Ο κόσμος του βιβλίου στις «συμπληγάδες» της αγοράς*


του Δημήτρη Ξεκαλάκη

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι.

Το βιβλίο είναι από κάθε άποψη δημιουργία. Προσφέρει αισθητική απόλαυση και ψυχαγωγία, ενώ παράλληλα συνιστά μέσο μόρφωσης, αγωγής, επικοινωνίας, διάδοσης ιδεών, μεταδίδει αξίες και, από αυτήν την άποψη, διατηρεί έντονα παιδαγωγικό και μορφωτικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι μέσω του βιβλίου περιγράφεται, αναπαρίσταται και εξηγείται –με διαφορετικούς τρόπους και ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις– η πραγματικότητα στην ενότητα και στη διαφορετικότητά της ασκεί σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της κριτικής σκέψης και της συνείδησης του αναγνώστη.

Ως δημιουργία της κοινωνικοπολιτικής, λογοτεχνικής και επιστημονικής γραμματείας, το βιβλίο έχει αντικειμενικά ταξικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, συμβάλλει στη διάδοση ιδεολογικών και πολιτικών προσεγγίσεων και ως εκ τούτου αποτελεί αναντικατάστατο εργαλείο για τη διαπάλη των ιδεών.

Στο περιεχόμενο των βιβλίων αντικειμενικά αντανακλάται η ταξική πάλη και ο συσχετισμός δύναμης, που επίσης αντικειμενικά σε «κανονικές» συνθήκες γέρνει στην πλευρά της κυρίαρχης τάξης.

Βέβαια η διαπάλη των ιδεών και συνεπώς η γνώση, η δημιουργία, αλληλοεπιδρά με την κοινωνική πραγματικότητα και το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Έτσι, στην ιστορία των κοινωνιών και της ταξικής πάλης, πολύ περισσότερο σε περιόδους σημαντικών ιστορικών καμπών, κοινωνικών αγώνων, επαναστάσεων, κάτω από την επίδραση των μηνυμάτων της κοινωνικής αλλαγής οι δημιουργοί εμπνέονται, διεγείρονται, αφυπνίζονται, ακόμα και «αποστατούν» από την τάξη τους και, με όποιες αντιφάσεις στη στάση και στη δημιουργία τους, παίρνουν το μέρος των αδικημένων, των εξεγερμένων. Αντίστοιχα σε τέτοιες συνθήκες το έργο τους μπορεί να αποκτήσει δυναμική, να επιδράσει και να εμπνεύσει μαζικά το λαό. Συνέβη την περίοδο των μεγάλων αστικών επαναστάσεων, την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας, της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, σε μεγάλους κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο, με τη συμβολή εμβληματικών δημιουργών και την παραγωγή έργων με διαχρονική αξία.

Αυτήν την αλήθεια γνώριζαν και γνωρίζουν καλύτερα οι κυρίαρχες τάξεις. Αυτήν την πραγματικότητα επιχείρησαν κι επιχειρούν να αντιμετωπίσουν με πολλούς τρόπους και μεθόδους ανοιχτά και συγκαλυμμένα. Άλλοτε με το σκοταδισμό, τη θρησκοληψία, το κάψιμο βιβλίων, άλλοτε με διώξεις και αποκλεισμούς δημιουργών, καλλιτεχνών και διανοούμενων, με επιχειρήσεις χειραγώγησης κι εξαγοράς, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που αναδεικνύεται και προβάλλεται η αξία του βιβλίου και του διαβάσματος, φτάνει μόνο να μην αμφισβητούνται τα «ιερά και τα όσια» των εκμεταλλευτών!

Στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού, που διανύει το τελευταίο του ιμπεριαλιστικό στάδιο, σε συνθήκες που κυριαρχούν τα μονοπώλια, η επιβολή της αστικής ιδεολογίας αποκτάει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που αφορούν την προσπάθεια ελέγχου της συνείδησης, και αυτό εκφράζεται και με την εκδοτική δραστηριότητα και το βιβλίο.

Οι αστοί γνωρίζουν καλά ότι το διάβασμα αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης και καλλιέργειας του ανθρώπου, των συναισθημάτων, της φαντασίας, της ευαισθησίας, της έξαρσης και εν δυνάμει της θέλησης να πραγματοποιηθεί η κοινωνική αλλαγή.

Γνωρίζουν ότι οι επιστήμες, οι τέχνες, δεν είναι ταξικά ουδέτερες.

Γνωρίζουν ότι, όταν φωτίζεται η δυνατότητα να αξιοποιηθούν τα επιτεύγματα της ανθρώπινης σκέψης και του πολιτισμού από τη σκοπιά των αναγκών της λαϊκής πλειοψηφίας, διαμορφώνεται η πρώτη ύλη που μπορεί να αμφισβητεί, να συνεγείρει και να εμπνέει στον αγώνα για την κατάργηση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, να συμβάλλει στη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης.

