Α) ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ: ΤΑΞΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Ή ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ;
Μέσα από αυτήν την –αναγκαστικά– πολύ συνοπτική ιστορική αναδρομή, παρακολουθήσαμε το διαβρωτικό και προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, του ρεφορμισμού και του συμβιβασμένου συνδικαλισμού σε διάφορες φάσεις.
Είδαμε ουσιαστικά ότι σε όλες τις ιστορικές φάσεις συγκρούονται σταθερά δύο ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα: Το ρεύμα της ταξικής πάλης με το ρεύμα της ταξικής συνεργασίας και υποταγής. Δύο ρεύματα που βρίσκονται σε διαρκή διαπάλη.
Όπως ήδη αναφέραμε, το ρεύμα του συμβιβασμού πήρε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προδοσίας ειδικά από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας, και αναπτύχθηκε πάνω σε συγκεκριμένο έδαφος ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωνε η καπιταλιστική πραγματικότητα εκείνη την εποχή.
Δεν είναι εδώ ασφαλώς ο χώρος για μια μακροσκελή ανάλυση, αλλά θα βοηθούσε να θυμηθούμε σε τι συνθήκες δρούσε το εργατικό κίνημα σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες.
Μιλάμε για μια ιστορική εποχή που οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποκόμιζαν μυθικά κέρδη από τις αποικιακές τους κτήσεις και την καθυπόταξη ξένων λαών στα μήκη και στα πλάτη ολόκληρου του πλανήτη, γεγονός που τους εξασφάλιζε προνομιακή θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους χάρτες της εποχής και θα δει τη μικροσκοπική (γεωγραφικά) Βρετανία να απλώνει τις αποικιακές της κτήσεις στις 5 ηπείρους, συγκροτώντας την Αυτοκρατορία «όπου ο ήλιος δε δύει ποτέ», διαθέτοντας πάνω από 400.000.000 υπηκόους, σχεδόν το 25% του παγκόσμιου τότε πληθυσμού.
Η Βρετανική Αυτοκρατορία, μια και μιλάμε γι’ αυτό το παράδειγμα, ξεζούμιζε ληστρικά τους λαούς των αποικιών, αλλά και τη δική της εργατική τάξη. Μπορούσε όμως, από τα τεράστια υπερκέρδη που αποκτούσε από τις κτήσεις της σε όλο τον πλανήτη, να ρίχνει μερικά ψίχουλα στους Βρετανούς εργάτες ενάντια στην ακραία εξαθλίωση στην οποία ως τότε ζούσε μεγάλο κομμάτι της βρετανικής εργατικής τάξης, για να χειραγωγεί το εργατικό κίνημα και να καλλιεργεί ρεφορμιστικές αυταπάτες.
Αντίστοιχα ήταν τα παραδείγματα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανική Αυτοκρατορία, για παράδειγμα, επιδίωξε επίσης να μπει δυναμικά στο μοίρασμα της ληστείας των αποικιών. Μάλιστα, προσπάθησε να στρατεύσει ενεργά σε αυτό τους εργαζόμενους.
Χαρακτηριστικό είναι ένα παράδειγμα από τη διαπάλη μέσα στους κόλπους του γερμανικού εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο, για τον καταστροφικό ρόλο του υποταγμένου συνδικαλισμού.
Το 1884 η αντιδραστική κυβέρνηση της αυτοκρατορικής Γερμανίας ανακοίνωσε ένα κρατικό πρόγραμμα για τη ναυπήγηση νέων πλοίων με σκοπό την ενίσχυση του εμπορικού και πολεμικού της στόλου, σε μια περίοδο που εκδηλωνόταν μια μεγάλη σύγκρουση για τον έλεγχο των αποικιών και την καθυπόταξη ξένων λαών.
