Στην τέχνη ο μεταμοντερνισμός εμφανίστηκε ως ρήξη με το μοντερνισμό και υπέρβασή του, στο όνομα ότι ο μοντερνισμός είχε πια παρακμάσει όντας ανίκανος να εκφράσει τις αλλαγές που επέφερε στη σύγχρονη γνώση η επανάσταση στον τομέα της τεχνολογίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρότι ισχυρίζεται πως αποτελεί άρνηση και υπέρβαση του μοντερνισμού, είναι μάλλον συνέχειά του προς αντιδραστική όμως κατεύθυνση. Πράγματι, ο μοντερνισμός διαπνέεται γενικά, όπως και ο μεταμοντερνισμός, από ιδεαλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες, π.χ., νιτσεϊσμός, μπερξονισμός, υπαρξισμός κ.ά. Όμως, με διαβαθμίσεις και όχι πάντα από προοδευτική σκοπιά, στέκεται κριτικά απέναντι στον καπιταλισμό, φτάνοντας ακόμη και στην αμφισβήτησή του ως οικονομικό-κοινωνικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, ο επαναστατικός άνεμος της Οκτωβριανής Επανάστασης επέδρασε αναζωογονητικά σε αρκετά ρεύματά του, που εμφάνισαν φιλοκομμουνιστική τάση (εξπρεσιονισμός, φουτουρισμός, σουρεαλισμός, ακόμη και ο ντανταϊσμός) κι έδωσαν σπουδαία και ανεξάντλητα ακόμα εργαλεία για τη σύγχρονη επαναστατική τέχνη. Είναι αυτά που αξιοποίησε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στο βαθμό που έχει μέχρι σήμερα αναπτυχθεί, στις καλύτερες στιγμές του και από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του, για να εκφράσει την αναγκαιότητα ενός ανώτερου, σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κοινωνικού συστήματος, να πραγματοποιήσει δηλαδή υπέρβαση όχι μόνο στη μορφή, όπως γενικά ο μοντερνισμός, αλλά και στο περιεχόμενο της τέχνης. Αντίθετα, ο μεταμοντερνισμός, αναπτυσσόμενος σε συνθήκες που προετοίμαζαν την αντεπανάσταση, βολοδέρνει στο παλιό και ξεπερασμένο περιεχόμενο της τέχνης, αντιμετωπίζοντας την εξαντλημένη καπιταλιστική πραγματικότητα ως αδιαμφισβήτητη και τετελεσμένη.
Γι’ αυτό άλλωστε η μεταμοντέρνα τέχνη, όσο κι αν προσπαθεί να πλασαριστεί ως ριζοσπαστική και αντισυμβατική, από τα πρώτα της κιόλας βήματα προβάλλεται κι εκθειάζεται απ’ όλες τις κρατικές και ιδιωτικές δομές, τα κορυφαία μουσεία της σύγχρονης τέχνης, τα ιδρύματα, τις γκαλερί, το εκπαιδευτικό σύστημα, σε αντίθεση με το μοντερνισμό που όταν πρωτοεμφανίστηκε λοιδορήθηκε και αποδοκιμάστηκε από την αστική κριτική.
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο μοντερνισμός πραγματοποίησε πραγματικό άλμα στην τέχνη αλλάζοντας ριζικά τη μορφή της. Αντίθετα, ο μεταμοντερνισμός ανακυκλώνει τα παλιά της υλικά, μιμείται τις προηγούμενες από αυτόν τεχνοτροπίες όλων των περιόδων στην ιστορία της τέχνης.
Δε θα κατανοηθεί όμως βαθύτερα η λογική του μεταμοντερνισμού στην τέχνη, αν δεν επιχειρηθεί να παρουσιαστεί μια συνόψιση των γενικών συνιστωσών και των κοινών συνισταμένων στις διάφορες εκδοχές της μεταμοντέρνας θεωρίας, που κάθε άλλο παρά ενιαία είναι.
Στα ίχνη της κριτικής του Νίτσε για το Διαφωτισμό –το πνευματικό κίνημα που προετοίμασε τις αστικές επαναστάσεις– οι εισηγητές του μεταμοντέρνου έχουν ως αφετηρία την προσπάθεια να υπερβούν την αστική φιλοσοφία, τη θεμελιωμένη στην κληρονομιά του Διαφωτισμού, καθώς την θεωρούν μεταφυσική, στατική.
