Τα ΚΚΒ και ΓΚΚ δε συγκράτησαν από την τοποθέτηση του Δημητρώφ στο 7ο Συνέδριο παρά:
1. Τις αυταπάτες στη σοσιαλδημοκρατία.
2. Την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του κράτους της.
3. Την άποψη για το Ενιαίο Μέτωπο.
ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ: ΟΙ «ΕΝΩΤΙΚΕΣ» ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΚ - ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΕΤΩΠΑ
Μερικές εβδομάδες πριν το θάνατό του, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΒ Ζακμότ γράφει στη «DrapeauRouge» της 18ης Ιουλίου 1936:
«Μπροστά στο φασιστικό κίνδυνο που μεγαλώνει στη χώρα, η πραγματοποίηση της συμμαχίας μεταξύ των οργανώσεων του Εργατικού Κόμματος Βελγίου και του ΚΚ τίθεται ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα του βέλγικου εργατικού κινήματος […]. Είμαστε πεπεισμένοι ότι το καθήκον στη χώρα μας είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στη φασιστική επίθεση και θέλουμε να την υπερασπιστούμε από κοινού με όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις. Αλλά το ιδανικό μας θα παραμείνει η σοβιετική δημοκρατία […].
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει το πολιτικό του πρόγραμμα, τις αρχές του. Πρέπει να κρατήσει την οργάνωσή του αυτόνομη ως τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί μια συμφωνία πάνω σε κοινές αρχές μεταξύ των ΕΚΒ και ΚΚΒ […]. Ηρθε η στιγμή να θέσουμε το ζήτημα της οργανικής ενότητας του ΕΚΒ και του ΚΚΒ […]. Η ηγεσία αποφάσισε να θέσει μπροστά στο Συνέδριο την πρόταση για προσχώρηση ως αυτόνομη οργάνωση στο ΕΚΒ. Αυτή η πρόταση θα έκανε το ΚΚΒ αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΚΒ».
Τον Οκτώβριο του 1936 το ΚΚΒ διεξάγει το 6ο Συνέδριό του και ο Ξαβιέ Ρελεκόμ, ο Γενικός του Γραμματέας, αναπτύσσει την τακτική και τη στρατηγική που θα πρέπει να έχει το κόμμα ενάντια στη φασιστική απειλή. Τη διάλυση του ΚΚΒ και την ενσωμάτωσή του στο ΕΚΒ! Το να πνιγεί το ΚΚΒ στην σοσιαλδημοκρατία, αυτός είναι ο στόχος. Αυτή είναι η αντίληψη του Ενιαίου Μετώπου.
Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΒ, τον Αύγουστο του 1939, παρουσιάζει έναν απολογισμό δράσης που καλύπτει την περίοδο 1936-1939. (Το Μάρτιο του 1937 η φασιστική οργάνωση REX «προκάλεσε» τοπικές εκλογές στο διαμέρισμα των Βρυξελλών. Ο Βαν Ζίλαντ, ο οποίος και έχασε, ο καθολικός πρωθυπουργός, φανατικός φίλος των τραπεζιτών, είναι ο μόνος υποψήφιος ενάντια στον Ντεγκρέλ). Με την ευκαιρία των βουλευτικών εκλογών της 2ης Απριλίου 1939, το Κόμμα απλώνει την καμπάνια του ενάντια στους «υπερασπιστές της φασιστικής επέμβασης», που είναι το «REX», το «VNV» και το «Heimattreuefront» και ορίζει ως εξής τη θέση του ενάντια στα φασιστικά και αντιδραστικά σχέδια της μεταρρύθμισης του κράτους:
«1.Για την υπεράσπιση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών.
2.Για το σεβασμό της αυτονομίας της επαρχίας και των κοινοτήτων.
3.Οχι ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας. Ενεργά μέτρα ενάντια στους ταραχοποιούς».
Στις 12 Νοεμβρίου 1936 η Γραμματεία του Κόμματος απευθύνεται στο Βαντερβέλντε, Πρόεδρο του Εργατικού Κόμματος Βελγίου και ζητά συνάντηση για να συζητήσουν από κοινού την προσχώρηση του ΚΚ στο ΕΚΒ, ως αυτόνομο τμήμα, πρώτο βήμα για την οργανική ενότητα των κομμάτων της εργατικής τάξης. Η ηγεσία του ΕΚΒ απορρίπτει τις προτάσεις.