Οι συμβιβασμένοι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές χαιρέτησαν την ιμπεριαλιστική πολιτική λέγοντας ότι, εφόσον θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, οι εργάτες δεν έχουν πρόβλημα με την αποικιακή πολιτική της κυβέρνησης. Μάλιστα, ένας σοσιαλδημοκράτης βουλευτής έλεγε με θράσος ότι βλέπει «1.000 λόγους» για να στηρίξει την αποικιοκρατία και ότι οι εργάτες πρέπει απλά να επικεντρωθούν στα οικονομικά οφέλη και στους καλύτερους μισθούς που μπορούν να αποσπάσουν. Μάλιστα, έφτασαν να αναμασούν όλη τη γελοία ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και να λένε για τα «ανθρωπιστικά και πολιτισμικά οφέλη» που έχει η αποικιοκρατία και ότι τα νέα πλοία θα είναι «μεταφορείς του παγκόσμιου πολιτισμού». Ουσιαστικά, η σοσιαλδημοκρατία με αυτά τα επιχειρήματα γινόταν ο καλύτερος προπαγανδιστής της αποικιοκρατικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής μέσα στους εργάτες.5 Όπως είναι κατανοητό, οι συνεπείς ταξικές δυνάμεις ανέδειξαν τη συνολική πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού και πολέμησαν τις ρεφορμιστικές απόψεις. Ανέδειξαν ότι οι εργάτες πρέπει να παλέψουν ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και ότι η εργατική τάξη μόνο συμφορές έχει να περιμένει από αυτούς. Και δικαιώθηκαν, γιατί οι Γερμανοί εργάτες ήταν εκείνοι που οδηγήθηκαν μαζικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ξέσπασε μετά από λίγα χρόνια, λόγω αυτών των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Παρόμοιες απόψεις συναντάμε και σήμερα πάντως. Το έχουμε συναντήσει εδώ, σε ελληνικά ναυπηγεία που δραστηριοποιείται επενδυτικά το αμερικανικό κεφάλαιο. Και βλέπουμε το ρεφορμισμό και το συμβιβασμένο συνδικαλισμό να λέει: «Τι μας νοιάζει αν φτιάχνουμε πλοία για το ΝΑΤΟ και αν θα συμμετέχουν σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αν αυτό μας δίνει δουλειά και καλούς μισθούς;» Είναι ένα παράδειγμα που δείχνει τη σύνθετη και απαιτητική δουλειά που χρειάζεται για να αναδεικνύεται η «μεγάλη εικόνα».
Πάνω σε αυτό το ζήτημα ας θυμηθούμε και ένα χρήσιμο παράδειγμα από την ιστορία της ΠΣΟ:
Στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΠΣΟ στο οποίο, κάτω από το βάρος του μεταπολεμικού συσχετισμού που διαμόρφωσε ο ηρωικός αγώνας και η νίκη ενάντια στο φασισμό από την εργατική τάξη και τους λαούς όλου του κόσμου, αρχικά συμμετείχαν και δυνάμεις του συμβιβασμένου συνδικαλισμού, ο εκπρόσωπος των βρετανικών TUC αρνήθηκε την αναγνώριση της αρχής της ανεξαρτησίας για τους λαούς των αποικιών, λέγοντας ότι αυτά δεν μπορούν να απασχολούν το συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ, ακόμη πιο αποκαλυπτικά, αντιπρόσωπος των ολλανδικών συνδικάτων τάχτηκε ενάντια στην πάλη του ινδονησιακού λαού για ανεξαρτησία, που ήταν τότε υπό τον ολλανδικό αποικιακό ζυγό.
Η ίδρυση και στη συνέχεια η διάσπαση της ΠΣΟ αποτελούν ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της διαχρονικής σύγκρουσης αυτών των δύο γραμμών μέσα στο εργατικό κίνημα.
Αυτό σηματοδότησε η αποχώρηση των συμβιβασμένων συνδικάτων από την ΠΣΟ το 1949 και η ίδρυση της ICFTU, που εκπροσωπούσε τις δυνάμεις της ταξικής συνεργασίας.
Αυτό φάνηκε εξάλλου απ’ όλη την ιστορία των δύο οργανώσεων, που ακολούθησαν αντιδιαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Από την πρώτη στιγμή η ΠΣΟ πάλευε κάτω από τη σημαία της ταξικής πάλης και του προλεταριακού διεθνισμού. Βρέθηκε μπροστά σε κάθε αγώνα της εργατικής τάξης.
Η ICFTU στήριξε όλες τις βασικές πολιτικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, προσπαθώντας να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα. Από τα πρώτα της βήματα στήριξε τότε το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, στήριξε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως τον πόλεμο στην Κορέα, προώθησε την ταξική συνεργασία και τον κοινωνικό εταιρισμό.
Το πόσο γλαφυρά αυτές οι δυνάμεις προπαγάνδιζαν την ταξική συνεργασία φαίνεται από μια χαρακτηριστική δήλωση του George Meany, προέδρου της αμερικανικής AFL-CIO. Όταν το 1955 κατάρτισαν ένα γενικό «σύμφωνο μη επίθεσης» με τις μεγάλες επιχειρήσεις, δήλωνε: «Ποτέ δεν έκανα απεργία στη ζωή μου, ποτέ δε διηύθυνα κάποια απεργία στη ζωή μου, ούτε ποτέ διέταξα κανέναν να κάνει απεργία... Δεν είχα καμία εμπειρία από τέτοιου είδους ενέργειες.»6
Παρόμοιες συμφωνίες ταξικής συνεργασίας μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών προώθησε συστηματικά και το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία με το γνωστό ντοκουμέντο «Αντί της Σύγκρουσης» το 1969 («In Place of Strife»), που σηματοδοτούσε μια συγκροτημένη πρώτη προσπάθεια να περιορίσει τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος και με νομικά μέσα.
