιστικής εξουσίας. Οι πρώτες ρωγμές, άλλωστε, είχαν δημιουργηθεί αντικειμενικά κατά την εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η πιθανότητα μιας απότομης διόγκωσής τους σε περίπτωση ήττας των πολεμικών επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης στη Μικρά Ασία (που διαφαινόταν όλο και περισσότερο ως πιθανό σενάριο), εγκυμονούσε κινδύνους, που έπρεπε να διαχειριστούν (δεδομένου μάλιστα ότι οι αντιβενιζελικοί δε διέθεταν τα ερείσματα –άρα και τις δυνατότητες χειραγώγησης– του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που είχαν οι βενιζελικοί). Στη δοσμένη φάση αυτό μεταφράστηκε σε όξυνση της καταστολής και λήψη έκτακτων μέτρων με σκοπό την ανέγερση όσο το δυνατόν περισσότερων αναχωμάτων σε μια μελλοντική ορμητική άνοδο του εργατικού κινήματος κατά τους κρίσιμους μήνες που θα ακολουθούσαν.

Εν τέλει, η αστική εξουσία κατάφερε να ενσωματώσει τη λαϊκή οργή και να θέσει τα πράγματα υπό έλεγχο προτού «ξεφύγουν». Πρωταρχικό της μέλημα υπήρξε ο «εξαγνισμός» των συνολικών ευθυνών της για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, υποδεικνύοντας ως μοναδικούς ενόχους την αντιβενιζελική αστική παράταξη (της οποίας και εκτέλεσε έξι στελέχη). Ταυτόχρονα, άρχισε να καλλιεργεί και άλλα προπετάσματα συγκάλυψης των εγκληματικών της ευθυνών για το θάνατο και τον ξεριζωμό τόσων χιλιάδων ανθρώπων, με πλέον προσφιλές –έως και τις μέρες μας– το λεγόμενο «κεμαλομπολσεβικισμό».

Σήμερα, έναν αιώνα μετά, η αστική ιστοριογραφία αναπαράγει παρόμοια ιδεολογήματα. Κοινός παρονομαστής: Η άρνηση των ταξικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης. Η αμφισβήτηση της εξουσίας των εκμεταλλευτών από τους εκμεταλλευόμενους και –ακόμη περισσότερο– η δυνατότητα ανατροπής της εξουσίας των πρώτων από την οργανωμένη, επαναστατική πάλη των δεύτερων. Γι’ αυτό και επιμένουν στην άρνηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου. Γι’ αυτό και υπερτονίζουν την «ανάγκη» για «εθνική ενότητα» (δηλαδή για την υπαγωγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων στα αντίστοιχα της αστικής) –και ειδικά σε συνθήκες πολέμου, όπου οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται, όπου τα αστικά ιδεολογήματα καταρρέουν υπό το βάρος των νεκρών των επιδιώξεών της και όπου το αποκρουστικό πρόσωπο της αστικής εξουσίας αποκαλύπτεται με τον πλέον ωμό και κατηγορηματικό τρόπο.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Αρχικά μέλη της συμμαχίας ήταν η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία. Ακολούθησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία (η οποία είχε συνάψει συμμαχία με τη Γερμανία από τις 2.8.1914, αλλά επισήμως μπήκε στον πόλεμο στις 29.10.1914 ενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Ρωσίας). Η Βουλγαρία εντάχτηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις το 1915.

2. Αρχικά μέλη της συμμαχίας ήταν η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία (η τελευταία αποχώρησε το 1917, όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση). Στην πορεία του πολέμου εντάχτηκαν σε αυτήν και άλλα κράτη, με κυριότερα την Ιαπωνία (από το 1914), την Ιταλία (από το 1915) και τις ΗΠΑ (από το 1917). Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 19/26 Ιούνη 1917. Συνολικά, με την πλευρά της Αντάντ, εντάχτηκαν στον πόλεμο 27 «συμμαχικές και συνεργαζόμενες δυνάμεις».

