«Δογματισμός, σχολαστικισμός», «αποστέωση του κόμματος – αναπόφευχτη τιμωρία που ακολουθεί το βίαιο στραγγαλισμό της σκέψης»– να οι εχθροί που εναντίον τους ξεσπαθώνουν ιπποτικά οι υπερασπιστές της «ελευθερίας κριτικής» στο «Ραμπότσεγε Ντιέλο». Χαιρόμαστε πολύ που μπήκε αυτό το θέμα στην ημερησία διάταξη∙ θα προτείναμε μόνο να συμπληρωθεί μ’ ένα άλλο θέμα:
Ποιοι είναι οι κριτές;
Έχουμε μπροστά μας δυο εκδοτικές αγγελίες. Η μια περιέχει το «Πρόγραμμα του “Ραμπότσεγε Ντιέλο”, περιοδικού οργάνου της Ένωσης των ρώσων σοσιαλδημοκρατών» (ανάτυπο του 1ου τεύχους του «Ραμπότσεγε Ντιέλο»). Η άλλη είναι η «Αγγελία για επανάληψη των εκδόσεων της ομάδας “Απελευθέρωση της δουλειάς”»1. Και οι δυο χρονολογούνται από το 1899, όταν η «κρίση του μαρξισμού» από καιρό πια βρισκόταν στην ημερησία διάταξη. Και τι βλέπουμε; Στην πρώτη αγγελία του κάκου θα ψάχνατε να βρείτε έστω και μια νύξη σχετικά μ’ αυτό το φαινόμενο ή μια συγκεκριμένη έκθεση της θέσης που σκοπεύει να πάρει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα το νέο όργανο. Για τη θεωρητική δουλειά και τα επιταχτικά της καθήκοντα στην εποχή αυτή δεν υπάρχει λέξη ούτε στο πρόγραμμα αυτό, ούτε στα συμπληρωματικά σημεία που ψήφισε το τρίτο συνέδριο της «Ένωσης» το 19012 («Δυο συνέδρια», σελ. 15-18). Σ’ όλο αυτό το διάστημα η σύνταξη του «Ραμπότσεγε Ντιέλο» είχε αφήσει κατά μέρος τα θεωρητικά ζητήματα, παρ’ όλο που συγκινούσαν τους σοσιαλδημοκράτες όλου του κόσμου.
Αντίθετα, η άλλη αγγελία τονίζει κατά πρώτο λόγο, ότι τα τελευταία χρόνια μειώθηκε το ενδιαφέρον για τη θεωρία, ζητεί επιταχτικά να δίνεται «άγρυπνη προσοχή στη θεωρητική πλευρά του επαναστατικού κινήματος του προλεταριάτου» και καλεί σε «αμείλιχτη κριτική των μπερνσταϊνικών και των άλλων αντεπαναστατικών τάσεων» μέσα στο κίνημά μας. Τα τεύχη του «Ζαριά» που κυκλοφόρησαν δείχνουν πώς εκπληρώθηκε το πρόγραμμα αυτό.
Έτσι βλέπουμε πως οι ηχηρές φράσεις ενάντια στην αποστέωση της σκέψης κτλ. συγκαλύπτουν την αδιαφορία και την ανικανότητα σ’ ό,τι αφορά την ανάπτυξη της θεωρητικής σκέψης. Η περίπτωση των ρώσων σοσιαλδημοκρατών δείχνει πολύ παραστατικά το πανευρωπαϊκό φαινόμενο (που το έχουν σημειώσει από καιρό και οι γερμανοί μαρξιστές), ότι η πολυθρύλητη ελευθερία κριτικής δεν σημαίνει την αντικατάσταση μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά την ελευθερία απέναντι σε κάθε ολοκληρωμένη και βαθιά μελετημένη θεωρία, σημαίνει εκλεκτικισμό κι έλλειψη αρχών. Όποιος ξέρει κάπως την πραγματική κατάσταση του κινήματός μας, δεν μπορεί να μη βλέπει, ότι η πλατιά διάδοση του μαρξισμού συνοδεύτηκε από ορισμένη πτώση του θεωρητικού επιπέδου. Στο κίνημα, λόγω της πραχτικής του σημασίας και των πραχτικών επιτυχιών του, προσχώρησαν πολλοί άνθρωποι με πολύ μικρή ή χωρίς καμιά θεωρητική κατάρτιση. Απ’ αυτό μπορούμε να κρίνουμε πόση έλλειψη τακτ δείχνει το «Ραμπότσεγε Ντιέλο», όταν με θριαμβευτικό ύφος παραθέτει το απόφθεγμα του Μαρξ: «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος έχει περισσότερη αξία από μια δωδεκάδα προγράμματα»3. Το να επαναλαβαίνεις αυτές τις λέξεις σε περίοδο θεωρητικής σύγχυσης – είναι το ίδιο σαν να φωνάζεις βλέποντας μια κηδεία: «Πέντε πέντε την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα!». Άλλωστε τα παραπάνω λόγια του Μαρξ είναι παρμένα από το γράμμα του για το πρόγραμμα της Γκότα4, όπου επικρίνει αυστηρά τον εκλεκτικισμό στη διατύπωση των αρχών∙ αν πρέπει να ενωθείτε, έγραφε ο Μαρξ στους ηγέτες του κόμματος, κλείστε συμφωνίες για να ικανοποιήσετε τους πραχτικούς σκοπούς του κινήματος, μην επιτρέψτε όμως παζαρέματα πάνω σε αρχές, μη κάνετε «παραχωρήσεις» σε ζητήματα θεωρίας. Αυτή ήταν η σκέψη του Μαρξ∙ κι όμως βρίσκονται ανάμεσά μας άνθρωποι που στο όνομά του προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία της θεωρίας!
Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Ό,τι κι αν πει κανείς γι’ αυτή τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του οπορτουνισμού, που έχει γίνει της μόδας, συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης. Για τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία όμως η σημασία της θεωρίας μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ από τρία περιστατικά που συχνά τα ξεχνούν, και συγκεκριμένα: πρώτο, από το γεγονός ότι το κόμμα μας τώρα μόλις διαμορφώνεται, τώρα μόλις διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του και δεν έχει καθόλου ξεκαθαρίσει ακόμα τους λογαριασμούς του με τις άλλες κατευθύνσεις της επαναστατικής σκέψης, που απειλούν ν’ αποτραβήξουν το κίνημα από το σωστό δρόμο. Απεναντίας, ίσα ίσα τον τελευταίο καιρό σημειώθηκε (όπως από καιρό προειδοποιούσε ο Αξελρόντ5 τους «οικονομιστές») μια αναζωογόνηση των μη σοσιαλδημοκρατικών επαναστατικών κατευθύνσεων. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ένα λάθος, που από πρώτη ματιά φαίνεται «ασήμαντο», μπορεί να έχει τις πιο θλιβερές συνέπειες, και μόνο μύωπες μπορούν να θεωρούν άκαιρες ή περιττές τις συζητήσεις ανάμεσα στις ομάδες και τον αυστηρό διαχωρισμό των αποχρώσεων. Από την εδραίωση της μιας ή της άλλης «απόχρωσης» μπορεί να εξαρτηθεί το μέλλον της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας για πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Δεύτερο, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι από την ίδια τη φύση του κίνημα διεθνές. Αυτό δε σημαίνει απλώς, ότι πρέπει να καταπολεμούμε τον εθνικό σωβινισμό. Αυτό σημαίνει επίσης, ότι ένα κίνημα που αρχίζει σε μια νεαρή χώρα μπορεί να έχει επιτυχία μόνο εφόσον θα αξιοποιεί την πείρα των άλλων χωρών. Και για μια τέτοια αξιοποίηση δεν αρκεί η απλή γνώση της πείρας αυτής ή η απλή αντιγραφή των τελευταίων αποφάσεων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορείς να βλέπεις την πείρα αυτή κριτικά και να την επαληθεύεις με αυτοτέλεια. Μόνο όποιος αντιλαμβάνεται σε πόσο γιγάντιες διαστάσεις αναπτύχθηκε και διακλαδώθηκε το σύγχρονο εργατικό κίνημα, μπορεί να καταλάβει τι απόθεμα θεωρητικών δυνάμεων και πολιτικής (καθώς κι επαναστατικής) πείρας χρειάζεται για να εκπληρωθεί αυτό το καθήκον.
Τρίτο, τέτοια εθνικά καθήκοντα σαν κι αυτά που μπαίνουν τώρα στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία δεν έχουν μπει ποτέ ως τώρα σε κανένα σοσιαλιστικό κόμμα του κόσμου. Θα μας δοθεί παρακάτω η ευκαιρία να μιλήσουμε για τις πολιτικές και οργανωτικές υποχρεώσεις που μας επιβάλλει το καθήκον αυτό της απελευθέρωσης όλου του λαού από το ζυγό της απολυταρχίας. Τώρα θέλουμε απλώς να τονίσουμε, ότι το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία. Και για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης κάπως συγκεκριμένα τι σημαίνει αυτό, ας θυμηθεί μερικούς προδρόμους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας σαν τον Χέρτσεν, τον Μπελίνσκι, τον Τσερνισέβσκι και τη λαμπρή πλειάδα των επαναστατών της δεκαετίας 1870-1880. Ας σκεφτεί την παγκόσμια σημασία που αποχτά σήμερα η ρωσική φιλολογία, ας… μα φτάνουν κι αυτά!