Ήταν επίσης η κυβέρνηση των Εργατικών του 1974-1979 που με τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ηγετών των συνδικάτων εισήγαγε ένα συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου των μισθών –το λεγόμενο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»– το οποίο στο όνομα του ελέγχου του πληθωρισμού αποδυνάμωσε τη συλλογική διαπραγμάτευση που είναι ένα από τα θεμέλια της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Προετοιμάστηκε έτσι το έδαφος για τις πιο συστηματικές επιθέσεις στα συνδικάτα, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια από την κυβέρνηση Θάτσερ.
Η γραμμή του ταξικού συμβιβασμού διατυπώθηκε ακόμα πιο καθαρά μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον τότε Γενικό Γραμματέα της Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων και στέλεχος της ETUC Τζον Μονκς. Στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Εταιρισμού (Partnership Institute) της Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων –το οποίο δημιουργήθηκε για να προωθήσει την προσέγγιση μεταξύ συνδικάτων και επιχειρήσεων– δήλωνε χαρακτηριστικά ότι «τα σωματεία μπορούν να δώσουν ώθηση στις επιχειρήσεις. Ο εταιρισμός (partnership) βοηθά τα στελέχη να παίρνουν μαζί τους την εργατική δύναμη. Αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τις επιχειρήσεις, αλλά το μυστικό της επιτυχίας. Πάντοτε έλεγα ότι τα συνδικάτα πρέπει να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος»7.
Την περίοδο 1989-1991, με τις μεγάλες αντεπαναστατικές ανατροπές στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες στην Ευρώπη, πολλές και μεγάλες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ολόκληρο τον πλανήτη αποδέχτηκαν την αντίληψη που προωθούσαν πολύ δραστήρια και διάφορες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ότι η ΠΣΟ έπρεπε να διαλυθεί και όλοι να τρέξουν κάτω από την ομπρέλα της ITUC.
Στα χρόνια εκείνα η αντιπαράθεση των δύο γραμμών μέσα στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πολύ έντονη. Ο τυχοδιωκτισμός και ο οπορτουνισμός συναντήθηκαν με τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες. Πολλές σημαντικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αποχώρησαν με συνοπτικές διαδικασίες από την ΠΣΟ εξαπατώντας τα μέλη τους, υποστηρίζοντας την παλιά ρεφορμιστική πλάνη ότι δήθεν θα αλλάξουν «από τα μέσα» τα συνδικαλιστικά όργανα της διεθνούς μπουρζουαζίας. Ότι δήθεν θα τα μετατρέψουν σε «ταξικές επάλξεις» και αγωνιστικά εργαλεία.
Τα παραδείγματα από αυτήν την πείρα είναι πολλά. Η γαλλική CGT, η ιταλική CGIL και πολλές ακόμη μπήκαν στο «σοσιαλδημοκρατικό μαντρί».
Από τότε, από το 1995 μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 27 χρόνια. Δεν είναι λίγα για να βγάλει κανείς συμπεράσματα. Τι έδειξε η πράξη; Ποιος ήταν εκείνος που άλλαξε; Ποιος τελικά ενσωμάτωσε ποιον; Κατ’ αναλογία μας θυμίζει εκείνο που έλεγε η μεγάλη επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη συμμετοχή σοσιαλιστών σε αστικές κυβερνήσεις. Δεν πραγματοποιείται μια μερική «κατάληψη» του κράτους από τους σοσιαλιστές, όπως έλεγαν τότε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά γίνεται κατάληψη των σοσιαλιστικών κομμάτων από το αστικό κράτος.
Περιορίζομαι να θυμίσω μόνο ότι η CGT Γαλλίας, με την ένδοξη και ηρωική της ιστορία, έφτασε σήμερα να στηρίζει και να αποδέχεται στην ITUC και στην ETUC ηγεσίες όπως της CFDT. Να στηρίζει ηγεσίες που ουσιαστικά λειτουργούν ως όργανα των ιμπεριαλιστών στους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία, στο Μάλι και τώρα στην Ουκρανία.
Τα γεγονότα και οι πράξεις μαρτυρούν την αλήθεια. Και είναι χρήσιμο να διδασκόμαστε από αυτήν την πείρα, γιατί αυτά τα παραδείγματα επιβεβαιώνουν το βρόμικο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη.
