Εξετάζουμε τις θέσεις και τη στάση των δυνάμεων του οπορτουνισμού σε βασικές αστικές ρυθμίσεις που προωθήθηκαν (διαφοροποίηση - αποκέντρωση, εξατομίκευση στη μάθηση, αξιολόγηση κ.ά.) στην περίοδο 2004-2010, στη στρατηγική του «νέου σχολείου» που ενσωματώνει τις παραπάνω προσαρμογές.
Η κριτική μας στις θέσεις του αναδεικνύει ότι μόνο με μια στρατηγική ρήξης σε όλα τα μέτωπα μπορούν να ικανοποιηθούν σήμερα οι διευρυμένες μορφωτικές λαϊκές ανάγκες, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις δυνατότητες που παρέχει η ανάπτυξη της επιστήμης και των παραγωγικών δυνάμεων.
ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΕΞΟΜΑΛΥΝΣΗ ΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΦΡΑΓΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, αποσπώντας την πολιτική από την οικονομία, προβάλλει τη θέση ότι η εκπαίδευση μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης και για την εργατική τάξη, στο έδαφος του καπιταλισμού. Ο πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη Τύπου στις 9.3.2009 δήλωνε: «Πιστεύουμε ότι η ενίσχυση της παιδείας είναι μια από τις απαραίτητες εκείνες κινήσεις που μπορούν να διασφαλίσουν τους πολίτες απέναντι στην κρίση αλλά και μπορεί να αποτελέσει όχημα για την υπέρβαση της κρίσης και την προστασία της κοινωνίας». Στο ίδιο μήκος κύματος, το κείμενο-συμβολή του ΣΥΝ για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (Φεβρουάριος 2009) επικαλείται «…παραδείγματα άλλων μικρών χωρών (όπως η Φινλανδία και η Ιρλανδία) που έχουν επενδύσει συνειδητά, μακροχρόνια και συστηματικά στην έρευνα και στην παιδεία, ως βασική προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης».
Ο ΣΥΝ στήριξε και στηρίζει την ευρωενωσιακή πολιτική για την εκπαίδευση, ψηφίζοντας αποφάσεις που κάνουν λόγο για συνύπαρξη ιδιωτικών και κρατικών ΑΕΙ στα πλαίσια του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος11, (ο Αλ. Αλαβάνος, ως ευρωβουλευτής του ΣΥΝ, με επανειλημμένες ερωτήσεις ζητούσε την εναρμόνιση της Ελλάδας με την οδηγία 89/48, τη μετέπειτα οδηγία 36/0512). Πιο πρόσφατα, ο Αλέξης Τσίπρας με δηλώσεις του ότι «δεν είμαστε εχθρικοί προς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»13 αναδείκνυε την ουσία της πολιτικής του ΣΥΝ που δεν είναι άλλη από την αποδοχή της επιχειρηματικής λειτουργίας στην εκπαίδευση στα πλαίσια μιας «οριοθετημένης» (!) αγοράς. Πάγια τακτική των δυνάμεων του ΣΥΝ άλλωστε είναι να εξωραΐζουν την κατάσταση άλλων καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ και να καλούν τις κυβερνήσεις να υλοποιήσουν τα μέτρα της «πολιτισμένης Δύσης». Ετσι, δημιουργούν εμπόδια στη συνειδητοποίηση του ρόλου της ΕΕ και προτείνουν μέτρα που εντάσσονται στη γραμμή της αποδοχής των «αντοχών της οικονομίας».
Ο ΣΥΝ τάσσεται υπέρ της συνύπαρξης δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης που είναι συστατικό στοιχείο της ταξικής παιδείας. Ηδη από το 2004 στις θέσεις του αναφέρεται: «Εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων στην εκπαίδευση σήμερα, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση. Γι’ αυτό δεν είναι αποδεκτό να απορρίπτεται εκ των προτέρων κάθε πρωτοβουλία που σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνθηκών καλύπτει υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες»14. Στα πλαίσια αυτά «οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι προδιαγραφές για τη λειτουργία ιδιωτικών σχολείων πρέπει να καθορίζονται με σύμφωνη γνώμη των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Τα κριτήρια σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι υποδεέστερα από εκείνα που προβλέπονται για τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία»15. Ο Αλ. Τσίπρας δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ενα κράτος που δεν θέλει να του φεύγουν οι επιχειρήσεις όταν τις φορολογεί ή όταν βρίσκουν αλλού χαμηλότερο κόστος εργασίας οφείλει να στήσει έτσι το εκπαιδευτικό του σύστημα ώστε να παράγει γνώση που να αξιοποιείται, να πουλιέται ακριβά στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα ο Χ ή ο Ψ επιχειρηματίας να ξέρει ότι αυτό που θα επιτύχει εδώ δεν θα το βρει αλλού…»16. Αρα η θέση για συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση συνδυάζεται με την άποψη ότι η δημόσια εκπαίδευση πρέπει να λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους προς την ιδιωτική προκειμένου να αναβαθμιστεί. Εντάσσεται τελικά στην αποδοχή της σύνδεσης της καπιταλιστικής οικονομίας με την εκπαίδευση και κυρίως με προτάσεις για να γίνει αυτή η σύνδεση πιο αποτελεσματική. Με αυτή τη θέση ως βάση, μπορούμε να κατανοήσουμε και το γεγονός ότι οι δυνάμεις του ΣΥΝ δεν προβάλλουν το αίτημα για κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης στην παιδεία, το αίτημα για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλους.
