ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), κόμμα γέννημα-θρέμμα της αστικής τάξης, αποτελεί συνέχεια παλιότερων συντηρητικών αστικών κομμάτων που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του αστικού πολιτικού συστήματος κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (Λαϊκό Κόμμα, ΕΡΕ κτλ.). Φυσικά, η οικονομική και κοινωνική πολιτική των συντηρητικών και φιλελεύθερων αστικών κομμάτων γνώρισε σημαντικές αναπροσαρμογές στη διάρκεια των τελευταίων 100 χρόνων, με βάση τις κάθε φορά αναγκαιότητες αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τις επιβαλλόμενες κοινωνικές συμμαχίες της αστικής τάξης.

Έτσι, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, η ΝΔ του Κ. Καραμανλή προχώρησε σε μια σειρά ώριμων αστικών εκσυγχρονισμών (που τράβηξαν το φιλελεύθερο «χαλί» κάτω από την Ένωση Κέντρου που έπνεε ήδη τα λοίσθια), αντιμετώπισε προβλήματα που έθεταν εμπόδια στην καπιταλιστική κερδοφορία σε μια σειρά κλάδους (σημαντικές επιχειρήσεις με συσσωρευμένες ζημιές, έλλειψη των αναγκαίων δικτύων ενέργειας-μεταφορών κλπ.) προσφεύγοντας και σε φαινομενικά ρηξικέλευθες λύσεις όπως οι κρατικοποιήσεις, συνέβαλε στην προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας της αστικής τάξης με μεσαία στρώματα, μισθωτούς με υψηλές οικονομικές απολαβές και κρατικούς υπάλληλους, αλλά και στην ενσωμάτωση εξαθλιωμένων και πολιτικά καθυστερημένων λαϊκών στρωμάτων. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, παρόλο που προώθησε με μεγάλη συνέπεια τη στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης για ένταξη στην ΕΟΚ και ποτέ δεν αμφισβήτησε την ένταξη της χώρας στους «ατλαντικούς» θεσμούς, η ΝΔ απέσυρε την Ελλάδα το διάστημα 1974-1980 από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, εκφράζοντας και μια προσπάθεια της αστικής τάξης να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση απέναντι στην Τουρκία.

Οι προσαρμογές στο ιδεολογικό στίγμα των συντηρητικών αστικών κομμάτων ανταποκρίνονταν επίσης στις ανάγκες της κάθε ιστορικής συγκυρίας, επιχειρούσαν να ενσωματώσουν ορισμένα θετικά βήματα που γίνονταν στην ανάπτυξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Έτσι, μετά το 1974, το παραδοσιακό τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» υποσκελίζεται από το «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό» (σήμερα «κοινωνικό φιλελευθερισμό») και την «εθνική ενότητα». Όπως τόνιζε και ο Κ. Τσάτσος, σημαντικό πολιτικό και ιδεολογικό στέλεχος του χώρου, «ο φιλελευθερισμός της ΝΔ δεν είναι ο ασύδοτος φιλελευθερισμός της παλιάς εποχής. Είναι ο φιλελευθερισμός ο συνδεδεμένος με τον έλεγχο του κράτους, με τους απαραίτητους για την επίτευξη μεγάλης κοινωνικής δικαιοσύνης περιορισμούς που καθορίζει το κράτος»1.  Ταυτόχρονα, η προσωρινή υποχώρηση του αντικομμουνισμού τα χρόνια μετά τη Χούντα υποχρέωσε ορισμένους συντηρητικούς πολιτικούς να εγκαταλείψουν την πιο ωμή έκφρασή του, προωθώντας όμως στο παρασκήνιο τη διαμόρφωση ενός πιο εκλεπτυσμένου αντικομμουνισμού, σε αλληλοτροφοδότηση με διανοητές της σοσιαλδημοκρατίας και του «ευρωκομμουνισμού».

Η μακρόχρονη ιστορική συνέχεια της ΝΔ και η επιλογή να εκφράσει αρχικά αστικές δυνάμεις που ασκούσαν κριτική στο πρώτο «μνημόνιο» της επέτρεψαν να διατηρήσει μια αξιόλογη κοινωνική και εκλογική επιρροή στα χρόνια 2012-2015, παρά το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στη συγκυβέρνηση του δευτέρου «μνημονίου» της προκάλεσε σημαντικές απώλειες.2 Την ίδια ώρα, ο έτερος στυλοβάτης του αστικού πολιτικού συστήματος, το ΠΑΣΟΚ, γνώριζε μια εκλογική συντριβή από την οποία δεν έχει ανανήψει. Η ΝΔ εξακολουθεί να αποτελεί τον πιο αυθεντικό εκφραστή της αστικής ιδεολογίας και στρατηγικής. Ωστόσο, είναι ηλίου φαεινότερο ότι σημαντικά τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα, αλλά και ιμπεριαλιστικά επιτελεία με βαρύνοντα λόγο στη διαμόρφωση των περιφερειακών εξελίξεων, παρέχουν σήμερα προνομιακή στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά και η ΕΕ) ως τον πιο αποτελεσματικό στυλοβάτη της αστικής στρατηγικής για ανάταξη της καπιταλιστικής οικονομίας, για μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό-μεταφορικό κόμβο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε «γεωπολιτικό μεντεσέ», κατά την αποκαλυπτική έκφραση του Αμερικανού πρέσβη.3

Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στο να μετατραπεί προσωρινά σε αγαπημένο παιδί των καπιταλιστών και του ευρωατλαντισμού θέτει προφανείς δυσκολίες στις προσπάθειες της ΝΔ να τον διαδεχτεί στη θέση του κυβερνητικού διαχειριστή. Τις δυσκολίες αυτές επιχειρεί να τις ξεπεράσει, είτε υπερθεματίζοντας τις προτάσεις των συλλογικών φορέων του κεφαλαίου (ΣΕΒ, επιμελητήρια κτλ.) είτε προτάσσοντας τις καλύτερες διαχειριστικές ικανότητες του δικού της στελεχικού δυναμικού, που είναι δήθεν πιο γειωμένο στην πραγματικότητα και τις ανάγκες της αγοράς, είτε φλερτάροντας με αντιδραστικές και εθνικιστικές θέσεις που έντεχνα καλλιεργούνται στη ρηχή συνείδηση μέρους των λαϊκών στρωμάτων.

Στο έδαφος μιας οικονομικής συγκυρίας όπου η καπιταλιστική οικονομία έχει μόλις βγει στο ξέφωτο μιας αναιμικής, ασταθούς ανάπτυξης, και μιας συνεχιζόμενης αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, στην οποία εκκρεμεί ακόμα ο σχηματισμός σχετικά σταθερών ενδιάμεσων κομμάτων που θα μπορούν να λειτουργήσουν ως συγκολλητική ουσία κυβερνήσεων συνεργασίας4, η ΝΔ επιχειρεί πιο εντατικά το τελευταίο διάστημα, μπροστά και στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, να αναδείξει ένα πιο διακριτό στίγμα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο ψήφισαν από κοινού το τρίτο «μνημόνιο». Η προσπάθειά της αυτή στρέφεται και προς την αστική τάξη –που πρέπει να την πείσει ότι ως κόμμα εκπροσωπεί έναν πιο συνεκτικό και αποφασισμένο πολιτικό διαχειριστή– και προς τα λαϊκά στρώματα –που επιχειρεί να τα εγκλωβίσει στη λογική μιας εναλλακτικής, δήθεν πιο αξιοκρατικής, διαχείρισης στο πλαίσιο του καπιταλισμού, παρά τις νωπές ακόμα μνήμες της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.

Οι μικρές διαφορές πολιτικής μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που μπορεί να αντανακλούν και υπαρκτές ενδοαστικές αντιθέσεις σχετικά με το πώς μπορεί να εξυπηρετηθεί καλύτερα η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, δεν εκφράζουν στην πραγματικότητα δύο διαφορετικούς κόσμους, όπως ισχυρίζονται και οι δύο πλευρές. Η κεντρική αντιλαϊκή κατεύθυνση παραμένει ακλόνητη. Επιβάλλει την οργανωμένη και μακροπρόθεσμη αφαίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεων των λαϊκών στρωμάτων ως όρο για τη στήριξη της κερδοφορίας. Οι αναγκαιότητες αυτές του κεφαλαίου καθορίζουν ως ένα βαθμό και τα περιθώρια απόσπασης κατακτήσεων του εργατικού κινήματος μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού.

«Η όποια ανακούφιση, οι όποιες κατακτήσεις, χωρίς ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας, είναι εφήμερες, προσωρινές, ευάλωτες στην ασυδοσία της άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, που θα καιροφυλακτούν να τις πάρουν πίσω με κάθε ευκαιρία, όπως έκαναν τα χρόνια της κρίσης. Ό,τι κερδίζουμε σε ένα ζήτημα θα εξανεμίζεται από τη συνολική χειροτέρευση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ζωής»5.

Η συμπόρευση στα βασικά αναγκάζει τα αστικά κόμματα να επενδύουν τις πολιτικές τους προτάσεις με πλαστές και παραπλανητικές «διαχωριστικές» γραμμές. Η ΝΔ αυτοπροβάλλεται ως η «φιλελεύθερη, λαϊκή, μετριοπαθής ελληνική Κεντροδεξιά», που η πολιτική της πρόταση διακρίνεται για τη «συνέπεια, την αποτελεσματικότητα και τη σοβαρότητα» σε διάκριση από το «λαϊκισμό, την ιδεοληψία και την ανικανότητα» του ΣΥΡΙΖΑ. Επιχειρεί να εμφανιστεί ως η πολιτική εκείνη δύναμη που, αντιλαμβανόμενη τα σημάδια των καιρών, μπορεί να διευρύνει το παραδοσιακό της ακροατήριο, μια που, όπως υποστηρίζει, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στην Ελλάδα «δε ζητά “αριστερές” ή “δεξιές” λύσεις. Ζητά λύσεις που θα φέρουν αποτέλεσμα ... Οι πραγματικές διαχωριστικές γραμμές –ισχυρίζεται– είναι σήμερα ανάμεσα στη δημαγωγία και στο αποτέλεσμα [...] (όπως οι διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις που υπήρχαν το 1974) υποχώρησαν προκειμένου να εδραιωθεί η Δημοκρατία, ένα αντίστοιχο αίτημα εθνικής αναγέννησης υπάρχει και σήμερα»6.

Από τη μεριά του, ο ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει την κάλπικη διαχωριστική γραμμή παλιότερων δεκαετιών μεταξύ «Δεξιάς-Αντιδεξιάς», «προόδου-συντήρησης», επιχειρώντας να στιγματίσει τη ΝΔ ως καθοδηγούμενη από τα «ακροδεξιά» στελέχη της. Αξιοποιεί τοποθετήσεις στελεχών της ΝΔ που κινούνται στα ακραία όρια της πολιτικής της γραμμής για το ένα ή το άλλο ζήτημα (π.χ. Σαμαράς για Μακεδονικό, Καραγκούνης για ασφαλιστικό του Πινοσέτ). Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ γενικεύουν αυτήν την εκτίμηση και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, κάνοντας λόγο για ισχυρά τμήματα των παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων που «θέλγονται από μια συμπόρευση με το “νέο ρεύμα” της Ακροδεξιάς, απεκδυόμενες, ανομολόγητα αλλά συστηματικά, τα βασικά στοιχεία του πολιτικού φιλελευθερισμού που συγκροτούσαν την ταυτότητά τους»7.

Η ψεύτικη αυτή διαχωριστική γραμμή που σηκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη γενικότερη πολιτική της ΝΔ έχει αναντίρρητα μια αντικειμενική βάση: Εθνικιστικές και ακραία συντηρητικές θέσεις παραδοσιακά συνυπήρχαν στον κορμό του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, δίχως όμως να κυριαρχούν σε αυτόν. Αντανακλούν μια συστηματική (και ξεκάθαρα αντιδραστική) προσπάθεια της ΝΔ, από την ίδρυσή της ακόμα το 1974, να προσεταιριστεί εκλογικά έναν κόσμο που διαμορφώθηκε ιστορικά με παρόμοιες αντιλήψεις, ενσωματώνοντας και στο κεντρικό στελεχικό της δυναμικό ανθρώπους με τέτοια προϊστορία (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης κλπ.). Ταυτόχρονα, όμως, στη βάση παρόμοιων αντιλήψεων, άλλα στελέχη αποχώρησαν από τη ΝΔ, δημιουργώντας νέους πολιτικούς σχηματισμούς στα δεξιά της (ΛΑ.Ο.Σ. - Καρατζαφέρης, «Δύναμη Ελληνισμού» - Μπαλτάκος, Δημ. Καμμένος κλπ.). Είναι, επομένως, καθαρό ότι δεν υπάρχει σήμερα κάποια ακραία «ακροδεξιά», συντηρητική στροφή της ΝΔ, πέρα και πάνω από τη συνολική αντιδραστικοποίηση ολόκληρου του αστικού πολιτικού συστήματος στις τελευταίες δεκαετίες της αντεπανάστασης.

Αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας να μην εγκλωβιστούν για μία ακόμη φορά στις πλαστές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των αστικών κομμάτων. Να διακρίνουν τι κρύβεται πίσω από κάθε εκδοχή αστικής πολιτικής, πίσω από κάθε υποψήφιο σε κάθε φάση κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Στην περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης και με δεδομένους τους κοινοτικούς περιορισμούς, η αστική πολιτική μείωσε δραματικά τον εργατικό μισθό, γενίκευσε τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αναδιάρθρωσε το Ασφαλιστικό σε βάρος των εργαζόμενων. Η φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης μπορεί να δώσει στην αστική τάξη κάποια μεγαλύτερα περιθώρια επιλεκτικών ελιγμών απέναντι σε τμήματα των εργαζόμενων («κοινωνικό μέρισμα»), αλλά δε θα οδηγήσει σε καμία περίπτωση στην ανάκτηση των απωλειών που γνώρισαν τα λαϊκά στρώματα στη διάρκεια της κρίσης, ώστε να διασφαλιστεί η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

 

ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ «ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ» ΤΗΣ ΝΔ

Αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα για κάθε αστικό κόμμα να παρουσιάζει την πολιτική που εφαρμόζει προς όφελος του κεφαλαίου ως αναγκαία για το κοινό, «εθνικό» συμφέρον, ως έκφραση της συλλογικής θέλησης του λαού, που επικυρώνεται και με τη βούλα των εκλογών. Η διαχείριση από μέρους τους των κοινωνικών λειτουργιών του αστικού κράτους (ένα ελάχιστο επίπεδο «δημόσιας» υγείας-παιδείας-πρόνοιας, δίκτυα υποδομών κτλ.), που αγγίζουν καθημερινά, από διάφορες πλευρές, τη ζωή της λαϊκής οικογένειας, καθιστά την προπαγάνδα σε σημαντικό βαθμό πιστευτή από πλατιά λαϊκά στρώματα. Το μόνο αντίβαρο είναι η οργανωμένη, μεθοδική, επιχειρηματολογημένη αντιπαράθεση από μεριάς του επαναστατικού κόμματος και στο ιδεολογικό επίπεδο της ταξικής πάλης.

Θεωρητικό θεμέλιο των αντιλήψεων και προτάσεων της ΝΔ αποτελεί ο λεγόμενος «κοινωνικός φιλελευθερισμός», ο οποίος παρουσιάζει ως κύτταρο της αντιπροσωπευτικής (αστικής) δημοκρατίας τον «ελεύθερο», υπεύθυνο, ενημερωμένο και ενεργό πολίτη. Αυτός προσδιορίζεται ως άτομο ελεύθερο «στη σκέψη, στην έκφραση, στην εργασία, στην επιχειρηματικότητα [...] ελεύθερο και δυνατό να παίρνει ρίσκα στη ζωή»8. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του «ελεύθερου» πολίτη αποτελεί η επιδίωξη της «αριστείας» που δήθεν προάγει την κοινωνική πρόοδο. Κορυφαία δε εκδήλωση της «αριστείας» θεωρείται η ανάπτυξη «επιχειρηματικότητας» από το άτομο.

Η «ελευθερία» του πολίτη (δυνάμει επιχειρηματία) δεν αντιφάσκει, κατά τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό», με τη διαφύλαξη του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», ενός κράτους που θα λειτουργεί ως «πολιτικός εγγυητής της κοινωνικής συνοχής»9, που θα υποστηρίζει μέσα από την «αξιοκρατία» και τις «ευκαιρίες για όλους» το δικαίωμα στην κοινωνική ανέλιξη. «Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός δεν ολισθαίνει στις ακρότητες ούτε του σοσιαλισμού, που βλέπει τους ανθρώπους ως γρανάζια μιας μηχανής, ρυθμίζοντας τη ζωή τους εκ των άνω, ούτε του νεοφιλελευθερισμού που υποκαθιστά το κράτος-δυνάστη με την αυθαιρεσία του γιγαντωμένου ιδιώτη»10.

Πίσω από τις εύηχες λεξούλες περί ελευθερίας και αριστείας περιγράφεται επί της ουσίας ως πρότυπο ο καπιταλιστής επιχειρηματίας, που τα βάζει με θεούς και δαίμονες, ακόμα και με το δικό του (αστικό) κράτος για να πετύχει («αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας»). Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, το σύνθημα της ελευθερίας σηματοδοτεί το δικαίωμα της εκμετάλλευσης των πολλών από τους καπιταλιστές. Η πραγματική, όμως, ατομική ελευθερία προϋποθέτει, πρώτα και κύρια, τη γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας και την αντίστοιχη συμμετοχή στο συλλογικό αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας, για τη δημιουργία των κοινωνικών συνθηκών που θα επιτρέπουν να ξεδιπλώσει κανείς ολόπλευρα τις ατομικές κλίσεις και ικανότητές του.

Με ανάλογο τρόπο, με το σύνθημα της αριστείας προωθείται στην ουσία ο πιο ωμός και ακραίος ανταγωνισμός σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, από τα κατώτερα επίπεδα της εκπαίδευσης έως τον εργασιακό χώρο. Επιχειρείται να καλλιεργηθούν αυταπάτες σε σημαντικά τμήματα της νεολαίας που έχουν ολοκληρώσει ανώτατες σπουδές, ή βρίσκονται στη διαδικασία αυτή, ότι η σκληρή, μεθοδική προσπάθεια μπορεί να «ανταμειφθεί» στις συνθήκες του καπιταλισμού, να οδηγήσει σε μια άνετη ζωή σε μαζική κλίμακα. Ότι η διαδικασία διαμόρφωσης μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων μεσαίων στρωμάτων που έλαβε χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες μπορεί να συνεχίζεται με τους ίδιους ρυθμούς στο διηνεκές.

Τα ιδεολογήματα αυτά παραγνωρίζουν σκόπιμα ότι η ίδια η πορεία προς την ανώτατη εκπαίδευση είναι στρωμένη με πάμπολλους ταξικούς φραγμούς και ότι «καλός» εργαζόμενος θεωρείται για τους εργοδότες αυτός που προσαρμόζεται σε χαμηλούς μισθούς, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, ατελείωτα ωράρια. Ταυτόχρονα, η κατάκτηση της πανεπιστημιακής μόρφωσης δεν μπορεί να σπάσει –με περιορισμένες εξαιρέσεις– τις ταξικές διαχωριστικές γραμμές. Η διεύρυνση στις μέρες μας των μισθωτών επιστημόνων που ανήκουν ή προσεγγίζουν την εργατική τάξη αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο σημερινός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια επιταχυνόμενη συρρίκνωση των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων και μια διεύρυνση της μισθωτής εργασίας, και όχι από μια προσέγγισή τους με την αστική τάξη μέσω της δημιουργίας «ίσων ευκαιριών», όπως υποστηρίζει ο φιλελευθερισμός.

Η αντίληψη περί «κοινωνικού κράτους», που με διάφορες διαβαθμίσεις και αποχρώσεις υιοθετείται απ’ όλα τα αστικά πολιτικά κόμματα, χρησιμοποιείται σκόπιμα για να αποκρύψει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, να καλλιεργήσει προσμονές στα λαϊκά στρώματα για μια πιθανή επιστροφή σε ένα παρελθόν πιο εκτεταμένης παρέμβασης του κράτους στην κοινωνική πολιτική και στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

Η τέτοια όμως παρέμβαση του αστικού κράτους πραγματοποιήθηκε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας) σε μια διαφορετική περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και με ένα διαφορετικό παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων (ύπαρξη ΕΣΣΔ και σοσιαλιστικών χωρών).

Οι εξελίξεις των 2-3 τελευταίων δεκαετιών απέδειξαν τη σαθρότητα αυτής της θέσης. Το νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου ώθησε την αστική διαχείριση να αναζητήσει πεδία τοποθέτησης σε κλάδους (από τις τηλεπικοινωνίες έως την υγεία και την παιδεία) που τις προηγούμενες δεκαετίες δεν πρόσφεραν τα αναγκαία ποσοστά κερδοφορίας και είχαν ανατεθεί από το κεφάλαιο στο κράτος.

Ταυτόχρονα, η μείωση του ποσοστού του κέρδους, αλλά και οι αντεπαναστατικές αλλαγές παγκόσμια, οδήγησαν σε μια γενικευμένη αφαίρεση κατακτήσεων των λαϊκών στρωμάτων και σε μείωση των αντίστοιχων κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού. Σήμερα πια, το κουφάρι του «κοινωνικού κράτους» που προβάλλεται από τα αστικά κόμματα περιέχει κυρίως τα διάφορα μέτρα ελεημοσύνης που, στο έδαφος των ματωμένων πλεονασμάτων, επιχειρούν να αμβλύνουν τα πιο ακραία φαινόμενα φτώχειας11.

Επιχειρώντας να γειώσει τις παραπάνω γενικές αρχές του φιλελευθερισμού στην πραγματικότητα του ελληνικού καπιταλισμού, η ΝΔ προβάλλει ορισμένες θέσεις ως ιδεολογικά θεμέλια του πολιτικού της προγράμματος:

  • Στην Ελλάδα σήμερα, ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής διαχείρισης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει «σπάσει» το κοινωνικό συμβόλαιο που, σύμφωνα με την πάγια αστική αντίληψη, συνδέει τους πολίτες με το αστικό κράτος, «έχει σπάσει ... ο “κοινωνικός ανελκυστήρας” που ανέβασε στο παρελθόν πολλούς από τη φτώχεια στην ευημερία σήμερα έχει βραχυκυκλώσει». Πέρα από την αταξική θεώρηση του πληθυσμού της χώρας ως «πολιτών», η θέση αυτή της ΝΔ υπερεκτιμά τις δυνατότητες που έδωσε η καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών πριν την κρίση για μια σχετική βελτίωση της θέσης τμημάτων της εργατικής τάξης και μεσαίων στρωμάτων, αναγορεύοντας, με διαστρεβλωμένο τρόπο, τη βελτίωση αυτή σε «ευημερία». Αποσιωπά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, αλλά και τη διαχρονική μη ικανοποίηση ώριμων, σύγχρονων λαϊκών αναγκών (σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, αντιπλημμυρικά, αντιπυρικά και αντισεισμικά έργα κλπ.) που διασφάλισε την τεράστια άνοδο της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αποσιωπά τη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης.
  • Σύμφωνα με τη ΝΔ, ο προοδευτικός ή συντηρητικός χαρακτήρας της μιας ή της άλλης πολιτικής χρειάζεται επαναπροσδιορισμό στη σημερινή Ελλάδα. Όπως το έθεσε με τη μορφή ρητορικών ερωτημάτων ο πρόεδρος της ΝΔ, «γιατί είναι οπισθοδρομικό και συντηρητικό να δίνουμε τη δυνατότητα σε ένα ταλαντούχο παιδί, σε μια φτωχή συνοικία [...] να έχει πρόσβαση και ανταγωνισμό με παιδιά που έχουν τις ίδιες δυνατότητες [σ.σ. σε ένα πρότυπο σχολείο] γιατί είναι συντηρητικό να λέμε ότι θέλουμε πραγματικά ασφάλεια για όλους [...] στις φτωχές συνοικίες, εκεί όπου οργιάζουν οι κλοπές και οι ληστείες;»12. Η ΝΔ, εκμεταλλευόμενη το κάλπικο περιεχόμενο που έχει προσδώσει στην έννοια του «προοδευτικού» η σοσιαλδημοκρατία, χρησιμοποιεί υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα για να προβάλλει την πολιτική παραπέρα διείσδυσης του κεφαλαίου σε τομείς δράσης, όπως η εκπαίδευση, και την ένταση της κρατικής καταστολής. Πίσω από τη βιτρίνα των ίσων ευκαιριών για ταλαντούχα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων κρύβεται η σκληρή πραγματικότητα που έχει ήδη αναδείξει ο καπιταλισμός: Ότι η τεράστια πλειοψηφία των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων δεν παίρνουν ολοκληρωμένη μόρφωση. Γενικότερα, τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις που αφαιρούνται αντικαθίστανται στη ρητορική της ΝΔ από τις ευκαιρίες για τους ικανότερους, τους πιο άξιους.
  • Αναπόσπαστο κομμάτι της αντίληψης της ΝΔ για το κράτος αποτελεί και η προβολή των συνθημάτων περί «ασφάλειας», περί «νόμου και τάξης», περί «έννομης πολιτείας», περί καταδίκης της βίας «απ’ όπου και αν προέρχεται», σε αντίθεση με την «ανοχή απέναντι στο έγκλημα και την παραβατικότητα» από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Από την καταδίκη της χρήσης βίας εξαιρούνται φυσικά το αστικό κράτος και η εργοδοσία. Η ΝΔ αξιοποιεί υπαρκτά προβλήματα, αναπόφευκτα γεννήματα του συστήματος και της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (αύξηση φαινομένων εγκληματικότητας, υποκατάσταση της κοινωνικής διεκδίκησης με παραβατικότητα και ατομικό προσπορισμό, μαζικές μεταναστευτικές ροές ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης και των πολέμων) ως άλλοθι ενίσχυσης των μηχανισμών κρατικής καταστολής. Ο πραγματικός στόχος είναι η προληπτική αντιμετώπιση του εργατικού, λαϊκού κινήματος, η αποτροπή και η τιθάσευση κάθε πιθανής ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων. Στην ουσία καλείται η εργατική τάξη, ο λαός να παραιτηθεί από κάθε μορφή οξυμένης ταξικής πάλης.

Η ΝΔ εμφανίζεται πλήρως εχθρική απέναντι στις εργατικές, λαϊκές κινητοποιήσεις, στις απεργίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, υιοθετώντας τη λογική του αντεργατικού εκτρώματος της κυβέρνησης για το 50%+1 για τις απεργίες, θεώρησε ανεπαρκή τη συγκεκριμένη διάταξη, γιατί απαιτούσε την πραγματοποίηση συνέλευσης για τη λήψη της απόφασης και αυτοπρόσωπη ψηφοφορία.13 Οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έδρασαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, συχνά από κοινού με την ΠΑΣΚΕ και την «Αυτόνομη Παρέμβαση», στη γραμμή στήριξης της ταξικής συνεργασίας, του «κοινωνικού διαλόγου», καθήλωσαν σημαντικό κομμάτι του κινήματος στην αδράνεια.

  • Παρόλο που στην ιστορική της διαδρομή η ΝΔ λείανε, για συγκυριακούς λόγους, τον πιο ωμό αντικομμουνισμό των προπατόρων της, σήμερα εμφανίζεται πιο «τολμηρή» στην απολογητική υπέρ του καπιταλισμού, εκμεταλλευόμενη και την επίδραση στις λαϊκές συνειδήσεις της αντεπανάστασης στις χώρες του σοσιαλισμού. Αναπαράγει σε διάφορες παραλλαγές τη «θεωρία των δύο άκρων». Μετά το 2012 κατηγορεί ψευδεπίγραφα το ΣΥΡΙΖΑ ως φιλο-κομμουνιστική δύναμη που επιζητεί τη «σοβιετοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας. Τον αντικομμουνισμό και την επίθεση στο ΚΚΕ τα διενεργεί μέσω ορισμένων στελεχών της και, κυρίως, μέσα από ακαδημαϊκούς θύλακες που έχουν αναβαπτιστεί στο όνομα της «αναθεώρησης της Ιστορίας», ορισμένα ΜΜΕ (η εφημερίδα «Δημοκρατία» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα) και από μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παρά τις κοκορομαχίες με το ΣΥΡΙΖΑ πάνω στα ζητήματα του σοσιαλισμού, η ΝΔ συναντιέται μαζί του και με όλο το φάσμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων στη «σταλινολογία», στα «εγκλήματα ενάντια στην ελευθερία» που δήθεν διαπράχτηκαν, αλλά και στην καταδίκη της ένοπλης σύγκρουσης με την αστική τάξη τα χρόνια 1946-1949.

Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στη ΝΔ όσο και στη ΔΑΚΕ στο εργατικό κίνημα, λόγω του πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα τους, συνυπάρχουν γενικότερα φιλελεύθερες-κοσμοπολίτικες και συντηρητικές-εθνικιστικές απόψεις.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Σύμφωνα με την ομιλία του προέδρου της ΝΔ στη ΔΕΘ, η Ελλάδα έχει καθηλωθεί σε μια κατηγορία χωρών που χαρακτηρίζονται από χαμηλούς μισθούς, χαμηλή «καινοτομία» και χαμηλές δεξιότητες.14 Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει, κατά τη ΝΔ, την ανάγκη «να τρέξουμε. Την ώρα που η Ελλάδα ήταν βυθισμένη στην κρίση, ο κόσμος προχωρούσε και πρέπει να τον προλάβουμε [...] Η τεχνολογία προχωρά με άλματα. Η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης, της βιοτεχνολογίας, των αυτοκινούμενων οχημάτων, της καθαρής ενέργειας, έρχονται ολοταχώς και θα αλλάξουν ξανά τη ζωή μας, πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με τα όσα έχουν ήδη συμβεί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η Ελλάδα κινδυνεύει σε αυτήν την ιστορική καμπή να βρεθεί στην πλευρά εκείνων που θα μείνουν πίσω»15.

Σύμφωνα με τη ΝΔ, υπάρχουν μεγάλα αναξιοποίητα περιθώρια σε αυτήν την κατεύθυνση: Οι αποκαλούμενοι «αυτόματοι σταθεροποιητές της οικονομίας» (επενδύσεις, απασχόληση, αξίες γης, ακίνητα, χρηματιστήριο) κρύβουν μια δυναμική που μπορεί να οδηγήσει σε μια εκτίναξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης (4% κατά μέσο όρο το χρόνο για την επόμενη 10ετία). Υποστηρίζεται, όμως, ότι η δυναμική αυτή παραμένει εγκλωβισμένη λόγω της μη εξόδου της χώρας στις αγορές και της διατήρησης «εξοντωτικών» πρωτογενών πλεονασμάτων.

Στο σημείο αυτό η ΝΔ στρέφει τα βέλη της και προς την κυβέρνηση και προς τους δανειστές. Εγκαλεί, καταρχάς, την κυβέρνηση γιατί, σε αντίθεση με άλλες χώρες που πέρασαν από προγράμματα δημοσιονομικής σταθεροποίησης (μνημόνια), η Ελλάδα βγαίνει φορτωμένη με ένα «τέταρτο μνημόνιο (χωρίς χρήματα)» και υπό ένα «αυστηρό καθεστώς επιτροπείας».16 Η συγκεκριμένη τοποθέτηση αναδεικνύει ως στοιχεία αυτού του νέου μνημονίου μόνο τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τα προψηφισμένα μέτρα για τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, παρασιωπώντας σκόπιμα τον ορυμαγδό των 700 εφαρμοστικών νόμων που ψηφίστηκαν απ’ όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις και παραμένουν σε ισχύ. Δείχνει τα «δέντρα», για να κρύψει το «δάσος»: Το συνεκτικό πλαίσιο της νομοθεσίας που τσακίζει τα λαϊκά δικαιώματα για να τονώσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αποδέχεται σιωπηλά το πλήθος δεσμευτικών μέτρων στα οποία έχει βάλει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως οι νέες περικοπές στις δαπάνες κοινωνικής προστασίας, η νέα μείωση της χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων κατά 30% την επόμενη 2ετία και κατά 40% μέχρι το 2022, οι νέες περικοπές των επιδομάτων αναπηρίας, με τη φόρμουλα της λειτουργικής αξιολόγησης, η μείωση των επιχορηγούμενων εισιτηρίων κτλ.

Η ΝΔ παραδέχεται το προφανές –τη διατήρηση της εποπτείας και μετά την περιβόητη «έξοδο από τα μνημόνια». Αποκρύπτει όμως ότι η ενισχυμένη και διαρκής αυτή εποπτεία αποτελεί σάρκα από τη σάρκα της ΕΕ ως διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης, ότι η εκχώρηση μέρους της αυτοτέλειας της οικονομικής πολιτικής της κάθε χώρας γίνεται συνειδητά από την κάθε αστική τάξη για να βελτιώσει τους όρους της κερδοφορίας της.

«Η εποπτεία πηγάζει και υλοποιείται:

  • Και από το ευρωπαϊκό πλαίσιο χρηματοδότησης.
  • Και από τις γενικές κατευθύνσεις και τους μηχανισμούς ελέγχου της ΕΕ που αφορούν το σύνολο των κρατών-μελών της.
  • Και από τον έλεγχο του προϋπολογισμού από την Κομισιόν.
  • Και από τους ειδικούς όρους για τη χώρα μας που αφορούν συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να υλοποιηθούν.
  • Και μέσα από τον έλεγχο που συνδέεται με την υλοποίησή τους»17.

Την πολυπλόκαμη αυτή εποπτεία ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να την αρνηθούν τα αστικά κόμματα, που όλα τους αποδέχονται ως στρατηγική επιλογή τη συμμετοχή στην ΕΕ. Εξάλλου η εποπτεία αφορά την προώθηση στόχων και της εγχώριας αστικής τάξης (του ΣΕΒ, των τραπεζών κλπ.).

Η ομιλία όμως του προέδρου της ΝΔ περιείχε και μια σειρά από ασυνήθιστα οξείς χαρακτηρισμούς απέναντι στους πιστωτές. Το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα χαρακτηρίζεται ως «καταστροφικό», ως «θηλιά που στραγγαλίζει τον ιδιωτικό τομέα», το οποίο «σκότωσε τα κίνητρα για δημιουργική εργασία». Στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ μάλιστα εγκάλεσε τους θεσμούς για «στρουθοκαμηλισμό», όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταργούσε «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων κυβερνήσεων. Οι αναφορές αυτές του προέδρου της ΝΔ επικροτήθηκαν εμφαντικά από τον ευρύτερο συντηρητικό Τύπο. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφηκαν στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Εστία»: «Κατηγόρησε, αν και με καθυστέρηση, τους δανειστές ότι υποτιμούν τους Έλληνες και την Ελλάδα [...] Να μια ακόμα πρωτοτυπία στην ομιλία του. Η εναρμόνιση με το δημόσιο αίσθημα [...] Ικανοποίησε χωρίς άλλο αυτή η στροφή Μητσοτάκη το απαιτητικό και δύσκολο κομματικό ακροατήριο της ΝΔ»18.

Οι παραπάνω κριτικές τοποθετήσεις απέναντι στους πιστωτές αποτυπώνουν, πιθανά, μια προσπάθεια της ΝΔ να εκφράσει τις ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου για μια πιο ισορροπημένη σχέση με τους εταίρους του στην ΕΕ.19 Παρόλο που δεν αμφισβητείται η παραμονή στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ και η αναγκαιότητα των εφαρμοζόμενων αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και στο αστικό κράτος, η αστική τάξη της Ελλάδας αναντίρρητα επιδιώκει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και τη στήριξη βασικών κλάδων της οικονομίας απέναντι και στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές (π.χ. ναυτιλία, ενέργεια κτλ.). Για το λόγο αυτό, η χαλάρωση των όρων της «εποπτείας» τίθεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αστικών τάξεων.

 

ΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΔ

 

Η έμφαση που δίνει το πολιτικό πρόγραμμα της ΝΔ, αλλά και το κυβερνητικό πρόγραμμα που παρουσίασε ο Α. Τσίπρας, στη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων ανταποκρίνεται μέχρι κεραίας στις προτεραιότητες που έχει θέσει ο ΣΕΒ, που μόλις 2 βδομάδες νωρίτερα τόνιζε ότι «πρώτη προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η τόνωση της κατανάλωσης ... [αλλά] η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, που με τη σειρά της θα φέρει πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης»20.

Η πρόταση δημοσιονομικής διαχείρισης που κατέθεσε η ΝΔ στη ΔΕΘ θέτει στο κέντρο της μια μακροπρόθεσμη («σε δεύτερο χρόνο»21) κατάργηση των υπερπλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, που θα προκύψει «μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των εταίρων μας». Ως απάντηση στα ματωμένα πλεονάσματα που, σύμφωνα με τη ΝΔ, έχουν στόχο να μοιράζουν οι κυβερνητικοί διαχειριστές του ΣΥΡΙΖΑ με μια «κρατικοδίαιτη επαιτεία», η αξιωματική αντιπολίτευση πρότεινε ένα πρόγραμμα μείωσης της φορολογίας και των εισφορών, που θα αυξήσει δήθεν το διαθέσιμο εισόδημα (και τη ζήτηση) και θα πυροδοτήσει, από τη μεριά της αστικής τάξης, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη:

  • Μείωση του εταιρικού φόρου και του φόρου στα μερίσματα, έτσι ώστε ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στα κέρδη να μειωθεί από το 40% στο 24%. Πρόκειται για το ζουμί της φορολογικής πρότασης της ΝΔ, έντεχνα κρυμμένο ανάμεσα σε ορισμένα μέτρα φορολογικής «ελάφρυνσης» των λαϊκών στρωμάτων. Η κατακόρυφη αυτή μείωση της φορολογίας των καπιταλιστών έρχεται φυσικά να προστεθεί στο πλήθος των επιδοτήσεων που μέσα από διάφορα κανάλια λαμβάνουν από τον κρατικό προϋπολογισμό και στις πολυποίκιλες φοροαπαλλαγές/φοροελαφρύνσεις τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των εφοπλιστών. Όπως και όλες οι προηγούμενες ρυθμίσεις-διευκολύνσεις του αστικού κράτους, έτσι και η προτεινόμενη μείωση των φορολογικών συντελεστών θα συνοδευτεί από νέα επιβάρυνση των εργαζόμενων, παρά τις όμορφες φρασούλες ότι: «Ο καλός εργοδότης και η καλή επιχείρηση καθρεφτίζεται τελικά στην ευημερία των εργαζομένων»22. Αντίθετα, οι σημερινές αναγκαιότητες της καπιταλιστικής κερδοφορίας οδηγούν στη συμπίεση του μισθού εργασίας και του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» (ασφαλιστικές εισφορές κτλ.), παράλληλα με μια δραστική συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών.
  • Στον ίδιο άξονα ενίσχυσης της επιχειρηματικής κερδοφορίας, ειδικά στον κατασκευαστικό κλάδο, εντάσσονται η αναστολή του ΦΠΑ στην οικοδομή για 3 χρόνια, αλλά και η έκπτωση φόρου ίση με το 40% της δαπάνης για «λειτουργική, αισθητική και ενεργειακή αναβάθμιση» κατοικιών, που, πίσω από το κερασάκι για τα λαϊκά στρώματα, περιέχει την πρόθεση τόνωσης του κατασκευαστικού και συναφών βιομηχανικών κλάδων.
  • Μείωση του φορολογικού συντελεστή για εισοδήματα πάνω από το αφορολόγητο και μέχρι τα 10.000 ευρώ από το 22% στο 9%. Βέβαια, η πρόταση της ΝΔ θεωρεί δεδομένο το μειωμένο αφορολόγητο από 1.1.2020 –είναι «ψηφισμένο μέτρο [...] μακάρι το μέτρο αυτό να μην εφαρμοστεί»23. Πίσω από τα ευχολόγια κρύβεται η σιωπηρή αποδοχή ενός βάρβαρου μέτρου, με προσπάθεια να γλυκαθεί το χάπι για τα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
  • Μείωση της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ κατά 30% (από τα 2,8 δισ. ευρώ στα 2 δισ.) «με τρόπο δίκαιο ώστε να ωφεληθούν όλοι και κυρίως η μεσαία τάξη». Η προτεινόμενη βέβαια μεταφορά στους δήμους, από το 2021, των αρμοδιοτήτων είσπραξης και καθορισμού του ύψους του ΕΝΦΙΑ, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη ισόποση περικοπή κρατικών κονδυλίων προς τους δήμους, ανοίγει διάπλατα το δρόμο για μια μελλοντική αύξηση του «χαρατσιού», εκεί όπου η υποχρηματοδότηση των δήμων και οι τοπικές επιχειρηματικές ανάγκες θα απαιτούν αυξημένα έσοδα.
  • Μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% στο 13% (και τελικά στο 11% για εστίαση και διαμονή). Καμία αναφορά δε γίνεται φυσικά στο πώς και στο αν η μείωση αυτή θα βρει την αντανάκλασή της σε μια μείωση των τιμών στις επιχειρήσεις του κλάδου, ζήτημα που επηρεάζει άμεσα το εισόδημα της λαϊκής οικογένειας.

Οι προτάσεις φοροελαφρύνσεων προς το κεφάλαιο που παρουσιάστηκαν στη ΔΕΘ εμπλουτίζονται με επιπλέον μέτρα που είχαν προταθεί το αμέσως προηγούμενο διάστημα: Υπεραποσβέσεις (μέχρι και 200% για νέες επενδύσεις παγίων), διπλασιασμός της περιόδου συμψηφισμού ζημιών με κέρδη, μείωση της φορολογίας σε επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές για έσοδα από προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, προνομιακά φορολογικά κίνητρα για start-ups κτλ. Και στην κατεύθυνση αυτή όρια δεν υπάρχουν!

Όπως δήλωσε και ο πρόεδρος της ΝΔ στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ στις 29.5.2018: «Κάντε εσείς συμμέτοχους τους εργαζόμενους στην επιτυχία σας με stock-options ή με άλλους τρόπους διανομής κερδών, τονώστε την εταιρική κοινωνική ευθύνη κι εγώ θα είμαι ανοιχτός σε φοροαπαλλαγές για να τα πραγματοποιήσετε. Προσφέρετε εσείς ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα, ιδιωτική ασφάλεια υγείας ή κάρτες κίνησης στα μέσα μεταφοράς κι εγώ συζητώ τα έξοδα αυτά να εκπίπτουν από την εφορία».

Οι όποιες φοροελαφρύνσεις προτείνει η ΝΔ (αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ) για τμήματα των εργαζόμενων και των μεσαίων στρωμάτων ακολουθούν μια μακρά περίοδο δραστικών αυξήσεων στην άμεση και έμμεση φορολογία, περικοπών του αφορολόγητου και των φοροαπαλλαγών. Δεν μπορούν να αποκαταστήσουν τις τεράστιες εισοδηματικές απώλειες που αυτές προκάλεσαν. Λειτουργούν σαν το τυράκι στη φάκα για την αποδοχή μιας πολιτικής απλόχερης στήριξης του κεφαλαίου στο όνομα του συνθήματος «λιγότεροι φόροι» για όλους.

 

Η ΝΔ «ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ» ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Οι φοροελαφρύνσεις/φοροαπαλλαγές για την αστική τάξη που προτείνει η ΝΔ έχουν στόχο την αποδέσμευση κεφαλαίων για την άμεση τοποθέτησή τους στην καπιταλιστική οικονομία και τη δημιουργία καλύτερων όρων για την παραγωγική αξιοποίησή τους. Για το λόγο αυτό συνδέονται αναπόσπαστα στην πολιτική της πρόταση με το ζήτημα των ιδιωτικών επενδύσεων. Πρόκειται για ουσιαστικό πρόβλημα για την αστική τάξη στην Ελλάδα σήμερα, για πρόβλημα που επιδεινώθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Οι ακαθάριστες επενδύσεις από 21,8% του ΑΕΠ στα χρόνια πριν την κρίση (2000-2007) μειώθηκαν δραστικά στο 13% τα χρόνια 2010-2017, ενώ στην Ευρωζώνη συνολικά η μείωση ήταν πολύ μικρότερη (από το 22,2% στο 20,3% του ΑΕΠ).24

Σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που από τα μετερίζια του κυβερνητικού διαχειριστή αποδεικνύει καθημερινά στην πράξη τη συνεισφορά του στους επενδυτικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου, η ΝΔ επιχειρεί να παρουσιάσει ένα πλαίσιο μέτρων στήριξης των επενδύσεων που να ανταποκρίνεται πιο συνεκτικά στις απαιτήσεις των εργοδοτικών φορέων και, ταυτόχρονα, να εμφανιστεί ως ένας πιο συνεπής υποστηρικτής τους («δεν ανακαλύψαμε τώρα την επιχειρηματικότητα»). Εκτιμά ότι υπάρχει ένα «επενδυτικό κενό» 100 δισ. ευρώ που μπορεί να γεφυρωθεί μέσα από ένα συνδυασμό εγχώριων και ξένων επενδύσεων και μέσο ρυθμό ανάπτυξης 4% την επόμενη δεκαετία.

Στην ομιλία του προέδρου της ΝΔ στην 83η ΔΕΘ παρουσιάστηκαν κωδικοποιημένα οι κλαδικές προτεραιότητες που αναδεικνύει η ΝΔ στο ζήτημα των επενδύσεων: Ενέργεια (νέοι αγωγοί φυσικού αερίου, σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου, αποθήκευση ενέργειας και γεωθερμία, αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα), μεταφορές (σιδηρόδρομοι, λιμάνια, μαρίνες, αναβάθμιση αεροδρομίων), logistics / εμπορευματικά κέντρα, μεταποιητική βιομηχανία, τουρισμός, νέα τεχνολογία, πρωτογενής τομέας (ιδιαίτερα ιχθυοκαλλιέργειες), ιδιωτικά πανεπιστήμια, ιδιωτικά κέντρα φροντίδας ηλικιωμένων.

Μια απλή ανάγνωση των παραπάνω κλάδων δείχνει ότι ταυτίζονται μέχρι κεραίας με τις στρατηγικές προτεραιότητες που αναδεικνύει ο ΣΕΒ και οι άλλοι εργοδοτικοί φορείς, αλλά και με τις αντίστοιχες κλαδικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδεικτικό ότι σε μια σειρά νομοθετήματα που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια για τους κλάδους αιχμής της ενέργειας και των μεταφορών, η μόνη κριτική της ΝΔ προς το ΣΥΡΙΖΑ αφορούσε επιμέρους διαχειριστικές πλευρές ή τη διαδικασία διαβούλευσης για τις διατάξεις.25 Η ΝΔ επιζητεί να πρωτοστατήσει στο στρατηγικό στόχο της αστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και ιμπεριαλιστικών επιτελείων, για τη μετατροπή της χώρας σε κόμβο ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης από το Νότο (ανταγωνιστικά προς τους σχεδιασμούς της Ρωσίας) και σε δρόμο μεταφοράς εμπορευμάτων προς και από την Ευρώπη.

Η ΝΔ ιεραρχεί ως κλάδους πρώτης προτεραιότητας αυτούς της μεταποιητικής βιομηχανίας26. Συντάσσεται με το στόχο του ΣΕΒ για αύξηση του μεριδίου της μεταποίησης («βιομηχανίας», σύμφωνα με την ορολογία της αστικής στατιστικής) στο 12% του ΑΕΠ, από 9% που είναι σήμερα, και στηρίζει ενεργά το πάγιο αίτημα του ΣΕΒ για φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ ο πρόεδρος της ΝΔ αναφέρθηκε ειδικά στην εγχώρια φαρμακοβιομηχανία ως «σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης και καινοτομίας για τη χώρα» και στην ανάγκη παραπέρα στήριξής της από το αστικό κράτος μέσα από την πολιτική τιμών και την επέκταση των κλινικών ερευνών, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια.

Η ΝΔ έχει βέβαια σταθερό προσανατολισμό και προς την πολύπλευρη ενίσχυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου, παρόλο που στον κλάδο αυτό (βιομηχανία θαλάσσιων μεταφορών εμπορευμάτων και υπηρεσιών) το ζήτημα των επενδύσεων δεν παρουσίασε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα σοβαρά προβλήματα που παρουσίασαν άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι. Εντοπίζει όμως η ΝΔ ως αναγκαιότητα την τοποθέτηση ενός μέρους των κεφαλαίων των Ελλήνων εφοπλιστών στο εσωτερικό της χώρας, με μοχλό τη διατήρηση και ενίσχυση του πλαισίου προνομιακής φορολόγησης των εφοπλιστών.27 Τοποθετείται κριτικά απέναντι στην απαίτηση της ΕΕ για αναθεώρηση της «προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης της ναυτιλιακής βιομηχανίας» (απαίτηση που πηγάζει από ανταγωνιστικά συμφέροντα, όπως αυτά του γερμανικού εφοπλιστικού κεφαλαίου)28, με το επιχείρημα ότι «στρέφεται όχι μόνο εναντίον της ελληνικής ναυτιλίας, αλλά τελικά εναντίον και της ναυτιλίας της Ευρώπης. Ελέγχει μεροληπτικά ένα φορολογικό καθεστώς, που αποτέλεσε το πρότυπο δημιουργίας όλων σχεδόν των κοινοτικών ναυτιλιακών θεσμικών πλαισίων, αλλά και των ανάλογων πλαισίων άλλων ναυτιλιακών χωρών εκτός Ευρώπης»29. Θέτει ως ανάγκη μια οργανωμένη πολιτική κινήτρων από μεριάς του αστικού κράτους προς τους εφοπλιστές της ακτοπλοΐας για την προσαρμογή των πλοίων τους στους νέους διεθνείς κανονισμούς περιβαλλοντικών προτύπων, που θα ισχύσουν από το 2020.30 Πρόκειται για μια διαδικασία που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και που τα ανεβασμένα κόστη της οι εφοπλιστές επιζητούν να τα μεταθέσουν στις πλάτες του κοινωνικού συνόλου.

Οι συχνές αναφορές των αστικών κομμάτων στην ανάγκη επενδύσεων στους κλάδους της «νέας τεχνολογίας» έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο τις πλατιά αναπαραγόμενες αντιλήψεις περί 4ης βιομηχανικής (ψηφιακής) επανάστασης31 κτλ. Η ΝΔ προβάλλει ως αναπόδραστη και αναγκαία την αλλαγή του μοντέλου εργασίας κατά τη μετάβαση στην «ψηφιακή εποχή»:

«Το κλασικό “δυτικό” ωράριο “9 με 5”, στην ίδια δουλειά, να παίρνει κανείς σύνταξη από την ίδια δουλειά, από αυτήν στην οποία ξεκίνησε, αυτό είναι μάλλον ξεπερασμένο. Σε περιβάλλον τέτοιας τεχνολογικής επανάστασης οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρήσεις θα θέλουν συχνά να οργανώνουν ευέλικτα το χρόνο εργασίας τους, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες [...] Η προώθηση πιο ευέλικτων και εξειδικευμένων μορφών απασχόλησης θα επιτρέψει την προσέλκυση ευάλωτων ομάδων (γυναικών, ατόμων με αναπηρία, μειονοτήτων) στην αγορά εργασίας»32. Οι εργασιακές σχέσεις-λάστιχο που επιβάλλει το κεφάλαιο, αναπτύσσοντας σύμφωνα με τις δικές του προτεραιότητες τις παραγωγικές δυνάμεις και αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, θεωρούνται ως φυσική νομοτέλεια, στην οποία τα λαϊκά στρώματα οφείλουν να υποταχτούν.

Ως βασικούς μοχλούς για τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων από το αστικό κράτος, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βλέπει τους ακόλουθους:

  • Μια αδειοδοτική αρχή, σε επίπεδο υφυπουργείου, που θα αντιμετωπίζει καθυστερήσεις στα επενδυτικά σχέδια, θα αδειοδοτεί επενδύσεις «από ένα επίπεδο και πάνω», θα απλοποιεί το «επενδυτικό περιβάλλον».33
  • Τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και τα διάφορα άλλα φορολογικά κίνητρα που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας (το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος»).
  • Την υιοθέτηση ενός χωροταξικού και πολεοδομικού πλαισίου που θα συνδυάζει δήθεν την προστασία του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη. Προτείνει την κατηγοριοποίηση των χρήσεων γης σε 4 πεδία: Κατοικία, παραγωγικές δραστηριότητες, ειδικές χρήσεις, τουρισμός, την απλοποίηση στην κατηγοριοποίηση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων με βάση τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, με την κατάργηση κριτηρίων «που αποδείχθηκαν παντελώς ανεπαρκή, όπως το τελείως απαρχαιωμένο “επίπεδο όχλησης”»34.
  • Την τήρηση του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, μέσα από ένα συνεκτικό σχεδιασμό και σε σύμπραξη και με τον ιδιωτικό τομέα.35 Την εξασφάλιση ρευστότητας μέσω «μόχλευσης» των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI), σε συνδυασμό με τους πόρους του ΕΣΠΑ.
  • Τη «συγκέντρωση των δομών εξωστρέφειας της χώρας στο υπουργείο Εξωτερικών, μέσα από μία ειδική γραμματεία και μία εταιρία, η οποία θα συγκεντρώσει διάσπαρτες σήμερα αρμοδιότητες που βρίσκονται στο υπουργείο Εξωτερικών, στο υπουργείο Ανάπτυξης, στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, ώστε να υπάρχει μία ενιαία ταυτότητα για το brand της χώρας»36.

Πρόκειται για ένα πλέγμα τεχνοκρατικών ρυθμίσεων εκ μέρους του αστικού κράτους, που στόχο έχουν να απλοποιήσουν τους όρους διείσδυσης του κεφαλαίου στην οικονομία, βάζοντας στο περιθώριο παλιότερες διατάξεις που στοιχειωδώς προστάτευαν τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον (π.χ. αλλαγές στους όρους δόμησης, στις χρήσεις γης κλπ.). Με τη μια ή την άλλη μορφή τέτοιες ρυθμίσεις ήδη βρίσκονται σε διαδικασία εφαρμογής από τις διαδοχικές αστικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων.37 Η ΝΔ επιχειρεί και στο ζήτημα αυτό να παρουσιάσει το δικό της πλαίσιο ρυθμίσεων ως πιο ολοκληρωμένο και συνεκτικό.

Οι επενδυτικές προτεραιότητες που αναδεικνύουν τα αστικά κόμματα δεν αφορούν την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, παρά τα ψευδεπίγραφα επιχειρήματα ότι η ανάπτυξη που θα φέρουν οι επενδύσεις θα ωφελήσει τους πάντες. Στον καπιταλισμό προτεραιότητα έχουν οι επενδύσεις εκείνες που εξασφαλίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Για να υλοποιηθούν, μάλιστα, προϋποθέτουν την ισοπέδωση του συνόλου των εργασιακών δικαιωμάτων και αναγκών, που δεν πρόκειται να επανακάμψουν σε κάποια μελλοντική «Δευτέρα Παρουσία» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, μια σειρά από έργα απαραίτητα για τις λαϊκές ανάγκες μένουν συστηματικά στο περιθώριο (αναγκαίες υποδομές δασοπροστασίας και πυρόσβεσης, αντιπλημμυρικά και αντισεισμικά έργα κτλ.).

 

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΝΔ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

Οι προτάσεις των δύο βασικών αστικών κομμάτων για το Ασφαλιστικό αποτέλεσαν το προηγούμενο διάστημα την αφορμή μιας κάλπικης αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Η ΝΔ όξυνε, μέσα από τις τοποθετήσεις της στη ΔΕΘ, την αντιασφαλιστική πλειοδοσία και την ανοιχτή υποστήριξη της ιδιωτικής ασφάλισης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανίσει το νόμο-λαιμητόμο Κατρούγκαλου ως το μικρότερο κακό.

Βασικό επιχείρημα της ΝΔ είναι ότι το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα δεν παρέχει «κίνητρα» για να ασφαλιστεί κάποιος, ότι η ανταποδοτικότητά του είναι εξαιρετικά χαμηλή. «Έχει διαρραγεί, με άλλα λόγια, η εμπιστοσύνη μεταξύ των γενιών, στην οποία στηρίζεται κάθε υγιές ασφαλιστικό σύστημα»38. Ο πρόεδρος της ΝΔ συστηματικά αναφέρεται σε παραδείγματα νέων εργαζόμενων με ελαστικές θέσεις εργασίας (π.χ. στον κλάδο της εστίασης), που δήθεν προτιμούν οι ίδιοι να δουλεύουν ανασφάλιστοι για να παίρνουν «στο χέρι» περισσότερα. Το άθλιο αυτό προπαγανδιστικό τέχνασμα συσκοτίζει το γεγονός ότι ο εργαζόμενος ελάχιστο έως καθόλου λόγο έχει σχετικά με το αν και πόσα ένσημα θα πάρει, ότι είναι ο επιχειρηματίας που έχει «και το μαχαίρι και το πεπόνι» στο ζήτημα του πώς θα ασφαλιστούν οι εργαζόμενοί του. Φυσικά, το άθλιο επίπεδο των συντάξεων και των παροχών υγείας, η αμφιβολία των νέων για το αν θα πάρουν ποτέ σύνταξη, κάνει πολλές φορές την ανασφάλιστη εργασία να εμφανίζεται ως το «μικρότερο κακό».

Το σύστημα που προτείνει η ΝΔ προβλέπει τη συρρίκνωση του 1ου πυλώνα, του πυλώνα της κύριας σύνταξης, με μεγαλύτερη «ανταποδοτικότητα» και με μείωση των εισφορών από το 20% στο 15% σταδιακά εντός 4ετίας. Τόσο η ΝΔ όσο και η ΔΑΚΕ δίνουν μεγάλο βάρος στις αλλαγές στο 2ο πυλώνα, αυτόν της επικουρικής ασφάλισης. Εδώ προτείνει για τους νεο-ασφαλιζόμενους τη διατήρηση μεν της υποχρεωτικής εισφοράς στο 7%, αλλά τα χρήματα να τοποθετούνται «στον ατομικό λογαριασμό του κάθε ασφαλισμένου. Ο ίδιος θα μπορεί πια να επιλέγει αν τα χρήματά του θα πηγαίνουν σε δημόσια ή σε ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία»39.

Προβάλλονται δε ως υποστηρικτικά της πρότασης τα δήθεν πετυχημένα επαγγελματικά ταμεία που σήμερα υφίστανται και υποστηρίζεται ότι με αυτόν τον τρόπο οι εισφορές του κάθε εργαζόμενου θα είναι εξασφαλισμένες, θα «ανήκουν στον ίδιο». Τέλος, ο 3ος πυλώνας είναι αυτός της ιδιωτικής ασφάλισης για όποιον «επιθυμεί και έχει τη δυνατότητα». Η κρατική πριμοδότηση του πυλώνα αυτού και των παρόχων του, των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, θα γίνει μέσα από «γενναία φορολογικά κίνητρα». Μακριά από τη ΝΔ κάθε σκέψη για «κρατικοδίαιτο» καπιταλισμό!

Η ΝΔ εκτιμά ότι η πρότασή της για το Ασφαλιστικό έχει συνολικότερα οφέλη για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. «Ενισχύει την αξιοπιστία και τη βιωσιμότητα του συστήματος. Τονώνει την ίδια την ασφαλιστική αγορά, δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης. Και βέβαια, αυξάνει σημαντικά την αποταμίευση. Μόλις 11 δισ. είναι τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών εταιριών σήμερα τα οποία επενδύονται. Θα έπρεπε να είναι 80, 100 δισ. αν η ασφαλιστική αγορά η ιδιωτική ήταν εξίσου ανεπτυγμένη με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές αγορές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά το σημαντικότερο, μια τέτοια μεταρρύθμιση αποκαθιστά την εμπιστοσύνη για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, συγκρατώντας τελικά χαμηλά το κόστος δανεισμού για όλη την οικονομία»40.

Ο σημερινός ψευτο-καβγάς του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ επιχειρεί να συγκαλύψει ότι τα δύο κόμματα έχουν ουσιαστικά συμπορευτεί στη συστηματική υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα της επικουρικής ασφάλισης. Η δημιουργία το 2012 του ΕΤΕΑ με το νόμο 4052 και η μετεξέλιξή του στο σημερινό ΕΤΕΑΕΠ, με το νόμο Κατρούγκαλου (4387/2016), συνιστούν διαδοχικά κυβερνητικά βήματα στη σταδιακή μετατροπή των δημόσιων επικουρικών ταμείων καθορισμένων παροχών, όπου ο ασφαλισμένος ήξερε τι θα λάβει στο τέλος του εργάσιμου βίου του, σε ένα Ταμείο με χαρακτηριστικά ιδιωτικής ασφάλισης, όπου ενώ ο ασφαλισμένος γνωρίζει τι θα πληρώνει, κανένας δε θα γνωρίζει τι θα λάβει ως συνταξιοδοτική παροχή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σημερινό «δημόσιο» ΕΤΕΑΕΠ, που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν καταργηθεί τα κατώτερα όρια σύνταξης και απαγορεύεται η οποιαδήποτε κρατική χρηματοδότηση. Το ύψος της σύνταξης θα εξαρτάται από τα υπάρχοντα αποθεματικά (που θα βρίσκονται συνεχώς «στο κόκκινο», λόγω των μειώσεων σε μισθούς και εργοδοτικές εισφορές), όπως και σε έναν ιδιωτικό ασφαλιστικό τομέα θα εξαρτάται από τις ανάγκες κερδοφορίας του. Η ελεύθερη διαχείριση του «ατομικού κουμπαρά» (που διαλαλεί η ΝΔ) θα έχει πολύ σαφή και ασφυκτικά όρια.

Παρά το ψευδεπίγραφο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο φορέας επικουρικής ασφάλισης έχει σήμερα δημόσιο χαρακτήρα, σε αντίθεση υποτίθεται με το σχέδιο της ΝΔ που προβλέπει και ιδιωτικούς φορείς στο 2ο πυλώνα, η ίδια η πραγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου προβλέπει ότι το ΕΤΕΑΕΠ οφείλει να λειτουργεί με την αρχή της «νοητής κεφαλαιοποίησης», ενώ οι εισφορές του κάθε ασφαλισμένου καταγράφονται σε «ατομικές μερίδες», δίδυμα αδελφάκια των «ατομικών λογαριασμών» της πρότασης της ΝΔ

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε άθικτο όλο το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο για τη δυνατότητα ίδρυσης επαγγελματικών Ταμείων στο χώρο της επικουρικής ασφάλισης (και όχι μόνο). Η ραγδαία δε μείωση των επικουρικών συντάξεων όλα τα τελευταία χρόνια λειτούργησε πρακτικά ως ισχυρό κίνητρο για την προώθηση τέτοιων Ταμείων και την αποδοχή τους από τους ασφαλισμένους ως διέξοδο από το σημερινό χάλι. Η ίδια η πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι και η δημιουργία επαγγελματικών Ταμείων, όπως αυτό των εργαζόμενων στο Φάρμακο, στην οποία πρωτοστάτησαν συνδικαλιστικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ,41 δεν μπόρεσε να αποτρέψει το πετσόκομμα των επικουρικών συντάξεων.

ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ βαδίζουν λοιπόν χέρι-χέρι στην παραπέρα υπονόμευση του δημόσιου, κοινωνικού, αναδιανεμητικού χαρακτήρα της ασφάλισης.42 Στο έδαφος υπαρκτών προβλημάτων του συστήματος και της συστηματικής διασπάθισης (στην πραγματικότητα, διοχέτευση μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό στις διάφορες ανάγκες χρηματοδότησης του κεφαλαίου) των εισφορών των εργαζόμενων προωθούνται συστηματικά διάφορα ιδιωτικά ή «δημόσια» ανταποδοτικά συστήματα ασφάλισης, με στόχο να απαλλαγούν οι καπιταλιστές και το αστικό κράτος από το «βάρος» της ασφάλισης. Πρόκειται για τη ζωντανή πραγματικότητα ολόκληρης της ΕΕ, που οι κατευθύνσεις της κάνουν λόγο για «λήψη κατάλληλων μέτρων για την περαιτέρω βελτίωση της επικουρικής ιδιωτικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, όπως είναι τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα...»43.

 

ΤΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΝΔ

Οι σημερινές αναγκαιότητες στήριξης του κεφαλαίου από το αστικό κράτος έχουν περιορίσει δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες τα περιθώρια χρηματοδότησης σε μια σειρά τομείς της λεγόμενης κοινωνικής πολιτικής: Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κτλ. Στο έδαφος του τσεκουρώματος των κοινωνικών παροχών προσαρμόστηκαν και τα αντίστοιχα ιδεολογήματα που χρησιμοποιεί η αστική τάξη. Ενώ διατηρήθηκε το βασικό μοτίβο περί «κοινωνικού κράτους», του προσδίδεται πια ένα ουσιαστικά νέο, πιο ισχνό περιεχόμενο, με την έμφαση να δίνεται πλέον στη διαβόητη «κοινωνική αλληλεγγύη». Αναπτύχθηκαν επιπλέον, από την εποχή ακόμα του Ρίγκαν στις ΗΠΑ, νέα ιδεολογήματα, που ισχυρίζονται ότι τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα «παγιδεύουν» όσους τα παίρνουν στη φτώχεια και ότι, επομένως, η λήψη τους πρέπει να συνδυάζεται με κάποια κοινωνική προσφορά του δικαιούχου (δηλαδή με την εκτέλεση μιας κακά πληρωνόμενης εργασίας).

Στις τοποθετήσεις του προέδρου της ΝΔ στη ΔΕΘ προβλήθηκαν οι ακόλουθοι βασικοί άξονες στη σφαίρα της κοινωνικής πολιτικής:

  • Επέκταση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και ενσωμάτωση σε αυτό όλων των βασικών επιδομάτων. Η ΝΔ επαίρεται ότι ήταν αυτή που νομοθέτησε τη δημιουργία του, έργο που δήθεν υπονομεύτηκε για κάποιο διάστημα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πίσω από τις θριαμβολογίες κρύβεται το γεγονός ότι τα συστήματα «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι προσανατολισμένα στον περιορισμό αποκλειστικά των πιο ακραίων φαινομένων φτώχειας και εξαθλίωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εισοδηματικό όριο για τη χορήγησή του βρίσκεται κάτω από το επίσημα αναγνωρισμένο όριο φτώχειας. Στην περίπτωση της χώρας μας, για παράδειγμα, το εισόδημα μιας οικογένειας με δυο γονείς και δυο ανήλικα παιδιά δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 2.400 ευρώ για τους 6 μήνες πριν τη λήψη του ελάχιστου εισοδήματος, προκειμένου να χορηγηθεί η παροχή. Το ίδιο το ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την οικογένεια αυτή είναι συνολικά 400 ευρώ το μήνα (ή 13 ευρώ τη μέρα). Προφανής στόχος, πέρα από τον κατευνασμό της κοινωνικής δυσαρέσκειας, είναι η διατήρηση του μισοάνεργου-μισοεργαζόμενου ανθρώπινου δυναμικού σε μια στοιχειώδη κατάσταση επιβίωσης για τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Στο όνομα της επανένταξης στην παραγωγική εργασία, η πρόθεση να εξασφαλιστεί φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό για τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποκαλύπτεται σε επιμέρους όψεις αυτών των προγραμμάτων: Π.χ., σύνδεση της χορήγησής του με τη συμμετοχή του δικαιούχου σε διάφορα σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης ή η πρόβλεψη για σταμάτημα της χορήγησης σε περίπτωση άρνησης από το δικαιούχο της όποιας προσφερόμενης εργασίας.

  • Παρόλο που, στα λόγια, η ΝΔ υποστηρίζει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να καθορίζεται με διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζόμενων, στην πράξη εντάσσει το ζήτημα στους άξονες της κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Συνεχίζει, δηλαδή, τη στήριξή της στη μνημονιακή διάταξη για καθορισμό του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση.

Αυτό αποδείχτηκε και με την υπερψήφιση από μέρους της της πρόσφατης τροπολογίας του ΣΥΡΙΖΑ που προβλέπει ότι ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, δηλαδή από το αστικό κράτος, μετά από διαβούλευση με τους «κοινωνικούς εταίρους» και με κριτήριο την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας». Η δέσμευση της ΝΔ για κατάργηση της αθλιότητας του «υποκατώτατου» μισθού, στο έδαφος του πολύ χαμηλού επιπέδου του βασικού κατώτατου μισθού, καμία ουσιαστική ανάσα δεν μπορεί να προσφέρει στους νέους εργαζόμενους.

  • Καθιέρωση ρύθμισης 120 δόσεων, με ελάχιστη δόση τα 20 ευρώ το μήνα, για χρέη έως 3.000 ευρώ προς το Δημόσιο. Πρόκειται στην ουσία για μια επανάληψη παλιότερων ρυθμίσεων, που στόχο έχουν τη σταδιακή είσπραξη από το αστικό κράτος οφειλών των λαϊκών στρωμάτων από διάφορα χαράτσια.
  • Κουπόνια 180 ευρώ μηνιαίως σε νέα ζευγάρια για πρόσβαση των παιδιών τους σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, αν δε βρίσκουν θέση στους δημοτικούς. Η επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο αθλιότητα του να μένουν χιλιάδες παιδιά έξω από τους δημοτικούς σταθμούς επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με την άμεση παροχέτευση ζεστού κρατικού χρήματος σε ιδιώτες. Καμία αναφορά φυσικά δε γίνεται στην ανάγκη κατασκευής και στελέχωσης σύγχρονων παιδικών σταθμών σε επαρκή αριθμό που να καλύπτει το σύνολο των αναγκών.

Πρόκειται για μια πολιτική που ήδη εφαρμόζεται από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σε πρόσφατη ημερίδα των ιδιοκτητών παιδικών σταθμών, η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Θ. Φωτίου κάλεσε τους επιχειρηματίες του κλάδου να παρέμβουν πιο ενεργά και να εκμεταλλευτούν το κρατικό χρήμα: «Από τους 325 δήμους οι 161 δεν έχουν ούτε ένα βρεφικό σταθμό, ούτε έναν. Άρα, στην πραγματικότητα η ζήτηση [σ.σ. κουπονιών] είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν που ακούτε, για τον απλούστατο λόγο ότι, εκεί που ξέρουν ότι δεν έχουν ούτε ένα βρεφικό, δε ζητάει και κανείς [...] Άρα “πεδίον δόξης λαμπρόν”, πρόεδρε, γιατί η αγορά ανταποκρίθηκε σ’ αυτό που συνέβαινε»44.

 

Η «ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Στο έδαφος της συνολικότερης αντίληψής της για το ρόλο και το χαρακτήρα του αστικού κράτους, όπως εκτέθηκε και σε προηγούμενη ενότητα του άρθρου, η ΝΔ προβάλλει και μια σειρά μέτρα αναγκαία για την «ανασυγκρότηση» της κρατικής μηχανής προς όφελος των σημερινών αναγκαιοτήτων του κεφαλαίου. Σε επίπεδο προπαγανδιστικής ορολογίας αυτό αποτυπώνεται στις αναφορές για «κράτος λιτό και αποτελεσματικό, που μπορεί να ξοδεύει λιγότερα και να προσφέρει πολύ περισσότερα». Ο ιδιόμορφος αυτός τετραγωνισμός του κύκλου υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί με τη χρήση των εξής βασικών εργαλείων:

  • Την παραχώρηση περισσότερων κρατικών λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα. Στο ζήτημα αυτό η ΝΔ επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο πιο συνεπής εκφραστής των σύγχρονων, τεχνοκρατικών αντιλήψεων, σε αντίθεση με το ΣΥΡΙΖΑ που διακατέχεται από «κρατικίστικες αγκυλώσεις» λόγω των ιδεολογικών καταβολών του. Από τη ΔΕΘ ο πρόεδρος της ΝΔ παρουσίασε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ το ζήτημα του ΟΑΣΘ, όπου «στη σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα βρίσκεται η απάντηση και για τις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης»45, με την ανάμιξη και των ΚΤΕΛ. Το ζήτημα μάλιστα του ΟΑΣΘ συνδέθηκε και με την επερχόμενη το 2019 «απελευθέρωση» των αστικών συγκοινωνιών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οδηγιών. Στο πλαίσιο του ιδιότυπου συναγωνισμού μεταξύ των αστικών κομμάτων για την εύνοια του κεφαλαίου, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε και ψήφισε λίγες μέρες μετά τροπολογία που επιτρέπει την εκτέλεση αστικού μεταφορικού έργου από τα ΚΤΕΛ ή από «οδικό μεταφορέα επιβατών» (βλ. ιδιώτη).

Αξίζει να αναφερθεί ότι ένα επιπλέον παράδειγμα ώριμης και χρήσιμης ιδιωτικοποίησης κρατικών λειτουργιών που αναφέρθηκε αφορούσε την κατασκευή σχολείων από τον ιδιωτικό τομέα σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπως το Κερατσίνι, με την ανάληψη από τον κατασκευαστή της λειτουργίας και της συντήρησης των σχολείων για 25 χρόνια.46

  • Την αξιολόγηση των υπαλλήλων και των κρατικών υπηρεσιών. Πρόκειται για το γνωστό μοτίβο που, με διάφορες παραλλαγές συστημάτων, υιοθετούν και προωθούν όλα τα αστικά κόμματα. Η ΝΔ επιχειρεί σήμερα να προσεταιριστεί ένα κομμάτι της κρατικής υπαλληλίας που έλκεται από το ΣΥΡΙΖΑ, εμφανιζόμενη ως διαφοροποιημένη σε σχέση με την προηγούμενη κυβερνητική της θητεία, όταν (με υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης τον νυν πρόεδρο του κόμματος) 25.000 υπάλληλοι είχαν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας το διάστημα 2013-2014. Οι διαθεσιμότητες αυτές, αλλά και οι καταργήσεις ολόκληρων υπηρεσιών, πραγματοποιούνταν στο φόντο της προώθησης ενός συστήματος αξιολόγησης των υπαλλήλων με υποχρεωτικές ποσοστώσεις: 25% άριστα, 60% μέτρια και 15% αρνητικά (για την τελευταία κατηγορία άνοιγε ο δρόμος για μειώσεις μισθών, μετακινήσεις, απολύσεις).

Η άθλια αυτή προϊστορία, που έγινε αντικείμενο πολύπλευρης εκμετάλλευσης από το ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που ο ίδιος σήμερα προωθεί τους ίδιους στρατηγικούς στόχους ανασυγκρότησης του κράτους με πιο μελιστάλαχτο τρόπο, επιβάλλει σήμερα στη ΝΔ να προβάλλει στην πρώτη γραμμή ότι «δε θα γίνουν απολύσεις στο Δημόσιο». Ο πρόεδρος μάλιστα της ΝΔ επιχειρεί να χαϊδέψει τα αφτιά της κρατικής υπαλληλίας αναγορεύοντάς την σε «αρωγούς στην προσπάθεια εξυγίανσης του κράτους» και αποκαλώντας τους «κρατικούς λειτουργούς» και όχι δημόσιους υπαλλήλους, που θα ενισχυθούν δήθεν μέσα από διάφορα προγράμματα επιμόρφωσης για να αναπτύξουν τις ικανότητες και την πρωτοβουλία τους.

Αυτό βέβαια που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τη ΝΔ, ούτε από κανένα άλλο αστικό κόμμα, είναι η ανάγκη για έναν κρατικό τομέα πιο λιτό σε ανθρώπινο δυναμικό (λιγότερες προσλήψεις από τις συνταξιοδοτήσεις) και με ένα σύστημα αξιολόγησης που θα κρίνει τον υπάλληλο στη βάση του πόσο πιστά υλοποιεί τις αντιλαϊκές κατευθύνσεις της κρατικής πολιτικής. Η αστική κρατική μηχανή δεν υπάρχει για να δίνει εφόδια στους υπαλλήλους, προκειμένου αυτοί «να μπορούν να κάνουν αυτό που θέλουν»47, όπως ψευδώς ισχυρίζεται ο πρόεδρος της ΝΔ, αλλά παρέχει τα όποια εφόδια ώστε οι υπάλληλοι να είναι ικανοί και υπάκουοι εκτελεστές της αστικής πολιτικής. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι μέσα από τα λεγόμενα της ΝΔ μένει ανοιχτό το παράθυρο για μια μαζική έξοδο εργαζόμενων από την κρατική διοίκηση, μέσα από την αποκαλούμενη «προτεραιοποίηση των προσλήψεων» (εκεί που υφίστανται «πάγιες και διαρκείς» ανάγκες), με το ταυτόχρονο πέρασμα ακόμα περισσότερων κρατικών λειτουργιών σε ιδιωτικά συμφέροντα.

Στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ ο πρόεδρος της ΝΔ ήταν αποκαλυπτικός στο ζήτημα αυτό. Ενώ, από τη μια, φαινόταν να αποδέχεται την αναγκαιότητα επιπλέον εργαζόμενων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, έθετε τις όποιες προσλήψεις υπό την αίρεση του αν «μπορούμε να τις υποστηρίξουμε ως κράτος», ενώ, από την άλλη, τα κουπόνια για τους ιδιωτικούς σταθμούς που προωθεί σπρώχνουν στις ελληνικές καλένδες το ζήτημα των αναγκαίων υποδομών. Με ανάλογο τρόπο, στο ζήτημα της δασικής προστασίας αποδέχεται την αθλιότητα των εποχικών προσλήψεων για τους καλοκαιρινούς μήνες στη δασική υπηρεσία, μοντέλο που έχει καταντήσει τη δασοπροστασία τραγικό ανέκδοτο.

 

ΝΔ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ - ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Η απλή αντιπαραβολή των πολιτικών προτάσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων αστικών κομμάτων, όπως του «Κινήματος Αλλαγής», αποκαλύπτει μια σημαντική ομοιότητα, τόσο στους βασικούς άξονες της πολιτικής (ενίσχυση επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας, απελευθέρωση αγορών, κλαδικές προτεραιότητες) όσο και σε επιμέρους μέτρα. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να προκαλεί κατάπληξη! Κοινός τόπος και στόχος αυτών των κομμάτων είναι η υπηρέτηση του στρατηγικού σχεδιασμού της αστικής τάξης στην Ελλάδα: Η ανάκαμψη της κερδοφορίας της μετά από μια εξαιρετικά παρατεταμένη οικονομική κρίση, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της σε περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με αναγκαίο μοχλό τη μείωση του κόστους παραγωγής, πρώτα και κύρια της τιμής της εργατικής δύναμης, η μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο στην περιοχή, σε αμοιβαίες συμφωνίες και οξύτατους ανταγωνισμούς με τις αστικές τάξεις άλλων χωρών.

Ο κοινός αυτός στόχος δεν επιτρέπει ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στο μίγμα της πολιτικής που ασκεί ο εκάστοτε κυβερνητικός διαχειριστής, ούτε καν τις διαφορές που χαρακτήριζαν φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε παλιότερες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ταξικής πάλης. Η ομοιότητα αυτή των πολιτικών προτάσεων και πρακτικών αντικειμενικά δυσκολεύει τις προσπάθειες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα μετά τη ραγδαία μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα-σημαιοφόρο της αστικής τάξης και του ευρωατλαντισμού, γιατί δε δίνει ουσιαστικές, φιλο-συστημικές εναλλακτικές στα εργατικά και λαϊκά στρώματα που βλέπουν το εισόδημά τους να βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς συμπίεσης. Η λύση που αναζητούν τα αστικά κόμματα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, είναι η προσφυγή σε κάλπικες διαχωριστικές γραμμές: Ακροδεξιά-Αντιδεξιά, πρόοδος-συντήρηση, υγιείς παραγωγικές δυνάμεις - σάπιος κρατικοδίαιτος καπιταλισμός.

Κατά την 83η ΔΕΘ, ο πρόεδρος της ΝΔ, επιχειρώντας να τονίσει τις διαφορές των προτάσεων του κόμματός του από τις αντίστοιχες της κυβέρνησης μία βδομάδα νωρίτερα, έθεσε τα εξής τέσσερα ζητήματα:

  • Ότι η ΝΔ προβάλλει ένα «συνολικό σχέδιο για την ανάταξη της οικονομίας, δίνοντας προτεραιότητα στην απελευθέρωση των υγιών δυνάμεων της ελληνικής επιχειρηματικότητας», σε αντίθεση με μια αποσπασματική καταγραφή μέτρων.
  • Ότι η ΝΔ στοχεύει στο μεγάλωμα της πίτας που θα δημιουργήσει «πλούτο για όλους», σε αντίθεση με το ΣΥΡΙΖΑ που περιορίζεται να μοιράζει μόνο φτώχεια μέσα από επιδόματα.
  • Ότι η αναπτυξιακή πρόταση της ΝΔ και οι προτάσεις για μείωση της φορολογίας συνδέονται με το «συμμάζεμα του κράτους», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει το κράτος, άρα και οι προτάσεις του είναι ανεδαφικές.
  • Ότι το σχέδιο της ΝΔ αφορά όλους και όχι «κάποιες κοινωνικές ομάδες».

Είναι φανερό από τα παραπάνω επιχειρήματα ότι η ΝΔ παλεύει με ένα σκιάχτρο και όχι με την πραγματική πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει αποδείξει στη διάρκεια της περασμένης τριετίας ότι εφαρμόζει με συνέπεια ένα «συνολικό σχέδιο» για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, ένα σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος, και με κορμό όλους τους εφαρμοστικούς μνημονιακούς νόμους. Η κυβέρνηση έχει λάβει πολλαπλά εύσημα από το κεφάλαιο για τις προσπάθειες της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου και «μεγαλώματος της πίτας», ενώ προωθεί δραστήρια και στοχευμένα τις ιδιωτικοποιήσεις (το «συμμάζεμα» της επιχειρηματικής δραστηριότητας του αστικού κράτους) σε όλους τους τομείς που προτάσσει το κεφάλαιο. Από την άλλη μεριά, η προσπάθεια ενσωμάτωσης των πιο εξαθλιωμένων «κοινωνικών ομάδων», μέσα και από την επιδοματική πολιτική, συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα της αστικής διαχείρισης, που και η ίδια η ΝΔ έχει υλοποιήσει στο παρελθόν. Συμπερασματικά, το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη!

Η συνεπής προώθηση των σχεδιασμών των ιμπεριαλιστικών επιτελείων από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στα λεγόμενα του Αμερικανού πρέσβη κατά τη φετινή ΔΕΘ: «Αυτή η πρωτοβουλία [σ.σ. για το Νότιο Διάδρομο Αερίου], μία από τις πιο σύνθετες του είδους της που έχουν ποτέ αναπτυχθεί, βρίσκεται στην αιχμή της προσπάθειας για την προσφορά εναλλακτικής πηγής αερίου στην Ευρώπη για πρώτη φορά, και η Ελλάδα, μέσω της στήριξής της στο Διαδριατικό Αγωγό (ΤAP), διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην επίτευξη αυτού του στόχου [...] Αυτές οι πρωτοβουλίες δίνουν ώθηση στην ενεργειακή ανθεκτικότητα της Ελλάδας, ισχυροποιούν τις περιφερειακές αγορές και δημιουργούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Βοηθούν, επίσης, στην επίτευξη του κοινού στόχου για αυξημένες εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη, όπως αυτός αναδείχτηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Γιούνκερ [...] Η πρόσφατη επιτυχημένη πώληση του ΔΕΣΦΑ και οι επερχόμενες ιδιωτικοποιήσεις στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η επικείμενη πώληση πλειοψηφικού μεριδίου στα ΕΛΠΕ, όλα αυτά προσφέρουν την ευκαιρία για νέο κεφάλαιο και νέα καινοτομία στον ενεργειακό τομέα της Ελλάδας, σε μια εποχή που η χώρα επιστρέφει στην ανάπτυξη και είναι ικανή να επωφεληθεί από τη μεταλλασσόμενη ενεργειακή αγορά»48.

Πιο πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, κατά τη συνάντησή του με τον Π. Καμμένο στην Ουάσιγκτον, έθεσε παραστατικά όλη την γκάμα των ζητημάτων στα οποία η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμπορεύεται με τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία: «Ο κόλπος της Σούδας είναι ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια προσέγγισης στη Μεσόγειο [...] έχουμε πολύ στενή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών μου επαφών με τον υπουργό Άμυνας. (Η Ελλάδα) είναι ένας εξαιρετικός σύμμαχος σε όλους τους τομείς, από τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης ως τη στήριξη που παρέχουν στις ναυτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και τη στρατιωτική μας συνεργασία συν τη διπλωματική μας συνεργασία στις Βρυξέλλες»49.

Αντίστοιχα, παρά τις κατά καιρούς φραστικές αντιπαραθέσεις και «καβγαδάκια», η σχετικά ισοβαρής στάση που κρατάει ο ΣΕΒ ανάμεσα στα 2 βασικά αστικά πολιτικά κόμματα συνιστά στην ουσία μια στήριξη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ιδιαίτερα ο «Σύλλογος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος» επιδοκιμάζει πιο ανοιχτά την κυβερνητική πολιτική. Κατά την ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ, ο πρόεδρός του συγχάρηκε τον Α. Τσίπρα για την επικείμενη έξοδο από τα μνημόνια και υιοθέτησε το κυβερνητικό αφήγημα ότι αυτή σηματοδοτεί την «αρχή μιας νέας περιόδου». Κλείνοντας πονηρά το μάτι σε μια άλλη σταθερά της κυβερνητικής προπαγάνδας και ασκώντας κριτική προς τους παλιότερους αστικούς διαχειριστές, εκτίμησε ότι «οι ηγεσίες της χώρας μας, αλλά και των δανειστών, έκαναν καθοριστικά λάθη στο μίγμα πολιτικής, στο χρονισμό των μεταρρυθμίσεων και στην υλοποίησή τους». Στη δική του ομιλία ο Α. Τσίπρας ξεδίπλωσε την κυβερνητική πολιτική σε όλο το φάσμα των ζητημάτων που θέτει προς λύση το κεφάλαιο: Μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία, διευκόλυνση της αδειοδότησης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσα και από το χωροταξικό σχεδιασμό, «μεταρρυθμίσεις» στο δικαστικό και στο φορολογικό σύστημα, στήριξη των εξαγωγών, βιομηχανικά πάρκα, επίλυση του «κρίσιμου ζητήματος της χρηματοδότησης» των επιχειρήσεων με τη στήριξη των τραπεζών κτλ.

Τα παραπάνω δε σημαίνουν, φυσικά, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν, μέσα στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής, διαφωνίες ή και διαπάλη για το είδος και το εύρος των μεταρρυθμίσεων προς όφελος του κεφαλαίου. Παρά την προσέγγιση των ιστορικών ρευμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και του φιλελευθερισμού στην εφαρμοζόμενη πολιτική, η πείρα των τελευταίων δεκαετιών φανερώνει ότι τέτοιες διαφωνίες εξακολουθούν να εμφανίζονται, ιδιαίτερα σε περιόδους κορύφωσης της οικονομικής κρίσης. Έτσι, σήμερα, βλέπει κανείς διαφωνίες στα αστικά επιτελεία πολλών χωρών σχετικά με τους αναγκαίους όρους των εμπορικών ανταλλαγών και το εύρος των αναγκαίων προστατευτικών μέτρων («εμπορικός πόλεμος» των ΗΠΑ κατά Κίνας, Γερμανίας, Τουρκίας κλπ.), στο έδαφος και των οξυνόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ή τις διαφωνίες μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ σχετικά με τους όρους διαχείρισης του κρατικού χρέους στην Ελλάδα, που αναπόδραστα επηρεάζουν και το μίγμα των ασκούμενων πολιτικών στη χώρα.

Ο βαθιά αντιδραστικός χαρακτήρας των προτάσεων όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναδεικνύει ορισμένα κρίσιμα ζητήματα για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα:

α) Η ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων έρχεται σε σύγκρουση με την ικανοποίηση των σύγχρονων, ολοένα διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών. Στο έδαφος μιας πιθανής καπιταλιστικής ανάπτυξης το μεγάλωμα της «πίτας» μπορεί να επιτρέψει σε μεμονωμένα και σαφώς οριοθετημένα τμήματα της εργατικής τάξης να βελτιώσουν σχετικά τη θέση τους, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αγκαλιάσει γενικευμένα την πλειοψηφία των εργαζόμενων.

β) Η στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το αστικό κράτος απαιτεί σήμερα το ραγδαίο περιορισμό των κοινωνικών κατακτήσεων προηγούμενων δεκαετιών (σε παιδεία, υγεία, πρόνοια κτλ.). Οι όποιες παρεμβάσεις του αστικού κράτους στους τομείς αυτούς θα περιορίζονται στο να συγκρατούν τα πιο εξαθλιωμένα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων από την απόλυτη περιθωριοποίηση και στο να διαμορφώνουν και τις αναγκαίες για τη μακροημέρευση του εκμεταλλευτικού συστήματος κοινωνικές συμμαχίες της αστικής τάξης.

γ) Η «κανονικότητα» των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών της ΕΕ, που συχνά προβάλλονται ως πρότυπο προς μίμηση, στηρίζεται σε μια ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, είτε μέσα από την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας (εξοντωτικά ωράρια, συνεχόμενες βάρδιες, «επιστημονικές» μέθοδοι οργάνωσης της εργασίας κτλ.) είτε μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα είναι το ετήσιο κομμάτι της «πίτας» που παίρνουν οι εργαζόμενοι ολοένα να μικραίνει και να ενισχύεται η σχετική εξαθλίωσή τους. «Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει καμία άλλη κανονική κατάσταση, παρά μόνο στα μυαλά αυτών που πουλάνε στους λαούς το παραμύθι του ανθρώπινου καπιταλισμού, που όλο τον προσεγγίζουν και ποτέ δεν τον πιάνουν»50.

Η αποκάλυψη των κάλπικων διλημμάτων, της τεχνητής πόλωσης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδιαίτερη σημασία για την οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης. Η ανάδειξη των αρνητικών συνεπειών που είχε για το λαό η επιλογή του δήθεν μικρότερου κακού τις προηγούμενες δεκαετίες μπορεί να συμβάλει σ’ αυτήν την προσπάθεια. Όμως το κύριο ζήτημα είναι να φωτίσουμε ολοκληρωμένα ότι υπάρχει δρόμος για να ζήσουν πολύ καλύτερα οι σημερινοί μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, σύμφωνα με τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες και τον πλούτο που παράγεται στη χώρα μας, υπάρχει ο δρόμος της εργατικής εξουσίας.

Η επιμονή στην προβολή της υπεροχής του σοσιαλισμού, της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της κεντρικά σχεδιασμένης ανάπτυξής τους με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας, αποτελεί το βασικό άξονα ενιαίας αντιπαράθεσης και με τους δύο πόλους του αστικού πολιτικού συστήματος.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Άγγελου Μπρατάκου: «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. «Λιβάνη», σελ. 246.
2. Για μια πιο αναλυτική εκτίμηση σχετικά με τη δυναμική της ΝΔ κατά τη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, δες Β. Όψιμος, «Οι εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία στο φόντο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2016.
3. Για την ένταξη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, δες την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάρτης του 2018), ΚΟΜΕΠ, τ. 3/2018 και Μ. Παπαδόπουλος, «Ο μύθος της “δίκαιης” ανάπτυξης: Το παράδειγμα του λιμανιού του Πειραιά», ΚΟΜΕΠ, τ.  4/2018.
4. Ως κλασικό ιστορικό παράδειγμα προβάλλεται εδώ το «Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» (FDP) στη Γερμανία και ο ηγέτης του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ. Μεταξύ 1969 και 1982 το FDP συγκυβέρνησε με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ από το 1982 έως το 1992 συμμάχησε και συγκυβέρνησε με τους Χριστιανοδημοκράτες. Τα χρόνια αυτά η εκλογική του δύναμη κυμάνθηκε μεταξύ 6% και 11%. Από τότε εμφανίστηκαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε διάφορες χώρες, μαζί και στην Ελλάδα, ανάλογα κόμματα-παρτενέρ των βασικών αστικών δυνάμεων. 
5. Ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπα, στην 83η ΔΕΘ.
6. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
7. Ν. Βούτσης, «Αναγκαία η διαμόρφωση προοδευτικού πόλου στην Ευρώπη και στη χώρα μας», εφημερίδα «Τα Νέα», 17 Σεπτέμβρη 2018.
8. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην Εθνική Συνδιάσκεψη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, 18 Μάρτη 2018. https://nd.gr
9. Ομιλία του αστού πανεπιστημιακού Στ. Ράμφου στο 11ο Συνέδριο της ΝΔ.
10. «Ποιοι είμαστε, Ιδεολογία», https://nd.gr
11. Για παράδειγμα, το λεγόμενο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» («Κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης») που η ΝΔ επαίρεται ότι πρώτη θεσμοθέτησε. Δες και «Πολιτική συμφιλίωσης του λαού με τη φτώχεια και την ανακύκλωσή της», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 18 Σεπτέμβρη 2016.
12. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
13. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΝΔ, «η ρύθμιση πρέπει να περιοριστεί στην αναγκαία πλειοψηφία [50%+1] για τη λήψη απόφασης, όχι στη συζήτηση … η ψηφοφορία πρέπει να γίνεται με ηλεκτρονικό τρόπο». Οι ψευτο-δημοκρατικές προφάσεις περί διευκόλυνσης των εργαζομενων σε σωματεία πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας δεν μπορούν να συγκαλύψουν την ουσιαστική συμπόρευση της ΝΔ με τον περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος. 
14. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη διατύπωση αποτελεί μια κατά λέξη μεταφορά από το «Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία» του ΣΕΒ της 6ης Σεπτέμβρη 2018.
15. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
16. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
17. Ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπα, στην 83η ΔΕΘ.
18. Μανώλης Κοττάκης, «Η “επανάσταση” Κυριάκου», εφημερίδα «Εστία», 17 Σεπτέμβρη 2018. 
19. Παρόμοιες κριτικές εκτιμήσεις για τους «θεσμούς» έχουν γίνει επίσημα και από το ΣΕΒ.
20. «Για ένα νέο μείγμα πολιτικής κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο», στο «Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία», ΣΕΒ, 6 Σεπτέμβρη 2018.
21. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
22. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
23. Ό.π..
24. Ν. Χριστοδουλάκης, «Το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, 2008-2017», Συνέδριο ΣΕΒ για τις επενδύσεις, 23 Απρίλη 2018, http://www.sev.org.gr
25. Π.χ., η ΝΔ στηρίζει το σχεδιασμό και την υλοποίηση των λεγόμενων «Επιχειρηματικών Πάρκων Εφοδιαστικής Εθνικής Εμβέλειας» (σε Θριάσιο, Βόρεια Ελλάδα κ.α.) και την παραχώρηση ακινήτων και εκτάσεων από το ΤΑΙΠΕΔ για το σκοπό αυτό.
26. Δες και την ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στο συνέδριο του ΣΕΒ «Σχεδιάζουμε το μέλλον με επενδύσεις», 24 Απρίλη 2018.
27. Για το υπάρχον ήδη σήμερα καθεστώς πλήρους φορολογικής ασυλίας του εφοπλιστικού κεφαλαίου, δες εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11 Ιούλη 2014 και 14 Απρίλη 2016.
28. Για το ιστορικό της αντιπαράθεσης, δες και http://www.reporter.gr/Eidhseis/ %CE%9Daytilia/293117-Pws-apanthse-h-EEE-gia-to-forologiko-twn-efoplistwn? tmpl=component&print=1. Στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης συμφωνήθηκαν με τους δανειστές μια σειρά περιορισμένες αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
29. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στη Ναυτιλιακή Ένωση Πειραιά, 22 Μάη 2017. 
30. Κανονισμοί για τη χρήση καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο, που απαιτούν πολυδάπανες τεχνικές προσαρμογές στα υφιστάμενα πλοία.
31. Για το ζήτημα της αποκαλούμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δες και τις ομιλίες των Γρ. Λιονή και Κ. Παπαδάκη στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 22-23 Σεπτέμβρη 2018. 
32. Χαιρετισμός του Κυρ. Μητσοτάκη στο Digital Economy Forum 2018 (εκδήλωση ΣΕΠΕ), https://nd.gr
33. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
34. Ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, 29 Μάη 2018, http://www.sev.org.gr//
35. Στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ ο Κυρ. Μητσοτάκης προανήγγειλε μια πιο ολοκληρωμένη τοποθέτηση της ΝΔ σχετικά με το ζήτημα αυτό το επόμενο διάστημα.
36. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
37. Δες και «Ο καπιταλιστικός σχεδιασμός για την Περιφέρεια Αττικής. Το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας», κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2014.
38. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στη 2η Διεθνή Συνάντηση των Αθηνών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, 9 Μάρτη 2018.
39. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
40. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στη 2η Διεθνή Συνάντηση των Αθηνών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, 9 Μάρτη 2018.
41. «Κάλπικη αντιπαράθεση και για τα επικουρικά και τα επαγγελματικά ταμεία», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 22-23 Σεπτέμβρη 2018.
42.Για τις εξαγγελίες-απάτη του ΣΥΡΙΖΑ για τους νέους επιστήμονες, αυτοαπασχολούμενους και μισθωτούς με ΔΠΥ, δες Ηλ. Τσιμπουκάκη, «Χωρίς όρια η απάτη των εξαγγελιών Τσίπρα για το Ασφαλιστικό των επιστημόνων», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 15-16 Σεπτέμβρη 2018.
43. Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, 14 Δεκέμβρη 2016. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri =CELEX%3A32016L2341 
44. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 16 Οκτώβρη 2018, σελ. 18.
45. Ομιλία Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ. 
46. Για την κατασκευή των σχολείων αυτών, που γίνεται και με χρήματα της ΕΕ, δες «Κατασκευή 24 καινοτόμων σχολικών μονάδων στην Αττική», https://europa.eu/investeu/ projects/state-art-schools-built-attica_el
47. Συνέντευξη Κυρ. Μητσοτάκη στην 83η ΔΕΘ.
48. Ομιλία του Τζ. Πάιατ στο «Southeast Europe Energy Forum».
49. Εφημερίδα «Καθημερινή», 11 Οκτώβρη 2018.
50. Ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα στο 44ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή.