Ο αποπροσανατολιστικός και τεχνητός διαχωρισμός «δεξιάς» και «αριστερής» πολιτικής, «συντηρητικής» και «προοδευτικής» συμμαχίας αναπτύχθηκε με την επάνοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1974, αμέσως μετά την κατάρρευση της 7χρονης δικτατορίας (1967-1974), δηλαδή πολύ-πολύ αργότερα, σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Όταν δηλαδή ιδρύθηκε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο βεβαίως δεν προέκυψε από τη διάσπαση των επαναστατικών εργατικών κομμάτων. Μέχρι τότε, πριν τη δικτατορία, εμφανιζόταν στο πολιτικό σύστημα άλλος τεχνητός διαχωρισμός, αυτός της «Δεξιάς» και του Κέντρου, της «συντήρησης» και της «δημοκρατίας», αφού δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με τον ίδιο τρόπο που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ απέβλεπε στην ανάγκη να καλυφθεί το κενό ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα, στυλοβάτη του καπιταλιστικού συστήματος και της πολιτικής διαχείρισης των αναγκών του. Η ίδρυσή του έγινε από τον Α. Παπανδρέου, ενώ μετά από ένα μήνα ιδρύθηκε η Νέα Δημοκρατία (4 Οκτώβρη 1974) υπό τον Κ. Καραμανλή. Η ΝΔ ιδρύθηκε προκειμένου να διαχωριστεί από το εκτεθειμένο στη συνείδηση του λαού παρελθόν της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ), που είχε ιδρυθεί επίσης από τον Κ. Καραμανλή, ενώ το ΠΑΣΟΚ ήρθε να αντικαταστήσει την παρωχημένη, διασπασμένη και με μειωμένο πολιτικό κύρος Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου.
ΕΓΓΕΝΕΙΣ, ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΟΙ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Κρίνεται σκόπιμο σ’ αυτό το σημείο να παρεμβληθεί μια σύντομη αναφορά στην εξέλιξη των αντιθέσεων ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 ως το 1974, ώστε να επιβεβαιωθεί, έστω σε γενικές γραμμές, ο διαχρονικός, εγγενής χαρακτήρας των ενδοαστικών αντιθέσεων. Η πορεία συγκρότησης του ελληνικού αστικού έθνους-κράτους διεπόταν από τις γενικές τάσεις που παρουσιάστηκαν σε όλα τα ευρωπαϊκά αστικά κράτη. Βεβαίως για την Ελλάδα η πορεία συγκρότησης της αστικής τάξης ήταν πιο σύνθετο γεγονός, καθώς τα πιο δυναμικά τμήματά της, δηλαδή οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι, αναπτύχθηκαν έξω από τον τότε ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν συγκροτήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος (1830), υπό την εποπτεία των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Αγγλίας και της Γαλλίας και της φεουδαρχικής τσαρικής Ρωσίας, ήταν πολύ περιορισμένη η εθνική εσωτερική αγορά (Πελοπόννησος, Στερεά και Εύβοια, Βόρειες Σποράδες και Κυκλάδες). Η πορεία αποκατάστασης των σύγχρονων γεωγραφικών ελληνικών ορίων σχεδόν ολοκληρώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν μόλις το 1948.6
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις ήταν συνυφασμένες με την πορεία της επικράτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την κατάργηση των όποιων καταλοίπων της φεουδαρχίας, με το ρόλο των αντιθέσεων των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης, με την πορεία περάσματος του ελληνικού καπιταλισμού στο τελευταίο στάδιό του, το μονοπωλιακό. Αναλύονται στους 6 τόμους του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ που αγκαλιάζουν την περίοδο 1918-1974.7
Προκύπτουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα για τις λαθεμένες και αντιφατικές αντιλήψεις του Κόμματος, που αφορούσαν τον προσδιορισμό του χαρακτήρα των ενδοαστικών αντιθέσεων και της επανάστασης, καθώς αυτός καθοριζόταν όχι από την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με την επίσης λαθεμένη θέση ερμηνείας που αφορούσε την επιβίωση προκαπιταλιστικών σχέσεων στην ελληνική οικονομία, στο εποικοδόμημα, τις σχέσεις με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη. Οι λαθεμένες εκτιμήσεις καθόρισαν και την πολιτική συμμαχιών του Κόμματος, την αυτονόμηση του αγώνα κατά του φασισμού, του θεσμού της βασιλείας, των στρατιωτικών και πολιτικών πραξικοπημάτων, της αστικής δημοκρατίας, του ιμπεριαλιστικού πολέμου, από τον αγώνα για το σοσιαλισμό. Έτσι, κάτω και από την επίδραση των αντιλήψεων που τελικά κυριάρχησαν στο ΔΚΚ, υποστηρίζονταν ενδιάμεσοι κυβερνητικοί στόχοι στο έδαφος του καπιταλισμού, η συμμαχία με μικροαστικές δυνάμεις ή και τμήματα αστικών δυνάμεων, στη λογική ότι τέτοιες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν κρίκους για την ωρίμανση των προϋποθέσεων της πάλης για το σοσιαλισμό.
ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1830) ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΕΔΡΑΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Κατά τη διάρκεια της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821 ήταν έκδηλες οι αντιθέσεις και μέσα στις γραμμές των ίδιων των επαναστατικών δυνάμεων, ανάμεσα σε τμήματα των γαιοκτημόνων που είχαν ενταχτεί στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές σχέσεις, που διεκδικούσαν να διατηρήσουν ορισμένα ειδικά προνόμια, από τη μια, και στα πιο δυναμικά, πρωτοπόρα τμήματα της αστικής τάξης, όπως ήταν οι πλοιοκτήτες, οι έμποροι, από την άλλη. Οι αντιθέσεις τους κορυφώθηκαν σε εμφύλιες αιματηρές αναμετρήσεις, που και αυτές δεν αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο, καθώς όλες οι αστικές επαναστάσεις είχαν ως ενδημικό φαινόμενο τις εμφύλιες αναμετρήσεις, π.χ., ανάμεσα στα μοναρχικά αστικά και δημοκρατικά αστικά κόμματα, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία το 1793, το 1830, το 1840, το 1847-1849.
Με τη διαμόρφωση των απαρχών του αστικού κράτους, εμφανίστηκαν πρωτόλειες μορφές πολιτικών κομμάτων, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», χωρίς ουσιαστική λειτουργία, που σηματοδοτούνταν βασικά από την ηγεσία τους. Η ονομασία τους έδειχνε σε ποια από τις ισχυρές δυνάμεις της τριμερούς εποπτείας προσέβλεπε το κάθε κόμμα, ως συμμαχικό κράτος στον αγώνα για την ενίσχυση και θωράκιση του ελληνικού αστικού κράτους. Στην ουσία οι μεταξύ τους αντιθέσεις αφορούσαν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, των πλοιοκτητών και των εμπόρων. Εκδηλώνονταν αντιθέσεις για το ζήτημα της γης, τη συγκρότηση τακτικού στρατού έναντι της διατήρησης των τοπικών ομάδων οπλαρχηγών, για τη σχέση του κράτους και της Εκκλησίας κ.ά. Δεν υπήρξε κάποιας μορφής κόμμα του λαού, καθώς οι λαϊκές δυνάμεις των αγροτών και κτηνοτρόφων, αλλά και των εργατών γης και των ολιγάριθμων εργατών στις πόλεις δεν μπορούσαν ακόμα να έχουν αυτοτελές πολιτικό, δικό τους πρόγραμμα.
Ο ΘΡΟΝΟΣ - ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Στην πορεία, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, εμφανίστηκαν νέα αστικά κόμματα που απέβλεπαν στη συγκρότηση κεντρικού συγκεντρωτικού αστικού κράτους, άρα έπρεπε να καταργηθούν οι υπερεξουσίες του Θρόνου, που είχε το προνόμιο να διορίζει κυβερνήσεις της προτίμησής του παραβιάζοντας τον όποιο συσχετισμό είχε προκύψει από τις εκλογικές διαδικασίες.
Μετά το κίνημα του 1843 που επέβαλε νέο Σύνταγμα (συνταγματική βασιλεία), αν και περιορίστηκαν κάποιες υπερεξουσίες του, πάλι καθοριζόταν ο Θρόνος ως πηγή κρατικής πολιτικής. Με την έξωση του Όθωνα και την επιβολή του νέου Συντάγματος το 18648, ξεκίνησε η πορεία εκσυγχρονιστικής μετεξέλιξης του αστικού πολιτικού συστήματος. Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα μπήκαν οι βάσεις, επί πρωθυπουργίας Χ. Τρικούπη, της δικομματικής αστικής εναλλαγής που διακοπτόταν κατά διαστήματα και από κυβερνήσεις συνεργασίας.
Βασικό στοιχείο των ενδοαστικών αντιθέσεων αποτέλεσε και το ζήτημα του τρόπου υλοποίησης της αστικής Μεγάλης Ιδέας, με βασικότερους διαφωνούντες μεταξύ τους τον Χ. Τρικούπη από τη μια και από την άλλη το κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη. Ο Χ. Τρικούπης υποστήριζε ότι έπρεπε να ριχτεί το βάρος στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη με μοχλό τις ιδιωτικές επενδύσεις και μετά να ακολουθήσει η εδαφική επέκταση της Ελλάδας, ενώ ο Θ. Δηλιγιάννης πρότασσε την εδαφική επέκταση ως προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η «οικονομική ανόρθωση».9
Η ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΟΝ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟ
Στην πρώτη 10ετία του 20ού αιώνα, δυνάμωναν οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις για το ζήτημα του αστικού εκσυγχρονισμού που αφορούσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, με συνέπεια το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή (1909), που επιδίωξε να φέρει στο προσκήνιο εκείνες τις αστικές δυνάμεις που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η ίδρυση του ΚΚΕ (1918) και της τότε ΓΣΕΕ, η αυξανόμενη συγκέντρωση της εργατικής τάξης και η ενδυνάμωση του εργατικού και αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησε τα αστικά κόμματα να ανησυχούν για το ρόλο του λαϊκού κινήματος.
