Πρώτο, η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η διεύρυνση των αναγκών των μονοπωλίων διαμορφώνουν νέες απαιτήσεις για πρώτες ύλες και ιδιαίτερα ενεργειακούς πόρους. Στη βάση αυτή, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί οξύνονται σε ανώτερο επίπεδο από την προηγούμενη περίοδο.
Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που είναι έντονα τα σημάδια της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και σημειώνονται αλλαγές στο συσχετισμό δύναμης στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την υποχώρηση των ΗΠΑ, την ενίσχυση των θέσεων της Κίνας και των χωρών της συμμαχίας των BRICS.
Τα συμφέροντα και οι σύγχρονες ανάγκες των μονοπωλίων, ο στόχος της επικράτησης στο διεθνή ανταγωνισμό εκδηλώνονται σε διακρατικό επίπεδο, καθορίζουν το ρόλο και τις στοχεύσεις των καπιταλιστικών και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Αυτό καταγράφεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στις πολεμικές εστίες, στις εστίες έντασης αυτήν την περίοδο.
Τα καπιταλιστικά κράτη και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα προσπαθούν να απαντήσουν στα κρίσιμα ερωτήματα:
Πώς θα προσεγγίσουν και θα ελέγξουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις πηγές της ενέργειας, τους ενεργειακούς δρόμους, τα σημαντικά κανάλια της ναυσιπλοΐας;
Πώς θα επικρατήσουν έναντι των ανταγωνιστών τους και θα μειώσουν τις δυνατότητές τους, με ποιες συμμαχίες θα προωθήσουν αυτόν το στόχο;
Πώς θα αξιοποιήσουν την περίοδο που δεν έχει εκδηλωθεί γενικευμένη στρατιωτική σύγκρουση, για να προετοιμαστούν καλύτερα για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο γενικότερων διαστάσεων; Αυτό εξετάζουν τα επιτελεία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Ρωσίας και των αντίστοιχων συμμαχικών σχημάτων που συμμετέχουν.
Αυτή η διαδικασία προωθείται με τα μάτια στραμμένα σε περιοχές ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, στη Μέση Ανατολή, στον Περσικό Κόλπο, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και σε άλλες περιοχές, περιλαμβανομένης και της Ανταρκτικής.
Η ανισομετρία, ως απόλυτος νόμος του καπιταλισμού, ενισχύει ή αδυνατίζει τη δύναμη των μονοπωλιακών ομίλων στη διεθνή αγορά, καθορίζει τις στοχεύσεις τους και επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στη συγκρότηση νέων συμμαχιών, την ισχυροποίηση ή τη χαλάρωση άλλων, τη μεταπήδηση κρατών από τη μια συμμαχία στην άλλη.
Μέσα σ’ αυτήν τη σύνθετη διαδικασία εκδηλώνεται χωρίς διακοπή ο οικονομικός νόμος του καπιταλισμού για τη μεγαλύτερη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίων, τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, λαμβάνει χώρα ο αδυσώπητος πόλεμος του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των αγορών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τους τόπους, τους κλάδους, γενικότερα τις οικονομικές δραστηριότητες για την προώθηση των μονοπωλιακών συμφερόντων, την εξαγωγή κεφαλαίων και την εξασφάλιση της υψηλότερης, κατά το δυνατόν, κερδοφορίας.
Αυτό ζούμε και σήμερα.
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι με τον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα –βίαια– μέσα η πολιτική των αντιμαχομένων δυνάμεων, που διευθύνεται από την κυρίαρχη τάξη τους, ενώ η ειρήνη που ακολουθεί αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια αυτής της πολιτικής στη σκιά της έκβασης του πολέμου μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση. Στηριζόμενος στην παραπάνω θέση, ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε «τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστηρίζει ότι ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα με εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. «Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στο πλαίσιο αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο πριν τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη την συνεχίζει και στη διάρκεια του πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης»14.
