Ο προδοτικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στους επαναστατικούς αγώνες των εργατών - Ιστορική πείρα και σύγχρονα συμπεράσματα*


του Κωστή Μπορμπότη

Το θέμα που θα συζητήσουμε σήμερα, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, δεν έχει ενδιαφέρον μόνο ή κυρίως από ιστορική σκοπιά, όπως μας δίνει το έναυσμα ο τίτλος, αλλά αφορά πρώτ’ απ’ όλα την τρέχουσα διαπάλη μέσα στο εργατικό κίνημα.

Η συζήτηση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία, καθώς μέσα από την ιστορική πείρα μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα, θεωρητικές και πολιτικές γενικεύσεις, που αναδεικνύουν τον προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και έτσι μπορούν να μας βοηθήσουν στο να δυναμώσουμε το σημερινό μας αγώνα.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στις σημερινές συνθήκες, όπου οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου βρίσκονται στη δίνη οξυμένων ανταγωνισμών, με την ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία να βρίσκεται σε εξέλιξη, στη δίνη ισχυρότατων αντιθέσεων, αλλά και αντιφάσεων του καπιταλισμού που φορτώνει την εργατική τάξη με φτώχεια και εντείνει την εκμετάλλευση. Στην Ευρώπη και σε πολλές άλλες χώρες, οι εργαζόμενοι ζουν πρωτοφανείς δυσκολίες. Άνοδος του πληθωρισμού, άνοδος του κόστους των τροφίμων, ενεργειακή φτώχεια και δυσκολία κάλυψης των λογαριασμών θέρμανσης και ηλεκτρισμού. Όλα αυτά τροφοδοτούν σε πολλές χώρες ένα ισχυρό κύμα δυσαρέσκειας, με μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και απεργιακές κινητοποιήσεις σε πολλούς κλάδους, που έχουμε καθήκον να το προσανατολίσουμε σε αγωνιστική-ταξική κατεύθυνση.

Σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον οι αντιμαχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις προσπαθούν όχι μόνο να αποπροσανατολίσουν και να χειραγωγήσουν το εργατικό κίνημα, αλλά επιπλέον να το εγκλωβίσουν στα δικά τους συμφέροντα, να το βάλουν να παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού συνασπισμού, να ψάχνει τον δήθεν «καλό» ή «κακό» ιμπεριαλιστή.

Σε αυτήν την προσπάθεια ξεχωριστό ρόλο αναλαμβάνει η σοσιαλδημοκρατία. Εξάλλου, η Ιστορία έχει αποδείξει ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμη στους καπιταλιστές ιδιαίτερα σε περιόδους οξυμένης ταξικής πάλης, καθώς λόγω των ιστορικών καταβολών της ως ρεύμα, των σχέσεων που παραδοσιακά διατηρεί με τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό κίνημα, διαθέτει αυξημένες δυνατότητες εγκλωβισμού και παραπλάνησης των εργαζόμενων.

Η διαπάλη αυτή επομένως έχει κομβικό χαρακτήρα για να μπορεί να διαμορφώνει το εργατικό κίνημα σήμερα, στις εξαιρετικά αυτές απαιτητικές συνθήκες του αγώνα, γραμμή σύγκρουσης και ταξικής ανεξαρτησίας.

Από αυτήν τη σκοπιά, στη σημερινή συζήτηση θα κάνουμε αρχικά μια μικρή ιστορική αναδρομή, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε ορισμένους βασικούς άξονες της διαπάλης και θα κλείσουμε με τα βασικά συμπεράσματα.

 

ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

Η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι η σοσιαλδημοκρατία, ο ρεφορμισμός και ο συμβιβασμένος συνδικαλισμός αποτέλεσαν έναν διαχρονικά πολύ επικίνδυνο αντίπαλο του εργατικού κινήματος. Οι δυνάμεις αυτές μάλιστα αποτέλεσαν συχνά το «τελευταίο οχυρό» του κεφαλαίου και της αστικής τάξης όταν κλονιζόταν η εξουσία τους.

Ασφαλώς δεν μπορούμε στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης να κάνουμε μια πλήρη ιστορική ανάπτυξη της πορείας της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε και να αναφερθούμε εξαντλητικά στα ιστορικά γεγονότα.

Θα σταθούμε όμως σε ένα γενικό περίγραμμα και θα τονίσουμε ορισμένους κρίσιμους ιστορικούς σταθμούς και παραδείγματα, φωτίζοντας πλευρές κυρίως μέσα από την εμπειρία του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος.

 

Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Η σοσιαλδημοκρατία έχει μια μακρά ιστορική πορεία, στη διάρκεια της οποίας υπέστη δραματικές μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις. Ως πολιτικό ρεύμα προέκυψε ουσιαστικά μέσα από τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ήταν μια περίοδος ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων, όπως επίσης και ίδρυσης εργατικών κομμάτων σε μια σειρά χώρες, ιδίως σ’ εκείνες που είχαν αποκτήσει έναν βαθμό καπιταλιστικής ανάπτυξης εκείνη την εποχή.

Βέβαια, μέσα στο εργατικό κίνημα συνυπήρχαν επαναστατικές με ρεφορμιστικές αντιλήψεις. Εξάλλου η πάλη ενάντια στο συμβιβασμό και το ρεφορμισμό υπάρχει στο εργατικό κίνημα σχεδόν από τις απαρχές του.

Από την περίοδο της δράσης των μεγάλων επαναστατών Μαρξ και Ένγκελς, στο νεαρό τότε εργατικό κίνημα, οι θεμελιωτές του μαρξισμού αναμετρήθηκαν σθεναρά με το ρεφορμισμό και έβαλαν τις βάσεις για να αποκτά η δράση του προλεταριάτου επαναστατικά χαρακτηριστικά, μέσα από το σύνολο του έργου τους, πολιτικού, θεωρητικού, οργανωτικού.

Οι Μαρξ και Ένγκελς, με τις θεμελιακές και πρωτοπόρες οικονομικές τους μελέτες, έδειξαν ότι χωρίς τον εργάτη δεν μπορεί ο καπιταλιστής να βγάλει κέρδος. Έδειξαν ότι η υπεραξία, ουσιαστικά η απλήρωτη εργασία, είναι που πλουτίζει τον καπιταλιστή. Είναι η βάση της εκμετάλλευσης.

Ότι χωρίς τον εργάτη δεν μπορεί να γυρίζει ούτε ένα γρανάζι όπως λέμε σε ένα σύνθημα στην Ελλάδα ή, όπως έλεγε εύστοχα σε ομιλία του ένας Γάλλος αγωνιστής-συνδικαλιστής στις πρόσφατες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις στα διυλιστήρια, χωρίς τον εργάτη οι μέτοχοι δεν παράγουν τίποτα, είναι παράσιτα.

