Μπροστά στη νέα διεθνή οικονομική κρίση: "Πράσινο new deal" ή σοσιαλισμός;


του Μάκη Παπαδόπουλου

Ο μεγάλος ασθενής δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί. Το αποκρουστικό πρόσωπο του καπιταλισμού που σαπίζει προβάλλει στα μάτια των λαών σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Το μακιγιάζ της αστικής προπαγάνδας το έχει βελτιώσει, αλλά δεν μπορεί να κάνει θαύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πραγματικότητα των μισθών πείνας, της φτώχειας, της αυξημένης ανεργίας, της αδυναμίας των δημόσιων συστημάτων υγείας δε θα αποτελέσει «μια σύντομη παρένθεση».

Η νέα, βαθιά διεθνής οικονομική κρίση, που εκδηλώθηκε με σχετικό συγχρονισμό σε ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία, ανησυχεί σοβαρά τα αστικά επιτελεία και τα υποχρεώνει να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους.

Πριν τρία χρόνια η ηγεσία της ΕΕ διαβεβαίωνε τους λαούς των κρατών-μελών της ότι έχει μπει σε τροχιά σταθερής οικονομικής ανάπτυξης που θα συνοδεύεται από τη δημιουργία εκατομμυρίων νέων θέσεων καλοπληρωμένης απασχόλησης, χάρη στην υλοποίηση των μέτρων και των αναδιαρθρώσεων που εφαρμόστηκαν μετά από την κρίση του 2008-2009.

Στα τέλη του 2017, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ περιέγραφε την αυξανόμενη οικονομική και πολιτική δυναμική της ΕΕ ως «Ευρωπαϊκή Άνοιξη» κι έθετε το στόχο να καταστεί η ΕΕ ο πιο ισχυρός παγκόσμιος παράγοντας.1

Σήμερα, όλες οι σοβαρές αστικές αναλύσεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, που συνοδεύεται από κλιμάκωση της επίθεσης στους μισθούς και στα εργατικά δικαιώματα, επιδείνωση της κατάστασης των αυτοαπασχολούμενων.

Το ΚΚΕ προειδοποίησε και ανέδειξε έγκαιρα το 2019 την επιβράδυνση της καπιταλιστικής οικονομίας και την επερχόμενη νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση, με Αποφάσεις της ΚΕ και σχετική αρθρογραφία.

Η πίεση των εξελίξεων υποχρεώνει τις κυβερνήσεις σε αλλαγές στο περιεχόμενο της αστικής διαχείρισης, που συνοδεύονται φυσικά με ένα νέο, απατηλό προπαγανδιστικό αφήγημα. Βασικά στοιχεία της νέας αστικής πολιτικής κι «επικοινωνιακής» επίθεσης είναι:

α) Η ανάδειξη των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού ως της βασικής αιτίας εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για προσπάθεια συγκάλυψης του χαρακτήρα της κρίσης, ως κρίσης υπερυσσώρευσης κεφαλαίου το οποίο δεν μπορεί να επενδυθεί, να ανακεφαλαιοποιηθεί με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

β) Προβάλλεται ως «προοδευτική στροφή» η επιλογή των κυβερνήσεων των κρατών της ΕΕ να προχωρήσουν σε μεγάλη κρατική παρέμβαση για να στηρίξουν την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, να ακολουθήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (αύξηση κρατικών δαπανών και ανοχή στην αύξηση του κρατικού χρέους) και χαλαρή νομισματική πολιτική (χαμηλά έως μηδενικά επιτόκια και αύξηση της προσφοράς χρήματος, της ρευστότητας). Προβάλλεται τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ ότι η «νέα πράσινη κοινωνική συμφωνία» («Πράσινο New Deal»), η μεγάλη κρατική ενίσχυση των επενδύσεων στους τομείς της «πράσινης και της ψηφιακής οικονομίας» θα διασφαλίσει τη γρήγορη, σταθερή και κοινωνικά δίκαιη επιστροφή στον «παράδεισο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

γ) Θεωρητικά ενοχοποιείται κυρίως από τη σοσιαλδημοκρατία ως αιτία της κρίσης η «νεοφιλελεύθερη διαχείριση» και προβάλλεται ως σωτήρια λύση η υιοθέτηση πλευρών της κεϊνσιανής αστικής διαχείρισης, που μπορούν τάχα να αμβλύνουν μακροπρόθεσμα τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες της «ανεξέλεγκτης δράσης» της καπιταλιστικής αγοράς.

δ) Παρουσιάζεται ο συμβιβασμός της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για τη συγκρότηση του δήθεν «Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης» ως έμπρακτη απόδειξη της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ως μεγάλη ευκαιρία για οικονομικά ασθενέστερα κράτη όπως η Ελλάδα και ως επιβεβαίωση των μεγάλων δυνατοτήτων συμβιβασμού των ενδοαστικών αντιθέσεων που διαθέτει ακόμα η ΕΕ.

ε) Τέλος, προβάλλεται ως ελπιδοφόρα προοπτική για τους λαούς το άνοιγμα του δρόμου για την εμβάθυνση της ενοποίησης και τελικά την ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει για πρώτη φορά σε κοινό δανεισμό για να χορηγήσει επιδοτήσεις εκτός από δάνεια σε κράτη-μέλη εμφανίζεται ως βήμα προόδου.

Στην πραγματικότητα οι αστικές κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι δεν έχουν άλλο δρόμο από την κλιμάκωση της επίθεσης για να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ακόμα και τα όποια προσωρινά μέτρα συγκράτησης της πτώσης του λαϊκού εισοδήματος γρήγορα θα ανατραπούν, καθώς οξύνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και μεγαλώνει η απαίτηση του κεφαλαίου για σχετικά φθηνότερη εργατική δύναμη.

Οι αστικές κυβερνήσεις γνωρίζουν επίσης τη μεγάλη δυσκολία μιας ελεγχόμενης σημαντικής απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, που θα διασφάλιζε μια μακροπρόθεσμη ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι όποιες νέες επενδύσεις στους τομείς της «πράσινης» και της ψηφιακής οικονομίας και η κρατική στήριξη «προβληματικών» ομίλων αποτελούν συγκυριακή διέξοδο, με αναμενόμενη κατάληξη μια επόμενη, βαθιά διεθνή κρίση.

Οι κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται για πιθανά ρήγματα που μπορούν να δημιουργηθούν στις λαϊκές συνειδήσεις στο έδαφος της δυσαρέσκειας λόγω των σημερινών εξελίξεων.

Γι’ αυτό προετοιμάζονται αναβαθμίζοντας και τα μέτρα καταστολής (π.χ. ο πρόσφατος νόμος στην Ελλάδα για τον περιορισμό των διαδηλώσεων και τη στοχοποίηση του ριζοσπαστισμού, σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθύνσεις).

Παράλληλα, η ανισόμετρη εκδήλωση της κρίσης και των συνεπειών της αλλάζει τους συσχετισμούς και οξύνει τις αντιθέσεις τόσο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες όσο και στο εσωτερικό της ΕΕ και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης.

Δυναμώνει η προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους σε σχέση με την Κίνα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οξύνεται η διαπάλη για τον έλεγχο αγορών, ενεργειακών πηγών και θαλάσσιων δρόμων μεταφοράς από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Δυναμώνουν κι επεκτείνονται οι εστίες κινδύνου ενός ευρύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Στην Ευρωζώνη, παρά τον προσωρινό συμβιβασμό, αυξάνονται αντικειμενικά οι αποκλίσεις συμφερόντων και ο ανταγωνισμός μεταξύ των αστικών τάξεων στο εσωτερικό της.

Σε τελευταία ανάλυση, η «νέα κανονικότητα» δε θα είναι άλλη από την ενίσχυση της τάσης σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, αύξησης της μόνιμης μακροχρόνιας ανεργίας κι ενίσχυσης του κινδύνου ιμπεριαλιστικών πολεμικών αναμετρήσεων.

Το σύνολο των εξελίξεων αποκαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, την όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Στο έδαφος της βαθιάς κρίσης, των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων, αυξάνονται σήμερα οι δυνατότητες να ξεδιπλώσουμε μια μεγάλης έκτασης ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση. Να φωτίσουμε τεκμηριωμένα την αιτία και το αναπόφευκτο της περιοδικής εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης. Να αποδείξουμε συγκεκριμένα ότι οι όποιες αλλαγές της αστικής διαχείρισης που υπαγορεύονται από τις εκάστοτε προτεραιότητες της αστικής εξουσίας δεν μπορούν να διασφαλίσουν τη λαϊκή ευημερία. Να αναδείξουμε πειστικά ότι ο καπιταλισμός και η ΕΕ δεν εξανθρωπίζονται και ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ο σοσιαλισμός, για την Ελλάδα και την Ευρώπη συνολικά.

Τα θέματα που αναλύονται στο παρόν άρθρο έχουν στόχο να συμβάλουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης και τεκμηριωμένης αντιπαράθεσης με την αστική στρατηγική.

 

Η ΝΕΑ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΕ

Τη χρονιά που διανύουμε, το 2020, εκδηλώθηκε με σχετικό συγχρονισμό η νέα διεθνής οικονομική κρίση, που παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο βάθος από την προηγούμενη του 2008/2009.

Στις περισσότερες αστικές αναλύσεις προβάλλεται ως βασική αιτία της η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού (με μέτρα γενικού ή περιορισμένου lockdown), η οποία πράγματι οδήγησε σε απότομη περιστολή παραγωγικών, μεταφορικών και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, με ταυτόχρονη σχετική συρρίκνωση της κατανάλωσης. Ασφαλώς η πανδημία έπαιξε ρόλο στο χρόνο και στο βάθος εκδήλωσης της κρίσης, όμως δεν ήταν η αιτία της. Λειτούργησε ως καταλύτης, ως ένα πρόσθετο χειρόφρενο στο όχημα της διεθνούς οικονομίας που είχε ήδη επιβραδυνθεί.

Η επιβράδυνση που εμφανίστηκε ήδη το 2019 ανέδειξε το μεγάλο μέγεθος υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, το οποίο δεν μπορούσε να ανακεφαλαιοποιηθεί, να επενδυθεί διασφαλίζοντας ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Το 2019 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έπεσε στην Ευρωζώνη στο 1,2% από 1,9% το 2018, προσεγγίζοντας τη φάση στασιμότητας, στις ΗΠΑ στο 1,7% από 2,2% το 2018, στην Κίνα στο 6,1% από 6,6%, ενώ στην Ινδία ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε το 2019 κάτω από το 5% ετησίως. Για την Κίνα αυτός ήταν ο χαμηλότερος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης τα τελευταία 30 χρόνια και αντίστοιχα για την Ινδία τα τελευταία 11 χρόνια.

Ας δούμε πιο αναλυτικά την εξέλιξη στην Ευρώπη. Όπως φαίνεται από το σχετικό Διάγραμμα 1, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής καταγράφει πτωτική τάση, ήδη από τα τέλη του 2017, στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Πτωτική τάση παρουσιάζει και ο αντίστοιχος δείκτης τιμών βιομηχανικής παραγωγής (εκτός ενέργειας), από το φθινόπωρο του 2018, στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη (Διάγραμμα 2).