Η ανάγκη του συστήματος να προσπερνάει τους σκοπέλους και τις δυσκολίες που οι ίδιες του οι νομοτέλειες δημιουργούν (φτώχεια, εκμετάλλευση, κρίσεις, πόλεμοι, επιδείνωση των όρων ζωής κλπ.), η ανάγκη του να εκτονώνει την αμφισβήτηση, γεννάει την ανάγκη αυτοσυντήρησής του, μέσα από μηχανισμούς, άλλοτε προληπτικούς και άλλοτε συμπτωματικούς, που θα εξασφαλίζουν τη διαιώνισή του. Τέτοιοι μηχανισμοί, κατασταλτικοί, ιδεολογικοί, όπως το κράτος, ινστιτούτα, θεσμοί, το εκπαιδευτικό σύστημα, η Εκκλησία, είναι αναγκαίοι προκειμένου να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη αποδοχή και στήριξη των μαζών και, όταν αυτό δε γίνεται κατορθωτό, να εγκλωβίζεται η όποια αμφισβήτηση σε ανώδυνα και ακίνδυνα για το σύστημα πλαίσια. Στόχος είναι το υπαρκτό ταξικό ένστικτο των λαϊκών στρωμάτων να μη γίνεται ταξικό κριτήριο, να εμπεδώνεται ότι η ταξική συνεργασία και η εθνική ομοψυχία οδηγεί στην κοινωνική ευημερία, σε μια δίκαιη ανάπτυξη για όλους. Επιδίωξη είναι να κρύβονται οι πραγματικές αιτίες και οι πραγματικοί υπεύθυνοι των προβλημάτων, προκειμένου να θολώνει στα μάτια των μαζών η αναγκαία διέξοδος και λύση, η οποία δεν είναι άλλη από την ανατροπή του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος και η οικοδόμηση μιας κοινωνίας όπου οι παραγωγοί του πλούτου θα είναι και οι ιδιοκτήτες του –ο σοσιαλισμός.

Αυτή η άμυνα του συστήματος εκφράζεται και στο χώρο της εκδοτικής δραστηριότητας και γενικότερα της δημιουργίας μέσα από την κυρίαρχη ιδεολογία και τα παράγωγά της.

Για την ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών, επιχειρείται η χειραγώγηση και στράτευση των δημιουργών, επιστημόνων, καλλιτεχνών κλπ. και η ανάλογη επίδραση και αντανάκλαση στο έργο τους. Τέτοια στοιχεία μπορούμε να συναντήσουμε σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και στις εκδοτικές παραγωγές, που ενώ από τη μία μπορεί να περιγράφουν συχνά τις δυσκολίες της ζωής, ταυτόχρονα εκπέμπουν την έντονη επιρροή των ιδεολογημάτων της αστικής ιδεολογίας.

Τα αστικά ιδεολογήματα στοχεύουν στη στρέβλωση της πραγματικότητας, στην αταξική, επιδερμική αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Έτσι, η φτώχεια, η αδικία και η καταπίεση αντιμετωπίζονται περίπου ως φυσικά φαινόμενα που πάντα θα υπάρχουν. Παραχαράσσεται η Ιστορία και ο ρόλος των δυνάμεων που την κινούν. Προβάλλονται μύθοι και αυταπάτες, όπως, για παράδειγμα, ότι κάθε κόπος αμείβεται, αναδεικνύονται πρότυπα αυτοδημιούργητων, επιτυχημένων πλουσίων που ξεκίνησαν από «χαμηλά» κλπ. Αποθεώνεται ο ατομισμός, η ανταγωνιστικότητα στο χώρο δουλειάς κλπ. ως στοιχεία σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.

Καλλιεργείται η αντιδιαλεκτική μεταφυσική προσέγγιση γεγονότων και φαινομένων, αποθεώνεται ο αντιεπιστημονικός αγνωστικισμός που απορρίπτει την έννοια της αντικειμενικής πραγματικότητας και αλήθειας και επιτρέπει στο όνομα της ελευθερίας την υιοθέτηση ανορθολογισμών, όπως, για παράδειγμα, του αυθαίρετου αυτοπροσδιορισμού ατόμων και κοινωνικών ομάδων κλπ.

Τα ατομικά δικαιώματα, όπως η υπεράσπιση της διαφορετικότητας, των δικαιωμάτων της γυναίκας κλπ., αποκόπτονται από το κοινωνικό-ταξικό περιεχόμενο των διακρίσεων.

Ακόμα και ζητήματα όπως η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα, οι διάφορες εξαρτήσεις κλπ. αντιμετωπίζονται ως ασθένειες και αποκλίνουσες στάσεις και συμπεριφορές και τοποθετούνται έξω από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο διαμορφώνονται ως φαινόμενα.