Οι Μαρξ και Ένγκελς έδειξαν λοιπόν ότι η εργατική τάξη πρέπει να παλέψει ενάντια στη ρίζα του κακού. Ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Απέναντι σε απόψεις που έκαναν λόγο για «δίκαιη» διαπραγμάτευση με τους καπιταλιστές επισήμαναν ότι «το συμβόλαιο ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία δεν μπορεί πότε να γίνει με ίσους όρους», γιατί πατάει πάνω σε μια θεμελιώδη ταξική ανισότητα: Την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Όσο παραμένει αυτή η ταξική αδικία, όσο παραμένει το σύστημα της εκμετάλλευσης και της ταξικής σκλαβιάς, δεν μπορούν οι εργάτες να βρουν το δίκιο τους.

Τόνισαν ότι η εργατική τάξη είναι η πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη, ακριβώς λόγω της θέσης της στην παραγωγή, γιατί όλο το σύνθετο οικοδόμημα της σύγχρονης κοινωνικής παραγωγής στηρίζεται στην κοινή εργασία εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ότι η δύναμη της εργατικής τάξης βρίσκεται στη συνειδητοποίηση των συμφερόντων της και στην ταξική της ενότητα. Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, η εργατική τάξη είναι ασφαλώς η πολυπληθέστερη κοινωνική δύναμη, ωστόσο, όπως τόνιζαν, η δύναμη των αριθμών αδυνατίζει από την έλλειψη ενότητας, που «δημιουργείται και διατηρείται από τον αναπόφευκτο μεταξύ τους ανταγωνισμό». Και γι’ αυτό, το σημαντικό είναι η κατάκτηση της ταξικής συνείδησης.

Σε αυτήν την υπόθεση ξεχώριζαν το ρόλο των συνδικάτων και του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Έλεγαν ότι τα συνδικάτα πρέπει να γίνονται κέντρα οργάνωσης και ταξικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης.

«Αν τα εργατικά συνδικάτα είναι μία φορά απαραίτητα για τις αψιμαχίες ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, τόσο μεγαλύτερη σημασία έχουν σαν οργανωμένα κέντρα του αγώνα για την κατάργηση αυτού του ίδιου συστήματος της μισθωτής εργασίας και της κυριαρχίας του κεφαλαίου (...). Πρέπει να μάθουν να λειτουργούν συνειδητά σαν οργανωτικά κέντρα της εργατικής τάξης, για το ευρύτερο συμφέρον της ολοκληρωτικής της χειραφέτησης.»1

Η εργατική τάξη εκείνη την εποχή έκανε ακόμη ασφαλώς τα πρώτα της βήματα. Οι εργάτες έπαιρναν μέρος μαχητικά στους μεγάλους αγώνες του 19ου αιώνα, στην πάλη για οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα. Και μέσα σε αυτήν τη διαδικασία ο Μαρξ αναδεικνύει ότι η «χειραφέτηση του προλεταριάτου» είναι το μεγάλο «μυστικό» που αποκαλύπτει ο 19ος αιώνας.2

Προχωρώντας, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, το εργατικό κίνημα συνέχιζε να αναπτύσσεται και να εξαπλώνεται. Σε μια σειρά χώρες άρχισαν να ιδρύονται σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα. Σ’ εκείνη την περίοδο, όπως είπαμε, βρίσκονται οι ρίζες της σοσιαλδημοκρατίας ως ρεύματος. Γιατί παράλληλα με την ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος άρχισαν να διαμορφώνονται και οι κοινωνικοί-υλικοί όροι που ευνοούσαν τις προσπάθειες για τον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος και την εξάπλωση του ρεφορμισμού.

Πρόκειται για την περίοδο εκείνη που έχει περιγραφεί στην ιστοριογραφία ως «ειρηνική» περίοδος του καπιταλισμού (για να βάλουμε δύο βασικά ορόσημα, ανάμεσα στην Παρισινή Κομμούνα το 1871 και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914).

Πρόκειται για την περίοδο περάσματος στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, περίοδο στην οποία συντελείται μεγάλη ανάπτυξη και εξάπλωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εμφάνιση και ενδυνάμωση των μονοπωλίων, καθώς και ένταση της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες οι αστικές τάξεις αποκτούν δυνατότητες ελιγμών και παραχωρήσεων προς το ισχυροποιούμενο εργατικό κίνημα.

Αρχίζει να διαμορφώνεται ένα τμήμα της εργατικής τάξης του οποίου οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται δυσανάλογα σε σχέση με το σύνολο της τάξης και το οποίο συνδέει τους δικούς του υλικούς όρους με την αστική του τάξη, τείνοντας να συμβιβαστεί. Δηλαδή να βλέπει τη δική του διαιώνιση συνδεδεμένη με τη διαιώνιση των καπιταλιστών, και όχι με τον αγώνα εναντίον τους. Πρόκειται για τη διαμόρφωση του κοινωνικού στρώματος της «εργατικής αριστοκρατίας», που αποτέλεσε την κοινωνική δύναμη υποστήριξης του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη.

Σε τέτοιες δυνάμεις ο καπιταλισμός φάνταζε παντοδύναμος, ενώ παράλληλα άρχισαν να τροφοδοτούνται αυταπάτες για τη δήθεν «ειρηνική μετεξέλιξη» του καπιταλισμού και να ενισχύονται ψευδαισθήσεις για δήθεν φιλολαϊκή διαχείρισή του.

 

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΒΑΘΙΑ ΡΗΞΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Η προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας περνάει σε άλλο επίπεδο την περίοδο που ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που αποτελεί και μια κρίσιμη καμπή για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Η περίοδος αυτή αποτέλεσε την εμβληματική κορύφωση μιας πορείας διαρκούς διολίσθησης στην υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Από το σημείο εκείνο και μετά, αυτό που ονομάζεται σοσιαλδημοκρατία αποτελεί ανοιχτό εχθρό του εργατικού κινήματος. Περνάει ολοκληρωτικά στην αντίδραση και δρα ως «εκπρόσωπος» του κεφαλαίου μέσα στο εργατικό κίνημα.

Με το ξέσπασμα του πολέμου οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που εμφάνιζαν τον εαυτό τους ως εκπροσώπους του εργατικού κινήματος ουσιαστικά συντάχτηκαν με τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις σε κάθε χώρα, για να στρατεύσουν το προλεταριάτο στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Όπως έλεγαν δηκτικά οι Γερμανοί επαναστάτες που έμειναν πιστοί στις αρχές της ταξικής πάλης, οι σοσιαλδημοκράτες μετέτρεψαν την ιστορική έκκληση «προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» σε «προλετάριοι όλων των χωρών, αλληλοσφαχτείτε μεταξύ σας».

Την περίοδο του πολέμου οι σοσιαλδημοκράτες προχώρησαν σε μια ντροπιαστική ταξική συνθηκολόγηση, ποδοπάτησαν τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και προπαγάνδιζαν το εθνικιστικό μίσος ανάμεσα στους εργάτες.

