ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ. ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ


του Αποστόλη Χαρίση*

Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια διερευνητική συνοπτική προσέγγιση όσον αφορά το ρόλο και τη θέση του έθνους, του εθνικού ζητήματος και των εθνικών, άρα και των δι-εθνικών, σχέσεων στην πάλη των τάξεων, στο πλαίσιο του αγώνα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος για την επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και το ξεκίνημα της οικοδόμησης των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών. Ο αγώνας αυτός διεξάγεται τόσο σε εσωτερικό-εθνικό όσο και σε διεθνές-παγκόσμιο επίπεδο.

Το πρώτο, το «εθνικό στοιχείο», αποτελεί τη βάση, την αφετηρία, το αρχικό περιβάλλον διαμόρφωσης καταρχήν του εργατικού κινήματος και των στόχων του μέσα σε μια ορισμένη επιμέρους καπιταλιστική κοινωνία και, το δεύτερο, το άπλωμά του και ο συντονισμός του σε διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο, αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της περαιτέρω ανάπτυξής του ως ιστορικής διαδικασίας. Αυτό προκύπτει από το ότι αφενός ο καπιταλισμός ιστορικά δεν εμφανίζεται ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου και αφετέρου, ακόμη και αφού έχει παντού εμφανιστεί και εδραιωθεί, αναπτύσσεται πάντοτε ανισόμετρα και με όρους σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των διάφορων κοινωνιών και των αρχουσών σε αυτές αστικών τάξεων, αντανακλώντας άλλωστε ένα βασικό εγγενές χαρακτηριστικό του, αφού ο εσωτερικός «εθνικός» –ή σε κάθε χώρα– ατομικός και ομαδικός ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστών και ομάδων καπιταλιστών βρίσκει το αντίστοιχό του στον ανταγωνισμό μεταξύ αντίπαλων καπιταλιστικών εθνών και κρατών. Γι’ αυτό και ο προλεταριακός διεθνισμός, που εκφράζεται και στο ιστορικό κομμουνιστικό σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», παραμένει θεμελιώδης και σήμερα, αναγκαίος όρος της ίδιας της ύπαρξης του εργατικού κινήματος σε κάθε ξεχωριστή χώρα και κοινωνία.

Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι συγκροτημένες σε εθνική βάση, στη βάση της αρχής του έθνους και γύρω από αυτή την αρχή είναι οργανωμένα και τα κράτη τους. Αυτό το τελευταίο (όσον αφορά το εθνικό κράτος –δηλαδή την αρχή κάθε έθνος και κράτος– ή την «αρχή των εθνοτήτων», όπως διατυπώθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) πρέπει να γίνεται κατανοητό σαν γενική ιστορική τάση και όχι μηχανιστικά, αφού, αν όλα τα υπαρκτά σύγχρονα έθνη, εθνότητες κλπ. αποκτούσαν το δικό τους κράτος σήμερα, τα κράτη στον ΟΗΕ θα ήταν περισσότερα.

Το ζήτημα του έθνους και των εθνικών κινημάτων αποτελεί πολύ σημαντική πλευρά της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας και της πάλης των τάξεων των δύο τελευταίων αιώνων και διασταυρώνεται διαρκώς τόσο με την εδραίωση και διάδοση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όσο και με την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Σήμερα, στο φως του κλονισμού των αστικών φιλελεύθερων ουτοπιών περί «παγκοσμιοποίησης» και στο πλαίσιο των κρισιακών φαινομένων και των ανακατατάξεων –αλλά και των οξυμένων διεθνών αντιπαραθέσεων– της τελευταίας δεκαετίας, η συζήτηση περί έθνους επιστρέφει με νέα δυναμική σε αστικούς, μικροαστικούς, αλλά και σε οπορτουνιστικούς κύκλους που δρουν μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης. Τα πρόσφατα γεγονότα στην Καταλονία και τη Σκωτία, καθώς και αλλού, οι διάφορες αναζητήσεις εναλλακτικών «εθνικών δρόμων ανάπτυξης», αλλά και οι ανακατατάξεις των αστικών κοινωνικών συμμαχιών σε πολλές καπιταλιστικές χώρες καθιστούν επίκαιρη και αναγκαία την ενασχόληση με τη μαρξιστική θεώρηση για το έθνος και το εθνικό ζήτημα και τη σχέση τους με την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.

Η προσέγγιση που ακολουθεί στοχεύει στο να τεθούν καταρχήν κάποια γενικά μεθοδολογικά ζητήματα σε σχέση με το έθνος, σαν αφετηρία για περαιτέρω μελέτη – είναι σαφές ότι πρόκειται για μια πρώτη προσπάθεια διερεύνησης και όχι για κάτι οριστικό και ολοκληρωμένο. Χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στην πρώτη θα επιχειρηθεί να δοθεί συνοπτικά η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το έθνος μέσα στο πλαίσιο της θεώρησής του ως «μορφής κοινωνικής συμβίωσης» και τη σχέση του με την καπιταλιστική βαθμίδα κοινωνικής ανάπτυξης. Η παρουσίαση που περιλαμβάνεται σε αυτή την ενότητα είναι η πιο σημαντική για την κατανόηση της ουσίας του ζητήματος και αυτών που ακολουθούν στη συνέχεια, για το λόγο ότι πρέπει να γίνει κατανοητή πρώτα-πρώτα ακριβώς η έννοια της «μορφής κοινωνικής συμβίωσης». Στη δεύτερη ενότητα θα γίνει προσπάθεια να φανούν, με συνοπτικό τρόπο, κάποιες πλευρές των σχέσεων και αντιθέσεων μεταξύ του «εθνικού» και του «κοινωνικού ζητήματος» στην πορεία διαμόρφωσης και εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, στις πρώτες τουλάχιστον φάσεις της.

 Το κυριότερο πρόβλημα και δυσκολία που προκύπτει κατά την ενασχόληση με το ζήτημα περί έθνους και μορφών κοινωνικής συμβίωσης είναι το ότι χρειάζεται πραγματικά πολύ καλή γνώση και αίσθηση της ιστορίας. Όταν ασχολείται κανείς με τα ζητήματα των μορφών κοινωνικής συμβίωσης, φαίνεται σαν να καταπιάνεται με τα πάντα όσον αφορά την ιστορία της κοινωνίας, είναι σαν να βρίσκεται σε κινητή άμμο. Η παρουσίαση που ακολουθεί είναι αναγκαστικά άνιση, επιλεκτική και ελλιπής σε πολλά σημεία. Επαναλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται εδώ για μια συνολική προσέγγιση του «Εθνικού Ζητήματος», πολύ περισσότερο δε των σύγχρονων προβλημάτων που σχετίζονται με το έθνος και τις εθνικές σχέσεις. Τα τελευταία πρέπει να είναι αντικείμενο βαθύτερης, πιο συγκεκριμένης και πιο τεκμηριωμένης διερεύνησης που θα ακολουθήσει στο επόμενο διάστημα. Ως εκ τούτου, το παρόν κείμενο έχει και ένα χαρακτήρα εισαγωγικό.

 

ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Ο μαρξισμός εξετάζει την κοινωνία ως μια ιστορική διαδικασία ανάπτυξης, στη βάση της οποίας, ως μόνιμη συνθήκη ύπαρξής της, βρίσκεται η ανάπτυξη της υλικής παραγωγής και των σχέσεων που την διέπουν. Το συγκεκριμένο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής καθορίζει καταρχήν το μέγεθος, την ποιότητα, τη μορφή, τον τρόπο οργάνωσης και συγκρότησης της ορισμένης κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι οικονομικές σχέσεις στη στενή τους έννοια καθορίζουν πλήρως το σύνολο των πλευρών και των ιδιοτήτων κάθε ξεχωριστής κοινότητας ή κοινωνίας στον κόσμο. Η πολυμορφία στην εξέλιξη των κοινωνιών της ανθρωπότητας είναι δεδομένη, εξαρτάται από πλήθος συνθηκών όπως, λ.χ., οι γεωγραφικοί παράγοντες ή –ακόμη περισσότερο– η συγκεκριμένη ιστορία της συγκεκριμένης κοινότητας ή κοινωνίας, η ιδιαίτερη συνειδητοποίηση αυτής της ιστορίας από την ίδια και η αποτύπωσή της σε έναν ιδιαίτερο πνευματικό πολιτισμό που αντεπιδρά στους τρόπους της υλικής της δράσης, η αλληλεπίδραση μεταξύ των ξεχωριστών κοινωνιών-κοινοτήτων κ.ο.κ. Όλες όμως οι υπαρκτές ιδιομορφίες της κάθε ξεχωριστής κοινότητας-κοινωνίας, οσοδήποτε ποικίλες κι αν είναι, μπορούν να «χωρέσουν» μέσα στην κατηγορία της εκάστοτε αναγκαίας «μορφής» στην οποία εντάσσεται, αν την τελευταία την κατανοούμε σωστά, δηλαδή συγκεκριμένα και όχι αφηρημένα, σε κίνηση και όχι σε ακινησία, διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά.

