Η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» συμπληρώνει 25 χρόνια ζωής και μια ανακεφαλαίωση, ένα συμπέρασμα για την πορεία και ανάπτυξη, που παρουσίασε στα χρόνια αυτά η μαρξιστική-λενινιστική σκέψη στην Ελλάδα δε θάταν παράκαιρη. Αντίθετα, ένα τέτιο πράμα είναι κάτι που χρειάζεται και μπορεί να ωφελήσει.
Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις για την εξέλιξη και την ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας στην Ελλάδα στα τελευταία 25 χρόνια μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι παρουσιάζει στη χώρα μας μεγάλη καθυστέρηση.
Η καθυστέρηση αυτή παρουσιάζεται, πρώτο, με το γεγονός ότι η διάδοση και μελέτη της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας προχωρεί στην Ελλάδα πολύ σιγά. Ένα χτυπητό παράδειγμα είναι ότι στη γλώσσα μας δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί τα βασικά έργα του μαρξισμού-λενινισμού, λογουχάρη, το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ο «Εμπειριοκριτισμός» του Λένιν, για να μην πούμε τα άπαντα των μεγάλων δασκάλων μας Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν - Στάλιν. Δεύτερο, έμεινε πολύ πίσω η επιστημονική μαρξιστική-λενινιστική επεξεργασία, μελέτη, φώτισμα για τα βασικά νεοελληνικά προβλήματα. Αυτό είχε αποτέλεσμα ότι και ο μαρξισμός, που μας έρχονταν, και όσο μας έρχονταν, απόξω, έμενε ξένος, στείρος, όχι δημιουργικός. Επαναλαμβάνομε μονάχα ξένα αποσπάσματα και φράσεις, χωρίς να ζητάμε να βρούμε επαλήθευση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας μέσα στην Ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς να κυττάμε να πετύχουμε καρποφόρησή της πάνω στο χώμα της νεοελληνικής πραγματικότητας. Έτσι ο μαρξισμός σαν επαναστατική επιστημονική θεωρία και πράξη έμενε –για ό,τι αφορά το φώτισμα των βασικών νεοελληνικών προβλημάτων και το χάραγμα των κύριων κατευθύνσεων για το νεοελληνικό πολιτικοοικονομικό και κοινωνικών ξετύλιγμα– μηχανικός, στείρος, όχι γόνιμος και καρποφόρος, όχι δημιουργικός, προλεταριακός, λαϊκός - επαναστατικός.
Η καθυστέρηση, που παρουσίασε η διάδοση, ανάπτυξη και γονιμοποίηση της μαρξιστικής-λενινιστικής σκέψης στην Ελλάδα έχει την εξήγησή της, τους λόγους της, λόγους ιδιότυπους, νεοελληνικούς.
Πρώτ’ απ’ όλα η αστικοτσιφλικάδικη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, που εξαρτούσε την ευημερία και πρόοδο της Ελλάδας απ’ την αναβίωση του αρχαιοελληνικού μεγαλείου και την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχε πιάσει τόσο βαθειά, είχε σκοτίσει τόσο πολύ τα μυαλά του Λαού, ώστε κυριαρχούσε απόλυτα στην πνευματική μας ζωή και το ιδεολογικό εποικοδόμημά μας και έπνιγε ασφυκτικά κάθε ιδεολογική εκδήλωση, που ζητούσε να ξεφύγει απ’ το μονοπώλιο και την κηδεμονία της. Και όσοι διανοούμενοι και σπουδαγμένοι μάς έρχονταν απ’ το εξωτερικό επηρεασμένοι από το δυτικοευρωπαϊκό σοσιαλισμό, που τότε ανθούσε, παραμέριζαν τις νέες ιδέες τους, τις κρύβαν στα ντουλάπια και έμπαιναν κι αυτοί, έτσι είτε αλλοιώς, στην υπηρεσία της Μεγάλης Ιδέας, περιμένοντας ύστερα απ’ την πραγματοποίησή της να ξεθάψουν το σοσιαλισμό τους και να δουλέψουν, τότε μόνο, για την επικράτησή του! Η αστικοτσιφλικάδικη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας τάχε καταφέρει τόσο καλά –με την πολιτική που απ’ αυτήν εμπνεόνταν– να κρατήσει