Στη συνέχεια τάχτηκαν ενάντια στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία.

Χτύπησαν την επανάσταση του 1918 στη Γερμανία. Είναι ασφαλώς γνωστό, αλλά δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ότι οι υπουργοί που χτύπησαν τους απεργούς ήταν στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας που το κεφάλαιο τράβηξε στην κυβέρνηση για να ρίξει στάχτη στα μάτια του λαού. Για να μπορέσει να χειραγωγήσει τις εξεγερμένες μάζες.

Ο γνωστός σοσιαλδημοκράτης Γκ. Νόσκε, αναλαμβάνοντας ως υπουργός να χτυπήσει τη γερμανική επανάσταση, δήλωνε περήφανα ότι «δε με πειράζει, κάποιος πρέπει να βάψει τα χέρια του με αίμα».

Πλέον, τη σοσιαλδημοκρατία την χωρίζει αίμα από το επαναστατικό εργατικό κίνημα.

Αναδεικνύεται ότι τόσο με την ενσωμάτωση όσο και με την καταστολή, όταν χρειάζεται, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις μπορούν με μεγάλη ευελιξία και αποτελεσματικότητα να χτυπήσουν το εργατικό κίνημα.

Εκείνη την περίοδο, καθώς και τα χρόνια που ακολούθησαν μετά από τον πόλεμο, ήταν η πρώτη φορά που οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις αναλαμβάνουν πλέον να υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου από κυβερνητικές θέσεις. Συγκροτήθηκαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία, η Βρετανία με το Εργατικό Κόμμα.

Είναι μια περίοδος που το κεφάλαιο είχε να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα:

Από τη μία, να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα σε μια περίοδο επαναστατικής ανόδου που ακολούθησε το τέλος του πολέμου. Μην ξεχνάμε ότι οι καταστροφές που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και η νίκη της Ρωσικής Επανάστασης το 1917 συνέβαλαν ώστε να απλωθεί η επαναστατική πυρκαγιά στη Γερμανία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και αλλού, όπου όμως οι επαναστάσεις ηττήθηκαν, ενώ στοιχεία επαναστατικής ανόδου διατηρούνται σε ορισμένες χώρες ως και το 1922-23.

Παράλληλα, ο διεθνής καπιταλισμός ήρθε αντιμέτωπος με τη βαθιά καπιταλιστική κρίση του 1929 που πυροδότησε την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών κρατικής ρύθμισης και παρέμβασης στην οικονομία. Η υλοποίηση τέτοιων πολιτικών ασφαλώς δεν αποτέλεσε προνόμιο μόνο των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Παρόμοιες πολιτικές κεϊνσιανής διαχείρισης, κρατικού παρεμβατισμού και σχεδιασμού, ακολουθήθηκαν και στις ΗΠΑ με το New Deal του Ρούζβελτ, στη Ναζιστική Γερμανία και σε μια σειρά άλλες χώρες. Ουσιαστικά, το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης του 1929-1933 μαζί με άλλους παράγοντες, όπως η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά και η ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ρωσίας, ενίσχυσαν σημαντικά τις τάσεις πιο ενεργητικής επέμβασης του αστικού κράτους στην καπιταλιστική οικονομία.

Η περίοδος εκείνη αποκάλυψε και τις πολυπλόκαμες σχέσεις ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τις φασιστικές δυνάμεις.

Θυμίζουμε ότι οι παραστρατιωτικές ομάδες των Freikorps στη Γερμανία, που αποτέλεσαν εκκολαπτήρια φασιστικών-ναζιστικών ομάδων, στηρίχτηκαν ανοιχτά από τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες όπως ο Φρίντριχ Έμπερτ και ο Γκ. Νόσκε, για να αξιοποιηθούν στις επιθέσεις ενάντια στους επαναστάτες εργάτες και το κίνημά τους. Αυτοί δολοφόνησαν τους μεγάλους Γερμανούς επαναστάτες, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.

Σε όλη αυτήν την περίοδο και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, όπως όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, είχαν ανοιχτούς δίαυλους επικοινωνίας με τις φασιστικές, κάτω από το φόβο του επαναστατικού εργατικού κινήματος αλλά και της εξουσίας των εργατών στην επαναστατημένη Ρωσία. Η Συμφωνία του Μονάχου το 1938 ανάμεσα σε Χίτλερ, Μουσολίνι και τους ηγέτες της Γαλλίας και της Αγγλίας με στόχο τη λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού» έδειχνε καθαρά ότι κοινός στόχος ήταν η σύμπραξη των καπιταλιστικών δυνάμεων, φασιστικών και λεγόμενων «δημοκρατικών», ενάντια στην ΕΣΣΔ.

Σήμερα, για να κάνουμε ένα μικρό χρονικό άλμα προς τα μπρος, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και συνολικά οι αστικές δυνάμεις δε διστάζουν να στηρίξουν ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις όταν αυτές προωθούν τα καπιταλιστικά συμφέροντα που υποστηρίζουν. Χαρακτηριστική είναι η υποστήριξη του φασιστικού Τάγματος Αζόφ στην Ουκρανία.

Για να επιστρέψουμε στην ιστορική περίοδο του Μεσοπολέμου, φάνηκε καθαρά ότι η αστική τάξη χρησιμοποίησε εναλλακτικά και συμπληρωματικά και τις σοσιαλδημοκρατικές, όπως και τις φασιστικές δυνάμεις, ως δυνάμεις του κεφαλαίου για να χτυπήσει το κίνημα της εργατικής τάξης, αξιοποιώντας όλη τη βεντάλια των διαθέσιμων μεθόδων, την ενσωμάτωση, τη χειραγώγηση, την ωμή βία και καταστολή.

Σε εσωτερικό εμπιστευτικό δελτίο του 1932 και εξετάζοντας τις προοπτικές της καπιταλιστικής σταθερότητας, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών εξαίρει το ρόλο που έπαιξε η σοσιαλδημοκρατία την περίοδο μετά από τον πόλεμο και μέχρι την κρίση του 1929. «Ο “έσχατος φορέας” της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής σταθεροποίησης, η σοσιαλδημοκρατία», εκτιμούν οι Γερμανοί βιομήχανοι, ενώ με τις συνθήκες να μεταβάλλονται διακρίνουν την ανάγκη εναλλαγής: «Καθώς το παλιό τεχνητό φράγμα (σ.σ.: η σοσιαλδημοκρατία) δεν αρκεί τώρα, η μόνη πιθανή σωτηρία για την αστική τάξη είναι να υλοποιήσει τη διάσπαση της εργατικής τάξης και να την προσδέσει στον κρατικό μηχανισμό, με άλλους πιο άμεσους τρόπους. Εδώ ακριβώς εδράζονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού.»3

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ «ΧΡΥΣΑ ΧΡΟΝΙΑ» ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε μια νέα διεθνή πραγματικότητα. Οι λαοί του κόσμου πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τη νίκη ενάντια στο φασισμό-ναζισμό, όμως μέσα από αυτήν την πάλη το εργατικό κίνημα σε πολλές χώρες βγήκε ενισχυμένο, με ανεβασμένη τη μαζικότητα και το κύρος, επειδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είχαν πρωταγωνιστήσει στον αντιφασιστικό αγώνα.

Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ, που υπέστησαν μικρές απώλειες στον πόλεμο, αναδεικνύονται σε ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία τους στον καπιταλιστικό κόσμο.

Μετά τον πόλεμο ακολουθεί η επονομαζόμενη και ως «χρυσή τριακονταετία», η περίοδος που καλύπτει το διάστημα μεταξύ 1945 και 1975 και χαρακτηρίζεται από τη μεταπολεμική ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.

Η περίοδος αυτή είναι μια «χρυσή εποχή» και για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών σταθεροποιείται ως πυλώνας άσκησης της αστικής εξουσίας, συγκροτώντας σε πολλές από αυτές κυβερνήσεις, σε ορισμένες μάλιστα μακρόβιες, ενώ στο έδαφος της οικονομικής μεγέθυνσης είχε αυξημένα περιθώρια ελιγμών και χειραγώγησης του εργατικού κινήματος.

Στα ευρωπαϊκά κράτη η καπιταλιστική ανασυγκρότηση υποστηρίχτηκε αποφασιστικά από την άμεση βοήθεια αμερικανικών κεφαλαίων (Σχέδιο Μάρσαλ) δίνοντας ώθηση στις καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες μετά την πολεμική κρίση και τη μεταπολεμική ανόρθωση πέρασαν σε ανοδική φάση. Ο πόλεμος, καταστρέφοντας ένα μεγάλο όγκο υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, διαμόρφωσε αντικειμενικά το έδαφος για ένα νέο γύρο καπιταλιστικής κερδοφορίας και αναζωογόνησης.

Για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων καπιταλιστικών οικονομιών ήταν αναγκαίο να διευρυνθεί και να γενικευτεί η εφαρμογή μιας πολιτικής κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων, η οποία σε σημαντικό βαθμό είχε αναπτυχθεί και προπολεμικά στα χρόνια της κρίσης του 1929.

Στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη έγινε κοινός τόπος η διαμόρφωση μιας πολιτικής μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κρατικών επενδύσεων για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό υποδομών, για την ανανέωση βιομηχανικού και τεχνολογικού εξοπλισμού, για επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια, η αναβάθμιση οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, με λίγα λόγια για αναγκαίες υποδομές για την ανάπτυξη του κεφαλαίου.

Παράλληλα, το αστικό κράτος ανέλαβε την υποστήριξη κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας και μέσα από την κρατική ιδιοκτησία σε ορισμένους τομείς, ενώ παράλληλα επέκτεινε λειτουργίες του στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, της εκπαίδευσης, της υγείας και πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, βάζοντας τα θεμέλια τέτοιων λειτουργιών που γενικεύτηκαν στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Είναι η περίοδος που αρχίζει να μεσουρανεί ο κεϊνσιανισμός, η λεγόμενη «κρατική ρύθμιση της οικονομίας», και μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους» που αποτέλεσε «σημαία» της σοσιαλδημοκρατίας.

Όπως όμως δείξαμε, αυτά δεν έγιναν με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά για τις ανάγκες αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου, για τις ανάγκες ανασύνταξης του κεφαλαίου μετά τον πόλεμο.

23-3-2

Την περίοδο αυτή, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία καταγράφει εντυπωσιακές εκλογικές επιδόσεις και παγιώνεται ως κυβερνητική δύναμη σε αρκετές χώρες. Διατηρεί και διαμορφώνει στενούς δεσμούς με τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, παρεμβαίνοντας για να ισχυροποιείται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η γραμμή της ταξικής συνεργασίας.

Επιπλέον, όπως είδαμε και στην περίπτωση του Μεσοπολέμου, οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας είναι που υπαγορεύουν την πολιτική κρατικής στήριξης και παρέμβασης, πολιτική που ακολουθήθηκε τόσο από τα από τα φιλελεύθερα-συντηρητικά κόμματα όσο και από τα σοσιαλδημοκρατικά. Επανέρχεται το συμπέρασμα πως η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών σχετίζεται πρωτίστως με τη φάση και τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι με τους εκάστοτε διαχειριστές.

Όταν οι Βρετανοί Συντηρητικοί διαδέχτηκαν τους Εργατικούς στην κυβέρνηση, συνέχισαν το πρόγραμμα εθνικοποιήσεων που οι τελευταίοι είχαν εφαρμόσει την περίοδο 1945-1951. Τα κρατικά προγράμματα επενδύσεων στη Γαλλία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Ντε Γκολ στηρίζοντας τη μεγέθυνση των μονοπωλίων σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, στον ηλεκτρισμό, στην αεροναυπηγική, στις τηλεπικοινωνίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε όλες τις χώρες.

Συμπερασματικά, η μεταπολεμική εκτεταμένη κρατική κοινωνική πολιτική, έργο και των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυβερνήσεων, ήταν αποτέλεσμα τριών παραγόντων: α) Της ανάγκης μεγαλύτερης κρατικής στήριξης και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, με άμεση ανάληψη από το κράτος ενός μέρους της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (παιδεία, υγεία, πρόνοια). β) Της επίδρασης που ασκούσαν στο εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών οι κοινωνικές κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ. γ) Της ανάγκης να ενσωματωθεί στο καπιταλιστικό σύστημα το εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Εκείνη την περίοδο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παίζουν κομβικό ρόλο σε όλες τις στρατηγικές επιλογές του διεθνούς καπιταλισμού, όπως η συγκρότηση του ΝΑΤΟ, η συγκρότηση της ΕΟΚ, η στήριξη του αμερικανοΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η καπιταλιστική οικονομία περνάει σε νέα φάση. Προωθείται ο περιορισμός της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επανιδιωτικοποίηση τομέων, ο περιορισμός των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών, η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις.

Στην ουσία, όπως και στην προπολεμική έτσι και στη μεταπολεμική περίοδο, με βάση το ευρύτερο οικονομικό-πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνει σε κάθε φάση η καπιταλιστική ανάπτυξη οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας κινούνται με ευελιξία και εναλλαγές στο φάσμα ανάμεσα στην ενσωμάτωση και στην καταστολή.

Με τις δραματικές επιπτώσεις που είχε για το διεθνές προλεταριάτο και τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης η ανατροπή του διεθνούς συσχετισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, το κεφάλαιο περνάει σε νέα επίθεση, στις λεγόμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, σε νέο γύρο επίθεσης ενάντια στα εργατικά δικαιώματα, ενώ αρχίζουν πιο συντεταγμένα να προωθούνται και μέτρα περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης.

