Οσοι επικαλούνται τη νομιμότητα ή την έννομη τάξη ή το κράτος δικαίου σε βάρος του ΚΚΕ, του ΠΑΜΕ και του ταξικού εργατικού κινήματος αποκρύπτουν ότι σε μια ταξική κοινωνία -όπως είναι η καπιταλιστική- όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά η επιβολή της δυνατότητας μια μικρή μειοψηφία να εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία, δηλαδή η νομοθετική-πολιτική θωράκιση της οικονομικής κυριαρχίας της τάξης του κεφαλαίου. Ο νόμος, ως κρατική βούληση της κυρίαρχης οικονομικά και πολιτικά τάξης, επιβάλλεται καταναγκαστικά σε ολόκληρη την κοινωνία και προβάλλεται ως δήθεν συνισταμένη των συμφερόντων αντίπαλων τάξεων. Οπως γράφουν οι Μαρξ και Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο απευθυνόμενοι στους αστούς, «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας».
Επομένως δεν υπάρχει νομιμότητα γενικά, αλλά νομιμότητα εκπορευόμενη από την κυρίαρχη τάξη και ασκούμενη υπέρ αυτής, δηλαδή υπάρχει ταξική νομιμότητα που εκφράζει και στηρίζει τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής. Σήμερα, με την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ο ελληνικός λαός, περισσότερο από κάθε άλλη φορά τουλάχιστον στη «μεταπολιτευτική» ιστορία, έχει τη δυνατότητα να καταλάβει ότι η νομιμότητα στην οποία τον καλούν να υποταχθεί είναι η νομιμότητα των συμφερόντων των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών, των μεγαλεμπόρων.
Η ουσία της νομιμότητας στην οποία αναφέρονται οι αστοί στην Ελλάδα και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ουσιαστικά είναι η νομιμότητα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δηλαδή η «νόμιμη» κλοπή ενός μέρους της αξίας που παράγει η μισθωτή εργατική δύναμη. Είναι η νομιμότητα της ανεργίας, της ανασφάλιστης εργασίας, της δουλειάς μέχρι τον τάφο, των εργοδοτικών εγκλημάτων, των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Το αστικό Σύνταγμα ως προϊόν των αστικών επαναστάσεων, «ο νόμος των νόμων» κατά το Μαρξ, καθορίζει τις αρχές του νομικού και πολιτικού συστήματος κάθε αστικού κράτους, προσδιορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, τον τρόπο και τα όργανα άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας.
Τα αστικά συντάγματα διακηρύσσουν τη «λαϊκή κυριαρχία», ότι όλη η «εξουσία πηγάζει από το λαό» κλπ. Ομως η έννοια «λαός» έχει διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο σήμερα από εκείνο της εποχής των αστικών επαναστάσεων. Στην εποχή των αστικών επαναστάσεων οι απολυταρχικές, οι φεουδαρχικές εξουσίες, οι δουλοπαροικές σχέσεις στα στενά όρια των φυσικών οικονομιών ανατράπηκαν από την επαναστατική ορμή της ανερχόμενης αστικής τάξης, με την οποία συμπορεύτηκαν η εργατική τάξη και οι αγρότες. Αυτές τις δυνάμεις εξέφραζε η έννοια «λαός», η οποία τροποποιήθηκε με την κατάκτηση της εξουσίας από την αστική τάξη, με την ωρίμανση τόσο της αστικής όσο και της εργατικής τάξης ως δύο αντίπαλων τάξεων, με την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης.
Γι’ αυτό το λόγο οι πιο ριζοσπαστικές απόψεις τελικά δεν περιλήφθηκαν σε αστικά Συντάγματα, όπως η εξής θέση στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου: «Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».
Η εδραίωση και ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων έχει οδηγήσει τουλάχιστον εδώ και δύο αιώνες στη διάσπαση του «λαού» των αστικών επαναστάσεων. Η εργατική τάξη αναδείχθηκε ως νέα κοινωνική δύναμη στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλιξης, ως φορέας των ανώτερων κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, τα συμφέροντα της οποίας μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα βρίσκονται σε ανειρήνευτη αντίθεση με τα συμφέροντα της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Οι περί «λαϊκής κυριαρχίας» διακηρύξεις είναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο κατοχύρωσης λαϊκών δικαιωμάτων και αναγκών, παρ’ όλο που διατηρούνται ως μέτρα ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης των λαϊκών δυνάμεων (της εργατικής τάξης και φτωχών μεσαίων στρωμάτων). Μαζί με την άλλη θεμελιακή έννοια των αστικών συνταγμάτων, την έννοια της «ισότητας», σε συνδυασμό και με την ένταξη στο συνταγματικό αστικό εποικοδόμημα μιας σειράς διεκδικήσεων της εργατικής τάξης (καθολικό δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, του συνέρχεσθαι κλπ.), επιδιώχθηκε η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και η εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας για την αστική εξουσία.