Η αστική τάξη έδειξε την προτίμησή της προς τον Ε. Βενιζέλο ως τον κατάλληλο να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τον αστικό εκσυγχρονισμό θεσμών και νόμων, την αναμόρφωση των Ενόπλων Δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού, άρα και της πολεμικής προετοιμασίας για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συνυπολογιζόταν και η ικανότητά του να προωθεί πολιτική ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος.
ΟΙ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ’40-’60
Κατά την κατοχική περίοδο ’40-’44 όλα τα αστικά κόμματα περιέπεσαν σε ανυποληψία εξαιτίας της στάσης τους απέναντι στις κατοχικές κυβερνήσεις και κυρίως εξαιτίας της φυγής τους στο εξωτερικό, δηλαδή της πλήρους απουσίας τους από τον αγώνα κατά της τριπλής κατοχής. Όλο αυτό το διάστημα προετοίμαζαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα μετά τη λήξη του πολέμου. Με τη λήξη της Κατοχής, τον Οκτώβρη του 1944, η αστική τάξη αντιμετώπισε πρωτόγνωρες δυσκολίες για να εδραιώσει την κλονισμένη εξουσία της. Οι «δεξιές», οι «κεντρώες» αστικές και οι ξένες δυνάμεις κατοχής συσπειρώθηκαν μεταξύ τους, κατά την περίοδο των 33 ημερών του Δεκέμβρη 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945) ως τη λήξη του τρίχρονου ταξικού αγώνα του ΔΣΕ (’46-’49). Διαμορφώθηκε ένας αστικός συνασπισμός που παραμέρισε τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα του Θρόνου και του ρόλου του στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Παρά τη νίκη της αστικής τάξης με την άμεση στρατιωτική και πολιτική βοήθεια των ΗΠΑ σε βάρος του ΔΣΕ, το βασικό τότε κόμμα της, το Λαϊκό, ήταν ανυπόληπτο. Κυοφορήθηκαν προσπάθειες για την ίδρυση νέου κόμματος, όπως και έγινε στην πορεία με την πρωτοβουλία του Α. Παπάγου για τη δημιουργία του Εθνικού Συναγερμού. Ακόμα μεγαλύτερη φθορά είχαν υποστεί τα κόμματα του «κεντρώου» χώρου, επομένως η ανασυγκρότηση και αυτού του χώρου αποτέλεσε αναγκαιότητα.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στη «Δεξιά» και το «Κέντρο», ιδιαίτερα από την πλευρά του Πλαστήρα, αφορούσαν κάποιες ελάχιστες παροχές προς τα πιο εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα και την πολιτική απέναντι στην Αλβανία (οι Π. Τσαλδάρης και Σ. Βενιζέλος ήθελαν πιο επιθετική στάση)· επίσης ανέκυψαν διαφωνίες σε ζητήματα απελευθέρωσης πολιτικών κρατούμενων.
Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία –στη 10ετία του ’50– ότι τα λεγόμενα «κεντρώα» αστικά κόμματα με ηγέτες τον Ν. Πλαστήρα, τον Σ. Βενιζέλο και τον Γ. Παπανδρέου αποδείχτηκαν πολύτιμα για την ανασυγκρότηση του αστικού κομματικού συστήματος, καθώς οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν στηρίχτηκαν στις λεγόμενες «κεντρώες» δυνάμεις.10
ΤΟ ΚΚΕ ΚΑΙ Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΧΩΡΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50-’60
Κατά το Μεσοπόλεμο εμφανίστηκαν συνδικαλιστικές παρατάξεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερές, π.χ., στο συνδικαλιστικό χώρο των δασκάλων. Ο όρος όμως της «Αριστεράς» με την έννοια του πολιτικού, κομματικού σχηματισμού αναδείχτηκε όταν το ΚΚΕ, που απαγορεύτηκε η δράση του το 1947, αναζήτησε τρόπο προκειμένου να οργανώσει την πολιτική του δράση και με όρους κοινοβουλευτικής έκφρασης. Αποφάσισε να ιδρύσει έναν ενιαίο δημοκρατικό Συνασπισμό με τη συμμετοχή εκπροσώπων των μικρών κομμάτων και ομάδων που είχαν πάρει μέρος στο ΕΑΜ. Έτσι, στις 1.8.1951 ιδρύθηκε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) ως συνασπισμός κομμάτων «ισότιμα συνεργαζόμενων».11
Στις γραμμές του στελεχικού δυναμικού του ΚΚΕ, κάτω και από την επίδραση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, ενισχύθηκαν οι οπορτουνιστικές απόψεις. Δυνάμωσαν παραπέρα, εξαιτίας και του θεμελιακού λάθους που διέπραξε η καθοδήγηση του ΚΚΕ να διαλύσει τις ΚΟ και να καλέσει τα μέλη του να ενταχτούν στην ΕΔΑ (8η Ολομέλεια της ΚΕ, 1958). Αυτή η απόφαση αξιοποιήθηκε και από δυνάμεις μέσα στην ΕΔΑ, που ήθελαν αυτή να μετεξελιχτεί σε ενιαίο κόμμα προκειμένου να υποκαταστήσει την αναγκαιότητα ύπαρξης του ΚΚΕ, με κατάληξη ο «αριστερός» συνασπισμός να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα.
ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’60 ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Το αιματηρό τρομοκρατικό αντικομουνιστικό καθεστώς που είχε επιβληθεί από το Δεκέμβρη του 1944 έως και τη λήξη του τρίχρονου εμφύλιου ταξικού πολέμου το 1949, διατηρήθηκε σε όλη τη 10ετία του ’50 και του ’60. Δύο θεμελιακά στοιχεία του το είχαν μετατρέψει σε παρωχημένο πολιτικό σύστημα, σε σχέση με τις ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην πορεία ένταξης στην ΕΟΚ που αυτοπροβαλλόταν ως το υπόδειγμα της αστικής δημοκρατίας. Ένα στοιχείο ήταν το άγριο, αιματηρό μετεμφυλιακό καθεστώς και το άλλο ήταν ο ρόλος του Θρόνου ως κέντρου εξουσίας δίπλα και πάνω από την αστική εκτελεστική εξουσία.
Κατά τη 10ετία του ’60 η ανάγκη των αστικών εκσυγχρονισμών ωρίμαζε και στην ΕΡΕ και στην ΕΚ (Ένωση Κέντρου), αντιδρούσε όμως σθεναρά το Παλάτι. Διαφωνίες ανέκυπταν και στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων, ανάμεσα σε τμήματά τους που διέβλεπαν την ανάγκη αστικών εκσυγχρονισμών και σ’ εκείνα που εκδήλωναν αμυντικά αντανακλαστικά, φοβούμενα την αλλοίωση του χαρακτήρα των κομμάτων τους ή από άγνοια των σύγχρονων αναγκών της αστικής διαχείρισης. Αυτή η μορφή του πολιτικού συστήματος δυσκόλευε, επίσης, την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα στους στόχους της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Είχαν αντανάκλαση και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην ΕΟΚ και στις ΗΠΑ, όπως και το ζήτημα του Κυπριακού που ήταν αναπόφευκτα δεμένο με την ελληνική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα όταν η ελληνοκυπριακή αστική τάξη επέλεξε τη λύση του ανεξάρτητου κράτους και όχι την ένωση με την Ελλάδα.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις διαπερνούσαν και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς αυτά συνδέονταν και στοιχίζονταν με τα κόμματα και τις μερίδες στελεχών τους, δέχονταν τις επιδράσεις των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών σχεδιασμών. Αποτέλεσμα ήταν η επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών για 7 χρόνια (1967-1974).
Η αντίθεση ανάμεσα στην ΕΡΕ και στην ΕΚ καθοριζόταν από την στάση του κάθε κόμματος απέναντι στους ώριμους πια αστικούς εκσυγχρονισμούς.
Αν και η ΕΚ δεν ταυτιζόταν με τα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ωστόσο αξιοποίησε ορισμένα από τα συνθήματά τους, όπως το «κράτος πρόνοιας», αιτήματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων της αστικής δημοκρατίας, π.χ., σχετικά με κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες, μένοντας βέβαια σταθερή στις αντικομουνιστικές της θέσεις. Το σύνθημα για το «κράτος πρόνοιας» δεν αποτελούσε ούτε τότε, όπως και σήμερα, ειδικό γνώρισμα του προοδευτισμού ενός κόμματος. Έτσι, ανάλογα συνθήματα και ενέργειες υιοθέτησαν και τα «δεξιά» κόμματα, ως και η μεταξική δικτατορία. Αυτό που επέλεξε, συνειδητά, ο Γ. Παπανδρέου ήταν να οικειοποιηθεί λαϊκά και νεολαιίστικα συνθήματα που αφορούσαν τη δωρεάν παιδεία, την οποία δεν υλοποίησε πλήρως, καθώς επί της διακυβέρνησης του ενισχύθηκε η ιδιωτική παιδεία και παραπαιδεία.