Οι προσαρμογές της σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1990 σηματοδοτούνται κυρίως με την περιβόητη υιοθέτηση του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», που παρουσιάζεται ως το πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος υπό τον Τ. Μπλερ στη Μ. Βρετανία, που ανακάμπτουν στην κυβέρνηση, μετά από 18 χρόνια στην αντιπολίτευση, το 1997. Είχε προηγηθεί το 1996 ο σχηματισμός της «κεντροαριστερής» κυβέρνησης του Ρ. Πρόντι στην Ιταλία. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ανέλαβαν την κυβέρνηση με τον Γκ. Σρέντερ το 1998, μετά από 16 χρόνια.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υλοποίησαν μεγάλο μέρος των λεγόμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, πολλές φορές με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και από τα αστικά φιλελεύθερα και «συντηρητικά» κόμματα. Μειώσεις μισθών, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και μερική απασχόληση, χτύπημα στα συνταξιοδοτικά προγράμματα και τα δικαιώματα στην κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, χτύπημα στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και στο δικαίωμα στην απεργία. Στη Γερμανία η στρατηγική της αστικής τάξης συμπυκνώθηκε στα αντιλαϊκά μέτρα που προωθήθηκαν με τη γνωστή «Ατζέντα 2010» από τους σοσιαλδημοκράτες του Γκ. Σρέντερ.

Το αποτέλεσμα ουσιαστικά είναι να γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και στα φιλελεύθερα-συντηρητικά κόμματα.

Όλη αυτήν την περίοδο οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είχαν συστηματική παρέμβαση για τον αφοπλισμό και τη διάβρωση του εργατικού κινήματος. Στήριζαν σχεδιασμένα και πολύπλευρα τις δυνάμεις του συμβιβασμένου συνδικαλισμού, προσπαθώντας να ελέγχουν τα όργανα του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος.

Ας δούμε ένα παράδειγμα από την Ελλάδα: Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, φρόντισε να διαμορφώσει και να δυναμώσει μέσα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα τις δυνάμεις του ρεφορμισμού.

Η κυβερνητική σοσιαλδημοκρατική παράταξη στο συνδικαλιστικό κίνημα ισχυροποιείται, ενώ λαμβάνει ιδιαίτερα μεγάλα ποσοστά σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως στις Τράπεζες, στο Δημόσιο Τομέα, σε κρατικές βιομηχανίες της λεγόμενης «Κοινής Ωφέλειας». Σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν να ελέγχουν τη Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών.

Η συνδικαλιστική αυτή παράταξη μπαίνει μπροστά όταν χρειάζεται και στην ανακοπή απεργιακών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, με πολύ χαρακτηριστική την περίπτωση μιας μεγάλης απεργίας στις τράπεζες το 1982, διάρκειας 42 ημερών, όπου οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας ότι το απεργιακό αίτημα ικανοποιήθηκε, προώθησαν την «πρωτότυπη» γραμμή της λεγόμενης «αγωνιστικής απεργοσπασίας».4

Στη δεκαετία του 1990, ενώ το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε συνθήκες βαθιάς υποχώρησης, το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει και αναβαθμίζει την παρέμβασή του για τη διάβρωση και τον εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, διαμορφώνοντας μια ισχυρή συνδικαλιστική γραφειοκρατία στη ΓΣΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά επιλέγονται ως υπουργοί ή υφυπουργοί Εργασίας πρώην συνδικαλιστές που είχαν διατελέσει πρόεδροι της ΓΣΕΕ.

 

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΙΡΑ: ΤΡΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ

Α) ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ: ΤΑΞΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Ή ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ;

 Μέσα από αυτήν την –αναγκαστικά– πολύ συνοπτική ιστορική αναδρομή, παρακολουθήσαμε το διαβρωτικό και προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, του ρεφορμισμού και του συμβιβασμένου συνδικαλισμού σε διάφορες φάσεις.

Είδαμε ουσιαστικά ότι σε όλες τις ιστορικές φάσεις συγκρούονται σταθερά δύο ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα: Το ρεύμα της ταξικής πάλης με το ρεύμα της ταξικής συνεργασίας και υποταγής. Δύο ρεύματα που βρίσκονται σε διαρκή διαπάλη.

Όπως ήδη αναφέραμε, το ρεύμα του συμβιβασμού πήρε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προδοσίας ειδικά από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας, και αναπτύχθηκε πάνω σε συγκεκριμένο έδαφος ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωνε η καπιταλιστική πραγματικότητα εκείνη την εποχή.

Δεν είναι εδώ ασφαλώς ο χώρος για μια μακροσκελή ανάλυση, αλλά θα βοηθούσε να θυμηθούμε σε τι συνθήκες δρούσε το εργατικό κίνημα σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες.

Μιλάμε για μια ιστορική εποχή που οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποκόμιζαν μυθικά κέρδη από τις αποικιακές τους κτήσεις και την καθυπόταξη ξένων λαών στα μήκη και στα πλάτη ολόκληρου του πλανήτη, γεγονός που τους εξασφάλιζε προνομιακή θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους χάρτες της εποχής και θα δει τη μικροσκοπική (γεωγραφικά) Βρετανία να απλώνει τις αποικιακές της κτήσεις στις 5 ηπείρους, συγκροτώντας την Αυτοκρατορία «όπου ο ήλιος δε δύει ποτέ», διαθέτοντας πάνω από 400.000.000 υπηκόους, σχεδόν το 25% του παγκόσμιου τότε πληθυσμού.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία, μια και μιλάμε γι’ αυτό το παράδειγμα, ξεζούμιζε ληστρικά τους λαούς των αποικιών, αλλά και τη δική της εργατική τάξη. Μπορούσε όμως, από τα τεράστια υπερκέρδη που αποκτούσε από τις κτήσεις της σε όλο τον πλανήτη, να ρίχνει μερικά ψίχουλα στους Βρετανούς εργάτες ενάντια στην ακραία εξαθλίωση στην οποία ως τότε ζούσε μεγάλο κομμάτι της βρετανικής εργατικής τάξης, για να χειραγωγεί το εργατικό κίνημα και να καλλιεργεί ρεφορμιστικές αυταπάτες.

Αντίστοιχα ήταν τα παραδείγματα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανική Αυτοκρατορία, για παράδειγμα, επιδίωξε επίσης να μπει δυναμικά στο μοίρασμα της ληστείας των αποικιών. Μάλιστα, προσπάθησε να στρατεύσει ενεργά σε αυτό τους εργαζόμενους.

Χαρακτηριστικό είναι ένα παράδειγμα από τη διαπάλη μέσα στους κόλπους του γερμανικού εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο, για τον καταστροφικό ρόλο του υποταγμένου συνδικαλισμού.