Το πόσο κάλπικη είναι η «λαϊκή κυριαρχία» που επαγγέλλονται τα αστικά συντάγματα αποδεικνύεται αυτή την περίοδο με την ανελέητη επίθεση ενάντια στους μισθούς και στις συντάξεις με την απόλυτη μείωσή τους, με την αμφισβήτηση και τον «αντισυνταγματικό» χαρακτηρισμό του πιο ισχυρού διαπραγματευτικού μέσου της εργατικής τάξης απέναντι στους καπιταλιστές και την κυβέρνησή τους, που είναι η απεργία.
Γι’ αυτό το λόγο το αντισυνταγματικό φόβητρο εξαπολύεται ενάντια στις πιο ώριμες και αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ.
Φυσικά η καπιταλιστική εξουσία τρέμει τη δυνατότητα και προοπτική να περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως και η φεουδαρχική ή η δουλοκτητική.
Η κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι το βασικό χαρακτηριστικό όλων των αστικών συνταγμάτων. Στο ελληνικό Σύνταγμα, η ιδιοκτησία κατοχυρώνεται γενικά στο άρθρο 17: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Η δεύτερη πρόταση, εκφράζει τον παρεμβατικό χαρακτήρα του κράτους στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού που ως συλλογικός καπιταλιστής παρεμβαίνει προς όφελος των γενικών συμφερόντων της τάξης των καπιταλιστών. Φυσικά, ο τρόπος που είναι διατυπωμένος συμβάλλει στο να καλλιεργούνται αυταπάτες, οι οποίες υποστηρίζονται και από οπορτουνιστικές δυνάμεις, προβάλλοντας ως δήθεν γενικό συμφέρον αυτό των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το Σύνταγμα (άρ. 18) παραπέμπει στη νομοθεσία για τη ρύθμιση της ιδιοκτησίας στη γη, στον ορυκτό πλούτο κλπ.1 Ολα τα μέχρι τώρα Συντάγματα διατηρούν την πρόβλεψη του Συντάγματος του 1952 για την ειδική προστασία που απολαμβάνει το ξένο, καθώς και το εφοπλιστικό κεφάλαιο, με αναφορά σε ειδικό άρθρο (άρ. 107)2. Είναι δηλαδή συνταγματικά κατοχυρωμένος ο ιστορικά προκλητικός βαθμός εκμετάλλευσης του εφοπλιστικού κεφαλαίου εξαιτίας του οποίου έχουν θρηνήσει οικογένειες ναυτικών στην Ελλάδα. Αυτή τη νομιμότητα επικαλούνται οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες.
Η διατύπωση του άρθρου 17 συνειδητά παραμένει ίδια με εκείνη που υπήρχε στα πρώτα αστικά συντάγματα, παρόλο που ιστορικά η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας έχει τροποποιηθεί. Την εποχή των αστικών επαναστάσεων η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας αφορούσε σε μεγάλο βαθμό και ένα μεγάλο πλήθος μικροαστών αυτοαπασχολούμενων, μικροϊδιοκτητών στην πόλη και την αγροτική παραγωγή. Αυτή η ιδιοκτησία βρισκόταν σε αντίθεση με τους κληρονομικούς τίτλους, τα φέουδα και τους τίτλους ευγένειας της φεουδαρχίας. Σήμερα η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι κυρίως καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή η μίσθωση της εργατικής δύναμης. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση, το σύγχρονο αστικό κράτος θέλει να δείξει ότι δήθεν εξ ίσου προστατεύει τον ιδιοκτήτη μιας κατοικίας, τον αυτοαπασχολούμενο επιχειρηματία και το φτωχό αγρότη με τον ιδιοκτήτη των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Φυσικά, η κατοχύρωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δε γίνεται μόνο μέσα από το Σύνταγμα, αλλά διαπερνάει όλο το νομικό-πολιτικό εποικοδόμημα, που καθορίζει την ίδια την οργάνωση και λειτουργία της αστικής δημοκρατίας.
