Tο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚKE, Β΄ τόμος 1949-1968, εκτιμά την προσωπικότητα και τη δράση του Νίκου Ζαχαριάδη στο συλλογικό πλαίσιο της πορείας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μέσα σε αυτό και του ΚΚΕ ως οργανικού του τμήματος μέχρι το 1943 και ως αναπόσπαστου μέρους του μετά απ’ την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Στην «Εκτίμηση για τον Νίκο Ζαχαριάδη» το Δοκίμιο αναφέρει:
«Η ιστορική έρευνα οφείλει να εξετάζει την ηγετική προσωπικότητα του Ν. Ζαχαριάδη και τη διαμόρφωση της στρατηγικής και της λειτουργίας του ΚΚΕ στις συνθήκες της εποχής του. Είναι αντιεπιστημονικό να αφαιρούνται από την έρευνα οι ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης και ωρίμανσης του ΚΚΕ, οι συνθήκες ανάπτυξης και ωρίμανσης του Ν. Ζαχαριάδη ως κομμουνιστή ηγέτη»1.
Με αυτό τον τρόπο ο ρόλος του κρινόμενου προσώπου τοποθετείται στις πραγματικές του διαστάσεις, αποφεύγοντας την υπερβολή (θετική ή αρνητική) με την οποία προσεγγίζονται συνήθως οι ηγετικές προσωπικότητες και κατά κόρον ο Ν. Ζαχαριάδης.
Η προσπάθεια του ΚΚΕ να γράψει την ιστορία του δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη που ενέκρινε το κείμενο του Δοκιμίου, καθώς και χιλιάδες μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ που πήραν μέρος στη συζήτησή του μέχρι αυτήν, μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος μόνο χάρη στα όπλα του ιστορικού υλισμού, της πείρας που έχει συσσωρευτεί από τις αιτίες της αντεπανάστασης του 1989-1991 και από βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη τους και τα οποία το ΚΚΕ έχει ενσωματώσει στο Πρόγραμμά του και στις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του. Μόνο έτσι υπηρετήθηκε ο βασικός σκοπός που έχει η μελέτη του παρελθόντος μέσα από την εξαγωγή διδαγμάτων μιας ηρωικής πορείας: Να γίνει πιο διεισδυτική και αποτελεσματική η δράση του Κόμματος στην οργάνωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Με αυτά τα εργαλεία η ιστορική έρευνα της περιόδου 1949-1968 αποκτά μία ισχυρή ασπίδα που την προφυλάσσει από πολλούς κινδύνους, όπως της αποσπασματικής εξέτασης, της μεροληπτικής στάσης απέναντι στα πρόσωπα και στα γεγονότα, αλλά και απ’ το να χαθεί η διερεύνηση στους λαβύρινθους χιλιάδων επιμέρους γεγονότων.
Το 1908, όταν ο Καρλ Κάουτσκυ ήταν ακόμα μαρξιστής, έγραψε:
«Δουλειά της επιστήμης δεν είναι ακριβώς να περιγράφει μόνο εκείνο που είναι, δηλαδή να δίνει μια πιστή φωτογραφία της πραγματικότητας, έτσι που κάθε παρατηρητής που είναι κατάλληλα εφοδιασμένος, να παίρνει την ίδια εικόνα. Δουλειά της επιστήμης είναι να βγάζει από τον ανακατεμένο “σωρό της ιστορίας”, από όλα της τα φαινόμενα, το γενικό, το ουσιαστικό, και έτσι να φτιάνει ένα νήμα που μ’ αυτό να προσανατολιζόμαστε μέσα στο λαβύρινθο της πραγματικότητας»2.
Το νήμα στο Δοκίμιο Ιστορίας, Β΄ τόμος 1949-1968, είναι η κριτική εξέταση της στρατηγικής του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου και νωρίτερα, σε συνδυασμό με τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και την άμεση ή έμμεση επίδρασή της στο ΚΚΕ, χωρίς να αποδίδονται οι αιτίες λαθών αποκλειστικά στο διεθνές κέντρο και να απαλλάσσονται οι εκάστοτε ηγεσίες του Κόμματος.
Σχετικά με το τελευταίο, στο Δοκίμιο υπογραμμίζεται το καθήκον κάθε κομμουνιστικού κόμματος, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, να συμβάλλει στον εμπλουτισμό ή στη διόρθωση της γενικής γραμμής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στην επίτευξη ή την αποκατάσταση της επαναστατικής του ενότητας. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές πλευρές για την ενδυνάμωση του προλεταριακού διεθνισμού. Αποτελεί έμπρακτη έκφραση εκείνου που το Δοκίμιο χαρακτηρίζει ως ώριμες κομμουνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα ΚΚ. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρξαν τέτοιες σχέσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Θεμελιακές θέσεις του Δοκιμίου για την αντικειμενική εξέταση της ιστορίας, ειδικότερα της στρατηγικής του ΚΚΕ, επομένως και της προσφοράς του Ν. Ζαχαριάδη, αποτελούν τα παρακάτω συστατικά στοιχεία:
«Α. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, […] εδώ και πάνω από έναν αιώνα. […] Ο χαρακτήρας της εποχής, […] τεκμηριώθηκε θεωρητικά από τον Β. Ι Λένιν και επιβεβαιώθηκε στην πράξη με την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία (1917). […]
Β. Ο χαρακτήρας της επανάστασης (…) δεν προσδιορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Η τελευταία καθορίζει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητά του. […]
Γ. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός)»3.
Η μεθοδολογική προσέγγιση που χρησιμοποιεί το Δοκίμιο απαντά στην αυθόρμητη εντύπωση που είναι δυνατό να δημιουργηθεί, ότι οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα πριν 60 ή 70 και 80 χρόνια. Πράγματι, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, διεθνώς και στην Ελλάδα. Ομως το βασικό, εκείνο που ενδιαφέρει πρωταρχικά, παραμένει επί της ουσίας του αναλλοίωτο: Και τότε και σήμερα ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος. Και τότε και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται υπό την καπιταλιστική κυριαρχία. Η τελευταία αποτελεί τη βάση της ανάλυσης και της ομοιότητας των τότε συνθηκών με τις σημερινές, αφού ο λόγος γίνεται για το ίδιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, δηλαδή για την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό και τότε και σήμερα.
Ακριβώς η παραπάνω θεώρηση είναι που προσδίδει αντικειμενικότητα στο Δοκίμιο. Αταξική θεώρηση δεν υπάρχει στη μελέτη της ιστορίας και όλων των κοινωνικών επιστημών. Κάθε ιστοριογράφος προσεγγίζει και αναλύει τα γεγονότα από κάποια ταξική σκοπιά, ανεξάρτητα αν ο ίδιος πιστεύει ότι λειτουργεί πάνω από τάξεις.
Το Δοκίμιο προσεγγίζει το Ν. Ζαχαριάδη μακριά και σε αντίθεση με τον άγονο και επί της ουσίας οπορτουνιστικό διαχωρισμό ανάμεσα σε «ζαχαριαδικούς - αντιζαχαριαδικούς», που διαμορφώθηκε μετά την 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (1956). Είναι βεβαίως γεγονός ότι αυτή η αντίθεση διαπέρασε το ΚΚΕ κάθετα και αποτέλεσε μία διελκυστίνδα που την εξαλείφει με την πάροδο του χρόνου μόνο το φυσικό τέλος των πρωταγωνιστών της. Οσο κι αν οι πρώτοι σε εκείνη τη φάση είχαν το δίκιο με το μέρος τους, τυχόν αποδοχή από το Δοκίμιο αυτής της αντίθεσης δε θα αποτελούσε βήμα μπροστά, ούτε αντιμετώπιση του «αντιζαχαριαδικού» μηδενισμού. Θα σήμαινε άκριτη αποδοχή των λαθών του Ν. Ζαχαριάδη.
Η απόρριψη του προηγούμενου διαχωρισμού δε σημαίνει ότι το Δοκίμιο επιλέγει έναν ενδιάμεσο δρόμο. Αντίθετα, υπερβαίνει αυτή την αντιπαράθεση με επίκεντρο τον άξονα που πραγματεύεται, τη στρατηγική του ΚΚΕ, αλλά και τη στάση του Ν. Ζαχαριάδη σε καίρια για το ΚΚΕ και την εργατική τάξη ζητήματα.
Το Δοκίμιο κινείται ενάντια στο μηδενισμό της προσφοράς του Ν. Ζαχαριάδη, αλλά και ενάντια στην εξιδανίκευσή της. Η τελευταία, πέρα από το γεγονός ότι δεν έχει αντικειμενική βάση, στομώνει το νυστέρι της επαναστατικής κριτικής, τροφοδοτεί την προσχηματική κατηγορία «της προσωπολατρίας» και κυρίως δείχνει αδυναμία ή άρνηση εξαγωγής συμπερασμάτων, ιδιαίτερα όταν έχουν μεσολαβήσει οι αντεπαναστατικές ανατροπές στη Σοβιετική Ενωση και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς και με ιδιομορφίες στην Κίνα.
Η εξιδανίκευση του προσώπου είναι χαρακτηριστικό σειράς κειμένων δήθεν συνεπών του κομμουνιστικού κινήματος. Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι είναι χαρακτηριστικό και του συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, ο οποίος αποκόβει το Ν. Ζαχαριάδη από τον κορμό που τον διαμόρφωσε, το ΚΚΕ και την ΚΔ, ενώ εμπορεύεται το όνομά του, από τη μια αποθεώνοντας και προσεγγίζοντας αντιεπιστημονικά την προσωπικότητα του Ν. Ζαχαριάδη και από την άλλη «διανθίζοντας» τα σχετικά γραπτά του με αναλύσεις και περιγραφές που αγγίζουν τα όρια του αντικομμουνισμού.4
Το Δοκίμιο κρίνει θετικά τη συνεισφορά του Ν. Ζαχαριάδη ως κομμουνιστή ηγέτη και τον αποκαθιστά από τη συκοφαντική κατηγορία που συνόδεψε για πολλά χρόνια τη δεξιά οπορτουνιστική επιχειρηματολογία της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας (1956) και άλλων Ολομελειών της ΚΕ, καθώς και των Πορισμάτων του 1964 και του 1967. Ταυτόχρονα επιχειρεί κριτική στα λάθη του και εξήγηση των αιτιών τους.