Αυτά αναφέρονται εδώ γιατί οι μορφές κοινωνικής συμβίωσης που θα αναφερθούν παρακάτω πρέπει να γίνουν κατανοητές με τον πιο πλατύ, αλλά ταυτόχρονα και περιεκτικό τρόπο. Οι ορισμοί είναι πάντα και «περι-ορισμοί», αφού «θέτουν τα όρια», δηλαδή οριοθετούν το αντικείμενο που μελετάμε, παίρνουν υπόψη μόνο τις βασικές αναγκαίες του πλευρές, το περιορίζουν, επομένως το πιο σωστό είναι να προσπαθούμε να δείχνουμε το αντικείμενο στην κίνησή του και τη ζωντανή ανάπτυξή του, που είναι πάντα πιο «συγκεκριμένη», δηλαδή πολύ πιο πλούσια σε ιδιότητες και καθορισμούς από τη νόηση που προσπαθεί να το γνωρίσει.

Τέτοιες «μορφές κοινωνικής συμβίωσης» λοιπόν είναι καταρχήν και βασικά το γένος, η φυλή, η λαότητα, το έθνος.

Γένος είναι μορφή κοινότητας ή κοινωνικής συμβίωσης που αντιστοιχεί σε μια ομάδα-κοινότητα ανθρώπων που είναι βασικά συγγενείς μεταξύ τους, τείνουν να αυτοπροσδιορίζονται ως ομάδα αναφερόμενοι σε μια κοινή καταγωγή και σε κάποιον (πραγματικό ή μυθικό) κοινό πρόγονο, διαθέτουν ένα κοινό όνομα γένους. Πρόκειται για την παλαιότερη και την κατά πολύ πιο μακραίωνη μορφή κοινωνικής συμβίωσης και ανθρώπινης κοινότητας, που ξεκινά όταν οι ομάδες ανθρώπων ξεχωρίζουν από την καθαρά ζωώδη κατάσταση και συνεχίζει να υπάρχει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (σε ορισμένες περιοχές του κόσμου ακόμη και μέχρι σήμερα). Η μορφή αυτή αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα επίπεδα ανάπτυξης της υλικής παραγωγής (πολύ πριν την εμφάνιση των μεγάλων κοινωνικών καταμερισμών της εργασίας και της ταξικής κοινωνίας) και σε ανάλογα επίπεδα συνείδησης και πνευματικού πολιτισμού. Το γένος ήταν η βασική οικονομική και κοινωνική μορφή της προταξικής κοινωνίας, μια ολοκληρωμένη κοινότητα που εκπλήρωνε το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών.1

Στη δοσμένη εποχή της κοινωνικής ανάπτυξης, το γένος λοιπόν ήταν η βασική μορφή των κοινωνικών σχέσεων και λειτουργιών, αλλά δεν υπήρχε φυσικά μόνο ένα γένος. Πολλές τέτοιες κοινωνικές μονάδες-κοινότητες, μικρές αλλά «πλήρεις κοινωνίες», σχημάτιζαν τη φυλή που αποτελούνταν από γένη και ενώσεις γενών (φατρίες ή πατριές). Ως φυλή λοιπόν νοείται ένας τύπος ή μορφή εθνολογικής κοινότητας και κοινωνικής οργάνωσης της προταξικής κοινωνίας (ας συγκρατηθεί εδώ ο όρος «εθνολογική», για τον οποίο θα γίνει αναφορά παρακάτω). Γνωρίσματα αυτού του τύπου κοινότητας είναι η ύπαρξη μιας εδαφικής έκτασης της φυλής, δηλαδή ενός γεωγραφικού χώρου στον οποίο αυτή δραστηριοποιείται, μια ορισμένη οικονομική κοινότητα των γενών και, μέσω αυτών, των ατόμων-φυλετών που την απάρτιζαν, μια ορισμένη ενιαία φυλετική γλώσσα, φυλετική αυτοσυνείδηση και ιδιαίτερο φυλετικό όνομα, φυλετική ενδογαμία (που συνοδεύεται από την εξωγαμία των ξεχωριστών γενών) και –από ένα ιστορικό σημείο και πέρα– η φυλετική αυτοδιοίκηση (συμβούλιο της φυλής), καθώς και οι καθιερωμένες φυλετικές λατρείες και φυλετικές γιορτές (ανταμώματα, πανηγύρια κ.ο.κ.). Οι φυλές και τα γένη αντιστοιχούν σε κείνη την εξαιρετικά μακρόχρονη περίοδο της κοινωνικής ανάπτυξης που προηγείται του ταξικού πολιτισμού και συναντιέται στις ιστορικές μελέτες ως «φυλογενετικό σύστημα» ή και «πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία». Δηλαδή τα γένη και οι φυλές συνυπάρχουν αναγκαία.

Μέχρις εδώ έχουμε να κάνουμε με μορφές κοινωνικής συμβίωσης που αντιστοιχούν στην προταξική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το σχετικά μικρό και σχετικά αραιό στο χώρο πληθυσμό, το θεμελιακό ρόλο της συγγένειας στην κοινωνική οργάνωση, τη σπανιότητα των αγαθών, την έλλειψη γραφής κ.ο.κ.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι αυτού του τύπου η κοινωνική συμβίωση και συγκρότηση ήταν κάτι «απλό» και «πρωτόγονο» με την καθημερινή τρέχουσα σημασία που αποδίδεται σήμερα στον όρο· αντίθετα, χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και από συγκεκριμένη λογική εξέλιξης στις σχέσεις της, όπως άλλωστε βεβαιώνουν όλοι οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι που μελέτησαν ανά τον κόσμο τέτοιες κοινότητες, ιδιαίτερα λ.χ. όσον αφορά τα δίκτυα συγγένειας και τους τρόπους κοινωνικής έκφρασης και συμπεριφοράς, αλλά και όπως μπορεί να διαπιστωθεί με τη μελέτη και ανάλυση των αρχαίων ελληνικών κλασικών τραγωδιών, έργων του Σαίξπηρ κ.ά., όπου η κοινωνική εξέλιξη και οι σχέσεις και αντιθέσεις εκφράζονται μέσα από τις σχέσεις συγγένειας, λ.χ. το πέρασμα από τη μητρική στην πατρική γραμμή καταγωγής και δίκαιο κτλ.

Το πέρασμα στην ταξική κοινωνία και τον πολιτισμό συνδέεται με τεράστιες προόδους στην υλική παραγωγή της κοινωνίας (η λεγόμενη και «νεολιθική επανάσταση» από τους προϊστορικούς αρχαιολόγους), που ξεκίνησαν μεν στο πλαίσιο του φυλογενετικού συστήματος, αλλά οδήγησαν στην πρώτη κοινωνική επανάσταση στην ιστορία. Σαν αποτέλεσμα αυτών υπάρχει πια μόνιμη εγκατάσταση πολύ μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων (και αντίστοιχα εμφάνιση νομαδικών ποιμενικών φυλών και ενώσεων φυλών και όχι πια περιπλανώμενων τροφοσυλλεκτών), ένα ορισμένο πλεόνασμα παραγωγής, κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας (γεωργία-κτηνοτροφία, στη συνέχεια βιοτεχνία, καθώς και κοινωνικός καταμερισμός μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας, διευθυντικής και εκτελεστικής), γραπτή γλώσσα (ώστε να είναι δυνατό να αποθηκευτούν και να μεταδοθούν οι πολύ περισσότερες γνώσεις και δεδομένα), ταξική δομή, στη βάση των νέων σχέσεων παραγωγής, ιεραρχία, κράτος, δίκαιο και νόμοι, οργανωμένα πνευματικά (θρησκευτικά) συστήματα και φορείς. Σε αυτόν τον εντελώς νέο κόσμο μπορούσε να εμφανιστεί μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης, η λαότητα2 (στη βιβλιογραφία μπορούμε να την συναντήσουμε και με τη λέξη «εθνότητα» ή «λαός»), ένας τύπος συμβίωσης που μοιάζει αλλά προηγείται της μορφής «έθνος» και δεν ταυτίζεται με αυτό.

Η λαότητα ορίζεται ως μια ιστορικά διαμορφωμένη γλωσσική, εδαφική, οικονομική και πολιτιστική κοινότητα ανθρώπων. Διαμορφώνεται με βάση τις προηγούμενες υπαρκτές μορφές, δηλαδή τη φυλή και το γένος. Σχηματίζονται ενώσεις φυλών (διαφορετικών φυλών που, μεταξύ άλλων, σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυνατό να μιλούν και διαφορετικές γλώσσες), στο πλαίσιο των οποίων οι φυλές αναμειγνύονται βαθμιαία και το προηγούμενο θεμέλιο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή οι σχέσεις συγγένειας που βασίζονται στο γένος ως συμπαγή ομάδα, αντικαθίσταται από τις εδαφικές σχέσεις. Ως παραδείγματα διαμόρφωσης λαότητας στην αρχαιότητα αναφέρεται συνήθως στη μαρξιστική βιβλιογραφία η αρχαία αιγυπτιακή λαότητα ή η αρχαία ελληνική, καθώς και άλλες – ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές και χώρες όπου συντελείται πιο ολοκληρωμένα το πέρασμα στην ταξική κοινωνία και πολιτισμό. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, αντίστοιχα παραδείγματα προσφέρουν η γαλλική (φραγκική) λαότητα, η πολωνική, η πρωτορωσική και άλλες, μεταξύ των οποίων και όλες εκείνες που κατοπινά διαμορφώθηκαν σε σύγχρονα έθνη.