 Αντίστοιχα πτωτική τάση από το 2018 καταγράφει ο συνθετικός δείκτης τιμών 19 βασικών εμπορευμάτων (δείκτης CRB που αποτελεί το μέσο όρο εμπορευμάτων) και αντανακλά σχετική μείωση της ζήτησης (Διάγραμμα 3).

2020-4-5-Diagr-1 (1)
2020-4-5-Diagr-1 (2)
2020-4-5-Diagr-1 (3)

Το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου πριν τη λήψη των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία ανέδειξαν και αστικές εκθέσεις για τη διόγκωση του κρατικού χρέους και των κρατικών ελλειμμάτων σε επίπεδο Παγκόσμιας Οικονομίας και G-20 (βλ. Πίνακα 1Α), καθώς και για τη μεγάλη έκθεση τραπεζικών ομίλων στα ομόλογα υπερχρεωμένων κρατών και στα «κόκκινα δάνεια» των επιχειρήσεων και των λαϊκών οικογενειών.

2020-4-5-Pin-1a
2020-4-5-Pin-1b

Πλήθος διεθνών αστικών αναλύσεων αναφέρονται στο γεγονός ότι πριν το ξέσπασμα της πανδημίας το παγκόσμιο χρέος (κρατικό και ιδιωτικό) ήταν ήδη σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ και είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά οι «επιχειρήσεις-ζόμπι», οι οποίες επιβιώνουν με συνεχή δανεισμό και συσσωρεύουν «κόκκινα δάνεια» τα οποία αποκλείεται να αποπληρωθούν στο μέλλον. Στην ουσία, προβληματικοί μονοπωλιακοί όμιλοι διατηρούνται στην οικονομική ζωή χάρη στη συνεχή τραπεζική στήριξη, που με τη σειρά της απαιτεί κρατική στήριξη.

Στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα του 2019, η πρόεδρος της ΕΚΤ Christine Lagarde επισήμανε ότι «η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει χαμηλή και, αν αυτό συνεχιστεί για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να επηρεάσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα στο σύνολό του».

Στο Διάγραμμα 4 αποτυπώνεται η στασιμότητα του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων στις σημαντικές τράπεζες της Ευρωζώνης την τριετία 2017-2019, με τάση μείωσης το 2019 της ήδη χαμηλής απόδοσης. Η διαχείριση του χρέους των υπερχρεωμένων κρατών απασχολεί ιδιαίτερα τις διοικήσεις των μεγάλων τραπεζικών ομίλων και την ΕΚΤ.

2020-4-5-Diagr-1 (4)

Χαρακτηριστικός είναι και ο φαύλος κύκλος συγκέντρωσης-απαξίωσης χρηματικού κεφαλαίου στα χρηματιστήρια. Παρά τα αρνητικά σημάδια στην κερδοφορία της βιομηχανίας, οι τιμές στα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια ανέβαιναν το 2019. Στη συνέχεια, η επιτάχυνση της πτώσης του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανική παραγωγή προσγείωσε αυτήν την πορεία. Ισχυροί διεθνείς κεφαλαιοκράτες που πρόβλεψαν τις αρνητικές εξελίξεις σε ορισμένους τομείς άρχισαν να πουλάνε μετοχές, επιταχύνοντας την εκδήλωσης της κρίσης. Ο Γουόρεν Μπάφετ, που πούλησε όλες τις μετοχές της Berkshire Hathaway στον τομέα των αερομεταφορών (π.χ. Southwest and Delta Airlines, United American), δήλωσε ότι έχει συσσωρεύσει τεράστια ποσότητα ρευστού ύψους 137 δισ. δολαρίων, γιατί δε βρίσκει επενδυτικούς στόχους στην «πραγματική οικονομία».2

Έκθεση της UBS, που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Bloomberg3, ανέδειξε επίσης το 2019 τον κίνδυνο «μεγάλης φούσκας» στην αγορά ακινήτων της Ευρώπης. Η συνέχεια είναι γνωστή, με τη μεγάλη βύθιση και τις σημαντικές απώλειες στις τιμές των χρηματιστηρίων στο α΄ πεντάμηνο του 2020 και την άνοδο στη συνέχεια μέσα στην περίοδο της πανδημίας και της εκδήλωσης της κρίσης, αφού ανακοινώθηκαν τα μεγάλα πακέτα κρατικής στήριξης και τα μέτρα διασφάλισης άφθονης ρευστότητας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Η πιθανότητα να σκάσει η «νέα φούσκα» της υπερβολικής ανόδου (από τον Απρίλη ως τα τέλη Αυγούστου) των τιμών των μετοχών των ομίλων υψηλής τεχνολογίας, της ψηφιακής οικονομίας (Amazon, Apple, Google, Facebook, Microsoft, Tesla) είναι ήδη ορατή. Σε ορισμένες αστικές αναλύσεις (π.χ. Morgan Stanley) γίνεται σύγκριση με την αντίστοιχη «ανώμαλη προσγείωση» του 2001 (φούσκα dot com).

Για να γίνει κατανοητή η γενικότερη τάση αύξησης του πλασματικού κεφαλαίου, αρκεί να αναφέρουμε ότι η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (μαζί με τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας του δείκτη Nasdaq) πλησιάζει πλέον το 180% του ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Στη φάση εκδήλωσης της κρίσης καταγράφεται πλέον σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ (Διάγραμμα 5) και σημαντική μείωση της παραγωγής. Όλα αυτά σηματοδοτούν μεγάλη αδυναμία αξιοποίησης του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου. Μεγαλώνει το «επενδυτικό κενό» στην παραγωγή. Τα αμύθητα κέρδη των προηγούμενων ετών που λιμνάζουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας αδυνατούν να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία και να αναπαραχθούν ως κεφάλαιο, ως αυτοαυξανόμενη αξία.

2020-4-5-Diagr-1 (5)

Η κρίση αυτή είναι πολύ βαθύτερη από την προηγούμενη διεθνή κρίση. Το συνολικό ΑΕΠ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ συρρικνώθηκε κατά 9,8% στη διάρκεια του β΄ τριμήνου του 2020 έναντι μείωσης 2,3% στο τρίμηνο που κορυφώθηκε η κρίση του 2009.

Η κρίση εκδηλώνεται ανισόμετρα και συμβάλλει στην αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ανάμεσα στα κράτη-μέλη κάθε ιμπεριαλιστικής συμμαχίας όπως η ΕΕ και ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας (Διάγραμμα 6).

Στους Πίνακες 2 και 3 αποτυπώνεται η μεγάλη συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας σε σχέση με την επιβράδυνση της Κίνας, καθώς και αύξηση της σημαντικής διαφοράς της δημοσιονομικής τους κατάστασης τη διετία 2020-2021 (η Κίνα διεθνώς είναι χώρα-πιστωτής, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ).

Σημαντική είναι η πρόβλεψη του ΔΝΤ (Ιούνης 2020) ότι το 2021 η όποια αναιμική ανάκαμψη στις ΗΠΑ και στην ΕΕ θα απέχει πολύ από το προ κρίσης επίπεδο, ενώ για την Κίνα αναμένεται μεγάλη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης.

2020-4-5-Diagr-1 (6)
2020-4-5-Pin-2
2020-4-5-Pin-3

Η εκδήλωση της κρίσης οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας στην ΕΕ, ιδιαίτερα στους νέους και στις γυναίκες όπου ο ρυθμός απώλειας των θέσεων εργασίας είναι μεγαλύτερος από τον εθνικό μέσο όρο κάθε χώρας.

Η σημαντική διαφορά των υψηλών ποσοστών ανεργίας (Ισπανία, Ελλάδα, Κύπρος) σε σχέση με τα χαμηλότερα (Μάλτα, Γερμανία, Ολλανδία) αντανακλά την ανισόμετρη εκδήλωση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης (βλ. Πίνακα 5). Το πρόβλημα θα οξυνθεί, καθώς θα περιορίζονται σταδιακά τα σχετικά πακέτα κρατικής στήριξης. Ήδη ανακοινώνονται νέα κύματα προσεχών απολύσεων ως το 2022 (π.χ. στους ομίλους αερομεταφορών), καθώς και συμφωνίες μείωσης των πραγματικών μισθών για να διατηρηθούν θέσεις εργασίας (π.χ. στη γερμανική Thyssen Group).

Αντίστοιχα, αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος της ακραίας φτώχειας, με την ΕΕ να αναγνωρίζει πως το πρόβλημα αφορά πλέον 1 στους 6 πολίτες της (86 εκατομμύρια κατοίκους).

2020-4-5-Pin-4

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι ενισχύεται αντικειμενικά η δυνατότητα της Κίνας να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα τα επόμενα χρόνια. Αυτή η δυναμική αποτυπώνεται και με την υποχώρηση του μεριδίου των ΗΠΑ και τη σημαντική αύξηση του μεριδίου της Κίνας στο Παγκόσμιο Προϊόν την περίοδο 2000-2020 (Πίνακας 3). Την αλλαγή συσχετισμού σε βάρος των ΗΠΑ αποτυπώνει και η θεαματική αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ στο διμερές εμπόριο με την Κίνα (την περίοδο 1985-2019), που έφτασε τα 345,6 δισ. δολάρια.

Πάνω σ’ αυτό το έδαφος, τη διετία 2018-2019 κλιμακώθηκε ο «εμπορικός πόλεμος» των δύο χωρών, με τις ΗΠΑ να επιβάλλουν αυξημένους δασμούς σε κινεζικά εμπορεύματα αξίας 200 δισ. δολαρίων και η Κίνα να επιβάλλει δασμούς σε αμερικανικά εμπορεύματα αξίας 60 δισ. δολαρίων. Οι ΗΠΑ δίνουν ιδιαίτερο βάρος στο στόχο να μην απωλέσουν την υπεροχή στο επίπεδο της νέας τεχνολογίας (π.χ. η εντεινόμενη προσπάθεια αποκλεισμού της Κίνας από τα δίκτυα 5G στην Ευρώπη).

Οι εκατέρωθεν κυρώσεις, οι προσπάθειες για αλλαγές στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα και για μείωση της αλληλεξάρτησης των οικονομιών ΗΠΑ-Κίνας επιδρούν αρνητικά στο διεθνές εμπόριο και συνέβαλαν στην εκδήλωση της νέας κρίσης.

Παράλληλα, ενισχύονται όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην ΕΕ οι τάσεις προστατευτισμού, με τις σαφείς προτροπές της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προς τα κράτη-μέλη να προστατεύσουν τους ευρωπαϊκούς ομίλους από προσπάθεια επιθετικών εξαγορών από ομίλους άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων στη διάρκεια της κρίσης. Επίσης εντείνονται οι αμερικανικές προσπάθειες για αποδυνάμωση του ρόλου-κλειδί της Κίνας στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανικών εμπορευμάτων, με την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.