Αυτή είναι η σταθερή γραμμή του ρεύματος του συμβιβασμού. Ταξική προδοσία των εργατικών συμφερόντων, υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, διάσπαση της ενότητας της εργατικής τάξης.
Και έχουμε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα ο καθένας από τη δική του χώρα, από το δικό του κλάδο, από την πρόσφατη και παλιότερη πείρα.
Ένα τελευταίο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπονομευτικής δουλειάς της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού:
Πριν λίγο καιρό οι συναγωνιστές μας στη Γαλλία έδωσαν μια μεγάλη απεργιακή μάχη στα διυλιστήρια, που την παρακολούθησε στενά το διεθνές εργατικό κίνημα, που στάθηκε παράδειγμα, έδωσε κουράγιο σε πολλούς εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο.
Τι απαντούσαν οι εκπρόσωποι της ETUC σε αυτόν τον ηρωικό απεργιακό αγώνα; Πολέμησαν την απεργία λέγοντας ότι δε συντρέχουν «επαρκείς λόγοι», τονίζοντας ότι η λύση βρίσκεται «μέσω του κοινωνικού διαλόγου, που έχει αποδειχτεί η μόνη αποτελεσματική μέθοδος»8.
Β) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ. ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ Ή ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ;
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και το ξέσπασμά του αποτελούν μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις των καταστροφικών συνεπειών του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Των αντιθέσεων ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες που, όταν δεν μπορούν να επιλυθούν με «ειρηνικά μέσα», επιλύονται με ένοπλες συγκρούσεις. Η θεμελιώδης διαπίστωση του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου Καρλ φον Κλάζουζεβιτς, ότι ο «πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής», έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Για το εργατικό κίνημα σημαίνει ότι, όπως στην ειρήνη έτσι και στον πόλεμο, η αστική τάξη επιδιώκει τη διαιώνιση και το μεγάλωμα της κερδοφορίας της. Ότι όπως στην ειρήνη εκατομμύρια εργάτες ξεζουμίζονται για τα κέρδη των αφεντικών, έτσι και στον πόλεμο εκατομμύρια εργάτες ρίχνονται στα πεδία των μαζών για ξένα και όχι για δικά τους συμφέροντα.
Και πάλι η ιστορική πείρα θα μας βοηθήσει για να δούμε τον προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα, στο χτες και στο σήμερα.
Την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς υιοθέτησαν τη θέση του σοσιαλσοβινισμού, υποστηρίζοντας επί της ουσίας τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην κάθε χώρα. Ο πόλεμος έγινε για το μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κάθε κυβέρνηση έλεγε βέβαια στο λαό της ότι ο πόλεμος γίνεται για τα «εθνικά» συμφέροντα, εννοώντας τα δικά της συμφέροντα, βαφτίζοντας ως «εθνικά συμφέροντα» την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Μόνο μια μικρή πρωτοπορία, οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι, οι Γερμανοί Σπαρτακιστές και ορισμένες άλλες λίγες δυνάμεις στο διεθνές εργατικό κίνημα κράτησαν ψηλά τη σημαία του ταξικού αγώνα και του προλεταριακού διεθνισμού, καταγγέλλοντας τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές. Και αυτοί κράτησαν όρθιο το διεθνές προλεταριάτο. Λόγω αυτή της συνεπούς γραμμής το ρωσικό προλεταριάτο κατάφερε να οδηγηθεί στην ιστορική του νίκη τον Οκτώβρη του 1917.
Στη Γερμανία, η προδοσία του SPD ήταν βαρύ πλήγμα για το διεθνές κίνημα, καθώς ήταν το παλιότερο και το ισχυρότερο κόμμα της Β΄ Διεθνούς. Τον Αύγουστο του 1914 ψήφισε στο γερμανικό κοινοβούλιο τις πολεμικές πιστώσεις κι έδωσε αμέριστη στήριξη στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στο όνομα της δήθεν «υπεράσπισης της πατρίδας».
Με το ξέσπασμα του πολέμου το SPD προσχώρησε στο δόγμα της λεγόμενης Burgfrieden, της ταξικής ειρήνης, που κυριάρχησε στη γερμανική πολιτική ζωή, με βάση το οποίο τα πολιτικά κόμματα θα απείχαν από την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όσο θα διεξαγόταν ο πόλεμος, στο όνομα της εξασφάλισης της εθνικής ομοψυχίας. Με άλλα λόγια, υιοθέτησε μια γραμμή οικειοθελούς υπαναχώρησης από την ταξική πάλη, υιοθέτησε την προδοσία και το συμβιβασμό. Το ίδιο έκαναν και οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ουσιαστικά, τα στελέχη των εργατικών συνδικάτων αναλάμβαναν ένα νέο ρόλο στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας. Εφόσον είχαν οικειοθελώς παραιτηθεί από το δικαίωμα της απεργίας και τις διεκδικήσεις, ουσιαστικά αναλάμβαναν αναβαθμισμένο ρόλο στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των επιχειρήσεων, για τη συμβολή στον πολεμικό σκοπό.