την Ελλάδα στην πιο χαμηλή οικονομική βαθμίδα, στην ξενική εξάρτηση και την πιο μεγάλη κοινωνικοπολιτική καθυστέρηση, ώστε ο κόσμος να πιστεύει, γιατί δεν έβλεπε άλλη διέξοδο και άλλο φως, πως μονάχα με την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας θα μπορούσε να δει «Θεού πρόσωπο». Περισσότερο ίσως απ’ ό,τι συνέβαινε με κάθε άλλο βαλκανικό είτε ευρωπαϊκό λαό, προκειμένου για τον ελληνικό, το νεοελληνικό αστικοτσιφλικάδικο ιδεολογικό εποικοδόμημα βάραινε σε τέτιο βαθμό πάνω στην πνευματική πρόοδο και ανάπτυξη του τόπου, που εμπόδιζε τη χειραφέτηση του Λαού απ’ την ιδεολογική υποδούλωση και χαλιναγώγηση των κυρίαρχων τάξεων. Κι αυτό συνέβαινε γιατί η «Μεγάλη Ιδέα» κατόρθωσε, δημιουργώντας την αφάνταστη φτώχεια και κακομοιριά της ψωροκώσταινας και του Λαού και πλάθοντας το παραμύθι της αρχαιοελληνικής συνέχειας και της βυζαντινής παλιγγενεσίας, να πείσει τα πιο πλατειά στρώματα του Λαού, ότι άλλος δρόμος, απ’ το ν’ αφιερωθούν όλες οι δυνάμεις και όλα τα μέσα του Λαού και του τόπου, για να πραγματοποιηθεί η ουτοπία της, δεν υπήρχε. Και μονάχα μέσα στη μακρόχρονη πείρα της ζωής, πληρώνοντας την πείρα αυτή πολύ ακριβά, θα μπορούσε ο Λαός ν’ απαλλαγεί απ’ την μεγαλοϊδεάτικη νάρκωση, να συνέλθει, ν’ ανασυνταχτεί και να προχωρήσει σε πιο θετικές, πιο ζωντανές και πιο ελληνικές πραγματοποιήσεις. Δεύτερο, και όσοι απ’ τους Έλληνες –κυρίως διανοούμενοι, σπουδαγμένοι στο εξωτερικό, που βλέπαν το χαντάκωμα όπου οδηγούσε τον τόπο η πνευματική αρχαιοκαπηλία και βυζαντινολογία– δεν παρατούσαν τις νεωτεριστικές ιδέες και το σοσιαλισμό τους, δεν κάναν παρά μια μηχανική, νεκρή μεταφορά των προοδευτικών ιδεών απόξω. Δεν κύτταζαν ούτε προσπαθούσαν ν’ ανακαλύψουν το σοσιαλισμό μέσα στην Ελλάδα και να ξεφυτρώσουν το μαρξισμό μέσα απ’ την ελληνική πραγματικότητα. Δεν είχαν, ούτε μπορούσαν να αντιπαραθέσουν στη «Μεγάλη Ιδέα» μια ντόπια, νεοελληνική, επιστημονική, σοσιαλιστική γραμμή, θεωρία, ιδεολογία που να ξεσκεπάζει τη μεγαλοϊδεάτικη ουτοπία, και που να πείθει, μέσα στη ζωή και στην πράξη, για την ορθότητά της. Έτσι μέναν επηρεασμένοι απ’ τη νεοελληνική ζωή, απομονωμένοι από τον κόσμο, σαν περίεργα όντα και παράξενα φαινόμενα. Αυτή η επιστημονική ανεπάρκεια και ανικανότητά τους αντικειμενικά αποτελούσε μια συνθηκολόγηση μπροστά στη «Μεγάλη Ιδέα» και τους οδηγούσε, έτσι είτε αλλοιώς, σ’ ένα συμβιβασμό μ’ αυτή. Δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν επιστημονικά τη μαρξιστική θέση, ότι η Ελλάδα μπορεί να ζήσει και να προοδεύσει όταν στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις και αναπτύξει τις εσωτερικές της δυνατότητες. Έτσι η διακήρυξη της σοσιαλιστικής, είτε της σοσιαλίζουσας ιδεολογίας τους, έμενε «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» και δίχως πραχτική απόδοση.
Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι, που εξηγούν την καθυστέρηση, που παρουσίασε η μαρξιστική, η επιστημονική σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα σε σχέση τόσο με την Ευρώπη γενικά όσο και με τα Βαλκάνια ιδιαίτερα, και παρά το γεγονός ότι η χώρα μας απ’ την οικονομική πλευρά, απ’ την πλευρά της εκβιομηχάνισης και της ανάπτυξης της εργατικής τάξης όχι μονάχα δεν υστερούσε απ’ τις άλλες μονάχα βαλκανικές χώρες αναλογικά με τον πληθυσμό της, μα και σ’ ένα βαθμό τις ξεπερνούσε.
