Το 1874, στον πρόλογο του έργου του «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», ο Ενγκελς έγραφε για τη συνθετότητα (τις τρεις κατευθύνσεις) της ταξικής πάλης και τη σημασία της θεωρητικής-επιστημονικής αυστηρότητας στην προσέγγιση των ζητημάτων της: «…πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της - τη θεωρητική, την πολιτική και την πραχτικοοικονομική (αντίσταση ενάντια στους κεφαλαιοκράτες)- διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτή ακριβώς τη συγκεντρωτική, θα λέγαμε, επίθεση βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος. […]
Ιδιαίτερα καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία, και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται ως επιστήμη, δηλ. να τον μελετούν. Η συνείδηση αυτών των καθηκόντων που θα αποκτιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα φωτίζεται συνεχώς, πρέπει να διαδίδεται με όλο και μεγαλύτερο ζήλο μέσα στους εργάτες και να δένεται όλο και πιο σφιχτά η οργάνωση τόσο του Κόμματος όσο και των επαγγελματικών συνδικάτων…»9.
Πρόκειται για θέση εξαιρετικής σημασίας και επικαιρότητας. Η μελέτη και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας από το κόμμα της εργατικής τάξης είναι αναπόσπαστο στοιχείο του επαναστατικού του χαρακτήρα και η διάδοσή της στις εργατικές δυνάμεις αποτελεί όπλο στην πάλη με τον οπορτουνισμό, στη θωράκιση απέναντι στις πιέσεις για προσαρμογή - ενσωμάτωση στο σύστημα.
Από την εποχή συγγραφής των έργων θεμελίωσης του επιστημονικού κομμουνισμού προβάλλει η αναγκαιότητα πολιτικού διαχωρισμού της εργατικής από την αστική τάξη, με τη συγκρότηση του δικού της επαναστατικού κόμματος, μέσω του οποίου συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της. Φυσικά, όπως το έχει αποδείξει και η ιστορία, ο ρόλος του κόμματος της εργατικής τάξης δεν είναι διασφαλισμένος με τη συγκρότησή του και μόνο.
Για τις δυσκολίες διαχωρισμού της εργατικής τάξης και των ηγετών της από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, ο Λένιν επισημαίνει ότι «…υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με ταλέντο και χωρίς ταλέντο, τίμιοι και μη τίμιοι που συνεπαρμένοι από την πάλη για την πολιτική ελευθερία, από την πάλη ενάντια στην απολυταρχία των βασιλιάδων, της αστυνομίας και των παπάδων δεν έβλεπαν την αντίθεση των συμφερόντων της αστικής τάξης και του προλεταριάτου»10.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Κομμούνα του Παρισιού (1871), παρόλο που η αστική τάξη έχασε τον επαναστατικό (απέναντι στη φεουδαρχία) χαρακτήρα της, ισχυροποιήθηκε η τάση το εργατικό κίνημα να ακολουθεί ως ουρά τις αστικές επιδιώξεις. Η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιουργούσε αυταπάτες για σταθερή ανοδική πορεία της εργατικής τάξης, ενώ μοχλός πίεσης κι ενσωμάτωσης γίνονταν τα καλύτερα αμειβόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, η εργατική αριστοκρατία. Αυτό είχε αντανάκλαση και στα κόμματα της εργατικής τάξης, παρόλο που διακήρυτταν το μαρξισμό ως θεωρία τους.
Στο άρθρο με τίτλο «Ενα εργατικό Κόμμα», γραμμένο το 1881 για την εφημερίδα των βρετανικών συνδικάτων, ο Ενγκελς αναδεικνύει τις δυσκολίες ανάπτυξης της ταξικής πάλης από το οικονομικό στο πολιτικό επίπεδο, την έλλειψη στην Αγγλία ενός εργατικού κόμματος με διακριτό ταξικό πολιτικό χαρακτήρα, εξαιτίας της κυριαρχίας της εργατικής αριστοκρατίας.