Σε αυτό το περίγραμμα, εκφράζουν δυσπιστία απέναντι στη λογική, την αιτιοκρατία και την αντικειμενικότητα, αρχές στις οποίες θεμελιώθηκε η επιστήμη. Ο μαρξισμός, έχοντας διαπιστώσει την αδυναμία αυτών των εννοιών να εκφράσουν τη διαρκή κίνηση της υλικής πραγματικότητας, πραγματοποίησε μια διαλεκτική υπέρβασή τους, που τις αντιστοίχισε στην κίνηση αυτή, χωρίς να τις καταργήσει.
Η μεταμοντέρνα σκέψη, αντίθετα, μαζί με τα νερά της μεταφυσικής πετά και τα μέσα για να γνωρίσουμε τον κόσμο. Από τη διαλεκτική κρατάει μόνο την ιδέα της διαρκούς κίνησης και μεταβολής. Κατά τα άλλα δε δέχεται κανένα νόμο που να διέπει αυτήν την κίνηση. Αρνείται την πολλαπλότητα των αλληλοσυνδέσεων και τη συνάφεια των φαινομένων της πραγματικότητας μέσα από τους αιτιώδεις συνδέσμους τους, τη σύνδεση της σχετικής με την απόλυτη αλήθεια, την τάση δηλαδή της επιστήμης να συγκλίνει ολοένα και περισσότερο προς την απόλυτη αλήθεια, τη σχέση του τυχαίου με το αναγκαίο, ότι δηλαδή το τυχαίο υπακούει και αυτό σε εσωτερικές νομοτέλειες με στατιστικό ωστόσο χαρακτήρα, στο βαθμό που η ανθρώπινη γνώση δεν έχει φτάσει στην προσέγγισή τους κατατείνοντας αέναα προς αυτήν. Αρνείται, με λίγα λόγια, τη δυνατότητα του ανθρώπου να συλλάβει την αλήθεια, να εισχωρήσει στις ιδιότητες των πραγμάτων και των φαινομένων, να ανακαλύψει τις σχέσεις και τους γενικούς νόμους που τις διέπουν.
Έτσι, καταλήγει πως η κίνηση του κόσμου είναι τυχαία, αβέβαιη, απροσδιόριστη, χαοτική. Ο κόσμος είναι ένα συνονθύλευμα ασυνεχών, ασυνάρτητων πραγμάτων και φαινομένων, που τίποτα βέβαιο δεν μπορούμε να γνωρίσουμε για την ουσία τους, πέρα απ’ όσα συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Προσχωρεί με άλλα λόγια στη θεωρία του αγνωστικισμού, θεωρώντας ότι η αλήθεια είναι θέμα υποκειμενικό.
Η γείωση στην καπιταλιστική πραγματικότητα, που πρεσβεύει, υπακούει σε νεοθετικιστικές προσεγγίσεις όπως και το φιλοσοφικό ρεύμα του πραγματισμού. Ένα ρεύμα του υποκειμενικού ιδεαλισμού που ταυτίζει την αντικειμενική πραγματικότητα με την εμπειρία, αποκλείοντας ως μη αληθινή κάθε γνώση που δεν έχει άμεση πρακτική ωφελιμότητα.
Μια εικόνα για τη λογική της μεταμοντέρνας τέχνης μπορεί να αποκτηθεί μέσα από πρόσφατα παραδείγματα έργων της έκθεσης «Ντοκουμέντα»3, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από τις 8 Απρίλη ως τις 16 Ιούνη 2017.
Ένα αντιπροσωπευτικό για την αποσπασματικότητα και το απροσδιόριστο της πραγματικότητας είναι το έργο-κατασκευή με τον τίτλο «Sonophagus», εργαλείο από τις σειρές «Έξοδος». Πρόκειται για μια σύνθεση από ασύνδετα αντικείμενα, όπως ρόδες, σωλήνες ποδηλάτου, ελατήρια, καφές, αίμα, φωτογραφίες, χαρτιά. Ξεχωρίζει ένα ράντσο από προσφυγικό καταυλισμό και μια κουρτίνα από πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Φαίνεται πως ως εργαλείο εννοείται ένας ασυνάρτητος μηχανισμός που κατατρέχει τη ζωή των έγκλειστων στους καταυλισμούς προσφύγων, κρυμμένος πίσω από ένα παραπέτασμα με χαρούμενα, φωτεινά χρώματα.