Το σύνολο των εξελίξεων, τόσο της εκδήλωσης της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης όσο και της όξυνσης σε ανώτερο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αυξάνει και τον κίνδυνο ενός ευρύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Τέλος, θα πρέπει να σταθούμε στην οικονομική και κοινωνική επίδραση των συγκεκριμένων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, που η αστική ανάλυση παρουσιάζει ως έναν «εξωγενή παράγοντα», ως ανεξάρτητο από τις επικρατούσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ασφαλώς ένας επικίνδυνος ιός θα μπορούσε να εμφανιστεί και στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όμως η συγκεκριμένη αντιμετώπιση της πανδημίας και οι κοινωνικές συνέπειές της έχουν αντιλαϊκό ταξικό πρόσημο στον καπιταλισμό.

Η θλιβερή κατάσταση των δημόσιων συστημάτων υγείας (υποδομές, αριθμός ΜΕΘ, ελλείψεις προσωπικού κλπ.), τα μεγάλα προβλήματα στον τομέα της πρόληψης της υγείας και ασφάλειας των εργαζόμενων, ο χαμηλός βαθμός προστασίας του ίδιου του νοσηλευτικού προσωπικού δεν αποτελούν αναπόφευκτα φυσικά φαινόμενα, αλλά αποτέλεσμα της αστικής πολιτικής στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Αυτό το πλαίσιο καθόρισε και καθορίζει και τις συγκεκριμένες επιλογές αντιμετώπισης της πανδημίας. Η αστική πολιτική προσπαθεί μάταια να βρει τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στη λήψη αυστηρών υγειονομικών μέτρων και στη στήριξη της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Παράλληλα, αντί για τη διεθνή συνεργασία, οξύνεται ο ανταγωνισμός ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων σχετικά με τα κατάλληλα εμβόλια και φάρμακα.

Οι κοινωνικές συνέπειες δεν περιορίζονται μόνο στους θανάτους λόγω κορονοϊού. Αφορούν τις δραματικές συνέπειες στη σωματική και ψυχική υγεία από την αδυναμία κάλυψης οξυμένων αναγκών για άλλες σοβαρές ασθένειες (π.χ. αναβολή προγραμματισμένων χειρουργείων), από την αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, τη διακοπή της ζωντανής εκπαιδευτικής λειτουργίας για τη νεολαία.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η συζήτηση για την ανάγκη μεγαλύτερης κοινοτικής στήριξης των οικονομιών των κρατών-μελών της ΕΕ είχε ενταθεί πριν την εμφάνιση της πανδημίας, κάτω από την πίεση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και λόγω του Brexit.

Το Ευρωπαϊκό Οικονομικό Ινστιτούτο (SUERF), που συνδέεται με τις Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες, εκπόνησε και παρουσίασε τον Οκτώβρη του 2019 μελέτη για την αντιμετώπιση της επερχόμενης κρίσης («Dealing with the next downturn»4), με την πρόβλεψη ότι για τη διαχείρισή της δε θα αρκούσε η χαλαρή νομισματική πολιτική και την υπόδειξη να αναζητηθούν τρόποι άμεσης χρηματοδότησης κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων από τις κεντρικές τράπεζες («Go direct»), καθώς και να διασφαλιστεί ο πλήρης συντονισμός κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

Είχε προηγηθεί η ενεργοποίηση του προγράμματος «Ποσοτική χαλάρωση QE» αρχικού ύψους 750 δισ. ευρώ από τον τότε πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και αντίστοιχα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων χρέους από την αμερικανική FED.

Το μεγάλο βάθος εκδήλωσης της κρίσης, η συρρίκνωση της παραγωγής και η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, οι προβλέψεις για αδυναμία επιστροφής στο προ κρίσης επίπεδο το 2021, η ανισόμετρη εκδήλωση της κρίσης και των συνεπειών της στα κράτη-μέλη και η ένταση του ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και την Κίνα επιτάχυναν τη λήψη αποφάσεων για μια μεγάλη κρατική παρέμβαση σε όλα τα κράτη-μέλη. Οι αποφάσεις συνδέονται κι επιδρούν στις διεργασίες για την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Κομισιόν.

Στους Πίνακες 1α, 1β, 4 και στο Διάγραμμα 6 αποτυπώνεται η ανισομετρία μέσα στο σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης σε μια σειρά βασικούς δείκτες, όπως είναι η μεταβολή του ΑΕΠ, του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, του κρατικού χρέους. Αποτυπώνεται επίσης το μέγεθος της μεγάλης κρατικής παρέμβασης στα κράτη-μέλη, που βασίζεται στις νέες αποφάσεις και στα νέα μέτρα της ΕΕ.

Συγκεκριμένα αποτυπώνεται η διεύρυνση της σημαντικής υπεροχής της Γερμανίας σε βάρος της Γαλλίας και της Ιταλίας, η απόκλιση συμφερόντων που θέτει σε δοκιμασία το μέλλον της Ευρωζώνης.

Η προσαρμογή προς την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να χρηματοδοτηθούν τα μεγάλα κρατικά σχέδια για ενίσχυση των επενδύσεων και για την ανάκαμψη της οικονομίας στις χώρες-μέλη της ΕΕ έγινε το 2020 με διάφορα βήματα. Ταυτόχρονα συνεχίστηκε η χαλαρή νομισματική πολιτική των προηγούμενων χρόνων που είχε οδηγήσει σε μηδενικά επιτόκια.

Αρχικά συμφωνήθηκε η ουσιαστική αναστολή της εφαρμογής των περιοριστικών όρων του Συμφώνου Σταθερότητας (για το ετήσιο έλλειμμα ή το κρατικό χρέος), ενώ η ΕΚΤ ανακοίνωσε επέκταση του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων ύψους 618 δισ. ευρώ, που δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να απορροφούν δανειακά κεφάλαια από την ΕΚΤ με ευνοϊκό επιτόκιο.

Στη συνέχεια υπήρξε η συμφωνία του Eurogroup για ένα πακέτο μέτρων ύψους 540 δισ. ευρώ, όπου δέσποσε η παροχή νέων δανείων στα κράτη-μέλη της ΕΕ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και το Πρόγραμμα SURΕ για την «προστασία των θέσεων εργασίας», που στην ουσία διασφαλίζει την ελάφρυνση των εργοδοτών και την προώθηση της μερικής απασχόλησης.

Ακολούθησαν οι πιο σημαντικές αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του Ιούλη για Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (2021-2027).5 Σύμφωνα με τις αποφάσεις, το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού θα φτάσει το 1,074 τρισ. ευρώ και τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης τα 750 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου δεσπόζει ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) που μπορεί να διαθέσει 360 δισ. δάνεια και 312,5 δισ. επιχορηγήσεις στα κράτη-μέλη.

Μεγάλοι ωφελημένοι θα είναι οι όμιλοι της ψηφιακής και της «πράσινης οικονομίας» με τις ενισχύσεις σχετικών άμεσων επενδύσεων να φτάνουν από το ΠΔΠ τα 132,7 δισ. ευρώ και τα 258,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν και μικρότερα στοχευμένα προγράμματα στην ίδια κατεύθυνση (π.χ. Invest Europe 5,6 δισ. ευρώ, Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης 10 δισ. ευρώ).

Παράλληλα θα αυξηθούν οι πολεμικές δαπάνες και η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ, με τη συγκρότηση του νέου ταμείου του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη (ΕΜΕ)», με χρηματοδοτήσεις ύψους 10,5 δισ. ευρώ εκτός του κοινοτικού προϋπολογισμού (ΠΔΠ 2021-’27). Η νέα χρηματοδότηση έρχεται να προστεθεί σε αυτήν του «Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF)» (με ετήσια χρηματοδότηση 5,5 δισ. ευρώ) και του «Ευρωπαϊκού Προγράμματος Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (EDIDP)».

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάποια στροφή προς νέες κατευθύνσεις, αλλά για επιτάχυνση της εφαρμογής προαποφασισμένων στρατηγικών πολιτικών κατευθύνσεων. Από το 2018 η πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών κι Εργοδοτικών Οργανώσεων της Ευρώπης (Business Europe) Emma Marcegaglia διατύπωνε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου για ισχυροποίηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, για αλλαγή της «δύσκαμπτης ευρωπαϊκής κοινωνικής-εργατικής νομοθεσίας» ώστε να περιοριστεί η ανεργία, για μεγαλύτερη ενίσχυση των κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων «υψηλής ποιότητας» μέσα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI), ανανέωση της βιομηχανικής πολιτικής για την «αντιμετώπιση των προκλήσεων», της επέκτασης της αυτοματοποίησης και της ψηφιοποίησης, καθώς και της κλιματικής αλλαγής.6

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ θα εκτιναχτούν στο 53,7% το 2020 έναντι 46,7% κατά μέσο όρο την περίοδο 2009-2019 και 43,8% την περίοδο 1996-2007.

Στη Σύνοδο του Σεπτέμβρη του 2020 του Eurogroup καταγράφηκε σχετική απροθυμία για επαναφορά των αυστηρών δημοσιονομικών ορίων το 2021, λόγω των δυσκολιών ανάκαμψης της οικονομίας, της αύξησης της ανεργίας και της σημαντικής αύξησης των ανισοτήτων των κρατών-μελών. Ωστόσο επισημάνθηκε ότι μια μεγάλης διάρκειας δημοσιονομική χαλάρωση θα εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών. Το πιθανότερο είναι να προχωρήσουν οι διεργασίες για πιο ευέλικτη εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας έως και την αναθεώρησή τους. Παράλληλα η ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρήσει τα μηδενικά επιτόκια και να συνεχίσει την πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» το α΄ εξάμηνο του 2021.

 

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ «ΣΤΡΟΦΗ»

Μέχρι την εκδήλωση της νέας κρίσης, η Γερμανία απέρριπτε σταθερά τις προτάσεις για ουσιαστική χαλάρωση της περιοριστικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, επικαλούμενη τους κινδύνους που θα απέρρεαν για τη σταθερότητα του ευρώ και την αξιοπιστία του ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ακόμα πιο έντονη ήταν η άρνησή της σε κάθε πρόταση κοινού δανεισμού, «αμοιβαιοποίησης του χρέους» και παροχής επιδοτήσεων στα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη.

Μέχρι τα τέλη του Μάρτη του 2020 η Άνγκελα Μέρκελ εμφανιζόταν να αρνείται την πρόταση για έκδοση από την ΕΕ μιας μορφής ευρωομόλογου (κορονο-ομόλογο) που είχαν προτείνει οι 9 κυβερνήσεις της διευρυμένης «Συμμαχίας του Νότου».

Η αλλαγή στάσης εμφανίστηκε με τη γαλλογερμανική πρόταση Μέρκελ-Μακρόν στις 18 Μάη για την υιοθέτηση ενός προγράμματος 500 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις των κρατών που έχουν πληγεί από τον κορονοϊό.

Η σχετική προσαρμογή της γερμανικής θέσης (που επέτρεψε το συμβιβασμό της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ) έγινε κυρίως για να αποφευχθεί ένας νέος κλονισμός της ΕΕ μετά από το Brexit. Έγινε για να αποφευχθεί ένας κλονισμός της συνοχής της ίδιας της Ευρωζώνης και της δυναμικής του ευρώ, αφού κάτι τέτοιο θα επιδρούσε άμεσα αρνητικά στην οικονομική της ισχύ και στις εξαγωγές της. Ταυτόχρονα, η Γερμανία αξιοποίησε την πίεση της συμμαχίας των «φειδωλών κρατών» για να περιορίσει την αρχική πρόταση επιχορηγήσεων των κρατών-μελών και κυρίως για να επιβάλει τους όρους της στα επόμενα βήματα για την οικονομική και πολιτική ενοποίηση της ΕΕ.