Στην πορεία διαμόρφωσης της λαότητας, που μπορεί να είναι και αποτέλεσμα κατάκτησης αλλά και ειρηνικών ανακατατάξεων στην οικονομική δραστηριότητα, η γλώσσα ενός από τα εθνολογικά της στοιχεία (βλ. λ.χ. τη «lingua franca» σε μεγάλο μέρος του φραγκικού βασιλείου) τείνει να αποτελέσει την κοινή γλώσσα της λαότητας, ενώ οι γλώσσες των άλλων φυλών και ενώσεων φυλών εκπίπτουν σε φθίνουσες ή εξαφανίζονται. Διαμορφώνεται λοιπόν, όπου συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες, μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης που μοιάζει αφενός με την ένωση φυλών του φυλογενετικού συστήματος που αποτελεί το παρελθόν της (και τη βασική προϋπόθεσή της) και αφετέρου με το έθνος που σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αλλά όχι πάντα, μπορεί να αποτελέσει το μέλλον της. Η λαότητα λοιπόν ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης φαίνεται να σχηματίζεται και στο δουλοκτητικό σχηματισμό (βλ. αρχαία Ελλάδα), αλλά και στο φεουδαρχικό, πρόκειται δηλαδή για έναν τύπο κοινωνίας που διέπεται από ταξικές σχέσεις και τις προϋποθέτει. Αντιστοιχεί σε μια πολύ πιο αναπτυγμένη κοινωνική οικονομία και κοινωνική ζωή σε σχέση με την αντίστοιχη του φυλογενετικού συστήματος, καθώς και σε μια κοινωνία με αναπτυγμένη και μόνιμη ταξική δομή, κράτος, ισχυρό πνευματικό πολιτισμό και, βέβαια, είναι απλωμένη σε μεγαλύτερη έκταση και πληθυσμό ανθρώπων. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες κοινωνίες (Προσοχή! Όχι κράτη, αλλά κοινωνίες) της προκαπιταλιστικής εποχής. Οι λαότητες του Μεσαίωνα αποτέλεσαν εξάλλου τη βάση για το σχηματισμό των εθνών.

Κι ερχόμαστε στην κεντρική έννοια-κατηγορία της παρούσας προσέγγισης. Ξεκινώντας κι εδώ με τους ορισμούς - «περιορισμούς», σύμφωνα με το μαρξισμό-λενινισμό, το έθνος, ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης, συνιστά μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινότητα ατόμων, στη διαμόρφωση της οποίας παίζουν ρόλο παράγοντες (σε αναγκαίο συνδυασμό και ενότητα μεταξύ τους – πολυπαραγοντικός ορισμός) όπως η συμβίωση-διαμονή σε κοινό έδαφος, οι οικονομικές σχέσεις και δεσμοί σε αυτή, η ύπαρξη ιδιαίτερης φιλολογικής-λογοτεχνικής γλώσσας, καθώς και στοιχεία πολιτιστικά, εθιμικά, η ύπαρξη ορισμένων κοινών κοινωνικοψυχολογικών στοιχείων που εκφράζονται και εδραιώνονται ακριβώς στα ήθη, τα έθιμα την καθημερινή κοινωνική συμπεριφορά.3 Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να μην υπάρχουν αισθητές διαφορές μεταξύ έθνους και λαότητας, αφού πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τις δύο μορφές φαίνονται ταυτόσημα. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι και σε σχέση ακόμη και με τη φυλή θα μπορούσε να βρεθούν κοινά στοιχεία, ενώ κάποιοι εθνικιστές ορίζουν και βιολογικά-ρατσιστικά το έθνος. Άλλωστε στην Ελλάδα συνηθίζεται, από το σχολείο ακόμη, να χρησιμοποιούνται και οι τρεις λέξεις (γένος, έθνος και φυλή) για να ορίσουν το ελληνικό έθνος.

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ ΕΘΝΟΣ;

Αν κάνουμε στην άκρη το χοντροκομμένο βιολογισμό και τις ρατσιστικές αντιλήψεις, εδώ μπορούμε να απαντήσουμε ότι όλες οι διαδοχικές μορφές κοινωνικής συμβίωσης οικοδομούνται καταρχήν με το υλικό των προηγούμενων. Επιπλέον, όλες θα πρέπει να έχουν κάποια ανάλογα γενικά χαρακτηριστικά, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν πραγματικές μορφές συμβίωσης, δηλαδή τρόπους συνύπαρξης ατόμων και οργάνωσης μιας πλήρους κοινωνίας. Και το γένος, λοιπόν, και η φυλή, και η λαότητα, και το έθνος βασίζονται σε μια ορισμένη οικονομική κοινότητα, σε ένα κοινό οικονομικό πλαίσιο δραστηριοτήτων κάθε φορά. Η διαφορά συνίσταται στο εκάστοτε συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο της οικονομικής δραστηριότητας, στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής. Το φυλογενετικό σύστημα αντιστοιχεί στον τρόπο παραγωγής της προταξικής κοινωνίας, ακόμη και κατά την περίοδο που, σε κατάσταση αποσύνθεσης ή υποταγής, μπορεί για ένα διάστημα, ίσως και μακρόχρονο, ιδιαίτερα σε περιόδους ιστορικής μετάβασης από έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στον επόμενο, να αναπαράγει κάποιες λειτουργίες του στο περιθώριο της ταξικής κοινωνίας ή και κάτω από την κυριαρχία της.4 Η λαότητα αντιστοιχεί σε ταξική κοινωνία, με αναπτυγμένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, με μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων και παραγωγικού πλεονάσματος και ύπαρξη, σε ορισμένο βαθμό, εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και ανταλλαγών. Το έθνος αντιστοιχεί στην ανοιχτή καπιταλιστική αγορά και είναι εκείνη η μορφή κοινωνικής συμβίωσης που εκφράζει ακριβώς αυτή την ανάγκη και πραγματικότητα. Οι «οικονομικές σχέσεις και δεσμοί» που αντιστοιχούν στο έθνος είναι ο μεγάλος ενιαίος οικονομικός χώρος που δεν περιορίζεται από τοπικές χωροδεσποτείες, η καπιταλιστική αγορά, η τάση για ελεύθερη από κάθε πρότερο περιορισμό, «απόλυτη» ατομική ιδιοκτησία, η ελεύθερη και αποχωρισμένη από μέσα παραγωγής εργατική δύναμη (άρα το αντίστοιχο δίκαιο και αίσθημα δικαίου), η παραγωγή με σκοπό το κέρδος, η τάση για εξαφάνιση της φυσικής οικονομίας και κάθε μορφής οικονομικής αυτάρκειας. Με άλλα λόγια, το έθνος είναι μια μορφή συμβίωσης που αντιστοιχεί σε μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών, σε μια κοινωνία που η παραγωγική διαδικασία γίνεται όλο και πιο σύνθετα κοινωνικοποιημένη και αλληλεξαρτώμενη, όπου ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας βαθαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και όπου όλα αυτά συντελούνται διαμέσου της γενίκευσης των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων.

Σε ό,τι αφορά το χαρακτηριστικό της διαμονής σε ένα ορισμένο έδαφος: Προφανώς όλες οι μορφές κοινωνικής συμβίωσης προϋποθέτουν τη συμβίωση σε κοινό έδαφος, ακόμη κι όταν πρόκειται για μετακινούμενες κοινωνίες, νομάδων ή, ακόμη πιο πριν, περιπλανώμενων τροφοσυλλεκτών. Ακόμη όμως κι αυτό το στοιχείο του εδάφους, που φαίνεται προφανές, πρέπει να συνδυάζεται με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά και επίσης να κατανοούνται οι μορφές συμβίωσης πολύ πλατιά, να βλέπουμε τη γενική τάση ακριβώς ως τάση, γνωρίζοντας ότι σε όλα υπάρχουν εξαιρέσεις και ιδιαιτερότητες, γι’ αυτό άλλωστε και ο ορισμός του έθνους ή της λαότητας είναι «πολυπαραγοντικός» και περιγραφικός.