Σημειώνουμε ότι οι δυνάμεις των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ στο χώρο του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών θέτουν το αίτημα για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλους, χωρίς όμως να το συμπληρώνουν με το αίτημα για την κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στο χώρο της παιδείας (ανεξάρτητα αν πολιτικοί φορείς που συμμετέχουν στις ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, όπως το ΝΑΡ, έχουν θέση για κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης). Η θέση αυτή από μόνη της αποτελεί σημείο συνάντησης με τις δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ για την «υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου» εντός του καπιταλισμού και ανοίγει δρόμο για συμφωνίες και στο επίπεδο των ΔΟΕ - ΟΛΜΕ.17
Η προβολή της αντισταθμιστικής λειτουργίας της εκπαίδευσης σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης αποτελεί την προμετωπίδα των δυνάμεων του οπορτουνισμού, η οποία τίθεται ως στοιχείο διεκδίκησης του κινήματος από την κυβέρνηση. Η θέση αυτή εκφράζει την απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική, συσκοτίζοντας τελικά τη λύση του προβλήματος της εξουσίας ως προϋπόθεση μιας λαϊκής παιδείας. Σύμφωνα με τους οπορτουνιστές τα αντισταθμιστικά μέτρα (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας κλπ.) αμβλύνουν τις ανισότητες και βοηθούν τους κοινωνικά και μορφωτικά αδύναμους.
Στην εισήγηση του Τμήματος Παιδείας του ΣΥΝ στο εκπαιδευτικό συνέδριο για την προσχολική, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα (13-14 Μάρτη 2010) διαβάζουμε: «Βασικός στόχος µας είναι η πραγματοποίηση μιας μεγάλης δημοκρατικής μεταρρύθμισης στην παιδεία […] Κεντρικός άξονας της μεταρρύθμισης που προτείνουμε είναι μια ενιαία δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση συν τη διετή προσχολική, ποιοτικά αναβαθμισμένη, που θα παρέχεται ως δημόσιο αγαθό σε όλους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Μια εκπαίδευση που θα λειτουργεί αντισταθμιστικά, μετατρέποντας τη διαφορά σε μορφωτικό πλεονέκτημα και σε ευκαιρία για πολιτισμικό εμπλουτισμό και δημιουργία»18. Ανάλογη πρόταση έχουν κάνει κατά καιρούς και οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ19.
Η ουσία της παραπάνω θέσης -ιδιαίτερα για τις δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ- είναι η αντίληψη ότι μπορούν μέσω της εκπαίδευσης να ξεπερνιούνται οι ταξικές διαφορές, οι διαφορετικές διαδρομές ως προς την πρόσβαση στο επάγγελμα, η άποψη ότι η ανεργία είναι πρόβλημα που μπορεί να αμβλυνθεί με εκπαιδευτικά μέτρα. Από αυτή την άποψη η αντίληψη για «αντισταθμιστικά μέτρα» αποτελεί πλευρά της αστικής στρατηγικής για ένα ορισμένο ξεπέρασμα δυσκολιών που υπάρχουν στην αντιστοίχηση της εργατικής δύναμης με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Ως προς το ζήτημα των αντισταθμιστικών μέτρων για την άμβλυνση των μορφωτικών ανισοτήτων χρειάζεται να γίνει η εξής παρατήρηση. Η πολυετής -εδώ και 25 περίπου χρόνια- εμπειρία των αντισταθμιστικών μέτρων στην ελληνική εκπαίδευση, από την ενισχυτική διδασκαλία μέχρι το ολοήμερο σχολείο και την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, έδειξε ότι αυτά έφεραν οριακά έως μηδαμινά αποτελέσματα στις μορφωτικές, ταξικές στην ουσία, ανισότητες στην εκπαίδευση. Αυτό δεν οφείλεται στη μη εύρυθμη και οργανωμένη λειτουργία τους, αλλά στο γεγονός ότι δεν μπορεί η μήτρα που παράγει την ανισότητα να την αμβλύνει με επεμβάσεις αυτού του τύπου. Απεναντίας, αποδείχτηκε ότι μια σειρά αντισταθμιστικές λειτουργίες που μπήκαν σε εφαρμογή αποτέλεσαν το έδαφος ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης και του σχολείου, πιο στενής σύνδεσης της εκπαίδευσης με το κεφάλαιο, διαφοροποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εξυπηρέτησαν την ανάγκη για ένα διευρυμένο και σχετικά πιο καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Αυτό επιβεβαιώνεται περίτρανα με τις Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ) που αποτελούν πρόταση των οπορτουνιστικών δυνάμεων και σήμερα υλοποιούνται από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Οι ΖΕΠ είναι ένας θεσμός που συνδέθηκε με την προσπάθεια των αστικών κυβερνήσεων στα καπιταλιστικά κράτη να «εξομαλύνουν» (να αντισταθμίσουν όπως λένε) τις πιο τρανταχτές και οξείες συνέπειες από την επέλαση των αναδιαρθρώσεων της δεκαετίας του 1970 και του 1980 που δημιούργησαν στρατιές ανέργων, «αποκλεισμένων» και απόκληρων, όπως επίσης και του ρεύματος των μεταναστών δεύτερης γενιάς σε κράτη όπως η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, το Βέλγιο, αλλά και οι ΗΠΑ, από χώρες που προήλθαν από την κατάργηση της αποικιοκρατίας.