Αυτά έλεγαν οι σοσιαλδημοκράτες στους Γερμανούς εργάτες ανάμεσα στους οποίους είχαν μεγάλη επιρροή. Τους έλεγαν ότι πρέπει να πάνε να πολεμήσουν για τα συμφέροντα των Γερμανών καπιταλιστών.
Από την άλλη, οι Βρετανοί σοσιαλδημοκράτες και ρεφορμιστές συνδικαλιστές έλεγαν στους Βρετανούς στρατιώτες ότι τα δικά τους συμφέροντα ήταν να πολεμήσουν ενάντια στους Γερμανούς εργάτες.
Συνδικαλιστές των Εργατικών –όπως ο Τζον Μπρόμλεϊ, γενικός γραμματέας των σιδηροδρομικών– προπαγάνδιζαν ενεργά υπέρ του πολέμου και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μπρόμλεϊ έλεγε χαρακτηριστικά: «Τώρα για τον εργάτη που καλείται να χύσει το αίμα του θα ήταν σίγουρα καταστροφή μια νικήτρια Γερμανία. Εμείς εξασφαλίζουμε τις τράπεζες από περιττά ρίσκα, εμείς διασφαλίζουμε τα κέρδη των σιδηροδρόμων. Και οι δύο θεσμοί είναι κομμάτια της μεγάλης μας Αυτοκρατορίας, της οποίας οι ανάγκες πρέπει να προστατευθούν.»9
Και οι δύο πρόδιδαν την αδελφοσύνη ανάμεσα στους εργάτες. Τάσσονταν με τα συμφέροντα των καπιταλιστών των δικών τους χωρών ενάντια στα κοινά συμφέροντα των εργατών όλων των χωρών, που δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους.
Από το μακρινό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ας μεταφερθούμε σε πιο πρόσφατα παραδείγματα.
Ας θυμηθούμε το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία το 1999. Έναν πόλεμο που διεξήγαγαν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Στις ΗΠΑ τότε Πρόεδρος ήταν ο Μπ. Κλίντον του «Δημοκρατικού» Κόμματος, πρόεδρος της Κομισιόν ο Ιταλός σοσιαλδημοκράτης Ρ. Πρόντι και επικεφαλής του ΝΑΤΟ ο Ισπανός σοσιαλδημοκράτης Χ. Σολάνα. Επίσης, στην ΕΕ εκείνη την περίοδο ηγούνταν στις κυβερνήσεις πολλών χωρών-μελών οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Στη Γερμανία ο Γκ. Σρέντερ, στην Ιταλία με πρωθυπουργό τον Μ. Ντ’ Αλέμα, στη Γαλλία ο Λ. Ζοσπέν, στη Βρετανία ο Τ. Μπλερ, στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ.
Και πάμε στο σήμερα.
Οι σοσιαλδημοκράτες είναι από τις δυνάμεις που πρωτοστατούν στην κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και στην κούρσα των εξοπλισμών.
Με πιο εμβληματικό παράδειγμα την απόφαση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Όλαφ Σολτς να ανακοινώσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ των 100 δισ. για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, που προβάλλονται δήθεν ως «πρότυπο» της «προοδευτικής διακυβέρνησης», πρωταγωνίστησαν στη μαζική αποστολή βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, προσπαθώντας μάλιστα αρχικά να παραπλανήσουν, παρουσιάζοντας ψευδώς ότι αποστέλλουν μόνο «ανθρωπιστική βοήθεια».
Και ας μην ξεχνάμε ότι με τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε Σουηδία και Φινλανδία τέθηκε το αίτημα ένταξής τους στο ΝΑΤΟ, δηλαδή της διεύρυνσης και ενίσχυσης της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Γ) ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΑΪΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ»
Οι σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις θέλουν να κρατάνε το κίνημα εγκλωβισμένο στην αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο». Σα να λέμε ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός που κερδισμένοι ταυτόχρονα και εξίσου βγαίνουν και ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, και ο εργάτης και ο βιομήχανος, ο εφοπλιστής, ο τραπεζίτης.