Το καλοκαίρι του 1937 η ανθενωτική ηγεσία του ΕΚΒ αποφάσισε να εφαρμόσει πειθαρχικά μέτρα ενάντια στα μέλη του που συμμετέχουν σε ενωτικές συναντήσεις και διαδηλώσεις.
Στις 14 και 15 Ιανουαρίου του 1939, το Συνέδριο του ΕΚΒ αναγνωρίζει τη δικτατορία του Φράνκο.
Το Μάιο ο Ντε Μαν γίνεται πρόεδρος του ΕΚΒ. Παρά την έντονη αντίθεση της αριστεράς, στις 4 Ιουνίου, η Οργάνωση των Βρυξελλών του ΕΚΒ απαγορεύει τη συμμετοχή των σοσιαλιστών στη δράση των Φίλων της Σοβιετικής Ενωσης, της Παγκόσμιας Επιτροπής Γυναικών ενάντια στον Πόλεμο και το Φασισμό, της Λαϊκής Αρωγής.
Για τη συνδικαλιστική ενότητα
Το Δεκέμβριο του 1936 η Κεντρική Επιτροπή πήρε μία απόφαση που συνιστούσε την είσοδο της Κεντρικής Οργάνωσης των Μεταλλωρύχων (CRM13) στις κεντρικές σοσιαλιστικές οργανώσεις, με «την επιθυμία να σεβαστούν τα καταστατικά τους και τις αποφάσεις που πάρθηκαν δημοκρατικά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για να υπερασπίζονται και να ενισχύουν τα σοσιαλιστικά συνδικάτα, ώστε τα τελευταία να αποτελέσουν άφθαρτους προμαχώνες των συμφερόντων και των ελευθεριών των εργατών».
Τα στελέχη των κεντρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων αρνήθηκαν να αποδεχτούν συνολικά τα μέλη της CRM. Η CRM ωστόσο διαλύθηκε το καλοκαίρι του 1937 και η πλειοψηφία των μελών της εντάχθηκαν ατομικά στις μεγάλες κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της CGTB (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Βελγίου). Από το τέλος του 1937 τα αντιδραστικά στελέχη της CGT αντιδρούν με την απαράδεκτη εξαίρεση πολλών κομμουνιστών, χωρίς να λάβουν υπόψη τις διαμαρτυρίες των συνδικαλιστών, θυσιάζοντας τα συμφέροντα των συνδικάτων στο αντικομμουνιστικό τους μένος.
Για την ενότητα των νέων
Παρά το διάταγμα του Γενικού Συμβουλίου του Εργατικού Κόμματος Βελγίου, τα Χριστούγεννα του 1936, το Εθνικό Συμβούλιο των Νέων Σοσιαλιστών (CongrèsNationaldesJeunesGardesSocialistes) επικυρώνει με ενθουσιασμό την ενότητα με την Κομμουνιστική Νεολαία (JeunesseCommuniste). Οι δύο οργανώσεις ενώνονται. Τον Αύγουστο του 1937 το Γενικό Συμβούλιο του ΕΚB εξαπολύει νέα επίθεση ενάντια στην Ενωση των Νέων Σοσιαλιστών (JGS), θέλοντας να διασπάσει τη «Χάρτα Ενότητας των Χριστουγέννων», να επιβάλει ένα πρωτόκολλο που θα εξαιρεί τους κομμουνιστές από στελεχικές θέσεις και θα απαιτεί την παραίτησή τους από το Κόμμα τους. [...] Η ΚΕ του ΚΚΒ «καλεί όλους τους κομμουνιστές μέλη της JGS να υιοθετήσουν μία ενιαία στάση που να επιτρέπει τη διατήρηση της ενιαίας οργάνωσης των νέων, να κάνουν μία υπέρτατη θυσία για την ενότητα, αρνούμενοι την ιδιότητά τους ως μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Σπάακ και οι φίλοι του προχωρούν, κατά τη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας του Απριλίου του 1939 και αργότερα, στη διάσπαση του νεολαιίστικου κινήματος.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Το Λαϊκό Μέτωπο. Προοίμιο
Οι βάσεις της συνθήκης ενότητας, που υπογράφηκε από τα δύο μέρη στις 27 Ιουλίου του 1934, ήταν οι εξής: Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα αναλαμβάνουν να παλέψουν μαζί:
1) Ενάντια στις φασιστικές οργανώσεις, για τον αφοπλισμό και τη διάλυσή τους, 2) για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, 3) για την αναλογική εκπροσώπηση στις εκλογές και τη διάλυση της Βουλής, 4) ενάντια στις πολεμικές προετοιμασίες, 5) ενάντια στα νομοθετικά διατάγματα, 6) ενάντια στη φασιστική τρομοκρατία στη Γερμανία και την Αυστρία, 7) για την απελευθέρωση όλων των αντιφασιστών κρατουμένων.