Η προστασία της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου από το αστικό Σύνταγμα συγκαλύπτεται μέσα από την τυπική ισότητα, την απατηλή εξομοίωση των μελών της κοινωνίας (των «πολιτών»), του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο. Οπως, χαρακτηριστικά είχε γράψει ο γάλλος συγγραφέας Ανατόλ Φρανς, «ο νόμος, στη μεγαλοπρεπή του ισότητα, απαγορεύει από τους πλούσιους όπως και από τους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί». Η αστική δημοκρατία πουθενά δεν εφάρμοσε την ισότητα που υπόσχεται στα συντάγματά της, γιατί απλούστατα η κυρίαρχη οικονομική σχέση κεφαλαίου-εργασίας είναι εκμεταλλευτική.
Οι υποστηρικτές της καπιταλιστικής κοινωνίας, στο όνομα της αστικής συνταγματικής δημοκρατίας ισχυρίζονται ότι το Σύνταγμα έχει «αταξικό» χαρακτήρα, αφού κατοχυρώνει μια σειρά κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, που μάλιστα έχουν περιληφθεί στο Σύνταγμα για να εξασφαλίσουν δήθεν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Η άποψη αυτή έχει και την οπορτουνιστική της εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (συνδυασμός καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης και ισχυρού εργατικού κινήματος) το Σύνταγμα μπορεί να αποτυπώσει συνθετικά τα συμφέροντα των αντίπαλων τάξεων, ότι είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεών του, κατά τρόπο που να δικαιώνει τη μία ή την άλλη τάξη.
Στο ζήτημα αυτό μια και μόνο μπορεί να είναι η καθαρή και ξάστερη θέση των κομμουνιστών: Τα κοινωνικά δικαιώματα που τυπικά κατοχυρώνονται στα αστικά συντάγματα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν υπέρ της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική κοινωνία, ακόμη κι αν αυτή είναι περιβεβλημένη με την πιο αναπτυγμένη μορφή αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το ίδιο ισχύει και για τα δημοκρατικά και πολιτικά δικαιώματα, που δεν μπορούν να είναι ισότιμα τόσο για τους εκμεταλλευτές όσο και για τους εκμεταλλευόμενους. Αυτό δε σημαίνει ότι η εργατική τάξη και το Κόμμα της δεν παλεύουν για την κατοχύρωση και διεύρυνση αυτών των δικαιωμάτων, χωρίς όμως να καλλιεργούν συνταγματικές και λεγκαλιστικές αυταπάτες, που ναρκοθετούν την ιστορική της αποστολή. Επομένως, η συζήτηση για το αν το ένα ή το άλλο μέτρο είναι αντισυνταγματικό είναι από αποπροσανατολιστική έως κούφια: Οι αστικές κυβερνήσεις, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, άλλοτε κραυγαλέα κι άλλοτε σιωπηρά, πάντα θα παραβιάζουν τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα που παραθέτουν στα συντάγματά τους, εκφράζοντας τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ας πάρουμε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία (άρ. 22). Το αστικό σύνταγμα, υπερασπιζόμενο το δικαίωμα στην εργασία, ουσιαστικά υπερασπίζεται το δικαίωμα στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Γιατί με την εν λόγω διάταξη δεν μπορεί βεβαίως να αντιμετωπιστεί η ανεργία - που σε συνθήκες κρίσης αυξάνεται δραματικά- ούτε ως προστασία του ανέργου με επίδομα για όλη τη διάρκεια της ανεργίας του ούτε ως σχεδιασμένη ένταξη στην κοινωνική παραγωγή.
Αναγνωρίζοντας ουσιαστικά τη μισθωτή εκμετάλλευση, το αστικό σύνταγμα αναγνωρίζει στο ίδιο άρθρο και τη διαπραγμάτευση για τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης. Ορισμένες φορές όμως, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες έκφρασης των γενικών συμφερόντων της τάξης των καπιταλιστών, έρχεται το ίδιο το κράτος τους και καταργεί τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Το έκανε το 1985 με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το κάνει και τώρα με το Μνημόνιο και τους νόμους ή Προεδρικά Διατάγματα που θα ψηφιστούν ή εκδοθούν προς εφαρμογή του Μνημονίου. Να θυμίσουμε εδώ ότι ο στόχος κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων χρονολογείται από το 2006, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) εξέδωσε την Πράσινη Βίβλο για τον «Εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα».
Ως συνέχεια της αναγνώρισης των όρων διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης, το Σύνταγμα αναγνωρίζει τα συνδικάτα, τη συνδικαλιστική δράση και την απεργία (άρ. 23). Οι απεργίες, αν και σημαίνουν σταμάτημα της παραγωγής, άρα και της παραγωγής υπεραξίας και διαμόρφωσης του κέρδους για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο δοσμένο κλάδο ή κλάδους, δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην και αμφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας όπως ψεύτικα παρουσιάζουν διάφοροι εκφραστές του κεφαλαίου.