Εμείς λέμε ότι ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει βαθύ χάσμα, μια βαθιά και ανειρήνευτη αντίθεση. Αυτή είναι η αρχή της ταξικής πάλης. Ότι μόνο μέσα από τους αγώνες τους μπορούν να κερδίζουν οι εργάτες. Μέχρι να απαλλαγούν οριστικά από τα κεφαλαιοκρατικά παράσιτα.
Ο «μύθος» ενός τέτοιου φιλολαϊκού καπιταλισμού ή μιας δήθεν «προοδευτικής» κυβέρνησης που μπορεί να διαχειριστεί φιλολαϊκά τον καπιταλισμό προς όφελος των εργαζόμενων έχει διαψευστεί πολλές φορές. Και αυτό γιατί ο καπιταλισμός κινείται με τους δικούς του νόμους. Με τους νόμους του κέρδους. Και αν δεν ανατραπεί αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία φιλολαϊκή αλλαγή υπέρ του λαού.
Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι σήμερα στην ΕΕ, σε πάνω από 10 χώρες κυβερνούν ή συγκυβερνούν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Είδαμε τι κάνουν αυτές οι «προοδευτικές κυβερνήσεις» και το ρόλο τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Τι κάνουν επίσης για το τεράστιο κύμα ακρίβειας που πλήττει τα λαϊκά εισοδήματα; Ας δούμε, για παράδειγμα, τον τομέα της ενέργειας. Από κοινού και τα φιλελεύθερα-συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν προωθήσει όλα αυτά τα χρόνια τη στρατηγική απελευθέρωσης της ενέργειας, με βάση την οποία έχουν πλουτίσει τα μονοπώλια του συγκεκριμένου κλάδου που βρίσκονται τώρα σε περίοδο χρυσής κερδοφορίας λόγω των υψηλών τιμών. Επίσης, διαφημίζουν τις λεγόμενες «πράσινες επενδύσεις», παρουσιάζοντας ψευδώς ότι οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται τάχα για το περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα νοιάζονται για νέα επενδυτικά πεδία όπου θα τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους για μεγαλύτερη κερδοφορία.
Η ΕΕ εξάλλου έχει διαμορφώσει ένα ολόκληρο αντιλαϊκό πλαίσιο, με το εμπόριο ρύπων και το χρηματιστήριο ενέργειας, για να πληρώνει πάντα ο λαός.
Εξάλλου, μέσα από τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και την καπιταλιστική Ρωσία υπάρχουν τμήματα των καπιταλιστών που θησαυρίζουν. Πολύ ενδεικτικά, ένας ισχυρός Έλληνας εφοπλιστής, πρόεδρος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, δήλωνε σχετικά: «Το εμπάργκο στις θαλάσσιες μεταφορές ρωσικού πετρελαίου θα έχει για μας θετικό αποτέλεσμα: Εμείς, οι εφοπλιστές, θα γίνουμε πλουσιότεροι. Το κόστος μεταφοράς, το οποίο έχει ήδη εκτοξευτεί στα ύψη, θα αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα!»10
Οι σοσιαλδημοκρατικές και οι ρεφορμιστικές δυνάμεις δεν αρκούνται όμως μόνο στο να κρατάνε το κίνημα εγκλωβισμένο στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας. Ούτε στο να αναπτύσσουν μηχανισμούς στήριξης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εργοδοτικού συνδικαλισμού.
Επιδιώκουν συχνά να χειραγωγήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και τις αγωνιστικές διεκδικήσεις που μπορεί να προκύπτουν κάτω από το βάρος των προβλημάτων, να εξασφαλίσουν τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από την κυβερνητική εναλλαγή ανάμεσα στις δυνάμεις που εκπροσωπούν το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, να μετατρέπουν το εργατικό κίνημα σε ουρά και βοηθό στα σχέδια για την κυβερνητική άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας.
Αυτή η πείρα ασφαλώς δεν περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη, αλλά είναι παρόμοια, στην ουσία της, σε όλες τις ηπείρους. Σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις εκλέχτηκαν καλλιεργώντας μεγάλες ελπίδες για τα λαϊκά στρώματα στις χώρες τους, αλλά η εξέλιξη της θητείας τους αποκάλυψε ότι αυτές οι ελπίδες ήταν ψεύτικες και τελείως αποπροσανατολιστικές.