Στο επίπεδο της γλώσσας: Βεβαίως κάθε κοινωνία, για να είναι κοινωνία, προϋποτίθεται ότι είναι αναγκαίο να διαθέτει ένα μέσο επικοινωνίας, ένα κοινό σύστημα σημείων, καθώς και ένα όργανο πρακτικής σκέψης, δηλαδή μια γλώσσα. Άλλη όμως είναι η προφορική και στοιχειώδης γλώσσα που είναι επαρκής για την επικοινωνία, τη γνώση και νόηση και τη μετάδοση της κληρονομημένης γνώσης στην πρωτόγονη οικονομία του φυλογενετικού συστήματος και άλλες είναι οι απαιτήσεις για μια γλώσσα που έχει μια κοινωνία της Αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα (που μπορεί και να αντιστοιχεί στη μορφή «λαότητα»), με τον αναπτυγμένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, την αναπτυγμένη γεωργία, τα μεγάλα έργα, τα πλοία, τη βιοτεχνία, τους στρατούς, τις διοικητικές ανάγκες του κράτους και τα εκτεταμένα πνευματικά και θρησκευτικά συστήματα και ανάγκες της. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, βλέπουμε να αναπτύσσεται στην πορεία και το φαινόμενο της διγλωσσίας (φιλολογική-«λόγια» γλώσσα της άρχουσας τάξης, προορισμένη για την υψηλή πνευματική παραγωγή και τη διοίκηση της κοινωνίας και γλώσσα του λαού, των απλών παραγωγών, στη βάση κυρίως του προφορικού λόγου των δεύτερων), ενός διαχωρισμού που μένει ως πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά αλλά και ως εμπόδιο για αργότερα, στην καπιταλιστική εποχή. Αντίθετα με την προκαπιταλιστική, δηλαδή την «προ-εθνική» περίοδο, στην εποχή των εθνών είναι αναγκαία η καθολική ανάπτυξη του αλφαβητισμού και των γραμμάτων, η κοινή γλώσσα για όλο τον πληθυσμό, η ανάπτυξη, αξιοποίηση και γενίκευση της τεχνικής και της επιστήμης στη συνεχώς επαναστατικοποιούμενη παραγωγική διαδικασία, κάτι που προϋποθέτει γενικά έναν πολύ πιο μαζικό εγγράμματο πληθυσμό συγκριτικά με όλη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Ιδιαίτερη σημασία, ως εκ τούτου, κατά την εμφάνιση και εδραίωση της εθνικής μορφής κοινωνικής συμβίωσης, αποκτούν τα πλατιά συστήματα μαζικής ή και καθολικής εκπαίδευσης του πληθυσμού, που επιτελούν και σημαντικότατο τμήμα της ανάπτυξης και διάδοσης της νέας ιδεολογίας, της «εθνικής ιδεολογίας» και του σχηματισμού μιας νέας «κοινής αίσθησης του ανήκειν», μιας νέας συλλογικής ταυτότητας του πληθυσμού, της «εθνικής» ταυτότητας. Δεν είναι τυχαίο προφανώς το γεγονός της εμφάνισης της τυπογραφίας σε ένα σχετικά πρώιμο επίπεδο ανάπτυξης των αστικών σχέσεων (απ’ όπου και οι σχετικές επισημάνσεις περί «έντυπου καπιταλισμού»).

Τέλος, όσον αφορά τις κοινωνικοψυχικές πλευρές αυτής της μορφής κοινωνικής συμβίωσης, του έθνους δηλαδή, είναι σαφές ότι και για τους προαναφερθέντες και για άλλους ακόμη λόγους συνιστούν κι αυτές μια επανάσταση στην κοινωνική ζωή, αντίστοιχη με αυτή στην οικονομία και την πολιτική. Ο ψυχισμός, η ποιότητα και το περιεχόμενο των νοοτροπιών και των πνευματικών στάσεων, των συναισθημάτων, των συγκινήσεων έχει πάντοτε κοινωνικό και συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα. Ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται και σκέπτεται ξεχωριστά και «με το δικό του τρόπο», αλλά το βαθύτερο περιεχόμενο του συναισθήματος και της νόησής του του δίνεται από την εποχή και την κοινωνία που ζει, μέσα σε ένα πλήθος, από κει και πέρα, επιμέρους ομαδοποιήσεων, εξειδικεύσεων (κοινωνικο-ταξικών, επαγγελματικών, τοπικών, πνευματικών-θρησκευτικών κ.ο.κ.). Εφόσον η κυρίαρχη σήμερα μορφή κοινωνικής συμβίωσης είναι το έθνος, σημαντική θέση στη σκέψη και την ψυχοσύνθεση των ατόμων κατέχει η κοινή εθνική συνείδηση και ψυχοσύνθεση, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά μέσα στον πνευματικό πολιτισμό της δοσμένης κοινωνίας. Μπορεί τα άτομα συνήθως (σχεδόν πάντα) να μην το κατανοούν, αλλά καθημερινά αισθάνονται και σκέπτονται με όρους εθνικής συνείδησης και ιδεολογίας, όλοι μας, δεν πρόκειται απλώς για κάτι εξωτερικό και τεχνητό. Η εθνική συνείδηση έχει «αντικειμενοποιηθεί» στη σημαία, τα τραγούδια, το Σύνταγμα της χώρας, στα έθιμα, τα ήθη, τις καθημερινές συνήθειες που συχνά δε συνειδητοποιούμε καν. Μεγάλο μέρος της ίδιας της ιστορίας της κοινωνικοταξικής διαπάλης έχει συνδεθεί με αναφορές σε εθνικά στοιχεία και ιδιαιτερότητες. Ας σκεφτούμε μόνο έννοιες και λέξεις όπως «Ρωμιοσύνη» και άλλες παρόμοιες και τι σηματοδοτούν… Ακόμη και η ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης δηλαδή, που εκφράζει τα συμφέροντα, τον αγώνα και την ιστορική της αποστολή, από τη μια έχει αντικειμενικό χαρακτήρα κι εκφράζει το ξεπέρασμα (τη «διαλεκτική άρση») της εθνικής μορφής και από την άλλη διαμορφώνεται καταρχήν μέσα στο αστικό εθνικό πλαίσιο, πνευματική ζωή και ιδεολογία και άρα επηρεάζεται σημαντικά από αυτή.

Δεν μπορεί λοιπόν να ταυτίζεται, λ.χ., το σύγχρονο ελληνικό έθνος με τις μορφές κοινωνικής συμβίωσης της Αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα στην περιοχή μας, ακόμα και στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι οι Νεοέλληνες είναι οι άμεσοι και απευθείας απόγονοι των Αρχαίων (τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι στο σχηματισμό του νεοελληνικού έθνους συμμετείχαν, εκτός από τους ελληνόφωνους και αλβανόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, τουρκόφωνοι). Το όλο ζήτημα δεν έγκειται σε κάποια μυθική «ράτσα», σε οποιοδήποτε βιολογικό στοιχείο ή σε κάποιο μεταφυσικό ιστορικό «συνεχές», αλλά στον τύπο της κοινωνίας.

Βεβαίως, το έθνος έχει και παρελθόν. Η συγκεκριμένη πορεία διαμόρφωσης του κάθε έθνους έχει τη σημασία της. Η ύπαρξη μίας πρότερης λαότητας (ή και περισσότερων από μίας, αν πρόκειται για διαδοχικά ιστορικά στρώματα) ή και φυλών και ενώσεων φυλών, τα στοιχεία παλιότερων εποχών που ενσωματώθηκαν για συγκεκριμένους λόγους στους τρόπους ζωής και τις εμπειρίες των κοινωνικών στρωμάτων του διαμορφούμενου έθνους, οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί φορείς (πολλές φορές, ιστορικά μεταβατικοί) που ανέπτυξαν την εθνική ιδεολογία, η ιδιαιτερότητα και η συγκεκριμένη κοινωνική ποιότητα της ανερχόμενης εθνικής αστικής τάξης, αλλά και των μετασχηματιζόμενων μη αστικών στρωμάτων (αγρότες, γαιοκτήμονες), η διαπάλη στη διαδικασία της ανάδειξής του ως νέας κοινωνικής μορφής και του αγώνα για ανεξαρτησία, η αλληλεπίδραση ή και αντιπαράθεση με άλλα έθνη ή άλλες κοινωνικές μορφές – όλα αυτά έχουν τη σημασία τους στη διαμόρφωση του εθνικού χαρακτήρα και ιδεολογίας. Το έθνος δεν εμφανίζεται «καθαρό» και από το πουθενά, αλλά φέρει πάνω του τα σημάδια της προηγούμενης εποχής που το κυοφόρησε. Η εμφάνιση του έθνους είναι πάντα μια τομή, μια επανάσταση, αναγκαίο τμήμα του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αλλά το παρελθόν έχει πάντα τη σημασία του. Όχι όμως, βεβαίως, την επινοημένη «υπεριστορική» σημασία που συνήθως αναδεικνύεται από τους αστούς και μικροαστούς ιδεολόγους (βλ., λχ., την «υπερτρισχιλιετή συνεχή ιστορία του ελληνικού έθνους»).

 

ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ «ΤΕΧΝΗΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ»;

Έχουν γραφτεί πολλά περί της επινόησης της εθνικής παράδοσης, αλλά και της επινόησης των ίδιων των εθνών και του εθνισμού και εθνικισμού. Πολλά από τα επιμέρους που λέγονται είναι σωστά. Οι «εθνικοί μύθοι», οι τεχνητές ιστορικές αναπαραστάσεις και ιδεολογικές μεταπλάσεις παλιότερων εποχών, έτσι που να «κολλάνε» σε τρέχουσες ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο και διαδεδομένο και με πολύ μεγάλη ιστορία ως πρακτική. Ωστόσο, το έθνος γενικά, ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης, δε συνιστά επινόηση. Σε μια διαφορετική ιστορική διαδοχή και εκδοχή συγκυριών και συσχετισμών, θα μπορούσε ένας πληθυσμός, συγκροτημένος σε εθνολογική ομάδα ή λαότητα ή σε όποια άλλη μορφή, να είχε συσταθεί διαφορετικά, να είχε υπαχθεί ή ενταχθεί ίσως σε ένα άλλο έθνος από αυτό που είναι σήμερα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, θα έτεινε να μετέχει σε μια ορισμένη κοινότητα-κοινωνία που θα είχε εθνική μορφή. Με αυτή την έννοια, τα έθνη δεν είναι τεχνητά, αλλά αποτελούν τη μορφή κοινωνικής συμβίωσης που αντιστοιχεί στην καπιταλιστική κοινωνία. Δηλαδή τα έθνη, όπως και άλλες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, δεν είναι αυθαίρετες «κοινωνικές κατασκευές», απλό προϊόν επινόησης κάποιων και, άρα, θα μπορούσαν πολύ απλά και να μην υπάρχουν (όπως διατείνονται κάποια σύγχρονα «μεταμοντέρνα» ιδεαλιστικά αστικά ρεύματα, κατά την αντίληψη των οποίων θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και τα δύο ανθρώπινα φύλα, αφού κι αυτά είναι επινόηση και «κοινωνική κατασκευή», αφού, λέει, «είσαι ό,τι δηλώσεις» και δεν υπάρχουν αντικειμενικά ιστορικά κριτήρια για τίποτα), αλλά αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, με αντικειμενική βάση και ύπαρξη. Εξάλλου, ακόμη και η επινόηση, όπως και η κάθε ιδέα γενικώς που έχει πραγματικό κοινωνικό νόημα, δηλαδή που σημαίνει κάτι για την κοινωνία, είναι κοινωνικοϊστορικά προσδιορισμένη και κάθε άλλο παρά αυθαίρετη.