Βεβαίως η ιστορία της ταξικής πάλης έχει επιδείξει και πολιτικές απεργίες που στόχευσαν, με επιτυχία ή όχι, στην κατάκτηση της εξουσίας. Το απεργιακό κίνημα μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό κίνημα μόνο στο βαθμό που θα συνδεθεί με την πάλη για την εξουσία, στο βαθμό που η απεργία από μέσο της οικονομικής πάλης γίνει πολιτική. Βεβαίως η αστική νομοθεσία έχει προβλέψει «παραθυράκια» ώστε να περιορίζεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, δεδομένου ότι προκαλεί ζημιά στην καπιταλιστική κερδοφορία αλλά και γιατί μπορεί να χειραφετήσει, να εκπαιδεύσει εργαζόμενες μάζες στη σύγκρουση με το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και σχεδόν όλες οι απεργίες κρίνονται παράνομες ή και καταχρηστικές από την «ανεξάρτητη» αστική δικαιοσύνη. Επί πλέον, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, που ψήφισαν όλα τα κόμματα που στηρίζουν την ΕΕ, προβλέπει αυτό που δεν τόλμησαν οι αστικές κυβερνήσεις των κρατών μελών, δηλαδή να νομοθετήσουν το δικαίωμα ανταπεργίας των εργοδοτών (λοκ-άουτ).
Ας δούμε ορισμένα ακόμη συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα:
• Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, «ήσυχα και χωρίς όπλα» και με την παρουσία της αστυνομίας αν είναι υπαίθρια (άρθρ. 11) αναιρείται πλήρως με το συνταγματικό «παραθυράκι» της δυνατότητας απαγόρευσης των δημόσιων συγκεντρώσεων αν «επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» ή «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Ακόμη όμως και χωρίς αυτούς του περιορισμούς, πόσο ελεύθερα μπορεί να ασκηθεί με την προκλητική παρουσία των ειδικών σωμάτων καταστολής, τη χρήση δακρυγόνων και άλλων μέσων, τη χρησιμοποίηση χαφιέδων και προβοκατόρων, την παρακολούθηση των διαδηλώσεων από τις κάμερες;
• Το απαραβίαστο και απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρ. 19), υποτίθεται το κορυφαίο ατομικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται από τα αστικά συντάγματα, πόσο πραγματικά προστατεύεται όταν -για να μιλήσουμε για ένα πρόσφατο παράδειγμα- ψηφίζεται από τη Βουλή Οδηγία της ΕΕ που υποχρεώνει τις εταιρίες να καταγράφουν και αποθηκεύουν για τουλάχιστον 6 μήνες όλες τις επικοινωνίες;
Η άσκηση της δικτατορίας της αστικής τάξης περιλαμβάνει ένα πλέγμα θεατών και αθέατων μηχανισμών καταστολής και κυριαρχίας που βεβαίως η δράση τους δεν περιορίζεται από την κατοχύρωση συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα μυστικά σχέδια για την αντιμετώπιση του λαϊκού κινήματος όπως ήταν παλιότερα το σχέδιο «κόκκινη προβιά» κλπ. Είναι επικίνδυνη αυταπάτη να θεωρείται ότι η λειτουργία του αστικού κράτους και των μηχανισμών του είναι όλη στο φως ή ότι καθορίζεται απ’ όσα διακηρύσσει το Σύνταγμα.
Το ίδιο το Σύνταγμα θέτοντας ως κριτήριο για την αναστολή κατοχυρωμένων δικαιωμάτων το «εθνικό συμφέρον», τη «δημόσια» ασφάλεια, την «κοινωνική συνοχή» κ.ά., δηλαδή την αδιατάραχτη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, αφήνει ανοιχτή με βάση την πορεία της ταξικής πάλης τη λήψη ή όχι περιοριστικών μέτρων.
Ετσι, το άρθρο 48 του ισχύοντος Συντάγματος, έτσι όπως αναθεωρήθηκε το 1986, αναφέρει για την κατάσταση πολιορκίας: «Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα (σ.σ. προσοχή, όχι ένοπλο στρατιωτικό κίνημα, επομένως δεν εννοεί μόνο πραξικόπημα), η Βουλή (σ.σ. στην πραγματικότητα, αρκεί η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου) για ένα ολόκληρο 15νθήμερο [...] θέτει σε εφαρμογή […] το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των άρθρων...».