Όχι μόνο διέψευσαν τις προσδοκίες των λαϊκών μαζών που τους είχαν στηρίξει, αλλά οι πολιτικές τους ευθυγραμμίστηκαν κατά κανόνα με τις απαιτήσεις των μονοπωλίων. Αυτό συνέβη κατ’ επανάληψη τις τελευταίες δεκαετίες σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση του σοσιαλδημοκράτη Προέδρου του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορέα (2007-2017) ο οποίος, ενώ εκλέχτηκε με διεθνείς πανηγυρισμούς ως δήθεν ριζοσπάστης προοδευτικός, προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, εξαπέλυσε επιθέσεις ενάντια στα ταξικά συνδικάτα της χώρας και σήμερα κρύβεται στο Βέλγιο, χώρα καταγωγής της συζύγου του, καθώς στο Εκουαδόρ καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλακή για διαφθορά και σπατάλη δημόσιου χρήματος.
Άλλο παράδειγμα, διαφορετικό, αλλά με ομοιότητες σε σχέση με τη διάψευση των προσδοκιών, είναι και η περίπτωση της κυβέρνησης της Χιλής υπό τη Μισέλ Μπατσελέ τα προηγούμενα χρόνια, η οποία ενώ επίσης εκλέχτηκε με ψεύτικες υποσχέσεις ότι θα αλλάξει τη χώρα της υπέρ των εργαζόμενων, σύντομα όλα αυτά διαψεύστηκαν. Και ενώ οι εργαζόμενοι της γύρισαν την πλάτη, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την έχουν ανταμείψει δίνοντάς της το υψηλό αξίωμα που έχει σήμερα στον ΟΗΕ,
Θα μπορούσαμε επίσης να φέρουμε και άλλα παραδείγματα, από άλλες χώρες. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πλευρές από τη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών στη Βενεζουέλα, αλλά ας μην επεκταθούμε σε αυτό. Θα περιοριστώ μόνο στο να αναφέρω ότι, κατά την άποψή μου, μέσα από πολλές αρνητικές πλευρές της πείρας ουσιαστικά υπονομεύεται η αντίληψη που όλοι έχουμε για το σοσιαλισμό και για το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, όταν ακούμε επισήμως ότι η Βενεζουέλα προχωράει «οικοδομώντας σοσιαλισμό».
Τι αποδεικνύεται και στην περίπτωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής; Ότι διάφορες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις έρχονται και παρέρχονται στις κυβερνήσεις, και ο καπιταλισμός ζει και βασιλεύει.
Δε θα μπορούσαμε ασφαλώς να μην αναφερθούμε στην πλούσια πείρα που είχαμε στη χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, των μεγάλων αγώνων και απεργιακών συγκρούσεων, αλλά και της προσπάθειας του καπιταλιστικού συστήματος να ενσωματώσει τις λαϊκές κινητοποιήσεις μέσα από την άνοδο ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην κυβέρνηση.
Μια και, όπως είναι φυσικό, πολλοί από τους συμμετέχοντες στη σημερινή συζήτηση μπορεί να μην έχετε γνώση των λεπτομερειών του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, θα δώσουμε ένα σύντομο περίγραμμα.
Η Ελλάδα χτυπήθηκε ιδιαίτερα από την καπιταλιστική κρίση μετά το 2009. Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είχε μεγάλες δυσκολίες στη διαχείρισή της. Είχε υψηλό κρατικό χρέος και δανεισμό, ενώ προσπαθούσε να φορτώσει τα βάρη της κρίσης στο λαό με τεράστιες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, μεγάλη μείωση μισθών και συντάξεων, τεράστιας κλίμακας περικοπή δαπανών, με μεγάλη υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Ξέσπασαν μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες και απεργιακές κινητοποιήσεις. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα πρωτοστάτησαν στους αγώνες της εργατικής τάξης για την προστασία των δικαιωμάτων της, αλλά έδωσαν επίσης μεγάλη μάχη για τον προσανατολισμό των αγώνων, για να φανεί ο πραγματικός εχθρός, ο καπιταλισμός, και να μην παρασυρθεί το εργατικό κίνημα σε ανώδυνα ξεσπάσματα.
Το πολιτικό σύστημα συνάντησε αρκετές δυσκολίες διαχείρισης της λαϊκής οργής, αλλά είχε και μεγάλες αντιθέσεις και αντιφάσεις για το πώς να διαχειριστεί αυτήν την κρίση. Σε μια περίοδο 4 περίπου χρόνων άλλαξαν, η μία μετά την άλλη, 7 διαφορετικές κυβερνήσεις απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, ενώ μάλιστα δοκιμάστηκαν και οι λύσεις κυβερνήσεων συνασπισμού, ανάμεσα στις πιο διαφορετικές δυνάμεις, από δεξιά συντηρητικά ως ακροδεξιά κόμματα, με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Το σημειώνουμε, γιατί μπορεί να είναι συνηθισμένο σε άλλες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα, που με βάση το εκλογικό σύστημα συγκροτούνται συνήθως μονοκομματικές κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Η λύση των κυβερνήσεων συνεργασίας ήταν ένα από τα μέσα για καθησυχάσουν το λαό.