Αξίζει όμως να σταθούμε σε συγκεκριμένους παράγοντες που καθόρισαν την τροποποίηση της γερμανικής πολιτικής.

Μπροστά στην εκδήλωση της νέας κρίσης αυξήθηκε η ανάγκη όλων των κρατών-μελών για μεγάλη άμεση κρατική παρέμβαση στήριξης ενός σχεδίου ανάκαμψης, με κρατικές επενδύσεις και νέα κίνητρα στο κεφάλαιο σε κάθε χώρα.

Τα υπερχρεωμένα και τα πιο αδύναμα οικονομικά κράτη-μέλη ασφυκτιούσαν στο «στενό κορσέ» της περιοριστικής πολιτικής και δεν μπορούσαν να δανειστούν φθηνά από τις αγορές. Κράτη που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, δήλωσαν απρόθυμα να συνεχίσουν σ’ ένα δρόμο ακριβού δανεισμού, νέας μεγάλης επιβάρυνσης του κρατικού χρέους, μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους. Η απόκλιση συμφερόντων έθετε κι εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Για να διατηρήσει τη συνοχή της Ευρωζώνης, η Γερμανία διαμόρφωσε την πολιτική της λαμβάνοντας υπόψη και τους ακόλουθους παράγοντες:

α) Την επιλογή της, λόγω του μεγάλου βάθους της κρίσης, για μεγάλη κρατική παρέμβαση, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και αύξηση του κρατικού χρέους στο εσωτερικό της Γερμανίας.

Συγκεκριμένα, η γερμανική κυβέρνηση πήρε συνολικά μέτρα κρατικής στήριξης της οικονομίας (δημοσιονομικά μέτρα, δάνεια και δανειακές εγγυήσεις, αναστολή είσπραξης φόρων κλπ.) πάνω από 1,5 τρισ. ευρώ με δανεισμό 220 δισ. ευρώ, που οδήγησε σε σημαντική άνοδο του γερμανικού κρατικού χρέους.7

Η επιλογή αυτή της στέρησε το ρόλο του σημαιοφόρου της αυστηρής περιοριστικής πολιτικής, με τον οποίο αντιμετώπιζε τα προηγούμενα χρόνια την κριτική άλλων κυβερνήσεων.

β) Τους κινδύνους σημαντικής μείωσης των γερμανικών εξαγωγών στην ενιαία αγορά της ΕΕ, καθώς και σοβαρών ζημιών των γερμανικών τραπεζικών ομίλων που παρουσιάζουν ήδη μεγάλη έκθεση στο ιταλικό και ισπανικό χρέος.

Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), στο τέλος Σεπτέμβρη του 2019, η έκθεση των γερμανικών τραπεζών σε ιταλικό χρέος ανερχόταν σε 79 δισ. ευρώ και η αντίστοιχη έκθεσή τους σε ισπανικό χρέος ανερχόταν στα 60 δισ. ευρώ. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούσαν ήδη στο 19% των ίδιων κεφαλαίων των γερμανικών τραπεζών.

Την ανάγκη γενναίας βοήθειας προς όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ «λόγω της πανδημίας» υποστήριξαν με κοινή ανακοίνωσή τους το Μάη οι Βιομηχανικές Ενώσεις Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας.

Ήδη οι εμπορικές ανταλλαγές στο εσωτερικό της Ευρωζώνης παρουσιάζουν μείωση κατά 13,6%, ενώ στο β΄ τρίμηνο του 2020 οι γερμανικές εξαγωγές κατέγραψαν πτώση 30% και στο α΄ εξάμηνο του 2020 η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πτώση 40%, επιβεβαιώνοντας τον κίνδυνο εξασθένισης της γερμανικής οικονομίας και την ανάγκη μεγάλης κρατικής ενίσχυσης για την τόνωση της κατανάλωσης στην ενιαία αγορά της ΕΕ.

γ) Την κλιμάκωση του «οικονομικού πολέμου» με τις ΗΠΑ και την όξυνση του ανταγωνισμού με την Κίνα, που καθιστά μονόδρομο την αποφυγή συρρίκνωσης της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, ιδιαίτερα μετά από το Brexit.

Οι σχέσεις της ΕΕ με τη Βρετανία βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο και με σοβαρές πιθανότητες να μην καταλήξουν σε εμπορική συμφωνία, με βάση την πρόσφατη κοινοτική πρόταση για «ελεύθερη ζώνη εμπορίου χωρίς δασμούς».

Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Γερμανίας εκτείνεται πλέον σε μια σημαντική βεντάλια θεμάτων που αφορούν την προτεραιότητα της «πράσινης ανάπτυξης», τη γερμανική ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία (αγωγός Nord Stream II), την ανοχή συμμετοχής της Κίνας στα ευρωπαϊκά δίκτυα 5G, τη μικρή σημερινή συμμετοχή της Γερμανίας στις πολεμικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, τη στάση έναντι του Ιράν κ.ά.

Είναι χαρακτηριστική η απόσυρση 12.000 Αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία και η μεταφορά τους στην Πολωνία με απόφαση του Προέδρου Τραμπ, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο επιχείρησε με περιοδεία στην Κεντρική Ευρώπη (Τσεχία, Σλοβενία, Αυστρία, Πολωνία) να διευρύνει τη συμμαχία ενάντια στην Κίνα και τη Ρωσία.

Η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας αποτυπώνεται με το ύψος των εκατέρωθεν εμπορικών κυρώσεων και με επικριτικές δηλώσεις σημαντικών στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης, όπως οι υπουργοί Εξωτερικών και Οικονομικών Μάας και Σολτς που, εκτός των άλλων, δήλωσαν ότι δε θα μεταβούν στην καλοκαιρινή Σύνοδο των G7 στις ΗΠΑ.

Οι επόμενοι σταθμοί της διένεξης ΗΠΑ-ΕΕ αφορούν το αίτημα της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων στις ΗΠΑ (δασμοί 11 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα) για τις παράνομες επιδοτήσεις τους στην Boeing στον τομέα των αερομεταφορών, την επιβολή ψηφιακού φόρου στους αμερικανικούς κολοσσούς υψηλής τεχνολογίας (Facebook, Google κλπ.) και τις πιέσεις για ακύρωση του σχεδίου Nord Stream II (με αφορμή την υπόθεση Ναβάλνι).

Ταυτόχρονα, η Κίνα αναδεικνύεται πλέον στο σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας και της ΕΕ, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται στα κοινοτικά κείμενα τόσο ως «στρατηγικός εταίρος» όσο και ως «συστημικός ανταγωνιστής». Η τελευταία Σύνοδος ΕΕ-Κίνας τον Ιούνη του 2020 δεν κατέληξε σε κάποια απόφαση.

Η αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού υπέρ της Κίνας τροφοδοτεί και αντίρροπες κινήσεις αναθέρμανσης των σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστική η πρόταση του επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ Ζ. Μπορέλ για την έναρξη διαλόγου ΗΠΑ-ΕΕ για την αντιμετώπιση της Κίνας, που συνοδεύτηκε από την ενθουσιώδη συμφωνία του Αμερικανού ΥΠΕΞ Πομπέο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όξυνσης των ανταγωνισμών, ο Γερμανός ΥΠΕΞ Μάας τονίζει την ανάγκη διασφάλισης αύξησης της ισχύος της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Επομένως, η διατήρηση της συνοχής της ΕΕ και της Ευρωζώνης είναι σε αυτήν τη φάση μονόδρομος για τη Γερμανία.

Παράλληλα, η Γερμανία πέτυχε, αξιοποιώντας και την πίεση της «Συμμαχίας των φειδωλών», σημαντικά οφέλη στην τελική συμφωνία για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, σε σχέση με την αρχική πρόταση της Κομισιόν. Αφενός το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων μειώθηκε από τα 500 δισ. στα 390 δισ. ευρώ. Αφετέρου, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου Brugel8, η Γερμανία και η Γαλλία ήταν οι μόνες χώρες που διασφάλισαν με την απόφαση υψηλότερες επιχορηγήσεις σε σχέση με την πρόταση της Κομισιόν. Η αρχική πρόταση για τη Γερμανία ήταν 33,8 δισ. ευρώ, ενώ με την απόφαση διασφάλισε 47,18 δισ. ευρώ.

Τέλος, η Γερμανία αξιοποιεί –όπως θα δούμε– τη συμφωνία ως υπόβαθρο για μια φυγή προς τα εμπρός, για την προώθηση των αντιδραστικών κατευθύνσεων της «Λευκής Βίβλου για το μέλλον της Ευρώπης», που έχουν παρουσιαστεί ήδη από το 2017.

 

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ «ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Είναι γεγονός ότι η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει για πρώτη φορά σε κοινό δανεισμό για να δώσει επιδοτήσεις σε κράτη-μέλη αποτελεί βήμα προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της ενοποίησης της ΕΕ.

Η συγκεκριμένη κατεύθυνση αποτυπώθηκε σε γενικές γραμμές από το Μάρτη του 2017 με τη «Λευκή Βίβλο για το μέλλον της Ευρώπης»9. Από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ παρουσιάστηκαν οι βασικοί άξονες για «ένα άλμα προς τα εμπρός, προς μια πιο αποτελεσματική και πιο έξυπνη Ευρώπη», που εστίαζαν στην εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, την ενίσχυση της κοινής εξωτερικής και «αμυντικής πολιτικής», την υπέρβαση διαδικασιών που προϋποθέτουν ομοφωνία των κρατών-μελών, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας με ενίσχυση των επενδύσεων στην «πράσινη» και στην ψηφιακή οικονομία.

Η συμφωνία για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης εντάσσεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

Η Γαλλία και η «Συμμαχία των κρατών του Νότου» το προβάλλουν ήδη ως ένα ιστορικό βήμα προόδου, απέναντι στις αντιδραστικές θέσεις της «Συμμαχίας των φειδωλών του Βορρά». Η Γερμανία προβάλλει το συμβιβασμό ως μια προσωρινή προσαρμογή για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης έκτακτης ανάγκης, που δε συνιστά ριζική αλλαγή γραμμή πλεύσης.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για πορεία σε αντιδραστική κατεύθυνση. Κάθε βήμα που ενισχύει τη συνοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ ενισχύει τον πραγματικό αντίπαλο των εργαζόμενων, τη δικτατορία του κεφαλαίου.

Εμβάθυνση της ενοποίησης της ΕΕ σημαίνει ενίσχυση των ενιαίων μηχανισμών για την εφαρμογή ενιαίων αντιδραστικών κατευθύνσεων σε βάρος των λαών.