3. Ενδεικτικά ως βασικότερους σταθμούς στη μελλοντική νομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (18.3.1915), τη Συνθήκη του Λονδίνου (26.4.1915), τη Συμφωνία Σάικς-Πικό (16.5.1916), τις διασυμμαχικές διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο (29.1.1917) και τη Συμφωνία του Σεν Ζαν ντε Μοριέν (18.8.1917). Αναλυτικά βλ. Αναστάσης Γκίκας, «Οι λαοί στη μέγγενη των “εθνικών” αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2022.

4. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, Dissertation, LSE, 1997, σελ. 15-16.

5. Κατά τον Ε. Βενιζέλο, με την εδαφική του επέκταση στη Μικρά Ασία, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος όχι μόνο θα καταλάμβανε «θέσιν Δυνάμεως ισοτίμου προς τας Μεγάλας Δυνάμεις εν τη ρυθμίσει της τύχης της Τουρκίας», αλλά θα είχε πλέον και τις προϋποθέσεις να μετεξελιχτεί γρήγορα σε «εν μέγα και πλούσιον αληθώς νεωτερίστικον Κράτος». [Στέφανος Στεφάνου (επιμ.), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τόμ. Β΄, εκδ. Λέσχη Φιλελευθέρων - Μνήμη Ελ. Βενιζέλου, Αθήνα, 1982, σελ. 342).

6. Γεώργιος Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2005, σελ. 482.

7. Paul Helmreich, From Paris to Sevres, Ohio University Press, Columbus, 1974, σελ. 46.

8. Φάκελος 18/52, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

9. Paul Helmreich, From Paris to Sevres, εκδ. Ohio University Press, Columbus, 1974, σελ. 327.

10. Sevtap Demirci, The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923, Διδακτορική διατριβή, LSE, UK, 1997, σελ. 21-22. Επίσης FO 800/157 (PRO).

11. Τηλεγράφημα Ε. Κανελλόπουλου προς Ν. Πολίτη, 22/5 (4/6) 1919, Φάκελος 18/117, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

12. Victoria Solomonidis, «The Allied Opponent: France Versus Greece in Asia Minor», στο Journal of Modern Hellenism, τ. 3, 1986, σελ. 76.

13. Roger de Contaut-Biron, Comment la France s’ est unstallee en Syrie (1918-1919), εκδ. Plon-Nourrit, Paris, 1922, σελ. 338-340.

14. Alexander Macfie, «The revision of the Treaty of Sevres: The first phase», στο Balkan Studies, τόμ. 24, 1983, σελ. 57-58.

15. Great Britain. Parliament Papers. House of Commons, Cmd.1556, Turkey, no.2, Dispatch from His Majesty’s Ambassador in Paris Enclosing the Franco-Turkish Agreement Singed at Angora on October 20, 1921, εκδ. HM Stationary Office, London, 1921, σελ. 8-9.

16. Επιβεβαιώνοντας τις υπόνοιες αυτές, ο ίδιος ο συντάκτης του κρυπτογραφήματος (ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζής) θα καταλήξει: «Πάσα μείωσης του Ελληνισμού οποθενδήποτε και αν προκαλήται, πληγώνει συγχρόνως και τα αγγλικά συμφέροντα εν Ανατολή.» Φάκελοι 18/117 και 28/15, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

17. Νίκος Ψυρούκης, Η Μικρασιατική Καταστροφή 1918-1923, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1982, σελ. 98 και Πρακτικό σχετικά με την εφαρμογή της Ειρηνευτικής Συμφωνίας με την Τουρκία, 20/4/1920, Φάκελος 27/6, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

18. Πρακτικά της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, τ. Α, σελ. 231. Βεβαίως, οι βαθύτατες ενδοαστικές αντιθέσεις παρέμεναν. Αυτό εκφράστηκε, τόσο στην κριτική που ασκούσε απέναντι στην πολεμική πολιτική της κυβέρνησης μερίδα του βενιζελικού αστικού Τύπου (όπως η Πατρίς ή ο Ελεύθερος Τύπος), όσο στις ζυμώσεις μέσα στο στρατό από βενιζελικούς αξιωματικούς όπως ο Γ. Κονδύλης.