Το 1884 η αντιδραστική κυβέρνηση της αυτοκρατορικής Γερμανίας ανακοίνωσε ένα κρατικό πρόγραμμα για τη ναυπήγηση νέων πλοίων με σκοπό την ενίσχυση του εμπορικού και πολεμικού της στόλου, σε μια περίοδο που εκδηλωνόταν μια μεγάλη σύγκρουση για τον έλεγχο των αποικιών και την καθυπόταξη ξένων λαών.

Οι συμβιβασμένοι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές χαιρέτησαν την ιμπεριαλιστική πολιτική λέγοντας ότι, εφόσον θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, οι εργάτες δεν έχουν πρόβλημα με την αποικιακή πολιτική της κυβέρνησης. Μάλιστα, ένας σοσιαλδημοκράτης βουλευτής έλεγε με θράσος ότι βλέπει «1.000 λόγους» για να στηρίξει την αποικιοκρατία και ότι οι εργάτες πρέπει απλά να επικεντρωθούν στα οικονομικά οφέλη και στους καλύτερους μισθούς που μπορούν να αποσπάσουν. Μάλιστα, έφτασαν να αναμασούν όλη τη γελοία ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και να λένε για τα «ανθρωπιστικά και πολιτισμικά οφέλη» που έχει η αποικιοκρατία και ότι τα νέα πλοία θα είναι «μεταφορείς του παγκόσμιου πολιτισμού». Ουσιαστικά, η σοσιαλδημοκρατία με αυτά τα επιχειρήματα γινόταν ο καλύτερος προπαγανδιστής της αποικιοκρατικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής μέσα στους εργάτες.5 Όπως είναι κατανοητό, οι συνεπείς ταξικές δυνάμεις ανέδειξαν τη συνολική πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού και πολέμησαν τις ρεφορμιστικές απόψεις. Ανέδειξαν ότι οι εργάτες πρέπει να παλέψουν ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και ότι η εργατική τάξη μόνο συμφορές έχει να περιμένει από αυτούς. Και δικαιώθηκαν, γιατί οι Γερμανοί εργάτες ήταν εκείνοι που οδηγήθηκαν μαζικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ξέσπασε μετά από λίγα χρόνια, λόγω αυτών των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Παρόμοιες απόψεις συναντάμε και σήμερα πάντως. Το έχουμε συναντήσει εδώ, σε ελληνικά ναυπηγεία που δραστηριοποιείται επενδυτικά το αμερικανικό κεφάλαιο. Και βλέπουμε το ρεφορμισμό και το συμβιβασμένο συνδικαλισμό να λέει: «Τι μας νοιάζει αν φτιάχνουμε πλοία για το ΝΑΤΟ και αν θα συμμετέχουν σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αν αυτό μας δίνει δουλειά και καλούς μισθούς;» Είναι ένα παράδειγμα που δείχνει τη σύνθετη και απαιτητική δουλειά που χρειάζεται για να αναδεικνύεται η «μεγάλη εικόνα».

Πάνω σε αυτό το ζήτημα ας θυμηθούμε και ένα χρήσιμο παράδειγμα από την ιστορία της ΠΣΟ:

Στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΠΣΟ στο οποίο, κάτω από το βάρος του μεταπολεμικού συσχετισμού που διαμόρφωσε ο ηρωικός αγώνας και η νίκη ενάντια στο φασισμό από την εργατική τάξη και τους λαούς όλου του κόσμου, αρχικά συμμετείχαν και δυνάμεις του συμβιβασμένου συνδικαλισμού, ο εκπρόσωπος των βρετανικών TUC αρνήθηκε την αναγνώριση της αρχής της ανεξαρτησίας για τους λαούς των αποικιών, λέγοντας ότι αυτά δεν μπορούν να απασχολούν το συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ, ακόμη πιο αποκαλυπτικά, αντιπρόσωπος των ολλανδικών συνδικάτων τάχτηκε ενάντια στην πάλη του ινδονησιακού λαού για ανεξαρτησία, που ήταν τότε υπό τον ολλανδικό αποικιακό ζυγό.

Η ίδρυση και στη συνέχεια η διάσπαση της ΠΣΟ αποτελούν ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της διαχρονικής σύγκρουσης αυτών των δύο γραμμών μέσα στο εργατικό κίνημα.

Αυτό σηματοδότησε η αποχώρηση των συμβιβασμένων συνδικάτων από την ΠΣΟ το 1949 και η ίδρυση της ICFTU, που εκπροσωπούσε τις δυνάμεις της ταξικής συνεργασίας.

Αυτό φάνηκε εξάλλου απ’ όλη την ιστορία των δύο οργανώσεων, που ακολούθησαν αντιδιαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Από την πρώτη στιγμή η ΠΣΟ πάλευε κάτω από τη σημαία της ταξικής πάλης και του προλεταριακού διεθνισμού. Βρέθηκε μπροστά σε κάθε αγώνα της εργατικής τάξης.

Η ICFTU στήριξε όλες τις βασικές πολιτικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, προσπαθώντας να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα. Από τα πρώτα της βήματα στήριξε τότε το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, στήριξε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως τον πόλεμο στην Κορέα, προώθησε την ταξική συνεργασία και τον κοινωνικό εταιρισμό.

Το πόσο γλαφυρά αυτές οι δυνάμεις προπαγάνδιζαν την ταξική συνεργασία φαίνεται από μια χαρακτηριστική δήλωση του George Meany, προέδρου της αμερικανικής AFL-CIO. Όταν το 1955 κατάρτισαν ένα γενικό «σύμφωνο μη επίθεσης» με τις μεγάλες επιχειρήσεις, δήλωνε: «Ποτέ δεν έκανα απεργία στη ζωή μου, ποτέ δε διηύθυνα κάποια απεργία στη ζωή μου, ούτε ποτέ διέταξα κανέναν να κάνει απεργία... Δεν είχα καμία εμπειρία από τέτοιου είδους ενέργειες.»6

Παρόμοιες συμφωνίες ταξικής συνεργασίας μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών προώθησε συστηματικά και το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία με το γνωστό ντοκουμέντο «Αντί της Σύγκρουσης» το 1969 («In Place of Strife»), που σηματοδοτούσε μια συγκροτημένη πρώτη προσπάθεια να περιορίσει τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος και με νομικά μέσα.

Ήταν επίσης η κυβέρνηση των Εργατικών του 1974-1979 που με τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ηγετών των συνδικάτων εισήγαγε ένα συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου των μισθών –το λεγόμενο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»– το οποίο στο όνομα του ελέγχου του πληθωρισμού αποδυνάμωσε τη συλλογική διαπραγμάτευση που είναι ένα από τα θεμέλια της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Προετοιμάστηκε έτσι το έδαφος για τις πιο συστηματικές επιθέσεις στα συνδικάτα, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια από την κυβέρνηση Θάτσερ.