Οι διαδικασίες που προβλέπονται για την έγκριση πληρωμών τόσο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης όσο και στα Πολυετή Δημοσιονομικά Πλαίσια (επταετής προϋπολογισμός της ΕΕ) ενισχύουν τους μηχανισμούς εποπτείας και πίεσης για την πλήρη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν «κάθε φορά που θα επιτυγχάνεται ένας στόχος, θα γίνεται η εκταμίευση της απαραίτητης δόσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Σε συνέντευξη στο περιοδικό Spiegel10, ο πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου Β. Σόιμπλε τόνισε την αντίθεσή του στην έκδοση κοινού ομολόγου δανεισμού χωρίς διασφάλιση της εφαρμογής κοινών αποφάσεων στην οικονομική πολιτική.

Η βασική ιδέα δεν είναι καινούργια, ούτε γερμανική. Από το 2017 ο αρμόδιος επίτροπος της ΕΕ Πιερ Μοσκοβισί τόνιζε τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί το «εργαλείο έκδοσης κοινού χρέους», ώστε η επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας να αποκτήσει ένα λιγότερο αυταρχικό πρόσωπο. Να μην επιβάλλεται δηλαδή η δημοσιονομική πειθαρχία μέσω κυρώσεων στα κράτη-μέλη, αλλά μέσω περικοπών στη χρηματοδότηση (με ευνοϊκούς όρους) του χρέους του κράτους-μέλους που απειθαρχεί στις υποδείξεις της ΕΕ.11

Η αποπληρωμή του κοινού δανείου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα συνοδευτεί με νέους ενιαίους φόρους σε όλα τα κράτη-μέλη και αυστηρή τήρηση του εκάστοτε πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αποπληρωμή αυτών των δανείων προβλέπεται να ολοκληρωθεί το... 2058!

Η εποπτεία για υπερχρεωμένα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα θα γίνει πολλαπλή. Δίπλα στο «ευρωπαϊκό εξάμηνο», στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις και τις εγκρίσεις δόσεων από το Eurogroup, στην εποπτεία της Κομισιόν για τη σωστή απορρόφηση του ΕΣΠΑ, θα προστεθεί ένας μηχανισμός διαρκούς αξιολόγησης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και δεσμεύσεων που θα υποβάλει τον Οκτώβρη η κυβέρνηση με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Αυτός θα αποφασίσει αν θα αποδεσμεύονται ή θα παγώνουν τα κονδύλια των περιβόητων επιδοτήσεων.

Η ενισχυμένη κοινοτική εποπτεία θα αποτελεί πολλαπλό στήριγμα της προώθησης των στόχων της αστικής τάξης σε όλα τα κράτη-μέλη, όπως προσδιορίζονται, για παράδειγμα, στην Ελλάδα από τα σχέδια του ΣΕΒ, της ΤτΕ, της κυβέρνησης, ενώ υπάρχει πλήρης σύμπλευση της ΕΕ στην προώθηση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και η κοινοτική εποπτεία βοηθάει τις κυβερνήσεις να επικαλούνται την «εξωτερική πίεση» για την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων.

 

ΘΑ ΑΝΤΕΞΕΙ Ο ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΕ;

Η αντοχή του πρόσφατου συμβιβασμού της Συνόδου Κορυφής θα δοκιμαστεί από την αυξανόμενη απόκλιση συμφερόντων των αστικών τάξεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Ιδιαίτερα η αυξανόμενη απόκλιση Γερμανίας-Ιταλίας φωτίζει το αντικειμενικό πρόβλημα συνοχής που παρουσιάζει ο σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης. Μια προσωρινή συμφωνία φθηνότερου δανεισμού των υπερχρεωμένων και οικονομικά ασθενέστερων κρατών-μελών δεν εξαλείφει τους αντικειμενικούς παράγοντες της ανισομετρίας, αλλά προσωρινά συγκρατεί τις φυγόκεντρες τάσεις στην Ευρωζώνη.

2020-4-5-Pin-5

Οι αντιθέσεις των κρατών-μελών της ΕΕ που γεννά ο ανταγωνισμός των μονοπωλιακών ομίλων τους, των αστικών τους τάξεων, οξύνονται λόγω:

α) Της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία.

Η ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας έναντι της Γαλλίας και της Ιταλίας, που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη φάση της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης, θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο στη φάση ανισόμετρης εκδήλωσης της νέας κρίσης και των συνεπειών της στην Ευρωζώνη και συνολικά στην ΕΕ. Οι διαφορές σχετικά με τη μεταβολή του ΑΕΠ, τις εξαγωγές και την παραγωγικότητα επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα (Πίνακες 2 και 4).

β) Της αντικειμενικής διαφοράς στη δημοσιονομική κατάσταση και στα προβλήματα διαχείρισης του κρατικού χρέους και του ετήσιου ελλείμματος που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών, για να διασφαλίσουν την ικανοποιητική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων τους στη φάση της κρίσης.

Αφενός η αντοχή της Γερμανίας να επωμιστεί το κύριο βάρος του κοινού δανεισμού της ΕΕ χωρίς να υποστεί απώλειες στην οικονομική ισχύ της είναι περιορισμένη. Αφετέρου είναι εξαιρετικά περιορισμένες οι δυνατότητες της Ιταλίας και άλλων υπερχρεωμένων κρατών να σηκώσουν το βάρος νέων δανείων, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των όρων ανταγωνιστικότητάς τους στο εσωτερικό της ΕΕ. Από τα 209 δισ. που προβλέπει το Ταμείο Ανάκαμψης για την Ιταλία, τα 127 δισ., δηλαδή το 61%, θα είναι νέα δάνεια που θα κληθούν να αποπληρώσουν ξανά τα λαϊκά στρώματα.

Αντίστοιχα αποκλίνουν οι προσεγγίσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας-Ιταλίας για τη χρονική διάρκεια εφαρμογής των μέτρων επεκτατικής πολιτικής και της προσωρινής χαλάρωσης της εφαρμογής των περιοριστικών ορίων του Συμφώνου Σταθερότητας σχετικά με το ύψος του κρατικού χρέους και του ετήσιου κρατικού ελλείμματος.

γ) Των εναλλακτικών λύσεων που γεννά πλέον η αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού (η δυναμική άνοδος της Κίνας, η όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας, το Brexit κλπ.) για τις αστικές κυβερνήσεις. Τμήματα των αστικών τάξεων κρατών όπως της Ιταλίας, που διαπιστώνουν ότι αποκομίζουν λιγότερα συγκριτικά οφέλη από τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά της ΕΕ και στο ευρώ, εξετάζουν αλλαγές στην ιεράρχηση των διεθνών συμμαχιών τους.

Ήδη οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της ομάδας των κρατών του Βίσεγκραντ έχουν αναβαθμίσει τις σχέσεις τους με την Κίνα στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «17+1».

Διαχρονικά η γερμανική απαίτηση για τήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας συνδέεται με τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ο προβληματισμός για την επόμενη μέρα στο αστικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας συνυπολογίζει ορισμένους παράγοντες όπως:

α) Τον κίνδυνο να εξασθενίσει το πλεονέκτημα του φθηνού δανεισμού που διαθέτει η Γερμανία στον ανταγωνισμό με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης. Αναλύσεις όπως του Bloomberg12 αναφέρουν πως η νέα κοινή έκδοση χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία του γερμανικού ομόλογου στη διεθνή αγορά, προσφέροντας καλύτερη απόδοση. Ο κίνδυνος αυξάνει, καθώς μεγαλώνει πλέον το ποσοστό του γερμανικού κρατικού χρέους προς το ΑΕΠ (από το 60% στο 77%) κι εγκαταλείπεται προσωρινά ο κανόνας του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού της γερμανικής κυβέρνησης.

β) Τις πιθανές συνέπειες της πρόβλεψης του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Λάιμπνιτς (IWH) που μιλάει για κίνδυνο χρεοκοπίας αρκετών γερμανικών τραπεζών λόγω εκτίναξης των «κόκκινων δανείων», σε συνδυασμό με την εκτίμηση του Γερμανικού Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK)13 ότι το 10% των γερμανικών επιχειρήσεων απειλείται με χρεοκοπία, ενώ το 40% εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της Citigroup, οι 32 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, στις οποίες δεσπόζουν οι γερμανικές, προβλέπουν για το α΄ εξάμηνο του 2020 ζημιές λόγω της έξαρσης των «κόκκινων δανείων» ύψους 56 δισ. ευρώ14. Ήδη από το 2019 οι αναλύσεις είχαν εστιάσει στη δυσκολία εξυγίανσης των μεγάλων προβληματικών ομίλων, με εμβληματικό παράδειγμα το ναυάγιο συγχώνευσης μεταξύ Deutsche Bank και Commerzbank.15

γ) Την αρνητική επίδραση της συγκυριακής ισχυροποίησης του ευρώ έναντι του δολαρίου στην ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών εμπορευμάτων, που επισημαίνεται από αναλύσεις όπως του Centre for European Policy Studies16. Στην πραγματικότητα, η εκάστοτε νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης καλείται να διαχειριστεί την αξεπέραστη αντίφαση ανάμεσα στο στόχο ενίσχυσης των εξαγωγών και στο στόχο ισχυροποίησης του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, ενώ η υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ το 2020 ευνοεί ήδη τις αμερικανικές εξαγωγές έναντι των γερμανικών, από την άλλη το ευρώ δε βελτιώνει ουσιαστικά τη θέση του στο καλάθι των παγκόσμιων αποθεματικών νομισμάτων. Το 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών παραμένουν σε δολάρια. Γενικότερα το δολάριο ισχυροποίησε τη θέση του ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα έναντι του ευρώ από την προηγούμενη κρίση του 2008.

Προς το παρόν η καγκελάριος Μέρκελ εμφανίζει την αποδοχή του κοινού δανεισμού της ΕΕ και την υιοθέτηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής ως κατ’ εξαίρεση έκτακτα μέτρα που λήφθηκαν λόγω της υγειονομικής κρίσης και δε συνιστούν στρατηγική στροφή στην κοινοτική πολιτική.

Όμως η μεγάλη πίεση, που θα δοκιμάσει την αντοχή του προσωρινού συμβιβασμού, μπορεί να προέλθει από την Ιταλία, η οποία έχει πολύ περιορισμένα περιθώρια να συνεχίσει στο σημερινό δρόμο του αυξανόμενου κρατικού δανεισμού που συνοδεύεται από επώδυνους μνημονιακούς όρους και δε συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ιταλικής οικονομίας. Ήδη για το 2020 προβλέπεται εκτίναξη του ελλείμματος στο 11,9% (έναντι -1,6% το 2019) και αύξηση του κρατικού χρέους στα 212 δισ. ευρώ, στο 156% του ΑΕΠ17.

Πλήθος αστικών αναλύσεων (των ινστιτούτων IFO και Bruegel, συνέντευξη του Τζορτζ Σόρος στην ολλανδική εφημερίδα De TelegraaF) επισημαίνουν ότι η σημερινή διαχείριση του μεγάλου ιταλικού χρέους δεν είναι βιώσιμη και αποτελεί πηγή αστάθειας για την Ευρωζώνη.

Η προβλεπόμενη εκταμίευση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης δεν μπορεί άμεσα να αντιστρέψει αυτήν την αρνητική πορεία, ενώ μεσοπρόθεσμα θα την επιδεινώσει.