Δεν αναπτύσσονται ισόμετρα ιστορικά όλες οι κοινωνίες σε όλο τον κόσμο και άρα δεν έφτασαν όλες ταυτόχρονα στην εθνική μορφή. Ο καπιταλισμός εμφανίστηκε αρχικά στη Δυτική Ευρώπη κι εκεί σχηματίστηκε και η μορφή κοινωνικής συμβίωσης «έθνος» και οι εθνικές σχέσεις. Στον υπόλοιπο κόσμο υπήρχε μια απέραντη ποικιλομορφία φυλογενετικών συστημάτων και ταξικών κοινωνιών σε προγενέστερη του καπιταλισμού μορφή. Η ανωτερότητα των καπιταλιστικών σχέσεων, η επιβολή των αντίστοιχων κοινωνιών και κρατών στον υπόλοιπο κόσμο μέσω της κατάκτησης και της αποικιοκρατίας, έφερε σε επαφή τη νεότερη εθνική μορφή με το μωσαϊκό όλων των προηγούμενων μορφών κοινωνικής συμβίωσης που κι αυτές είχαν τη συγκεκριμένη παράδοση και ιστορία τους. Η αναπόφευκτη σύγκρουση και η κατάδειξη στην πράξη της ανωτερότητας του καπιταλιστικού σχηματισμού έφερε το συγκρητισμό και τελικά την τάση για διάχυση της εθνικής μορφής κοινωνίας παντού όπου έφτασε η καπιταλιστική οικονομική κυριαρχία ή η απειλή πολιτικής κυριαρχίας των δυτικών κρατών, δηλαδή σε όλο τον κόσμο.

Μια από τις δυσκολίες που υπάρχουν για την πλατιά κατανόηση της ουσίας του έθνους και της μορφής κοινωνικής συμβίωσης γενικά έγκειται στο πλήθος και συχνά στην πολυσημία των όρων που χρησιμοποιούνται πλατιά για τις μορφές κοινότητας, όρων όπως, μεταξύ άλλων, εθνογραφική ομάδα, εθνότητα, εθνική κοινότητα, εθνικές ομάδες κλπ.

Εκτός αυτής της γενικής δυσκολίας, υπάρχει και μία επιπλέον για τους ελληνόγλωσσους, αφού το τεράστιο ιστορικό απόθεμα της (αρχαίας) ελληνικής γλώσσας, όπως και της λατινικής, έχει την τύχη και την «ατυχία» να αποτελεί μία από τις κύριες πηγές σύγχρονης ορολογίας. Η λέξη «έθνος» στην Αρχαιότητα σήμαινε καταρχήν μια «ομάδα ανθρώπων» που θα μπορούσε βέβαια να σημαίνει και άτομα κοινής καταγωγής, αλλά και μια τοπική κοινωνία5, μια κοινότητα πόλης, μια φυλή ή φύλο, κάτι πολύ διαφορετικό από τη σημασία που αποδίδεται σήμερα στην έννοια αυτή. Διεθνώς, στην Ευρώπη τουλάχιστον, χρησιμοποιείται η έννοια «nation», που προέρχεται από το λατινικό «natio», δηλαδή λαός (με την έννοια περισσότερο του «πληθυσμού» και όχι την κοινωνικοπολιτική έννοια, όπου υπήρχε η λέξη «populus», όπως αντίστοιχη εξάλλου ήταν και η αρχαιοελληνική έννοια του «λαού», προερχόμενη από τη μυθοποιητική παράδοση). Η διαφορά μεταξύ «ethnic» ή «natio-nal», «ethnicity» ή «nationality»6 είναι προφανής, όμως στα ελληνικά είναι συχνά η ίδια λέξη που αποδίδει διαφορετικές σημασίες. Η λέξη «εθνοτικός» δηλώνει προφανώς κάτι διαφορετικό από το «εθνικός», αφού αναφέρεται σε προγενέστερες ή παράλληλες μορφές ως προς το έθνος, αλλά αυτό σπανίως ή ποτέ δεν εξηγείται στα περισσότερα κείμενα και αναφορές που απευθύνονται στον πολύ κόσμο – ενώ στις ειδικές μελέτες η διαφορά θεωρείται απλώς δεδομένη. Υπάρχει στα ελληνικά και η λέξη «εθνολογία», δάνεια (στη διάρκεια του 19ου αιώνα) από τη γαλλική «ethnologie» (κατά το «sociologie» και πολλές άλλες αντίστοιχες) που δηλώνει την επιστήμη που μελετά τις μορφές και δομές των συγκεκριμένων ανθρώπινων κοινωνιών και, συνηθέστερα, κοινοτήτων ανά τον κόσμο, καθώς, λ.χ., και οι λέξεις-έννοιες «εθνογραφία» και «εθνωνυμική».

Αυτά θα πρέπει όλα να λαμβάνονται υπόψη όταν γίνεται λόγος για την κατηγορία «έθνος» σήμερα, μέσα στο φαινομενικό χάος που δείχνει να κυριαρχεί, τόσο όσον αφορά την σύγχρονη εθνική και εθνοτική ποικιλομορφία και αντιπαράθεση όσο και την ιδεολογική πάλη σε σχέση με τις τρέχουσες ανάγκες ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και προώθησης της υπόθεσης της κοινωνικής επανάστασης. Η ιστορία των ξεχωριστών μορφών κοινωνικής συμβίωσης, γενών και φυλών, λαών, εθνών είναι ουσιαστικά η ιστορία της ποικιλομορφίας στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, η ιστορία του πλήθους των συγκεκριμένων τρόπων που συγκροτήθηκαν οι ξεχωριστές κοινωνίες και κοινότητες, η ιστορία του τυχαίου στην κοινωνική ανάπτυξη. Η διάσταση αυτή είναι πραγματική και δεν πρέπει να παραβλέπεται. Ωστόσο, το «τυχαίο» είναι έκφραση του «αναγκαίου», είναι ο τρόπος δια του οποίου εκδηλώνεται το αναγκαίο. Αντίστοιχα, η ποικιλομορφία της κοινωνικής ανάπτυξης συνυπάρχει με την ενότητά της, είναι ο τρόπος εκδήλωσης της ενότητας και των νομοτελειών της κίνησής της. Ο ρόλος της επιστήμης εδώ έγκειται στο να αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της ποικιλομορφίας και της ενότητας, του ενιαίου νομοτελούς χαρακτήρα, της ιστορικής διαδικασίας.

 

