Ο αποπροσανατολιστικός διαχωρισμός μεταξύ «συντηρητικής» και «προοδευτικής» συμμαχίας, «δεξιάς» και «αριστερής» πολιτικής


της Αλέκας Παπαρήγα*

Στο παρόν άρθρο συγκεντρώνουμε την προσοχή στα δίπολα που περιέχονται στον τίτλο, με αφορμή τις διαστάσεις που πήρε η αντιπαράθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» την περίοδο 2012-2019 ή πρόσφατα, στις δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις1, το δίπολο «Κεντροδεξιά» και «Κεντροαριστερά», «αντιδημοκρατική συντηρητική» κυβέρνηση ή κυβέρνηση «των προοδευτικών δυνάμεων». Ανεξάρτητα των κατηγοριοποιήσεων και των αυτοπροσδιορισμών των αστικών κομμάτων, οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί τους αφορούν ενδοαστικές αντιθέσεις, ακόμα και διαφωνίες τακτικής ιδιαίτερα για τα μέσα και τα εργαλεία της εργατικής-λαϊκής χειραγώγησης. Oι αντιθέσεις επηρεάζονται και από τις διεθνείς εξελίξεις και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Όταν αυτές οι αντιθέσεις δεν υπερβαίνουν ένα όριο απειλητικό για τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος, έχουν αποδειχτεί και αποδείχνονται χρήσιμες για την ομαλή κυβερνητική εναλλαγή, βοηθούν στην εκτόνωση της λαϊκής οργής με τη διοχέτευση μεγάλου μέρους της σε ανώδυνα κανάλια για το καπιταλιστικό σύστημα και αξιοποιούνται για την ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος.

Η ΝΔ και με τη σειρά τους και τα άλλα κόμματα έχουν θεμελιακές, ασυμφιλίωτες διαφορές με το ΚΚΕ, κατ’ επέκταση και με το εργατικό-λαϊκό κίνημα στο βαθμό που διευρυνόμενα τμήματά του υιοθετούν αντικαπιταλιστικά αιτήματα και προσανατολισμό. Τα τελευταία, ιδιαίτερα, χρόνια συγκεντρώθηκε πολύτιμη πείρα που πρέπει εξαντλητικά να συζητάμε με το λαό, με θεωρητικό και ιδεολογικό υλικό και όρους, μαζί με την επιστράτευση της ζωντανής πείρας, που δείχνει ότι όχι μόνο η σοσιαλδημοκρατία, αλλά και η αυτοπροσδιοριζόμενη «Αριστερά» έχει δώσει, προ πολλού, συγκεκριμένες εγγυήσεις και απτές αποδείξεις υπέρ της στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της απρόσκοπτης ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, στη στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

 

ΟΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις εμφανίστηκαν από την αυγή ακόμα του καπιταλισμού, εξελίχτηκαν στην πορεία της ωρίμανσής του, όταν δηλαδή κυριάρχησαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, συγκροτούνταν τα αστικά έθνη-κράτη, αναπτύχθηκαν με το πέρασμά του στο ανώτατο και τελευταίο στάδιό του, το μονοπωλιακό, αυτό που αποκαλούμε ιμπεριαλιστικό. Στην πορεία της πάλης της αστικής τάξης για τη συγκρότηση των καπιταλιστικών κρατών, η εργατική τάξη αύξανε τη συγκέντρωσή της ως μισθωτή εργασία, ως νέα κοινωνική μαχόμενη δύναμη.2

Στη συγκρότηση της αστικής τάξης προηγήθηκαν οι έμποροι, οι χρηματιστές, οι τραπεζίτες, οι αστικοποιημένοι ευγενείς και στη συνέχεια οι βιομήχανοι καπιταλιστές. Τα διάφορα τμήματά της, παρά τις όποιες αντιθέσεις τους, ενώνονταν μεταξύ τους κατά των καταλοίπων του προηγούμενου κοινωνικού συστήματος, του φεουδαρχικού, με στόχο τη συγκρότηση ισχυρού κεντρικού συγκεντρωτικού αστικού κράτους.

Στα όρια του άρθρου δεν είναι δυνατό να αναλυθεί η συγκεκριμένη πολυσύνθετη μακρόχρονη διαδικασία που κράτησε μερικούς αιώνες, από την περίοδο της Βρετανικής αστικής Επανάστασης (1641-1651) ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και την αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία (Φλεβάρης 1917).

Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι από την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου η ενδοαστική διαπάλη εκδηλώθηκε ανάμεσα στα υπάρχοντα κόμματα της αστικής τάξης και στα σοσιαλδημοκρατικά, όταν δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία ενσωματώθηκε στο αστικό πολιτικό σύστημα, αναδείχτηκε ως ο άλλος στυλοβάτης της αστικής πολιτικής εξουσίας.

Την περίοδο που πύκνωναν τα σύννεφα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, το επαναστατικό εργατικό κίνημα συνταράχτηκε από τη διαφωνία αν θα συντασσόταν στην κάθε χώρα με τα συμφέροντα της δικής του αστικής τάξης ή αν θα καταδίκαζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και από τις δύο μεριές. Η διαμάχη κατέληξε στη διάσπασή του σε δύο πτέρυγες, στην κομμουνιστική επαναστατική και στη σοσιαλδημοκρατική ρεφορμιστική, οπορτουνιστική. Στη συνέχεια, η σοσιαλδημοκρατία μεταλλάχτηκε σε αντεπαναστατική δύναμη στη Γερμανία και στην Ουγγαρία, όταν ξέσπασαν επαναστατικές εξεγέρσεις. Το αποκορύφωμα, σ’ εκείνη τη φάση, σημειώθηκε με τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στο μπλοκ των 13 ιμπεριαλιστικών κρατών που οργάνωσαν πολεμική εκστρατεία κατά του πρώτου εργατικού κράτους της Ρωσίας.

Ωστόσο το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ) δεν κατόρθωσε με συνέπεια και ενιαία αντίληψη να χαρακτηρίσει αντικειμενικά την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να αδυνατίσει το ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντί της, αλλά να την υπολογίζει ως συμμαχική πολιτική δύναμη, υιοθετώντας τον πλαστό διαχωρισμό «συντήρησης» - προόδου» ή «Αριστεράς» - «Δεξιάς», ή να βλέπει στα ηγετικά της όργανα συνύπαρξη δεξιάς και αριστερής πτέρυγας, προσδοκώντας σε συνεργασία με τη δεύτερη.

Κρίσιμο ζήτημα αποτέλεσε, με συνέπειες στην πορεία, η προβληματική στάση του επαναστατικού κινήματος απέναντι στις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ζήτημα που από την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ) δε λύθηκε επαρκώς ή σωστά, σε όλες τις περιπτώσεις και φάσεις, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τη λαθεμένη θέση για το χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου ως αντιφασιστικού και όχι ως ιμπεριαλιστικού εκ μέρους των καπιταλιστικών κρατών με επικεφαλής τις αστικές τάξεις που συμμετείχαν σε αυτόν.

Ο πολιτικός όρος «αριστερός» και ο αντίθετός του «συντηρητικός» εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, στην αντίθεση φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι συγκεκριμένοι όροι και οι κατηγοριοποιήσεις που πρόεκυψαν από τις ενδοαστικές αντιθέσεις και τη χωροθέτησή τους στην αίθουσα της γαλλικής συντακτικής Εθνοσυνέλευσης (1789) δεν ερμηνεύτηκαν σωστά από το ΔΚΚ.3

Η ταξική συμπεριφορά της αστικής τάξης ήταν στην ουσία της η ίδια σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, και στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από ιδιαιτερότητες. Με αυτήν την έννοια είναι επίκαιρη η θέση του Μαρξ στο έργο του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 18504, καθώς έδωσε ουσιαστικό περιεχόμενο στο φαινόμενο της διαπάλης ανάμεσα στους, τότε, αστούς εκσυγχρονιστές και στους αστούς αντιπάλους τους, στην εναλλαγή τους στη διακυβέρνηση. Σημείωνε: «Κατά κανόνα, ύστερα από την πρώτη μεγάλη επιτυχία, διασπώνταν η νικήτρια μειοψηφία5 (…). Το ένα μέρος είναι ικανοποιημένο με το αποτέλεσμα, το άλλο ήθελε να πάει ακόμα πιο πέρα, έβαζε νέες διεκδικήσεις, που, εν μέρει τουλάχιστον, ήταν προς το πραγματικό συμφέρον της μεγάλης μάζας του λαού. Και οι ριζοσπαστικές αυτές διεκδικήσεις επιβάλλονταν σε ξεχωριστές περιπτώσεις. Συνήθως όμως μόνο για μία στιγμή. Το πιο μετριοπαθές κόμμα αποκτούσε πάλι την υπεροχή, όσα είχαν κερδηθεί τελευταία χάνονταν όλα ή εν μέρει. Οι νικημένοι φώναζαν τότε για προδοσία ή απέδιδαν την ήττα στην τύχη. Στην πραγματικότητα όμως το ζήτημα ήταν τούτο: Οι κατακτήσεις της πρώτης νίκης εξασφαλίζονταν με δεύτερη νίκη του πιο ριζοσπαστικού κόμματος. Μόλις κατορθωνόταν αυτό και μαζί μ’ αυτό εκείνο που ήταν αναγκαίο για τη στιγμή, εξαφανίζονταν πάλι από τη σκηνή οι ριζοσπάστες και οι επιτυχίες τους.»

 

ΟΙ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο αποπροσανατολιστικός και τεχνητός διαχωρισμός «δεξιάς» και «αριστερής» πολιτικής, «συντηρητικής» και «προοδευτικής» συμμαχίας αναπτύχθηκε με την επάνοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1974, αμέσως μετά την κατάρρευση της 7χρονης δικτατορίας (1967-1974), δηλαδή πολύ-πολύ αργότερα, σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Όταν δηλαδή ιδρύθηκε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο βεβαίως δεν προέκυψε από τη διάσπαση των επαναστατικών εργατικών κομμάτων. Μέχρι τότε, πριν τη δικτατορία, εμφανιζόταν στο πολιτικό σύστημα άλλος τεχνητός διαχωρισμός, αυτός της «Δεξιάς» και του Κέντρου, της «συντήρησης» και της «δημοκρατίας», αφού δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με τον ίδιο τρόπο που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ απέβλεπε στην ανάγκη να καλυφθεί το κενό ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα, στυλοβάτη του καπιταλιστικού συστήματος και της πολιτικής διαχείρισης των αναγκών του. Η ίδρυσή του έγινε από τον Α. Παπανδρέου, ενώ μετά από ένα μήνα ιδρύθηκε η Νέα Δημοκρατία (4 Οκτώβρη 1974) υπό τον Κ. Καραμανλή. Η ΝΔ ιδρύθηκε προκειμένου να διαχωριστεί από το εκτεθειμένο στη συνείδηση του λαού παρελθόν της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ), που είχε ιδρυθεί επίσης από τον Κ. Καραμανλή, ενώ το ΠΑΣΟΚ ήρθε να αντικαταστήσει την παρωχημένη, διασπασμένη και με μειωμένο πολιτικό κύρος Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου.