Καθώς τα πιο παραδοσιακά κόμματα που κυβερνούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν φθαρεί αρκετά, το κεφάλαιο επέλεξε να φέρει στο προσκήνιο ένα «νέο» κόμμα, για να μπορέσει να ενσωματώσει τη διαμαρτυρία και να βγάλει το κεφάλαιο από την κρίση. Ένα κόμμα που δεν είχε δοκιμαστεί πριν στη διακυβέρνηση και γι’ αυτό μπορούσε να καλλιεργήσει πιο εύκολα αυταπάτες στο λαό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που ως τότε ήταν στο 3%, στηρίχτηκε πολλαπλά από το κεφάλαιο, εκτοξεύτηκε μέσα σ’ ένα-δυο χρόνια σε κυβερνητικό κόμμα. Του έδωσαν δυνάμεις και στελέχη από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πήρε τα εύσημα από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ και ανήλθε στη διακυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις όλα τα προηγούμενα χρόνια προσπαθούσαν να παραπλανήσουν για το χαρακτήρα της κρίσης. Έλεγαν ότι φταίνε μόνο οι «κακοί ξένοι δανειστές» και ότι μπορεί μέσα σε μια νύχτα να διορθώσει όλα τα προβλήματα. Για να κρύψει τον πραγματικό ένοχο, να αθωώσει την ελληνική αστική τάξη, να εμποδίσει το λαό να βγάλει συμπεράσματα. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό κίνημα έδωσαν μεγάλη μάχη όχι μόνο για τον αγώνα και τη μαζικότητα, αλλά και για το περιεχόμενο και προσανατολισμό του κινήματος. Έδειξαν ότι ένοχος είναι ο καπιταλισμός και ότι οι εργάτες δεν πρέπει να έχουν καμία εμπιστοσύνη σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ότι εύκολες λύσεις χωρίς σύγκρουση δεν υπάρχουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις προσπαθούσαν να περιορίσουν τις εργατικές κινητοποιήσεις αποκλειστικά και μόνο ενάντια στη συγκεκριμένη κυβέρνηση («κάτω η κυβέρνηση»), μόνο και μόνο για ν’ ανοίξει ο δρόμος για ν’ ανέβει ο ίδιος στην κυβέρνηση. Στην ουσία ήθελαν να αξιοποιήσουν τους αγώνες ως «μοχλό» για εναλλαγή στην αστική διακυβέρνηση. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα από την άλλη πρόβαλε το σύνθημα «τέρμα πια στις αυταπάτες, ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες», για να δείξει τον παραπλανητικό χαρακτήρα των υποσχέσεων.
Τι έκανε λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ, η «νέα» σοσιαλδημοκρατία; Με πολλές ψεύτικες ελπίδες, καθώς μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού πίστεψε ότι μπορούσε χωρίς σύγκρουση να πετύχει μεγάλες και εύκολες νίκες; Όταν βγήκε στην κυβέρνηση, υπέγραψε νέες, ακόμη χειρότερες συμφωνίες με την ΕΕ και τους δανειστές (το λεγόμενο 3ο Μνημόνιο), ανέλαβε να περάσει τα πιο δύσκολα μέτρα που μέχρι πρότινος συναντούσαν αντίσταση, συγκυβέρνησε με ακροδεξιές δυνάμεις για να συγκεντρώσει πλειοψηφία, συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ. Ο πρέσβης των ΗΠΑ μάλιστα στην Ελλάδα είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η κυβέρνηση με την οποία συνεργάστηκε καλύτερα όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Τι έκανε στο εργατικό κίνημα; Πολύ συνοπτικά, επέκτεινε τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, διατήρησε την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα» (δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου). Με νόμο έκανε περικοπές ενάντια στα ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ με δικό του νόμο επίσης χτύπησε το δικαίωμα στην απεργία, δυσκολεύοντας τις προϋποθέσεις για να μπορούν τα συνδικάτα να κηρύξουν απεργία. Αυτά έκανε η λεγόμενη «προοδευτική» κυβέρνηση.
Τότε πολλοί έλεγαν στο ΠΑΜΕ και στις ταξικές δυνάμεις ότι έπρεπε να στηρίξουν το ΣΥΡΙΖΑ και ότι είναι υπερβολική η κριτική που του ασκούμε.
Αυτή η πείρα δείχνει ποιος δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.