Πραγματοποίηση κοινών συναντήσεων, εκδηλώσεων και αντι-εκδηλώσεων. Καθώς οι κοινές εκδηλώσεις δεν πρέπει να ξεπέσουν σε συζητήσεις αλληλοσυγκρούσεων, καθένα από τα δύο κόμματα κρατά την ανεξαρτησία του για να αναπτύξει την προπαγάνδα του χωρίς προσβολές ενάντια στο άλλο κόμμα.
Οι πολιτικές συνθήκες για μία συμμαχία κομμάτων και αντιφασιστικών οργανώσεων δημιουργούνται πολλούς μήνες αργότερα. Πολύ σωστά το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα προσπαθήσει να εντάξει στην πάλη ενάντια στο φασισμό τα μεσαία στρώματα, τα οποία αντιπροσωπεύονταν ευρέως από ένα αστικό κόμμα, το Ριζοσπαστικό - Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι για το ΓΚΚ το μόνο επείγον ήταν η διεύρυνση της συμμαχίας σε επίπεδο κορυφής. Κατά συνέπεια, όπως θα δούμε παρακάτω, το ΓΚΚ δεν έκανε κριτική στο Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Η πορεία των διαπραγματεύσεων
Στις 24 Οκτωβρίου 1934, την παραμονή του συνεδρίου τους που θα γινόταν στην πόλη Ναντ, ο Τορέζ απευθύνεται άμεσα στους ριζοσπάστες. Προτείνει ένα πρόγραμμα δράσης που προβλέπει την υπεράσπιση του Συντάγματος ενάντια σε όλες τις απόπειρες μεταρρυθμίσεων που θα περιόριζαν τα δικαιώματα του λαού, τον αφοπλισμό και τη διάλυση των φασιστικών ομάδων, το γενικό αφοπλισμό όλων των κρατών, την ειδική και προοδευτική φορολογία των μεγάλων περιουσιών, την υπεράσπιση των μισθών και των ενισχυτικών μέτρων για τους μικρούς αγρότες και εμπόρους. Τελικά τον Ιούνιο του 1935 το Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Μυλόζ προχώρησε σε οριστική συμφωνία.
Στις εκλογές του Μαΐου του 1936, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει 146 εκλεγμένους (από 47) και είναι το πιο πολυάριθμο κόμμα της Βουλής. Το ΚΚ έχει 72 εκλεγμένους (από 16). Το Λαϊκό Μέτωπο εξασφαλίζει πλειοψηφία με πάνω από 100 ψήφους.
Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις αρχίζουν άμεσα. Συνεχίζονται για ένα μήνα, μέχρι τις 4 Ιουνίου, ένα μήνα κατά τον οποίο θα αναπτυχθεί το μεγαλύτερο απεργιακό κίνημα της γαλλικής εργατικής τάξης.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφασίζει τη στήριξη χωρίς περιορισμούς της κυβέρνησης που θα εφαρμόσει το πρόγραμμα, τη διατήρηση μιας στάσης εμπιστοσύνης αλλά όχι συμμετοχής στην κυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξηγεί την άρνησή του να συμμετάσχει με ένα επιχείρημα τακτικής σκοπιμότητας: «Να μην προσφέρει άλλοθι στις εκστρατείες πανικού των εχθρών του λαού».