Οι επιχορηγήσεις είναι ελάχιστες σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος και δε θα δοθούν άμεσα. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς της Goldman Sachs18, αν αφαιρεθούν οι ιταλικές εισφορές στα κοινοτικά ταμεία, προβλέπονται αισθητά λιγότερα από τα αναφερόμενα 82 δισ. επιχορηγήσεων για τα επόμενα τρία χρόνια.

Η εκταμίευση των επιχορηγήσεων θα καθυστερήσει, και για τη φετινή χρονιά τα συνολικά κοινοτικά κονδύλια θα είναι πολύ λιγότερα από το απολεσθέν εισόδημα. Όμως οι επιχορηγήσεις θα αρχίσουν ουσιαστικά να δίνονται από το 2021, και η Ιταλία χρειάζεται για να αποπληρώσει παλιά δάνεια που ωριμάζουν 39 δισ. ευρώ το Σεπτέμβρη, 39 δισ. ευρώ τον Οκτώβρη και 42 δισ. ευρώ το Νοέμβρη.

Η κυβέρνηση της Ιταλίας πιέζεται για νέο δανεισμό από τον ESM, που θα προστεθεί στα νέα δάνεια ύψους 127 δισ. που θα λάβει ήδη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, το υπουργείο Οικονομικών δυσκολεύεται να βρει αγοραστές του ιταλικού χρέους (Daily Telegraph).

Οι νέοι μνημονιακοί όροι (κυρίως η αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος, με αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης), που θα επιφέρει ο νέος δανεισμός, ενισχύουν προς το παρόν το εθνικιστικό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα (Σαλβίνι, Μελόνι) και απειλούν τη συνοχή και τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Η Ιταλία παραμένει ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης. Αντίστοιχες δυσκολίες να διαχειριστούν τα βάρη του νέου δανεισμού έχουν οι αστικές κυβερνήσεις άλλων υπερχρεωμένων κρατών-μελών της ΕΕ (π.χ. Ισπανία, Ελλάδα).

Για την πρόβλεψη των εξελίξεων δε θα πρέπει να υποτιμηθούν και δυο άλλοι δυναμικοί παράγοντες: Αφενός η ομάδα του Βίσεγκραντ και ιδιαίτερα η Πολωνία και η Ουγγαρία, που επιμένουν στην αρχή της ομοφωνίας για τη λήψη αποφάσεων, είναι γενικά αντίθετες σε προτάσεις αποδυνάμωσης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών και διαφοροποιούνται στην πράξη από την πολιτική και τις προτάσεις της ΕΕ για το μεταναστευτικό.

Αφετέρου, η ομάδα των «φειδωλών κρατών του Βορρά» (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία) που έδειξε την ισχύ της στις διαπραγματεύσεις για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και δε συναινεί στις γαλλικές προτάσεις για «νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ», εμβάθυνση της ενοποίησης και χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής και του Συμφώνου Σταθερότητας.

Η συγκεκριμένη ομάδα με επικεφαλής την Ολλανδία επέβαλε την πρότασή της και για την εκλογή νέου προέδρου του Eurogroup (Πασκάλ Ντονάχιου) σε αντιπαράθεση με την πρόταση της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, που τυπικά στήριζε και η Γερμανία. Στην πράξη, με τις θέσεις της εξυπηρετεί τη Γερμανία, αντισταθμίζοντας τις πιέσεις που δέχεται η τελευταία από τη Γαλλία και την Ιταλία.

Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στέρεος δεν πρέπει να θεωρείται ούτε ο γαλλογερμανικός συμβιβασμός, ιδιαίτερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (π.χ. οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, η στρατιωτική συνεργασία Γαλλίας-Βρετανίας, η διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια).

Το σύνολο των προαναφερόμενων αντικειμενικών παραγόντων που ενισχύουν τις φυγόκεντρες δυνάμεις της Ευρωζώνης δεν αναιρεί τα υπαρκτά οφέλη που αντλούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ από τη μεγάλη ενιαία ευρωενωσιακή αγορά στο διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Αυτή η αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει αντικειμενικά την πορεία της Ευρωζώνης και της ΕΕ αντανακλάται και στις πρόσφατες αποφάσεις της Κομισιόν και στις προτάσεις των αστικών κυβερνήσεων. Αστικές αναλύσεις που εμφανίζουν τη σημερινή διαπάλη στο εσωτερικό της ΕΕ ως αποτέλεσμα των ιδεοληψιών και των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων πολιτικών ηγεσιών (όπως, για παράδειγμα, της Ολλανδίας), συσκοτίζουν τις εγγενείς αντιφάσεις και αντιθέσεις που διαπερνούν κάθε διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία όπως η ΕΕ.

 

ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ Ο ΚΕΪΝΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΡΑΣΙΝΟ NEW DEAL»;

Μπροστά στη νέα μεγάλη διεθνή κρίση δυναμώνει η τάση αξιοποίησης προτάσεων του κεϊνσιανισμού από τα αστικά επιτελεία σε ΕΕ και ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον Κέινς, η αστική πολιτική για την αποφυγή των κρίσεων πρέπει να στοχεύει στην κρατική στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων και στη μείωση της ανεργίας (προς την κατεύθυνση της «πλήρους απασχόλησης»). Ο πυρήνας των προτάσεών του εστιάζει στην αύξηση της αποτελεσματικής συνολικής ζήτησης («ενεργός ζήτηση»), δηλαδή στην αύξηση της ζήτησης μέσων παραγωγής κι εμπορευμάτων κατανάλωσης. Γι’ αυτό, δικαιολογείται η επέκταση των κρατικών πιστώσεων, η αύξηση του κρατικού χρέους, των ετήσιων ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, ώστε να ενισχύεται η καπιταλιστική ανάπτυξη. Στο ίδιο πλαίσιο, προβλέπεται η γενναία κρατική χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής και πολεμικών εξοπλισμών.

Από την ευρωπαϊκή κι εγχώρια σοσιαλδημοκρατία τονίζεται η ανάγκη σταθερής επιστροφής στις περισσότερες υποδείξεις κεϊνσιανής διαχείρισης, που προβάλλεται ως η προοδευτική, φιλολαϊκή απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό, στον οποίο εξάλλου χρεώνουν την ευθύνη για την εκδήλωση της κρίσης.

Η αλήθεια είναι ότι οι κεϊνσιανές προτάσεις και γενικότερα οι κατευθύνσεις χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν είχαν εξαφανιστεί από το μίγμα αστικής διαχείρισης.

Όπως ήδη αναφέραμε, μετά από τη διεθνή κρίση του 2008-2009 η ΕΚΤ και πολύ περισσότερο η αμερικανική FED ακολούθησαν πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» για τη στήριξη στην ουσία των τραπεζικών ομίλων. Δόθηκε η δυνατότητα στις κυβερνήσεις να εκδίδουν ομόλογα που αγοράζουν οι τραπεζικοί όμιλοι, απορροφώντας στην ουσία δανειακά κεφάλαια από την ΕΚΤ με εξαιρετικά ευνοϊκό επιτόκιο.

Στη συνέχεια, ήρθε στο προσκήνιο η πρόταση για «Πράσινο New Deal». Αρχικά κατατέθηκε το 2019 ως ψήφισμα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ από την «αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών» κι ενσωματώθηκε στην προεκλογική καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς. Παράλληλα, προωθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η «Νέα Πράσινη Συμφωνία», ώστε να διαμορφωθεί μια προσωρινή κερδοφόρα διέξοδος επενδύσεων για το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που διογκώνεται.

Στην ουσία η συγκεκριμένη πρόταση διασφαλίζει με τη μεγάλη κρατική παρέμβαση αφενός τη διαμόρφωση κινήτρων με τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών και των συγκοινωνιών, της μεταποίησης και του αγροτικού τομέα σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διάχυσης της ψηφιακής οικονομίας και αφετέρου την ελεγχόμενη απαξίωση κεφαλαίου (π.χ. κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών, απόσυρση συμβατικών αυτοκινήτων, αλλαγή ενεργειακών δικτύων).

Πρόκειται για μια γιγαντιαία κρατική παρέμβαση στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. (Διάγραμμα 7)

Ο νέος παράδεισος της «πράσινης ανάπτυξης» που υπόσχονται περιλαμβάνει το πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη φθηνή εργατική δύναμη, τα νέα βάρη στα λαϊκά νοικοκυριά για την αγορά «πράσινων» αυτοκινήτων και συσκευών, την εκτίναξη των απολύσεων σε μια σειρά κλάδους και την αύξηση της ανεργίας. Περιλαμβάνει τους «πράσινους» έμμεσους φόρους και τη γενικότερη αφαίμαξη του λαού, για να στηρίξει το κράτος τις νέες «πράσινες» επενδύσεις των ομίλων.

Το υποκριτικό ενδιαφέρον των αστικών κυβερνήσεων για το περιβάλλον αποκαλύπτει και το γεγονός ότι, με γνώμονα την καπιταλιστική κερδοφορία, επιτρέπεται ο υπερκορεσμός ορισμένων περιοχών από γιγαντιαία αιολικά πάρκα που δημιουργούν κινδύνους για τα δάση, τα υπόγεια και τα επιφανειακά ύδατα, ενώ από την άλλη δε διασφαλίζεται η επαρκής χρηματοδότηση της αντιπλημμυρικής και αντισεισμικής προστασίας και ο περιορισμός της βιομηχανικής ρύπανσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Ευρωπαϊκή Νέα Πράσινη Συμφωνία» εγκρίθηκε στην ΕΕ πριν την εκδήλωση της κρίσης κι εξειδικεύτηκε στα κράτη-μέλη με τα πρώτα «Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα».

Φυσικά, σε συνθήκες εκδήλωσης της κρίσης τροποποιούνται ήδη οι προτεραιότητες, το ύψος και οι όροι χρηματοδότησης των σχετικών σχεδίων και προγραμμάτων, όπως ήδη αναφέραμε σχετικά με τις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού (ΠΔΠ).

Ασφαλώς δεν πρόκειται για προοδευτική στροφή που θα εκπληρώσει την ουτοπική υπόσχεση μιας «κοινωνικά δίκαιης» καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ίδιος ο Κέινς έθετε ως στόχο της «αντικυκλικής» πολιτικής του την αποφυγή του κλονισμού λόγω κρίσης του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ήταν σθεναρός αντίπαλος του μπολσεβικισμού και της ανατρεπτικής, επαναστατικής πολιτικής.

Για τον ίδιο λόγο σήμερα, για να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά τη βαθιά κρίση και να δράσουν προληπτικά απέναντι σε ρωγμές αμφισβήτησης, συντηρητικοί και νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί, όπως ο Σόιμπλε και η Μέρκελ, υιοθετούν σήμερα με μεγάλη ευκολία τις προτάσεις για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής κι εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, για αύξηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Φυσικά παρουσιάζουν αυτήν την πολιτική ως κατάλληλη για τη σημερινή «έκτακτη κατάσταση» απροθυμίας ιδιωτικών επενδύσεων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης δηλώνει ότι «αυτοί είναι καιροί που ευνοούν μια πιο κεϊνσιανή προσέγγιση», εστιάζοντας στην ανάγκη της «κρατικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων».19

Ωστόσο, όλο και συχνότερα τα επιτελικά στελέχη των αστικών οργανισμών αναφέρονται στην ανάγκη γενικότερης διόρθωσης των «λαθών του παρελθόντος»20, όπως χαρακτηρίζουν την περιοριστική πολιτική «δημοσιονομικής εξυγίανσης» των προηγούμενων ετών της ΕΕ.