Η γραμμή του ταξικού συμβιβασμού διατυπώθηκε ακόμα πιο καθαρά μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον τότε Γενικό Γραμματέα της Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων και στέλεχος της ETUC Τζον Μονκς. Στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Εταιρισμού (Partnership Institute) της Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων –το οποίο δημιουργήθηκε για να προωθήσει την προσέγγιση μεταξύ συνδικάτων και επιχειρήσεων– δήλωνε χαρακτηριστικά ότι «τα σωματεία μπορούν να δώσουν ώθηση στις επιχειρήσεις. Ο εταιρισμός (partnership) βοηθά τα στελέχη να παίρνουν μαζί τους την εργατική δύναμη. Αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τις επιχειρήσεις, αλλά το μυστικό της επιτυχίας. Πάντοτε έλεγα ότι τα συνδικάτα πρέπει να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος»7.

Την περίοδο 1989-1991, με τις μεγάλες αντεπαναστατικές ανατροπές στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες στην Ευρώπη, πολλές και μεγάλες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ολόκληρο τον πλανήτη αποδέχτηκαν την αντίληψη που προωθούσαν πολύ δραστήρια και διάφορες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ότι η ΠΣΟ έπρεπε να διαλυθεί και όλοι να τρέξουν κάτω από την ομπρέλα της ITUC.

Στα χρόνια εκείνα η αντιπαράθεση των δύο γραμμών μέσα στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πολύ έντονη. Ο τυχοδιωκτισμός και ο οπορτουνισμός συναντήθηκαν με τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες. Πολλές σημαντικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αποχώρησαν με συνοπτικές διαδικασίες από την ΠΣΟ εξαπατώντας τα μέλη τους, υποστηρίζοντας την παλιά ρεφορμιστική πλάνη ότι δήθεν θα αλλάξουν «από τα μέσα» τα συνδικαλιστικά όργανα της διεθνούς μπουρζουαζίας. Ότι δήθεν θα τα μετατρέψουν σε «ταξικές επάλξεις» και αγωνιστικά εργαλεία.

Τα παραδείγματα από αυτήν την πείρα είναι πολλά. Η γαλλική CGT, η ιταλική CGIL και πολλές ακόμη μπήκαν στο «σοσιαλδημοκρατικό μαντρί».

Από τότε, από το 1995 μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 27 χρόνια. Δεν είναι λίγα για να βγάλει κανείς συμπεράσματα. Τι έδειξε η πράξη; Ποιος ήταν εκείνος που άλλαξε; Ποιος τελικά ενσωμάτωσε ποιον; Κατ’ αναλογία μας θυμίζει εκείνο που έλεγε η μεγάλη επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη συμμετοχή σοσιαλιστών σε αστικές κυβερνήσεις. Δεν πραγματοποιείται μια μερική «κατάληψη» του κράτους από τους σοσιαλιστές, όπως έλεγαν τότε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά γίνεται κατάληψη των σοσιαλιστικών κομμάτων από το αστικό κράτος.

Περιορίζομαι να θυμίσω μόνο ότι η CGT Γαλλίας, με την ένδοξη και ηρωική της ιστορία, έφτασε σήμερα να στηρίζει και να αποδέχεται στην ITUC και στην ETUC ηγεσίες όπως της CFDT. Να στηρίζει ηγεσίες που ουσιαστικά λειτουργούν ως όργανα των ιμπεριαλιστών στους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία, στο Μάλι και τώρα στην Ουκρανία.

Τα γεγονότα και οι πράξεις μαρτυρούν την αλήθεια. Και είναι χρήσιμο να διδασκόμαστε από αυτήν την πείρα, γιατί αυτά τα παραδείγματα επιβεβαιώνουν το βρόμικο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη.

Αυτή είναι η σταθερή γραμμή του ρεύματος του συμβιβασμού. Ταξική προδοσία των εργατικών συμφερόντων, υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, διάσπαση της ενότητας της εργατικής τάξης.

Και έχουμε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα ο καθένας από τη δική του χώρα, από το δικό του κλάδο, από την πρόσφατη και παλιότερη πείρα.

Ένα τελευταίο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπονομευτικής δουλειάς της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού:

Πριν λίγο καιρό οι συναγωνιστές μας στη Γαλλία έδωσαν μια μεγάλη απεργιακή μάχη στα διυλιστήρια, που την παρακολούθησε στενά το διεθνές εργατικό κίνημα, που στάθηκε παράδειγμα, έδωσε κουράγιο σε πολλούς εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο.

Τι απαντούσαν οι εκπρόσωποι της ETUC σε αυτόν τον ηρωικό απεργιακό αγώνα; Πολέμησαν την απεργία λέγοντας ότι δε συντρέχουν «επαρκείς λόγοι», τονίζοντας ότι η λύση βρίσκεται «μέσω του κοινωνικού διαλόγου, που έχει αποδειχτεί η μόνη αποτελεσματική μέθοδος»8.

 

Β) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ. ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ Ή ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ;

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και το ξέσπασμά του αποτελούν μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις των καταστροφικών συνεπειών του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Των αντιθέσεων ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες που, όταν δεν μπορούν να επιλυθούν με «ειρηνικά μέσα», επιλύονται με ένοπλες συγκρούσεις. Η θεμελιώδης διαπίστωση του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου Καρλ φον Κλάζουζεβιτς, ότι ο «πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής», έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Για το εργατικό κίνημα σημαίνει ότι, όπως στην ειρήνη έτσι και στον πόλεμο, η αστική τάξη επιδιώκει τη διαιώνιση και το μεγάλωμα της κερδοφορίας της. Ότι όπως στην ειρήνη εκατομμύρια εργάτες ξεζουμίζονται για τα κέρδη των αφεντικών, έτσι και στον πόλεμο εκατομμύρια εργάτες ρίχνονται στα πεδία των μαζών για ξένα και όχι για δικά τους συμφέροντα.

Και πάλι η ιστορική πείρα θα μας βοηθήσει για να δούμε τον προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα, στο χτες και στο σήμερα.

Την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς υιοθέτησαν τη θέση του σοσιαλσοβινισμού, υποστηρίζοντας επί της ουσίας τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην κάθε χώρα. Ο πόλεμος έγινε για το μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κάθε κυβέρνηση έλεγε βέβαια στο λαό της ότι ο πόλεμος γίνεται για τα «εθνικά» συμφέροντα, εννοώντας τα δικά της συμφέροντα, βαφτίζοντας ως «εθνικά συμφέροντα» την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Μόνο μια μικρή πρωτοπορία, οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι, οι Γερμανοί Σπαρτακιστές και ορισμένες άλλες λίγες δυνάμεις στο διεθνές εργατικό κίνημα κράτησαν ψηλά τη σημαία του ταξικού αγώνα και του προλεταριακού διεθνισμού, καταγγέλλοντας τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές. Και αυτοί κράτησαν όρθιο το διεθνές προλεταριάτο. Λόγω αυτή της συνεπούς γραμμής το ρωσικό προλεταριάτο κατάφερε να οδηγηθεί στην ιστορική του νίκη τον Οκτώβρη του 1917.