Ο σοσιαλιστής Μπλουμ δηλώνει ότι είναι μία εμπειρία που θα διεξαχθεί «στο εσωτερικό του σημερινού καθεστώτος», στο πλαίσιο των θεσμών του αστικού κράτους, του οποίου ο Μπλουμ θα είναι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, «πιστός διαχειριστής». Δεν τίθεται θέμα να μη σεβαστεί πλήρως την κοινοβουλευτική πρακτική. Δε θα είναι πλέον ο προάγγελος των Σοβιέτ. «Ευελπιστώ ότι η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος δε θα είναι η κυβέρνηση Κερένσκι», είπε στις 31 Μαΐου. «Αλλά και αν ήταν, να είστε σίγουροι ότι στη σημερινή Γαλλία δε θα τη διαδεχόταν ο Λένιν», συνέχισε.
Η επιλογή του Μπλουμ το 1936 είναι ο φιλελευθερισμός με όση παρέμβαση από το κράτος χρειάζεται, ώστε να δοθεί ώθηση στην οικονομία και να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου χωρίς να αναστατωθούν οι πλούσιοι.
Το Συνέδριο του ΚΚ στο Βιλερμπάν
Το Συνέδριο στο Βιλερμπάν έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1936 (προηγήθηκε των εκλογών και των απεργιακών κινητοποιήσεων του 1936).
Ο Τορέζ εισηγείται: Τι είναι το Λαϊκό Μέτωπο για τους κομμουνιστές; «Δεν είναι», λέει ο Τορέζ, «μία “ευκαιριακή τακτική” [...]. Είναι στοιχείο της βασικής πολιτικής τους, εφαρμογή των αρχών του Μαρξ και του Λένιν για την απαραίτητη συμμαχία μέχρι τέλους της εργατικής τάξης και των μεσαίων τάξεων, όχι μόνο για να νικηθεί ο φασισμός, αλλά και για να μπει τέλος στην εκμετάλλευση από το κεφάλαιο [...]. Το κόμμα μας αρνείται να θεωρήσει όλα τα αστικά κόμματα ως μία ενιαία αντιδραστική μάζα [...]. Το ΚΚ, καθοδηγώντας το προλεταριάτο και διεκδικώντας τους στόχους του, προτείνει να εξασφαλίσει τη συμμαχία, ακόμα και αν δεν είναι πολύ σίγουρη, του λαού της υπαίθρου και της μικρής δημοκρατικής μπουρζουαζίας, ώστε να αποτρέψει το θρίαμβο του φασισμού στη Γαλλία και ν’ αλλάξει σε διεθνή κλίμακα το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος του προλεταριάτου [...]. Το Λαϊκό Μέτωπο είναι η εργατική τάξη που επηρεάζει με τη δράση της τους εργαζόμενους των μεσαίων τάξεων και τους ετοιμάζει για την πάλη ενάντια στην αστική τάξη, ενάντια στο κεφάλαιο και το φασισμό […]. Στις συνθήκες έντασης της κρίσης, της γενικής παράλυσης της αστικής τάξης και της επαναστατικής ανάπτυξης της δράσης των μαζών, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θα είναι μία κυβέρνηση που θα σταματήσει τη φασιστική απειλή, προχωρώντας στον αφοπλισμό και την αποτελεσματική διάλυση των ένοπλων ομάδων. Μία κυβέρνηση που θα βάλει τους πλούσιους να πληρώσουν [...]. Μία κυβέρνηση που για να πραγματοποιήσει αυτό το διπλό καθήκον, θα στηρίζεται στην εξωκοινοβουλευτική δράση των μαζών, στην οργάνωση επιτροπών του Λαϊκού Μετώπου. [...] Θα είναι μία κυβέρνηση που θα επιτρέπει την προετοιμασία της πλήρους κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Δεν τίθεται ζήτημα για το ΚΚ να συμμετάσχει σε μία αστική κυβέρνηση και όσο μία κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου “όπως την αντιλαμβανόμαστε” δεν είναι εφικτή, το ΚΚ θα στηρίζει με τις ψήφους του τις αριστερές κυβερνήσεις “που εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του λαού της Γαλλίας”, δηλαδή που θα παίρνει όλα τα μέτρα “για τη διασφάλιση του γαλλικού φράγκου, την έμπρακτη κατάργηση της κερδοσκοπίας, την προστασία των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, τον αφοπλισμό και τη διάλυση των φασιστικών ομάδων και τη διατήρηση της ειρήνης”». Το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι», καθώς και η οργάνωση επιτροπών βάσης του Λαϊκού Μετώπου και η προετοιμασία της πλήρους κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, θα εξαφανιστούν σύντομα.