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Το έθνος, λοιπόν, ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης, εμφανίζεται, αρχικά ως τάση, όταν διαμορφώνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μέσα στο πλαίσιο του φεουδαρχικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Αυτή η διαδικασία άρχισε να συντελείται για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη στο 13ο-14ο αιώνα και δεν ήταν ευθύγραμμη στην εξέλιξή της. Μπορούμε να δούμε την τάση για «εθνοποίηση» της παλιάς κοινωνίας, δηλαδή την τάση για το σχηματισμό μιας νέας μορφής κοινωνικής συμβίωσης και τη συνειδητοποίησή της από τους ανθρώπους της εποχής σε έργα όπως αυτά του Ν. Μακιαβέλι στον 16ο αιώνα, με πιο εμβληματικό κείμενο αυτό του «Ηγεμόνα» (αλλά και την «Ιστορία της Φλωρεντίας» και τους «Στοχασμούς πάνω στα πρώτα δέκα βιβλία του Τίτου Λίβιου»), όπου γίνεται ένα κάλεσμα ουσιαστικά για την ενοποίηση της Ιταλίας σε μη φεουδαρχική και μη θεοκρατική βάση (ενάντια στην Αγία Έδρα και την επιρροή του πάπα στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή στην Ιταλία). Αυτό το κάλεσμα είναι ουσιαστικά μια πρώτη ψηλάφηση-συνειδητοποίηση του θέματος της αστικής κοινωνίας και του έθνους. Έχει προηγηθεί η ουσιαστική πρωτο-αστικοποίηση μεγάλου μέρους της Βόρειας Ιταλίας, ενώ –κάτι καθόλου αμελητέο, γιατί δείχνει τη συνολική διαδικασία μετασχηματισμού– έχει επίσης προϋπάρξει το έργο του Δάντη στα ιταλικά, σε αντίθεση με τα επίσημα λατινικά του Μεσαίωνα, αλλά και σε μια ορισμένη διάκριση με τα δημώδη λατινικά του λαού. Είχε ήδη δηλαδή διαμορφωθεί μια νέα φιλολογική γλώσσα που αποτέλεσε τη βάση για τη σύγχρονη ιταλική. Ο ίδιος ο Μακιαβέλι ήταν Φλωρεντινός, δηλαδή προερχόταν από μια πόλη-κράτος όπου κυριαρχούσαν οι έμποροι, οι βιοτέχνες και κυρίως οι τραπεζίτες (βλ., λχ., Μέδικοι), ενώ η αγροτική οικονομία γύρω από την πόλη έτεινε πλήρως να αστικοποιηθεί, να εμπορευματοποιηθεί και η εργασία είχε σε μεγάλο βαθμό μισθωτοποιηθεί. Βλέπουμε λοιπόν εδώ τη διαμορφωμένη τάση για μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης (τους «Ιταλούς» και την «Ιταλία»), σε ένα ορισμένο έδαφος (Βόρεια Ιταλία), με μια νέα –εθνικού χαρακτήρα– επεξεργασμένη λόγια γλώσσα, στη βάση της γλώσσας που μιλούσε ο λαός· επίσης, έχουμε μια νέα νοοτροπία και ψυχοσύνθεση, που αντανακλάται σε πλήθος έργων της Αναγέννησης, όπου εξαίρεται το άτομο, ο ατομικισμός και η υπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος, η ατομική αρετή, η τύχη και ο τυχοδιωκτισμός, η ενεργητικότητα και «καπατσοσύνη» (που συνιστά την αστική αντίληψη της «ικανότητας»), ο μετρημένος υπολογισμός, η άρνηση των αυθεντιών και ουσιαστικά της παράδοσης και των θρησκευτικών αξιών και πρακτικών, δηλαδή αναδεικνύονται οι βασικές κοινωνικοψυχικές τάσεις, αξίες, συναισθήματα και ιδέες της αστικής τάξης. Έχουμε λοιπόν εδώ –ως τάση ακόμη, αλλά σαφή και διακριτή– όλα τα χαρακτηριστικά του έθνους ως μορφής. Το θεμελιώδες, το βασικό χαρακτηριστικό-παράγοντας είναι οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις και δεσμοί που έχουν ήδη εμφανιστεί. Πάνω σ’ αυτές οικοδομούνται και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά-παράγοντες της μορφής έθνος.

Η ιστορική διαδικασία, όπως είναι γνωστό, δεν προχωράει ευθύγραμμα και ομαλά, αλλά μέσα από την πάλη των αντιθέτων, συγκρούσεις, παλινωδίες και πισωγυρίσματα. Έτσι, η διαδικασία της γένεσης του σύγχρονου έθνους, παρότι ξεκίνησε στην Ιταλία, δεν ολοκληρώθηκε εκεί (αντίθετα, η καπιταλιστική ανάπτυξη της Ιταλίας, εξαιτίας ιστορικών συγκυριών και συσχετισμών, καθηλώθηκε για αιώνες). Αντίστοιχες διαδικασίες συντελούνταν στην Ολλανδία, στην Αγγλία, σε περιοχές της Γερμανίας, στην Ελβετία, αλλά και σε αρκετές άλλες περιοχές μέσα στη θάλασσα των φεουδαρχικών κοινωνιών. Στη Γερμανία επίσης καθηλώθηκε η πρωτοαστική ανάπτυξη εξαιτίας του τριακονταετούς πολέμου.

Μια πτυχή που συνδέεται με τις νέες αστικές αλλά και τις εθνικές σχέσεις αφορά τη διαπάλη στο κυρίαρχο πνευματικό πεδίο, που τότε ήταν το θρησκευτικό, όπου η κύρια αστική μορφή ήταν ο προτεσταντισμός που πυροδότησε το κοινωνικό κίνημα της Μεταρρύθμισης (και ακολουθήθηκε βέβαια από την αντιδραστική-αντεπαναστατική απάντηση της Αντιμεταρρύθμισης). Μερικά από τα πιο κρίσιμα χαρακτηριστικά του τελευταίου, που συνδέονται έμμεσα με τη μορφή έθνος, είναι η θέση του για μετάφραση των θρησκευτικών κειμένων στις επιμέρους «εθνικές» γλώσσες, αλλά και η ανάγκη πρόσβασης του καθενός στην Αγία Γραφή, δηλαδή η ατομική προσέγγιση στα κείμενα και τις ιδέες, κάτι αδιανόητο για την πνευματική ζωή της φεουδαρχικής κοινωνίας. Όλα αυτά (ας ξαναθυμηθούμε και την Τυπογραφία, την ανάδειξη της τεχνικής και των εφευρέσεων, την επιστημονική επανάσταση και τη στροφή στον πλατωνισμό στη φιλοσοφία) συνδέονται όχι μόνο με την αστική τάξη γενικά, αλλά και με την εθνική μορφή ιδιαίτερα, με βάση φυσικά το συγκεκριμένο ιστορικό πνευματικό κεκτημένο και υλικό που ήταν διαθέσιμο.

 Με την εξαίρεση της Ολλανδίας7 και της πολύ ιδιαίτερης Ελβετίας, που ήταν χώρες «μικρής κλίμακας», φαίνεται ότι η εθνική μορφή κοινωνικής συμβίωσης πρωτοδιαμορφώνεται οριστικά στο πλαίσιο μιας ορισμένης μεταβατικής-συμβιβαστικής μορφής πολιτικής εξουσίας και κοινωνικής ανάπτυξης, αυτής δηλαδή του απολυταρχικού κράτους, αρχικά στην Αγγλία (Τυδώρ και ελισαβετιανή περίοδος) και κατοπινά στη Γαλλία και τελικά εκτοπίζει όλα τα προκαπιταλιστικά εμπόδια με τις αστικές κοινωνικές επαναστάσεις που συντελέστηκαν εκεί. Μέσα λοιπόν από πολλές παλινδρομήσεις, διαμορφώθηκαν τελικά τα πρώτα έθνη στον κόσμο, δηλαδή τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη.

Έθνος («nation») σημαίνει, εκτός από «αστική», και «μεγάλη κοινωνία». Τείνουν να καταστρέφονται δηλαδή οριστικά οι παλιότερες μορφές κοινωνικής συμβίωσης ή να μετατρέπονται σταδιακά σε υποδεέστερα, εξαρτημένα, «φολκλορικά» στοιχεία, χάνοντας τις λειτουργίες εκείνες που τις καθιστούσαν ολοκληρωμένες, πλήρεις μορφές κοινωνίας-κοινότητας. Οι διάφορες «φυλές», «γένη», «εθνοτικές» ομάδες, πλήθος άλλων συνομαδώσεων κάθε είδους αρχίζουν σταθερά να χάνουν τη σημασία τους, υπαγόμενες σε ενιαίους γενικούς κανόνες και αρχές ζωής, οικονομικής, νομικής, πολιτικής, πνευματικής. Η νέα μορφή κοινότητας είναι πια η μεγάλη, η εθνική κοινωνία.

Η εθνική αστική ιδεολογία επίσης δεν αναπτύχθηκε ευθύγραμμα, γι’ αυτό και οι ιδιομορφίες είναι σημαντικές και δεν πρέπει να εξετάζεται το όλο ζήτημα μηχανιστικά. Λ.χ. στην Αγγλία, παρότι ήδη επί απολυταρχικής μοναρχίας είχε διαμορφωθεί το αγγλικό έθνος, εντούτοις δεν τέθηκε το ζήτημα του «εθνισμού» με ένταση αντίστοιχη με αυτή που παρατηρήθηκε αργότερα, ούτε τέθηκε το ζήτημα εθνικής αφομοίωσης πληθυσμών με τον ίδιο τρόπο (γι’ αυτό και εξακολούθησαν να υπάρχουν Ιρλανδοί, Σκωτσέζοι, ακόμη και Ουαλοί, παρόλο που, ειδικά οι πρώτοι, υποχρεώθηκαν να χάσουν την γλώσσα τους μέσα στα πρώτα εκατό χρόνια της κατάκτησής τους από το αγγλικό απολυταρχικό κράτος – βέβαια, στη συνέχεια, πολλοί είναι οι Ιρλανδοί που αποτέλεσαν κορυφαίες μορφές της αγγλικής λογοτεχνίας). Η σύγχρονη αντίληψη του έθνους, ως ιδεολογία, ουσιαστικά διαμορφώνεται από το ριζοσπαστικό γαλλικό Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, που προτάσσει ένα «έθνος των πολιτών», σε αντίθεση με το «πλήθος των υπηκόων» της φεουδαρχικής απολυταρχίας, η οποία –όπως και γενικά ο φεουδαρχισμό– σήμαινε την κυριαρχία μιας δυναστείας στη βάση της συνύπαρξης και της συμμαχίας διάφορων ομάδων φεουδαρχών-γαιοκτημόνων που με τη σειρά τους κυριαρχούσαν σε ανομοιογενείς και απομονωμένους μεταξύ τους πληθυσμούς. Επρόκειτο για «υπερεθνικά» ή, σωστότερα, «προεθνικά» κράτη και κοινωνίες. Η πάλη για την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων συνδέεται με την πάλη γι’ αυτό το «έθνος των πολιτών», τη μεγάλη και ανοιχτή αστική κοινωνία των πολιτών με βάση τις αρχές του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι, ο «εθνισμός» γίνεται όχημα των αστικών επαναστάσεων, στην Ευρώπη αρχικά και σε όλο τον κόσμο κατόπιν, ενάντια στη φεουδαρχική και γενικώς την προκαπιταλιστική δόμηση της κοινωνίας (ο περίφημος «αιώνας του εθνικισμού»).