Το πρόβλημα των μορφωτικών ανισοτήτων μπορεί να βρει λύση μόνο στο ενιαίο σχολείο γενικής βασικής εκπαίδευσης ως τα 18, που θα συνδέει τη θεωρία με την πράξη, τη μόρφωση με την κοινωνική διαπαιδαγώγηση, σχολείο μιας άλλης λαϊκής, οικονομικής και κοινωνικής βάσης, του σοσιαλισμού. Οι όποιες στοχευμένες δράσεις για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους ανισοτήτων μπορούν να είναι αποτελεσματικές μόνο όταν εξαλειφθεί η μήτρα τους με μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ (2002-2009)
Κύριο στοιχείο της αστικής πολιτικής κατά τη δεύτερη φάση20 εφαρμογής των αναδιαρθρώσεων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν η δημιουργία προϋποθέσεων για τη διαφοροποίησή της. Η επιδίωξη αυτή εξυπηρετείται από μια σειρά θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η εισαγωγή νέων βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων, η Ευέλικτη Ζώνη κ.ά.
Κατά την περίοδο αυτή η θέση του ΣΥΝ για το ζήτημα της αποκέντρωσης και της διαφοροποίησης της εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς έδινε αριστερό άλλοθι και προοδευτικό προφίλ στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση. Η θέση του για την αποκέντρωση πηγάζει από την αντίληψή του για την Τοπική Διοίκηση, η οποία αποστασιοποιείται από την ταξικότητα του θεσμού και το ρόλο του ως τμήματος της κρατικής αστικής εξουσίας. Ηδη από το 2004 ο ΣΥΝ υποστήριζε: «Ο Συνασπισμός απορρίπτει τόσο την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης όσο και τις αντιλήψεις του κρατισμού και του συγκεντρωτισμού. Στη θέση τους προτείνει ένα ευέλικτο, αποκεντρωμένο, δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα στηρίζεται στη λαϊκή συμμετοχή και στον κοινωνικό έλεγχο»21. Ακόμη: «Ετσι πολλά από τα ζητήματα αυτής της βαθμίδας της εκπαίδευσης, όπως ζητήματα σχετικά με την αξιολόγηση των μαθητών/μαθητριών, την προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών στις τοπικές ιδιαιτερότητες, τη μορφή και το είδος των απαιτήσεων από το μαθητή και τη μαθήτρια κ.ο.κ., θα μπορούν να καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό είτε σε επίπεδο περιφέρειας είτε σε επίπεδο σχολείου»22.
Η όποια κριτική του ΣΥΝ περιοριζόταν στο ζήτημα χρηματοδότησης και εστίαζε συνειδητά το πρόβλημα της αποκέντρωσης στην ευθύνη του δήμου, ενώ ήδη η κυβερνητική πολιτική έριχνε το βάρος στην αυτόνομη - ανταγωνιστική λειτουργία του σχολείου με εμπλοκή της Τοπικής Διοίκησης και των επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο γινόταν λόγος για τις θετικές επιπτώσεις μιας σωστά εννοούμενης αποκέντρωσης, όπως στο φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα που «…είναι πλήρως αποκεντρωμένο και προσφέρει αυτονομία στους δασκάλους και τους καθηγητές…»23.
Αντικειμενικά, σε όλη την περίοδο πριν την εκδήλωση της κρίσης ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στην εκλαΐκευση της αστικής στρατηγικής για διαφοροποιημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή των αντιδραστικών θέσεων του ΠΑΣΟΚ για την Παιδεία.
Ανάλογα κινήθηκαν σε όλο αυτό το διάστημα και οι δυνάμεις των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ. Σε όλα τους τα κείμενα η αποκέντρωση έμπαινε είτε με εισαγωγικά («αποκέντρωση») είτε με διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως «λεγόμενη αποκέντρωση», «ψευδεπίγραφη αποκέντρωση», «ψευδοαποκέντρωση», αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο για μια καλή, προοδευτική αποκέντρωση.24
Η αποκέντρωση θα ενισχύσει τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση γιατί θα δημιουργηθούν όροι υποβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης στους δήμους με εργατική-λαϊκή σύνθεση, μέσα από τη διαφοροποίηση των προγραμμάτων σπουδών. Με αυτή την έννοια η αποκέντρωση δεν μπορεί να έχει θετικά και φιλολαϊκά χαρακτηριστικά.
Η ενσωμάτωση των οπορτουνιστικών δυνάμεων στην αστική στρατηγική για την εκπαίδευση εκφράστηκε και στη στάση τους απέναντι στο ζήτημα της Ευέλικτης Ζώνης. Οταν η Ευέλικτη Ζώνη βρίσκονταν σε πειραματικό στάδιο, ο ΣΥΝ τη χαρακτήριζε καινοτομία και έκανε κριτική στην προχειρότητα με την οποία υλοποιούνταν.25 Γενικότερα η κριτική του ΣΥΝ στην Ευέλικτη Ζώνη γίνονταν από τη σκοπιά της μη εξασφάλισης και της μη γενίκευσης της «παιδαγωγικής ελευθερίας». Αρα το ζητούμενο για άλλη μια φορά ήταν η επέκταση της διαφοροποίησης και η κατοχύρωση της Ευέλικτης Ζώνης ως κεντρικού κορμού του αναλυτικού προγράμματος. Για παράδειγμα, η παράταξη του ΣΥΝ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε ανακοίνωσή της (Μάιος - Ιούνιος 2008) παίρνει τη θέση: «Κατάργηση της Υπ. Απόφασης για την υποχρεωτική εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης»26. Θέτοντας αυτό το αίτημα στο κίνημα, οι δυνάμεις αυτές το καλούσαν να παλέψει για κατ’ επιλογή και όχι υποχρεωτική εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης! Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται κάτι παραπάνω από αποδοχή των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, αλλά για ανάληψη της ευθύνης για εφαρμογή τους από τους εκπαιδευτικούς και το κίνημά τους γενικότερα, στο όνομα μιας «αποφενακισμένης» παιδαγωγικής ελευθερίας.