Οι απεργίες (τέλος Μαΐου και Ιούνιο του 1936)
Στις 28 Μαΐου 35.000 εργάτες των εργοστασίων της Renault σταματούν τη δουλειά. Εμφανίζονται κάποιες αμφιταλαντεύσεις σχετικά με το συντονισμό της κατάληψης. Το μεσημέρι κάποιοι εργάτες φεύγουν από το εργοστάσιο, αλλά ένας μεγάλος αριθμός παραμένει εκεί. Η απεργία της Renault παρασύρει στη συνέχεια δεκάδες εργοστάσια στην περιοχή του Παρισιού. Η αστική τάξη θεωρεί ότι πρόκειται για μια επαναστατική ενέργεια που χτυπά την ελευθερία στη δουλειά και την ατομική ιδιοκτησία.
Από την αντίθετη πλευρά, εργατικά κόμματα και συνδικάτα αρνούνται κάθε πολιτικό και -ακόμα περισσότερο- επαναστατικό χαρακτήρα των απεργιακών κινητοποιήσεων. Η αστυνομία δεν θα παρέμβει για να βάλει τέλος στις καταλήψεις των εργοστασίων. Η κυβέρνηση προσπαθεί αντίθετα να συμφιλιώσει τα εμπλεκόμενα μέρη και ο Φροσάρ, υπουργός εργασίας, προσπαθεί να φέρει σε επαφή το εργατικό συνδικάτο μετάλλου και την ομάδα των βιομηχανιών μετάλλου της περιοχής του Παρισιού.
Ο γραμματέας του ΚΚ εξηγεί τις προθέσεις του εργατικού συνδικάτου: «Υπακούμε σε ένα διπλό σκοπό: Πρώτον, να αποφύγουμε οποιαδήποτε αναστάτωση, έπειτα να εξασφαλίσουμε ότι θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατό, με σκοπό τη γρήγορη επίλυση της διαμάχης».
Οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν και στις 18:30 οι εργάτες των εργοστασίων της Renault εγκαταλείπουν τις εγκαταστάσεις.
Το Γαλλικό ΚΚ και οι απεργίες του 1936
Η συνεδρίαση της ΚΕ του Κόμματος, στις 25 Μαΐου 1936, χαρακτηρίζεται από μία τελευταία εκδήλωση της «αριστερής» τάσης, μέσα στην ηγεσία του ΚΚ. Ο Φερά συνιστά ρήξη με την κυβέρνηση Μπλουμ, ώστε να ηγηθούν των μαζών και να καθοδηγήσουν την εξέγερσή τους. «Πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους: Δε θα επιτύχετε παρά μόνο αυτά που θα αποσπάσετε με την ταξική σας δράση. Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να δίνουμε εμείς εγγυήσεις στην κυβέρνηση, να συνδεόμαστε εμείς μαζί τους, να αναλαμβάνουμε ευθύνες μαζί τους ή να εμφανιζόμαστε στις μάζες με μια τέτοια μορφή». Η έκκλησή του δεν έχει απήχηση και το ψήφισμα που εγκρίθηκε από την ΚΕ δεν είναι παρά η έκφραση του κεντρικού συνθήματος «Ολα για το Λαϊκό Μέτωπο, όλα από το Λαϊκό Μέτωπο» και η εκδήλωση απόλυτης αλληλεγγύης με την κυβέρνηση.
Το κύριο παραμένει η έκκληση του Τορέζ της 11ης Ιουνίου, η επιτακτική συμβουλή που έδωσε στους κομμουνιστές να λήγουν μια απεργία όταν οι κύριες διεκδικήσεις έχουν εκπληρωθεί. Κάποιους μήνες μετά τις απεργίες του Ιουνίου, θα φτάσει να αποτρέπει τους εργαζόμενους από το να κάνουν κατάληψη στα εργοστάσια, καθώς, όπως είπε ο Τορέζ, «μπροστά στην ανάπτυξη των αντιδραστικών εκστρατειών που δημιουργούν προβλήματα και αμφιβολίες στο λαό, είναι καλύτερα να μην προχωράμε σε αυτή τη μορφή πάλης» (εισήγηση του Τορέζ, 30 Οκτωβρίου 1936).