Το ζήτημα της εθνικής μορφής και της εθνικής ιδεολογίας δεν μπορεί να εξετάζεται αποκομμένα από τους γενικούς όρους εξέλιξης της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα οπότε και διαμορφώνονται τα εθνικά κινήματα σε όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα ο 19ος αιώνας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από τη διαπλοκή και διαπάλη τριών ξεχωριστών κοινωνικών τάξεων που «αντιπροσωπεύουν» τρεις διαδοχικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Ο φεουδαρχισμός υποχωρούσε, συνιστούσε την προεπαναστατική και αντεπαναστατική τάξη πραγμάτων που εκφραζόταν κοινωνικά από τους γαιοκτήμονες, πολιτικά από το απολυταρχικό κράτος, πνευματικά κυρίως από τον «υπερεθνικό» καθολικισμό (αλλού, από την «υπερεθνική» ή «οικουμενική» ορθοδοξία, βλ. Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης)· ο καπιταλισμός ήταν η τρέχουσα προοδευτική και, αντικειμενικά, ακόμα επαναστατική δύναμη (όπου και στο βαθμό που ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός δεν είχε ακόμα ολότελα ολοκληρωθεί ή διακυβευόταν), ήταν η εποχή που η αστική τάξη θριάμβευε οικονομικά, πολιτικά, πνευματικά-ιδεολογικά· υπήρχε όμως και η νεαρή εργατική τάξη, το νεαρό εργατικό κίνημα που ήταν το αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας που έφερνε ο καπιταλισμός κι εξέφραζε την επόμενη επανάσταση, τον επερχόμενο κομμουνιστικό σχηματισμό.

Η εθνική μορφή, όπως προειπώθηκε, είναι αστική μορφή κοινωνικής συμβίωσης και η εθνική ιδεολογία είναι βασικά μια αστική ιδεολογία, μια ιδεολογία «καπιταλιστικής οικοδόμησης» αρχικά. Σύντομα η εθνική ιδεολογία απέκτησε κυρίαρχο ρόλο στην ιδεολογική διαπάλη (όπως και το έθνος στην κοινωνική συμβίωση). Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό, η κάθε κοινωνική τάξη έδινε δικό της νόημα και χαρακτηριστικά στην εθνική ιδεολογία, στο έθνος, στο «λαό» και ειδικά μάλιστα στο δικό της έθνος και λαό. Εφόσον δεχόμαστε ότι το έθνος συνιστά μια πλήρη μορφή κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές τάξεις, από ένα σημείο και πέρα, διαμορφώνονται μέσα σε μια εθνική κοινωνία, σε αναλογία με το βαθμό διαμόρφωσης της τελευταίας. Αν στη Γαλλία και τις ΗΠΑ διαμορφώνεται η εθνική ιδεολογία στη βάση του κλασικού αστικού πολιτικού φιλελευθερισμού («έθνος των πολιτών»), στη Γερμανία τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Η αδυναμία της γερμανικής αστικής τάξης να προχωρήσει εγκαίρως, με τον κλασικό γαλλικό τρόπο, στην αστική επανάσταση και τον πλήρη μετασχηματισμό της παλιάς κοινωνίας, κάτι που αναπόφευκτα σήμαινε και την ενοποίηση των γερμανόφωνων πληθυσμών, λόγω και του ρόλου άλλων αστικών τάξεων, όπως της γαλλικής και το μεγάλο ειδικό βάρος των φεουδαρχικού τύπου γαιοκτημόνων στο σημαντικότερο γερμανικό κράτος (Πρωσία) και στην πορεία στον ίδιο τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό της Γερμανίας, οδήγησε στο να πάρει μια πολύ ιδιαίτερη απόχρωση η γερμανική εθνική ιδεολογία, κάτι που ξεκίνησε με το γερμανικό ρομαντισμό (με προδρόμους τους Χέρντερ και Φίχτε) και την αντίληψή του για τον εθνικό πολιτισμό, τον «οργανικό» (δηλαδή ιεραρχικό, κάτι που αντίκειται στον κλασικό φιλελευθερισμό) χαρακτήρα της κοινωνίας, την ιδιαίτερη αντίληψη περί «λαού», σε αντίθεση με το ατομικιστικό (και ρεπουμπλικανικό-αντιμοναρχικό) «έθνος των πολιτών» της γαλλικής επανάστασης και διαφωτισμού. Έτσι, μια άλλη εκδοχή εθνικής ιδεολογίας γεννιέται, αντίθετη στο φιλελευθερισμό και ταυτόχρονα έντονα αντισοσιαλιστική, που θα επηρεάσει τους εθνισμούς και εθνικισμούς σε όλο τον κόσμο (αλλά και θα παραχθεί αυτοτελώς σε αρκετές περιοχές που αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός του δεύτερου και του τρίτου ιστορικού κύματος), μια εκδοχή που θα χαρακτηρίζεται και από ανορθολογικές αντιλήψεις. Από τη μια, λοιπόν, σε μια πρώτη φάση, η εθνική ιδεολογία εκφράζει την ανάπτυξη των αστικών σχέσεων μέσα στο προκαπιταλιστικό περιβάλλον και από την άλλη, από ένα σημείο και πέρα, γίνεται όχημα στην αντίθεση μεταξύ διαφορετικών αστικών τάξεων που ηγούνται ξεχωριστών εθνών-κοινωνιών, δηλαδή κάποια στιγμή η εθνική ιδεολογία γίνεται εθνικιστική (το ένα έθνος ενάντια στο άλλο, ακριβώς λόγω της αντιπαλότητας των ανταγωνιστικών μεταξύ τους αστικών τάξεων).

Το πραγματικό «Εθνικό Ζήτημα», ως γενικό ιστορικό πρόβλημα διαπάλης στο πλαίσιο της αυτοτελούς καπιταλιστικής ανάπτυξης και σχηματισμού, ίσως στην πραγματικότητα να ξεκινά ακριβώς τη στιγμή που μια «εθνική», δηλαδή μια αστική ή υπό διαμόρφωση αστική κοινωνία εμποδίζεται να αναπτυχθεί και καταπιέζεται από μια άλλη εθνικά διαμορφωμένη ή διαμορφούμενη, αστική όμως επίσης, κοινωνία.

Όσο εξαπλώνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στον κόσμο, τόσο ενισχύεται η τάση πολλές περιοχές του κόσμου να ενοποιούνται γύρω από την εθνική μορφή κοινωνικής συμβίωσης, να αποκτούν εθνική συνείδηση και ιδεολογία, να σχηματίζουν «μεγάλες», δηλαδή εθνικές κοινωνίες, καταργώντας αφενός τους παλιούς κοινοτικούς κατακερματισμούς και αφετέρου τους «οικουμενικούς», «υπερεθνικούς», «μητροπολιτικούς» τρόπους και θεσμούς διοίκησης. Φορείς αυτού του μετασχηματισμού είναι πάντοτε οι αστικές τάξεις και μεταβατικοί προς τον αστισμό ιστορικοί τύποι κοινωνικών στρωμάτων (βλ. αρχικά σε Λατινική Αμερική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, αργότερα σε όλο τον κόσμο). Όμως αυτή η διαδικασία είναι πολυσύνθετη. Σε αποικιοκρατούμενες περιοχές τα όρια και σύνορα καθορίστηκαν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και συχνά δεν αντιστοιχούσαν στις προκαπιταλιστικές αναπτυγμένες μορφές κοινωνικής συμβίωσης ως προς τον χώρο (βλ., λ.χ., Αφρική και μοίρασμα των χωρών Τούτσι και Χούτου σε μια σειρά χώρες κ.ο.κ.)

Σύμφωνα με το λενινισμό, υπάρχουν δυο ιστορικές τάσεις στην εξέλιξη του εθνικού ζητήματος: αρχικά η τάση του διαχωρισμού-αποχωρισμού των εθνών, δηλαδή όταν διαμορφώνονται νέα έθνη στη βάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτά αναπτύσσουν εθνικά κινήματα ενάντια στην καπιταλιστική αποικιοκρατία και επιδιώκουν την ίδρυση εθνικών κρατών· και κατόπιν αναπτύσσεται η τάση μείωσης των εθνικών διαφορών και περιορισμών και η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των εθνών σε όλα τα επίπεδα. Κατά τον Λένιν, η πρώτη τάση, δηλαδή αυτή του αποχωρισμού και της ανάπτυξης αυτοτελούς εθνικής ζωής, δηλαδή η ανάπτυξη της καθαυτό αστικής κοινωνίας, αντιστοιχεί στην πρώτη φάση του καπιταλισμού, ενώ η δεύτερη τάση, αυτή του πλησιάσματος και της ομογενοποίησης, αντιστοιχεί στη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού που βρίσκεται στον προθάλαμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.8 Η ύπαρξη αυτών των ιστορικών τάσεων και η διαδοχή τους στην πορεία εδραίωσης, ανάπτυξης και παρακμής του καπιταλιστικού σχηματισμού έχει επιβεβαιωθεί από τη συνολική ιστορική εξέλιξη μέχρι τις μέρες μας. Τα προβλήματα των εθνικών και των διεθνικών σχέσεων στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, καθώς και αυτά της σχέσης μεταξύ εθνικού και κοινωνικού ζητήματος στις σύγχρονες συνθήκες, που διατηρούν κι ένα ζωντανό, επίκαιρο πολιτικό χαρακτήρα για το εργατικό κίνημα και συνιστούν ιδιαίτερο θέμα έντονης πολιτικοϊδεολογικής διαπάλης, πρέπει οπωσδήποτε να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής συγκεκριμένης προσέγγισης. Εδώ απλώς γίνονται κάποιες πρώτες επισημάνσεις και εννοιολογήσεις.