Υπενθυμίζοντας ότι πάγια θέση των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ είναι η αξιοποίηση ή η πρόκληση «ρωγμών στην τάξη», μπορούμε να κατανοήσουμε και την αντιμετώπιση της Ευέλικτης Ζώνης. Οταν λοιπόν το 2004 η ΔΟΕ διοργάνωσε ημερίδα με θέμα την Ευέλικτη Ζώνη και τα ΔΕΠΠΣ, η εισήγηση των Παρεμβάσεων έθετε ανάμεσα στα άλλα τα εξής: «Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι αν και η Ευέλικτη Ζώνη και μερικές από τις προβλέψεις του ΔΕΠΠΣ (Διαθεματικού Ενιαίου Πλαισίου Προγράμματος Σπουδών) ευνοούν την ανάπτυξη της αυτονομίας των εκπαιδευτικών και νομιμοποιούν πλευρές του λόγου των μαθητοκεντρικών προοδευτικών παιδαγωγικών, στην πραγματικότητα: πρώτον, δεν δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις αλλαγής των κυρίαρχων παιδαγωγικών πρακτικών, δεύτερον, αποτελούν εργαλεία για την εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως εργαλείο της καπιταλιστικής οικονομίας, και τρίτον, δεν αποτελούν κανενός είδους πανάκεια ούτε για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση ούτε για την εξασφάλιση προοδευτικής σχολικής ιδεολογίας»27.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια τοποθέτηση η οποία ανοίγει το δρόμο στον κατ’ επιλογή χειρισμό του θέματος, καθώς βλέπει και θετικά στοιχεία ως προς το ζήτημα της αυτονομίας των εκπαιδευτικών, τα οποία όμως αίρονται από τη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας! Για τις ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ η Ευέλικτη Ζώνη αποτελούσε «μια πραγματική ευκαιρία για τη ριζοσπαστική παιδαγωγική»28, η οποία συνίσταται στην «…αξιοποίηση της όποιας αυτονομίας προσφέρουν τα νέα μέτρα στους εκπαιδευτικούς για την ανάπτυξη πρακτικών της ριζοσπαστικής παιδαγωγικής»29. Η θέση αυτή εδράζεται στην άποψη περί «παιδαγωγικής ελευθερίας και αυτονομίας» που απολυτοποιεί τη «δυνατότητα» του εκπαιδευτικού -σε σύγκρουση με το σύστημα- να επιλέγει παιδαγωγικές και διδακτικές μεθόδους και επιμέρους γνωστικά αντικείμενα.
Στην εκπαίδευση αυτή η άποψη έχει ιδιαίτερη απήχηση και επιδρά στον πολιτικό προσανατολισμό του κινήματος με την ενισχυμένη επιρροή των οπορτουνιστών ρευμάτων, εκφράζεται όμως και στην καθημερινή εκπαιδευτική λειτουργία. Συναντάμε μάλιστα το μικροαστικό ιδεολόγημα της παιδαγωγικής ελευθερίας με ιδιαίτερη οξύτητα, σε συνδυασμό με φαινόμενα αντικομμουνισμού στα σχολεία, κύριοι φορείς του οποίου είναι οι οπορτουνιστικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η «παιδαγωγική ελευθερία» είναι ένα «φύλλο συκής» για να κρυφτεί η υποταγή στην αστική νομιμότητα.30
Στο αστικό εκπαιδευτικό σύστημα η σχετική «παιδαγωγική ελευθερία» είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής του εκπαιδευτικού να συγκρουστεί με την αστική ιδεολογία, να στρατευτεί σε ριζοσπαστική κατεύθυνση στο κίνημα όχι μόνο των εκπαιδευτικών αλλά και των μαθητών, των γονιών, στις διεκδικήσεις συνολικά του εργατικού κινήματος για τη λαϊκή παιδεία. Σήμερα, με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης και του κατασταλάγματος της ιστορικής εμπειρίας και σε ζητήματα εκπαίδευσης, μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η επίκληση της «παιδαγωγικής ελευθερίας» σε μια περίοδο που το αστικό πολιτικό σύστημα αντιδραστικοποιείται συνολικά είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, μπορεί εύκολα να υιοθετηθεί από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις για να δοθεί προοδευτικό «άλλοθι» σε αντιδραστικά μέτρα, ενώ κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να ενσωματώσει εκπαιδευτικούς στην αστική στρατηγική με την ψευδαίσθηση της άσκησης ενός δήθεν προοδευτικού ρόλου. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη υιοθέτηση του όρου στην εισηγητική έκθεση του Υπουργείου Παιδείας στο νόμο για τη Διοικητική Δομή της Εκπαίδευσης (12.4.2011, κεφ.4).