Λίγο μετά την εξέγερση των εργατών για το οκτάωρο το Μάη 1886 στο Σικάγο και τις απεργίες σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ, ο Ενγκελς έγραψε τον πρόλογο για την αμερικάνικη έκδοση του έργου του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Αυτός ο πρόλογος περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής». Στον πρόλογο αναφέρει ότι λίγους μήνες πριν κανείς δε θα περίμενε αυτά τα γεγονότα, ενώ και ολόκληρη η κοινή γνώμη της Αμερικής θα συμφωνούσε πως η ταξική πάλη ήταν αδύνατη σε αυτή τη χώρα, πως ο «σοσιαλισμός είναι ένα φρούτο που εισάγεται από το εξωτερικό». Αναδεικνύει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης που γεννιέται από την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, την απόλυτη ανάγκη να συγκροτηθεί κόμμα της εργατικής τάξης ως «ξεχωριστό πολιτικό κόμμα […] ανεξάρτητα από όλα τα παλιά κόμματα, ανεξάρτητα από τις διάφορες ομάδες των κυρίαρχων τάξεων και στέκεται εχθρικά προς αυτές»11.
Εχει ιδιαίτερη επικαιρότητα η αναφορά του Ενγκελς στα καθήκοντα του εργατικού κινήματος στην Αμερική, αναδεικνύοντας τον ενιαίο και διεθνή χαρακτήρα των καθηκόντων του κόμματος της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα σε ποιο κράτος αγωνίζεται, τις κοινές νομοτέλειες της ταξικής πάλης, την ανάγκη συγκρότησης κόμματος της εργατικής τάξης με σκοπό της ύπαρξής του την κατάκτηση της εξουσίας: «Οι αιτίες που δημιούργησαν το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εργατική τάξη και την τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι οι ίδιες και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τα μέσα για το ξεπέρασμα αυτού του χάσματος είναι επίσης κοινά. Επομένως το πρόγραμμα του αμερικανικού προλεταριάτου πρέπει όσο το κίνημα αναπτύσσεται, να συμπίπτει όλο και περισσότερο με αυτό το γενικά αποδεκτό πρόγραμμα που προέκυψε μετά από εξήντα χρόνια καυγάδων και συζητήσεων. Θα διακηρύξει όπως και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ως τελικό σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη ως μέσο για την άμεση ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής - γη, σιδηρόδρομοι, ορυχεία, μηχανές κλπ. - από την κοινωνία και για την από κοινού χρήση αυτών των μέσων παραγωγής για λογαριασμό και προς όφελος όλων»12.
Και σήμερα αυτή η θεωρητική θέση είναι θεμελιακή για κάθε ΚΚ που διακηρύσσει ως ιδεολογία του το μαρξισμό-λενινισμό.
Στην πολιτική πάλη το κόμμα της εργατικής τάξης βρίσκεται συχνά αντιμέτωπο με αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης. Η τοποθέτηση απέναντι σε τέτοιες αντιθέσεις δεν είναι πάντα εύκολη, αφού προϋποθέτει πλήρη κατανόηση των πολιτικών συμφερόντων που εκφράζει κάθε πολιτική κίνηση, ομάδα διαφοροποίησης, κόμμα, πέραν των δημαγωγικών συνθημάτων, ακόμα και «σοσιαλιστικών». Χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι εργαζόμενοι ενός κλάδου που συρρικνώνεται να βλέπουν ως λύση την επιδότηση, τη στήριξη των κεφαλαιοκρατών του κλάδου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη επιταχυνόταν η διαδικασία συγκρότησης καπιταλιστικών κρατών στη βάση της ενιαίας εθνικής αγοράς. Μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης συσπειρωνόταν γύρω από το αίτημα του προστατευτισμού, δηλαδή της επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα ως απαραίτητου μέσου για τη συγκρότηση της ενιαίας εθνικής αγοράς και το ξεπέρασμα της κατακερματισμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα ένα τμήμα του κεφαλαίου είχε συμφέρον από τον προστατευτισμό, ενώ άλλο τμήμα του, το πιο συγκεντρωμένο και διευρυμένο, είχε συμφέρον από το ελεύθερο εμπόριο. Για παράδειγμα, καπιταλιστές γης που παρήγαγαν σιτάρι ή βαμβάκι αντιδρούσαν στην ελεύθερη εισαγωγή αντίστοιχων φτηνότερων εμπορευμάτων. Αντίθετα, καπιταλιστές της μεταποιητικής βιομηχανίας είχαν συμφέρον από τη φτηνότερη εισαγόμενη αγροτική πρώτη ύλη. Τα ακριβότερα εγχώρια αγροτικά προϊόντα ανέβαζαν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, άρα και τον αναγκαίο εργατικό μισθό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των αντίστοιχα παραγομένων προϊόντων.
Ετσι η φαινομενικά «ανεξήγητη» αντίθεση τμημάτων του κεφαλαίου μιας χώρας απέναντι στον προστατευτισμό είναι απόλυτα εξηγήσιμη, όπως και φαινόμενα που έρχονται σε αντίθεση με μια «ορθολογική προσέγγιση». Χαρακτηριστικά τέτοια φαινόμενα σήμερα είναι η εξαγωγή κεφαλαίων, σε οποιαδήποτε μορφή τους, με στόχο το πρόσθετο κέρδος, την ίδια περίοδο που γίνεται συζήτηση για «έλλειψη ρευστότητας στην αγορά».
Τα δυο άρθρα του Ενγκελς που περιλαμβάνονται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» επιγραφόμενα «Προστατευτικοί δασμοί ή σύστημα ελεύθερου εμπορίου» και «Προστατευτικοί δασμοί και ελεύθερο εμπόριο», γραμμένα στα 1847 και 1888 αντίστοιχα, αναδεικνύουν ότι καμιά από τις δύο πλευρές του διλήμματος «προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο» δε φέρνει βελτίωση στην κατάσταση της εργατικής τάξης, αν και η γενική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι το ελεύθερο εμπόριο.
Μετά τη διάλυση της Α΄ Διεθνούς ο Ενγκελς συνδέθηκε στενότερα με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία σε σχέση με άλλα εργατικά κόμματα της περιόδου. Αυτή η περίοδος, όπως αποτυπώνεται και στο έργο του, έχει ξεχωριστή σημασία, αφού το εργατικό κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την εναλλαγή από το γερμανικό κράτος της πολιτικής διώξεων και ενσωμάτωσης. Παράλληλα ακολουθήθηκε πολιτική ορισμένων παροχών προς την εργατική τάξη.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (SAPD) διαμορφώθηκε από την ένωση της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ενωσης (ADAV) των οπαδών του Λασάλ και του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (SDAP) των Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ, στο συνέδριο του 1875 στην πόλη Γκότα. Για αυτή τη συνένωση ασκήθηκε κριτική από τους Μαρξ και Ενγκελς, επειδή σημειώθηκε υποχώρηση στις ρεφορμιστικές θέσεις των Λασαλικών.13 Τον Οκτώβρη του 1878 ψηφίστηκε στη Γερμανία ο Εκτακτος Νόμος, γνωστός και ως «αντισοσιαλιστικός», που ίσχυσε έως το 1890. Τότε το SAPD μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD).
Στην περίοδο ισχύος του αντισοσιαλιστικού νόμου απαγορευόταν στο SAPD να έχει οργανώσεις και να εκδίδει εφημερίδες. Σε αυτή την περίοδο της παρανομίας, ο Ενγκελς συνέδραμε αποφασιστικά με αρθρογραφία του στην παράνομη εφημερίδα του κόμματος «Σοσιαλδημοκράτης», η οποία τυπωνόταν στο εξωτερικό και διακινούνταν στη Γερμανία. Ο Ενγκελς επισημαίνει τους κινδύνους ενσωμάτωσης που προέκυπταν από την κοινοβουλευτική δραστηριότητα της προηγούμενης περιόδου, καθώς και τις αυταπάτες περί επικείμενης κατάκτησης της εξουσίας μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Στις 21 Μάρτη 1879, μετά την εφαρμογή του αντισοσιαλιστικού νόμου, γράφει: «…η νόμιμη προπαγάνδα οδήγησε ωστόσο μερικούς να πιστεύουν ότι δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να πετύχουν την τελική νίκη του προλεταριάτου. Αυτή η αντίληψη μπορούσε να γίνει επικίνδυνη σε μια χώρα με τόσο φτωχή επαναστατική παράδοση όπως η Γερμανία. Ευτυχώς η βίαιη δράση του Μπίσμαρκ και η δειλία της αστικής τάξης που τον στηρίζει άλλαξαν τα πράγματα. Οι γερμανοί εργάτες έμαθαν ποια είναι η αξία των συνταγματικών ελευθεριών, μόλις το προλεταριάτο επιτρέψει στον εαυτό του να τις πάρει στα σοβαρά και να τις χρησιμοποιήσει για να αντιπαλέψει την καπιταλιστική κυριαρχία»14.
Παρά τις απαγορεύσεις το SAPD είχε τη δυνατότητα να κατεβάζει υποψήφιους στις εκλογές για το Ράιχσταγκ και να εκλέγει βουλευτές. Στα χρόνια της εκτός νόμου κατάστασης αύξησε συνολικά την εκλογική του δύναμη και τους βουλευτές που εξέλεγε στο Ράιχσταγκ.
Η περίοδος της παρανομίας (1878-1890) προσέδωσε οργανωτική ικανότητα στο SΑPD, μεγάλωσε τη διείσδυσή του στις γραμμές της εργατικής τάξης. Ομως παρά τις προειδοποιήσεις του Ενγκελς οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες δεν περιορίστηκαν, αντίθετα ενισχύθηκαν και στο τέλος κυριάρχησαν στο κόμμα. Ο Ενγκελς επεσήμαινε τον κίνδυνο του οπορτουνισμού πριν ακόμα από την άρση των μέτρων κατά των σοσιαλιστών (Σεπτέμβρης 1890), τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αν και εκτιμούσε «σημαντική δύναμη» την κοινοβουλευτική ομάδα, έγραφε στο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ πως δε θα έπρεπε να της παραχωρηθεί κάποια θέση, μέσω της οποίας θα κυριαρχούσε στην καθοδήγηση του κόμματος.15
Την ίδια περίοδο (1894-1895) κατατέθηκε και νέος αντισοσιαλιστικός νόμος, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε.
Στη διαπάλη του με την ηγεσία του κόμματος ο Ενγκελς αναδεικνύει για ποιον πολύ ουσιαστικό λόγο δεν πρέπει το κόμμα της εργατικής τάξης να κάνει τέτοιες προσαρμογές στην πολιτική του που να το απομακρύνουν από το στρατηγικό του σκοπό:
«…Μια τέτοια πολιτική μπορεί απλούστατα να παραπλανήσει το Κόμμα. Προωθούν σε πρώτο πλάνο γενικά και αφηρημένα πολιτικά ζητήματα και με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτουν τα άμεσα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται από μόνα τους στην ημερήσια διάταξη με τα πρώτα μεγάλα γεγονότα, με την πρώτη πολιτική κρίση. Τι μπορεί να προκύψει απ’ εδώ εκτός από το ότι ξαφνικά στην αποφασιστική στιγμή το Κόμμα θα βρεθεί σε αδυναμία και θα επικρατεί σε αυτό ασάφεια και ασυμφωνία πάνω στα καθοριστικά ζητήματα, γιατί αυτά τα ζητήματα δεν είχαν συζητηθεί ποτέ […]
Αυτή η αγνόηση των μεγάλων, των θεμελιωδών απόψεων εξαιτίας των πρόσκαιρων συμφερόντων, αυτό το κυνηγητό των πρόσκαιρων επιτυχιών και ο αγώνας γι’ αυτές, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες που θα προκύψουν, αυτή η θυσία του μέλλοντος του κινήματος για χάρη του παρόντος - όλα αυτά μπορεί να προέρχονται και από “τίμια” κίνητρα. Είναι όμως οπορτουνισμός και παραμένει οπορτουνισμός, και ο τίμιος οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους…»16.