 

ΕΓΓΕΝΕΙΣ, ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΟΙ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Κρίνεται σκόπιμο σ’ αυτό το σημείο να παρεμβληθεί μια σύντομη αναφορά στην εξέλιξη των αντιθέσεων ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 ως το 1974, ώστε να επιβεβαιωθεί, έστω σε γενικές γραμμές, ο διαχρονικός, εγγενής χαρακτήρας των ενδοαστικών αντιθέσεων. Η πορεία συγκρότησης του ελληνικού αστικού έθνους-κράτους διεπόταν από τις γενικές τάσεις που παρουσιάστηκαν σε όλα τα ευρωπαϊκά αστικά κράτη. Βεβαίως για την Ελλάδα η πορεία συγκρότησης της αστικής τάξης ήταν πιο σύνθετο γεγονός, καθώς τα πιο δυναμικά τμήματά της, δηλαδή οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι, αναπτύχθηκαν έξω από τον τότε ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν συγκροτήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος (1830), υπό την εποπτεία των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Αγγλίας και της Γαλλίας και της φεουδαρχικής τσαρικής Ρωσίας, ήταν πολύ περιορισμένη η εθνική εσωτερική αγορά (Πελοπόννησος, Στερεά και Εύβοια, Βόρειες Σποράδες και Κυκλάδες). Η πορεία αποκατάστασης των σύγχρονων γεωγραφικών ελληνικών ορίων σχεδόν ολοκληρώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν μόλις το 1948.6

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις ήταν συνυφασμένες με την πορεία της επικράτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την κατάργηση των όποιων καταλοίπων της φεουδαρχίας, με το ρόλο των αντιθέσεων των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης, με την πορεία περάσματος του ελληνικού καπιταλισμού στο τελευταίο στάδιό του, το μονοπωλιακό. Αναλύονται στους 6 τόμους του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ που αγκαλιάζουν την περίοδο 1918-1974.7

Προκύπτουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα για τις λαθεμένες και αντιφατικές αντιλήψεις του Κόμματος, που αφορούσαν τον προσδιορισμό του χαρακτήρα των ενδοαστικών αντιθέσεων και της επανάστασης, καθώς αυτός καθοριζόταν όχι από την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με την επίσης λαθεμένη θέση ερμηνείας που αφορούσε την επιβίωση προκαπιταλιστικών σχέσεων στην ελληνική οικονομία, στο εποικοδόμημα, τις σχέσεις με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη. Οι λαθεμένες εκτιμήσεις καθόρισαν και την πολιτική συμμαχιών του Κόμματος, την αυτονόμηση του αγώνα κατά του φασισμού, του θεσμού της βασιλείας, των στρατιωτικών και πολιτικών πραξικοπημάτων, της αστικής δημοκρατίας, του ιμπεριαλιστικού πολέμου, από τον αγώνα για το σοσιαλισμό. Έτσι, κάτω και από την επίδραση των αντιλήψεων που τελικά κυριάρχησαν στο ΔΚΚ, υποστηρίζονταν ενδιάμεσοι κυβερνητικοί στόχοι στο έδαφος του καπιταλισμού, η συμμαχία με μικροαστικές δυνάμεις ή και τμήματα αστικών δυνάμεων, στη λογική ότι τέτοιες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν κρίκους για την ωρίμανση των προϋποθέσεων της πάλης για το σοσιαλισμό.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1830) ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΕΔΡΑΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Κατά τη διάρκεια της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821 ήταν έκδηλες οι αντιθέσεις και μέσα στις γραμμές των ίδιων των επαναστατικών δυνάμεων, ανάμεσα σε τμήματα των γαιοκτημόνων που είχαν ενταχτεί στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές σχέσεις, που διεκδικούσαν να διατηρήσουν ορισμένα ειδικά προνόμια, από τη μια, και στα πιο δυναμικά, πρωτοπόρα τμήματα της αστικής τάξης, όπως ήταν οι πλοιοκτήτες, οι έμποροι, από την άλλη. Οι αντιθέσεις τους κορυφώθηκαν σε εμφύλιες αιματηρές αναμετρήσεις, που και αυτές δεν αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο, καθώς όλες οι αστικές επαναστάσεις είχαν ως ενδημικό φαινόμενο τις εμφύλιες αναμετρήσεις, π.χ., ανάμεσα στα μοναρχικά αστικά και δημοκρατικά αστικά κόμματα, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία το 1793, το 1830, το 1840, το 1847-1849.

Με τη διαμόρφωση των απαρχών του αστικού κράτους, εμφανίστηκαν πρωτόλειες μορφές πολιτικών κομμάτων, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», χωρίς ουσιαστική λειτουργία, που σηματοδοτούνταν βασικά από την ηγεσία τους. Η ονομασία τους έδειχνε σε ποια από τις ισχυρές δυνάμεις της τριμερούς εποπτείας προσέβλεπε το κάθε κόμμα, ως συμμαχικό κράτος στον αγώνα για την ενίσχυση και θωράκιση του ελληνικού αστικού κράτους. Στην ουσία οι μεταξύ τους αντιθέσεις αφορούσαν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, των πλοιοκτητών και των εμπόρων. Εκδηλώνονταν αντιθέσεις για το ζήτημα της γης, τη συγκρότηση τακτικού στρατού έναντι της διατήρησης των τοπικών ομάδων οπλαρχηγών, για τη σχέση του κράτους και της Εκκλησίας κ.ά. Δεν υπήρξε κάποιας μορφής κόμμα του λαού, καθώς οι λαϊκές δυνάμεις των αγροτών και κτηνοτρόφων, αλλά και των εργατών γης και των ολιγάριθμων εργατών στις πόλεις δεν μπορούσαν ακόμα να έχουν αυτοτελές πολιτικό, δικό τους πρόγραμμα.

 

Ο ΘΡΟΝΟΣ - ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

Στην πορεία, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, εμφανίστηκαν νέα αστικά κόμματα που απέβλεπαν στη συγκρότηση κεντρικού συγκεντρωτικού αστικού κράτους, άρα έπρεπε να καταργηθούν οι υπερεξουσίες του Θρόνου, που είχε το προνόμιο να διορίζει κυβερνήσεις της προτίμησής του παραβιάζοντας τον όποιο συσχετισμό είχε προκύψει από τις εκλογικές διαδικασίες.

Μετά το κίνημα του 1843 που επέβαλε νέο Σύνταγμα (συνταγματική βασιλεία), αν και περιορίστηκαν κάποιες υπερεξουσίες του, πάλι καθοριζόταν ο Θρόνος ως πηγή κρατικής πολιτικής. Με την έξωση του Όθωνα και την επιβολή του νέου Συντάγματος το 18648, ξεκίνησε η πορεία εκσυγχρονιστικής μετεξέλιξης του αστικού πολιτικού συστήματος. Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα μπήκαν οι βάσεις, επί πρωθυπουργίας Χ. Τρικούπη, της δικομματικής αστικής εναλλαγής που διακοπτόταν κατά διαστήματα και από κυβερνήσεις συνεργασίας.

Βασικό στοιχείο των ενδοαστικών αντιθέσεων αποτέλεσε και το ζήτημα του τρόπου υλοποίησης της αστικής Μεγάλης Ιδέας, με βασικότερους διαφωνούντες μεταξύ τους τον Χ. Τρικούπη από τη μια και από την άλλη το κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη. Ο Χ. Τρικούπης υποστήριζε ότι έπρεπε να ριχτεί το βάρος στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη με μοχλό τις ιδιωτικές επενδύσεις και μετά να ακολουθήσει η εδαφική επέκταση της Ελλάδας, ενώ ο Θ. Δηλιγιάννης πρότασσε την εδαφική επέκταση ως προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η «οικονομική ανόρθωση».9

 

Η ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΟΝ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟ

Στην πρώτη 10ετία του 20ού αιώνα, δυνάμωναν οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις για το ζήτημα του αστικού εκσυγχρονισμού που αφορούσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, με συνέπεια το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή (1909), που επιδίωξε να φέρει στο προσκήνιο εκείνες τις αστικές δυνάμεις που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η ίδρυση του ΚΚΕ (1918) και της τότε ΓΣΕΕ, η αυξανόμενη συγκέντρωση της εργατικής τάξης και η ενδυνάμωση του εργατικού και αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησε τα αστικά κόμματα να ανησυχούν για το ρόλο του λαϊκού κινήματος.

Η αστική τάξη έδειξε την προτίμησή της προς τον Ε. Βενιζέλο ως τον κατάλληλο να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τον αστικό εκσυγχρονισμό θεσμών και νόμων, την αναμόρφωση των Ενόπλων Δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού, άρα και της πολεμικής προετοιμασίας για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συνυπολογιζόταν και η ικανότητά του να προωθεί πολιτική ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος.

 

ΟΙ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ’40-’60

Κατά την κατοχική περίοδο ’40-’44 όλα τα αστικά κόμματα περιέπεσαν σε ανυποληψία εξαιτίας της στάσης τους απέναντι στις κατοχικές κυβερνήσεις και κυρίως εξαιτίας της φυγής τους στο εξωτερικό, δηλαδή της πλήρους απουσίας τους από τον αγώνα κατά της τριπλής κατοχής. Όλο αυτό το διάστημα προετοίμαζαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα μετά τη λήξη του πολέμου. Με τη λήξη της Κατοχής, τον Οκτώβρη του 1944, η αστική τάξη αντιμετώπισε πρωτόγνωρες δυσκολίες για να εδραιώσει την κλονισμένη εξουσία της. Οι «δεξιές», οι «κεντρώες» αστικές και οι ξένες δυνάμεις κατοχής συσπειρώθηκαν μεταξύ τους, κατά την περίοδο των 33 ημερών του Δεκέμβρη 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945) ως τη λήξη του τρίχρονου ταξικού αγώνα του ΔΣΕ (’46-’49). Διαμορφώθηκε ένας αστικός συνασπισμός που παραμέρισε τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα του Θρόνου και του ρόλου του στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Παρά τη νίκη της αστικής τάξης με την άμεση στρατιωτική και πολιτική βοήθεια των ΗΠΑ σε βάρος του ΔΣΕ, το βασικό τότε κόμμα της, το Λαϊκό, ήταν ανυπόληπτο. Κυοφορήθηκαν προσπάθειες για την ίδρυση νέου κόμματος, όπως και έγινε στην πορεία με την πρωτοβουλία του Α. Παπάγου για τη δημιουργία του Εθνικού Συναγερμού. Ακόμα μεγαλύτερη φθορά είχαν υποστεί τα κόμματα του «κεντρώου» χώρου, επομένως η ανασυγκρότηση και αυτού του χώρου αποτέλεσε αναγκαιότητα.