Από τη στιγμή που η θεωρία του μεταμοντέρνου αρνείται την ύπαρξη της αντικειμενικής αλήθειας, υιοθετεί τον απόλυτο σχετικισμό ότι όλες οι απόψεις έχουν την ίδια ισχύ, όλες οι αλήθειες είναι δεκτές. Οι αλήθειες δηλαδή μπορεί να είναι όσες και ο πληθυσμός της Γης. Μέσα σε τέτοιο πλουραλισμό αληθειών –που καθεμία αξιώνει την αναγνώρισή της ως αυθεντική– ακόμα και να πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος πρέπει και μπορεί να αλλάξει, δύσκολα θα συναντηθεί με τη γνώμη άλλων ανθρώπων για τον τρόπο που μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η απαίτηση. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, απ’ όλους τους πόρους της μεταμοντέρνας αντίληψης αναβλύζει η προτροπή για παραίτηση από τέτοιους «μεγαλεπήβολους» στόχους. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα εξωθεί σε πλήρη κοινωνική-πολιτική και πνευματική αδράνεια.
Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της μεταμοντέρνας τέχνης, με το επιχείρημα ότι η τέχνη πρέπει να εκδημοκρατιστεί, να αγκαλιάσει πλατιά το λαό, σε αντίθεση με τη μοντερνιστική τέχνη που, επειδή προϋποθέτει μια ορισμένη πνευματική και αισθητική καλλιέργεια, παρουσιάζεται ως σκοτεινή κι ελιτίστικη, καταλήγει να σέρνεται στα ρηχά των κυρίαρχων αντιλήψεων και λογικών, όταν δεν τις προβάλλει με ενθουσιασμό, αποτελώντας και η ίδια μέρος της ολοένα διευρυνόμενης εμπορευματοποίησης του πολιτισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο ρεύμα της μεταμοντέρνας τέχνης είναι η ποπ αρτ. Ένα ρεύμα που στο πεδίο της εικαστικής δημιουργίας αντλεί τα θέματά του κυρίως από καταναλωτικά αγαθά, περιοδικά, διαφημιστικά, τηλεόραση, ταινίες, κινούμενα σχέδια και κόμικς, για να κάνει την τέχνη «λαϊκή», προσιτή σε λαϊκές μάζες. Όχι συμβάλλοντας στην άνοδο της λαϊκής πολιτιστικής στάθμης, αλλά κατεβάζοντας το επίπεδο της τέχνης στην αναπαραγωγή μιας επιφανειακής και συχνά ευχάριστης εικόνας για την καπιταλιστική πραγματικότητα, ως κοινωνία πολλαπλών επιλογών κατανάλωσης. Έμμεσα υπονοείται ότι τα λαϊκά στρώματα δεν είναι ικανά να καταλάβουν τίποτα περισσότερο από αυτά που τους προσφέρει ο εμπορευματοποιημένος κόσμος που τα περιβάλλει: Την Κόκα-Κόλα, τις κονσέρβες Κάμπελ, τη Μέριλιν Μονρόε, τον Έλβις Πρίσλεϊ. Ο ελιτισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Ο Τζον Κέιτζ, ένας από τους πιο γνωστούς μεταμοντέρνους μουσικούς και μέντορας δύο σημαντικών εκπροσώπων της ποπ αρτ, του Ράουσενμπεργκ και του Τζάσπερ Τζόουνς, ορίζει το χαρακτήρα της τέχνης ως μια συναίνεση στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, με τα παρακάτω λόγια: «Η τέχνη πρέπει να είναι κατάφαση της ζωής –όχι απόπειρα να φέρουμε κάτι άλλο … αλλά απλώς τρόπος να αφυπνίσουμε την καθαυτό ζωή που ζούμε, που είναι τόσο υπέροχη, από τη στιγμή που βγάζουμε από το δρόμο το μυαλό μας, τις επιθυμίες μας και την αφήνουμε να ενεργεί από μόνη της.»
Για να κατανοηθεί η απουσία βάθους στη μεταμοντέρνα τέχνη, δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να δανειστεί ένα εύστοχο παράδειγμα του Τζέιμσον, που αντιπαραβάλλει δύο έργα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού με κοινό θέμα τα παπούτσια.
Πρόκειται για το έργο του Βαν Γκογκ «Ένα ζευγάρι παπούτσια» και το έργο του Άντι Γουόρχολ «Παπούτσια διαμαντόσκονης».
Στο πασίγνωστο έργο του Βαν Γκογκ τα ταλαιπωρημένα χοντροπάπουτσα είναι μαρτυρία για το μόχθο από τη βιοπάλη του φτωχού χωρικού, που τα πετά όπως-όπως μετά από τη δουλειά χωρίς να έχει το κουράγιο να τα τακτοποιήσει. Το έργο του Γουόρχολ με τα πολύχρωμα γοβάκια εκφράζει το φανταχτερό κόσμο του εμπορεύματος, του αμερικανικού ονείρου, χωρίς καμία κριτική διάθεση.