Δεύτερο, η στάση κάθε πολιτικής δύναμης απέναντι στο ΝΑΤΟ, όπως και στην ΕΕ ή άλλη διακρατική ιμπεριαλιστική ένωση, είναι στάση που την χαρακτηρίζει και αναδεικνύει στην πράξη ποια θέση κρατάει στη διαχωριστική γραμμή: «Με το λαό, με τους λαούς ή με τα μονοπώλια», που είναι η καρδιά του ιμπεριαλισμού.
Η στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές ενώσεις δεν κρίνεται πάνω σε κριτικές παρατηρήσεις, ακόμα και σε καυστική φρασεολογία ή και σε αντιδράσεις που μπορεί να εκδηλώνονται σε περίπτωση, π.χ., ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων ή πολέμων.
Αλλά η στάση κάθε κόμματος καθορίζεται σε σχέση με τον πυρήνα του προβλήματος, την πάλη για την αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και τις κάθε λογής ιμπεριαλιστικές ενώσεις, την πάλη για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που θα καταστήσουν αυτό δυνατό, με το λαό νοικοκύρη στον τόπο του, πρωταγωνιστή για την οικοδόμηση αμοιβαία επωφελών σχέσεων με άλλα κράτη και λαούς.
Αυτό είναι βασικό στοιχείο και η επιλογή αυτή είναι μέρος της κεντρικής επιλογής, που αφορά την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την εξουσία της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό.
Το δίλημμα, δηλαδή, ανατροπή ή διαχείριση του καπιταλισμού περιλαμβάνει το δίλημμα αποδέσμευση ή διατήρηση της παραμονής στο ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Σήμερα, στην Ελλάδα, υπάρχει πλούσια πείρα που εμποδίζει τη δηλητηρίαση του λαού από τη φιλοΝΑΤΟϊκή προπαγάνδα και τον εκφοβισμό που επιχειρεί συστηματικά η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ για να εμποδίσει την πάλη για την αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Όμως, ακόμα και με μια πρώτη εξέταση ιστορικών γεγονότων και τρεχουσών εξελίξεων, διαπιστώνεται ότι το ΝΑΤΟ είναι φονική συμμαχία που συστηματικά οργανώνει επεμβάσεις, πολέμους, πραξικοπήματα, σημαδεύοντας καθημερινά τους λαούς, το λαϊκό κίνημα.
Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα είναι ή μπορεί να γίνει εστία «σταθερότητας» στην περιοχή και να αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά, χάρη στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, είναι ανυπόστατη και επικίνδυνη, γιατί στην πράξη έχει αποδειχτεί πως η ενσωμάτωση στις λυκοσυμμαχίες είναι προς όφελος και υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης, των μονοπωλίων και τη διαιώνιση της εξουσίας τους, χρησιμοποιείται για να διεκδικούν από καλύτερες θέσεις την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, μέρος της λείας από την εκμετάλλευση, την καταπίεση άλλων λαών. Έχει οδηγήσει σε μετατροπή της Ελλάδας σε ορμητήριο εκτέλεσης ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιχειρήσεων και εμπλέκει το λαό μας σε νέες περιπέτειες, με τη συμμετοχή της χώρας, π.χ. στους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία.
Τα περί εξασφάλισης της ασφάλειας της Ελλάδας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητας διαψεύδονται καθημερινά και για πολλά χρόνια μέσα από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, των σχέσεων δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, με αιχμή τις τουρκικές απειλές, την αμφισβήτηση των συνόρων.
Διαψεύδονται από την πείρα της Κύπρου, που με ευθύνη του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ συνεχίζεται για 40 χρόνια η τουρκική κατοχή και διαμορφώνεται το έδαφος για διχοτομική λύση που νομιμοποιεί την εισβολή του 1974.
Πολύ ύπουλες είναι οι θέσεις που μέσα από μια καιροσκοπική κριτική τοποθέτηση προσπαθούν να περάσουν στο λαό το μήνυμα ότι είναι μοιραίο να υποταχτεί στην ιδέα της παραμονής της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ που διατύπωσε ο Α. Τσίπρας πρόσφατα είναι αποκαλυπτική. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Διότι ισχυρίζομαι και το λέω με όλη τη δύναμη της φωνής μου ότι η χώρα πράγματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, ανήκει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται, όμως δεν μπορεί να είναι μια χώρα ασήμαντη της Δύσης που θα ακολουθεί άκριτα τις επιλογές των ισχυρών της Δύσης»15.
Αυτό είναι ένα μέρος των διαπιστευτηρίων που δίνει το κόμμα αυτό στην αστική τάξη, στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, στο επιτελείο των Βρυξελλών. Κι αυτή ακριβώς η θέση είναι που αντιστοιχεί στο γενικότερο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης που υποστηρίζει, εκφράζοντας τη σχέση της εσωτερικής με την εξωτερική πολιτική, όπως καταγράφονται στη σοσιαλδημοκρατική στρατηγική του.
Όμως παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ, για να εγκλωβίσει λαϊκές δυνάμεις που προβληματίζονται, προσπαθεί να θολώσει τα νερά με τη θέση περί «διάλυσης» του ΝΑΤΟ.
Πετάει την μπάλα στην εξέδρα, συνειδητά, σχεδιασμένα, αναμασώντας μια γνωστή θέση του διεθνούς οπορτουνισμού.
Η αλήθεια είναι πως η απόσπαση της διάλυσης του ΝΑΤΟ από την πάλη για την αποδέσμευση σημαίνει διατήρηση της συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, αφού η αποδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας περνάει αναγκαστικά μέσα από την αποχώρηση κράτους ή κρατών, ως συνειδητή λαϊκή επιλογή και αποτέλεσμα σκληρής πάλης.
Συνεπώς, τα περί «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής είναι αβάσιμα και αντικειμενικά ουτοπικά, γιατί πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν την αστική τάξη ή τμήματά της είναι υποχρεωμένες, παρά τους κατά καιρούς ελιγμούς, να υπηρετήσουν –τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής όσο και στην προέκτασή της, στην εξωτερική πολιτική– αντιλαϊκά συμφέροντα.
Το πρόβλημα της στάσης απέναντι στο ΝΑΤΟ είναι γενικότερο, δεν αφορά μόνο τα μεταλλαγμένα, κατ’ όνομα ΚΚ, όπως το Γαλλικό, το Ισπανικό, που δρουν μέσα στο «Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ΚΕΑ), αλλά και κομμουνιστικά κόμματα που υποστηρίζουν πως «πατάνε στα πόδια τους» αλλά η ανάλυσή τους είναι προβληματική και αρνούνται τη θέση της αποδέσμευσης.
Υποστηρίζουμε πως ακόμα και για κράτη που δεν είναι ενταγμένα στο ΝΑΤΟ η λαϊκή πάλη δεν μπορεί να περιοριστεί στη θέση για μη ένταξη στη λυκοσυμμαχία ή τα παρακλάδια της και στη θέση περί «διάλυσης», αλλά στην ανάδειξη της σημασίας της αποδέσμευσης των κρατών που είναι ενταγμένα, στην προβολή αυτής της αναγκαιότητας ως στοιχείο αποδυνάμωσης του ιμπεριαλιστικού αυτού οργανισμού.
Τρίτο, μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού, απολογητές αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων υμνούν το λεγόμενο «πολυπολικό κόσμο» ως αντίβαρο στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, εκθειάζοντας τις BRICS και άλλες διακρατικές ενώσεις. Πρόκειται αντικειμενικά για θέση που ευθύνεται για την παραπλάνηση των λαών και στηρίζεται στην αταξική θεώρηση του χαρακτήρα ισχυρών καπιταλιστικών κρατών –παλιών ή «αναδυόμενων»– που, σε πείσμα των υποστηρικτών τους, κυριαρχούν τα μονοπώλια και η εξουσία τους, εκπληρώνουν ιδιαίτερο ρόλο στην εξαγωγή κεφαλαίων, διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή τους ή και σε ευρύτερες περιοχές και κατέχουν σημαντική θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το πρόβλημα είναι σοβαρό, γιατί οι αντιθέσεις, π.χ. με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ ή την ΕΕ ως η άλλη όψη της παράλληλης συνεργασίας τους αφορούν τους μονοπωλιακούς ομίλους και καμία σχέση δεν έχουν με τα συμφέροντα των λαών. Έτσι, η αναζήτηση λύσης στον «πολυπολικό κόσμο» οδηγεί σε επιλογή ιμπεριαλιστή ή ιμπεριαλιστικής ένωσης και επιδρά αρνητικά στην αναγκαία αυτοτελή ιδεολογικοπολιτική και μαζική πάλη με κριτήριο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, με στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και την προώθηση πολιτικής αμοιβαία επωφελών διεθνών σχέσεων.
Αυτό ισχύει και για την περιβόητη «Νέα Αρχιτεκτονική» που στηρίζεται κυρίως στον ΟΗΕ ως φορέα του «διεθνούς δικαίου» και τον «Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη» (ΟΑΣΕ).
Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές αυτών των θέσεων επιδίδονται σε ένα «άλμα στο κενό», γιατί έχει αποδειχτεί ότι η αλλαγή που επήλθε μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, το γενικότερο περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά από την αντεπανάσταση οδήγησε σε ιστορικό πισωγύρισμα και οδυνηρή αλλαγή του συσχετισμού (που είχε καθοριστική επίδραση στο ρόλο του ΟΗΕ), ο οποίος αποτελεί αποδεδειγμένα στην πράξη βραχίονα στήριξης των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, των επεμβάσεων και των πολέμων που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Καλύπτει ή επιζητεί άδικες συμβιβαστικές λύσεις, ακόμα και σε κραυγαλέες περιπτώσεις κατοχής για τις οποίες υπήρχαν προηγούμενες αποφάσεις, όπως στην περίπτωση της Κύπρου και της Παλαιστίνης.
Ενώ ο ΟΑΣΕ έχει οργανική σύνδεση με το ΝΑΤΟ, το οποίο αναγνωρίζει την «προσφορά» του και, όπως αναγράφεται σε σχετική αναφορά, ακόμα από το 1995 «μεταξύ των αποστολών των δυνάμεων και των στρατηγείων του ΝΑΤΟ συμπεριλαμβάνεται και η υποστήριξη του ειρηνευτικού έργου του ΟΑΣΕ».
Τέταρτο, το ΚΚΕ από την ίδρυση του ΝΑΤΟ και την ένταξη της Ελλάδας πολέμησε αυτόν τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό. Αντιτάχτηκε στην εμπλοκή των ελληνικών κυβερνήσεων στις επεμβάσεις και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Διεκδίκησε την αποχώρηση της χώρας από τη λυκοσυμμαχία, την απομάκρυνση των βάσεων, στηρίζει την πάλη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος για μη αποστολή ελληνικών στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στο εξωτερικό, για την επιστροφή των δυνάμεων που έχουν χρησιμοποιηθεί σε ιμπεριαλιστικές αποστολές.
Το ΚΚΕ, μελετώντας, αξιοποιώντας την πείρα και εμπλουτίζοντας την στρατηγική του, αναδεικνύει και διεκδικεί την αποδέσμευση της χώρας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με την εργατική τάξη, το λαό στην εξουσία, ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, για να χτιστεί η νέα, σοσιαλιστική κοινωνία, ώστε τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις διεθνείς σχέσεις κριτήριο να είναι οι λαϊκές ανάγκες και η διεθνιστική αλληλεγγύη.