Λογικό και ιστορικό*


του Ε. Β. Ιλιένκοφ

Κατηγορίες της υλιστικής διαλεκτικής, οι οποίες εκφράζουν τη σχέση της θεωρητικής αναπαραγωγής της νομοτέλειας της ανάπτυξης στα καθολικά της χαρακτηριστικά (λογικό) με τη διαδικασία της ιστορικής της εξέλιξης στην πολυμορφία των συγκεκριμένων μορφών της (ιστορικό). Ως καθολικά χαρακτηριστικά της λογικής και της ιστορίας της ανάπτυξης, το λογικό και το ιστορικό αποτελούν αναγκαία μορφή εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου για τη δόμηση μιας πραγματικά επιστημονικής θεωρίας για την προέλευση και ανάπτυξη οποιουδήποτε αντικειμένου. Σύμφωνα με τον ορισμό του Ένγκελς, ο λογικός τρόπος έρευνας «δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις»1.

Η διάκριση μεταξύ λογικού και ιστορικού σημειώνεται ήδη από τον Αριστοτέλη, στη διάκριση που κάνει μεταξύ του «πρώτου στη φύση» («στην ουσία») από το «πρώτο στο χρόνο». Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ακολουθία της θεωρητικής εξέτασης δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια απλή επανάληψη της σειράς εναλλαγής των φαινομένων στο χρόνο, επειδή η πραγματικότητα από την άποψη της νόησης δε μοιάζει με την πραγματικότητα από την άποψη της αισθητηριακής αντίληψης. Αν αφετηρία για τη δεύτερη αποτελούν τα μεμονωμένα πράγματα, για τη νόηση αφετηρία είναι οι γενικές μορφές, οι κατηγορίες, τα είδη. Αλλά επειδή η νόηση είναι αυτό που αποκαλύπτει την αλήθεια στη γνώση, όσο πιο αληθινή είναι η σειρά των πραγμάτων στο μυαλό τόσο η εικόνα αυτή αντιστοιχεί στην πραγματική εικόνα της γέννησης και της ανάπτυξης των πραγμάτων: Η ουσία είναι η πρώτη απ’ όλες τις απόψεις –στην έννοια, τη γνώση, και το χρόνο.2 Ωστόσο, κατανοώντας σαφώς τη διαφορά μεταξύ του αισθητηριακού και καθολικού, ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε να εξηγήσει την ενότητά τους ως πλευρές μιας ενιαίας διαδικασίας ανάπτυξης. Γι’ αυτό και αντιπαράθεσε την επιστημονική γνώση (επιστήμη), ως γνώση του αναγκαίου και του καθολικού, στη γνώμη (δόξα), την αισθητηριακή γνώση του ατομικού. Σε αυτήν την απορία του Αριστοτέλη αποκαλύφθηκε η βασική διαλεκτική δυσκολία του προβλήματος.

Με βάση τη μεταφυσική κατανόηση της φύσης που είναι χαρακτηριστική της φιλοσοφίας του 17ου και 18ου αιώνα, η οποία της αποστέρησε την πραγματική εξέλιξή της στο χρόνο, το πρόβλημα της σχέσης λογικού και ιστορικού δεν μπορούσε να τεθεί στην ολότητά του. Οι ορθολογιστές της Νέας Εποχής έλυναν το πρόβλημα της σχέσης του καθολικού στην πραγματικότητα και στη σκέψη με το να αρνούνται απλά οποιαδήποτε μεταξύ τους διάκριση. Στον Ντεκάρτ και τους οκαζιοναλιστές3 το βλέπουμε στην έκφραση δυο ουσιών, στις οποίες κάθε δράση της μιας αντιστοιχεί σε δράση της άλλης. Στον Σπινόζα, οι ουσίες αυτές μετατρέπονται σε ιδιότητες της ενιαίας φύσης, έτσι ώστε η σύνδεση των ιδεών να είναι ταυτόσημη με τη σύνδεση των πραγμάτων. Είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτεροι στοχαστές της Νέας εποχής έχουν κάνει εικασίες για τη θεμελιώδη σχέση της μορφής της θεωρητικής επαγωγής με την αντίληψη περί της ανάπτυξης. Έτσι, ο Ντεκάρτ, δομώντας το σύστημά του για τον κόσμο, συνάγοντας τα σύνθετα φαινόμενα από τα απλούστερα μέρη, τεκμηριώνει το δικαίωμά του σε έναν τέτοιο τρόπο δόμησης μιας θεωρίας με την ακόλουθη σκέψη: Είναι πολύ πιο εύκολο να γνωρίζουμε τη φύση τους (σ.τ.μ.: των πραγμάτων), βλέποντας τη σταδιακή εμφάνισή τους, από το να τα θεωρούμε ως ολοσχερώς έτοιμα (σ.τ.μ.: ενν. διαμορφωμένα πλήρως εξαρχής)4. Μια θεμελιωδώς σωστή λύση στο πρόβλημα της σχέσης της λογικής ακολουθίας («της τάξης και σύνδεσης των ιδεών») με την ακολουθία της γέννησης των πραγμάτων στη φύση περιγράφηκε από τον Σπινόζα.