Στην ουσία, η αστική διαχείριση προσπαθεί μάταια να αντιμετωπίσει τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που διογκώνονται. Το φάρμακο για το ένα πρόβλημα του «μεγάλου ασθενούς» μετατρέπεται σε δηλητήριο για το άλλο.

Το «φάρμακο» της αύξησης των μισθών για να τονωθεί η λαϊκή κατανάλωση υπονομεύει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης για να συγκρατηθεί η τάση πτώσης του ποσοστού του καπιταλιστικού κέρδους. Αντίστροφα, η συρρίκνωση των μισθών υπονομεύει την πώληση του συνόλου των εμπορευμάτων με ικανοποιητικό κέρδος, για να πραγματοποιηθεί η υπεραξία.

Αντίστοιχα, ο υψηλός τραπεζικός δανεισμός που επιταχύνει αρχικά την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση μετατρέπεται στη συνέχεια σε βαρίδι για την καπιταλιστική ανάπτυξη όταν εμφανίζεται η περίοδος της χαμηλότερης κερδοφορίας και δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν τα αυξημένα χρέη των ομίλων και των αστικών κρατών.

 

Η ΚΡΙΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ DNA ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να ματαιώσει, να ακυρώσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, την αναρχία και την ανισομετρία της, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική, καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Η κρίση γεννιέται από την ίδια τη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο γενικευμένος αντιφατικός εμπορευματικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής καθιστά αναπόφευκτη την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.

Η λειτουργία της παραγωγής με σκοπό και κίνητρο την αύξηση του κεφαλαίου και του κέρδους του οδηγεί περιοδικά στην υπερσυσσώρευση κερδών και κεφαλαίων που δεν μπορούν πλέον να επενδυθούν διασφαλίζοντας ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Η εκδήλωση της κρίσης οδηγεί σε απαξίωση, καταστροφή ενός μέρους του κεφαλαίου και δίνει προσωρινά νέα ώθηση στο σύστημα να ξαναρχίσει δυναμικά τη συσσώρευση. Από αυτόν το φαύλο κύκλο της περιοδικής εκδήλωσης της κρίσης δεν μπορεί να απαλλαγεί η καπιταλιστική οικονομία.

Οι αστικές διαχειριστικές προτάσεις, όπως αυτές του κεϊνσιανισμού και γενικότερα της λεγόμενης «αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής», μπορούν μόνο να μεταθέσουν το χρόνο εκδήλωσης και να παρέμβουν στο βάθος της κρίσης, να παρέμβουν προσωρινά στο βαθμό απαξίωσης του κεφαλαίου.

Κάθε κρατική παρέμβαση για μια προσωρινή συγκράτηση μιας εκτεταμένης και άναρχης απαξίωσης του κεφαλαίου, κάθε σχέδιο κρατικής ενίσχυσης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων σε συγκεκριμένους κλάδους, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να εκδηλωθεί στη συνέχεια μια νέα, βαθύτερη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Παράλληλα, οι μεγάλες διαφορές κρατικής παρέμβασης μεταξύ των αστικών κυβερνήσεων οξύνουν την ανισομετρία και τον ανταγωνισμό μέσα σε κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία και ανάμεσα στις συμμαχίες.

Η υλοποίηση των σχεδίων μετάβασης στην ψηφιακή και στην «πράσινη» οικονομία συνοδεύονται από την εκτίναξη της κερδοφορίας και της ισχύος τεχνολογικών κολοσσών (π.χ. Microsoft, Amazon, Google), σε αντίθεση με τη μεγάλη υποχώρηση ενεργειακών ομίλων, ομίλων αεροπορικών μεταφορών και άλλων κλάδων. Χαρακτηριστική είναι η απομάκρυνση της Exxon Mobil από τις εταιρίες που περιλαμβάνει ο δείκτης Dow Jones, μετά από συνεχή παρουσία 9 δεκαετιών.

Σήμερα, μια σειρά αντικειμενικοί παράγοντες αναδεικνύουν τα περιορισμένα όρια για να δοθεί μια νέα σχεδιασμένη ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως, για παράδειγμα, οι περιορισμένες δυνατότητες αύξησης του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα διεθνώς. Όλες οι έγκυρες προβλέψεις (ΙΕΑ, ΕΙΑ, ΒΡ) προβλέπουν διατήρηση του 50% για τα μερίδια πετρελαίου και φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα ως το 2040 (Διάγραμμα 8).

Παράλληλα, η γενικότερη τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και πτώσης του ποσοστού κέρδους στη «μετάβαση προς την 4η Βιομηχανική Επανάσταση» δημιουργεί το ευνοϊκό έδαφος για μια νέα βαθύτερη κρίση υπερσυσσώρευσης ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Αβεβαιότητα υπάρχει σχετικά με το μέγεθος των επόμενων πτωχεύσεων, των χρεοκοπιών επιχειρήσεων σε ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνα, στο βαθμό που θα συρρικνωθούν το επόμενο διάστημα τα μεγάλα κρατικά πακέτα στήριξης. Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες και λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας, ιδιαίτερα αν καθυστερήσει η αξιοποίηση κατάλληλων εμβολίων και φαρμάκων.

2020-4-5-Diagr-1 (7)
2020-4-5-Diagr-1 (8)

Προς το παρόν συνεχίζεται η πολιτική αύξησης του κρατικού δανεισμού για να στηριχτεί η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.

Η κατεύθυνση να μη διογκωθεί υπερβολικά η ανεργία, να μην καταρρεύσει ένα βασικό επίπεδο κατανάλωσης των μαζών, δεν αποτελεί προοδευτική πρόταση για τη διασφάλιση της «δίκαιης κατανομής του πλούτου», όπως ισχυρίζονται πολλοί σοσιαλδημοκράτες, αλλά αναγκαίο όρο για τη διασφάλιση και ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Ο ίδιος ο Κέινς συνέδεε τη δυνατότητα αύξησης της απασχόλησης με τη συγκράτηση του ποσοστού των πραγματικών μισθών στον παραγόμενο πλούτο.21

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για διαφορετικό τρόπο σφαγής της εργατικής τάξης, του λαού, για να διαμορφωθούν κίνητρα και δυνατότητες για νέες, μεγάλες κερδοφόρες καπιταλιστικές επενδύσεις, στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση φορτώνει ξανά με διαφορετικό τρόπο τα βάρη στις πλάτες του λαού. Ο λαός καλείται να αποπληρώσει τα νέα δάνεια και να σηκώσει τα βάρη των ζημιογόνων ιδιωτικών επιχειρήσεων στην περίπτωση προσωρινής ή μερικής κρατικοποίησής τους.

Στο όνομα της «προστασίας της απασχόλησης», προωθείται η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η επιβολή φθηνότερης εργατικής δύναμης με τη μετατροπή των συμβάσεων, τη μείωση των αποδοχών, την παραπέρα ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, για να συγκρατηθεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα SURE που επιδοτεί με χρήματα των εργαζόμενων την επέκταση της υποαπασχόλησης, τη μερική απασχόληση, τη μείωση των μισθών κι εμφανίζει αυτήν την πολιτική ως «σχέδιο σωτηρίας των θέσεων εργασίας».

Στο ίδιο πλαίσιο, επεκτείνεται η δυνατότητα μονομερούς επιβολής του αντεργατικού πλαισίου της τηλεργασίας, που σε αρκετές περιπτώσεις καταργεί στην πράξη το διαχωρισμό ελεύθερου κι εργάσιμου χρόνου.

Τα νέα αντεργατικά μέτρα μείωσης των μισθών, παραπέρα διευκόλυνσης των απολύσεων, κατεδάφισης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, προβάλλονται στην αρχή ως έκτακτα και μονιμοποιούνται στη συνέχεια. Έτσι εδραιώνεται η πολιτική πλήρους ανταποδοτικότητας κι ενίσχυσης του «ιδιωτικού πυλώνα» στο ασφαλιστικό σύστημα.

Ταυτόχρονα, διογκώνεται ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων σε κλάδους που πλήττονται από την πράσινη μετάβαση (π.χ. κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής) και μεταφέρονται στην πλάτη της λαϊκής οικογένειας τα βάρη επανεκπαίδευσης κι επανακατάρτισης των εργαζόμενων.

Την ίδια ώρα, διοχετεύεται ένας πακτωλός κρατικού-κοινοτικού χρήματος μέσα από τις επιδοτήσεις, τις φοροαπαλλαγές και τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις για το μεγάλο κεφάλαιο.

Η υλοποίηση του «Πράσινου New Deal» σε συνδυασμό με την επίδραση της κρίσης θα ενισχύσει την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση του μεριδίου των μονοπωλιακών ομίλων στο σύνολο της οικονομίας.

 

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

Ένα χρόνο μετά την εκδήλωση της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 1929, ο Κέινς προσπάθησε να τεκμηριώσει ότι το «οικονομικό πρόβλημα» της ανθρωπότητας μπορεί να λυθεί και να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, χάρη στη συγκέντρωση κεφαλαίου και στην τεχνολογική πρόοδο που δημιουργεί η καπιταλιστική ανάπτυξη. Συνόψισε το 1930 σ’ ένα μικρό δοκίμιο22 την απάντησή του στον μπολσεβικισμό, στην «απαισιοδοξία των επαναστατών που πιστεύουν ότι μόνο η βίαιη αλλαγή μπορεί να μας σώσει», ισχυριζόμενος ότι η μεγέθυνση του κεφαλαίου και ο πλούτος που θα δημιουργηθεί μπορεί να διασφαλίσει την κοινωνική ευημερία χωρίς ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Εξάλλου, στη «σωτηρία» του καπιταλισμού από την περιοδική εκδήλωση των κρίσεων και από την άνοδο της επαναστατικής ταξικής πάλης στόχευαν οι βασικές προτάσεις του για την κρατική στήριξη των επενδύσεων, της συνολικής «ενεργούς ζήτησης», της κρατικής κοινωνικής πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και του «φθηνού χρήματος».

Η ιστορική πείρα διέψευσε τις διακηρύξεις, τις προβλέψεις του Κέινς κι επιβεβαίωσε ότι η αύξηση του μεγέθους και της κερδοφορίας του κεφαλαίου όχι μόνο δε συμβαδίζει, αλλά αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο για την ευημερία της εργατικής τάξης, του λαού, σύμφωνα με τις υπάρχουσες τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες.

Η εφαρμογή πολλών υποδείξεών του, από τη δεκαετία του ’30 με το «New Deal» της κυβέρνησης Ρούζβελτ στις ΗΠΑ και την οικονομική πολιτική της ναζιστικής κυβέρνησης στη Γερμανία, μέχρι τις μέρες μας (π.χ. από την κυβέρνηση Άμπε στην Ιαπωνία και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), δεν εξαφάνισαν την εκδήλωση των καπιταλιστικών κρίσεων.