Ο κατάλογος ανάλογων ιδεολογημάτων είναι πολύ μακρύς. Στην προμετωπίδα της ιδεολογικής επίθεσης της αστικής τάξης βρίσκεται σταθερά ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός, εκλεπτυσμένος ή χοντροκομμένος, ανοιχτός ή ραφιναρισμένος, που παραμένει επίκαιρος παρά την ήττα που έχει δεχτεί εδώ και 30 χρόνια το κομμουνιστικό κίνημα και η φαινομενικά ακίνδυνη επιρροή του.

 

* * *

Πώς διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση στο χώρο παραγωγής, έκδοσης και διάδοσης του βιβλίου;

Ευθύς εξαρχής πρέπει να κάνουμε σαφές ότι η καπιταλιστική οικονομία και παραγωγή είναι εχθρική απέναντι στην ανάπτυξη της δημιουργίας γενικά, της τέχνης και της λογοτεχνίας ειδικότερα, αλλά και στους ίδιους τους δημιουργούς.

Βασικό στοιχείο που αποδεικνύει αυτήν την εκτίμηση είναι η αντιμετώπιση της δημιουργίας ως εμπορεύματος. Το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο, η γνώση, η επιστήμη και η δημιουργία γενικά αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα, τα οποία θα διατεθούν στον καταναλωτή αναγνώστη μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Προϋποθέτουν τον επενδυτή χρηματοδότη, ο οποίος με τα δικά του κριτήρια επιλέγει τι θα χρηματοδοτήσει, συνυπολογίζοντας ανάμεσα στα άλλα την οικονομική αποδοτικότητα του εγχειρήματος.

Σ’ αυτήν τη διαδικασία εμπλέκονται μια σειρά από παράγοντες που αντικειμενικά δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ίδια τη δημιουργία, καθώς και πολλά εμπόδια προκειμένου αυτή να φτάσει στο φυσικό αποδέκτη, τον αναγνώστη εν προκειμένω.

 

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα έχει ένα σχετικά μικρό μέγεθος, ενώ στο χώρο δραστηριοποιείται ένας σχετικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων. Ο ανταγωνισμός έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη στο χώρο της παραγωγής και εμπορίας βιβλίου ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη αγορά. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο βαθμός συγκέντρωσης του κλάδου συγκριτικά με άλλους κλάδους της οικονομίας δεν είναι μεγάλος. Έτσι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, οι τρεις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου κατέχουν το 20,5% της αγοράς, ενώ οι οχτώ μεγαλύτερες το 34,5%. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιούνται κινήσεις όπως συγχωνεύσεις, εξαγορές, που ενισχύουν τη θέση ομίλων που μπορούν να παρέμβουν πιο δυναμικά στην παραγωγή, διανομή και προώθηση των εκδόσεών τους μέσω της διαφημιστικής δαπάνης.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ολοκληρωμένα στοιχεία, ένας σημαντικός αριθμός μικρότερων κυρίως επιχειρήσεων, που δε συμπεριλαμβάνονται κατά βάση στις έρευνες, αντιμετωπίζουν μείωση στον τζίρο τους.

Πώς άραγε μπορεί να σταθεί απέναντι στον ανταγωνισμό ένας μικρός εκδοτικός οίκος; Τι μπορεί να εκδώσει; Πώς θα το προωθήσει; Πώς αυτές οι δυσκολίες επιδρούν στο περιεχόμενο των επιλογών του;

Την ίδια στιγμή, το εμπόριο χαρτιού ελέγχεται από διεθνή μονοπώλια που καθορίζουν τις τιμές και τους όρους προμήθειας. Η εκτύπωση και η βιβλιοδεσία των βιβλίων αντιμετωπίζει επίσης την πίεση από τους νόμους της αγοράς. Μικρά τυπογραφεία και βιβλιοδετεία πιέζονται από τις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών και συνολικά του κόστους παραγωγής. Δυσκολεύονται στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες εκτυπωτικές επιχειρήσεις που μπαίνουν στην εκτύπωση βιβλίων. Το τοπίο συμπληρώνεται από το γεγονός ότι μια σειρά μεγάλων εκδοτικών οίκων επιλέγουν να εκτυπώνουν τα βιβλία τους στο εξωτερικό με πολύ χαμηλότερο κόστος, ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλο αριθμό αντιτύπων (τιράζ).

Ο ρόλος του marketing στη βιβλιοπαραγωγή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τι παράγεται, τι προβάλλεται και εν τέλει τι διαβάζεται. Ένα ισχυρό δίκτυο προώθησης και διανομής ελέγχει τη διακίνηση. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, και όχι μόνο, πωλούνται θέσεις τοποθέτησης βιβλίων σε μια γνωστή λογική σούπερ μάρκετ. Η ακριβοπληρωμένη διαφήμιση επιδρά επίσης σημαντικά στις επιλογές. Αντίστοιχο ρόλο παίζει η μαζική διακίνηση κατά βάση αντιδραστικών τίτλων ως ένθετων στις εφημερίδες. Τα δε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), εκτός από ανταγωνιστές του διαβάσματος, λειτουργούν και ως ένα αξιόλογο πεδίο ελέγχου της συγκεκριμένης αγοράς. Παρά τις ιδιαιτερότητες στο χώρο του βιβλίου και την ύπαρξη ενός κοινού που διατηρεί καλή σχέση με το διάβασμα και αναζητά το καλό βιβλίο, η ούτως ή άλλως μικρή αγορά συνολικά πιέζεται, με αποτέλεσμα μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία να μην μπορούν να στηρίξουν τις επιλογές τους, να αντιμετωπίζουν ένα πλέγμα δυσκολιών που γεννάει ο ανταγωνισμός και συχνά να οδηγούνται στο κλείσιμο.

Οι δημιουργοί, συγγραφείς, λογοτέχνες, μεταφραστές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασφυκτιούν σε ένα κάθε άλλο παρά φιλικό περιβάλλον για τη δημιουργία. Έχει δυσκολέψει η σχέση τους με τους αναγνώστες. Με φωτεινές εξαιρέσεις, ένας μεγάλος όγκος έργων είτε δε φτάνει είτε δύσκολα γίνεται γνωστός στο ευρύτερο κοινό. Εκατοντάδες αυτοχρηματοδοτούμενες εκδόσεις νέων δημιουργών με μικρό τιράζ δεν μπορούν να φτάσουν στο αναγνωστικό κοινό προκειμένου να κριθούν και να αναγνωριστούν σ’ αυτό το επίπεδο. Έτσι, πολύ αξιόλογες εκδόσεις μένουν στην αφάνεια, περιορίζονται σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό γύρω από το δημιουργό και στις πεπερασμένες δυνατότητες προώθησης του εκδοτικού οίκου, ειδικά των μικρότερων. Ταυτόχρονα, μεγάλη εκδοτική επιτυχία, πέρα από εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γνωρίζουν κυρίως χαμηλής ποιότητας παραγωγές, έντυπες σαπουνόπερες, εύπεπτοι και με αντιδραστικό περιεχόμενο τίτλοι, βιογραφίες διασημοτήτων, όπως π.χ. του πρίγκιπα Χάρι, παραγόντων, όπως του Ομπάμα, προσώπων του star-system κλπ. Αντίστοιχα μεγάλη προβολή έχουν αντιδραστικά έργα, όπως αυτά του Τζ. Όργουελ που έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές εκδόσεις με τιράζ πολλών χιλιάδων αντιτύπων και προσφέρονται ακόμα και με εφημερίδες. Ιδιαίτερη προβολή έχουν αντικομμουνιστικά έργα που αναθεωρούν και παραχαράσσουν την Ιστορία –βλέπε Μαραντζίδης για τον Στάλιν, τον Εμφύλιο κλπ.

Δεν μπορεί να περάσει βέβαια απαρατήρητη και μια προσπάθεια έκδοσης έργων κλασικής λογοτεχνίας που διακινείται και μέσω εφημερίδων συχνά σαν κίνηση ξεστοκαρίσματος, που όμως έχει εμπορική ανταπόκριση και χαμηλό κόστος λόγω απουσίας δικαιωμάτων.

Αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί και στις εκδόσεις για παιδιά, που κατέχουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων στην αγορά βιβλίου. Πέρα από κάποιες αξιόλογες εκδόσεις και στην κατηγορία αυτή, έντονα είναι στο περιεχόμενό τους στοιχεία ανορθολογισμού, όπως, για παράδειγμα, σε ζητήματα διαφορετικότητας, ατομικού δικαιωματισμού, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί ο ιδεαλισμός και η μεταφυσική προσέγγιση, προκειμένου να εμπεδωθούν από τις μικρές ηλικίες τα αστικά ιδεολογήματα.

Το περιεχόμενο των εκδόσεων επηρεάζεται άμεσα από την παραπάνω κατάσταση. Οι συγγραφείς καλούνται να «προσαρμοστούν» σε έργα που μπορούν με τη μορφή και το περιεχόμενό τους να εκτιμηθούν από τους εκδότες εμπορικά, προκειμένου να επιλεχτούν για έκδοση και στη συνέχεια να τύχουν ανάλογης προβολής και προώθησης.

Το σύστημα έχει στο στόχαστρο τους δημιουργούς και, μέσω αυτών, τις λαϊκές μάζες. Επιδιώκει δηλαδή θα λέγαμε να διαπαιδαγωγήσει τους ίδιους τους διαπαιδαγωγητές.

Τα πνευματικά, συγγραφικά, μεταφραστικά και λοιπά δικαιώματα, οι αμοιβές εικονογράφων, γραφιστών και άλλων συντελεστών, από τη μία αποτελούν στις σημερινές συνθήκες μια στοιχειώδη δυνατότητα διαπραγμάτευσης, ατομικής κυρίως, από την άλλη αποτελούν στοιχείο χειραγώγησης και πίεσης της δημιουργίας. Ταυτόχρονα δημιουργούν την αυταπάτη στους δημιουργούς της ιδιοκτησίας του έργου που παράγουν, που σε τελική ανάλυση όμως η αξία του διαμορφώνεται από την αγορά και τους καπιταλιστές.

Σε αυτό το περιβάλλον βρίσκουν έδαφος τα ιδεολογήματα της τέχνης για την τέχνη, της υπερταξικότητας και ουδετερότητας της δημιουργίας και της επιστήμης, όπως επίσης οι παμπάλαιες αντιδραστικές θεωρίες ότι η στράτευση πνίγει τη δημιουργία κλπ.

Έτσι, οι ίδιοι οι δημιουργοί, οι επιστήμονες, οι συγγραφείς, με τη στάση και το έργο τους διαλέγουν μετερίζι και όχθη στην ταξική πάλη, διαλέγουν με ποιον θα πάνε και ποιον θ’ αφήσουν. Αν τελικά θα σταθούν με την πλευρά της άγνοιας ή της γνώσης, με το νέο ή με το παλιό.

Το αναγνωστικό κοινό από την άλλη μεριά αντιμετωπίζει ένα πλέγμα εμποδίων που επιδρά στη σχέση του με το βιβλίο και το διάβασμα, το οποίο φτάνει να αντιμετωπίζεται ως πολυτέλεια, «χόμπι» για λίγους.

Η σχέση με το διάβασμα περνάει μέσα από τις «συμπληγάδες» του τρόπου ζωής και δουλειάς των λαϊκών στρωμάτων. Κυριαρχούν τα εξαντλητικά ωράρια, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και ελάχιστος χρόνος γι’ αυτό που θα λέγαμε πνευματική αναπαραγωγή. Οι μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων κάνουν τη σχέση με το διάβασμα και την αγορά βιβλίων δευτερεύουσα ανάγκη, ακόμα και στο επίπεδο της διάθεσης κάποιων χρημάτων για την αγορά βιβλίου.

Ένα ολόκληρο πλέγμα πολιτιστικών παραγωγών, η βιομηχανία θεάματος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα ΜΚΔ, «μολύνουν» με το περιεχόμενο που κυριαρχεί σε αυτά το μυαλό των ανθρώπων με εύπεπτα, ανούσια προϊόντα, που η συμβολή τους είναι ν’ «αδειάζει» το μυαλό. Το ίδιο το κριτήριο για επιλογή βιβλίων διαμορφώνεται από ένα πολυπλόκαμο σύστημα επίδρασης στη συνείδηση, που βρίσκεται στον αντίποδα της ρήσης του Β. Ουγκό ότι «το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό. Το πνεύμα που δε διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει».

Το σχολείο, τα αναλυτικά προγράμματα, δίνουν πληροφορίες χωρίς το βάθος της ουσιαστικής γνώσης, καλλιεργούν την απέχθεια στο διάβασμα. Η λογοτεχνία είναι ουσιαστικά εξοβελισμένη από το περιεχόμενο των μαθημάτων και την συναντάμε μόνο στις αξιόλογες πρωτοβουλίες κάποιων εκπαιδευτικών. Η γλώσσα κακοποιείται, ο ρόλος της στην ανάπτυξη του ανθρώπου υποβαθμίζεται. Στο μάθημα της Ιστορίας υποβαθμίζονται οι πηγές, απομονώνονται τα γεγονότα από το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συντελούνται, εξοβελίζεται η γνώση για την κοινωνική εξέλιξη, τις κινητήριες δυνάμεις και τις νομοτέλειές της. Ακόμα και οι θετικές επιστήμες διδάσκονται αποστεωμένα από την κοινωνική τους διάσταση και σημασία. Συνολικά τα προγράμματα σπουδών, η διδακτέα ύλη είναι προσαρμοσμένα σ’ ένα σύστημα αλλεπάλληλων εξετάσεων και αξιολογήσεων για το μαθητή, που του στερούν τη χαρά της αναζήτησης και της κατάκτησης της γνώσης.

Ανάλογη της πολιτικής στο χώρο του βιβλίου είναι η εικόνα των βιβλιοθηκών που υπάρχει στη χώρα. Στην ουσία πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φτωχό δίκτυο που κατά βάση στηρίζεται σε δωρεές, με εξαίρεση κάποιες βιβλιοθήκες κυρίως σε πανεπιστήμια και μεγάλες πόλεις. Επιπλέον, ακόμα κι αυτές οι βιβλιοθήκες που υπάρχουν υπολειτουργούν, δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες, ενώ ο όγκος των βιβλίων που διαθέτουν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μικρός. Η λειτουργία τους αντιμετωπίζεται σαν ένα κόστος που δεν αποφέρει έσοδα κι έτσι ανάλογη είναι και η τύχη τους.

Μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορούν να φωτίσουν την πραγματικότητα στο χώρο του βιβλίου και των αναγνωστών:

Σε πρόσφατη έρευνα (2021) το 35% των ερωτηθέντων απαντά ότι δε διαβάζει καθόλου βιβλία, το 19% απαντά ότι διαβάζει ένα έως δύο βιβλία το χρόνο, το 15% τρία έως τέσσερα βιβλία το χρόνο, το 14% πέντε έως εννιά βιβλία το χρόνο, ενώ μόλις το 17% απαντά ότι διαβάζει περισσότερα από δέκα βιβλία το χρόνο. Σύμφωνα δηλαδή με την κατηγοριοποίηση της ίδιας της έρευνας, μη αναγνώστες είναι το 35%, αναγνώστες αλλά μη εντατικοί είναι το 34%, ενώ το 31% είναι εντατικοί αναγνώστες.

Επειδή κατά τη γνώμη μας σε ανάλογες έρευνες οι πιθανές αποκλίσεις μπορεί να είναι μεγαλύτερες του στατιστικού λάθους, ας δώσουμε μερικά στοιχεία ακόμη:

Άλλη έρευνα για την ανάγνωση βιβλίων το 2018 επιβεβαιώνει ότι μόλις το 44% διάβασαν τουλάχιστον ένα βιβλίο, ενώ οι υπόλοιποι (το 56%) απάντησαν κανένα βιβλίο.

Παράγοντες που μελετήθηκαν κι εμφανίζονται να επιδρούν σ’ αυτήν την εικόνα είναι το επίπεδο εκπαίδευσης (βασική και ανώτερη), το πλήθος των βιβλίων που είχαν στην παιδική και εφηβική τους τους ηλικία, η ύπαρξη στο περιβάλλον αναγνωστών βιβλίου, η σχέση με πολιτιστικές δραστηριότητες, η σχέση με το διάβασμα εφημερίδων και άλλων εντύπων, ο βαθμός χρήσης των social media, ενώ καταγράφεται και ότι η συχνότητα του εκκλησιασμού αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη σχέση με το βιβλίο και το διάβασμα.

Ενδιαφέρον για τη σχέση του βιβλίου κυρίως με τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα είναι το στοιχείο για το πώς τα οικονομικά δεδομένα επιδρούν στη ζήτησή του. Έτσι, ενώ το 2008 η δαπάνη για βιβλία ανερχόταν στο 0,56% του συνόλου των αγορών των νοικοκυριών, το 2019 η δαπάνη αυτή περιορίστηκε στο 0,31% (μείωση 44,6%), ενώ η μείωση αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη για τα μικρότερα εισοδήματα.

Όσον αφορά την κοινωνικοταξική διαστρωμάτωση και την επίδρασή της στη σχέση με το διάβασμα, από τις έρευνες προκύπτει ότι επιδρά σημαντικά στη σχέση με το διάβασμα: Έτσι, το 64% των φτωχότερων στρωμάτων δε διαβάζει καθόλου, το 23% διαβάζει μη εντατικά και εντατικά διαβάζει μόλις το 13%. Αντίστοιχα, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα το 28% δε διαβάζει καθόλου, το 50% διαβάζει μη εντατικά και εντατικά διαβάζει το 22%.

Από αυτούς που δε διαβάζουν καθόλου, το 51% επικαλείται την έλλειψη χρόνου, ενώ το 36% επικαλείται ότι δεν του αρέσει το διάβασμα ή ότι δεν έχει βρει κάτι ενδιαφέρον.

Από το σύνολο των στοιχείων επιβεβαιώνεται ότι οι ταξικές κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν στην κοινωνία και η διάσταση που αποκτούν στη σχέση με τη μόρφωση και την εκπαίδευση επιδρούν αντίστοιχα στη σχέση με το βιβλίο και το διάβασμα.

 

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι.

Στον καπιταλισμό το βιβλίο, η γνώση, ο πολιτισμός, οι τέχνες, η επιστήμη, είναι εμπορεύματα, όπως βέβαια είναι και η παιδεία, η υγεία, η ενέργεια, το νερό και το σύνολο των υλικών και πνευματικών αγαθών που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξη του ανθρώπου, διότι εμπόρευμα είναι πρώτα και κύρια η ίδια η εργατική δύναμη που δημιουργεί όλο τον πλούτο που υπάρχει στην κοινωνία. Αυτή είναι η πραγματικότητα, εκεί κρύβεται καλά η αιτία που εξηγεί γιατί η «μέγγενη» του κέρδους και της υποταγής στους νόμους της αγοράς συμπιέζει όλες τις πτυχές της ζωής των εργαζόμενων, ενώ ταυτόχρονα στήνει μηχανισμούς ενσωμάτωσης και χειραγώγησης προκειμένου να διαιωνίζεται το σύστημα της εκμετάλλευσης.

Υπάρχει διέξοδος. Στον αντίποδα των συμπληγάδων που θέτει ο καπιταλισμός βρίσκεται η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται η παραγωγή, η οικονομία και όλες οι κοινωνικές σχέσεις. Η οριστική διέξοδος βρίσκεται στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, που διασφαλίζει τη δυνατότητα να σχεδιάζεται κεντρικά για όλη την κοινωνία με επιστημονικό τρόπο η παραγωγή όλων των υλικών και πνευματικών αγαθών κάτω από τον έλεγχο αυτών που παράγουν τον πλούτο, της ίδιας της κοινωνίας. Σε τέτοιες συνθήκες το βιβλίο, η γνώση, ο πολιτισμός και οι τέχνες δεν είναι εμπόρευμα, η επιστήμη σταματά να υπηρετεί τις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου και υποτάσσεται στην προστασία και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής της συντριπτικά μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.

Ο συγγραφέας, ο δημιουργός δεν αξιολογείται από τον επενδυτή επιχειρηματία με βάση την κερδοφορία της όποιας επιλογής του. Πολύ περισσότερο, η τύχη της όποιας δημιουργίας δε θα εξαρτάται από την τρέχουσα εμπορικότητα του έργου και την προσαρμοστικότητα του όποιου εγχειρήματος στις ιδεολογικές προτεραιότητες της αστικής τάξης.

Κριτής και αξιολογητής θα είναι οι ανάγκες της κοινωνίας, η άνοδος του γενικού μορφωτικού επιπέδου, η γνωριμία με τον παγκόσμιο πολιτισμό, με ό,τι πιο προοδευτικό έχει δημιουργήσει και δημιουργεί ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ξεχωριστή σημασία έχει η δημιουργία πολύπλευρων προσωπικοτήτων που θα γνωρίζουν τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, θα υιοθετούν ως τρόπο ζωής τη συντροφικότητα, τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη απέναντι στον ατομισμό και στον ανταγωνισμό.

Τέτοια δείγματα γραφής έδωσε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με την άνθηση που γνώρισαν η βιβλιοπαραγωγή, οι τέχνες και ο πολιτισμός. Στη Σοβιετική Ένωση, λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση το 1917, πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις έργων κλασικής λογοτεχνίας.

Μια δε από τις πιο εντυπωσιακές, όσο και εμβληματικές, επιτυχίες της Σοβιετικής Ένωσης στον τομέα της εκπαίδευσης αφορά την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Για να έχουμε μια αντίληψη των μεγεθών, λίγους μήνες πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, μόλις το 37,9% του αντρικού και το 12,5% του γυναικείου πληθυσμού άνω των 7 ετών ήξεραν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση. Ακόμα κι αυτή η εικόνα όμως είναι πλασματική, καθώς αφορά μόνο το ρωσόφωνο πληθυσμό και δη στα κύρια αστικά κέντρα της Ρωσίας. Σε μια κολοσσιαία προσπάθεια της σοβιετικής εξουσίας να αναμετρηθεί με τον αναλφαβητισμό, ξεκίνησε μια καμπάνια καταπολέμησής του στα έτη 1923-1927. Η επιτυχία αναδεικνύεται από τα στοιχεία της απογραφής του 1926. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας η πλειοψηφία του πληθυσμού μπορούσε να γράφει και να διαβάζει: Το 65,4% του αντρικού και το 36,7% του γυναικείου πληθυσμού άνω των 7 ετών. Μέχρι το 1937, το συνολικό ποσοστό είχε ανέλθει περίπου στο 75%. Σύμφωνα με την απογραφή του 1939, το 81,1% του συνολικού πληθυσμού πάνω από 10 ετών ήταν εγγράμματοι. Το 1940-41 φοιτούσαν συνολικά 35,6 εκατομμύρια μαθητές. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των συνεχών προσπαθειών οδήγησε ώστε, στην ολοκλήρωση της δεκαετίας του ’60, το ποσοστό πλέον να φτάνει το 99%.

Ήδη το 1937, το 1/4 των βιβλίων που εκδίδονταν ήταν τυπωμένα στις εθνικές γλώσσες των διάφορων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ, ενώ το 1947 τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στη Σοβιετική Ένωση τυπώνονταν σε 115 γλώσσες. Ενδιαφέρον είναι το στοιχείο ότι στα χρόνια μετά την επανάσταση 40 εθνότητες απέκτησαν γραπτή γλώσσα.

Τεράστιος ήταν ο αριθμός βιβλιοθηκών σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης ο Λένιν έδωσε πολύ μεγάλο βάρος στο έργο των βιβλιοθηκών, με σειρά από άρθρα και διατάγματα. Μόλις το 1920 υπέγραψε διάταγμα που προέβλεπε τη δημιουργία ενιαίου δικτύου βιβλιοθηκών σε όλη τη χώρα με ελεύθερη πρόσβαση για όλους. Το 1923 άρχισε να εκδίδεται το περιοδικό Κόκκινος Βιβλιοθηκάριος, το 1924 συγκλήθηκε το 1ο Συνέδριο Βιβλιοθηκών της ΣΟΣΔΡ, ενώ ανάλογες πρωτοβουλίες συνεχίστηκαν σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ήδη το 1941 υπήρχαν στο έδαφος της ΕΣΣΔ 277.000 βιβλιοθήκες, ενώ το 1968 έφτασαν τις 347.000.

Η εικόνα στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες ήταν ανάλογη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 υπήρχαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Βουλγαρίας 9.000 βιβλιοθήκες, της Τσεχοσλοβακίας 41.000, της Γερμανίας 17.000, της Ουγγαρίας 20.000 και της Πολωνίας 49.500.

 

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι.

Κατά περιόδους και με διάφορες αφορμές επανέρχεται η συζήτηση για το βιβλίο και το διάβασμα. Η συζήτηση όμως είναι υποκριτική στο βαθμό που εγκλωβίζεται στις προοπτικές, τις απειλές και τις ευκαιρίες της επιχειρηματικής δράσης στο χώρο των εκδόσεων. Οι καμπάνιες για το βιβλίο, η προβολή της φιλαναγνωσίας, η αξιοποίηση των ΜΚΔ, του ηλεκτρονικού και του ακουστικού βιβλίου, ακόμα κι αν συμβάλλουν σε μια ορισμένη διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού, ούτε τον εμπορευματικό χαρακτήρα της βιβλιοπαραγωγής μπορούν να ανατρέψουν, ούτε την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης στο χώρο, ούτε μπορούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά την πίεση σε μικρούς εκδότες και βιβλιοπώλες, ούτε μπορούν ουσιαστικά και μόνιμα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των εργαζόμενων στο χώρο, ούτε βέβαια να απελευθερώσουν τους συγγραφείς από τις επιχειρηματικές απαιτήσεις και τις ιδεολογικές πιέσεις. Πολύ περισσότερο, δεν μπορούν να διαμορφώσουν μια πολιτική για το βιβλίο που αφορά όλες τις πτυχές της κοινωνίας, το σχολείο, την οικονομία, τις εργασιακές σχέσεις, τον ελεύθερο χρόνο κ.ά.

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα ο αγώνας για παραγωγή και διακίνηση βιβλίου που απαντά στον ιδεολογικό βομβαρδισμό της αστικής τάξης είναι ένας «μαραθώνιος» αγώνας απέναντι στον ανορθολογισμό, στην παθητικότητα, στον ατομισμό και στο συντεχνιασμό. Ο αγώνας αυτός οφείλει να είναι υπόθεση όλων αυτών που συνειδητοποιούν ότι η δύναμη των ιδεών είναι αυτή που μπορεί να ενισχύει τις ριζοσπαστικές, αγωνιστικές διαθέσεις και να συμβάλλει στο άνοιγμα του δρόμου για την κοινωνική πρόοδο.

Ο αγώνας αυτός αφορά πρώτα και κύρια την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οφείλει να είναι υπόθεση του ίδιου του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Σ’ αυτήν την υπόθεση οι νέοι δημιουργοί πρέπει να καταθέσουν το έργο τους. Δημιουργοί που συγκινούνται από τα πανανθρώπινα ιδανικά, της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, δημιουργοί που συγκλονίζονται από μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, όπως ο πόλεμος, η φτώχεια, η εκμετάλλευση, που τους εμπνέουν αξίες όπως η αλληλεγγύη, ο διεθνισμός, που νοιάζονται για τις λαϊκές ανάγκες, αντιστέκονται στη σήψη του καπιταλισμού και με το έργο τους μπορούν να φωτίσουν την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα ενός ανθρώπινου, ανώτερου τύπου οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής, καταθέτοντας τους ανάλογους προβληματισμούς τους στο έργο τους.

Η Σύγχρονη Εποχή, ως Εκδοτικό του ΚΚΕ, βάζοντας μπροστά το σύνθημα «η γνώση είναι δύναμη για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», συνεχίζει την 50χρονη πορεία της, στον αντίποδα των επιδιώξεων της αστικής τάξης, ώστε να συμβάλει από το δικό της μετερίζι στη δημιουργία και ενίσχυση ενός πλατιού μορφωτικού ρεύματος, προκειμένου να έρθουν η νεολαία, τα λαϊκά στρώματα σε επαφή με ό,τι πιο προοδευτικό και ριζοσπαστικό γέννησε η ανθρώπινη σκέψη, να γνωρίσουν και να μελετήσουν τις εκδόσεις μας που αφορούν το μαρξισμό, την ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, την ιστορία του ΚΚΕ, τις σύγχρονες επεξεργασίες του Κόμματος για την οικονομική κρίση, την ΕΕ, την εποχή της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και σημαντικά λογοτεχνικά έργα για όλες τις ηλικίες.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία του Δημήτρη Ξεκαλάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση της Σύγχρονης Εποχής με θέμα «Ο κόσμος του βιβλίου στις “συμπληγάδες” της αγοράς», στις 24.4.2023.