Μια άλλη μορφή επίλυσης του προβλήματος της σχέσης της ακολουθίας της ανάπτυξης των εννοιών με τη σειρά των αλλαγών στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύεται από το νομιναλισμό5 του Χομπς και το σενσουαλισμό6 των Λοκ και Κοντιγιάκ, καθώς και τις υποκειμενικοϊδεαλιστικές αντιλήψεις ή θεωρίες του Μπέρκλεϊ και του Χιουμ. Γι’ αυτήν τη θέση θεωρούνταν φυσική η άποψη, σύμφωνα με την οποία η λογική τάξη της ανάπτυξης των εννοιών υπαγορεύεται μονάχα από την εγγενή φύση της νόησης, και δεν έχει καμία σχέση με την αλληλουχία της ανάπτυξης του αντικειμένου στο χρόνο. Έτσι, το πρόβλημα απλά έβγαινε από τη μέση.

Στην πιο πλήρη μορφή του, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ λογικού και ιστορικού τέθηκε στη φιλοσοφία μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα, με την κλασική γερμανική φιλοσοφία, αποκορύφωμα της οποίας ήταν το σύστημα του Χέγκελ, να αποτελεί το σημαντικότερο στάδιο στην εξέτασή του. Όντας ιδεαλιστής, ο Χέγκελ θεωρούσε την ιστορία της ανθρωπότητας, δηλαδή την ιστορία του πολιτισμού, της επιστήμης και της ηθικής, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής της υλικής ζωής, ως εξωτερική εκδήλωση της λογικής δύναμης της νόησης. Από την άποψη αυτή, η εμπειρική ιστορία της ανθρωπότητας παρουσιάζεται αναπόφευκτα ως μια εξωτερική ενσωμάτωση της λογικής αρχής, ως το λογικό που απλώς εκδιπλώνεται στο χρόνο. Αρνούμενος την ανάπτυξη της φύσης, ο Χέγκελ καταπιάστηκε μόνο με μια πτυχή του προβλήματος (και μάλιστα παράγωγό του) –το ζήτημα της σχέσης της λογικής της αναπτυγμένης σκέψης με την ιστορία της διαμόρφωσης αυτής της λογικής. Στη φιλοσοφία του, αναπαραστούσε το ιστορικό ως ατελή, παραποιημένη μορφή του λογικού. Εν τούτοις, σε αυτήν την ανεστραμμένη μορφή τέθηκε για πρώτη φορά η σύμπτωση ή ταύτιση της λογικής διαδοχής στη διαδικασία ανάπτυξης των εννοιών με την επιστημονική έννοια της διαδοχής (ακολουθίας) στην ιστορική διαδικασία, επειδή η λογική της ανεπτυγμένης σκέψης είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα ολόκληρης της ιστορίας της πρακτικής και πνευματικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας –συνοπτικά, είναι μια γενικευμένη αντανάκλαση των πραγματικών καθολικών νομοτελειών στους οποίους υπόκειται αυτή η ανάπτυξη.

Η κατανόηση του ρόλου της ιστορικής προσέγγισης στη λογική-θεωρητική ανάλυση ήταν χαρακτηριστική για τους Ρώσους επαναστάτες δημοκράτες των μέσων του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, γράφει ο Τσερνισέφσκι: «Χωρίς ιστορία του αντικειμένου δεν υπάρχει θεωρία του αντικειμένου· αλλά και χωρίς θεωρία του αντικειμένου δεν υπάρχει ούτε σκέψη για την ιστορία του, γιατί δεν έχουμε ιδέα για το αντικείμενο, για το νόημά του και για τα όρια του.»7