Τελικά, το εκπαιδευτικό σύστημα είτε θα υπηρετεί την αστική εξουσία είτε την εργατική. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Ενα άλλο ζήτημα είναι ο βαθιά αστικός χαρακτήρας του οπορτουνισμού, καθώς οι θέσεις του υιοθετούν τη λογική της λεγόμενης μαθητοκεντρικής - αντιαυταρχικής παιδαγωγικής. Το ρεύμα αυτό διεκδίκησε ανάμεσα στ’ άλλα το ρόλο του μεταρρυθμιστή του αστικού σχολείου, δίνοντας βάρος σε έννοιες όπως «αυτόνομη προσωπικότητα», «ελεύθερη κοινωνία» κλπ. Επί της ουσίας, το ρεύμα αυτό αποσιώπησε τις ταξικές σχέσεις κυριαρχίας που χαρακτηρίζουν την αστική κοινωνία και κατευθύνθηκε προς μια «ρομαντική» - αλλά αντιδραστική- πρόταση «επανάκτησης του ατόμου». Σε αυτή τη βάση, το περιεχόμενο των εν λόγω αντιλήψεων αποτέλεσε πρόγραμμα αστικών εκπαιδευτικών πολιτικών στο έδαφος της διαφοροποιημένης λειτουργίας του αστικού σχολείου.
Εχοντας αυτή τη διαπίστωση υπόψη, μπορεί να κατανοηθεί η στάση των δυνάμεων αυτών, καθώς και οι στόχοι που έθεταν στο κίνημα: Εδωσαν βάρος στο διοικητισμό της κυβέρνησης όταν αυτή γενίκευσε την εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης (Αύγουστος 2005)31, τη στιγμή μάλιστα που η Ευέλικτη Ζώνη δεν ήταν απλά μια συμπληρωματική ιδέα στην κυρίαρχη πολιτική, αλλά ένα πιλοτικό πρόγραμμα που εισήγαγε θεσμικά τη διαφοροποίηση. Οταν δε η κυβέρνηση αναστέλλει έμμεσα την υποχρεωτικότητα της εφαρμογής της Ευέλικτης Ζώνης, οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ κάνουν επί της ουσίας μια συνολική παράθεση των όρων και των προϋποθέσεων, προκειμένου αυτή να λειτουργήσει υπέρ της αυτονομίας του εκπαιδευτικού και της προώθησης μιας «εναλλακτικής-προοδευτικής» εκπαιδευτικής πρότασης στο σχολείο.32
Στην πορεία, μετά από την κάθετη εναντίωση του ΚΚΕ και των ταξικών δυνάμεων στο κίνημα στην Ευέλικτη Ζώνη, την ίδια την εμπειρία των δασκάλων και την αντιπαράθεση σε επίπεδο κινήματος γύρω από αυτό το ζήτημα, οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ προχώρησαν σε μια ορισμένη αναδίπλωση και κατέληξαν σε ένα «όχι στην Ευέλικτη Ζώνη», χωρίς όμως να διατυπώνουν θέση εναντίωσης σε κάθε μέτρο διαφοροποίησης της εκπαίδευσης, χαρακτηριστικό και αυτό της ικανότητας των οπορτουνιστών να προσαρμόζουν τις θέσεις τους στο συσχετισμό δυνάμεων, χωρίς να παύουν να λειτουργούν ως δύναμη «διόρθωσης» του αστικού συστήματος.
Η εισαγωγή βιβλίων και νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών (ΑΠΣ) το 2006 από την κυβέρνηση της ΝΔ αποτέλεσε βασικό σταθμό στην εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε εναρμόνιση με τη στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου για τη Δια Βίου Μάθηση33. Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα ο ΣΥΝ ψέλλιζε για τους τρόπους υλοποίησης της διαθεματικότητας, ενώ στη φάση που το εγχείρημα εφαρμοζόταν έκανε λόγο για ανεπαρκή προετοιμασία και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Σε κείμενο του Τμήματος Παιδείας του ΣΥΝ (2010) διαβάζουμε: «…δεν τηρήθηκε η παιδαγωγική δεοντολογία τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εφαρμογή του εγχειρήματος. Τα τελευταία προγράμματα σπουδών, τα λεγόμενα “διαθεματικά”, σχεδιάστηκαν και περιβλήθηκαν με ισχύ νόμου και κατόπιν δόθηκαν στους φορείς για να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Η ίδια πρακτική ακολουθήθηκε και στο ζήτημα των σχολικών βιβλίων. Εδώ αγνοήθηκε και η ανάγκη της εφαρμογής ενός σταδίου δοκιμαστικής χρήσης των νέων διδακτικών βιβλίων και υλικών, που θα έδινε τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν σφάλματα και αδυναμίες πριν αυτά αποσταλούν στα σχολεία […] Η λεγόμενη “διαθεματική προσέγγιση”, πέρα από την ανεπαρκή παιδαγωγική θεμελίωσή της από τους αρχιτέκτονες των αλλαγών, εξαντλήθηκε κατά κανόνα σε επιφανειακές πολυθεματικές και πολυεπιστημονικές συσχετίσεις, ενώ ο εσφαλμένος τρόπος προώθησής της άφηνε ελάχιστα περιθώρια για μια ουσιαστική και αποτελεσματική διεπιστημονική προσέγγιση»34.