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στη «Δεξιά» και το «Κέντρο», ιδιαίτερα από την πλευρά του Πλαστήρα, αφορούσαν κάποιες ελάχιστες παροχές προς τα πιο εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα και την πολιτική απέναντι στην Αλβανία (οι Π. Τσαλδάρης και Σ. Βενιζέλος ήθελαν πιο επιθετική στάση)· επίσης ανέκυψαν διαφωνίες σε ζητήματα απελευθέρωσης πολιτικών κρατούμενων.

Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία –στη 10ετία του ’50– ότι τα λεγόμενα «κεντρώα» αστικά κόμματα με ηγέτες τον Ν. Πλαστήρα, τον Σ. Βενιζέλο και τον Γ. Παπανδρέου αποδείχτηκαν πολύτιμα για την ανασυγκρότηση του αστικού κομματικού συστήματος, καθώς οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν στηρίχτηκαν στις λεγόμενες «κεντρώες» δυνάμεις.10

 

ΤΟ ΚΚΕ ΚΑΙ Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΧΩΡΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50-’60

Κατά το Μεσοπόλεμο εμφανίστηκαν συνδικαλιστικές παρατάξεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερές, π.χ., στο συνδικαλιστικό χώρο των δασκάλων. Ο όρος όμως της «Αριστεράς» με την έννοια του πολιτικού, κομματικού σχηματισμού αναδείχτηκε όταν το ΚΚΕ, που απαγορεύτηκε η δράση του το 1947, αναζήτησε τρόπο προκειμένου να οργανώσει την πολιτική του δράση και με όρους κοινοβουλευτικής έκφρασης. Αποφάσισε να ιδρύσει έναν ενιαίο δημοκρατικό Συνασπισμό με τη συμμετοχή εκπροσώπων των μικρών κομμάτων και ομάδων που είχαν πάρει μέρος στο ΕΑΜ. Έτσι, στις 1.8.1951 ιδρύθηκε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) ως συνασπισμός κομμάτων «ισότιμα συνεργαζόμενων».11

Στις γραμμές του στελεχικού δυναμικού του ΚΚΕ, κάτω και από την επίδραση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, ενισχύθηκαν οι οπορτουνιστικές απόψεις. Δυνάμωσαν παραπέρα, εξαιτίας και του θεμελιακού λάθους που διέπραξε η καθοδήγηση του ΚΚΕ να διαλύσει τις ΚΟ και να καλέσει τα μέλη του να ενταχτούν στην ΕΔΑ (8η Ολομέλεια της ΚΕ, 1958). Αυτή η απόφαση αξιοποιήθηκε και από δυνάμεις μέσα στην ΕΔΑ, που ήθελαν αυτή να μετεξελιχτεί σε ενιαίο κόμμα προκειμένου να υποκαταστήσει την αναγκαιότητα ύπαρξης του ΚΚΕ, με κατάληξη ο «αριστερός» συνασπισμός να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’60 ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το αιματηρό τρομοκρατικό αντικομουνιστικό καθεστώς που είχε επιβληθεί από το Δεκέμβρη του 1944 έως και τη λήξη του τρίχρονου εμφύλιου ταξικού πολέμου το 1949, διατηρήθηκε σε όλη τη 10ετία του ’50 και του ’60. Δύο θεμελιακά στοιχεία του το είχαν μετατρέψει σε παρωχημένο πολιτικό σύστημα, σε σχέση με τις ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην πορεία ένταξης στην ΕΟΚ που αυτοπροβαλλόταν ως το υπόδειγμα της αστικής δημοκρατίας. Ένα στοιχείο ήταν το άγριο, αιματηρό μετεμφυλιακό καθεστώς και το άλλο ήταν ο ρόλος του Θρόνου ως κέντρου εξουσίας δίπλα και πάνω από την αστική εκτελεστική εξουσία.

Κατά τη 10ετία του ’60 η ανάγκη των αστικών εκσυγχρονισμών ωρίμαζε και στην ΕΡΕ και στην ΕΚ (Ένωση Κέντρου), αντιδρούσε όμως σθεναρά το Παλάτι. Διαφωνίες ανέκυπταν και στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων, ανάμεσα σε τμήματά τους που διέβλεπαν την ανάγκη αστικών εκσυγχρονισμών και σ’ εκείνα που εκδήλωναν αμυντικά αντανακλαστικά, φοβούμενα την αλλοίωση του χαρακτήρα των κομμάτων τους ή από άγνοια των σύγχρονων αναγκών της αστικής διαχείρισης. Αυτή η μορφή του πολιτικού συστήματος δυσκόλευε, επίσης, την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα στους στόχους της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Είχαν αντανάκλαση και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην ΕΟΚ και στις ΗΠΑ, όπως και το ζήτημα του Κυπριακού που ήταν αναπόφευκτα δεμένο με την ελληνική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα όταν η ελληνοκυπριακή αστική τάξη επέλεξε τη λύση του ανεξάρτητου κράτους και όχι την ένωση με την Ελλάδα.

Όλες αυτές οι αντιθέσεις διαπερνούσαν και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς αυτά συνδέονταν και στοιχίζονταν με τα κόμματα και τις μερίδες στελεχών τους, δέχονταν τις επιδράσεις των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών σχεδιασμών. Αποτέλεσμα ήταν η επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών για 7 χρόνια (1967-1974).

Η αντίθεση ανάμεσα στην ΕΡΕ και στην ΕΚ καθοριζόταν από την στάση του κάθε κόμματος απέναντι στους ώριμους πια αστικούς εκσυγχρονισμούς.

Αν και η ΕΚ δεν ταυτιζόταν με τα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ωστόσο αξιοποίησε ορισμένα από τα συνθήματά τους, όπως το «κράτος πρόνοιας», αιτήματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων της αστικής δημοκρατίας, π.χ., σχετικά με κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες, μένοντας βέβαια σταθερή στις αντικομουνιστικές της θέσεις. Το σύνθημα για το «κράτος πρόνοιας» δεν αποτελούσε ούτε τότε, όπως και σήμερα, ειδικό γνώρισμα του προοδευτισμού ενός κόμματος. Έτσι, ανάλογα συνθήματα και ενέργειες υιοθέτησαν και τα «δεξιά» κόμματα, ως και η μεταξική δικτατορία. Αυτό που επέλεξε, συνειδητά, ο Γ. Παπανδρέου ήταν να οικειοποιηθεί λαϊκά και νεολαιίστικα συνθήματα που αφορούσαν τη δωρεάν παιδεία, την οποία δεν υλοποίησε πλήρως, καθώς επί της διακυβέρνησης του ενισχύθηκε η ιδιωτική παιδεία και παραπαιδεία.

 

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ

Στην Ιδρυτική Διακήρυξη που επεξεργάστηκε ο Κ. Καραμανλής για τη ΝΔ αναφερόταν, ανάμεσα σε άλλα, ότι «(…) η παράταξις της ΝΔ συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: Να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως –να δώσουν στη χώρα μια νέα δημοκρατία (…). Νέα Δημοκρατία είναι η κίνηση που επιλέγει και συντηρεί από την παράδοση μόνο όσα ο χρόνος απέδειξε σωστά και χρήσιμα (…) Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική παράταξις που αγνοεί τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος (δική μας υπογράμμιση) –που τόσα δεινά επεσώρευσαν στον τόπο μας– και προσανατολίζεται στα ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητας.» Η υπογράμμιση έχει σημασία, γιατί τελικά αποδείχτηκε ότι η ΝΔ δίστασε ή δε θέλησε, ίσως και για λόγους κομματικής ενότητας, να επιλύσει μια σειρά ζητήματα αστικού εκσυγχρονισμού, να πάρει μέτρα έστω άμβλυνσης ορισμένων μετεμφυλιακών νόμων, ζητήματα δηλαδή που τα αξιοποίησε το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα η ταυτότητά του να θεωρηθεί πολύ πιο προωθημένη δημοκρατική και ριζοσπαστική δύναμη.

Η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ προσδιορίστηκε ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα που αγωνιζόταν για «εθνική ανεξαρτησία», «λαϊκή κυριαρχία», «κοινωνική απελευθέρωση», «δημοκρατική διαδικασία». Ταυτόχρονα, καλούσε για έξοδο από το ΝΑΤΟ και μη είσοδο στην ΕΟΚ, κατάγγελλε τα μονοπώλια και το διεθνή ιμπεριαλισμό, έφτανε στο σημείο να διαχωρίζεται από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία κατηγορώντας την ως «το μακρύ χέρι του διεθνούς ιμπεριαλισμού» κ.ά. Με αυτήν την παραπλανητική, σε σχέση με τις πραγματικές του προθέσεις, προπαγάνδα, κατάφερε να συσπειρώσει πέρα από δυνάμεις που ανήκαν στην ΕΚ και δυνάμεις που ανήκαν στην ΕΔΑ, ένα μεγάλο μέρος αγωνιστών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Το ΠΑΣΟΚ, από την ίδρυσή του ακόμα, απέφευγε να προσδιορίζεται ως «αριστερό» κόμμα ή «αριστερό» κίνημα, παρά το γεγονός ότι στελέχη και μέλη του χρησιμοποιούσαν κατά περίπτωση και αυτόν τον προσδιορισμό. Αυτό που το ενδιέφερε ήταν να πλασαριστεί ως σοσιαλιστικό κίνημα που ακολουθούσε τον «τρίτο δρόμο», απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό όσο και το σοσιαλισμό που οικοδομούνταν στην Ευρώπη, ασκούσε μάλιστα κριτική σε παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Δεν εντάχτηκε στη Σοσιαλιστική Διεθνή, την κατηγορούσε ως συστημική.

Τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πριν το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, κυρίως κατά τη μεταπολεμική περίοδο ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας, αυτοπροβάλλονταν ως οι προοδευτικοί σημαιοφόροι της κρατικής παρέμβασης, με τη δημιουργία κρατικού επιχειρηματικού και αντίστοιχου τομέα κοινωνικών υπηρεσιών που αφορούσε την υγεία και την παιδεία, κάτω και από την πίεση των κατακτήσεων στην ΕΣΣΔ, γενικότερα στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ενώ υπήρχαν ισχυρά λαϊκά κινήματα κατά την περίοδο της Αντίστασης. Δεν αποτελούσε ούτε χαρακτηριστικό γνώρισμα, ούτε θετική ιδιαιτερότητα της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς και τα φιλελεύθερα κόμματα προχώρησαν σε κρατικοποιήσεις. Η πολιτική των κρατικοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων καθορίζεται από τις συγκεκριμένες σε κάθε φάση ή περίοδο ανάγκες του καπιταλιστικού κεφαλαίου, δεν καθορίζεται, ούτε εξαρτάται από την ιδεολογική ταυτότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Ακόμα και το ίδιο το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς εφάρμοσε την πιο καθαρή μορφή κεϊνσιανισμού, γιατί αυτό επέβαλλαν οι ανάγκες του κεφαλαίου, του αστικού κράτους, καθώς προετοιμάζονταν για ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Στις παραμονές των εκλογών του ’81, όπου διαγραφόταν καθαρά η εναλλαγή της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, κυριάρχησε η αντιπαράθεση μεταξύ τους με τη μορφή διλήμματος ανάμεσα στην παραμονή της «επάρατης Δεξιάς» στη διακυβέρνηση ή στην αλλαγή με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ δε δίστασε να κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι θα μετατρέψει την Ελλάδα σε μια χώρα των Σοβιέτ, χρησιμοποιώντας δηλαδή το όπλο του αντικομμουνισμού απέναντι σε ένα κόμμα που διαχώριζε καθαρά τη θέση του, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, από το κομμουνιστικό κίνημα και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ, λίγο μετά την εκλογική νίκη του και ιδιαίτερα από το 1984, αποκήρυξε τις λεκτικές κριτικές εκτιμήσεις και συνθήματα εναντίον της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ, εναντίον του καθεστώτος των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων στην Ελλάδα. Από το 1985 προχώρησε σε μέτρα λιτότητας σε βάρος των εργαζόμενων, σε αντεργατικά μέτρα προετοιμασίας της «Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς», που αποτελούσε προθάλαμο για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ την οποία το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε ως αξιωματική αντιπολίτευση το 1992, αν και χρησιμοποίησε υψηλών τόνων καταγγελίες κατά της κυριαρχίας του φιλελευθερισμού ή του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΟΚ.

Από την περίοδο της γνωστής ασθένειας του Α. Παπανδρέου και της διαφαινόμενης προοπτικής επιδείνωσης, βγήκε στην επιφάνεια η διαμάχη στις ηγετικές γραμμές του ΠΑΣΟΚ ανάμεσα σε στελέχη που θεωρούσαν ότι για το κόμμα παρέμενε ιδεολογικό και πολιτικό προπαγανδιστικό πλαίσιο η Ιδρυτική Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, και στα στελέχη που συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε το κόμμα αυτό να ηγηθεί αστικών εκσυγχρονισμών με βασικό στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, αλλά και την πολιτική του ΝΑΤΟ που επιδίωκε να κλείσουν ομαλά τα προβλήματα ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία χάριν της ενότητας στη νοτιοανατολική πτέρυγά του.

Το ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση για δύο θητείες, με αρχηγό του κόμματος και πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, προχώρησε στους αναγκαίους για το καπιταλιστικό σύστημα συντηρητικούς εκσυγχρονισμούς στην οικονομία, στην κοινωνική πολιτική, ώστε να ενταχτεί η Ελλάδα στη ζώνη της ΟΝΕ. Αποτέλεσμα, επίσης, ήταν η συμφωνία που υπογράφτηκε στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (8 Ιούλη 1997) ανάμεσα στον Σημίτη και στον Πρόεδρο της Τουρκίας, που άνοιξε το δρόμο για μια συμβιβαστική διευθέτηση από τη μεριά κυρίως της Ελλάδας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η διπλή θητεία Σημίτη εκτιμάται θετικά μέχρι σήμερα τόσο από την αστική τάξη όσο και από τη ΝΔ, όπως σημειολογικά αποδείχτηκε με την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη σε εκδήλωση τιμής για την προσφορά του Κ. Σημίτη.

Η αντιπαράθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» για τη διακυβέρνηση πήρε οξυμένο και έντονο χαρακτήρα την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης 2012-2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση με τα γνωστά υποκριτικά αντιμνημονιακά του συνθήματα κατά της ΕΕ, περί «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού, δρέποντας μάλιστα τις συντριπτικές απώλειες του ΠΑΣΟΚ.

Μετά το 2015, μέχρι και σήμερα, όσο και αν η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ΝΔ, στο ΠΑΣΟΚ και στο ΣΥΡΙΖΑ περιβλήθηκε με ηχηρές φράσεις, έντονους, πολεμικούς διαξιφισμούς, αυτό που δεν αποκρύφτηκε ήταν ότι το πεδίο της διαμάχης έχει συρρικνωθεί ως ουσία και περιεχόμενο.

Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, δίπλα στα δίπολα «Δεξιά»-«Αριστερά», «συντηρητική»-«προοδευτική» πολιτική συμμαχία προβάλλεται ως κύρια διαχωριστική γραμμή η αντίθεση «εκσυγχρονισμού» και «λαϊκισμού» ιδιαίτερα από την πλευρά της ΝΔ, η οποία εμφανίζεται ως ο σημαιοφόρος του «εκσυγχρονισμού». Αυτήν τη θέση υποστηρίζουν στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ της περιόδου της διακυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη. Επισημαίνουν μάλιστα ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους «εκσυγχρονιστές» και στους «λαϊκιστές» τέμνει όλα τα κόμματα, πράγμα που συνιστά μία ακόμη απόδειξη της απουσίας διαφορών στρατηγικής σημασίας ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα.

Η καταδίκη του «λαϊκισμού» δεν αφορά μόνο ή κυρίως τις ενδοαστικές αντιθέσεις, αποτελεί επίσης σημαντικό εργαλείο επίθεσης κατά του λαού που αγανακτεί, διαμαρτύρεται, αγωνίζεται, π.χ. κατά της ακρίβειας, για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε συνδυασμό με αυξήσεις μισθών και συντάξεων, ενάντια στις εξώσεις και στους πλειστηριασμούς, για την υπεράσπιση των σύγχρονων κοινωνικών λαϊκών δικαιωμάτων στην παιδεία, στο περιβάλλον, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό, ενάντια στο νέο κύμα αντιλαϊκής επίθεσης με προμετωπίδα το Ταμείο Ανάκαμψης, την ψηφιακή και «πράσινη» οικονομία.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» (1967-1991)

Από τις πρώτες αποφάσεις που πήρε το ΚΚΕ μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας ήταν η συγκρότηση αυτοτελών παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα. Αυτή η απόφαση έβγαλε στην επιφάνεια –κατά τις εργασίες της 12ης Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ (Φλεβάρης 1968)– την ήδη υποβόσκουσα διάσπαση, με αποτέλεσμα το σχηματισμό του λεγόμενου «ΚΚΕ εσωτερικού» από τα στελέχη του ακραίου οπορτουνισμού που είχε αναπτυχθεί στο ΠΓ και στην ΚΕ. Από τις πρώτες μέρες της στρατιωτικής χούντας η παράνομη ΕΔΑ έπαυσε να υπάρχει –με την έννοια της λειτουργίας κομματικών οργανώσεων– ως δράση μέσα στην Ελλάδα. Παρουσία είχε κυρίως σε ορισμένα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, στο χώρο των μεταναστών, πράγμα που το επιδίωξε και το ΚΚΕ, να διατηρηθεί το συγκεκριμένο σχήμα. Η απόφαση του ΚΚΕ να διατηρηθεί κάποιας μορφής ΕΔΑ μέσα στην Ελλάδα και οι κομματικές οργανώσεις της στο εξωτερικό ήταν λαθεμένη και ουτοπική, αφού εξέλιπε ο λόγος ύπαρξης της ΕΔΑ ως νόμιμου κόμματος που εξυπηρετούσε τη δράση του ΚΚΕ. Την ίδια ώρα, τα στελέχη του «ΚΚΕ εσωτερικού» πότε εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι της ΕΔΑ, πότε ως του ίδιου του κόμματός τους, ανάλογα πώς τους βόλευε, σύμφωνα και με τις ανάγκες να αποκτήσουν πολιτικούς συμμάχους, να πολεμήσουν το ΚΚΕ. Είναι γεγονός ότι τα άλλα αστικά κόμματα αναγνώριζαν τυπικά και υποκριτικά την ΕΔΑ για λόγους τακτικής. Δεν είχαν πρόθεση συνεργασίας με ό,τι είχε απομείνει από την ΕΔΑ. Κανένα από τα αστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του ΠΑΚ (πρόδρομος του ΠΑΣΟΚ) του Α. Παπανδρέου, δεν ήθελε να δεσμευτεί για τη νομιμοποίηση της δράσης του ΚΚΕ, μετά από την ανατροπή ή την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας.

Ο όρος «Αριστερά» επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο την περίοδο που προετοιμάζονταν οι εθνικές εκλογές του Νοέμβρη του 1974. Τότε το ΚΚΕ πήρε την πρωτοβουλία συγκρότησης ενός εκλογικού συνδυασμού συνεργασίας με τον τίτλο «Ενωμένη Αριστερά»· ταυτόχρονα συμπλήρωνε ότι ήταν επιθυμητή η συνέχιση της ύπαρξης και δράσης του ως «ενότητας δράσης της Αριστεράς» και μετά τις εκλογές.

Στο Ριζοσπάστη της 22.10.1974 αναφερόταν ότι η ΚΕ στην απόφασή της τόνιζε ότι: «Η δημιουργία και η δράση της “Ενωμένης Αριστεράς” –μέσα στην οποία το Κόμμα μας συμμετέχει σαν ένας βασικός παράγοντας– είναι μια σημαντική απόφαση στο δρόμο των λαϊκών προοδευτικών δυνάμεων.» Δηλαδή, κατά το ΚΚΕ τότε, η ενότητα της «Αριστεράς» αποτελούσε παράγοντα ώθησης γενικότερης πολιτικής συνεργασίας με προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, θέση που βεβαίως εντασσόταν στο Πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου, που εδραιωνόταν στη λαθεμένη στρατηγική της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας των δύο σταδίων.

Η «Ενωμένη Αριστερά» (ΕΑ) συγκροτήθηκε ως πολιτική συμμαχία ανάμεσα στο ΚΚΕ και στην ΕΔΑ που είχε επικεφαλής τον Ηλία Ηλιού, όμως στους εκλογικούς συνδυασμούς συμμετείχε και το «ΚΚΕ εσωτερικού», δίχως να υπογράψει τη συμμετοχή του στη συγκρότηση της ΕΑ. Αυτός ο τρόπος συγκρότησης της ΕΑ και των ψηφοδελτίων έγινε ώστε να αντιμετωπιστεί η άρνηση του ΚΚΕ να δεχτεί την ονομασία «ΚΚΕ εσωτερικού», να συμφιλιωθεί δηλαδή με την αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα ότι το ΚΚΕ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παράρτημα ή υποτελές κόμμα του ΚΚΣΕ.

Η συνεργασία του Κόμματος στο πλαίσιο της ΕΑ με το «ΚΚΕ εσωτερικού» και την ΕΔΑ συνάντησε σοβαρές αντιρρήσεις –και δικαίως– στις γραμμές του, όπως φαίνεται από το σχετικό άρθρο του Δημήτρη Σάρλη που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ του Νοέμβρη του 1974 με τον τίτλο «Η ενότητα δράσης της Αριστεράς και οι διαφωνίες του ΚΚΕ με την ομάδα που αποσπάστηκε από αυτό».12 Το άρθρο άνοιγε ιδεολογικό μέτωπο σε απόψεις κομματικών μελών που υποστήριξαν ότι η ίδρυση της ΕΑ, αντί να ωφελούσε, θα ζημίωνε το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ, δημιουργώντας έδαφος για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού και την εξάπλωση συγχύσεων. Διαλύθηκε λόγω των υπαρκτών σημαντικών διαφορών που προϋπήρχαν, αυτές που είχαν οδηγήσει στη διάσπαση μετά τη 12η Ολομέλεια του 1968. Από μια άποψη, ήταν θνησιγενής από τα γεννοφάσκια της, πέρα από τη λαθεμένη αφετηρία της και το σκοπό που αυτή καλούνταν να υπηρετήσει. Από την πλευρά του Κόμματος θεωρήθηκε ότι μια από τις αιτίες της διάλυσής της ήταν η επιμονή του «ΚΚΕ εσωτερικού» να διατηρεί τον τίτλο του. Έπαιξε, ταυτόχρονα, ρόλο και η διαφωνία του Κόμματος με το βασικό πολιτικό στόχο του «εσωτερικού», σύμφωνα με τον οποίο, ενώ η δικτατορία είχε παρέλθει, στην πρώτη γραμμή έμπαινε η ανάπτυξη της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ) που πρόβλεπε ακόμα και τη συμπαράταξη με την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, ως άμυνα κατά της στρατοκρατικής συνομωσίας. Το «ΚΚΕ εσωτερικού» εκτιμούσε ότι η ΕΑΔΕ αποτελούσε την καλύτερη συμβολή στην αντιιμπεριαλιστική πάλη, ενώ ασκούσε κριτική σε συνθήματα κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, γιατί «θα έφερναν σύγχυση στους εσωτερικούς στόχους».13

Η πολιτική της «ενότητας της Αριστεράς» με στόχο την ανάδειξη «κυβέρνησης της Αριστεράς» απέκτησε δυναμικό χαρακτήρα στο 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ (12-16.5.1987), στο οποίο έγινε ορισμένη αναδιατύπωση του Προγράμματος του Κόμματος με τη θέση για την αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, για την οποία δεν αποκλειόταν η δυνατότητα να δοθεί η συγκατάθεση ή η ουδετερότητα μη μονοπωλιακών αστικών τμημάτων. Έθετε ως προϋπόθεση την οικοδόμηση ενός συνασπισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη βάση ενός κοινού προγράμματος. Απευθυνόταν με κάλεσμα και στις δυνάμεις που βρίσκονταν ακόμα στο χώρο επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Το 12ο Συνέδριο άφηνε ανοιχτό με ποιες δυνάμεις από το χώρο του οπορτουνισμού μπορούσε να γίνει συνεργασία, ανάλογα με τις τότε εξελίξεις γύρω από τον τίτλο του «ΚΚΕ εσωτερικού», δηλαδή αν θα διατηρούνταν ή θα καταργούνταν, πράγμα που έγινε αργότερα με την αλλαγή του τίτλου σε «Ενωμένη Αριστερά» (ΕΑΡ).

Η συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» είχε ως αφετηριακό σημείο το «κοινό πόρισμα» ΚΚΕ και ΕΑΡ που ξεκίνησε από δύο βοηθητικές επιτροπές εργασίας, ώστε να διαμορφωθεί πρόταση Σχεδίου Προγράμματος ως βάση ίδρυσης της συμμαχίας και μια δεύτερη πρόταση για την κατανομή εδρών στις δυνάμεις που θα έπαιρναν μέρος σε εκλογική συνεργασία.

Πριν ακόμα το σχέδιο του κοινού πορίσματος δοθεί στο ΠΓ και στη συνέχεια στην ΚΕ του ΚΚΕ, δημοσιεύτηκε στις 5 Δεκέμβρη 1988 στο Βήμα και ένα ειδικό τμήμα του στην Πρώτη. Στόχος ήταν να διαμορφωθεί μια ντε φάκτο κατάσταση ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης σε ορισμένες πιο ανοιχτές και ακραίες οπορτουνιστικές απόψεις που θα συναντούσαν αντίδραση από ένα σημαντικό μέρος της ΚΕ του Κόμματος. Εννοείται ότι η όλη εξέλιξη της επιλογής του Κόμματος για τη συγκρότηση του Συνασπισμού δε θα ήταν διαφορετική χωρίς την απαράδεκτη ενέργεια χρησιμοποίησης της δημοσιότητας. Αν μνημονεύεται, είναι γιατί αποδείχτηκε ένα προειδοποιητικό καμπανάκι προβληματισμού. Τελικά, το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, με τις όποιες φραστικές και όχι ουσιαστικές βελτιώσεις έγιναν, αποτέλεσε τη θεμελιακή βάση για την ίδρυση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Το πού κατέληξε η σχέση του ΚΚΕ με το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» είναι γνωστό.

Η πολιτική των συμμαχιών του Κόμματος όπως υλοποιήθηκε με βάση τη στρατηγική των δύο σταδίων ήταν από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση που εκδηλώθηκε έντονα το ’89-’91, με αποτέλεσμα τη διάσπασή του. Βεβαίως και έπαιξαν σοβαρό ρόλο στο βάθος και στην έκταση της κρίσης οι αντεπαναστατικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη γενεσιουργής αιτίας μέσα στην καθοδήγηση του ΚΚΕ.

 

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Η 10ετία του ’90 σημαδεύτηκε από τη νίκη της αντεπανάστασης στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τη διαδικασία της καπιταλιστικοποίησής τους που, πέραν των επιπτώσεων που είχε στο ΔΚΚ και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, έβγαλαν πιο διακριτά στην επιφάνεια τις προϋπάρχουσες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Διευρύνθηκε και οξύνθηκε ο ανταγωνισμός στην κούρσα για το ποιος θα διεισδύσει πρώτος στις αναδυόμενες νέες καπιταλιστικές αγορές. Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για την αστική διαχείριση αποτέλεσε η ήδη αποφασισμένη, αρκετά χρόνια πριν, μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπως και η ανάδειξη του ΝΑΤΟ σε παγκόσμιας εμβέλειας στρατιωτικής και πολιτικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας με δικαιώματα στρατιωτικής δράσης χωρίς την προέγκριση του ΣΑ του ΟΗΕ.

Το καπιταλιστικό σύστημα «φάνταζε» τότε παντοδύναμο, αφού δεν είχε απέναντί του το σοσιαλιστικό σύστημα που διαμορφώθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η νίκη της αντεπανάστασης επέφερε έως και διαλυτικού εκφυλιστικού χαρακτήρα κρίση στο κομμουνιστικό κίνημα, κατάφερε σοβαρά πλήγματα στην ταξική πάλη στις καπιταλιστικές χώρες.

Από τότε μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν πολύ πιο καθαρά οι αντιφάσεις και αντινομίες του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, ενός συστήματος που σαπίζει, με το ξέσπασμα, κατά κύματα, της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, με συγχρονισμένο μάλιστα χαρακτήρα.14 Πάγιο στοιχείο της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος αποτελούσε η εξασφάλιση εναλλακτικής αστικής λύσης διαχείρισης σε κυβερνητικό επίπεδο σε συνδυασμό με την πολιτική χειραγώγησης της λαϊκής συνείδησης, της αποτροπής η κοινωνικοπολιτική συνείδηση και δράση να αποκτήσει ανατρεπτικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.

Όσο απομακρυνόταν ο καπιταλισμός από τη νίκη της αντεπανάστασης στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τόσο γίνονταν πιο φανερές οι αντιφάσεις του, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό επίπεδο και στην Ελλάδα. Πέρασε στην ημερήσια διάταξη το θέμα της ανασυγκρότησης, ανασύνθεσης, αναδιάταξης του αστικού πολιτικού συστήματος. Συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη κυβερνήσεων συνεργασίας έναντι των μονοκομματικών του παρελθόντος, ιδιαίτερα ανάμεσα στους δήθεν «αιώνιους» αντιπάλους, τα φιλελεύθερα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Σ’ αυτήν τη σύνθετη διαδικασία εντάχτηκαν τα λεγόμενα νέα κόμματα, π.χ., όπως των Πρασίνων ή σχετικών με την οικολογία κομμάτων.

Η ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος απαιτούσε τόσο από τα φιλελεύθερα όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να αναζητήσουν μια νέα «ταυτότητα», ένα νέο «σύγχρονο» πρόσωπο που να ανταποκρίνεται στον ενιαίο στόχο τους: Από τη μια μεριά ήταν η προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και ενώ οι ανταγωνισμοί μαίνονταν διεθνώς και από την άλλη να δράσουν προληπτικά στο ενδεχόμενο αναζωογόνησης της ταξικής πάλης, της ανασυγκρότησης της εργατικής αντεπίθεσης.

Καθώς τα κόμματα αυτά ήταν και παραμένουν συγκροτημένα σε αρχηγική βάση, προωθήθηκε και το πείραμα επιλογής «άφθαρτων» στελεχών, σε σχέση με τα ιστορικά στελέχη των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ιδιαίτερα νεότερα σε ηλικία, ακόμα και χωρίς προϋπηρεσία. Π.χ. η ανάδειξη του Μακρόν, τραπεζικού στελέχους, που νίκησε χωρίς να έχει κόμμα, δεν αποτέλεσε το μοναδικό παράδειγμα, στην πορεία ήδη είχαν αναδειχτεί νέα στελέχη σε ηγετικές κομματικές και κυβερνητικές θέσεις. Τέτοιες επιλογές μεμονωμένων προσώπων που είναι εκπαιδευμένα στελέχη του συστήματος ήταν πιο εύκολα στην Προεδρική Δημοκρατία (επί της ουσίας αρχηγός της εκλεγμένης κυβέρνησης είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), σε σχέση με την Προεδρευόμενη Δημοκρατία όπου η κυβέρνηση θεωρείται κέντρο άσκησης εξουσίας ενώ ο Πρόεδρος έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, δηλαδή λειτουργεί ως σύμβολο αστικής εθνικής ενότητας.

Παραδοσιακά, ιστορικά ας το πούμε, φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη και παγκόσμια αποδυναμώθηκαν. Στη Γαλλία και στην Ιταλία, λόγου χάρη, τα παραδοσιακά φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν κυριολεκτικά ή σχεδόν εξαφανιστεί. Τα υψηλά ποσοστά που διαδοχικά έπαιρναν τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πέρασαν σε πορεία πτώσης, πράγμα που πυροδότησε και την εμφάνιση νέων αστικών κομμάτων, ενώ πύκνωσαν οι κυβερνήσεις συνεργασίας με τρία ή και παραπάνω κόμματα. Σταδιακά ισχυροποιήθηκαν εθνικιστικά-ακροδεξιά κόμματα, επίσης φασιστικά-ναζιστικά. Με κοινές αποφάσεις παλιών ή και νέας μορφής φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, έγινε κρατική ιδεολογία στην ΕΕ η θεωρία των δύο άκρων, η εξίσωση φασισμού και κομμουνισμού.

Στις ενδοαστικές αντιθέσεις ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, που διεκδικούν να κρατήσουν ή να αποσπάσουν τη μερίδα του λέοντος στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, της «πράσινης» ανάπτυξης, του ψηφιακού μετασχηματισμού. Όμως και σήμερα ισχύει αυτό που και στο παρελθόν έχει σημειωθεί, ότι, όταν ο καπιταλισμός ταλανίζεται από τα δικά του σύμφυτα προβλήματα και τους ανταγωνισμούς, ακόμα και όταν αναπτύσσονται διαφορετικές απόψεις, έχουν τον ίδιο στόχο: Tη διαχείριση των σύνθετων προβλημάτων, τη σταθερότητα της αστικής πολιτικής διαχείρισης για την εξυπηρέτηση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας κ.ά.

 

Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, ΠΟΥ ΕΠΕΦΕΡΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Περιοριζόμαστε ενδεικτικά και μόνο να θυμίσουμε τι έγινε και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Ιταλία, καθώς τα σοσιαλιστικά κόμματα περιθωριοποιήθηκαν, πέρασαν στην ανυπαρξία. Η εκλογική πορεία της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας (βεβαίως αυτό αφορά και ορισμένα φιλελεύθερα κόμματα) ήταν γενικά καθοδική, με λίγες εξαιρέσεις, όπως στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα, τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ στην κορύφωση της κρίσης υπέστησαν απότομη και μαζικού χαρακτήρα φθορά, που αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα του Μάη του 2012, καθώς έχασαν πάνω από 2 1/2 εκατομμύρια ψήφους.

Το ΠΑΣΟΚ έφτασε πολύ κοντά στη συντριβή, σε αντίθεση με τη ΝΔ που σταδιακά ανέκαμψε. Το Μάη και τον Ιούνη του 2012, οπότε και έγιναν δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, προς στιγμή φάνηκε ότι το αστικό πολιτικό σύστημα δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Η γνώριμη και, για πολλά χρόνια, τυπική δικομματική εναλλαγή φαίνονταν ότι βάδιζε προς το τέλος της. Παρ’ όλ’ αυτά, το αστικό πολιτικό σύστημα ανασυγκροτήθηκε αρχικά μέσω της κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ (Δημοκρατική Αριστερά, διάσπαση από ΣΥΡΙΖΑ) και στη συνέχεια με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Ανεξάρτητοι Έλληνες, διάσπαση από τη ΝΔ) που προβλήθηκε ως «η πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς».

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήκωσε πολύ ψηλά τη σημαία της «Αριστεράς» ως συνέχεια του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», καπηλεύτηκε μάλιστα και τη σημαία της ΕΔΑ με αιχμή τις εκλογές του ’58, όπου αυτή για καθαρά συγκυριακούς λόγους αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω της πολυδιάσπασης του τότε «κεντρώου» χώρου και ευνοούμενη ως δεύτερο κόμμα από τον εκλογικό νόμο.

Η έννοια της «Αριστεράς» ως πόλου διακυβέρνησης ακόμα και σήμερα προβάλλεται ως ένα επίτευγμα που οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στον Α. Τσίπρα, στα χαρισματικά του –τάχα– προσόντα. Στην πραγματικότητα το τίναγμα του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 16% και στη συνέχεια ως το 36% δε θα μπορούσε να γίνει ως τέτοιο, εξαιτίας δηλαδή μιας προσωπικότητας, παρά μόνο ως αποτέλεσμα του καταποντισμού της σοσιαλδημοκρατίας, αφού πια αποτελούσαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο οπορτουνισμός αναπόφευκτα εξελίσσεται σε σοσιαλδημοκρατία, ενώ πάντα είναι ανοιχτός και για παραπέρα μετατόπιση.

Η «σύγχρονη Αριστερά», όπως αυτοαποκλήθηκε ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, πριν μερικά χρόνια, δεν ήταν συνέχεια, εξέλιξη της όποιας πολιτικής δύναμης του παρελθόντος είχε τον τίτλο της «Αριστεράς», π.χ., της ΕΔΑ, που και αυτή ήταν μεν σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής των κομμουνιστών με το λεγόμενο μίνιμουμ πρόγραμμα του ΚΚΕ, ωστόσο ήταν αντίθετη με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, πάλευε κατά των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων, θέσεις που η «σύγχρονη Αριστερά» δεν υποστήριξε ούτε φραστικά. Η ΕΔΑ με τους χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες στις γραμμές της έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των εργατικών-λαϊκών αγώνων ως τον Απρίλη του 1967. Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την οργάνωση των αγώνων ήταν πολύ αναιμική, επιφανειακή και από τη στιγμή που έγινε κυβέρνηση και μέχρι σήμερα ήταν και είναι ανύπαρκτη ουσιαστικά.15 Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 ως το 2019, δηλαδή σε ελάχιστα χρόνια, διήνυσε την ίδια πορεία σε σύγκριση με το μισό περίπου αιώνα που χρειάστηκαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για να αναγνωριστούν ως κόμματα υπηρέτησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Ανάλογος ήταν και ο κατήφορος των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, που εξαφανίστηκαν.

Η «αριστερή» πολιτική που προβάλλεται από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δε συνιστά ένα αυτόνομο πολιτικό ρεύμα με διαφορετικό, φιλολαϊκό, ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα, απέναντι στη μια ή στην άλλη μορφή αστικής διαχείρισης. Αντικειμενικά ήρθε και έρχεται σε αντιπαράθεση με τους αγωνιστές που υιοθετούν αριστερά συνθήματα και ιδέες, που αισθάνονται αριστεροί, αριστερές.

 

Ο ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Εξαιτίας του εκλογικού αποτελέσματος του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναβρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (με υψηλά πάντως ποσοστά έναντι της νικήτριας ΝΔ). Ο προσδιορισμός «Αριστερά» παρέμενε στα αρχικά του συντετμημένου τίτλου ΣΥΡΙΖΑ, όμως προπαγανδιστικά δόθηκε βάρος στη διεύρυνσή του με στελέχη από το ΠΑΣΟΚ και ορισμένα από τη ΝΔ και τους ΑΝΕΛ, που οδήγησε στην πρόσθεση του όρου Προοδευτική Συμμαχία. Στις εκλογές του 2023 η «κυβέρνηση της Αριστεράς» αντικαταστάθηκε από τη θέση για την «προοδευτική κυβέρνηση», κάποιες φορές ακουγόταν και ως «κυβέρνηση αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων», κυρίως όμως προβαλλόταν ως στόχος η «Προοδευτική Συμμαχία». Κάποιες φορές συμπληρωνόταν και με τον όρο «Κεντροαριστερά», κυρίως ως απάντηση στην προσπάθεια του Κ. Μητσοτάκη να προσδιορίζει την ταυτότητα της ΝΔ ως «Κεντροδεξιάς», αλλά και ως εργαλείο αντιμετώπισης της φιλοδοξίας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να περάσει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όταν το ΚΙΝΑΛ εξελίχτηκε σε ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ο πρόεδρός του και ορισμένα στελέχη άρχισαν πιο συστηματικά από πριν να ρίχνουν βάρος στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα των πρώτων χρόνων της 10ετίας του ’80. Άλλα στελέχη, που είχαν προέλθει από τη διάσπαση της ΔΗΜΑΡ, πρόβαλλαν την «Κεντροαριστερά» φροντίζοντας να διαχωριστούν από το ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο εξαπέλυαν μύδρους όχι για τη στρατηγική του κατεύθυνση, αλλά για το «λαϊκισμό», την «τοξικότητα», για το ύφος του. Ταυτόχρονα, δεν ήθελαν να ταυτιστούν με το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα μετά το 1985 και πιο συγκεκριμένα της περιόδου ’89-’91.

Σταδιακά και ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη διπλή εκλογική αναμέτρηση το Μάη και τον Ιούνη του 2023, και τα τρία κόμματα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, έδιναν βάρος να πείσουν ότι το καθένα από αυτά ήταν ο συνεπής υπερασπιστής των αντιλήψεων και θέσεων του «κεντρώου» χώρου ή των «κεντρώας αντίληψης ψηφοφόρων».

Ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία μπήκε σε πορεία διάσπασης, με την αποχώρηση της «Ομπρέλας», της ομάδας δηλαδή με επικεφαλής τον Ε. Τσακαλώτο, και στη συνέχεια της ομάδας των «6+6» με επικεφαλής την Έ. Αχτσιόγλου. Με τα ως τώρα δεδομένα δεν μπορεί να αποκλειστεί νέα αποχώρηση στελεχών ενόψει ή κατά τη διάρκεια των εργασιών του προαναγγελθέντος συνεδρίου τον επόμενο Φλεβάρη. Οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν αρκετές φορές υπογραμμίσει το ίδιο πράγμα, ότι έκλεισε ο κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το 2023 δεν είναι 2015. Οι πολεμικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις μέσα και έξω από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμία σχέση με διάθεση θετικής για το λαό αλλαγής της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, απολύτως και οριστικά ενσωματωμένου στην υπηρέτηση των αναγκών, των δυσκολιών και των αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος. Όλοι αναφέρονται σε μια νέα πορεία μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, με υπονοούμενα. Επιβεβαιώνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και τα όποια πολιτικά μορφώματα ή κόμματα που προήλθαν από τη διάσπαση, όλοι μαζί, θα πάνε όλο και πιο «δεξιά» για να αξιοποιήσουμε τον όρο που χρησιμοποιούν δηλώνοντας ότι ο βασικός αντίπαλος είναι η ΝΔ στο κυβερνητικό τιμόνι.

Παρ’ όλ’ αυτά, δε διστάζουν να εμφανίζουν ως επίδικο στοιχείο αν θα διατηρηθεί η «αριστερή» και «ριζοσπαστική» του φυσιογνωμία ως μαγιά για την κυριαρχία του στο χώρο του «Κέντρου», στην κούρσα ανάκτησης του χαμένου εδάφους, σε συνεργασία ή και σε συνένωση με το ΠΑΣΟΚ ή με άλλους ανένταχτους σοσιαλδημοκράτες, ανάλογα ποια τακτική επιλέγει η κάθε ομάδα μέσα ή έξω από το ΣΥΡΙΖΑ. Ακλόνητος ο στόχος να ισχυροποιηθεί η άλλη αστική εναλλακτική κυβερνητική λύση απέναντι στη ΝΔ. Αναπόσπαστη επιδίωξη επίσης είναι να προληφθούν έγκαιρα οι όποιες θετικές διεργασίες σημειώνονται τα τελευταία χρόνια υπέρ της αναζωογόνησης και της ενδυνάμωσης της ταξικής πάλης, της αποτροπή της ανόδου του κύρους και της επιρροής του ΚΚΕ, του κόμματος δηλαδή που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση και στην οργάνωση του εργατικού-λαϊκού ριζοσπαστισμού, της αντικαπιταλιστικής συνείδησης.

Αλλά και ο σημερινός πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ με το επιτελείο του, όταν αναφέρεται στην «Αριστερά», δεν το κάνει μόνο και μόνο για να αποκρούσει τις σε βάρος του κατηγορίες και καταγγελίες, αλλά και γιατί γνωρίζει και καταλαβαίνει τη σημασία που έχουν τα υποκριτικά «αριστερά» συνθήματα και τα τεχνητά διλήμματα για τη χειραγώγηση και ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Είναι πολύ αποκαλυπτικές οι θέσεις που αναπτύσσουν στελέχη της «Ομπρέλας» για το λεγόμενο «έρμα της Αριστεράς». Στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε δημόσια ότι αντιπροσωπεύει μόνο το 3% της δύναμης του σοσιαλδημοκρατικού ΣΥΡΙΖΑ, προειδοποίησε ότι αν αυτό το έρμα πεταχτεί στη θάλασσα –με ευθύνη του Σ. Κασσελάκη– τότε θα βυθιστεί ολόκληρο το πλοίο. Άλλα στελέχη δηλώνουν ότι πρέπει να προκύψει «νέος αριστερός φορέας» για να αποτραπεί η ενίσχυση του ΚΚΕ.16 Ο Ε. Τσακαλώτος «ξέχασε» ότι μέχρι πριν λίγο υποστήριζε το ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, στήριξε την αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική του ως κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και την πολιτική διεύρυνσης του καθεστώτος των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων στην Ελλάδα, την ελληνική συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Συγκαλύπτει το χαρακτήρα της δικής του πρότασης, καθώς αποχώρησε από το ΣΥΡΙΖΑ, με την υποκριτική διακήρυξη ότι χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα νέο κόμμα της Ριζοσπαστική Αριστεράς, νέο δηλαδή ανάχωμα διάβρωσης των ριζοσπαστικών διαθέσεων και αντικαπιταλιστικών συνειδήσεων.

 

Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΚΕΝΤΡΩΟ» ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑ» - «ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ»

Το ΚΚΕ συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του στα μεσαία στρώματα, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις, την αστική και την εργατική, και τα οποία χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαφορές στη διαστρωμάτωσή τους. Το ενδιαφέρον μας είναι να προσδιορίσουμε ποια τμήματα των ενδιάμεσων στρωμάτων έχουν αντικειμενικό συμφέρον να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη. Αυτά δηλαδή που, σε διάκριση από ανώτερα μεσαία στρώματα, έχουν μεν ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, αλλά περιορισμένο εμπορευματικό ή άλλης μορφής κεφάλαιο, διαχειρίζονται τα ίδια το δικό τους προϊόν και την περιορισμένη υπεραξία. Συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων της πόλης χωρίς προσωπικό και εκείνους που χρησιμοποιούν είτε μέλη της οικογένειάς τους ή άλλο μη καταγεγραμμένο, αριθμητικά περιορισμένο, εργατικό δυναμικό σε εποχική κυρίως βάση.17

Όσον αφορά τα αγροτικά μεσαία στρώματα, το ΚΚΕ επίσης χρησιμοποιεί συνδυασμένα κριτήρια προκειμένου να εντάξει στην κοινωνική συμμαχία, με κριτήριο την ιδιοκτησία γης, τους καλλιεργητές, κτηνοτρόφους, αλιείς, παίρνοντας υπόψη ότι χρησιμοποιείται και ενοικιαζόμενη γη. Κριτήριο αποτελεί αν χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία, παίρνοντας υπόψη ότι υπάρχει και η άτυπη οικογενειακή, η εποχική εργασία. Ιδιαίτερα παίρνεται υπόψη ότι η συγκεντροποίηση έχει διαφορετικό αποτέλεσμα ανάμεσα στις διάφορες αγροκαλλιέργειες, αλλά και ανάμεσα στις αγροκαλλιέργειες από τη μια και στην αλιεία, κτηνοτροφία από την άλλη. Η παρέμβαση του Κόμματος επικεντρώνεται τελικά στην αγροτιά που αντιμετωπίζει σήμερα ή και στο άμεσο μέλλον πρόβλημα επιβίωσης.18

Συμπερασματικά, το καθοριστικό κριτήριο του ΚΚΕ είναι η σχέση των αυτοαπασχολούμενων με τα μέσα παραγωγής, ο ρόλος που επιτελούν στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και με ποιον τρόπο αποκτούν μέρος του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Βεβαίως, προκειμένου για τους ατομικούς ιδιοκτήτες συνυπολογίζεται και το μέγεθος του ποσού που καρπώνονται προκειμένου να συνεχίσουν την αναπαραγωγή της επιχειρηματικής δράσης, συν τα αναγκαία για την επιβίωση οικογενειακά έσοδα, σε συνθήκες που τα μονοπώλια διεισδύουν πιο πλατιά και πιο βαθιά παντού, στην οικονομία, στους τομείς της αστικής κοινωνικής πολιτικής κλπ.

Πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές, τα τρία μεγαλύτερα αστικά κόμματα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους για το ποιο θα καταφέρει να κερδίσει το λεγόμενο «κεντρώο» χώρο ως προϋπόθεση για να διατηρήσουν ή να κερδίσουν τη διακυβέρνηση. Τους «κεντρώους», τους προσδιορίζουν με κριτήριο τους πολιτικούς προσανατολισμούς όπως οι ίδιοι τους ερμηνεύουν, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις με τρόπο ισοπεδωτικό και απόλυτο. Ταυτίζουν τους «κεντρώους» με ανθρώπους που δε θέλουν οξυμένες και συγκρουσιακές καταστάσεις, αντιπαραθέσεις, προσβλέπουν σε ήπιο πολιτικό λόγο, δε θέλουν πολλά για λογαριασμό τους, αλλά λίγα, και προπάντων θέλουν ησυχία και πολιτική σταθερότητα, ασφάλεια. Αναφέρονται στο «Κέντρο» και στους «κεντρώους» σα να είναι ένας αυτοτελής ενιαίος χώρος, αυτόνομος από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής, ανεξάρτητος από το συσχετισμό δυνάμεων. Ένα μέρος των αυτοπροσδιοριζόμενων ως κεντρώων εντάσσονται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, όμως τα αστικά κόμματα προσδιορίζουν τα μεσαία στρώματα με αποκλειστικό κριτήριο το ύψος του εισοδήματος.

Η ΝΔ υποστηρίζει ότι είναι «δεξιό» ή φιλελεύθερο κόμμα που έχει επεκταθεί προς το «Κέντρο», ορισμένα στελέχη της ισχυρίζονται ότι έχει καταληφθεί ήδη το «Κέντρο» από το κυβερνητικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προτιμά κυρίως να αναφέρεται στη σοσιαλιστική του ταυτότητα, χωρίς να σημαίνει ότι δε χρησιμοποιεί και τον όρο «Κέντρο» ή και τους όρους «Κεντροδεξιά» ή «Κεντροαριστερά» ανάλογα με τις τάσεις ή και τις ομαδοποιήσεις που εμφανίζονται στα στελέχη του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία ξεκίνησε ως «Αριστερά», στην πορεία υποστήριξε την ανάγκη να επεκταθεί προς τον «κεντρώο» χώρο με στόχο να τον κερδίσει ιδεολογικά και πολιτικά, ενώ στην πραγματικότητα για την επέκτασή του αυτή μετακινούνταν σταδιακά όλο και πιο συντηρητικά, με όρους ενσωμάτωσης στην αστική διαχείριση.

Μετά το 2019, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε ξανά στην αντιπολίτευση, ο όρος «Αριστερά» παρέμενε στα αρχικά του κόμματος, ενώ ο τίτλος του συμπληρώθηκε με τον όρο Προοδευτική Συμμαχία. Στον πολιτικό του λόγο σπάνια αναφερόταν ως «Αριστερά», θεωρούνταν περισσότερο ως ο αρχικός μικρός πυρήνας ενός κόμματος που ήδη είχε διευρυνθεί και μετεξελιχτεί σε κυβερνητικό.

 

ΤΟ ΚΚΕ ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΩΣ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΑΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟ

Το ΚΚΕ, με αφετηρία τις αρχές της 10ετίας του ’90, συστηματικά αποκάλυψε και απομυθοποίησε το πραγματικό περιεχόμενο και την πολιτική στόχευση του αποπροσανατολιστικού διαχωρισμού «Δεξιά» - Αριστερά» και των παραγόμενων τρομοκρατικών διλημμάτων, με στόχο τη συγκάλυψη της κοινής στρατηγικής τους απέναντι στα συμφέροντα του κεφαλαίου, στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ και την εξασφάλιση της σταθερότητας της αστικής πολιτικής εξουσίας, την εργατική-λαϊκή χειραγώγηση και ενσωμάτωση, σε μια περίοδο που άρχισαν να ξηλώνονται και να καταργούνται οι όποιες εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις είχαν αποσπαστεί στη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η ελληνική και διεθνής πείρα παρέχει σημαντικές και αδιάσειστες αποδείξεις ότι οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως δυνάμεις της «Αριστεράς» τελικά αντιπροσώπευσαν, για ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, το οπορτουνιστικό και ρεφορμιστικό ρεύμα μέσα στο επαναστατικό κίνημα, ενώ ακολούθησε η νομοτελειακή εξέλιξή τους σε σοσιαλδημοκρατικά μορφώματα, πολιτικές κινήσεις ή και κόμματα.

Η διαχωριστική γραμμή «Δεξιά» - «Αριστερά» κυριάρχησε την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Ιδιαίτερα από το 2012, όταν για πρώτη φορά σχηματίστηκαν δύο διαδοχικές κυβερνήσεις συνεργασίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ [μαζί με τον ακροδεξιό Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό (ΛΑ.Ο.Σ.) και στη συνέχεια με τη Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ)], οπότε έπεσαν τα δήθεν διαχωριστικά τείχη που από το 1981 είχαν στηθεί ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ. Τότε πλασαρίστηκε ως αριστερή εναλλακτική λύση ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου που εξελίχτηκε σε Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Ο αποπροσανατολιστικός και με τη μορφή τρομοκρατικού διλήμματος διαχωρισμός «Δεξιάς» και «Αριστεράς» αποδείχτηκε απολύτως ωφέλιμος και αποτελεσματικός για το αστικό πολιτικό σύστημα. Η «πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς», μαζί με την ενεργητική στήριξη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, συνέβαλε να περάσουν και νέα, δυναμικής σημασίας, πακέτα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, για να κλείσει ο κύκλος της κρίσης σε βάρος της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, να περάσει η Ελλάδα στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάκαμψης στην Ελλάδα. Να αναβαθμιστεί, επίσης, η πιο ενεργητική εμπλοκή στη στρατηγική του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ, με τη μετατροπή ολόκληρης της Ελλάδας σε πιο ευρύ και πιο ισχυρό στρατηγικό πολεμικό προγεφύρωμα στην κούρσα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, παλιών και νέων εστιών πολέμου. Το δίπολο «Δεξιά» ή «Αριστερά» υπηρετεί και το βασικό αστικό στόχο της εργατικής-λαϊκής χειραγώγησης και μέσω της απογοήτευσης που διαδοχικά καλλιέργησαν και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα να περνάνε όλα τα κυβερνητικά αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, η εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με τις λιγότερες λαϊκές αντιδράσεις.

Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια η κάλπικη αντιπολίτευση που αυτός έκανε προς τη ΝΔ μετά το 2019 διαδραμάτισε τον ίδιο ρόλο που έπαιξε το ΠΑΣΟΚ πριν και μετά το 1981 σε βάρος της όποιας ριζοσπαστικής συνείδησης είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα.

Η παραπάνω εκτίμηση δε σημαίνει ότι εμείς υποτιμάμε, πολύ περισσότερο αγνοούμε, το πραγματικό γεγονός ότι μέσα στο λαό, στο λαϊκό κίνημα υπήρξαν και υπάρχουν χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, πολιτικοποιημένοι άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται, αισθάνονται ως ανένταχτοι αριστεροί, αριστερές, με βάση την εμπειρία που απέκτησαν ιδιαίτερα την περίοδο 2012-2019 και στη συνέχεια, πολύ περισσότερο σήμερα, που η εκφυλιστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ολοφάνερη.

Ένα μέρος τους αισθάνονταν και στο παρελθόν και σήμερα κοντά σε θέσεις, εκτιμήσεις και σε αιτήματα του ΚΚΕ, εκτιμούν τον πρωτοποριακό ρόλο του Κόμματος στους αγώνες, χωρίς ταυτόχρονα να αισθάνονται κομμουνιστές, συνολικά να συμφωνούν με την ιδεολογία και το Πρόγραμμα του Κόμματος. Υπήρξε και υπάρχει και ένα τμήμα αριστερών, ριζοσπαστών που έχει μεγαλύτερες διαφωνίες και επιφυλάξεις με το ΚΚΕ, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα του αντικομμουνισμού.

Το ότι η έννοια κομμουνιστής από πλευράς ιδεολογίας και προγραμματικής αντίληψης δεν ταυτίζεται με τον ανένταχτο που αυτοπροσδιορίζεται αριστερός, αριστερή, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κοινής δράσης στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, σε μεγάλους πολιτικούς αγώνες. Το αντίθετο συμβαίνει και επιδιώκουμε να συμβαίνει. Το ΚΚΕ, όπως είναι γνωστό, απευθύνεται στο λαό με βάση την κοινωνική-ταξική διάρθρωση, δεν υποτιμά στη διαδικασία συγκρότησης της κοινωνικής συμμαχίας τη σημασία που έχουν οι πολιτικές ιδεολογικές θέσεις. Απευθύνεται σε ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται αριστεροί, προοδευτικοί, δημοκράτες, ριζοσπάστες, με στόχο την κοινή δράση στο κίνημα, τη συμπόρευση μαζί μας σε μεγάλους αγώνες. Τα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος χρειάζεται να συμβάλλουν στη διεύρυνση των δεσμών του Κόμματος με αυτούς, και αυτό μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα και δυναμική όταν στηρίζεται στη δουλειά από τα κάτω, στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο, στον τόπο κατοικίας. Κατανοούμε ότι όλοι αυτοί που έβγαλαν συμπεράσματα από τη συμπόρευση, π.χ., με το ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να δεχτούν όλες τις θέσεις και τις επιλογές του Κόμματος, τη θεωρία και ιδεολογία του, τη στρατηγική του. Αισθανόμαστε όμως την ανάγκη και την υποχρέωση να ανοίγουμε συστηματική συζήτηση και διάλογο μαζί τους, επιδιώκουμε να τους πείθουμε.

Δεν αρκεί η κοινή δράση, όσο και αν αυτή είναι πάντα σημαντική, είναι ζωτική ανάγκη και υποχρέωσή μας να προβάλλουμε και το Πρόγραμμα του Κόμματος, γιατί σήμερα απαιτείται η αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή γραμμή συσπείρωσης στο δρόμο της ανατροπής για την εργατική εξουσία. Να πείθουμε όσο γίνεται ευρύτερα γιατί το ΚΚΕ αρνείται να στηρίξει ή να συμμετέχει σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού.

Από το 1981 μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχει συσσωρευτεί μεγάλη πείρα, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί ή να ξεχαστεί. Το ΠΑΣΟΚ το 1981, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία το 2015 δεν αθέτησαν και δεν πρόδωσαν τις υποσχέσεις τους, ρίχνοντας τα συνθήματα, π.χ., κατά της ΕΟΚ ή κατά των μνημονίων. Η πολιτική τους ως κυβέρνηση και ως αξιωματική αντιπολίτευση ήταν απολύτως εναρμονισμένη με την ιδεολογικοπολιτική τους ταυτότητα και φυσιογνωμία. Ο αστικός, σοσιαλδημοκρατικός και οπορτουνιστικός ρεφορμισμός διαβρώνει επικίνδυνα ριζοσπαστικές συνειδήσεις, παρεμβάλλει τεράστια εμπόδια δίπλα στην κρατική, εργοδοτική βία και καταστολή στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Δεν υπάρχει ούτε μία μέρα, ούτε ένας μήνας που να μην εκδηλωθεί μια κατάσταση, ένα γεγονός που να μην αποδεικνύει ότι ο καπιταλισμός είναι ήδη ένα σύστημα όχι μόνο ταξικό, άδικο, κατασταλτικό, βίαιο, αντεργατικό και αντιλαϊκό, αλλά και παρωχημένο. Άλλοτε σταδιακά και άλλοτε βίαια καταργήθηκαν όσες κατακτήσεις είχε αποσπάσει η ταξική πάλη στον καπιταλιστικό κόσμο. Αρκετές φορές αυτή η διαδικασία αποκαλείται πισωγύρισμα ή επιστροφή στο Μεσαίωνα. Στη πραγματικότητα, αυτό είναι το παρόν, το προχώρημα, το άμεσο μέλλον του καπιταλισμού, που όσο αυτός υπάρχει θα βρίσκεται σε πορεία νέας αντιδραστικοποίησης.

Τόσο η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος όσο και του διεθνούς απέδειξε και αποδεικνύει την αναγκαιότητα απόρριψης της στοίχισης ή της στήριξης της μιας ή της άλλης πλευράς των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε εθνικό όπως και σε διεθνές επίπεδο και στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα ποια πλευρά έδωσε την αφορμή του πρώτου χτυπήματος ή υποχρεώθηκε στην άμυνα, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Η πρώτη στις 21 Μάη και η δεύτερη στις 25 Ιούνη 2023.
  2. Για τις πρώιμες μεμονωμένες εργατικές εξεγέρσεις, το ρόλο της εργατικής τάξης και των ιδιαίτερων εργατικών αιτημάτων την περίοδο των αστικών και αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων, βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 55-59.
  3. Ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις της Γαλλικής Επανάστασης ανέκυψαν διαφωνίες αν έπρεπε εκτός από το εκλεγμένο Κοινοβούλιο να συγκληθεί και διορισμένη Γερουσία και ποιος θα ήταν ο ρόλος της συνταγματικής μοναρχίας. Κατά τη μέρα της ψηφοφορίας η παράταξη που ήταν υπέρ της Γερουσίας κάθισε στα δεξιά της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης, ενώ οι αντίθετοι στην αριστερή πλευρά. Με βάση την τότε διάταξη, ο όρος δεξιός ταυτίστηκε με τους αστούς που δεν ήθελαν αλλαγές και ο όρος αριστερός με αυτούς που ήταν υπέρ των αλλαγών, αν και οι δύο παρατάξεις ήταν υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας με διαφορές στα όρια των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του Θρόνου.
  4. Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, εκδ. Γνώσεις, σελ. 131.
  5. Ο Μαρξ έχει ήδη υπογραμμίσει ότι η νικήτρια αστική τάξη ήταν μειοψηφία έναντι της λαϊκής πλειοψηφίας.
  6. Το 1881 ενσωματώθηκε η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας, το 1864 τα Επτάνησα, ενώ οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 είχαν ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της Κρήτης και της Μακεδονίας.
  7. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α1 και Α2 (1918-1939), Β1 και Β2 (1940-1949), Γ1 (1950-1967) και Γ2 (1967-1974), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  8. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 189-194.
  9. Ό.π., σελ. 194.
  10. Μ. Μαΐλης, Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα 1950-1967, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 70-75.
  11. Το πρακτικό της ίδρυσης υπέγραψαν οι Δημήτρης Μαριόλης, εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Συναγερμού, Γιάννης Πασαλίδης, εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας, Σταμάτης Χατζήμπεης, εκπρόσωπος των Αριστερών Φιλελευθέρων, Μιχάλης Κύρκος, εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος. Στις 3 Αυγούστου προσχώρησε στην ΕΔΑ η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών, η Δημοκρατική Ένωση, ενώ, δίχως να φαίνεται επίσημα, είχε συμμετάσχει και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) που ήταν επίσης παράνομο. Αρνήθηκαν προσχώρηση το ΣΚ-ΕΛΔ του Αλέξανδρου Σβώλου - Ηλία Τσιριμώκου. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1950-1967, τόμ. Γ1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 203.
  12. ΚΟΜΕΠ, Νοέμβρης 1974, σελ. 13-31.
  13. ΚΟΜΕΠ, Νοέμβρης 1974, σελ. 13-31.
  14. Σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα, απολύτως διαφωτιστικά για τις διαδοχικές εξελίξεις παραμένουν τα ντοκουμέντα των Συνεδρίων του ΚΚΕ, από το 19ο Συνέδριο έως το πρόσφατο 21ο.
  15. Υπήρξαν και χαρακτηριστικές περιπτώσεις που πήρε αρνητική θέση σε αγώνες, τους κατήγγειλε, όπως στην περίπτωση των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων της 10ετίας του ’90, ενώ κατηγόρησε επανειλημμένα το ΚΚΕ για «επαναστατική γυμναστική» σε σχέση με το ρόλο του σε μεγάλους εργατικούς, λαϊκούς αγώνες.
  16. Τέτοια δήλωση έκανε στην ημερίδα της «Ομπρέλας» η Σία Αναγνωστοπούλου και επανειλημμένα ο Ν. Φίλης σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.
  17. Για την παρέμβαση του Κόμματος στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (16.2.2020), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 21-26.
  18. Πρακτικά της Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, Ιούλης 2020, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 115-117.