Η διαλεκτική-υλιστική λύση του προβλήματος δόθηκε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως αποτέλεσμα της κριτικής επεξεργασίας της χεγκελιανής έννοιας από τη σκοπιά του υλισμού και στη βάση του συγκεκριμένου υλικού της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας. Από την άποψη αυτή, το πρόβλημα ήταν πιο περίπλοκο απ’ όσο ήταν για τον Χέγκελ. Στη βάση του υλισμού, το ερώτημα μετατράπηκε στο εξής: Σε ποια νομοτελειακή σχέση βρίσκεται η θεωρία (δηλαδή η λογική αντανάκλαση του αντικειμένου), πρώτο, με την ιστορία του αντικειμένου που αντανακλάται και, δεύτερο, με την ιστορία της ανθρώπινης γνώσης γι’ αυτό, με την ιστορία της ίδιας της θεωρίας; Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει άμεση σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού σε καμία από τις δυο περιπτώσεις. Το καθολικό (αναγκαίο, νομοτελές) στην ιστορία δεν υπάρχει καθ’ εαυτό, αλλά μόνο ως η αντικειμενική λογική των γεγονότων που συμβαίνουν στο χρόνο και φέρουν τα άμεσα, συμπεριλαμβανομένων και των τυχαίων, χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιστορικών ιδιαιτεροτήτων. Οι τελευταίες αποτελούν τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του αντικειμένου. Το λογικά καθολικό εμφανίζεται σε μια μορφή αποκαθαρμένη από την ιστορική αμεσότητα, δηλαδή ως λογική μορφή, μόνο στη θεωρία. Αλλά τι σημαίνει αυτή η «καθαρότητα» και πώς επιτυγχάνεται; Η επιστημονική ανάλυση των αντικειμενικών μορφών, γενικά, κατά κανόνα «... ακολουθεί γενικά ένα δρόμο αντίθετο από την πραγματική εξέλιξη»8. «Εδώ ισχύει ό,τι ισχύει και στην ιστορική πορεία όλων των επιστημών, οι οποίες οδηγούνται στις πραγματικές αφετηρίες τους μόνο μέσα από ένα πλήθος λοξοδρομιών και στριφογυρισμάτων. Σε αντίθεση με άλλους αρχιτέκτονες, η επιστήμη δεν αρκείται να σχεδιάζει παλάτια στον αέρα, αλλά υψώνει κιόλας μερικά ιδιαίτερα κατοικήσιμα διαμερίσματα του κτηρίου, πριν ακόμα μπει ο θεμέλιος λίθος.»9 Αναλύοντας την ιστορία των μαθηματικών (στα «Μαθηματικά Χειρόγραφα»), ο Μαρξ σημειώνει ότι οι δημιουργοί της μαθηματικής ανάλυσης Νιούτον και Λάιμπνιτς λειτούργησαν από την αρχή με βάση το διαφορικό λογισμό, χωρίς όμως να του δίνουν την κατάλληλη λογική απόδειξη. Αυτό έγινε μόνο αργότερα, χάρη στο έργο πολλών μαθηματικών - από τους Ντ’ Αλαμπέρ, Όιλερ και Λαγκράνζ μέχρι τους Κοσί και Βάιερστρας, που έθεσαν σε στέρεα βάση το διαφορικό λογισμό, υπό τη μορφή της θεωρίας των ορίων, και καθόρισαν τη σχέση του με τα «υποκείμενα» αυτού τμήματα των μαθηματικών. Έτσι, με κάποια καθυστέρηση, καθορίστηκαν οι λογικά αναγκαίες συνδέσεις του ενιαίου συστήματος μαθηματικών γνώσεων. Το ίδιο μπορεί να βρεθεί και στην ιστορία οποιασδήποτε επιστήμης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεωρία του Δαρβίνου. Με την ανακάλυψη του νόμου της φυσικής επιλογής, ο Δαρβίνος αποκάλυψε μια πραγματικά καθολική αρχή της βιολογικής ανάπτυξης που καθορίζει τη διαδικασία της διαμόρφωσης των ειδών και έτσι αναπαρέστησε τη βιολογική σκοπιμότητα ως μια αιτιοκρατική διαδικασία. Τέθηκε έτσι μια ενιαία λογική αρχή για την οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος βιολογικών σχέσεων. Ωστόσο, αυστηρά μιλώντας, ο Δαρβίνος δεν οδήγησε αυτό το θεωρητικό σύστημα μέχρι τις απαρχές του. Το ζήτημα της φύσης και του μηχανισμού της κληρονομικότητας δε λύθηκε από αυτόν, δεν υπάρχει ακόμα μια εξαντλητική λύση αυτού του ερωτήματος, που θα αποκάλυπτε μια λογική σχέση μεταξύ της κληρονομικότητας και της διαδικασίας της διαμόρφωσης των ειδών, αν και η βιοχημεία και η γενετική έχουν προχωρήσει σημαντικά στη μελέτη των κυτταρικών μηχανισμών της κληρονομικότητας. Μια παρόμοια κατάσταση παρατηρείται σήμερα και στην κοσμολογία, όπου η πλανητική κοσμολογία είναι ήδη μια αναπτυγμένη θεωρία, ενώ η αστρική κοσμολογία μόλις πρόσφατα άρχισε να αναδύεται.