Η τεράστια συγκέντρωση του κεφαλαίου δεν οδήγησε σε έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, όπου οι εργάτες θα ζουν παρόμοια με τα μέλη του αστικού «κύκλου του Μπλούσμπερι», στον οποίο ανήκε ο Κέινς.

Οι ουρές των ανέργων, η εκτεταμένη φτώχεια, η κραυγαλέα αδυναμία των δημόσιων συστημάτων υγείας, που αποκάλυψε η πρόσφατη πανδημία, η πίεση για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Ρώμη, επιβεβαιώνουν για άλλη μία φορά πανηγυρικά την εκτίμηση του Λένιν για το «μονοπωλιακό καπιταλισμό που σαπίζει».

Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι καμιά διαχειριστική λύση, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να υπερβεί τις εγγενείς αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου το κεφάλαιο και το κέρδος είναι ο σκοπός και το κίνητρο της παραγωγής.

Καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης δεν μπορεί να εξαλείψει τη βαθύτερη αιτία της εκδήλωσης της κρίσης, που είναι η ίδια η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Η ανάδειξη αυτού του συμπεράσματος έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που επιχειρείται να εμφανιστεί ως αιτία της νέας κρίσης η νεοφιλελεύθερη διαχείριση και ως σωτήρια λύση η «επιστροφή» στον κεϊνσιανισμό, με τη συγκεκριμένη μορφή του «Πράσινου New Deal» στην ΕΕ και στις ΗΠΑ.

Σε αυτό το έδαφος, εντείνεται η προσπάθεια της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους, προβάλλοντας τον εαυτό της ως το συνεπή και σταθερό εκφραστή της δήθεν «προοδευτικής στροφής» προς τη μεγάλη κρατική παρέμβαση, συγκριτικά με την «προσωρινή, αποσπασματική» υιοθέτηση κάποιων μέτρων του κεϊνσιανισμού από φιλελεύθερα και συντηρητικά αστικά κόμματα.

Δεν επιτρέπεται καμιά υποτίμηση στην προσπάθεια του αντιπάλου να προβάλει κάλπικες φιλολαϊκές λύσεις, να ενισχύσει αυταπάτες, να αξιοποιήσει το φόβο και τις συντηρητικές τάσεις που γεννάει η κρίση, να καλλιεργήσει κλίμα ταξικής συνεργασίας, «εθνικής ομοψυχίας», μείωσης των απαιτήσεων.

Ασφαλώς η ανασφάλεια και η δυσαρέσκεια που διογκώνεται γεννάει και αντίρροπες τάσεις αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής, διαμαρτυρίας, ριζοσπαστικών διαθέσεων. Αντικειμενικά, στο έδαφος της κρίσης, των οξυμένων αντιθέσεων του συστήματος, αυξάνονται οι δυνατότητες να υποσκάψουμε το κύρος και να κλονίσουμε την εμπιστοσύνη του λαού στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Όμως, για να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες, απαιτείται η οργάνωση πλατιάς ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης που θα φωτίζει τη διέξοδο από το σημερινό βάλτο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της κρίσης. Αντεπίθεση που θα κλονίσει και θα διαλύσει τις αυταπάτες για γρήγορη επιστροφή σε μια σταθερή, μακρόχρονη και «κοινωνικά δίκαιη» καπιταλιστική ανάπτυξη.

Μπορούμε και πρέπει να εξηγήσουμε συγκεκριμένα και τεκμηριωμένα ότι το «Πράσινο New Deal» δεν έχει στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά τη διαμόρφωση κινήτρων για νέες καπιταλιστικές επενδύσεις και κερδοφόρα αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ώστε να δοθεί νέα προσωρινή ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Αυτή η προσωρινή έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει νέες θυσίες από τους εργαζόμενους, φθηνή εργατική δύναμη και θα προετοιμάσει την επόμενη βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.

Παράλληλα, πρέπει ν’ αναδείξουμε ότι η αλλαγή συσχετισμών ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η δυνατότητα αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ από την Κίνα, που ενισχύει η ανισόμετρη εκδήλωση της νέας διεθνούς κρίσης, οξύνει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και αυξάνει τον κίνδυνο μιας ευρύτερης ιμπεριαλιστικής πολεμικής αναμέτρησης σε περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος και η θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Να αναδείξουμε ότι οι φυγόκεντρες δυνάμεις που δυναμώνουν λόγω της ανισόμετρης εκδήλωσης της κρίσης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και της ΕΕ μπορούν να κλονίσουν παραπέρα (μετά το Brexit) τη συνοχή της συγκεκριμένης διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Να φωτίσουμε πάνω απ’ όλα ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ότι δεν είναι μοιραίο να αυξάνει καθημερινά η απόσταση, η ψαλίδα ανάμεσα στις σύγχρονες τεχνολογικές κι επιστημονικές δυνατότητες, για τη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας και στη σημερινή κατάσταση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, της ανασφάλειας που βιώνουν οι μισθωτοί, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι. Να φωτίσουμε ότι ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση για τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα τον 21ο αιώνα.

Σήμερα, που το παλιό, το αντιδραστικό επιχειρείται να εμφανιστεί με διαφορετική μορφή, αυτή της μεγαλύτερης, «πράσινης κρατικής παρέμβασης», πρέπει να τονίσουμε ότι το πραγματικά νέο είναι ο κεντρικός σχεδιασμός του σοσιαλισμού, η κοινωνική σχέση που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατανομή του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με επιστημονικά καθορισμένους στόχους, για τη λαϊκή ευημερία.

Να εξηγούμε υπομονετικά κι επίπονα γιατί μόνο στο γόνιμο έδαφος της εργατικής εξουσίας και της κοινωνικής ιδιοκτησίας μπορεί να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής και να έρθει στο προσκήνιο η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, να στερέψει η πηγή της οικονομικής κρίσης.

Να προβάλλουμε τις νέες δυνατότητες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση που γεννάει η σύγχρονη εποχή, της αλματώδους επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, της «ψηφιακής οικονομίας» και του περάσματος στην «4η Βιομηχανική Επανάσταση». Τις νέες δυνατότητες για τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας να λαμβάνει γρήγορες αποφάσεις σε σύνθετα προβλήματα, αξιοποιώντας τη γρήγορη συλλογή κι επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων.

Η άνοδος του βαθμού κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας αυξάνει τις δυνατότητες για την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, καθώς και τις δυνατότητες να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος, να αναβαθμιστεί το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας και το γενικό μορφωτικό επίπεδο των εργαζόμενων.

Στο σοσιαλισμό, οι εργαζόμενοι, που σήμερα τους αποκαλούν «αφανείς ήρωες», θα γίνουν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των εξελίξεων με την ενεργό συμμετοχή τους στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα από τις γενικές συνελεύσεις τους σε κάθε χώρο δουλειάς.

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουν καθημερινά μπροστά στην προσπάθεια για να ανοίξει αγωνιστικά ο δρόμος της ανατροπής, που οδηγεί στην κοινωνική απελευθέρωση.

Φέρνουμε στο προσκήνιο την απαίτηση να ικανοποιηθούν οι ανάγκες μας για δημιουργική εργασία, για ουσιαστική μόρφωση, πραγματική προστασία της υγείας, δημιουργικό ελεύθερο χρόνο, σύμφωνα με τις τεράστιες σημερινές δυνατότητες.

Πρωταγωνιστούμε στην προσπάθεια συντονισμού και οργάνωσης της πάλης των εργαζόμενων για να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι ο λαός τη νέα κρίση. Συμβάλλουμε αποφασιστικά ώστε οι σημερινοί αγώνες για τους μισθούς, την προστασία των ανέργων, την απαλλαγή των λαϊκών νοικοκυριών από χρέη, την αποκλειστικά δημόσια κοινωνική ασφάλεια για όλους, την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζόμενων να σημαδεύουν τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία του κεφαλαίου, και όχι μόνο την κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα που την υπηρετούν.

Προβάλλουμε ριζοσπαστικούς στόχους πάλης, την απαίτηση να φορολογηθεί το μεγάλο κεφάλαιο, να σταματήσουν οι δαπάνες για το 
ΝΑΤΟ, να καταργηθούν οι αντιλαϊκοί νόμοι. Σταθερά και αποφασιστικά δυναμώνουμε τον πολιτικό αγώνα για αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με το λαό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει.

Καλούμε τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους, να βγούμε μαχητικά και οριστικά από το βάλτο της κρίσης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, να παλέψουμε για την Ελλάδα και την Ευρώπη του σοσιαλισμού.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, «Ελλάδα και Ευρώπη: Ώρα για ένα άλμα προς τα εμπρός», στο συλλογικό έργο Η επόμενη Ευρώπη, εκδ. διαΝΕΟσις.

2. https://www.forbes.com/sites/willhorton1/2020/05/03 και https://economictimes.indiatimes.com/buffett-stays-on-sidelines-with-cash-rising-to-137-billion

3. https://www.bloomberg.com/news/articles/2019-09-30/hong-kong-home-market-cools-but-remains-in-bubble-risk-territory

4. https://www.suerf.org/docx

5. EUCO 10/20.

3. Emma Marcegaglia, «Επτά δράσεις-κλειδιά για το μέλλον της Ευρώπης», στο συλλογικό έργο Η επόμενη Ευρώπη, εκδ. διαΝΕΟσις.

7. ΕΛΙΑΜΕΠ, 18ο Δελτίο για τις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού, 24.7.2020.

8. Ινστιτούτο Brugel, Having the cake, but slicing it differently: how is the grand EU recovery fund allocated?, 23.7.2020.

9. COM (2017) 2025.

10. «Wolfgang Schaüble on Germany and Europe», Der Spiegel, 15.6.2020.

11. Πιερ Μοσκοβισί, «Τι μας έμαθε η κρίση», στο συλλογικό έργο Η επόμενη Ευρώπη, εκδ. διαΝΕΟσις.

12. Βloomberg, «Germany’s Bund May Be About to Lose Its Crown», 27.7.2020.

13. «Νέα τραπεζική κρίση λόγω πανδημίας;», Deutsche Welle, 11.8.2020.

14. «Banks braced as pandemic poses biggest test since financial crisis», Financial Times, 10.8.2020.

15. Βλ. «Για τις Ευρωεκλογές και το Μέλλον της ΕΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2019, σελ. 33.

16. Εφημερίδα Τα Νέα, 10.8.2020.

17. Εφημερίδα Το Κεφάλαιο, 8.2020.

18. Ό.π.

19. Βλ. Κ. Μητσοτάκης, «Φιλελεύθερος ή κεϊνσιανιστής;», εφημερίδα Τα Νέα, 22.5.2020.

20. Βλ. ενδεικτικά τη συνέντευξη της Λόρανς Μπουν, επικεφαλής οικονομολόγου του ΟΟΣΑ, «Ας μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος», εφημερίδα Το Βήμα, 6.2020, και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, «Wolfgang Schaüble on Germany and Europe», περιοδικό Der Spiegel, 15.6.2020.

21. Βλ. Κουρτ Γκοσβάιλερ, «Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ένας σύμβουλος για μας και τα προβλήματά μας», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 5/1998.

22. John Maynard Keynes, Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας, εκδ. Περισπωμένη.