Αποφεύγοντας μια μονοσήμαντη τοποθέτηση για την ποπ αρτ, θα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι στο ρεύμα της δεν απουσιάζουν και ορισμένα έργα που καταπιάνονται με κοινωνικά-πολιτικά θέματα, όπως είναι ο πόλεμος στο γνωστό έργο του Ρόι Λιχτενστάιν σε μορφή κόμικ, «Whaam!».
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κατασκευή του Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ με τίτλο «Dry cell», όπου ένα κομμάτι πλεξιγκλάς με τυπωμένο πάνω του το σχέδιο ενός στρατιωτικού ελικόπτερου έχει προσαρτηθεί σ’ ένα πτυσσόμενο σκαμνί στρατοπέδου κρεμασμένο στον τοίχο. Ένας αισθητήρας ήχου, τον οποίο μπορεί να κινητοποιήσει οποιοσδήποτε από το κοινό, ενεργοποιεί ένα μικρό κινητήρα που περιστρέφει ένα θραύσμα μετάλλου που μοιάζει με οβίδα, παράγοντας έναν τρομακτικό ήχο.
Σχολιάζοντας ο Λιχτενστάιν τους ήρωες της σειράς των πολεμικών έργων του, λέει τα παρακάτω: «Οι ήρωες που απεικονίζονται σε κόμικς είναι φασιστικοί τύποι, αλλά δεν τους παίρνω σοβαρά σε αυτούς τους πίνακες –ίσως υπάρχει κάποιο νόημα στο να μην τους παίρνω σοβαρά, πολιτικό νόημα. Τους χρησιμοποιώ για καθαρά τυπικούς λόγους.» Μάλλον έχει δίκιο ο Μποντριγιάρ όταν ισχυρίζεται πως τα έργα των καλλιτεχνών της ποπ αρτ προκαλούν συνήθως ένα χαλαρό μειδίαμα «που δεν είναι το μειδίαμα της κριτικής απόστασης...».
Ένα από τα θύματα του λαϊκισμού στην τέχνη είναι και η λογοτεχνία, που ως πιο απαιτητική παραμερίζεται εύκολα από τα οπτικοακουστικά προϊόντα κάτω από το σύνθημα των μεγαθηρίων του οπτικακουστικού τομέα και του διαδικτύου πως «η σημερινή λογοτεχνία είναι οι ταινίες».
Η σταθερή επιδίωξη των επιχειρηματικών πολιτιστικών ομίλων να μεγιστοποιήσουν το κοινό, δηλαδή τα κέρδη τους, με μια διαρκή ανανέωση των πολιτιστικών εμπορευμάτων, με το ξέφρενο κυνήγι της «καινοτομίας» που διαπερνά άλλωστε όλους τους τομείς της παραγωγής, για ένα μεγάλο μέρος του μεταμοντέρνου καλλιτεχνικού κόσμου αποτελεί θρησκεία, αφού υπόσχεται δόξα και χρήμα.
Γυρεύοντας το θεαματικό, το εντυπωσιακό, το σοκαριστικό, πολλοί καλλιτέχνες του μεταμοντερνισμού επινοούν ακραίες καταστάσεις, όπου κυριαρχεί καθετί το εξεζητημένο, ακόμη και το διεστραμμένο, καταστάσεις τις οποίες συνήθως αναπαριστούν με τα νέα είδη τέχνης που πρώτοι εισήγαγαν –και αυτό αποτελεί θετική προσφορά στην τέχνη– όπως οι περφόρμανς, τα χάπενινγκ, οι εγκαταστάσεις (ινσταλέισιον), τα ζωγραφισμένα σώματα, τα νεκρά ζώα κλπ.
Η περφόρμανς «Rhythm 0» (1974) καθιέρωσε τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς ως τη λατρευτή των εμπόρων του θεάματος και του αστικού κατεστημένου. Η καλλιτέχνης στεκόταν ακίνητη και το κοινό καλούνταν να «συνδημιουργήσει» χρησιμοποιώντας κατά βούληση κάποια από τα 72 εργαλεία που υπήρχαν σε ένα τραπέζι. Ανάμεσα σε αυτά ήταν ένα τριαντάφυλλο με αγκάθια, ένα φτερό, άρωμα, μέλι, κρασί, ψαλίδι, μαχαίρι, καρφιά, ένας βαρύς λοστός, ένα γεμάτο πιστόλι. Το μόνο που δεν έκανε το κοινό ήταν να την πυροβολήσει. Όλα τα άλλα αποτροπιαστικά, όπως να της σκίσουν τα ρούχα, να την τρυπήσουν με τα αγκάθια του τριαντάφυλλου, να χαράξουν με το ξυράφι το σώμα της, να της επιτεθούν σεξουαλικά κ.ά., έγιναν. Το πιθανότερο νόημα της παράστασης είναι η απελευθέρωση των ανθρώπινων επιθυμιών και ενστίκτων από τους κανόνες, τις συμβάσεις, τα στερεότυπα της κοινωνίας, που αντικειμενικά καταλήγει στο ότι όλα είναι επιτρεπτά.