Επομένως, η σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού δεν αποτελεί το σημείο εκκίνησης, αλλά το αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης της γνώσης. Για τη θεωρία, αυτή η σύμπτωση είναι ο στόχος τον οποίο πρέπει να επιδιώξει. Το μόνο μέσο για την επίτευξή του είναι η κριτική ανάλυση της προηγούμενης ανάπτυξης της θεωρίας. Ο Μαρξ ήρθε άμεσα αντιμέτωπος με το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ του λογικού και του ιστορικού, με τη μορφή του ερωτήματος περί του τρόπου μιας κριτικής υπέρβασης της μέχρι πρότινος επιτευχθείσας θεωρητικής κατανόησης της πραγματικότητας: «Η κριτική της πολιτικής οικονομίας ... μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους: Ιστορικά ή λογικά.»10 Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εμφάνιση μιας νέας θεωρίας, δηλαδή μιας νέας βαθμίδας της λογικής αντανάκλασης, συνδέεται αναγκαστικά με τον κριτικό μετασχηματισμό της προηγούμενης βαθμίδας της θεωρητικής ανάπτυξης. Σε κάθε περίπτωση, η κριτική της θεωρίας γίνεται με τη σύγκρισή της με τα γεγονότα, με την πραγματικότητα. Η διαφορά μεταξύ της λογικής και ιστορικής μεθόδου κριτικής των εννοιών (αντιστοίχως - των μεμονωμένων στοιχείων της θεωρητικής ανάλυσης των γεγονότων που εκφράζονται από αυτές) είναι η ακόλουθη: Στην ιστορική μέθοδο, η θεωρία συγκρίνεται με τα ίδια τα γεγονότα στη βάση των οποίων αναδύθηκε, ενώ στη λογική, με τα γεγονότα που παρατηρούνται όταν το ίδιο το αντικείμενο βρίσκεται στο υψηλότερο στάδιο ωριμότητας. Επιλέγοντας τη λογική μέθοδο, ο Μαρξ, ειδικότερα, υπέβαλε σε κριτική την εργασιακή θεωρία της αξίας που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, αντιπαραβάλλοντας τις κατηγορίες της με την πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτή η μέθοδος είχε σαφή πλεονεκτήματα έναντι της ιστορικής. Μας επέτρεψε να εξετάσουμε κάθε οικονομικό φαινόμενο σ’ εκείνο το σημείο όπου έχει φτάσει στην πλήρη ωριμότητα και καθαρότητα της έκφρασής του, αποκαλύπτοντας πλήρως τις τάσεις και τις αντιφάσεις του. Αξίζει να επισημανθούν έστω τα φαινόμενα της κρίσης. Επιπλέον, τα γεγονότα της εποχής του Μαρξ θα μπορούσαν έτσι να επαληθευτούν καλύτερα και πιο διεξοδικά. Τέλος, ο λογικός τρόπος έδινε μια άμεση θεωρητική κατανόηση της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης.

Εδώ εκδηλώνεται εκείνη η νομοτελειακή σχέση στην οποία βρίσκεται η νέα θεωρία (μια νέα βαθμίδα της λογικής ανάπτυξης) με την ιστορία της προετοιμασίας της. Η παλιά θεωρία και οι κατηγορίες της, σε σύγκριση με τα γεγονότα που παρατηρούνται και σήμερα, στο υψηλότερο σημείο της εξέλιξης του αντικειμένου, παρουσιάζεται σα μια ατελής, μονόπλευρη, αφηρημένη αντανάκλαση του συγκεκριμένου και συνεπώς συμπεριλαμβάνεται ως αφηρημένο στοιχείο στη νέα λογική κατανόηση. Έτσι απομακρύνεται στη σύνθεση μιας βαθύτερης και πληρέστερης κατανόησης της νέας θεωρίας. Το ορθολογικό (αντικειμενικό) περιεχόμενο της κρινόμενης παλιάς θεωρίας περιλαμβάνεται στη νέα θεωρία και απορρίπτεται μόνο η ιδέα ότι αυτή εξαντλούσε το θέμα, όπως ήταν φυσικό να θεωρεί αυτός που την διαμόρφωσε. Επομένως, η παλιά θεωρία ερμηνεύεται ως σχετική αλήθεια και έτσι ως ειδική περίπτωση μιας πιο γενικής και συγκεκριμένης θεωρίας. Ως μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της σχέσης μεταξύ της παλιάς και της νέας θεωρίας μπορεί να χρησιμεύσει η «αρχή της συμμόρφωσης»11, που διαμόρφωσε η φυσική του 20ού αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια πιο γενική θεωρία, που ανακύπτει αργότερα, είναι ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη. Μια τέτοια κατανόηση βασίστηκε στη διαλεκτική-υλιστική ερμηνεία από τους Μαρξ και Ένγκελς κατηγοριών όπως το γενικό, το συγκεκριμένο κλπ., χωρίς την οποία δεν μπορεί να φωτιστεί σωστά.

Σύμφωνα με την υλιστική διαλεκτική, η λογική ανάλυση των γεγονότων και των εννοιών που σχετίζονται με το υψηλότερο στάδιο ωρίμανσης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου που τίθεται υπό διερεύνηση δίνει μια ουσιαστικά ιστορική κατανόηση αυτού του αντικειμένου, ακόμα και όταν δεν εξετάζεται ειδικά η ιστορία της δημιουργίας του.