Πέρα από αυτό όμως, οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκαν την ίδια τη φιλοσοφική βάση των νέων βιβλίων. Ετσι ο ΣΥΝ, δια στόματος του πρώην προέδρου του, Αλ. Αλαβάνου, υποστήριξε το επίμαχο βιβλίο της Ιστορίας ΣΤ΄Δημοτικού, παίρνοντας ξεκάθαρα θέση στο στρατόπεδο των αναθεωρητών της Ιστορίας, που ανάμεσα στ’ άλλα υποστηρίζουν ότι η Ιστορία δεν μπορεί να παρουσιαστεί αντικειμενικά. Μάλιστα, μέλη και στελέχη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχαν στις συγγραφικές ομάδες των νέων βιβλίων, αποδεικνύοντας έτσι ότι όχι μόνο συμφωνούν με τα Διαθεματικά Προγράμματα, αλλά και ότι τα εφαρμόζουν στην πράξη!
Οι δε ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, το Φεβρουάριο του 2006 (πριν δηλαδή εισαχθούν τα νέα βιβλία στην εκπαίδευση), κυκλοφόρησαν προκήρυξη με τίτλο «Νέα Βιβλία-παλιές συνήθειες», όπου σημειώνονταν τα αρνητικά του εν λόγω εγχειρήματος: η εισαγωγή των νέων βιβλίων χωρίς επιμορφωτική δράση και «…κανένα σχέδιο και καμιά στρατηγική υποδοχής των νέων βιβλίων»35.
Σε επόμενη ανακοίνωσή τους κι ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία επιμόρφωσης, οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ υποστήριζαν: «Ο σχεδιασμός ενός εγχειριδίου δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο σε μια “σύγχρονη” θεωρία μάθησης (π.χ. κονστρουκτιβισμός) και ν’ ανανεώνει εικόνες, πηγές και ασκήσεις. Μήπως αυτό που δεν μπορούν να κάνουν οι συγγραφικές ομάδες πρέπει να το κάνουν οι σύλλογοι εκπαιδευτικών»36.
Με βάση τη θεώρηση ότι πρέπει να εξετάζουμε το «τι μετράει ως γνώση», οι επεξεργασίες των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ παραβλέπουν τη στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου και υιοθετούν τη διαφοροποίηση της εκπαίδευσης, η οποία όμως θα βασίζεται στην αποδοχή των βιωματικών εμπειριών των λαϊκών τάξεων, καθώς διαβάζουμε ότι «όπως έχει υποστηρίξει ο Bourdieu, δεν υπάρχει πιο άνισο σχολείο από αυτό που αντιμετωπίζει άνισους μαθητές με τον ίδιο τρόπο»37. Από αυτήν ακριβώς την υιοθέτηση της διαφοροποίησης στο όνομα της υπεράσπισης των διαφορετικών τρόπων προσέγγισης της γνώσης από τα παιδιά θα προκύψουν και οι οπορτουνιστικές αναζητήσεις «ρωγμών» στο σύστημα ή στη σχολική τάξη.
Αν λοιπόν το όλο ζήτημα εξαντλείται στη χρήση των κατάλληλων αναλυτικών κατηγοριών, τότε στο μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η προσέγγιση από τους μαθητές της «δικής τους ταξικής πραγματικότητας» με έναν πιο προοδευτικό τρόπο!!!
ΓΙΑ ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Η πολιτική του «νέου σχολείου» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εκφράζει συνολικά την αστική στρατηγική των αναδιαρθρώσεων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Βαθαίνει τον ταξικό αντιδραστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, προσαρμόζει πιο στενά το σχολείο στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.
Ο ΣΥΝ θεώρησε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (Οκτώβριος 2009) ως γενικόλογες και με αδιευκρίνιστη την κατεύθυνση!38 Στη συνέχεια, αναφερόμενος ο ΣΥΝ στο πλαίσιο του Υπουργείου Παιδείας, υποστήριξε ότι «…ακόμα και αυτά τα μέτρα που διακηρύσσει η κυβέρνηση ότι προτίθεται να εφαρμόσει απαιτούν επαρκείς οικονομικούς πόρους»39, ότι το κείμενο του «νέου σχολείου» χαρακτηρίζονταν από προχειρότητα, αντιφάσεις και γενικολογίες με ευδιάκριτη την εναρμόνισή του προς το νεοφιλελευθερισμό! Και όταν πια ήρθε ο νόμος που ρυθμίζει βασικές πλευρές της πορείας των εκπαιδευτικών (νόμος 3848/2010), αποσυνδέει παραπέρα το πτυχίο από το επάγγελμα κλπ., ο ΣΥΝ ασπάζεται την στρατηγική της κυβέρνησης για αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος και την αποδοχή της πιστοποίησης στην παιδαγωγική επάρκεια.40
Η στάση των δυνάμεων του οπορτουνισμού μπροστά στην εφαρμογή του «νέου σχολείου» και γενικότερα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση προσαρμόστηκε, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο της δυσαρέσκειας από την ασκούμενη πολιτική, τις θέσεις και τη δράση του ΚΚΕ.