Επιπλέον σε περίπτωση ενεργοποίησης αυτού του άρθρου του Συντάγματος εφαρμόζεται ο νόμος 566/1977, που παραμένει σε ισχύ και δίνει απόλυτες εξουσίες στο στρατό. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι και η στρατιωτική δικτατορία του 1967 αξιοποίησε τις διατάξεις του Συντάγματος. Επίσης στο άρθρο 18 στην παράγραφο 3 αναφέρεται: «Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις και τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία».
Και από το ταξικό περιεχόμενο του ελληνικού Συντάγματος, επιβεβαιώνεται περίτρανα η θέση του Β. Ι. Λένιν διατυπωμένη πριν ενενήντα δύο χρόνια στο έργο του «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ»: «Δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις, που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο κτλ. “σε περίπτωση διατάραξης της τάξης”3 , στην πραγματικότητα, σε περίπτωση που η εκμεταλλευόμενη τάξη “παραβιάζει” το καθεστώς της σκλαβιάς της και κάνει προσπάθειες να φέρεται όχι δουλικά»4.
Μελετώντας την πείρα της ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες, τα προβλήματα και τις παρεκκλίσεις στο έδαφος της πάλης με κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας, ανισότητας και διαφοροποίησης που τελικά ενίσχυσαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, έχουμε ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός νομικού εποικοδομήματος που αντανακλούσε τις νέες σοσιαλιστικές σχέσεις. Το σοβιετικό Σύνταγμα, βασισμένο στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, μπορούσε να κατοχυρώσει κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες που ήταν και είναι αδύνατο να κατοχυρώσει στην ουσία τους οποιοδήποτε αστικό Σύνταγμα ακόμα και αν διακήρυσσε ορισμένα από αυτά. Είναι χαρακτηριστικό το πώς αντιμετώπιζε το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 το δικαίωμα στην εργασία:
«Αρθρο 118. Οι πολίτες της ΕΣΣΔ έχουν το δικαίωμα στην εργασία, δηλαδή το δικαίωμα να έχουν μια εξασφαλισμένη απασχόληση με αποζημίωση της εργασίας τους, κατά την ποσότητα και την ποιότητά της.
Το δικαίωμα στην εργασία εξασφαλίζεται με τη σοσιαλιστική οργάνωση της εθνικής οικονομίας, με τη συνεχή αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων της σοβιετικής κοινωνίας, με την κατάργηση της δυνατότητας οικονομικών κρίσεων και την εξαφάνιση της ανεργίας».
Για την ανάπαυση αναφέρει: «Αρθρο 119. Οι πολίτες της ΕΣΣΔ έχουν το δικαίωμα για ανάπαυση. Το δικαίωμα στην ανάπαυση εξασφαλίζεται με τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας σε 7 ώρες για το μεγαλύτερο μέρος των εργατών, με την καθιέρωση της ετήσιας άδειας με αποδοχές για τους εργάτες και τους υπαλλήλους, με το να παρέχεται στην διάθεση των εργαζομένων ένα μεγάλο δίκτυο από σανατόρια, αναπαυτήρια, λέσχες».
Ενώ για την ασφάλιση: «Αρθρο 120. Οι πολίτες της ΕΣΣΔ έχουν το δικαίωμα ν’ ασφαλιστούν για τα γηρατειά τους καθώς και για την περίπτωση αρρώστιας και ανικανότητας προς εργασία. Το δικαίωμα αυτό εξασφαλίζεται με την μεγάλη ανάπτυξη της κοινωνικής ασφάλισης εργατών και υπαλλήλων μ’ έξοδα του Κράτους, με τη δωρεάν νοσηλεία των εργαζομένων, με το να παρέχεται στη διάθεση των εργαζομένων ένα δίκτυο από θεραπευτικούς σταθμούς».
Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα ότι στο ίδιο Σύνταγμα κατοχυρωνόταν ότι:
«Στην ΕΣΣΔ οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες σε όλες τις περιοχές της οικονομικής, δημόσιας, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η δυνατότητα πραγματοποίησης όλων αυτών των δικαιωμάτων εξασφαλίζεται με την παραχώρηση στη γυναίκα ίσων δικαιωμάτων με τον άντρα πάνω στην εργασία, το μισθό, την ανάπαυση, τις κοινωνικές ασφαλίσεις και την εκπαίδευση, με την κρατική προστασία των συμφερόντων της μητέρας και του παιδιού, με την παραχώρηση στη γυναίκα άδειας με αποδοχές κατά την κυοφορία και μ’ ένα μεγάλο δίκτυο από μαιευτήρια, βρεφοκομεία και παιδικούς σταθμούς».