Ο Μαρξ διατύπωσε τη σχέση μεταξύ λογικού και ιστορικού κατά τη διάρκεια της επιστημονικής ανάλυσης ως εξής: «Δεν είναι λοιπόν αναγκαίο, για να αναπτύξουμε τους νόμους της αστικής οικονομίας, να γράψουμε την πραγματική ιστορία των σχέσεων παραγωγής. Η σωστή όμως αντίληψη και συναγωγή αυτών των σχέσεων σαν σχέσεων που διαμορφώθηκαν οι ίδιες ιστορικά οδηγεί πάντα σε πρώτες εξισώσεις –όπως είναι, π.χ., οι εμπειρικοί αριθμοί στη φυσική επιστήμη– που υποδείχνουν ένα παρελθόν που βρίσκεται πίσω από αυτό το σύστημα.»12 Επομένως, «η ανατομία του ανθρώπου είναι το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου»13. Αυτό σημαίνει ότι οι κατώτερες μορφές ανάπτυξης κατανοούνται σωστά μόνο υπό το φως εκείνων των τάσεων που αποκαλύπτονται πλήρως μόνο αργότερα, παραμένοντας αδιευκρίνιστες στις κατώτερες μορφές, περιπλεγμένες με τυχαιότητες, και ως εκ τούτου δεν έχουν καταστεί ορατές.

Αυτή η μεθοδολογική σκέψη βασίζεται στο γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας, δηλαδή ως μέρος του διαμορφωμένου ή διαμορφούμενου συστήματος φαινομένων, η ιστορία της ίδιας της προέλευσης και της ανάπτυξής του διατηρείται και συνεχώς αναπαράγεται στις αναγκαίες στιγμές της. Για παράδειγμα, ο βιογενετικός νόμος14 καταδεικνύει κάτι τέτοιο με πολύ καθαρό τρόπο. Επομένως, το ερώτημα, που από μια πρώτη άποψη μοιάζει να είναι καθαρά μεθοδολογικό, μετατρέπεται σε αντικειμενικό-διαλεκτικό πρόβλημα, σε πρόβλημα περί της αντικειμενικής-νομοτελειακής σχέσης μεταξύ της ιστορικής διαδικασίας και των προϊόντων της.

Εφόσον η διαλεκτική της ανάπτυξης της εμπορευματικής-καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μια ειδική (και πολύ χαρακτηριστική) περίπτωση της διαλεκτικής της ανάπτυξης γενικά, τότε σε αυτήν μπορεί να εντοπιστεί η λύση του προβλήματος της σχέσης λογικού και ιστορικού στη γενική του μορφή. Η θεωρία, δηλαδή η λογική αντανάκλαση, ασχολείται με τις καθολικές και αναγκαίες στιγμές του υπό μελέτη αντικειμένου. Δεν ενδιαφέρεται για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που λαμβάνουν χώρα σ’ ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής του κι εξαφανίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ίχνος σε κάποιο άλλο. Αλλά οι πραγματικά αναγκαίες προϋποθέσεις και συνθήκες για την εμφάνιση οποιουδήποτε συγκεκριμένου συστήματος αλληλεπιδρώντων φαινομένων διατηρούνται σε όλη την ιστορία του. Η εξαφάνισή τους ή η καταστροφή τους θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή του ίδιου του συστήματος. Επιπλέον, αν το σύστημα αναπτύσσεται, θα πρέπει να διατηρούνται όλες οι απαραίτητες και καθολικές προϋποθέσεις για την ύπαρξή του σε μια διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι κάθε αυτο-αναπτυσσόμενο σύστημα αλληλεπιδρώντων φαινομένων αναπαράγει με αναγκαίο τρόπο αυτές τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις (ή τουλάχιστον τη σχέση τους με αυτές) με την ίδια του την κίνηση, δηλαδή τις θεωρεί δικό του προϊόν. Τέτοια είναι η σχέση του κεφαλαίου με την εμπορευματική μορφή, με το χρήμα, με την ελεύθερη εργατική δύναμη κλπ. Έχοντάς τες ως ιστορικό προαπαιτούμενο, ως προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες δε γίνεται να υπάρξει, το κεφάλαιο τις αναπαράγει ενεργά ως αποτελέσματα των περιστροφών του και, επιπλέον, σε συνεχώς αυξανόμενη κλίμακα. Ο Μαρξ θεωρεί άμεσα αυτήν τη σχέση ως έναν καθολικό διαλεκτικό νόμο που έχει σημασία για κάθε «οργανικό σύστημα». «Αν στο ολοκληρωμένο αστικό σύστημα κάθε οικονομική σχέση προϋποθέτει την άλλη στην αστική-οικονομική μορφή, κι έτσι κάθε αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα και προϋπόθεση, τότε αυτό συμβαίνει σε κάθε οργανικό σύστημα.»15 Και, αντιθέτως, κάθε πραγματικά αναγκαία συνέπεια της ύπαρξης ενός συγκεκριμένου συστήματος αναγκαστικά μετατρέπεται σε μια προϋπόθεση της περαιτέρω ανάπτυξής του, όπως, για παράδειγμα, το μονοπώλιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Και εφόσον το συγκεκριμένο οργανικό σύστημα έχει πράγματι μεταμορφώσει τις συνθήκες της προέλευσής του σε συνέπειες, σε προϊόντα της αυτο-κίνησής του, μετατρέπεται σε μια σχετικά ανεξάρτητη μορφή ανάπτυξης. Πριν από αυτό, ήταν μόνο ένα παρακλάδι του συστήματος φαινομένων που είχε προηγηθεί ιστορικά. Παρόμοια είναι η σχέση, για παράδειγμα, του ανθρώπινου πολιτισμού προς τις φυσικές, υλικές προϋποθέσεις της καταγωγής του. Μετατρέπει τις συνθήκες και προϋποθέσεις που είναι ανεξάρτητες από αυτόν σε προϊόν του –και, μάλιστα, όσο περισσότερο αναπτύσσεται τόσο πιο πολύ προχωράει και αυτή η μετατροπή. Οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις της συγκεκριμένης ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να παύουν να είναι φυσικά γεγονότα, γίνονται «όργανα» του αντικειμενικού σώματος του πολιτισμού και, ως τέτοια, αναπαράγονται ενεργά από την κίνησή του. Οι συνθήκες εμφάνισης του συστήματος μετατρέπονται σε συνέπειές του και, επομένως, η σχέση μεταξύ των διάφορων στοιχείων του αποκτά ένα κυκλικό –ή, καλύτερα, σπειροειδή– χαρακτήρα. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες αναπτύσσεται το σύστημα, και μεγαλώνει σα χιονόμπαλα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια λογική, δηλαδή ταυτόχρονη (σ.τ.μ.: συγχρονισμένη, σε χρονική συμφωνία), τομή διαμέσου όλων των αναγκαίων συστημάτων δείχνει όλα εκείνα τα στοιχεία στην ίδια τους την ακολουθία, κατά την οποία πραγματικά και στο χρόνο, δηλαδή ιστορικά, γίνονταν εσωτερικά αναγκαία συστατικά της. Για παράδειγμα, αν η ουσία του εμπορεύματος μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την ανάλυση της δομής του κεφαλαίου, αλλά όχι το αντίστροφο, αυτό επίσης δείχνει ότι ιστορικά, στην πάροδο του χρόνου, η εμπορευματική μορφή διαμορφώθηκε νωρίτερα, αποτέλεσε δηλαδή ιστορική προϋπόθεση για την εμφάνιση του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, το ουσιαστικά πιο σύνθετο (πιο ανεπτυγμένο) φαινόμενο μπορεί να θεωρηθεί και ως ύστερο. Ως εκ τούτου, τόνισε ο Μαρξ, η λογική ανάπτυξη είναι «κλειδί για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης»16.