Σε μια άλλη παράστασή της, η Αμπράμοβιτς στέκεται γυμνή με τον επίσης γυμνό συνεργάτη της σε μια στενή πόρτα και το κοινό καλείται να περάσει ανάμεσά τους κοιτώντας στα μάτια τον έναν από τους δύο, ως πράξη υπέρβασης του πουριτανισμού.
Η ανάδειξη του σώματος ως άψυχου, κενού αντικειμένου και με ηδονοβλεπτική διάθεση είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου.
Αντιπροσωπευτική είναι η παράσταση Mount Olympus του Γιαν Φαμπρ, τον οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε διορίσει καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου. Σε κάποιο σημείο της παράστασης επτά άντρες με αρχαιοελληνικούς χιτώνες άρχιζαν να πάλλονται με κινήσεις πίσω και μπρος αποκαλύπτοντας σταδιακά τα γεννητικά τους όργανα, μέχρι που έμεναν εντελώς γυμνοί να χορεύουν συρτάκι υπό τους ήχους του Ζορμπά, για να αναπαραστήσουν ένα διονυσιακό όργιο.
Η αποθέωση του σώματος, που παίρνει στις μέρες μας διαστάσεις μιας υπέρμετρης –σχεδόν υστερικής– ενασχόλησης με τη διατροφή, την εκγύμναση, τη φόρμα, εκφράζεται στα εικαστικά με τη χρήση, για παράδειγμα, του σώματος ως καμβά ζωγραφικής.
Στην αρχιτεκτονική αποτυπώνεται καθαρότερα ο φορμαλισμός της μεταμοντέρνας ροπής στον εντυπωσιασμό. Η φόρμα του έργου συνθλίβει το περιεχόμενό του. Επιβλητικά –χάριν της λαϊκότητας, δηλαδή της εμπορικότητας– ή πανηγυριώτικα, κιτς κτήρια, όπως αυτά του Λας Βέγκας αλλά κι εκείνα που προτάθηκαν για το καζίνο του Ελληνικού, υποβαθμίζουν ολοσχερώς την κεντρική αξίωση της αρχιτεκτονικής επιστήμης, που είναι η λειτουργικότητα των κατασκευών.
Πολλά από τα κτήρια της διεθνούς εμβέλειας αρχιτεκτονικής εταιρίας, που είχε ιδρύσει η διάσημη και πάμπλουτη Ζάχα Χαντίντ, επιβεβαιώνουν τη φορμαλιστική αντίληψη της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής.
Τα κτήρια αυτά αποτελούν θαύματα τεχνικής και αισθητικής. Στο έργο της Χαντίντ προβάλλεται εντυπωσιακά, μεγαλειωδώς θα έλεγε κανείς, η κίνηση και η ροή, το σπάσιμο της δομής και η έλλειψη κέντρου της μεταμοντέρνας θεώρησης, εκφράζοντας την αντίθεση στους κανόνες και τον τετραγωνισμένο κόσμο της λογικής.
Τι γίνεται όμως στο εσωτερικό τους; Όπως φαίνεται στο παράδειγμα ενός από τα εντυπωσιακά αυτά κτίσματα, στο κτήριο γραφείων «Dominion Office Building» ο χώρος της εισόδου και του κεντρικού κλιμακοστασίου, αντί να δημιουργεί ευχάριστο περιβάλλον εργασίας, μοιάζει με λαβύρινθο που προκαλεί ίλιγγο.
Άλλωστε ως Λαβύρινθο χωρίς μίτο της Αριάδνης αναπαριστά τον κόσμο ο μεταμοντερνισμός, ένα λαβύρινθο με αναρίθμητα κέντρα, πολυπλόκαμους μηχανισμούς και περιπλεγμένα δίκτυα, που κάνουν κάθε σκέψη για φυγή αδιανόητη.
Αυτό το νόημα έχει και ένα από τα κεντρικά αξιώματά του, το τέλος της Ιστορίας. Γιατί τέλος της Ιστορίας δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο καπιταλισμός είναι το τέρμα και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει μετά από αυτόν.