Θα παραθέσουμε εδώ όσα είπε ο Ένγκελς το 1874 για τη σημασία της θεωρίας στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Ο Ένγκελς παραδέχεται όχι δυο μορφές του μεγάλου αγώνα της σοσιαλδημοκρατίας (την πολιτική και την οικονομική), –όπως συνηθίζεται σε μας– αλλά τρεις, βάζοντας πλάι σ’ αυτές και το θεωρητικό αγώνα. Οι συμβουλές του προς το γερμανικό εργατικό κίνημα που είχε δυναμώσει πραχτικά και πολιτικά, είναι τόσο διδαχτικές σ’ ό,τι αφορά τα σύγχρονα προβλήματα και συζητήσεις, ώστε ελπίζουμε να μη δυσανασχετήσει ο αναγνώστης εναντίον μας για την παράθεση μεγάλου αποσπάσματος από τον πρόλογό του στην μπροσούρα: «Der deutsche Bauernkrieg»6 που από καιρό έχει γίνει πολύ σπάνια στη βιβλιογραφία:
«Οι γερμανοί εργάτες έχουν δυο ουσιαστικά πλεονεχτήματα σε σύγκριση με τους εργάτες της υπόλοιπης Ευρώπης. Πρώτο, το πλεονέχτημα ότι ανήκουν στο θεωρητικότερο λαό της Ευρώπης και ότι διατήρησαν το αίσθημα της θεωρίας, που το έχασαν σχεδόν ολωσδιόλου οι λεγόμενες “μορφωμένες” τάξεις της Γερμανίας. Αν δεν είχε προηγηθεί η γερμανική φιλοσοφία, ιδιαίτερα η φιλοσοφία του Χέγκελ, δε θα δημιουργούνταν ποτέ ο γερμανικός επιστημονικός σοσιαλισμός, ο μόνος επιστημονικός σοσιαλισμός που υπήρξε ποτέ. Αν οι εργάτες δεν είχαν το αίσθημα της θεωρίας, ο επιστημονικός αυτός σοσιαλισμός δε θα έμπαινε ποτέ τόσο βαθιά στη σάρκα και στο αίμα τους, όπως το βλέπουμε να γίνεται τώρα. Και πόσο απέραντα μεγάλο είναι το πλεονέχτημα αυτό μας το δείχνει, από το ένα μέρος, η αδιαφορία απέναντι σε κάθε θεωρία, αδιαφορία η οποία αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες που το αγγλικό εργατικό κίνημα προχωρεί τόσο αργά, παρά τη θαυμάσια οργάνωση των διαφόρων επαγγελμάτων, και από το άλλο, η σύγχυση και οι ταλαντεύσεις που έσπειρε ο προυντονισμός με την αρχική του μορφή στους γάλλους και στους βέλγους και με τη γελοιογραφημένη μορφή που τον παρουσίασε ο Μπακούνιν στους ισπανούς και στους ιταλούς.
Το δεύτερο πλεονέχτημα είναι, ότι οι γερμανοί μπήκαν χρονικά σχεδόν τελευταίοι στο εργατικό κίνημα. Όπως ο γερμανικός θεωρητικός σοσιαλισμός ποτέ δε θα λησμονήσει ότι στηρίζεται στον Σαιν-Σιμόν, στον Φουριέ και στον Όουεν, –στους τρεις αυτούς διανοητές, που παρ’ όλη τη φαντασιοπληξία και τον ουτοπισμό τους συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες διάνοιες όλων των εποχών και με μεγαλοφυΐα πρόβλεψαν απειράριθμες αλήθειες που την ορθότητά τους την αποδείχνουμε σήμερα επιστημονικά– έτσι και το γερμανικό εργατικό κίνημα στην πράξη δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά, ότι αναπτύχθηκε στηριζόμενο στο αγγλικό και στο γαλλικό κίνημα, ότι μπόρεσε απλούστατα να επωφεληθεί από την ακριβοπληρωμένη πείρα τους, ν’ αποφύγει τώρα τα λάθη τους, που τότε ήταν στο μεγαλύτερο τους μέρος αναπόφευχτα. Πού θα βρισκόμασταν τώρα χωρίς το προηγούμενο των αγγλικών τρέιντ-γιούνιον και των πολιτικών εργατικών αγώνων της Γαλλίας, χωρίς τη γιγάντια ώθηση που έδοσε ιδιαίτερα η Κομμούνα του Παρισιού;
Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε, ότι οι γερμανοί εργάτες εκμεταλλεύτηκαν με σπάνια ικανότητα τα πλεονεχτήματα της θέσης τους. Για πρώτη φορά από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα, η πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της –τη θεωρητική, την πολιτική και την πραχτικοοικονομική (αντίσταση ενάντια στους κεφαλαιοκράτες)– διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεντρωτική, θα λέγαμε, επίθεση βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος.