Τον τελευταίο καιρό κεντράρουν στην πολιτική περικοπών της κυβέρνησης λόγω της κρίσης, εγκαλώντας για παράδειγμα την κυβέρνηση για το ότι προωθεί με προχειρότητα και χωρίς διάλογο τα 800 ολοήμερα σχολεία αναμορφωμένου προγράμματος που είναι πιλοτικά για την επέκταση της διαφοροποίησης, κρίσιμος δηλαδή κρίκος προώθησης των αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση.41 Επίσης χαρακτηρίζουν το «νέο σχολείο» ως σχολείο του ΔΝΤ και της τρόικας, αποσυνδέοντάς το από την καπιταλιστική στρατηγική των αναδιαρθρώσεων.42 Με αυτή την έννοια, έδωσαν βάρος στη «λογιστική» πλευρά των συγχωνεύσεων, συσκοτίζοντας το μακρόπνοο στρατηγικό χαρακτήρα των αλλαγών που σχετίζεται με το νέο τύπο σχολείου που διαμορφώνεται.43 Δεν παύουν ταυτόχρονα να μιλούν για ασάφειες σε κάθε νομοσχέδιο που κατεβάζει η κυβέρνηση, ενώ ασκούν και κριτική ότι το ΠΑΣΟΚ πρέσβευε την σχολική αυτονομία και τώρα την παρουσιάζει ψευδεπίγραφα.44
Στο ίδιο μήκος κύματος, στελέχη των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ χαρακτήρισαν τα 800 ολοήμερα σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα ως «δεξαμενές γνώσης»45. Ως προς το ζήτημα της διοικητικής δομής της εκπαίδευσης, οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ κάνουν λόγο για «υποτιθεμένη αποκέντρωση» και κυρίως ασκούν κριτική στο γεγονός ότι «η αυτονομία των σχολικών μονάδων αφορά μόνο τον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων […] και όχι τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσης άλλων πιο καίριων πλευρών της εκπαιδευτικής πολιτικής»46! Πάνω στο ίδιο ζήτημα και οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (6.12.2010) κάνουν λόγο για «απαράδεκτο αιφνιδιασμό και ασάφεια των προτάσεων του Υπουργείου».
ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το ζήτημα της δομής της εκπαίδευσης, δηλαδή του ενιαίου ή όχι χαρακτήρα της, της σχέσης ανάμεσα στις βαθμίδες της (Δημοτικό - Γυμνάσιο - Λύκειο) αποτέλεσε διαχρονικά σημείο διεκδίκησης του κομμουνιστικού κινήματος μέσα από το αίτημα για Ενιαία Λαϊκή Παιδεία. Ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 το ζήτημα αυτό αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης με τις αστικές αλλά και τις οπορτουνιστικές δυνάμεις, καθώς σε επίπεδο στόχων πάλης και προγραμματικής διακήρυξης το φάσμα αυτό αντιμετώπιζε αρνητικά το στόχο για Ενιαία Λαϊκή Παιδεία μέσα από το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο - Πολυτεχνικής Παιδείας που έθετε το ΚΚΕ και οι ταξικά προσανατολισμένες δυνάμεις μέσα στο κίνημα. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 οι θέσεις και η συνθηματολογία των οπορτουνιστικών δυνάμεων προσαρμόζονται, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση της θέσης του ΚΚΕ για το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο, αλλά και την αστική στρατηγική που προσανατολίζεται στην επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα 12 χρόνια και πάνω σε αυτό το έδαφος, τους προβληματισμούς ιμπεριαλιστικών οργανισμών (όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση) για ζητήματα πρόωρης επαγγελματικής κατεύθυνσης του μαθητικού πληθυσμού (στα 10 και 11 χρόνια, όπως γίνεται στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ολλανδία κ.α.). Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις θέσεις τους.
Οι δυνάμεις του ΣΥΝ έχουν την εξής θέση: «Βασικοί άξονες της πρότασής μας είναι η θεσμοθέτηση της 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η θέσπιση του ενιαίου λυκείου θεωρίας και πράξης και η δημιουργία κύκλου αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν μεταλυκειακής τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης»47.
Οι δυνάμεις των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ προτείνουν: «1) Αγωνιζόμαστε για την καθιέρωση 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (συν δυο χρόνια προσχολικής αγωγής) που θα παρέχεται δωρεάν από το δημόσιο σχολείο […] 4) Ανεξάρτητα από όλα τα συστήματα μετάβασης, ο κάθε μαθητής και η κάθε μαθήτρια έχουν τη δυνατότητα και το δικαίωμα “οριζόντιας κινητικότητας” 5)Οι υπάρχοντες τύποι σχολείων ενοποιούνται σταδιακά σ’ ένα τύπο Λυκείου, κάτω από το αρχικό σχήμα: Ενιαίος Σχολικός Χώρος, Ενιαία Διοίκηση, Ενιαία Μαθητική Ζωή […] 18)Το δημόσιο σχολείο δεν υπακούει στα κελεύσματα της αγοράς και δεν αποκεντρώνεται στους δήμους»48. Τέλος, το 2009 συναντάμε σε κείμενο των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το αίτημα για «Ενιαίο 12χρονο βασικό σχολείο για όλους, χωρίς εξεταστικά φίλτρα και ταξικούς φραγμούς»49.
Βασικό χαρακτηριστικό και των δυο προτάσεων όλων των δυνάμεων του οπορτουνισμού είναι ότι το ζήτημα του ενιαίου χαρακτήρα του σχολείου το οριοθετούν μέχρι και το Γυμνάσιο, κρατώντας απέξω τη λυκειακή βαθμίδα. Καθώς το Λύκειο παραμένει αποσπασμένο από τη βασική-γενική εκπαίδευση, αφού διατηρείται σαν ξεχωριστό σχολείο μετά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, σηματοδοτεί τελικά μόνο ένα πράγμα: την προετοιμασία και την προεπιλογή για τα ΑΕΙ. Ακόμα παραπέρα, το ζήτημα του ενιαίου χαρακτήρα του σχολείου φαίνεται να αντιμετωπίζεται με επίκεντρο την άρση της διάκρισης Γενικής - Τεχνικής εκπαίδευσης στο επίπεδο του Λυκείου, ωστόσο η λύση που δίνεται αναπαράγει την αντίθεση αυτή, καθώς γίνεται λόγος για ενοποίηση τύπων σχολείου σε ένα χώρο, χωρίς να ξεκαθαρίζεται ότι θα καταργηθεί η διαφορετικότητα αυτών των τύπων. Η επίκληση του Πολυκλαδικού Λυκείου της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα, ενός τύπου σχολείου που αναπαρήγαγε στο εσωτερικό του τη διαφοροποίηση των μαθητών, του προγράμματος σπουδών ακριβώς στη βάση της επιλογής επαγγέλματος, δείχνει και τη στρατηγική κατεύθυνσή τους.
Η εκπαιδευτική πρόταση των δυνάμεων του οπορτουνισμού για τη δομή της εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται από μια γενικολογία για ενιαίο σχολείο που αυτοαναιρείται με την προσθήκη στοιχείων που το διαφοροποιούν και αντιτίθενται σε κάθε έννοια ενιαίου προγράμματος και παράλληλα δεν προσδιορίζει τους παράγοντες που ενιαιοποιούν αυτό το σχολείο, δηλαδή ενιαία αναλυτικά προγράμματα και μαθήματα, ενιαία βιβλία, κεντρική χρηματοδότηση και σύστημα διορισμών κλπ. Αλλωστε, τι μπορεί να συνεπάγονται οι θέσεις για «οριζόντια κινητικότητα» σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είναι ενιαίο;
Τελικά η πρόταση των δυνάμεων του οπορτουνισμού για το σχολείο αποδυναμώνεται διότι δε συνδέεται με την ανάγκη σύνδεσής του με τις κοινωνικές σχέσεις που μπορούν να τη διασφαλίσουν: την κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης στην παιδεία, την κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό. Αντίθετα, το θέτουν σε ένα πλαίσιο όπου η αγορά, ναι μεν θα λειτουργεί, αλλά το σχολείο δε θα υπακούει στα κελεύσματά της!50 Με λίγα λόγια προβάλλουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα προς όφελος των παιδιών της εργατικής τάξης!
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η αξιολόγηση προβάλλεται ως λύση από τις αστικές δυνάμεις, ενώ ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «παιδαγωγική/ακαδημαϊκή αξιολόγηση». Η αξιολόγηση είναι εργαλείο πιο στενής σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Η ΕΕ πάνω στο ζήτημα της αξιολόγησης ή αλλιώς «διασφάλισης της ποιότητας» είναι ξεκάθαρη και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις για δήθεν ακαδημαϊκά/παιδαγωγικά κριτήρια.
Για τις βαθμίδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η αξιολόγηση φέρνει αναπόφευκτα την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και την ανάπτυξη διαφοροποιημένων προγραμμάτων, ανοίγει δρόμο «αξιολόγησης» από τις επιχειρήσεις.
Το κύριο πρόβλημα της εκπαίδευσης δεν είναι ποσοτικό ζήτημα ώστε να αντιμετωπιστεί με δείκτες και θεσμούς αξιολόγησης. Ο έλεγχος, προγραμματισμός και απολογισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας εξαρτάται ουσιαστικά από τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της εξουσίας και της εκπαιδευτικής πολιτικής της, από την αστική ιδεολογία και το στόχο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής που εξυπηρετεί όλο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Σε σχέση με το ζήτημα της «αξιολόγησης-χειραγώγησης», ο ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτει μόνο το αυταρχικό πλαίσιο της αξιολόγησης, το οποίο θεωρεί ότι ασκεί ασφυκτικό διοικητικό έλεγχο, περιορίζει την παιδαγωγική ελευθερία, μετατρέπει τον παιδαγωγό σε υποταγμένο υπάλληλο, ανατρέπει τις εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ. Την ίδια θέση προβάλλουν και δυνάμεις των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ. Ομως η αξιολόγηση στην εκπαίδευση δε σηματοδοτεί την επιστροφή σε έναν επιθεωρητισμό (αν και μπορεί κατά την πρώτη φάση της εφαρμογής να εκδηλωθούν και φαινόμενα αυταρχισμού). Κυρίως συνεπάγεται αποτίμηση με όρους ανταγωνισμού και αυτό μπορεί να συμβεί και σε καθεστώς «παιδαγωγικής ελευθερίας».
Η κριτική του οπορτουνισμού για την αξιολόγηση (που τη συνδέουν με τη χειραγώγηση) γίνεται από θέση περί «αυτονομίας της εκπαίδευσης». Γι’ αυτό το λόγο η αυτοαξιολόγηση, ως πλευρά της εσωτερικής αξιολόγησης του σχολείου και του εκπαιδευτικού έργου, σε αντίθεση με την εξωτερική αξιολόγηση, προβάλλεται ως αίτημα από τις δυνάμεις του ΣΥΝ!51 Με αυτή την έννοια, η θέση ότι «η αυτοαξιολόγηση δεν προστατεύει από τη χειραγώγηση»52 υπάγεται στην αντίληψη ότι στα πλαίσια της αυτονομίας του σχολείου και εντός του καπιταλισμού μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.
Η ουσία είναι ότι η αξιολόγηση δεν μπορεί να αποσπαστεί από τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος, επομένως του ταξικού του χαρακτήρα, ακόμα κι αν στοχεύει σε κάποιον εξορθολογισμό, στην αποτελεσματικότητά του. Με αυτή την έννοια καταγράφεται ως «κοινωνική λογοδοσία» σε κείμενα ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ, ΟΟΣΑ) και υπουργείων Παιδείας καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ).