Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του Ιστορικού και του Λογικού στις Συγκεκριμένες Επιστήμες


του Β. Α. Βαζιούλιν

Στην ιστορία της επιστήμης μέχρι σήμερα η βαθύτερη επίλυση του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού είναι αυτή του Κ. Μαρξ.

Εν τω μεταξύ, ο Κ. Μαρξ εκπόνησε αυτήν την επίλυση κατά κύριο λόγο στο υλικό της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή εντός της γνωστικής διαδικασίας ενός ειδικού αντικειμένου. Γι’ αυτό προκύπτει το ερώτημα περί της δυνατότητας και του χαρακτήρα της εφαρμογής του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού σε άλλες επιστήμες.

Στη σοβιετική φιλοσοφική γραμματεία το ζήτημα αυτό πραγματικά δεν έχει καν τεθεί σε πλήρη βαθμό.

Σε αυτό το κεφάλαιο1 θα περιοριστούμε κατεξοχήν στην τοποθέτησή του.

Η απουσία μονοσήμαντης κατανόησης του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού καθιστά, κατά την άποψή μας, σκόπιμη μια σύντομη περιγραφή της ουσίας του και των βασικών πτυχών του. Διατυπώνουμε την ουσία του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού, ειλημμένου στην πιο γενική, αδιαφοροποίητη μορφή του, ως το ερώτημα που αφορά τη σχέση της αναπτυξιακής διαδικασίας ενός αντικειμένου προς τη λογική αντανάκλασή του. Το ερώτημα αυτό δε συμπίπτει με το βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας, ήδη λόγω του ότι κάθε κίνηση δε συνιστά ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι ένα ιδιαίτερο είδος κίνησης, η κίνηση που λαμβάνει χώρα κατά το ανοδικό στάδιο από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο και κατά το καθοδικό στάδιο –από το ανώτερο στο κατώτερο, από το σύνθετο στο απλό.

Εάν διατυπωθεί κατ’ αυτόν το γενικό τρόπο, το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού έχει μια σειρά πτυχές. Μέχρι τώρα ως υλικό για τη διάκριση αυτών των πτυχών, για την επίλυση του ίδιου του προβλήματος παραμένουν κατεξοχήν Το Κεφάλαιο, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τα Οικονομικά χειρόγραφα του 1857-1858 του Κ. Μαρξ, η βιβλιοκρισία του Φρ. Ένγκελς στο έργο του Κ. Μαρξ Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, καθώς και οι πρόλογοι και οι προσθήκες του Φρ. Ένγκελς Στο Κεφάλαιο.

Συνήθως δε γίνεται διάκριση της πτυχής του προβλήματος, την οποία έθεσε ειδικά ο Ένγκελς, και της πτυχής εκείνης του προβλήματος που υπάρχει στο οικονομικό χειρόγραφο του 1857-1858 του Κ. Μαρξ2. Θα εξετάσουμε πρώτα την πτυχή του προβλήματος που τονίστηκε από τον Ένγκελς.

Υπάρχουν δύο τρόποι3 απεικόνισης της αναπτυξιακής διαδικασίας: Ο ιστορικός και ο λογικός. Με το λογικό τρόπο οι νόμοι της ανάπτυξης απεικονίζονται στη θεωρητική τους αλληλουχία, σε αφηρημένη μορφή, απαλλαγμένη από ιστορικές τυχαιότητες, τεθλασμένες κινήσεις, άλματα, [απαλλαγμένη] από την ιστορική μορφή. Μάλιστα, το αντικείμενο λαμβάνεται εκεί όπου έφτασε στην κλασική του μορφή και στη μεγαλύτερη ωριμότητα.

Με τον ιστορικό τρόπο οι νομοτέλειες της ανάπτυξης απεικονίζονται υπό το πρίσμα των ιστορικών τυχαιοτήτων, των τεθλασμένων κινήσεων, των παύσεων κτλ.

Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί οδηγούν ως αποτέλεσμα στην αντανάκλαση της αναπτυξιακής διαδικασίας, η οποία αποτυπώνεται με τη μορφή σκέψεων. Αμφότεροι οι τρόποι παρέχουν σωστή απεικόνιση της αναπτυξιακής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που εφαρμόζονται σε ενότητα μεταξύ τους. Πράγματι, η ανάπτυξη της σκέψης με το λογικό τρόπο χρειάζεται τη συνεχή επαφή με ένα πραγματικό αντικείμενο, με συνεχείς ιστορικές παραστάσεις, αλλιώς μετατρέπεται σε μια σχολαστική λογικοποίηση. Με τη σειρά του, ο ιστορικός τρόπος, απομονωμένος από το λογικό, ουσιαστικά μετατρέπεται σε μια συλλογή καθαρών ιστορικών τυχαιοτήτων, τεθλασμένων κινήσεων, αλμάτων κοκ.

Αρχικά, στη μελέτη ενός αναπτυγμένου πλέον αντικειμένου υπερισχύει ο λογικός τρόπος, ενώ ο ιστορικός λειτουργεί ως υπηγμένη μεν, αν και αναγκαία στιγμή. Μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο της γνωστικής διαδικασίας αρχίζει να προβάλλει στο προσκήνιο ο ιστορικός τρόπος έρευνας και έκθεσης [των αποτελεσμάτων της έρευνας].

Πράγματι, ο ερευνητής πρέπει πρώτα να διακρίνει τις νομοτέλειες του αναπτυσσόμενου αντικειμένου σε καθαρή μορφή, και μόνο μετά από αυτό μπορεί να περιγράψει την εικόνα της ισχύος τους μέσω τυχαιοτήτων, τεθλασμένων κινήσεων και αλμάτων. Για παράδειγμα, με τον ιστορικό τρόπο δημιουργήθηκαν τέτοια έργα του Καρλ Μαρξ όπως Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία και μια σειρά άλλων, της συγγραφής των οποίων, ωστόσο, προηγήθηκε η διατύπωση των νομοτελειών της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας σε καθαρή μορφή.

Ο ιστορικός τρόπος παρέχει μια πιο εκλαϊκευτική απεικόνιση της ανάπτυξης, απ’ ό,τι ο λογικός τρόπος.

Η επικράτηση του λογικού ή του ιστορικού τρόπου δεν καθορίζεται μόνο από το στάδιο της γνώσης της αναπτυξιακής διαδικασίας, αλλά επίσης και από το χαρακτήρα της εποχής, από το επίπεδο ωριμότητας του ίδιου του υπό μελέτη αντικειμένου. Αν στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, εν γένει και εν συνόλω, κυριαρχεί ο λογικός τρόπος που χρησιμοποιείται σε οργανική ενότητα με τον ιστορικό, στα έργα του Β. Ι. Λένιν η έμφαση μετατοπίζεται προς τον ιστορικό τρόπο, διατηρώντας την ενότητα των δύο τρόπων.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς έπρεπε πρωτίστως και κυρίως να αποδείξουν θεωρητικά το αναπόφευκτο του θανάτου της κεφαλαιοκρατίας και την ανάγκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ο Β. Ι. Λένιν έδρασε στην εποχή της άμεσης προετοιμασίας και επίτευξης της σοσιαλιστικής επανάστασης, στην εποχή που οι μάζες των εργαζόμενων άρχιζαν την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται εδώ στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα της επανάστασης, στους όρους, στο μηχανισμό, τις αιτίες, καθώς επίσης και στη σημασία της συνειδητής δράσης των μαζών.

Εν τω μεταξύ, πρωτίστως ακριβώς ο ιστορικός τρόπος επιτρέπει την αναπαράσταση της αναπτυξιακής διαδικασίας της κοινωνίας μέσω μιας συγκεκριμένης ιστορικής μορφής. Ακριβώς ο ιστορικός τρόπος απεικονίζει την αναπτυξιακή διαδικασία της κοινωνίας μέσω της δραστηριότητας της μάζας των ατομικοτήτων, ενώ οι ενέργειες των ατομικοτήτων συνεισφέρουν στην ιστορική διαδικασία την επίδραση των τυχαιοτήτων. Ακριβώς ο ιστορικός τρόπος δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή της κίνησης σε μια δεδομένη χώρα, στη δεδομένη χρονική περίοδο. Πρωτίστως, κατά τον ιστορικό τρόπο εξέτασης αποκαλύπτεται η επίδραση στην πορεία των γεγονότων των συναισθημάτων, των συνηθειών, των πεποιθήσεων, των απόψεων, των προκαταλήψεων των ενεργά συμμετεχόντων σε αυτά τα γεγονότα.

Όταν στην ιστορική διαδικασία επέρχεται η στιγμή της άμεσης πρακτικής επαναστατικής δράσης, καθίσταται πρακτικά εξαιρετικά σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι τεθλασμένες κινήσεις, οι τυχαιότητες της Ιστορίας, η συγκεκριμένη κατάσταση της στιγμής, διότι [όλα αυτά] επηρεάζουν άμεσα το χαρακτήρα της πρακτικής δράσης.

Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης του λογικού και του ιστορικού, ειλημμένος από αυτήν την οπτική, επί του παρόντος δεν έχει διακριβωθεί λεπτομερώς από την ειδική μεθοδολογική άποψη.

Ας περάσουμε σε μια σύντομη εξέταση της δεύτερης πτυχής. Ο Κ. Μαρξ ακριβώς σε σχέση με αυτό, αναπτύσσοντας τα βασικά στοιχεία της ιστορικής προσέγγισης για τη μελέτη της κεφαλαιοκρατίας, που περιέχονται στα έργα μιας σειράς αστών οικονομολόγων (Τζ. Στιούαρτ, Ρ. Τζόουνς κ.ά.), έκανε το μέγιστο βήμα εμπρός σε σύγκριση με τον Χέγκελ προς μια λογική και μεθοδολογική επίλυση του ζητήματος. Ο Κ. Μαρξ δίνει μια πρώτη ειδική, εκτενή διατύπωση του ιστορικού και του λογικού στο οικονομικό χειρόγραφο του 1857-1858.

Ως λογική αλληλουχία υπονοεί την αλληλουχία της εξέτασης των πλευρών ενός ποιοτικώς ιδιότυπου, ώριμου αντικειμένου, στη δεδομένη περίπτωση της σύγχρονής του ώριμης κεφαλαιοκρατίας. Γράφει Ο Κ. Μαρξ: «... Η διαδοχή της ανάλυσής τους (των οικονομικών κατηγοριών - Β.Β.) καθορίζεται από τη σχέση που έχουν η μία με την άλλη στη σύγχρονη αστική κοινωνία … Δεν πρόκειται για τη θέση που παίρνουν ιστορικά οι οικονομικές σχέσεις στη διαδοχή των διάφορων κοινωνικών μορφών … Πρόκειται για τη διάρθρωσή τους μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης αστικής κοινωνίας.»4

Ως ιστορική αλληλουχία παρουσιάζεται η αλληλουχία εναλλαγής ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών μορφών.

Αυτή η ερμηνεία του προβλήματος συνδέεται με τη διάκριση από τον Κ. Μαρξ στη διαδικασία ανάπτυξης (της κοινωνίας) διάφορων ποιοτικώς προσδιορισμένων συστημάτων, ολοτήτων, που συνιστούν ιστορικά παροδικές βαθμίδες της αναπτυξιακής διαδικασίας. Κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός έχει μια ιδιαίτερη, προσήκουσα μόνο σ’ αυτόν διάρθρωση των πλευρών [του]. Ταυτόχρονα, στην ανάπτυξη διατηρούνται ορισμένες κοινές στιγμές και αλληλουχίες της διάρθρωσης των πλευρών του αντικειμένου.

Δεδομένου ότι η ιστορική αλληλουχία δε συμπίπτει πάντα με τη λογική [αλληλουχία], κατά την εξέταση του «ώριμου» αντικειμένου δεν μπορούμε να καθοδηγούμαστε από την ιστορική αλληλουχία. «Κατά συνέπεια, θα ήταν ακατόρθωτο και λανθασμένο να ακολουθήσουμε στην ανάλυσή μας τις οικονομικές κατηγορίες με τη σειρά που υπήρξαν καθοριστικές ιστορικά.»5 Αντιθέτως, η λογική αλληλουχία είναι συγχρόνως και ιστορική. Η λογική αναπαράσταση του αντικειμένου συνιστά ταυτόχρονα απεικόνιση της ιστορίας του. Η λογική αλληλουχία της απεικόνισης ενός ποιοτικώς προσδιορισμένου συστήματος συμπίπτει με την αλληλουχία του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης ακριβώς και μόνο αυτού του συστήματος.

Ο Κ. Μαρξ αποκαλύπτει επίσης την αλληλουχία της εφαρμογής του λογικού και του ιστορικού τρόπου. Εάν είναι παρούσες οι διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αντικειμένου, στη δεδομένη περίπτωση της κοινωνίας, η αναπαράστασή τους είναι αναγκαίο να αρχίζει με τη μελέτη και την παρουσίαση των πλευρών των πιο αναπτυγμένων βαθμίδων. Ιδιαίτερα γι’ αυτό ο Κ. Μαρξ αρχίζει τη μελέτη της κοινωνικής ανάπτυξης ακριβώς από τη σύγχρονή του αστική κοινωνία.

Η πλέον αναπτυγμένη βαθμίδα της ανάπτυξης παρέχει τη δυνατότητα πληρέστερης μελέτης όλων των προηγούμενων βαθμίδων. «Η ανατομία του ανθρώπου είναι το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου.»6 Η μελέτη των αστικών οικονομικών σχέσεων έδωσε το κλειδί για την κατανόηση όλων των προηγούμενων σχηματισμών.

Ο Μαρξ γράφει μάλιστα ότι η μελέτη των νύξεων [ενδείξεων] περί του ανώτερου στο λιγότερο ανεπτυγμένο σχηματισμό είναι ανέφικτη, εάν παραμένει άγνωστο αυτό το ανώτερο. «Αντιθέτως, οι νύξεις περί του ανώτερου σε κατώτερα ζωικά είδη μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο στην περίπτωση που αυτό το ανώτερο είναι ήδη γνωστό.»7 Κατά συνέπεια, ο Κ. Μαρξ απορρίπτει το ενδεχόμενο πλήρους αποκάλυψης της ουσίας του κατώτερου [σταδίου], εάν είναι άγνωστο το ανώτερο.

Η πλήρης διάγνωση εντός του κατώτερου των νύξεων περί του ανώτερου είναι ανέφικτη, επειδή η νομοτέλεια της ανάπτυξης στην κατώτερη βαθμίδα δεν έχει ακόμη σχηματιστεί πλήρως. Η νομοτέλεια της ανάπτυξης δεν είναι κάτι το μοιραίο, το αυστηρά προκαθορισμένο. Η ίδια διαμορφώνεται στον «αγώνα» με τις τυχαιότητες. Ως εκ τούτου, στη βάση του κατώτερου είναι δυνατό να προβλεφθούν ορισμένες βασικές τάσεις της μελλοντικής ανάπτυξης, αλλά είναι αδύνατο να συλλάβουμε εκ των προτέρων με εξαιρετική πληρότητα τη μελλοντική βαθμίδα ανάπτυξης.

Εν τω μεταξύ, παρά το γεγονός ότι η ανατομία της αστικής κοινωνίας είναι το κλειδί για την ανατομία των προηγούμενων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, ωστόσο αυτό επ’ ουδενί λόγω δεν ισχύει, με την έννοια ότι μεταξύ τους απουσιάζουν οποιεσδήποτε ιστορικές διαφορές. Οι σχέσεις των προηγούμενων βαθμίδων της ανάπτυξης διατηρούνται στην πιο αναπτυγμένη βαθμίδα σε μια ουσιωδώς τροποποιημένη μορφή.

Ο Κ. Μαρξ καταδεικνύει επίσης ότι κατά την ανάπτυξη της κοινωνίας, στο βαθμό που αυτή πραγματοποιούνταν σε ανταγωνιστική μορφή, οποιαδήποτε δεδομένη κοινωνία γινόταν αντιληπτή ως τελικός σκοπός, ενώ όλες οι προγενέστερες [προέβαλλαν τότε] μόνο ως βαθμίδες προς αυτήν και μόνο προς αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι δεν ερμηνευόταν μονομερώς μόνο το παρόν, αλλά και το παρελθόν. Και τότε μόνο [οι άνθρωποι] συνειδητοποιούσαν ορθά το παρελθόν, όταν αυτές οι ίδιες οι κοινωνικές μορφές εμφάνιζαν στην επιφάνεια τα σημάδια της αποσύνθεσής τους και γι’ αυτό κατανοούνταν, τουλάχιστον διαισθητικά, ως παροδικές8.

Έτσι, η εξέταση της αναπτυξιακής διαδικασίας, που έχει διαφορετικές βαθμίδες, αρχίζει στη μαρξική πολιτική οικονομία από την πλέον αναπτυγμένη βαθμίδα της, με τη διάκριση της δομής, της συγκρότησης, της διάρθρωσης και των αμοιβαίων δεσμών της. Η ανασύσταση της Ιστορίας επιτυγχάνεται εδώ στο βαθμό που αυτή αναπαράγεται μέσω της κίνησης του ώριμου αντικειμένου.

Σε αυτό το στάδιο της γνώσης εφαρμόζεται ο λογικός τρόπος [προσέγγισης]. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πραγματοποιείται μόνο αυτός. Η μελέτη της κεφαλαιοκρατίας ως ιδιότυπου κοινωνικού μορφώματος ήταν ανέφικτη χωρίς τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, τουλάχιστον συνοπτικά, να έχουν κατανοηθεί όλοι οι προηγούμενοι σχηματισμοί και χωρίς να έχουν συναχθεί ορισμένα συμπεράσματα περί της μελλοντικής βαθμίδας ανάπτυξης της κοινωνίας. Αλλά η έμφαση, το κύριο καθήκον του Κ. Μαρξ, έγκειτο στην αποκάλυψη της ιδιαιτερότητας ακριβώς της αστικής κοινωνικής μορφής. Μόνο μετά από την ολοκλήρωση αυτού του έργου καθίσταται εφικτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους στη συστηματική μελέτη όλων των προγενέστερων σχηματισμών. Και ο Κ. Μαρξ γράφει στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-1858 ότι επιφυλάσσεται να επιληφθεί αυτού του έργου ο ίδιος στο μέλλον. Δυστυχώς, ο Κ. Μαρξ δεν κατάφερε να ασχοληθεί με αυτό το έργο, δεδομένου ότι, όπως αποδείχτηκε, η διερεύνηση της ιδιαιτερότητας της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και η πρακτική επαναστατική δραστηριότητα απαίτησαν όλη τη ζωή του μεγάλου στοχαστή.

Περαιτέρω, ενόσω η πλέον αναπτυγμένη μορφή δεν έχει ωριμάσει και δεν έχουν αναδειχτεί εντός της οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε μια πιο αναπτυγμένη μορφή, οι επόμενες [επικείμενες] βαθμίδες της ανάπτυξης κατανοούνται ως ένα βαθμό μονόπλευρα, κατά κύριο λόγο μόνο από την άποψη του τι [από τη νυν πλέον αναπτυγμένη μορφή] θα διατηρηθεί και στην πιο αναπτυγμένη [επικείμενη] μορφή της ανάπτυξης.

Εδώ είναι απαραίτητο να τονιστεί για άλλη μια φορά ότι, βάσει της αντίληψης του Κ. Μαρξ, ο λογικός τρόπος επιτρέπει να αποκαλυφθεί το «ώριμο» αντικείμενο ιστορικά, διότι στη δομή του «ώριμου» αντικειμένου διατηρείται σε «ανηρημένη» μορφή, σε μορφή αποκαθηρμένη από τις ιστορικές τυχαιότητες, από την ιστορική μορφή, η διαδικασία εμφάνισης και ανάπτυξής του. Εξετάζοντας τα οικονομικά έργα του Κ. Μαρξ, μπορεί κανείς να επισημάνει ότι σε αυτά επικρατεί εν γένει και εν συνόλω ο λογικός τρόπος, η ουσία του οποίου συνίσταται στην ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Το κύριο καθήκον του Κ. Μαρξ έγκειτο στην ανίχνευση της ιδιαίτερης «οργανικής» ενότητας, της ιδιότυπης διασύνδεσης των πλευρών του ώριμου αντικειμένου (της σύγχρονής του αστικής κοινωνίας). Πράγματι, για παράδειγμα, η εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας Στο Κεφάλαιο δεν απεικονίζεται αυτοτελώς. Ο Κ. Μαρξ παρακολουθεί την εμφάνιση, το γίγνεσθαι του αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας), στο βαθμό που αυτό μπορεί να ανασυσταθεί μέσω της μελέτης της κίνησης του ήδη ανακύψαντος αντικειμένου. Γι’ αυτό ο Κ. Μαρξ αποτυπώνει πριν απ’ όλα τις πλευρές του ανακύπτοντος κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και όχι τις πλευρές της εξαφανιζόμενης φεουδαρχικής οικονομίας. Και η διερεύνηση της κομμουνιστικής κοινωνίας επίσης δε διεξάγεται Στο Κεφάλαιο αυτή καθεαυτή. Ο Κ. Μαρξ έθετε ενώπιόν του ένα κάπως διαφορετικό καθήκον: Να ανακαλύψει εκείνες τις τάσεις στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια νέα, ανώτερη, πιο αναπτυγμένη κοινωνική μορφή. Συνάγει πορίσματα περί ορισμένων χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής κοινωνίας μόνο βάσει της γενίκευσης των τάσεων που ενυπάρχουν στη διαδικασία ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας.

Απ’ όλα τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οποιαδήποτε οικονομική σχέση λαμβάνεται από τον Κ. Μαρξ όπως ακριβώς αυτή υφίσταται στο δεδομένο αντικείμενο (στη σύγχρονη του Κ. Μαρξ αστική κοινωνία) και [όπως αυτή] χρωματίζεται ειδικά από την αμοιβαία σχέση της με τις άλλες πλευρές του αντικειμένου. Συνεπώς, εάν, για παράδειγμα, Στο Κεφάλαιο γίνεται λόγος περί του εμπορεύματος, αυτό αφορά το εμπόρευμα στην ύψιστη ανάπτυξή του, το εμπόρευμα ακριβώς της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, τις εμπορευματικές σχέσεις στην καθολικότητά τους, αν και, φυσικά, στο πρώτο κεφάλαιο Του Κεφαλαίου δεν εξετάζεται το εμπορευματικό κεφάλαιο. Η ίδια η εποχή των Μαρξ και Ένγκελς, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1840 του 19ου αιώνα και μέχρι το τέλος του αιώνα, καθόρισε την ανάγκη εφαρμογής του λογικού τρόπου (εξυπακούεται με τη δεύτερη σημασία του όρου).

Ωστόσο, στην εποχή της αποβίωσης, του θανάτου της κεφαλαιοκρατίας, στην εποχή της μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό και από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, έρχεται στο προσκήνιο ο ιστορικός τρόπος. Επομένως, και σε αυτήν την περίπτωση, η υπερίσχυση του λογικού ή του ιστορικού τρόπου εξαρτάται, πρώτον, από τη βαθμίδα, το επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας και δεύτερον, από το επίπεδο, το στάδιο ανάπτυξης του αντικειμένου.

Θα επισημάνουμε επιπλέον μια τρίτη πτυχή του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού. Γενικεύοντας τα δεδομένα των φυσικών επιστημών στις δεκαετίες 1870-1880 του 19ου αιώνα, ο Φρ. Ένγκελς, εντός της διαδικασίας αυτού του έργου, καταδεικνύει την πλευρά εκείνη του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού η οποία είχε τεθεί ήδη από τον Χέγκελ, δηλαδή τη σύμπτωση των βασικών στιγμών της οντο-[γένεσης] και της φυλογένεσης της γνωστικής διαδικασίας, της νόησης. Μεταγενέστερα, υποδείκνυε την ανάγκη επεξεργασίας αυτής της ιδέας ο Β. Ι. Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια.

Ωστόσο, αν οι δύο πρώτες πτυχές αναπτύχθηκαν από τον Κ. Μαρξ στο υλικό της πολιτικής οικονομίας, στο υλικό μιας ολόκληρης επιστήμης, η τρίτη πτυχή του προβλήματος επί του παρόντος έχει αναπτυχθεί, αποδειχτεί και θεμελιωθεί πολύ λιγότερο. Σοβιετικοί φιλόσοφοι παραθέτουν πολλά παραδείγματα σύμπτωσης της ιστορίας της λογικής με την πορεία της ανάπτυξης της ατομικής γνωστικής διαδικασίας και με την πορεία ανάπτυξης της σύγχρονης επιστήμης. Όμως, κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν που η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, μέχρι την εμφάνιση Του Κεφαλαίου, συνιστούσε επιστημονική υπόθεση, έτσι και τώρα η επίλυση αυτής της πτυχής του ζητήματος, στο βαθμό που αυτή [η επίλυση] δεν έχει διακριβωθεί μέσω της ανάλυσης τουλάχιστον μιας επιστήμης, ειλημμένης εν συνόλω, βρίσκεται στο επίπεδο της επιστημονικής υπόθεσης. Όσον αφορά τις δύο πρώτες πτυχές, αυτές έχουν υποβληθεί σε διαδικασία ελέγχου βάσει του υλικού μιας ολόκληρης επιστήμης.

Παρακάτω, θα εστιάσουμε την προσοχή μας κυρίως στη δεύτερη και πλέον σημαντική πτυχή του προβλήματος, προβαίνοντας συνάμα σε ορισμένου βαθμού συγκεκριμενοποίηση της περιγραφής του που παραθέσαμε παραπάνω.

Δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στο πόσο επίκαιρη είναι τώρα η συστηματική μελέτη της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας.

Ποιος είναι ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και λογικού στην εξέταση του κομμουνιστικού σχηματισμού εν συνόλω και πρωτίστως στη μελέτη της σύγχρονης, σοσιαλιστικής φάσης ανάπτυξης;

Πρωτίστως εγείρεται το ερώτημα: Είναι άραγε εφικτή η χρήση της μεθοδολογίας του Κ. Μαρξ, της διαδικασίας της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο για τη διερεύνηση και την παρουσίαση της οικονομίας του σοσιαλισμού, και, εάν ναι, πώς; Κατά τα παρελθόντα έτη αυτό υπήρξε ένα από τα βασικά ζητήματα γύρω από το οποίο επικεντρώθηκαν οι μεθοδολογικές συζητήσεις μεταξύ των οικονομολόγων. Και μάλιστα συζητήθηκε έντονα κυρίως το ζήτημα της απλούστερης σχέσης. Σήμερα, οι Σοβιετικοί επιστήμονες διερευνούν τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, χρησιμοποιώντας τον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.

Θα εξετάσουμε μερικές ιδιαιτερότητες της χρήσης της μεθοδολογίας Του Κεφαλαίου από την άποψη του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού με εφαρμογή στο σοσιαλισμό. Λόγος γίνεται για τις ιδιαιτερότητες εκείνες που απορρέουν από μια σειρά ιδιότυπων χαρακτηριστικών του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και από τη διακρίβωση των ιστορικών συνθηκών εμφάνισης και ανάπτυξης της μεθοδολογίας Του Κεφαλαίου. Η σοσιαλιστική και η κομμουνιστική οικονομία συγκροτούν ένα πολύπλοκο ιδιότυπο όλο, ένα σύστημα εσωτερικά αλληλοσυνδεόμενων, αλληλοδιεισδυουσών πλευρών, το οποίο μεταβάλλεται από το λιγότερο αναπτυγμένο προς το πιο αναπτυγμένο, από το απλό προς το σύνθετο. Κατά τη μελέτη της αναπτυξιακής διαδικασίας, πρωτίστως αποκαλύπτεται η δράση του νόμου της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές. Η κατάσταση των σύγχρονων γνώσεων περί του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού το επιβεβαιώνει αυτό, καθότι ο κομμουνισμός έχει μέχρι τώρα μελετηθεί κυρίως υπό το πρίσμα του εν λόγω νόμου. Ας δούμε λοιπόν: Μπορούμε άραγε να διακριβώσουμε τα χαρακτηριστικά του κομμουνισμού μέσω του μεθοδολογικού προσδιορισμού των βαθμίδων της μετάβασης από τη μια ποιότητα στην άλλη; Το εγχείρημα αυτό θα συνιστά συνάμα εγχείρημα διακρίβωσης της ουσίας του προβλήματος ιστορικού-λογικού, καθώς και μέρος της απάντησης στο ερώτημα περί του χαρακτήρα της εφαρμογής της μεθοδολογίας Του Κεφαλαίου στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ληφθεί πλήρως υπόψη ο ορισμός των βαθμίδων της μετάβασης από τη μια ποιότητα στην άλλη, [ορισμός] που περιέχεται Στο Κεφάλαιο και έχει γενική μεθοδολογική σημασία.

Η ανάλυση Του Κεφαλαίου δείχνει ότι ο Κ. Μαρξ βλέπει στην αναπτυξιακή διαδικασία της κεφαλαιοκρατίας από την άποψη της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές κατά τα ακόλουθα στάδια ή βαθμίδες:

Πρώτο στάδιο. Η νέα ποιότητα, η νέα ολότητα, το σύστημα απουσιάζει μεν, αλλά στα σπλάχνα της παλαιάς ποιότητας, της παλαιάς ολότητας, του συστήματος λαμβάνει χώρα μια συσσώρευση προϋποθέσεων για τη μετάβαση στο νέο. Σε αυτήν την περίοδο συγκαταλέγεται η συσσώρευση των προϋποθέσεων της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας στους κόλπους του προγενέστερου σχηματισμού.

Δεύτερο στάδιο. Λαμβάνει χώρα η πρωταρχική εμφάνιση ενός ποιοτικά νέου αντικειμένου. Αυτή είναι η περίοδος της πρωταρχικής εμφάνισης των καθαυτό κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.

Τρίτο στάδιο. Οι εμφανισθείσες ποιοτικά νέες σχέσεις μετασχηματίζουν και υπάγουν τις πλευρές και τις σχέσεις του παλιού συστήματος, της [παλαιάς] ολότητας και γενικά τις κληρονομηθείσες από την προγενέστερη ανάπτυξη πλευρές και σχέσεις. Στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας είναι η διαδικασία μετασχηματισμού και υπαγωγής στο κεφάλαιο της φεουδαρχικής οικονομίας, της οικονομίας εν γένει, που έλκει την καταγωγή της από τους προηγούμενους σχηματισμούς.

Η τελική βαθμίδα αυτού του σταδίου είναι η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της προηγούμενης ποιότητας, της ολότητας, του συστήματος από τη νέα ποιότητα, ολότητα. Στην ιστορία της κεφαλαιοκρατίας σε αυτό [το στάδιο] εντάσσεται η εποχή της δημιουργίας της αντίστοιχης της αστικής κοινωνίας υλικοτεχνικής βάσης, της εκμηχανισμένης παραγωγής. Η μαζική αντικατάσταση των χειρωνακτικών εργαλείων της εργασίας από μηχανές τριών στοιχείων (εργαλειοφορέας, κινητήρας, μηχανισμός μετάδοσης), ο μετασχηματισμός της εκμηχανισμένης παραγωγής μηχανών σε άγοντα τύπο παραγωγής σήμαινε ότι η κεφαλαιοκρατία αρχίζει να αναπτύσσεται επί της δικής της βάσης.

Τέταρτο στάδιο. Με αυτήν τελειώνει η ανοδική γραμμή ανάπτυξης του ποιοτικά νέου αντικειμένου. Το ποιοτικά νέο αντικείμενο μεταμόρφωσε και υπήγαγε όλες τις βασικές πλευρές των προγενέστερων βαθμίδων της αναπτυξιακής διαδικασίας, άρχισε να κυριαρχεί στην αναπτυξιακή διαδικασία και να αναπτύσσεται επί της δικής του και όχι επί κάποιας ξένης βάσης.

Κατά την κίνηση του κομμουνιστικού σχηματισμού, που διεξάγεται σε ανοδική πορεία, μπορούν επίσης να διακριβωθούν τα πρώτα τέσσερα στάδια της ανάπτυξης του ποιοτικά νέου αντικειμένου που παραθέσαμε παραπάνω.

Πρωταρχικά, εντός της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας διαμορφώνονται οι ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού, αν και ο ίδιος ο κομμουνισμός ως μια νέα ποιότητα δεν υφίσταται ακόμα. Το δεύτερο στάδιο καλύπτει την περίοδο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη μέχρι τη δημιουργία των θεμελίων του σοσιαλισμού. Όπως στην εποχή της πραγματοποιήθηκε η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, σε αυτήν την περίοδο πραγματοποιείται η διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης των κομμουνιστικών οικονομικών σχέσεων.

Οι εμφανισθείσες ποιοτικά νέες, κομμουνιστικές σχέσεις μετασχηματίζουν και υπάγουν την οικονομία, που έλκει την καταγωγή της από τους προγενέστερους σχηματισμούς.

Η τελική βαθμίδα αυτού του σταδίου είναι η διαδικασία δημιουργίας αντίστοιχης της κομμουνιστικής κοινωνίας υλικοτεχνικής βάσης και ο μετασχηματισμός σε αυτήν τη βάση κατ’ ελάχιστο των κρίσιμων κλάδων της βιομηχανίας. Ο κύριος κρίκος στη δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού είναι η μετατροπή της σύνθετης αυτοματοποίησης [σε επίπεδο συμπλέγματος παραγωγής] σε άγοντα τύπο παραγωγής.

Πλήρως ώριμος κομμουνισμός σημαίνει ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων όχι επί ξένης προς αυτόν [βάσης], αλλά επί της δικής του βάσης, επί της βάσης της πλήρους αυτοματοποίησης της παραγωγής.

Από την άποψη της ανάπτυξης προς τον κομμουνισμό όλης της ανθρώπινης κοινωνίας στο σύνολό της (και όχι μόνο από τη σκοπιά της εσωτερικής ανάπτυξης μιας χώρας, που διέρχεται αυτήν την πορεία, ας πούμε, σε κλασική μορφή) μπορεί να δοθεί κάπως διαφορετική περιοδολόγηση:

Πρώτο στάδιο. Ο σχηματισμός των προϋποθέσεων της νέας ποιότητας στα έγκατα της παλαιάς ποιότητας με απούσα την ίδια τη νέα ποιότητα. Πρόκειται για τις καθαρά ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού εντός των προκομμουνιστικών σχηματισμών.

Δεύτερο στάδιο. Η πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού (η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα).

Τρίτο στάδιο. Ο μετασχηματισμός από τις νέες, κομμουνιστικές σχέσεις των παλαιών σχέσεων, ενώ διατηρείται στην παγκόσμια οικονομία ο καθοριστικός ρόλος των ποιοτικά παλαιών σχέσεων.

Τέταρτο στάδιο. Οι ποιοτικά νέες, κομμουνιστικές σχέσεις γίνονται κυρίαρχες, αποφασιστικές, καθοριστικές για ολόκληρη την πορεία της παγκόσμιας ανάπτυξης. Το σύστημα των σοσιαλιστικών χωρών γίνεται άγον στην παγκόσμια οικονομία. Ο κομμουνιστικός σχηματισμός αναφορικά με την παγκόσμια κοινωνία στο σύνολό της ακόμα μόλις βρίσκεται στο γίγνεσθαί του.

Η ωριμότητα του κομμουνιστικού σχηματισμού, προφανώς, εν τέλει δεν μπορεί να εξεταστεί μόνο από την άποψη του επιπέδου της εσωτερικής ανάπτυξης μίας χώρας ή μίας ομάδας χωρών. Εάν στις προγενέστερες βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας μαζί με κάθε νέο σχηματισμό διατηρούνταν κοινότητες ανθρώπων με τις πιο καθυστερημένες μορφές παραγωγής, ο κομμουνισμός δημιουργεί τη δυνατότητα ανύψωσης όλων των λαών, εθνοτήτων, χωρών, φυλών κοκ. στο ίδιο, στο κομμουνιστικό επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης. Μόνο όταν πραγματοποιηθεί αυτή η αναγκαία τάση της σύγχρονης ανάπτυξης, ο κομμουνιστικός σχηματισμός θα ωριμάσει οριστικά και πλήρως στο πλαίσιο της ανθρώπινης κοινωνίας εν συνόλω. Μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε ότι η ανθρωπότητα οριστικά υπήγαγε στον εαυτό της τη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης. Αντιθέτως, κάθε κοινωνική ανάπτυξη που διεξάγεται αυθόρμητα πραγματοποιείται με τη μορφή της συνύπαρξης πολλών ομοιογενών αναπτυξιακών διαδικασιών, υφιστάμενων ταυτόχρονα σε διαφορετικές βαθμίδες.

Στην έρευνα και στην έκθεση [των αποτελεσμάτων της] του Κ. Μαρξ κυριαρχεί ο λογικός τρόπος, ιδίως και κυρίως επειδή ο Κ. Μαρξ είχε να κάνει με ώριμο κεφαλαιοκρατικό τρόπο [παραγωγής].

Αυτό που βιώνουμε τώρα, τόσο από την άποψη της εσωτερικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ όσο και από την άποψη της παγκόσμιας ανάπτυξης εν συνόλω, είναι το στάδιο του γίγνεσθαι του κομμουνιστικού σχηματισμού. Ο σοσιαλισμός αποτελεί αναμφίβολα ένα γιγαντιαίο άλμα συγκριτικά με τους προγενέστερους σχηματισμούς, όντας η πρώτη φάση, η πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού, είναι ανώριμος κομμουνισμός. Η ιδιαιτερότητα και το περιεχόμενο του σοσιαλισμού έγκεινται στη διαδικασία μετασχηματισμού και υπαγωγής στις ποιοτικά νέες (κομμουνιστικές) σχέσεις, των σχέσεων που προήλθαν από την παλαιά κοινωνία.

Μέχρι τη δημιουργία της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας στην πολιτική οικονομία του κομμουνιστικού σχηματισμού (και των δύο φάσεων) είναι αναπόφευκτη η κυριαρχία του ιστορικού τρόπου.

Στα οικονομικά έργα του Β. Ι. Λένιν περιέχεται μια έρευνα των πρώτων σταδίων του γίγνεσθαι του κομμουνιστικού σχηματισμού (της περιόδου της πρωταρχικής εμφάνισης της νέας ποιότητας και του πρώτου σταδίου του μετασχηματισμού της παλαιάς ποιότητας από τη νέα).

Ωστόσο, τώρα η ανάπτυξη του κομμουνιστικού σχηματισμού βρίσκεται σε ένα άλλο στάδιο, ολοκλήρωσης του μετασχηματισμού από τη νέα ποιότητα όλων των σχέσεων που κληρονόμησε από την παλαιά ποιότητα.

Η γνωσιακή συγκυρία, στην οποία βρίσκεται σήμερα η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, έχει κάποια ομοιότητα με τη συγκυρία στην οποία βρισκόταν η κλασική αστική πολιτική οικονομία. Η τελευταία, ως γνωστόν, ήταν επιστημονική. Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας ήταν σύγχρονοι του ευρισκόμενου σε ανοδική ανάπτυξη αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας), των ανώριμων σταδίων του. Μάλιστα, ο Ντ. Ρικάρντο είχε να κάνει επιπλέον με το τελικό στάδιο μετασχηματισμού της παλαιάς ποιότητας από τη νέα –ακριβώς σε αυτήν την περίοδο άρχισε και περατωνόταν σε μεγάλη κλίμακα η δημιουργία αντίστοιχης της κεφαλαιοκρατίας υλικοτεχνικής βάσης. Σήμερα στην ΕΣΣΔ επίσης λαμβάνει χώρα η δημιουργία υλικοτεχνικής βάσης αντίστοιχης της νέας ποιότητας, του κομμουνισμού.

Ωστόσο, εκτός από τη βαθιά, εσωτερική ομοιότητα μεταξύ των συγκυριών στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και στην κλασική αστική πολιτική οικονομία, υπάρχουν και βαθύτατες διαφορές. Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν κατείχαν και δεν μπορούσαν να κατέχουν τη διαλεκτική-υλιστική μέθοδο. Ο ιστορικά αναγκαίος τότε μεταφυσικός τρόπος νόησης, αδιαμφισβήτητα, περιόριζε τις δυνατότητες της γνώσης. Στην ίδια δε κατεύθυνση ασκούσε επιρροή και η αστική ταξική θέση. Οι σύγχρονοι μαρξιστές ειδικοί στην πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού έχουν τη δυνατότητα της συνειδητής εφαρμογής της υλιστικής διαλεκτικής [και], επιπλέον, υιοθετούν τις θέσεις της τάξης που ενδιαφέρεται για την κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης, για την απελευθέρωση του συνόλου της κοινωνίας, και ως εκ τούτου που ενδιαφέρεται για την αυστηρά επιστημονική μελέτη των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης.

Όπως βλέπουμε, στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας δεν παρατηρείται συγκυρία η οποία θα ήταν ταυτόσημη σε όλα τα βασικά σημεία [της] με τις σύγχρονες συνθήκες ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού.

Για πρώτη φορά στην ιστορία των επιστημών (κοινωνικών και φυσικών) τίθεται το καθήκον ανασύστασης ενός ύστερου σταδίου του μετασχηματισμού από τη νέα ποιότητα της παλαιάς σε συνθήκες απουσίας της ώριμης νέας ποιότητας της αναπτυξιακής διαδικασίας, ενώ υπάρχει η δυνατότητα συνειδητής εφαρμογής της υλιστικής διαλεκτικής.

Γι’ αυτό, η ίδια η εφαρμογή των γνώσεων που έχουν πλέον επιτευχθεί από τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία σχετικά με το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού απαιτεί περαιτέρω ανάπτυξη του ίδιου του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού. Η ολοκλήρωση της δημιουργίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού θα αποτελέσει και την τελική επίλυση του προβλήματος του μεθοδολογικού ρόλου του ιστορικού και του λογικού σε αυτήν την επιστήμη. Μέχρι τότε είναι δυνατό και αναγκαίο να διατυπώνονται ορισμένες υποθέσεις σχετικά με το χαρακτήρα της δράσης [ισχύος] του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στην πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, βάσει του σύγχρονου επιπέδου γνώσεων περί του προβλήματος.

Επισημαίνουμε ότι η μεθοδολογική εφαρμογή των κατηγοριών σε κάθε νέο ιδιαίτερο αντικείμενο δεν μπορεί παρά να είναι στα πρώτα στάδια της γνώσης υποθετική. Μόνο η ολοκλήρωση της διάγνωσης αυτού του αντικειμένου θα καταδείξει την αξιόπιστη ιδιότυπη μεθοδολογική ισχύ αυτών των κατηγοριών στο υπό εξέταση ιδιότυπο αντικείμενο.

Θα προτείνουμε μερικές περαιτέρω θέσεις περί της μεθοδολογικής ισχύος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στην έρευνα πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και στην έκθεση [των αποτελεσμάτων] της.

Εάν παραπάνω έγινε λόγος κυρίως για τις διαφορές του αντικειμένου, τώρα θα μιλήσουμε για τη διαφορά των τρόπων εξέτασης της ώριμης και της ανώριμης αναπτυξιακής διαδικασίας. Υπόδειγμα αναπαράστασης της ώριμης αναπτυξιακής διαδικασίας είναι τα οικονομικά έργα του Κ. Μαρξ. Σε αυτά περιέχονται, επίσης, μια σειρά από εκτιμήσεις της επιστημονικής διάγνωσης της ανώριμης κεφαλαιοκρατίας εκ μέρους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας.

Κατά την αναπαράσταση του συστήματος των ώριμων κεφαλαιοκρατικών οικονομικών σχέσεων Στο Κεφάλαιο, ο Κ. Μαρξ χρησιμοποιεί κατεξοχήν τον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το απλό στο σύνθετο, από την ουσία στα φαινόμενα. Στο Κεφάλαιο κυριαρχεί η σύνθεση και η παραγωγή [απαγωγή - deduction].

Στην έρευνα από τον Κ. Μαρξ της ώριμης κεφαλαιοκρατίας δεν παρατηρείται πάντοτε η επικράτηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το απλό στο σύνθετο κοκ. Στα πρώτα στάδια της οικονομικής του έρευνας ο Κ. Μαρξ κινείται από το σύνθετο προς το απλό, από το αισθητηριακό «συγκεκριμένο» στο αφηρημένο. Για παράδειγμα, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 ο Κ. Μαρξ αρχίζει την εξέταση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας από τη μελέτη του κέρδους του κεφαλαίου, του μισθού, της γαιοπροσόδου, δηλαδή από τα εισοδήματα και τις πηγές τους. Τουναντίον, το αφιερωμένο στα εισοδήματα και τις πηγές τους κεφάλαιο Του Κεφαλαίου ολοκληρώνει τον τρίτο και τελευταίο θεωρητικό τόμο Του Κεφαλαίου. Άλλο παράδειγμα: Ο Κ. Μαρξ το 1857 ακόμα δεν έχει διακρίνει σε «καθαρή» μορφή την απλούστερη σχέση της κεφαλαιοκρατίας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διερευνά τις πιο περίπλοκες πτυχές της κεφαλαιοκρατίας (το χρήμα και το κεφάλαιο). Μόνο στο τέλος του χειρογράφου του 1857-1858 σε μιάμιση σελίδα ο Μαρξ εκθέτει τις απόψεις του ειδικά για το εμπόρευμα, χωρίς να προτίθεται ακόμα να τις διακρίνει σε ειδικό κεφάλαιο στο προοριζόμενο για έκδοση έργο του. Στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας παρέχει μια εξαντλητική περιγραφή της λειτουργίας του χρήματος και ταυτόχρονα υπάρχουν ακόμα μια σειρά από ανακρίβειες στον προσδιορισμό της απλούστερης κατηγορίας, του εμπορεύματος (για παράδειγμα, ορισμένη σύγχυση της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας, απουσία σαφούς διάκρισης της υπόστασης της αξίας, ελλιπής ανάπτυξη της θεωρίας περί των μορφών της αξίας). Μόνο Στο Κεφάλαιο η απλούστερη σχέση απεικονίζεται σε καθαρή μορφή. Ο ίδιος ο Κ. Μαρξ καταδεικνύει τη νομοτέλεια της κίνησης της επιστημονικής γνώσης πρωταρχικά από το σύνθετο στο απλό. «Εδώ ισχύει ό,τι ισχύει και στην ιστορική πορεία όλων των επιστημών, οι οποίες οδηγούνται στις πραγματικές αφετηρίες τους μόνο μέσα από ένα πλήθος λοξοδρομιών και στριφογυρισμάτων. Σε αντίθεση με άλλους αρχιτέκτονες, η επιστήμη δεν αρκείται να σχεδιάζει παλάτια στον αέρα, αλλά υψώνει κιόλας μερικά ιδιαίτερα κατοικήσιμα διαμερίσματα του κτηρίου, πριν ακόμα μπει ο θεμέλιος λίθος.»9

Σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης της γνώσης του ώριμου αντικειμένου υπερτερεί η πορεία της γνώσης από το σύνθετο στο απλό, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, κυριαρχεί η επαγωγή, η ανάλυση κλπ. Εδώ η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το απλό στο σύνθετο, η παραγωγή, η σύνθεση κλπ. διαδραματίζουν αναγκαίο μεν, αλλά δευτερεύοντα ρόλο.

Αυτή είναι η γενική περιγραφή της διαδικασίας έρευνας του ώριμου αντικειμένου. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου αρκεί το περίγραμμά της.

Ποια είναι ωστόσο, από τη σκοπιά του Κ. Μαρξ, η ερευνητική διαδικασία του ανώριμου αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας) της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας; Ο Κ. Μαρξ επισημαίνει ότι η αστική πολιτική οικονομία ιστορικά εκκινούσε κατεξοχήν από το αισθητηριακό, από την περί του όλου αντίληψη, από το συγκεκριμένο όπως αντανακλάται στα αισθήματα, στην παράσταση. Με αναλυτικό τρόπο διέκρινε τις πιο αφηρημένες έννοιες, μέχρι να φτάσει στους απλούστερους προσδιορισμούς. «Από τη στιγμή που αυτά τα μεμονωμένα στοιχεία παγιώθηκαν και απομονώθηκαν με την αφαίρεση, ξεκίνησαν τα οικονομικά συστήματα τα οποία από το απλό, όπως η εργασία, ο καταμερισμός της εργασίας, η ανάγκη, η ανταλλακτική αξία, ανέρχονταν μέχρι το κράτος, την ανταλλαγή μεταξύ εθνών και την παγκόσμια αγορά.»10

Η διείσδυση στην ουσία του αντικειμένου πήγαινε τόσο βαθύτερα όσο πιο ώριμο καθίστατο το αντικείμενο. Κατά τη γνώμη μας, αρκετά ενδιαφέρουσα και διδακτική είναι εδώ η (βασισμένη, όπως φαίνεται, όχι στην εξωτερική ομοιότητα, αλλά στο κοινό της ουσίας της υπόθεσης) αναλογία με την ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Αυτή (η αναλογία) μας επιτρέπει να κάνουμε κάποιες προβλέψεις για τη μελλοντική ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Φυσικά, ανάμεσα στην αστική κλασική πολιτική οικονομία και την πολιτική οικονομία της πρώτης φάσης του κομμουνιστικού σχηματισμού στην ΕΣΣΔ υπάρχουν τεράστιες διαφορές στις ταξικές θέσεις, στη μέθοδο, στην κοσμοθεωρία. Εν τούτοις, για να χρησιμοποιηθεί η γνωσιακή εμπειρία της κλασικής, επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας στην ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης στην ΕΣΣΔ, είναι αναγκαία η επιμελής χρήση και η σαφής κατάδειξη της διαδικασίας εκείνης, ως αποτέλεσμα της οποίας αναφύονταν επιστημονικά στοιχεία στο έργο των κλασικών της αστικής πολιτικής οικονομίας, ανάλογα με την ωριμότητα της ανάπτυξης του αντικειμένου. (Φυσικά, εκείνοι οι συγγραφείς που θα εξετάσουν τις προαναφερθείσες διαφορές θα επιφέρουν ορισμένες διορθώσεις σε αυτά που θα διατυπωθούν παρακάτω.) Σε αντίθεση με την κλασική αστική πολιτική οικονομία, η πολιτική οικονομία του κομμουνιστικού σχηματισμού από την ίδια την εμφάνισή της εκκινούσε από την επιστημονική αντίληψη περί του αντικειμένου (του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού), που συγκροτήθηκε βάσει των παραγωγικών πορισμάτων [που είχαν συναχθεί] από τις τάσεις ανάπτυξης του προγενέστερου, του ποιοτικά παλαιού αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας). Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά τη μελέτη της ουσίας του αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας) επίσης κατευθύνονταν παραγωγικά από τις εκπονηθείσες (μη επιστημονικές) αντιλήψεις περί αυτού. Τέτοιες ήταν οι απόψεις περί αιώνιας έμφυτης ανθρώπινης φύσης, περί κοινωνίας ως συνόλου Ροβινσώνων κλπ. Αλλά αυτές οι αντιλήψεις συνιστούν απατηλή προκατάληψη της αστικής κοινωνίας. Αναμφίβολα, από την επιστημονικότητα ή αντιεπιστημονικότητα των αρχικών αντιλήψεων ή υποθέσεων περί της ουσίας του αντικειμένου, που προκαταλαμβάνουν τη θεωρία του αντικειμένου, εξαρτάται η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακό «συγκεκριμένο», από την πρωταρχική περί του όλου αντίληψη στο αφηρημένο, από το σύνθετο στο απλό, από το φαινόμενο στην ουσία. Ωστόσο, παρά τις βαθύτατες διαφορές, η ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δηλαδή εκεί όπου ο σοσιαλισμός πραγματικά αναπτυσσόταν, ξεκίνησε με την περιγραφή των επιμέρους πλευρών της σοσιαλιστικής οικονομίας και δεν είχε πραγματικά κατεξοχήν θεωρητικό, αλλά άμεσα πρακτικό χαρακτήρα. Η συστημική κατηγοριακή ανάλυση του σοσιαλισμού προέκυψε αργότερα. (Το ίδιο σε σχέση με αυτό παρατηρείται και στην ιστορία της αστικής πολιτικής οικονομίας). Στη συνέχεια, λαμβάνει χώρα μια όλο και βαθύτερη μελέτη των επιμέρους πλευρών του σοσιαλισμού, έως ότου, τελικά, τα τελευταία χρόνια η προσοχή όλων των Σοβιετικών επιστημόνων-οικονομολόγων που ενδιαφέρονται για τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στις διαμάχες σχετικά με την απλούστερη σχέση και τις προσπάθειες συστηματικής ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού εν συνόλω. Είναι τυχαίο άραγε το γεγονός ότι τόσο σημαντική θέση κατέλαβαν αυτά τα προβλήματα στα ενδιαφέροντα των Σοβιετικών οικονομολόγων;

Αν συνεχίσουμε την αναλογία με την ανάπτυξη της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, είναι αναπόφευκτη η απάντηση: Όχι, δεν είναι τυχαίο. Πράγματι, ο πρώτος ορισμός της απλούστερης σχέσης του αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας) στη γενική μορφή της, περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικός από τις ειδικές μορφές εκδήλωσης αυτής της σχέσης, δόθηκε από τον Ά. Σμιθ. Είναι αλήθεια ότι ο Ά. Σμιθ δεν κατάλαβε ούτε την περιεχόμενη εντός αυτής της σχέσης ενότητα των αντιθέτων, ούτε τον ειδικά κεφαλαιοκρατικό της χαρακτήρα, ούτε τη σύνδεση αυτής της σχέσης με πιο σύνθετες σχέσεις. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους περιορισμούς, μπορούμε να πούμε ότι πρώτος ψηλάφισε την απλούστερη σχέση εν γένει. Παράλληλα, δημιούργησε το πρώτο σύστημα αστικής πολιτικής οικονομίας με σταθερές και παγιωμένες κατηγορίες, διαχωρισμένες από το εμπράγματό [υλικό] τους περιεχόμενο. Ο Ά. Σμιθ έγραψε το κύριο έργο του το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1760 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1770, δηλαδή κατά την αρχική περίοδο ανάπτυξης της εκμηχανισμένης παραγωγής. Η αντίστοιχη της ώριμης κεφαλαιοκρατίας υλικοτεχνική βάση βρισκόταν στην αρχή της διαμόρφωσής της.

Επί του παρόντος η δημιουργία αντίστοιχης του ώριμου κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης εκτυλίσσεται σε μεγάλη κλίμακα. Αλλά η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας θα συμβεί αργότερα. Είναι εντελώς φυσικό το γεγονός ότι στην πολιτική οικονομία του κομμουνιστικού σχηματισμού ακριβώς με την αρχή της δημιουργίας [συγκρότησης] της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού προβάλλουν ζητήματα συστηματικής οικοδόμησης της επιστήμης και διάκρισης της απλούστερης σχέσης. Εδώ γίνεται λόγος για ένα σύστημα επιστήμης με τη μορφή εκείνη, με την οποία αυτή είναι εφικτή στο τέλος της κίνησης της γνώσης από το σύνθετο στο απλό, από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Ακούσια προκύπτει μια ορισμένη αναλογία με το σύστημα του Ά. Σμιθ, αφού –όπως και στην εποχή του Ά. Σμιθ– η νέα για εκείνες τις ιστορικές συνθήκες ποιότητα μόλις άρχιζε να δημιουργεί την αντίστοιχη εαυτής βάση. Το σύστημα που είναι αντίστοιχο με το τελευταίο στάδιο της κίνησης της επιστήμης, από το αισθητηριακό «συγκεκριμένο» στο αφηρημένο, δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα στην πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού. Για τη δημιουργία του είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν [να αξιοποιηθούν], πρώτον, η ανάλυση στα έργα του Κ. Μαρξ των επιστημονικών στοιχείων των απόψεων του Ά. Σμιθ· δεύτερον, η μελέτη του Κ. Μαρξ της σχέσης ώριμου και ανώριμου αντικειμένου (της κεφαλαιοκρατίας)· τρίτον, κατά τη διάκριση της απλούστερης σχέσης του κομμουνισμού μεγάλο όφελος μπορούν να αποφέρουν τα γενικά λογικά κριτήρια, τα γνωρίσματα της απλούστερης σχέσης, τα οποία περιέχονται στα οικονομικά έργα του Κ. Μαρξ και πρωτίστως Στο Κεφάλαιο.

Επομένως, σήμερα ενώπιον της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού εγείρεται το καθήκον της ολοκλήρωσης της πορείας από το σύνθετο στο απλό και της μετάβασης στις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ενός θεωρητικού συστήματος το οποίο θα αντανακλά τους εσωτερικούς δεσμούς των σοσιαλιστικών οικονομικών σχέσεων, εκκινώντας από την [μια] απλούστερη σχέση. Η πολιτική οικονομία ξεκίνησε διεξοδικά την προσπάθεια συστηματικής εξαγωγής των πιο σύνθετων σχέσεων από απλές, όταν το υπό διερεύνηση αντικείμενο έφτασε στο τελικό στάδιο μετασχηματισμού των προγενέστερων σχέσεων από την ποιοτικά νέα ολότητα.

Η αρχή της ενότητας του ιστορικού και του λογικού παρέχει ορισμένη μεθοδολογική βάση για να ισχυριζόμαστε ότι, αν στην κοινωνία όλες οι πλευρές της αναπτύσσονται από την κοινωνική παραγωγή των υλικών αγαθών, τότε βαθύτερα απ’ οτιδήποτε θα πρέπει πρώτα να αναπτυχθεί η επιστήμη περί της υλικής παραγωγής, δηλαδή η πολιτική οικονομία.

Περισσότερο ή λιγότερο ταυτόχρονα με αυτήν στην ιστορία της ανθρωπότητας λαμβάνει χώρα μια συσσώρευση και συστηματοποίηση των επιστημονικών γνώσεων περί των παράγωγων πλευρών της κοινωνική ζωής.

Ωστόσο, μόνο η έρευνα της πολιτικής οικονομίας (το άμεσο ή έμμεσο έρεισμα στα αποτελέσματά της) δημιουργεί το σταθερό θεμέλιο επί του οποίου μπορεί να ανεγερθεί το οικοδόμημα όλων των άλλων κοινωνικών επιστημών.

Ως εκ τούτου, είναι φυσικό να υποθέτουμε ότι η λεπτομερής συστηματική επιστημονική απεικόνιση των εσωτερικών δεσμών των παράγωγων σφαιρών της κοινωνίας είναι εφικτή μόνο στην πορεία και σε συνδυασμό με μια τέτοιου είδους θεωρητική ανασύσταση της οικονομίας της κοινωνίας.

Μέχρι και σήμερα απουσιάζουν θεμελιώδη έργα γενικευτικού χαρακτήρα όπως Το Κεφάλαιο, που να απεικονίζουν ως όλο, σε λεπτομερή, συστηματική μορφή τις μεν ή τις δε περιοχές ακόμη και της κεφαλαιοκρατικής ζωής, άμεσα ή έμμεσα απορρέουσες από την οικονομία, για να μην αναφέρουμε τη συστηματική, βασιζόμενη σε εσωτερικούς δεσμούς, εξέταση των άλλων σχηματισμών.

 

* * *

Τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών συνθηκών, ο βαθμός ευκολίας της μελέτης μιας διαδικασίας ανάπτυξης, συνεπώς και της σχέσης του ιστορικού και του λογικού, είναι συνάρτηση της [χρονικής] περιόδου κατά την οποία λαμβάνει χώρα αυτή η ανάπτυξη, το εάν αυτή προσεγγίζει τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Ένας άνθρωπος, η διάρκεια ζωής του οποίου θα ήταν ίση με το ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου, δε θα ήταν σε θέση να παρατηρήσει την κίνηση όχι μόνο του δείκτη της ώρας, αλλά και του δείκτη των δευτερολέπτων. Στα μάτια εκατοντάδων και χιλιάδων γενεών η θέση του [δείκτη] θα φαινόταν αμετάβλητη και θα απαιτούσε τα ακριβέστερα μέσα παρατήρησης, τις πιο οξυδερκείς θεωρίες για να καταγραφεί η κίνηση του δείκτη.

Αν εξαιρέσουμε την κοινωνία, εκείνο που μεταβάλλεται με τους ταχύτερους ρυθμούς είναι ο οργανικός κόσμος. Ωστόσο, η μελέτη της ιστορίας του έμβιου κόσμου από ορισμένες απόψεις είναι περιπλοκότερη από τη μελέτη της ιστορίας της Γης, επειδή η πιθανότητα διατήρησης των έμβιων διαδικασιών και των υπολειμμάτων τους είναι σημαντικά μικρότερη των δυνατοτήτων διατήρησης των υπολειμμάτων των ανόργανων διαδικασιών. Δεν είναι τυχαίο ότι το γεγονός της ιστορικής μεταβολής καταγράφηκε και θεμελιώθηκε επιστημονικά πρωταρχικά στη γεωλογία (Κ. Λάιελ) και μόνο μετέπειτα στη βιολογία (Κ. Δαρβίνος).

Κατά τους 18ο-19ο αιώνες η επιστήμη που μελετούσε τη διάρθρωση και την ανάπτυξη της Γης ήταν η γεωλογία. Αντικείμενο της έρευνας ήταν η δομή ενός μικρού μέρους της επιφάνειας της Γης σε βάθος όπου υπάρχουν οργανικά υπολείμματα. Εν τω μεταξύ, η παλαιοντολογική μέθοδος εφαρμόζεται στην περίοδο της ιστορίας του γήινου φλοιού, που περιλαμβάνει μόνο το 15% του συνόλου της γνωστής ιστορίας του φλοιού της Γης.

Τα κύρια μέσα, οι τρόποι για τη μελέτη της δομής και των μεταβολών του υπό εξέταση μέρους του γήινου φλοιού ήταν η παρατήρηση, η περιγραφή, η ταξινόμηση, η ποιοτική αξιολόγηση των διαδικασιών, η χρήση των εννοιών «περισσότερο», «λιγότερο», «πριν», «ταυτόχρονα» κλπ. Δεδομένου ότι επιδίωκαν την επίλυση του προβλήματος της διάκρισης του εσωτερικού μηχανισμού των γεωλογικών διαδικασιών και των αιτίων τους, οι γεωλόγοι της κλασικής περιόδου χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του ακτουαλισμού. Σύμφωνα με αυτήν [τη μέθοδο] προϋποτίθετο ότι οι γεωλογικές διεργασίες στο φλοιό της Γης συμβαίνουν πάντα κατά τον ίδιο τρόπο και λόγω των ίδιων αιτίων. Ως εκ τούτου, ήταν της άποψης ότι η σύγκριση των υπολειμμάτων των μεταβολών του παρελθόντος που έχουν διατηρηθεί στο φλοιό της Γης, με αντίστοιχες σύγχρονες διεργασίες, ο μηχανισμός και η αιτία των οποίων είναι γνωστοί, επιτρέπει τη συναγωγή πορισμάτων σχετικά με το μηχανισμό και τις αιτίες μιας διαδικασίας που έχει εξαφανιστεί.

Τόσο η παλαιοντολογική μέθοδος όσο και η μέθοδος του ακτουαλισμού παραμένουν κυρίαρχες στη σύγχρονη γεωλογία. Ωστόσο, τον 20ό αιώνα άνοιξαν νέες μεγαλειώδεις προοπτικές στην έρευνα της δομής και της μεταβολής της Γης. Η όλο και διευρυνόμενη μελέτη της Γης με φυσικές και χημικές μεθόδους με το μαθηματικό εξοπλισμό τους δημιουργεί τους όρους για τη βαθιά αποκάλυψη της ποσοτικής πλευράς των γεωλογικών διεργασιών. Αυξήθηκαν οι δυνατότητες διείσδυσης στα έγκατα της Γης οι οποίες ήταν απρόσιτες στην κλασική γεωλογία.

Η εξέλιξη των ποσοτικών ερευνών, τόσο του φλοιού της Γης όσο και των βαθύτερων περιοχών της Γης, λαμβάνοντας υπόψη τα επιτεύγματα του ποιοτικού σταδίου της ανάπτυξης της γεωλογίας, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της αστροφυσικής και της αστροχημείας, που μελετούν παρόμοιες διεργασίες στο Διάστημα, υπόσχεται την επίλυση του βασικού θεωρητικού καθήκοντος των επιστημών της Γης: Της αποκάλυψης των νόμων της δομής και της μεταβολής της.

Από την εμπειρία της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας είναι γνωστό ότι ο τρόπος που αναπαριστά την αναπτυξιακή διαδικασία ως ενότητα ποσοτικών και ποιοτικών αλλαγών είναι η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Στη γεωλογία, η επικράτηση του ποιοτικού ερευνητικού σταδίου των διαδικασιών [διεργασιών] αντικαταστάθηκε από το στάδιο της επικράτησης της ποσοτικής προσέγγισης της μελέτης τους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο μέλλον θα επικρατήσει η ειδική μελέτη της ενότητας των ποσοτικών και ποιοτικών πλευρών.

Ακριβώς υπό αυτές τις συνθήκες, ειδική, άμεση σημασία για τις επιστήμες της Γης θα αποκτήσει η λογική εμπειρία Του Κεφαλαίου.

Στη σύγχρονη γεωλογία, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και περισσότερο ανιχνευόταν η ανεπάρκεια της μεθόδου του ακτουαλισμού. Αυτή η μέθοδος είναι αναμφίβολα ιστορική, επειδή χρησιμεύει ως μέσο αποκάλυψης του μηχανισμού και των αιτίων διαδικασιών που δεν υφίστανται πλέον.

Από την άποψη της μεθοδολογίας Του Κεφαλαίου εν γένει και πρωτίστως του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού ο περιορισμός της [μεθόδου του ακτουαλισμού] είναι αδιαμφισβήτητος και φαίνεται ξεκάθαρα η προοπτική της ανάπτυξής της. Ο περιορισμός [της μεθόδου] του ακτουαλισμού έγκειται στο γεγονός ότι με αυτόν δε λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ των νομοτελειών των διεργασιών που υπήρξαν στο γεωλογικό παρελθόν και των αντίστοιχων σύγχρονων διεργασιών.

Ο Φρ. Ένγκελς επισήμαινε την εξαιρετική υπηρεσία του Κ. Λάιελ, ο οποίος απέδειξε ότι οι μεταβολές της Γης έχουν προκληθεί από τις ίδιες αιτίες με εκείνες που προκαλούνται και σήμερα, και έτσι ανέτρεψε τη θεωρία των καταστροφών του Κιβιέ. Ωστόσο, ο Φρ. Ένγκελς με μεγαλοφυή δύναμη της σκέψης, χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία Του Κεφαλαίου, προπορεύτηκε της ανάπτυξης της γεωλογίας, επισημαίνοντας τις κυριότερες ανεπάρκειες της θεωρίας του Κ. Λάιελ: Την αρχή της σταθερότητας των δυνάμεων που δρουν στη Γη και την κατανόηση των γεωλογικών μεταβολών ως διεξαγόμενων κατά τυχαίο, ασύνδετο τρόπο, ως στερούμενων συγκεκριμένης κατεύθυνσης11.

Μόνο τα τελευταία χρόνια οι γεωλόγοι έχουν κατανοήσει με σαφήνεια ότι η Γη περνά ιδιαίτερα στάδια ανάπτυξης με ιδιότυπες για κάθε στάδιο διαδικασίες. Να τι γράφει ένας από τους μεγαλύτερους Σοβιετικούς γεωλόγους, ο ακαδημαϊκός Ντ. Ι. Σερμπακόφ: «Παρά το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί γεωλόγοι και κατά το παρελθόν θεωρούσαν το γήινο φλοιό αναπτυσσόμενο και μεταβαλλόμενο στο χρόνο, ο χαρακτήρας των διεργασιών υπό την επίδραση των οποίων συνέβαιναν αυτές οι μεταβολές εκλαμβανόταν από αυτούς, παρόλ’ αυτά, ως αμετάβλητος. Μια βαθύτερη ανάλυση της ιστορίας της Γης και τα νέα στοιχεία που λαμβάνονται από την αστροφυσική, τη γεωχημεία και τη γεωφυσική έχουν οδηγήσει τους γεωλόγους μας [σ.τ.Μ.: Σοβιετικούς] στο συμπέρασμα περί βαθμιαίας ανάπτυξης όχι μόνο της Γης, αλλά και των μεταβαλλόμενων στο χρόνο γεωλογικών διεργασιών. Με άλλα λόγια, ο γήινος φλοιός πέρασε από διαφορετικά, μη επαναλαμβανόμενα στάδια ανάπτυξης. Ιδιαιτέρως πειστικά επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή παραθέτει η γεωχημεία.»12

Ο συγκεκριμένος μηχανισμός προσανατολισμένης μεταβολής της Γης απέχει μακράν του να διασαφηνιστεί. Ο Β. Β. Μπελοούσοφ, για παράδειγμα, γράφει: «Τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και σημαντικά ζητήματα που αφορούν την κατεύθυνση του ιζηματογενούς περιβλήματος της Γης βρίσκονται στο πιο αρχικό στάδιο της έρευνας.»13 Επιπλέον, υπάρχουν διατυπώσεις του Β. Ι. Βερνάντσκι, στις οποίες αυτός υπερεκτιμά το στοιχείο της σταθερότητας των γήινων διεργασιών. «Μελετώντας την ιστορία της Γης –γράφει– προσκρούουμε σε ένα γεγονός μεγάλης σημασίας, οι συνέπειες του οποίου συνήθως δε διαπιστώνονται [επισημαίνονται]: Το γεγονός της σταθερότητας της χημικής μορφής του γήινου φλοιού καθ’ όλη τη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου.»14

Εν τω μεταξύ, στα ίδια τα Δοκίμια γεωχημείας στη σελ. 225, όπως ορθά παρατηρεί ο Α. Α. Σάουκοφ, ο ίδιος ο Β. Ι. Βερνάντσκι δηλώνει: «Λόγω της ραδιενεργού διάσπασης, είναι αισθητές μόνο σε μεγάλα χρονικά διαστήματα (της τάξεως των δισεκατομμυρίων ετών) οι μεταβολές στην ατομική σύσταση του πλανήτη, στην εξέλιξη των στοιχείων του και της δρώσας ενέργειάς του. Από χημική άποψη ο πλανήτης μας τώρα και δύο δισεκατομμύρια χρόνια πριν ή μετά είναι διαφορετικά σώματα.»15

Η κατανόηση της αναπτυξιακής διαδικασίας συμπεριλαμβάνει, φυσικά, τη διάκριση ορισμένων σταθερών στιγμών της διαδικασίας. Στην περιοχή των γεωχημικών φαινομένων, για παράδειγμα, διατηρούνται πρακτικά οι ίδιες οι ιδιότητες των στοιχείων, όπως τα φορτία των ατόμων. Κατά την αναπτυξιακή διαδικασία παρατηρούνται επίσης μη προσανατολισμένες μεταβολές. Ωστόσο, υπάρχουν και μεταβολές προσανατολισμένες. Έτσι, για παράδειγμα, ουσιωδώς μεταβάλλονται οι απόλυτες και σχετικές ποσότητες των συστατικών στοιχείων της Γης, η ενέργεια των εγκάτων της Γης, η σύνθεση της ατμόσφαιρας και της υδρόσφαιρας, του κλίματος, των βιογενετικών παραγόντων και η σημασία της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Κατά συνέπεια, η συνειδητή ή ασύνειδη χρήση του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στη γεωλογία ανοίγει κάποιες μακρινές προοπτικές της ανάπτυξής της.

Ας εξετάσουμε εν συντομία την ιστορία και μερικές [από τις] πιθανές προοπτικές περαιτέρω επεξεργασίας των απόψεων σχετικά με την αναπτυξιακή διαδικασία των οργανικών όντων.

Ο οργανικός κόσμος αναπτύσσεται σημαντικά πιο αργά απ’ ό,τι η κοινωνία, και αυτή είναι μια από τις κύριες αιτίες που η διαδικασία της ανάπτυξης στη βιολογία έχει μελετηθεί σε μικρότερο βάθος και λιγότερο λεπτομερώς απ’ ό,τι [αυτό έχει επιτευχθεί] στη μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας.

Η θεωρητική βιολογία, η επιστήμη περί της ζωής και των νόμων της ανάπτυξής της ανέκυψε αρκετά αργά, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση στις φυσικές επιστήμες. Της εμφάνισης της θεωρητικής βιολογίας προηγήθηκαν η περιγραφή, η ταξινόμηση, η σύγκριση των μορφών και των λειτουργιών των έμβιων όντων. Η διαμορφωμένη στα έργα του Κ. Δαρβίνου θεωρητική βιολογία απέδειξε το γεγονός της ιστορικής μεταβολής των ειδών και διαπίστωσε αυτήν τη διαδικασία μέσω ορισμένων αμετάβλητων αιτίων. Αυτό ήταν τρόπον τινά μια μεταφορά της μεθόδου του ακτουαλισμού από την ιστορική γεωλογία στη βιολογία. Είναι γνωστό ότι τα έργα του Κ. Λάιελ άσκησαν τη μέγιστη επιρροή στο νεαρό Κ. Δαρβίνο.

Μια τέτοια εξήγηση της ανάπτυξης του έμβιου [οργανισμού] επέτρεψε να απαντηθούν τα ερωτήματα που είχαν τεθεί από την προγενέστερη ανάπτυξη της βιολογίας: Να διευκρινιστούν τα αίτια της εσωτερικής ομοιότητας της δομής των ζώων και των φυτών και τα αίτια προσαρμοστικότητας αμφότερων στους όρους της ύπαρξής τους. Ο δαρβινισμός έδωσε στα χέρια των επιστημών περί της οργανικής φύσης το συνδετικό, καθοδηγητικό νήμα. Ωστόσο, με την εμφάνιση του δαρβινισμού δεν ολοκληρώθηκε η ανάπτυξη της βιολογίας. Ο κλασικός δαρβινισμός δεν έδωσε, προπαντός, [μια] εξήγηση του μηχανισμού της ατομικής μεταβλητότητας και της κληρονομικότητας, του μηχανισμού της μετάβασης από το μη έμβιο στο έμβιο. Ακριβώς αυτά τα ερωτήματα μάλλον βρίσκονται τώρα στο επίκεντρο ολόκληρης της θεωρητικής βιολογίας. Και ο δαρβινισμός είχε σπουδαιότατη σημασία στην προετοιμασία του εδάφους για την τοποθέτηση αυτών των [ερευνητικών] καθηκόντων.

Περιέργως πώς, ο περιορισμός της μεθόδου του ακτουαλισμού στη βιολογία συνειδητοποιείται με πολύ λιγότερη σαφήνεια απ’ ό,τι στη γεωλογία. Σημαντική επιτυχία της βιολογικής επιστήμης είναι η μελέτη της διαφοράς μεταξύ αβιογενούς και βιογενούς σχηματισμού των οργανικών ουσιών. Τα διαθέσιμα επιτεύγματα της ιστορικής βιολογίας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι αυτή η επιστήμη θα ακολουθήσει την πορεία της διάκρισης και της λεπτομερούς συστηματικής μελέτης των ποιοτικώς ριζικά διαφορετικών βαθμίδων κατά την περίοδο και στις συνθήκες του βιογενούς σχηματισμού των οργανικών ουσιών.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κι εδώ το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού δε λειτουργεί μόνο ήδη στο παρόν, αλλά [μας] δίνει τη δυνατότητα να μιλάμε για την επερχόμενη διάκριση της ιστορικής βιολογίας σε αυτοτελή επιστήμη και, σε πιο γενικές γραμμές, την αναγκαιότητα της μελλοντικής διαίρεσής της σε επιμέρους ενότητες.

Μπορούμε να δούμε ότι στη βιολογία αρχικά εντοπίζεται, αποδεικνύεται το ίδιο το γεγονός της αναπτυξιακής διαδικασίας (της ζωής), τα κύρια συστατικά του στοιχεία και τα αίτια, τα οποία δρουν καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της δεδομένης αναπτυξιακής διαδικασίας. Στη συνέχεια ανακύπτει το καθήκον της αποκάλυψης της ίδιας της ουσίας της αναπτυξιακής διαδικασίας (της ζωής), του μηχανισμού της και της μετάβασης από τη λιγότερο αναπτυγμένη διαδικασία (μη έμβιο) στην πιο αναπτυγμένη (στο έμβιο), καθώς και το καθήκον της διάκρισης των ποιοτικά διαφορετικών βαθμίδων ανάπτυξης με τις ιδιάζουσες διαδικασίες τους.

Η επίλυση των προβλημάτων του τελευταίου είδους (η ουσία του έμβιου [όντος], η μετάβαση από το μη έμβιο στο έμβιο, οι ριζικές ποιοτικές βαθμίδες ανάπτυξης του έμβιου με τις ιδιαίτερες νομοτέλειες) μόλις άρχισε. Στην επίλυση αυτών των ζητημάτων κολοσσιαίο ρόλο παίζουν η βιοφυσική και η βιοχημεία. Αν το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης αυτών των επιστημών εξεταστεί από τη σκοπιά ενός μεθοδολογικού προβλήματος όπως το ιστορικό και το λογικό, είναι δυνατό να διατυπωθούν ορισμένοι συλλογισμοί σχετικά με το μέλλον τους. Επί του παρόντος η βιοχημεία και η βιοφυσική διάγουν το στάδιο κατεξοχήν της συσσώρευσης δεδομένων και της ανάλυσης των χημικών και φυσικών διαδικασιών και των δομών εντός του έμβιου οργανισμού [in vivo]. Η κυριαρχία της σύνθεσης και του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στην απεικόνιση της ουσίας του έμβιου [όντος] είναι υπόθεση του μέλλοντος της βιολογίας, της βιοφυσικής και της βιοχημείας, όταν κατά το μάλλον ή ήττον ολοκληρωθεί η ανάλυση του έμβιου [όντος]. Αλλά ήδη από σήμερα το αναλυτικό στάδιο της έρευνας πραγματοποιείται και θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε ενότητα με τη συνθετική εξέταση του έμβιου [όντος].

Εξαιρετικά δύσκολο έργο είναι η μελέτη της μεταβολής των γαλαξιών, των άστρων, των πλανητών στο χρόνο. Στον τομέα αυτό η γνώση περί της ανάπτυξης του αντικειμένου εν συνόλω βρίσκεται ακόμα στο επίπεδο των υποθέσεων. Εδώ το κύριο σήμερα είναι μάλλον η εδραίωση, ουσιαστικά, του τρόπου του ακτουαλισμού (ερμηνεία της μεταβολής στο χρόνο μέσω των υφιστάμενων αιτίων) και η εκδίπλωση των υφιστάμενων ταυτόχρονα διαδικασιών σε ορισμένη χρονική γενετική σειρά.

Η γενίκευση του χαρακτήρα, του «μηχανισμού» της λογικής αναπαράστασης της αναπτυξιακής διαδικασίας στις επιστήμες εκείνες που προχώρησαν μακρύτερα και βαθύτερα στην απεικόνιση της ανάπτυξης θα είναι, αναμφίβολα, χρήσιμη γι’ αυτές τις επιστήμες.

Η πλέον προβληματική [φαίνεται να] είναι η δυνατότητα εφαρμογής της υπό εξέταση πτυχής του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στην περιοχή της φυσικής και της χημείας. Σήμερα δεν υπάρχει ιστορική χημεία και ιστορική φυσική (σε αντίθεση με τη θεωρία της χημείας και τη θεωρία της φυσικής), αν και υπάρχει η ιστορία της επιστήμης της χημείας και η ιστορία της επιστήμης της φυσικής. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ιστορία των επιστημών (της πολιτικής οικονομίας, της γεωχημείας, της βιολογίας) μαρτυρά ότι όσο η ανάπτυξη πραγματοποιείται σε πιο παρατεταμένες χρονικές περιόδους τόσο πιο δύσκολη είναι η διάγνωσή της. Υπενθυμίζουμε ότι, ενώ στη μαρξιστική πολιτική οικονομία είχε ήδη διαπιστωθεί το γεγονός της ανάπτυξης, είχε αποδειχτεί η μεταβλητότητα των νόμων της ιστορικής ανάπτυξης, είχε αποκαλυφθεί ο μηχανισμός της αναπτυξιακής διαδικασίας σε μια ορισμένη βαθμίδα της, στη γεωλογία (Κ. Λάιελ) [και] στη βιολογία (Κ. Δαρβίνος), αν και διαπιστώθηκε (ιστορικά σχεδόν ταυτόχρονα με τις ανακαλύψεις του Κ. Μαρξ) το γεγονός της μεταβολής στο χρόνο, ωστόσο η εξήγηση της μεταβολής δεν πραγματοποιούνταν με τη βοήθεια των υφιστάμενων αιτίων και ο ίδιος ο μηχανισμός της ανάπτυξης δεν είχε διευκρινιστεί λεπτομερώς. Μόνο πολύ αργότερα, κατά τον 20ό αιώνα, και κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στη γεωλογία εδραιώθηκε η άποψη περί της ανάπτυξης της Γης, ως μιας διαδικασίας που έχει διάφορα στάδια, με τις ιδιαίτερες νομοτέλειές της. Στη βιολογία δε αυτή η άποψη, μάλλον, μόλις διανοίγει το δρόμο της. Η διακρίβωση του μηχανισμού της γεωλογικής και της βιολογικής κίνησης παραμένει ακόμη μακράν ανεπίλυτο πρόβλημα.

Σε ακόμα μικρότερο βάθος έχει αποκαλυφθεί η αναπτυξιακή διαδικασία στη χημεία. Οι χημικοί δεν έχουν διαπιστώσει ακόμη ούτε καν το γεγονός της ιστορικής ανάπτυξης των νόμων της χημείας. Ο περιοδικός πίνακας16 των χημικών στοιχείων του Ντ. Ι. Μεντελέγιεφ από μόνος του αντανακλά την αλληλεπίδραση των στοιχείων που υπάρχουν ήδη, και όχι των εμφανιζόμενων για πρώτη φορά σε αυτήν την περιοχή του σύμπαντος. Η αυστηρή φυσικο-επιστημονική απόδειξη του γεγονότος ότι εντός του [περιοδικού πίνακα-συστήματος] σε «ανηρημένη» μορφή αναπαρίσταται η ιστορική αναπτυξιακή διαδικασία της χημικής μορφής κίνησης [της ύλης] ακόμα απουσιάζει και μόνο χρησιμοποιώντας την αλληλουχία της νόησης μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο καταφατικά.

Παρόλ’ αυτά, ο εντοπισμός όχι μόνο στην κοινωνία, όχι μόνο στον οργανικό κόσμο, αλλά και σε μία από τις ανόργανες μορφές κίνησης της ύλης (στη χημική κίνηση) της ισχύος του νόμου της άρνησης της άρνησης, αν και σε ένα δομικό-γενετικό, λογικό επίπεδο, παρέχει ορισμένη βάση για να πούμε ότι και στην άλλη ανόργανη μορφή κίνησης, στη φυσική, λειτουργεί αυτός ο νόμος, ότι οι νόμοι της φυσικής έχουν επίσης ιστορία.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Το παρόν κείμενο είναι το τρίτο κεφάλαιο του συλλογικού τόμου Μεθοδολογικά προβλήματα της σύγχρονης επιστήμης, Μόσχα, 1970.
  2. Είχαμε ήδη την ευκαιρία να επισημάνουμε αυτήν τη διαφορά (βλ. Β. Α. Βαζιούλιν, «Υπέρ της ιστορικής προσέγγισης στο πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού», Φιλοσοφικές επιστήμες, Νο 2, 1963).
  3. Σ.τ.Μ.: Τρόπος εδώ, και στη συνέχεια ως συνώνυμος της μεθόδου.
  4. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 349, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.
  5. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 349, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.
  6. Ό.π., σελ. 345.
  7. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 345, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010. Aποδίδεται ως εξής: «Οι ενδείξεις της ύπαρξης στοιχείων ανώτερης ζωής στα κατώτερα ζωικά είδη μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο όταν αυτά τα ανώτερα ζωικά είδη ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους.»
  8. Ό.π., σελ. 346.
  9. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 80, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.
  10. Ό.π., σελ. 338.
  11. Βλ. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, σελ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008.
  12. Ντ. Ι. Σερμπακόφ, «Η γήινη σφαίρα», βλ. στο βιβλίο Μέ[σα από] τα μάτια ενός επιστήμονα, σελ. 89, Εκδοτικός Οίκος Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Μόσχα, 1963.
  13. Β. Β. Μπελοούσοφ, Βασικά ζητήματα γεωτεκτονικής, σελ. 325, Γκοσγκεολτεχιζντάτ, Μόσχα, 1954.
  14. Β. Ι. Βερνάντσκι, Συλλογή έργων, τόμ. 1, σελ. 190, Εκδοτικός Οίκος Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Μόσχα, 1954.
  15. Ό.π., σελ. 225.
  16. Σ.τ.Μ.: Η ακριβής μετάφραση του όρου από τη ρωσική είναι «περιοδικό σύστημα».