Την ίδια στιγμή, ο Μαρξ σημειώνει ότι η λογική ανάλυση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καθοδηγείται απλώς από την ακολουθία με την οποία οι υπό εξέταση κατηγορίες έπαιξαν ιστορικά έναν καθοριστικό ρόλο στην επιφάνεια της ιστορικής διαδικασίας, σύμφωνα με τη διαδοχή με την οποία προσλήφθηκαν από τους ανθρώπους17. Το γεγονός είναι ότι η διαδικασία του ιστορικού σχηματισμού ενός συστήματος συντελείται πάντοτε στη βάση των συνθηκών που δημιουργήθηκαν από ολόκληρη την προηγούμενη ανάπτυξη και σε μια πολύ περίπλοκη αλληλοσύμπλεξη με πολλές άλλες διαδικασίες. Και εάν η κατηγορία του χρήματος και της αξίας προηγείται της κατηγορίας του κεφαλαίου στη θεωρία, που αποκαλύπτει μόνο την εσωτερική λογική της εδραίωσης του συστήματος, στην πραγματικότητα ένα άλλο σύνθετο σύστημα οικονομικών σχέσεων προηγήθηκε του κεφαλαίου, ένα σύστημα από την ιδιαιτερότητα του οποίου η θεωρία κάνει πλήρη αφαίρεση.

Το κεφάλαιο, το οποίο αρχικά δημιουργείται ως «ξένο σώμα» μέσα στο σύστημα οικονομικών σχέσεων της φεουδαρχίας, αρχίζει να αναπτύσσεται σε αντίθεση με αυτό, εν μέρει διαρρηγνύοντας τις μορφές του χωρίς να αφήνει κάποιο ίχνος, και εν μέρει διατηρώντας και αναπτύσσοντας πλήρως εκείνα τα στοιχεία που προηγουμένως υπήρχαν σε αυτές με τη μορφή παράπλευρων και μη ουσιωδών τάσεων. Στην πορεία της διαμόρφωσής του, το κεφάλαιο μεταμορφώνει σε μορφές της ίδιας της αυτοκίνησής του πολλά φαινόμενα που προϋπήρχαν αυτού για πολύ καιρό (για παράδειγμα, το εμπορικό κέρδος, το επιτόκιο κλπ.), από εδώ προκύπτει η εντύπωση ότι αυτές οι μορφές, ως ιστορικά προγενέστερες, θα πρέπει να προηγούνται και στη λογική ανάλυση της έννοιας του κεφαλαίου. Τέτοιες μορφές, όμως, αν και υπήρχαν πολύ πριν εμφανιστεί το κεφάλαιο με την πλήρη έννοια, στην ιστορία της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού συστήματος απέκτησαν μια εσωτερική σχέση μόνο εκεί όπου το κεφάλαιο, που αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από αυτές, τις μετέτρεψε σε μορφές της ιδιαίτερης κίνησής του και όχι προτού συμβεί κάτι τέτοιο. Επομένως, η λογική ανάπτυξη αντιστοιχεί μόνο σε εκείνη την ιστορική ακολουθία κατά την οποία συντελέστηκε η εξέλιξη του συγκεκριμένου συστήματος αλληλεπιδρώντων φαινομένων και όχι στην ιστορία στο σύνολό της, όπως αυτή δόθηκε στην άμεση εμπειρική παρατήρηση.