Από το ένα μέρος αυτή η πλεονεχτική τους θέση και από το άλλο οι νησιώτικες ιδιομορφίες του αγγλικού κινήματος και η βίαιη κατάπνιξη του γαλλικού κινήματος είχαν αποτέλεσμα να βρεθούν οι γερμανοί εργάτες τη στιγμή αυτή επικεφαλής του προλεταριακού αγώνα. Για πόσο καιρό θα τους επιτρέψουν τα γεγονότα να κρατούν την τιμητική αυτή θέση, αυτό δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Όσο καιρό όμως θα την κρατούν, ελπίζουμε πως θα εκπληρώσουν αντάξια τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Αυτό απαιτεί διπλάσιες προσπάθειες σ’ όλους τους τομείς του αγώνα και της ζύμωσης. Ιδιαίτερα καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία, και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται σαν επιστήμη, δηλ. να τον μελετούν. Η συνείδηση αυτών των καθηκόντων που θ’ αποχτιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα φωτίζεται συνεχώς, πρέπει να διαδίδεται με όλο και μεγαλύτερο ζήλο μέσα στους εργάτες και να δένεται όλο και πιο σφιχτά η οργάνωση τόσο του κόμματος όσο και των επαγγελματικών συνδικάτων…
…Αν οι γερμανοί εργάτες εξακολουθήσουν να προπορεύονται κατά τον ίδιο τρόπο, δε θα βαδίζουν ακριβώς επικεφαλής του κινήματος –και δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον του κινήματος να βαδίζουν επικεφαλής του οι εργάτες ενός οποιουδήποτε έθνους– αλλά θα κατέχουν τιμητική θέση μέσα στις γραμμές των αγωνιστών. Και θα βρεθούν πάνοπλοι, αν αναπάντεχα σοβαρές δοκιμασίες είτε μεγάλα γεγονότα απαιτήσουν απ’ αυτούς μεγαλύτερο θάρρος, μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και δύναμη θέλησης»7.
Τα λόγια του Ένγκελς αποδείχτηκαν προφητικά. Ύστερα από λίγα χρόνια βρήκαν τους γερμανούς εργάτες αναπάντεχα σοβαρές δοκιμασίες, με τον έκτακτο νόμο ενάντια στους σοσιαλιστές. Και οι γερμανοί εργάτες πραγματικά τις αντιμετώπισαν πάνοπλοι και μπόρεσαν να βγουν απ’ αυτές νικητές.
Το ρωσικό προλεταριάτο το περιμένουν ασύγκριτα πιο σκληρές δοκιμασίες∙ θα χρειαστεί να παλαίψει μ’ ένα τέρας, που μπροστά του ο έκτακτος νόμος σε μια συνταγματική χώρα φαίνεται πραγματικά πυγμαίος. Η ιστορία έβαλε τώρα μπροστά μας ένα άμεσο καθήκον, που είναι το πιο επαναστατικό απ’ όλα τα άμεσα καθήκοντα που αντιμετωπίζει το προλεταριάτο οποιασδήποτε άλλης χώρας. Η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, το γκρέμισμα του πιο ισχυρού προπύργιου, όχι μονάχα της ευρωπαϊκής, μα ακόμα (μπορούμε τώρα να το πούμε) και της ασιατικής αντίδρασης, θα έκανε το ρωσικό προλεταριάτο εμπροσθοφυλακή του διεθνούς επαναστατικού προλεταριάτου. Κι έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι θ’ αποκτήσουμε αυτό τον τιμητικό τίτλο που τον αξίζουν και οι πρόδρομοί μας, οι επαναστάτες της δεκαετίας 1870-1880, αν κατορθώσουμε να εμπνεύσουμε στο κίνημά μας, που είναι χίλιες φορές πλατύτερο και βαθύτερο, την ίδια απεριόριστη αποφασιστικότητα και δύναμη θέλησης.