Για να δείξουμε ακόμα την καταθλιπτική κυριαρχία που είχε εξασφαλίσει η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και τα προοδευτικά αστικοδημοκρατικά κινήματα, που παρουσιάστηκαν κυρίως στα χρονικά πλαίσια, που συμπίπτουν με το πέρασμα απ’ τον περασμένο στον δικό μας αιώνα, και που μη μπορώντας και αυτά ν’ αντιπαραταχθούν στη «Μεγάλη Ιδέα», δέχονταν την επίδρασή της κι έπαιρναν έτσι, το θέλαν είτε όχι, έναν αντιδραστικό χρωματισμό.
Η βασική αδυναμία, που παρουσίασε στη χώρα μας το αστικοδημοκρατικό κίνημα για τη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και το συστηματικό συγχρονισμό, βρίσκεται στ’ ότι πολεμούσε με όπλα που δεν ανταποκρινόντουσαν στην κοινωνική, στην υλική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής μας. Θέλησαν ν’ αναστήσουν καθυστερημένα τον ουμανισμό στην Ελλάδα και να πετύχουν την ανόρθωση και αναγέννηση του Λαού και του τόπου απ’ τα πάνω, αποβλέποντας να μορφώσουν, να εκπολιτίσουν πρώτα το Λαό, και ύστερα, με μορφωμένο πια το Λαό ν’ ανασυγκροτήσουν, να διορθώσουν τα κακά της κοινωνίας. Επηρεασμένοι απ’ τη φιλοσοφία του ουμανισμού, απ’ το φιλοσοφικό ιδεαλισμό, που κρατά τις ρίζες του απ’ την αρχαιοελληνική ιδεαλιστική φιλοσοφία, οι γλωσσικοί μεταρρυθμιστές θέλαν ν’ αλλάξουν το πνευματικό εποικοδόμημα χωρίς πρώτα να μεταβάλουν τις υλικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής. Έτσι αγνοούσαν τη βασική αρχή της κοινωνικής ύπαρξης και προόδου –«πρώτα ζει κανένας και ύστερα φιλοσοφεί»– και αυτό προδίκαζε την αποτυχία τους. Δε βλέπαν ότι το γλωσσικό και πιο γενικά, το πνευματικό πρόβλημα, ήταν παράγωγο, είτε ένα κομμάτι μονάχα απ’ το όλο κοινωνικό νεοελληνικό ζήτημα και δε μπορούσε να λυθεί μεμονωμένα. Ύστερα το φιλοσοφικό τους βάθρο είταν κοινό με αυτό, που είχε η «Μεγάλη Ιδέα», δηλ. ο ιδεαλισμός. Αν αυτοί πήγαιναν να λύσουν απ’ τα πάνω το γλωσσικό ζήτημα, η «Μεγάλη Ιδέα» πήγαινε να λύσει με τον ίδιο τρόπο, ξεκινώντας από ιδεαλιστικές, ιδεολογικές προϋποθέσεις, το όλο νεοελληνικό πρόβλημα. Και κατά φυσικό τρόπο, το μερικό πρόβλημα υποτασσότανε, υπαγόνταν στο γενικώτερο, το γλωσσικό κίνημα στο μεγαλοϊδεάτικο. Έτσι έχανε την ανεξαρτησία του, έπαιρνε αντιδραστικό χρώμα, και η λύση του καταντούσε ουτοπία, όπως ουτοπία είταν και η «Μεγάλη Ιδέα».
Οι καθυστερημένοι στην Ελλάδα ονειροπόλοι του ουμανισμού, δε βλέπαν, ότι –στην εποχή μας της πάλης για το δημοκρατικό συγχρονισμό και το σοσιαλισμό, όπου οι κατώτερες λαϊκές μάζες με επί κεφαλής το προλεταριάτο καταλαμβάνουν το προσκήνιο της κοινωνικοπολιτικής ζωής και παίρνουν στα χέρια την ηγεμονία της πάλης για τον κοινωνικό ανακαινισμό– ο ουμανισμός αυτός, με το ιδεολογικό οπλοστάσιό του, στην καλύτερη περίπτωση, δε μπορούσε παρά νάναι ένα φρένο για τα λαϊκά κινήματα, φρένο που δούλευε για τις κυρίαρχες τάξεις και τους εκμεταλλευτές του λαού.