Ο Τορέζ δικαιολογεί τη θέση των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων του Ιουνίου με την ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα των εργαζομένων και των μεσαίων τάξεων και συχνά επικαλείται τα μαθήματα του 1848 και του 1871.
Πρέπει να φτάσουμε στον Ιανουάριο του 1948 (μετά την κριτική που ασκήθηκε κατά τη συνάντηση σύστασης της Κομινφόρμ) για να δούμε να γίνεται αυστηρή κριτική στη στάση του ΚΚ στο Λαϊκό Μέτωπο από τον Μπερλιόζ στα «Σημειώματα του Κομμουνισμού»: «Οι κομμουνιστές είχαν τέτοια έγνοια να μην προβούν σε κάτι που θα μπορούσε να εμποδίσει την πραγμάτωση της ενότητας των εργατών, υποτιμώντας τόσο πολύ το βασικό ρόλο που έπαιζαν στη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου, ώστε πίστευαν συχνά ότι έπρεπε να υποτάξουν τα πάντα στην εκ των προτέρων συμφωνία με την ηγεσία των σοσιαλιστών και να υποκλιθούν πρόθυμα στο βέτο του Μπλουμ και του Πολ Φορ. Πρέπει να προσθέσω ότι η ευφορία που προκάλεσε η εκλογική νίκη της αριστεράς και το τρομερό απεργιακό κίνημα του Μαΐου-Ιουνίου του 1936 έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις δυσπιστίες που ήταν ωστόσο αρκετά δικαιολογημένες. Το κόμμα μας αφηνόταν να παρασυρθεί από ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με τους όρους συμμετοχής στα υπουργεία: μιλούσε μόνο για την ενότητα μεταξύ των “κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου” [...]. Δεν προσανατολιστήκαμε από την αρχή με αρκετή επιμονή και εμμονή στις μάζες [...]. Δε βασιστήκαμε αρκετά στη δράση της βάσης».
Το πρόγραμμα του ΚΚ μένει στην άκρη, καθώς η εκστρατεία για «να πληρώσουν οι πλούσιοι» συνεχίζεται άτονα και πρακτικά εγκαταλείπεται η έκκληση του Λαϊκού Μετώπου στις μάζες. Αντίθετα, όπως έχουν επιβεβαιώσει πολλές ανακοινώσεις του Πολιτικού Γραφείου, υπάρχει «διαρκής στήριξη» στην κυβέρνηση του Μπλουμ. Επιπλέον, η διεύρυνση του Λαϊκού Μετώπου δε θεωρείται πια ανάπτυξη εις βάθος στις λαϊκές μάζες, αλλά διεύρυνση του πολιτικού φάσματος που αποτελεί την πλειοψηφία.
Τέλος, το τελευταίο στάδιο αυτής της πολιτικής είναι η θέληση του ΚΚ Γαλλίας να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Δύο φορές το ΚΚ δηλώνει ότι είναι έτοιμο να αναλάβει υπουργικές ευθύνες. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι, ενώ το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και η κυβέρνησή του υποχωρούσαν μπροστά στο φασισμό, ενισχύοντας τη «μη παρέμβαση» που θα στραγγαλίσει τη Δημοκρατία της Ισπανίας, το Γαλλικό ΚΚ έσωσε -και αυτό πρέπει να το τονίσουμε- την τιμή της εργατικής τάξης και των δημοκρατών.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα: Ο πιστός διαχειριστής του αστικού κράτους
Ο στόχος του εγχειρήματος Μπλουμ είναι να αναζητηθούν μέσα «για να παρασχεθεί σε όσους υποφέρουν μια ικανοποιητική ανακούφιση» στο εσωτερικό της κοινωνίας, όπως αυτή είναι. Το Λαϊκό Μέτωπο έχει ως αποστολή να «διαχειριστεί την αστική κοινωνία» για να εξάγει από αυτή «το μέγιστο δυνατό όσον αφορά την τάξη, την ευημερία, την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη». Δεν πρόκειται για καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος, «που μπορεί ακόμα να διαγράψει μια μεγάλη πορεία». Πολύ θα το θέλαμε, αλλά το λαϊκό μέτωπο θα αντιτασσόταν σ’ αυτό, γιατί «είμαστε μια κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου και όχι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, ο στόχος μας δεν είναι να μετασχηματίσουμε το κοινωνικό σύστημα, αλλά να εκτελέσουμε το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου».
