Φέτος συμπληρώνονται 95 χρόνια από τη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση, καθώς και η αντεπανάσταση που επικράτησε πλήρως το 1989-1991 προσφέρονται για κρίσιμα διδάγματα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος. Αποδείχθηκε ιστορικά ότι αδύναμα εμπεδώθηκε η επαναστατική στρατηγική που οδήγησε στη νικηφόρα έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται μέσα από την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι η σχέση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης. Γι’ αυτό σύμφωνα με το Λένιν ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν ο «μεγάλος σκηνοθέτης» της επανάστασης.
Η κατανόηση αυτού του ζητήματος δεν απορρέει μόνο από την ανάγκη αποτίμησης της ιστορικής πείρας, αλλά και από τα σύγχρονα πολιτικά καθήκοντα. Σήμερα διανύουμε μία περίοδο συσσώρευσης στοιχείων που προμηνύουν το ενδεχόμενο οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να μπουν σε νέα φάση, κατά την οποία θα είναι αδύνατη η ειρηνική διευθέτησή τους.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε πρόσφατη ανακοίνωσή του εκτίμησε ότι:
«Η καπιταλιστική κρίση, οι δυσκολίες στη διαχείρισή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, αλλά και στις ΗΠΑ, οι συνέπειές της ακόμη και στις καπιταλιστικές οικονομίες που εξακολουθούν να έχουν προς το παρόν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δυναμώνουν τους ανταγωνισμούς, τις αντιθέσεις και την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Κασπία και την Κεντρική Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική.
Ιδιαίτερα, άκρως επικίνδυνες είναι οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που εκδηλώνεται με την υλοποίηση σχεδίου ιμπεριαλιστικής επέμβασης για την επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεγάλων οικονομικών ομίλων κρατών-μελών της ΕΕ και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στον Περσικό Κόλπο, για την απόκτηση γεωστρατηγικού πλεονεκτήματος στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία, την Κίνα, τη συμμαχία των BRICS, που απειλούν την αμερικανική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική “πυραμίδα”. Η κατάσταση αυτή συνδυάζεται με τη διοχέτευση κεφαλαίων σε πολεμικές συγκρούσεις ως μέσο ελέγχου της καπιταλιστικής κρίσης.
Οι εξελίξεις θέτουν συνεχώς και πιο επίμονα τη σχέση καπιταλισμός - κρίση - πόλεμος»2.
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν νέες εστίες ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή μας, σε συνθήκες συγχρονισμένης και βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οξυμένου ανταγωνισμού για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο: Στη Λιβύη η ιμπεριαλιστική επέμβαση έγινε με το πρόσχημα του «εκδημοκρατισμού» της χώρας. Στο Ιράν βρίσκεται σε εξέλιξη η εφαρμογή του σχεδιασμού άμεσης επέμβασης με το πρόσχημα της «προστασίας της ειρήνης από την απόκτηση πυρηνικών στο Ιράν». Στη Συρία εκδηλώνονται ακόμα πιο ανοιχτά οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας, με τη σύνθετη διαπραγμάτευση ανταγωνισμού και συμμαχίας της με το Ισραήλ. Ταυτόχρονα αυξάνεται η ένταση στον Ειρηνικό Ωκεανό με την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Κίνα και Ιαπωνία, ενώ οι ΗΠΑ έχουν αναγορεύσει σε στόχο στρατηγικής σημασίας την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης στην Αυστραλία. Η Ελλάδα με διάφορους τρόπους έχει εμπλακεί και υποστηρίζει με τις στρατιωτικές υποδομές της αυτές τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Ο προσανατολισμός και η εκπαίδευση του ελληνικού στρατού (δυνάμεις ταχείας επέμβασης κλπ.) εξυπηρετούν έναν τέτοιο πολεμικό σχεδιασμό στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών ενώσεων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι πόλεμοι δε σταμάτησαν ποτέ, ακόμα και σε σχετικά ειρηνικές περιόδους. Οταν όμως τα «σύννεφα» του πολέμου πυκνώνουν, όταν ένας πόλεμος με γενικότερες - διεθνείς διαστάσεις προβάλλει πιο πιθανός, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των κομμουνιστών μεγαλώνουν. Η επικαιρότητα των ζητημάτων που σχετίζονται με τον πόλεμο αναδεικνύει την ανάγκη συζήτησης γύρω από αυτά, ανατρέχοντας στην πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και στην πλούσια αρθρογραφία του Λένιν για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η ανάγκη αυτή εξηγεί και την επιλογή του παρόντος άρθρου. «Σήμερα ρίχνουμε βάρος και παρακολουθούμε πολύ στενά τον κίνδυνο μιας σχετικά πιο γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στο γεωστρατηγικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και βεβαίως επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προφάσεις που θα χρησιμοποιηθούν και ιδιαίτερα τη στρατηγική μετατροπής του πολέμου σε πάλη για την εξουσία. Η αστική τάξη της χώρας μας θα βρεθεί στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού άξονα ή πόλου με στόχο να πάρει μέρος στο ξαναμοίρασμα, να μη βρεθεί στο περιθώριο. Ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, του δικού του και των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς»3.
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι με τον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα -βίαια- μέσα η πολιτική των αντιμαχόμενων δυνάμεων που διευθύνεται από την κυρίαρχη τάξη τους, ενώ η ειρήνη που ακολουθεί αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια αυτής της πολιτικής στη σκιά της έκβασης του πολέμου μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση. Στηριζόμενος στην παραπάνω θέση, ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε «τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστήριξε ότι «Ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο πριν από τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει και στη διάρκεια του πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης».4 Αναλύοντας ιστορικά παραδείγματα, όπως τους αντεπαναστατικούς πολέμους απ’ όλα τα μοναρχικά κράτη της Ευρώπης ενάντια στην επαναστατική Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά και τις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, απέδειξε ότι για να κατανοούμε τον κάθε πόλεμο και το χαρακτήρα του, είμαστε υποχρεωμένοι να μελετάμε σε βάθος χρόνου και συνολικά την πολιτική των δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτόν, στα πλαίσια του δοσμένου συστήματος και όχι «να παίρνουμε ξεχωριστά παραδείγματα, ξεχωριστές περιπτώσεις, που πάντα είναι εύκολο να αποσπαστούν από την αλυσίδα των κοινωνικών φαινομένων και που δεν έχουν καμία αξία, γιατί είναι το ίδιο εύκολο να φέρουμε και αντίθετο παράδειγμα»5.
Το πρώτο ζήτημα που θα τεθεί, εάν το κομμουνιστικό κίνημα βρεθεί μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις, είναι ο σωστός προσδιορισμός του χαρακτήρα του πολέμου και, με βάση αυτό, ο προσδιορισμός της στάσης του επαναστατικού κινήματος, που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.