Με άλλα λόγια, το λογικό αντιστοιχεί στο ιστορικό, αλλά μόνο στο βαθμό που αυτό (σ.τ.μ.: το ιστορικό) κατανοείται στην ουσία του, μόνο στην αυθεντική, εγγενώς αναγκαία διαδοχή των στιγμών του, η οποία είναι κρυμμένη από το άμεσο βλέμμα και μοιάζει ακόμα και αντίστροφο σε σχέση με την εικόνα που αυτό προσλαμβάνει [βλ. παρατήρηση του Β. Ι. Λένιν ότι για την επιστημονική ιστορία της φιλοσοφίας «η χρονολογία και τα πρόσωπα»18 είναι προαιρετικά]. Η λογική τάξη των κατηγοριών στην επιστήμη, επομένως, δεν αντιφάσκει με την πραγματική ιστορία του συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά μόνο με την επιφάνεια των φαινομένων και την επιφανειακά κατανοημένη ιστορία. Μια σωστά κατανοημένη λογική ακολουθία συμπίπτει με μια σωστά κατανοημένη ιστορική ακολουθία της ανάπτυξης αυτού του συγκεκριμένου αντικειμένου της επιστήμης. Ο Λένιν, αναπτύσσοντας τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για το ζήτημα αυτό, ορίζει τη λογική ως «το αποτέλεσμα, το άθροισμα, το συμπέρασμα της ιστορίας της γνώσης του κόσμου»19, σημειώνοντας ότι «στη λογική, η ιστορία της σκέψης πρέπει, γενικά, να συμπίπτει με τους νόμους της νόησης»20.

Η διαλεκτική-υλιστική επίλυση του ζητήματος της σχέσης του λογικού και του ιστορικού δίνει στον ερευνητή μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, μοιάζει εντελώς φυσικό, αν θέλεις να γνωρίσεις ένα αντικείμενο ιστορικά, να ξεκινήσεις κατευθείαν από την εξέταση των γεγονότων της ιστορίας του. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση θα τεθεί αμέσως το ερώτημα –από τι να ξεκινήσεις, από ποια στιγμή να χρονολογήσεις την έναρξη της ιστορίας αυτού του αντικειμένου; Προκύπτει ότι η κατανόηση της ιστορίας του αντικειμένου εξαρτάται από το πώς κατανοείται το ίδιο το αντικείμενο, δηλαδή από τη λογική άποψη.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Δημοσιεύτηκε το 1964 ως λήμμα στη Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 3, σελ. 242-245.

1. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 370-371, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010 (Παράρτημα ΙΙ, Φρ. Ένγκελς, «Η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Καρλ Μαρξ»).

2. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Ζ, 1028a 10-20 και 1028b 3-7.

3. Σημείωση της Σύνταξης: Ο οκαζιοναλισμός (συντυχισμός, περιπτωσιαρχία, συμπτωσιαρχία) είναι μια φιλοσοφική θεώρηση εμφορούμενη από την καρτεσιανή μεταφυσική, που αναπτύχθηκε κυρίως το δεύτερο μισό του 17ου αι., σύμφωνα με την οποία κάθε αλληλεπίδραση μεταξύ νου και σώματος συντελείται με τη διαμεσολάβηση του Θεού. Με άλλα λόγια, αποδίδει στο Θεό τη συνολική ικανότητα ενέργειας, καθιστώντας έτσι απλές περιπτώσεις της επέμβασής του όλες τις δρώσες αιτίες στον ανθρώπινο κόσμο. Η ενέργεια του Θεού είναι η μόνη καθολική αιτία και σε αυτήν ανάγεται η εξήγηση όλων των αισθημάτων και των εκούσιων κινήσεων και δράσεων του ανθρώπου. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεύματος αυτού είναι ο Γάλλος ιερέας, φιλόσοφος και θεολόγος Νικολά Μαλμπράνς (1638-1715).

4. Descartes R., Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήσης, 1976.

5. Σημείωση της Σύνταξης: Φιλοσοφική διδασκαλία που υποστήριζε ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν γενικές ιδέες που πραγματώνονται στα εκάστοτε μεμονωμένα αντικείμενα (όπως πρέσβευε το αντικειμενικοϊδεαλιστικό ρεύμα του ρεαλισμού), αλλά μόνο ενικά πράγματα, από τα οποία μπορούν να συναχθούν, στη βάση της ομοιότητας, γενικές έννοιες.