Το περιεχόμενο των συμφωνιών του Ματινιόν - 8 Ιουνίου 1936
Η εργοδοτική αντιπροσωπεία αποδέχεται την άμεση θέσπιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι εργοδότες αναγνώριζαν τη ελευθερία, όπως επίσης και το δικαίωμα των εργαζομένων να ενταχθούν ελεύθερα και να ανήκουν σε ένα επαγγελματικό συνδικάτο. Οι πραγματικοί μισθοί θα αυξηθούν ακολουθώντας μια φθίνουσα κλίμακα που ξεκινά από το 15% για τους χαμηλότερους μισθούς και καταλήγει στο 7% για τους υψηλότερους μισθούς.
Το σύνολο των μισθών σε κάθε χώρο δουλειάς δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί περισσότερο από 12%. Εβδομάδα 40 ωρών. Μία εβδομάδα άδειας μετ’ αποδοχών. Η εργοδοτική αντιπροσωπία δεσμεύεται να μην λαμβάνεται καμία κύρωση σε περίπτωση απεργίας.
Η αντεπίθεση της αστικής τάξης
Θα χρειαστούν μόνο δυο χρόνια για να πάρουν τα αφεντικά την εκδίκησή τους. Οι αυξήσεις στους μισθούς δεν πρόλαβαν καλά-καλά να εφαρμοστούν και ακολούθησαν οι αυξήσεις στις τιμές ! Το επίπεδο ζωής πολύ γρήγορα επιστρέφει σε αυτό που ήταν πριν την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου […] και μπροστά σε «παράπονα της εργοδοσίας», ο νόμος της 19ης Αυγούστου 1936 προβλέπει «κατ’ εξαίρεση διευκολύνσεις σε βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις […] που δυσκολεύτηκαν από την άνοδο των μισθών!» (δάνειο της τάξης των 3.500 εκατομμυρίων εκείνης της εποχής!). Μια δεύτερη επίθεση μεγάλης κλίμακας έγινε ενάντια σε άλλη μια από τις κατακτήσεις του 1936: το νόμο του 40ωρου. Τρίτο στάδιο: Η εθνική άμυνα δικαιολογεί όλες τις παραβιάσεις.
Στις 12 Νοεμβρίου, ο ριζοσπάστης Πολ Ρεϋνό, Υπουργός Οικονομικών, δηλώνει: «Ζούμε στο καπιταλιστικό σύστημα […]. Αφού το καπιταλιστικό σύστημα είναι αυτό που είναι, για να λειτουργεί, πρέπει να υπακούμε στους νόμους του. Οι νόμοι του είναι το κέρδος, το ατομικό ρίσκο, η ελευθερία των αγορών, είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού». Αυτή η ομιλία χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για μια σειρά νομοθετικών διαταγμάτων που θεσπίζουν μέτρα περιορισμού ενάντια στους εργαζόμενους. Η εργατική τάξη προχωρά σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι οργανώσεις αντιδρούν βίαια.
Ξεσπά μια ισχυρή καταστολή ενάντια στο εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη είναι αποπροσανατολισμένη. Η αστική τάξη μπορεί να πιστέψει ότι «τώρα» όλα είναι δυνατά για αυτή.
Με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, η κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ριζοσπαστικού Κόμματος, Νταλαντιέ, θέτει εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα στις 21 Νομβρίου 1939, οι βουλευτές του σύρονται στα δικαστήρια και οι βουλευτές σοσιαλιστές και ριζοσπάστες θα ψηφίσουν στις 7 Ιουλίου να δοθεί πλήρης εξουσία στον Πεταίν.