19. Φάκελοι 28/10 και 28/18, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

20. Harold Nicolson, Curzon, the last phase, 1919-1925, εκδ. Constable & Co., London, 1934, σελ. 264.

21. Σοβιετικά Αρχεία RGASPI, f.17, op.84, d.104.

22. Ιστορία των Ελλήνων, τόμ.15, εκδ. Δομή, Αθήνα, σελ. 218.

23. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 123.

24. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 88-89.

25. Σύμφωνα με την απογραφή που διενήργησε η Διεύθυνση Εσωτερικών της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης το 1921 οι Έλληνες της υπό ελληνική Διοίκηση περιοχής της Μικράς Ασίας (σαντζάκια Σμύρνης, Μαγνησίας και Μπαλουκεσέρ) ήταν 425.805 σε σύνολο 1.034.878 ή το 41,14% [Evangelos Voulgarakis et al, «Depicting the Greek communities in “Smyrna Zone”, Asia Minor at the beginning of the 20th century (1919-1922), combining historical maps with textual data», στο E-Perimetron, τ. 1, 2020, σελ. 37].

26. Παναγιώτης Σιφναίος (επιμ.), Ι. Μεταξάς. Το προσωπικό του ημερολόγιο, τόμ. 3, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1964, σελ. 72, 85-86.

27. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Γ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921), τόμ. Β΄, εκδ. Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1921, σελ. 1.630-1.631.

28. Βλ. πρακτικά του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου της 20.4.1920 όπως παρατίθενται στο Αναστάσης Γκίκας, «Οι λαοί στη μέγγενη των “εθνικών” αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών», στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2022, σελ. 54-55.

29. Επιστολή πρίγκιπα Ανδρέα προς τον Ι. Μεταξά, 19.12.1921, στο Παναγιώτης Σιφναίος (επιμ.), Ι. Μεταξάς. Το προσωπικό του ημερολόγιο, τόμ. 3, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1964, σελ. 759. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο πρίγκιπας Ανδρέας είχε διατελέσει αρχικά διοικητής μεραρχίας και κατόπιν διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού.

30. Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τόμ. Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1974, σελ. 16.

31. Βλ. Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα, 1821-1940, έκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2020, σελ. 130, καθώς και Έγγραφα 114 και 150, Φάκελος 70, Αρχείο Αρμοστείας, όπως παρατίθενται στο Τάσος Κωστόπουλος, «Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες», Εφημερίδα των Συντακτών, 17.4.2016.

32. Σπυρίδων Πλουμίδης, Τα μυστικά της Αιγηΐδος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2020, σελ. 203 και 234.

33. Βλ. αντίστοιχα Φακέλους 18/153, 19/147, 21/163, 19/43, 19/80, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

34. Φάκελος 30/14, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

35. Χριστίνα Κουλούρη, «Εισαγωγή», στο συλλογικό, Η Μικρασιατική Καταστροφή. 1922., έκδ. Τα ΝΕΑ / Ιστορία, Αθήνα, 2010, σελ. 10 και 12.

36. Χριστίνα Κουλούρη, «Εισαγωγή», στο συλλογικό, Η Μικρασιατική Καταστροφή. 1922., έκδ. Τα ΝΕΑ / Ιστορία, Αθήνα, 2010, σελ. 10, και Σία Αναγνωστοπούλου, «Ο Αγώνας της Ανεξαρτησία των Τούρκων, 1919-1922», στο ίδιο, σελ. 82-83.

37. Ευαγγελία Λούβη & Δημήτριος Ξιφαράς, Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, Γ΄ Γυμνασίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, σελ. 104.

38. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 26.

39. Σπυρίδων Πλουμίδης, Τα μυστικά της Αιγηΐδος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2020, σελ. 301.

40. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ό.π., σελ. 154 και 157.

41. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 79.

42. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 134-135.

43. Ό.π., σελ. 79, 135-136.

44. Σπυρίδων Πλουμίδης, Τα μυστικά της Αιγηΐδος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2020, σελ. 247.

45. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ό.π., σελ. 120.

46. Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος, «Η αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής», στο Η Μικρασιατική Καταστροφή. 1922, έκδ. Τα ΝΕΑ / Ιστορία, Αθήνα, 2010, σελ. 56-58.

47. Γιώργος Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα, 1919-1922, στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 140.

48. Ό.π., σελ. 141.

49. Ριζοσπάστης, 20.1.1921.

50. Γιώργος Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα, 1919-1922, στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 147.

51. Ριζοσπάστης, 20.5.1921.

52. Ριζοσπάστης, 11.8.1921.

53. Βλ. επιστολές εφέδρων και αναπήρων πολέμου στο Ριζοσπάστη, 30.4.1921 και 3.3.1923.

54. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, τόμ. Α2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2018, σελ. 125-127.

55. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, «Το ΣΕΚΕ για την ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία του νεαρού κόμματος», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 120-121.

56. Ριζοσπάστης, 19, 23.21921.

57. Άγις Στίνας, Αναμνήσεις, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1985, σελ. 34, 52,53.

58. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 86-87.

59. Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής, Περίοδος Κ - Σύνοδος Δ, 30.10.1919-10.9.1920, Συνεδρίασις ΟΑ, 25.8.1920, σελ. 4.

60. Διονύσιος Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2010, σελ. 364.

61. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 151-152.

62. Καθημερινή, 27.10.1920.

63. Ριζοσπάστης, 9.7.1920.

64. Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι 1900-1969. Α΄ Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922-1923, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1981, σελ. 49.

65. Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σελ. 96-97, 109-111, 115-118, 124-135, 219-265.

66. Ριζοσπάστης, 22.7.1921.

67. Θεόδωρος Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου βίου. Μικρασιατική Εκστρατεία 1920-1922, έκδ. Δήμος Νέου Σιδηροχωρίου, 2010, σελ. 95.

68. ΓΑΚ, Αρχείο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Φακ. 242/Φ.24: Ο Στρατιωτικός Διοικητής Θηβών κ’ Λιβαδειάς προς τον κύριον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, 15.2.1918. Εμπρός, 1.2.1918. Εφημερίς των Βαλκανίων, 17-22.12.1919. Νίκος Βαφέας, Από τον Ληστή στον Αντάρτη. Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925), εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2012, σελ. 71-74.

69. Γιώργος Μαργαρίτης, «Η εμπόλεμη Ελλάδα. Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μακεδονικό Μέτωπο, Ουκρανία» στο Συλλογικό, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 6, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002, σελ. 79.

70. Τα στοιχεία αφορούν τη ενεργηθείσα επιστράτευση στη λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα, στην Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου. Βλ. Επαμεινώνδας Κ. Στασινόπουλος, Ο στρατός της πρώτης εκατονταετίας. Ιστορική επισκόπησις της εξελίξεως του ελληνικού στρατού, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 1993, σελ. 88.

71. Επαμεινώνδας Κ. Στασινόπουλος, ό.π., σελ. 89-90.

72. Ριζοσπάστης, 18.7.1932. Δημ. Αρχιμανδρίτης, Ο Έλλην ως πολεμιστής (Μάχη Ταμπούρ- Ογλού), Αθήνα, 1925, σελ. 70. Στυλιανός Γονατάς, Απομνημονεύματα 1897-1957, Αθήνα, 1958, σελ. 182. Νικόλαος Θ. Τρικούπης, Διοίκησις Μεγάλων Μονάδων εν πολέμω 1918-1922, Αθήνα, 1935, σελ. 258.

73. Ριζοσπάστης, 26.6.1924.

74. Ριζοσπάστης, 8.7.1929. Αβράαμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα, 1986, σελ. 158. Πρβλ. μαρτυρία Ιωάννη Μοναστηριώτη στο Το Βήμα, 14.11.1978.

75. Υπουργείο Εξωτερικών-ΥΔΙΑ, 1920, Φακ. 29/5: Έκθεση Λιβαθινόπουλου προς το Υπουργείον των Στρατιωτικών, 6.12.1918.

76. Ριζοσπάστης, 5, 8, 9, 10.10.1921, 18.11.1921. ΓΑΚ, Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (στο εξής ΙΑΜ), Αρχείο Διαθηκών και Σωματείων, Καταστατικό αρ. 273: Σύνδεσμος Τραυματιών και Αναπήρων πολέμου Θεσσαλονίκης, 4.1.1922.

77. Ριζοσπάστης, 30.1.1922, 13.1.1923.

78. Βλ. επιστολές διαμαρτυρίας χηρών πολέμου, συζύγων επιστρατευμένων και αναπήρων πολέμου (Ριζοσπάστης, 7.2.1922, 18.3.1922, 22.7.1922).

79. Βλ. πρακτικά και αποφάσεις του ιδρυτικού συνεδρίου της Ομοσπονδίας Θυμάτων Στρατού (Ριζοσπάστης, 20, 23, 25.6.1923).

80. Γιώργος Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα, 1919-1922», στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 174-175.

81. ΔΙΑΥΕ, 1922, Φακ.20/7: Μπολσεβικική προπαγάνδα παρά εν Μακεδονία και Θράκη, Στρατιά Θράκης. Αρχείο ΓΕΣ, ΔΙΣ, 1922 Φακ. 311: Έκθεσις της παρά τω στρατώ και πληθυσμώ της Μακεδονίας κομμουνιστικής κινήσεως.

82. Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκ. 318: Επιστολή Αχ. Καλευρά προς τον Ε. Βενιζέλο, Λάρισα, 11.11.1922.

83. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 170.

84. Σπυρίδων Πλουμίδης, Τα μυστικά της Αιγηΐδος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2020, σελ. 336, 339-340.

85. Άγγελος Συρίγος & Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2022, σελ. 123 και 125. Απεναντίας, κατά τους ίδιους, το εκλογικό αποτέλεσμα του 1920 υπήρξε το αποτέλεσμα, όχι τόσο της καταψήφισης του Ε. Βενιζέλου όσο της υπερψήφισης του βασιλιά Κωνσταντίνου (διαμέσου της αντιβενιζελικής αστικής παράταξης), ο οποίος και αποτελούσε τότε «το δημοφιλέστερο πολιτικό πρόσωπο, με τη μεγαλύτερη λαϊκή αποδοχή» (ό.π., σελ. 131).

86. Φάκελος FO 800/157, Βρετανικά Αρχεία Public Record Office (PRO).

87. Εμπρός, 15.11.1920.

88. Πατρίς, 7.10.1920.

89. Σπύρος Μαρκέτος, Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του. Αντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1998, σελ. 577.

90. Βεβαίως η ιστορική πείρα έχει αποδείξει πως η διαπάλη με τον οπορτουνισμό και το ξεκαθάρισμά του στις γραμμές ενός Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι μια απλή ή ευθύγραμμη υπόθεση, αλλά ένας αγώνας σκληρός και διαρκής, που στέκεται συνυφασμένος με μια σειρά αλληλένδετους και αλληλοτροφοδοτούμενους παράγοντες (ιδεολογικοπολιτικούς, οργανωτικούς κοκ.).

91. Κώστας Σκολαρίκος & Κώστας Τζιάρας, «Στοιχεία αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας κατά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας», στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2022, σελ. 239.