6. Σημείωση της Σύνταξης: Φιλοσοφική διδασκαλία, γνωστή και ως αισθησιοκρατία. Ακραιφνής εμπειριστική θεώρηση, που εξαντλεί τη γνωσιμότητα του κόσμου στα άμεσα εμπειρικά δεδομένα που προσφέρονται προς επεξεργασία στη νόηση διαμέσου των αισθήσεων.

7. Τσερνισέφκσι, Επίλεκτα φιλοσοφικά έργα (ρωσική έκδοση) τόμ. 1, σελ. 303, 1950.

8. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, σελ. 88, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

9. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 80, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.

10. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 370, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010 (Παράρτημα ΙΙ, Φρ. Ένγκελς, «Η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Καρλ Μαρξ»).

11. Σημείωση της Σύνταξης: Ένα από τα γνωρίσματα της σύγχρονης φυσικής είναι η μαθηματικοποίησή της. Προκύπτει, λοιπόν, το ζήτημα πώς συσχετίζονται οι ιδιότητες των μαθηματικών αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή φυσικών συστημάτων με τις ιδιότητες των συστημάτων αυτών, πώς δηλαδή και κατά πόσο γίνεται η μαθηματική περιγραφή ενός φυσικού συστήματος να ανταποκρίνεται στις ιδιότητές του. Μια από τις βασικές θέσεις που εκφράστηκαν ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα υποστηρίζει ότι, εφόσον οι φυσικές ποσότητες θεωρούνται ικανές να εκφράσουν τις ιδιότητες ενός υλικού συστήματος, θα πρέπει το ίδιο να ισχύει και ως προς τη δομή της μαθηματικής έκφρασης των ποσοτήτων αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχή της συμμόρφωσης κατοχυρώνει ουσιαστικά την αντιστοίχηση των ιδιοτήτων της μαθηματικοποιημένης περιγραφής ενός υλικού συστήματος με τις φυσικές του ιδιότητες. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η αποδοχή της ισχύος της αρχής αυτής από την επιστημονική κοινότητα δεν είναι δεδομένη, με τη σχετική συζήτηση να επεκτείνεται και στη διαπάλη σε σχέση με την κατανόηση της φύσης των φαινομένων του μικρόκοσμου και το κατά πόσο είναι διακρίσιμες και διαχωρίσιμες ή όχι οι ιδιότητες των κβαντικών αντικειμένων. Αναφερόμενος στην αρχή της συμμόρφωσης στο σημείο αυτό, ο Ιλιένκοφ (χωρίς να γνωρίζουμε αν είχε ή όχι γνώση της σχετικής συζήτησης στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας) δίνει έμφαση στη σχέση των παλιότερων, μη μαθηματικοποιημένων, θεωριών της φυσικής, με τις νεότερες, γνώρισμα των οποίων είναι η μαθηματικοποίηση.

12. Κ. Μαρξ, Βασικές Γραμμές της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (Grundrisse), τόμ. Β΄, σελ. 349, εκδ. Στοχαστής.

13. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 345, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010 (Παράρτημα Ι, «Εισαγωγή στην “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας”»).

14. Σημείωση της Σύνταξης: Σύμφωνα με το βιογενετικό νόμο στη βιολογία, η οντογένεση (η ανάπτυξη του ατόμου, η ανάπτυξη του εμβρύου μέχρι την ολοκλήρωση του οργανισμού) συγκεφαλαιώνει (ανακεφαλαιώνει, επαναλαμβάνει) τη φυλογένεση (την εξελικτική ιστορία του είδους). Αναπτύσσοντας μια ιδέα που διατυπώθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία ένας οργανισμός περνά με τη σειρά όλα τα στάδια της εξέλιξης των προγονικών του μορφών, η οποία επιβεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις του Δαρβίνου, οι Ε. Χέκελ και Φ. Μίλερ διατύπωσαν τη δεκαετία του 1860, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, το βιογενετικό νόμο (γνωστό και ως νόμο Χέκελ-Μίλερ), περιγράφοντας έτσι τη διαδικασία που παρατηρείται στη ζωντανή φύση, κατά την οποία η ανάπτυξη κάθε μεμονωμένου ζωντανού οργανισμού επαναλαμβάνει την ιστορική εξέλιξη της ομάδας των ατόμων, του είδους, όπου ανήκει. Η συζήτηση για το βιογενετικό νόμο στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας διαπλέχτηκε, όπως μάλλον ήταν αναμενόμενο, με τη συζήτηση για τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης και τις αντιπαραθέσεις περί ανθρωπογένεσης.

15. Κ. Μαρξ, Βασικές Γραμμές της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (Grundrisse), τόμ. Β΄, σελ. 205, εκδ. Στοχαστής.

16. Κ. Μαρξ, Βασικές Γραμμές της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (Grundrisse), τόμ. Β΄, σελ. 515, εκδ. Στοχαστής.

17. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 349, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010 (Παράρτημα Ι, «Εισαγωγή στην “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας”»).

18. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 29, σελ. 321, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

19. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 29, σελ. 84, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

20. Ό.π., σελ. 298.