 

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ

Από την ενασχόληση με το έθνος ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης και με το Εθνικό Ζήτημα, αναδεικνύεται καταρχήν η στενή σύνδεση του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα, στην πιο βαθιά του έννοια και, τελικά, η υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο. Οι μορφές κοινωνικής συμβίωσης είναι ακριβώς μορφές, δηλαδή τρόποι οργάνωσης ενός κοινωνικού περιεχομένου, που το συνιστούν οι βαθιές κοινωνικές σχέσεις και αντιθέσεις που εκφράζονται μέσα σε κατηγορίες όπως «κοινωνικός καταμερισμός εργασίας», «σχέση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής», «νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης», «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» και άλλες. Η κάθε μορφή είναι αναγκαία και αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Το σύγχρονο έθνος δεν θα μπορούσε να είναι μορφή συμβίωσης της προταξικής κοινωνίας ούτε η φυλή μπορεί να είναι μορφή της σημερινής κοινωνίας, τίποτα δε από τα δύο δεν μπορεί να αποτελέσει τη «φυσική» μορφή συμβίωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Οι μορφές κοινωνικής συμβίωσης μπορούν να κατανοηθούν μέσα από τις κατηγορίες φυλή, γένος, λαότητα, έθνος ή όποιες άλλες κριθούν ενδεχομένως πιο κατάλληλες, αλλά πρόκειται για μια τεράστια πολυμορφία καταστάσεων και μοναδικοτήτων που δεν πρέπει με τίποτα να κατανοούνται μηχανικά, γι’ αυτό εξάλλου και ο ορισμός που δίνεται από το μαρξισμό-λενινισμό για το έθνος είναι τόσο «ελαστικός» και «περιγραφικός», τόσο διαφορετικός από άλλους ορισμούς. Υπάρχει μεγάλη ρευστότητα, ευελιξία κι ελαστικότητα στις μορφές κοινωνικής συμβίωσης. Καμιά από αυτές δεν ταυτίζεται εντελώς με την άλλη, ενώ το τυχαίο και η συγκεκριμένη ιστορική ποικιλομορφία έχει τα αποτυπώματά της παντού. Ωστόσο, μέσα ακριβώς από το τυχαίο αναδεικνύεται το αναγκαίο, μέσα από την ιστορική πολυμορφία και στο πλαίσιο αυτής της πολυμορφίας αναδεικνύεται η ενότητα της καθολικής και παγκόσμιας ιστορικής διαδικασίας.

Για το μαρξισμό και το κομμουνιστικό κίνημα, η αφετηρία, η βάση της ανάλυσης για την ενασχόληση και με το εθνικό ζήτημα είναι η αναγκαιότητα, η επικαιρότητα και η πρακτική προώθηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με βάση αυτόν το στόχο και προοπτική καθορίζονται και οι προσεγγίσεις στα επιμέρους ιδιαίτερα κοινωνικά προβλήματα, τόσο οι επιστημονικές όσο και οι πολιτικές. Η όσο το δυνατόν πιο προσεκτική, επιστημονικά αυστηρή και πλήρης «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και στο εθνικό ζήτημα, δίχως εύκολες λύσεις και καταφυγές, είναι αναγκαία για την προώθηση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Το εθνικό ζήτημα εκεί θα βρει τελικά την οριστική του λύση. Εδώ, όπως και αλλού, «η επανάσταση αντλεί την ποίησή της από το μέλλον».


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Δηλαδή, στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής μορφής ήταν που δρούσε ο προταξικός ή κοινοτικός τρόπος παραγωγής, η βάση και το εποικοδόμημα, ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός στο σύνολό του. Το γένος ήταν μια πλήρης κοινωνία και το γεγονός ότι ήταν ολιγομελής σε σύγκριση με σήμερα, υποδηλώνει το επίπεδο ανάπτυξης της δοσμένης ιστορικής εποχής της ανθρωπότητας, που είχε όρια διαφορετικά από τα σημερινά.
2. Η λέξη «λαότητα» αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της ρωσικής «народность» (από το «народ», λαός), μια έννοια που δημιουργείται στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για μια εποχή που το απολυταρχικό κράτος της ραγδαία μετασχηματιζόμενης οικονομικά Ρωσίας, μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861, επιδίωκε την ταχύτατη διαμόρφωση μιας νέας, εθνικού (δηλαδή αστικού στην ουσία) τύπου ιδεολογίας, που θα ενοποιούσε με νέο τρόπο το πλήθος των λαών, εθνοτήτων, διαμορφούμενων εθνών και κάθε είδους κοινοτήτων που υπήρχαν μέσα στην απέραντη ρωσική αυτοκρατορία, θα διευκόλυνε στη διαμόρφωση μιας ενιαίας ταυτότητας (η έννοια της «λαότητας» και της «λαϊκότητας» στα ρωσικά αποδίδονται με την ίδια λέξη, κάτι που παραπέμπει στο τρίπτυχο της «επίσημης ιδεολογίας» της τσαρικής Ρωσίας: «Μοναρχία - Ορθοδοξία - Λαϊκότητα»). Όλες αυτές οι ομάδες που είχαν τη δική τους (προ-αστική και προ-εθνική, κατά κύριο λόγο) συνείδηση, επιδιωκόταν να υπαχθούν τελικά σε μια ενιαία «ρωσική ιδεολογία» και «εθνική» συνείδηση-ομπρέλα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ορισμός του έθνους στο μαρξισμό-λενινισμό προέρχεται μεθοδολογικά σε σημαντικό βαθμό από τη ρωσική «παραγοντική κοινωνιολογία» ή «κοινωνιολογία των παραγόντων» των Ντανιλέφσκι και Κοβαλέφσκι.
3. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το γνωστό ορισμό του Ι. Β. Στάλιν από την εργασία του «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» (1913), «έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού» (βλ. Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 2, σελ. 334).
4. Όπως είναι γνωστό, ο δυτικοευρωπαϊκός φεουδαρχισμός συνιστούσε αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ιστορικής σύνθεσης των υπολειμμάτων της φθίνουσας δουλοκτητικής ρωμαϊκής κοινωνίας με το επίσης φθίνον φυλογενετικό σύστημα των εισβολέων γερμανικών «βαρβαρικών» φύλων.
5. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» αναφέρει το χριστιανικό ευαγγέλιο, ενώ όλοι θυμόμαστε από το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο την αντιπαράθεση, στην Αρχαιότητα, των χριστιανών προς τους «εθνικούς», δηλαδή αυτούς που ακολουθούσαν τις ιδιαίτερες τοπικές λατρείες των κοινοτήτων ή κοινωνιών τους. Ο όρος «εθνικοί» προέρχεται φυσικά από την ιουδαϊκή μονοθεϊστική παράδοση που κληροδοτήθηκε στο χριστιανισμό, ενώ σημειωτέον ότι οι ορθόδοξοι ιουδαϊστές ακόμα και σήμερα αποκαλούν όλους τους μη Ιουδαίους «εθνικούς».
6. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός έθνους μεταναστών, όπως του αμερικανικού, ο όρος «ethnicity» (στα ελληνικά μπορεί, αδόκιμα ίσως, να αποδοθεί ως «εθνοτικότητα») δηλώνει την εθνική προέλευση των ατόμων που ανήκουν πλέον στο έθνος («nation») των ΗΠΑ. Έτσι, Έλληνες, Ιρλανδοί, Πολωνοί, Ιταλοί, Κινέζοι κ.ο.κ. ως προς την εθνική τους προέλευση έχουν πλέον αμερικανική εθνική ταυτότητα, αυτοσυνείδηση, αίσθηση του ανήκειν και αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διατήρηση δεσμών με τα έθνη που ανήκαν οι πρόγονοί τους ή ακόμη και οι ίδιοι πρωτύτερα ούτε με την τήρηση ορισμένων παλιότερων εθνικών τους παραδόσεων, που τώρα όμως έχουν αποκτήσει «εθνοτικό» ή «υπο-εθνικό» χαρακτήρα στο πλαίσιο της ένταξης και αφομοίωσής τους μέσα στο αμερικανικό έθνος.
7. Οι σχέσεις, οι ιεραρχήσεις και οι αλλαγές στην πρωτοκαθεδρία μεταξύ των εθνών στους νεότερους χρόνους έχει να κάνει και με τη συγκεκριμένη ιστορική έκφραση των νομοτελειών της ανάπτυξης του καπιταλισμού και το πέρασμα από την κυριαρχία του εμπορικού κεφαλαίου σε αυτή του βιομηχανικού. Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» επισημαίνει ότι «η ιστορία της παρακμής της Ολλανδίας σαν κυρίαρχο εμπορικό έθνος είναι η ιστορία της υποταγής του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό» (βλ. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 422).
8. Βλ. Β. Ι. Λένιν: «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα», «Άπαντα», τ. 24, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 123-124.