Στη Γερμανία, η προδοσία του SPD ήταν βαρύ πλήγμα για το διεθνές κίνημα, καθώς ήταν το παλιότερο και το ισχυρότερο κόμμα της Β΄ Διεθνούς. Τον Αύγουστο του 1914 ψήφισε στο γερμανικό κοινοβούλιο τις πολεμικές πιστώσεις κι έδωσε αμέριστη στήριξη στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στο όνομα της δήθεν «υπεράσπισης της πατρίδας».

Με το ξέσπασμα του πολέμου το SPD προσχώρησε στο δόγμα της λεγόμενης Burgfrieden, της ταξικής ειρήνης, που κυριάρχησε στη γερμανική πολιτική ζωή, με βάση το οποίο τα πολιτικά κόμματα θα απείχαν από την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όσο θα διεξαγόταν ο πόλεμος, στο όνομα της εξασφάλισης της εθνικής ομοψυχίας. Με άλλα λόγια, υιοθέτησε μια γραμμή οικειοθελούς υπαναχώρησης από την ταξική πάλη, υιοθέτησε την προδοσία και το συμβιβασμό. Το ίδιο έκαναν και οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ουσιαστικά, τα στελέχη των εργατικών συνδικάτων αναλάμβαναν ένα νέο ρόλο στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας. Εφόσον είχαν οικειοθελώς παραιτηθεί από το δικαίωμα της απεργίας και τις διεκδικήσεις, ουσιαστικά αναλάμβαναν αναβαθμισμένο ρόλο στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των επιχειρήσεων, για τη συμβολή στον πολεμικό σκοπό.

Αυτά έλεγαν οι σοσιαλδημοκράτες στους Γερμανούς εργάτες ανάμεσα στους οποίους είχαν μεγάλη επιρροή. Τους έλεγαν ότι πρέπει να πάνε να πολεμήσουν για τα συμφέροντα των Γερμανών καπιταλιστών.

Από την άλλη, οι Βρετανοί σοσιαλδημοκράτες και ρεφορμιστές συνδικαλιστές έλεγαν στους Βρετανούς στρατιώτες ότι τα δικά τους συμφέροντα ήταν να πολεμήσουν ενάντια στους Γερμανούς εργάτες.

Συνδικαλιστές των Εργατικών –όπως ο Τζον Μπρόμλεϊ, γενικός γραμματέας των σιδηροδρομικών– προπαγάνδιζαν ενεργά υπέρ του πολέμου και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μπρόμλεϊ έλεγε χαρακτηριστικά: «Τώρα για τον εργάτη που καλείται να χύσει το αίμα του θα ήταν σίγουρα καταστροφή μια νικήτρια Γερμανία. Εμείς εξασφαλίζουμε τις τράπεζες από περιττά ρίσκα, εμείς διασφαλίζουμε τα κέρδη των σιδηροδρόμων. Και οι δύο θεσμοί είναι κομμάτια της μεγάλης μας Αυτοκρατορίας, της οποίας οι ανάγκες πρέπει να προστατευθούν.»9

Και οι δύο πρόδιδαν την αδελφοσύνη ανάμεσα στους εργάτες. Τάσσονταν με τα συμφέροντα των καπιταλιστών των δικών τους χωρών ενάντια στα κοινά συμφέροντα των εργατών όλων των χωρών, που δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους.

Από το μακρινό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ας μεταφερθούμε σε πιο πρόσφατα παραδείγματα.

Ας θυμηθούμε το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία το 1999. Έναν πόλεμο που διεξήγαγαν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Στις ΗΠΑ τότε Πρόεδρος ήταν ο Μπ. Κλίντον του «Δημοκρατικού» Κόμματος, πρόεδρος της Κομισιόν ο Ιταλός σοσιαλδημοκράτης Ρ. Πρόντι και επικεφαλής του ΝΑΤΟ ο Ισπανός σοσιαλδημοκράτης Χ. Σολάνα. Επίσης, στην ΕΕ εκείνη την περίοδο ηγούνταν στις κυβερνήσεις πολλών χωρών-μελών οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Στη Γερμανία ο Γκ. Σρέντερ, στην Ιταλία με πρωθυπουργό τον Μ. Ντ’ Αλέμα, στη Γαλλία ο Λ. Ζοσπέν, στη Βρετανία ο Τ. Μπλερ, στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ.

Και πάμε στο σήμερα.

Οι σοσιαλδημοκράτες είναι από τις δυνάμεις που πρωτοστατούν στην κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και στην κούρσα των εξοπλισμών.

Με πιο εμβληματικό παράδειγμα την απόφαση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Όλαφ Σολτς να ανακοινώσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ των 100 δισ. για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, που προβάλλονται δήθεν ως «πρότυπο» της «προοδευτικής διακυβέρνησης», πρωταγωνίστησαν στη μαζική αποστολή βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, προσπαθώντας μάλιστα αρχικά να παραπλανήσουν, παρουσιάζοντας ψευδώς ότι αποστέλλουν μόνο «ανθρωπιστική βοήθεια».

Και ας μην ξεχνάμε ότι με τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε Σουηδία και Φινλανδία τέθηκε το αίτημα ένταξής τους στο ΝΑΤΟ, δηλαδή της διεύρυνσης και ενίσχυσης της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

 

Γ) ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΑΪΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ»

Οι σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις θέλουν να κρατάνε το κίνημα εγκλωβισμένο στην αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο». Σα να λέμε ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός που κερδισμένοι ταυτόχρονα και εξίσου βγαίνουν και ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, και ο εργάτης και ο βιομήχανος, ο εφοπλιστής, ο τραπεζίτης.

Εμείς λέμε ότι ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει βαθύ χάσμα, μια βαθιά και ανειρήνευτη αντίθεση. Αυτή είναι η αρχή της ταξικής πάλης. Ότι μόνο μέσα από τους αγώνες τους μπορούν να κερδίζουν οι εργάτες. Μέχρι να απαλλαγούν οριστικά από τα κεφαλαιοκρατικά παράσιτα.

Ο «μύθος» ενός τέτοιου φιλολαϊκού καπιταλισμού ή μιας δήθεν «προοδευτικής» κυβέρνησης που μπορεί να διαχειριστεί φιλολαϊκά τον καπιταλισμό προς όφελος των εργαζόμενων έχει διαψευστεί πολλές φορές. Και αυτό γιατί ο καπιταλισμός κινείται με τους δικούς του νόμους. Με τους νόμους του κέρδους. Και αν δεν ανατραπεί αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία φιλολαϊκή αλλαγή υπέρ του λαού.

Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι σήμερα στην ΕΕ, σε πάνω από 10 χώρες κυβερνούν ή συγκυβερνούν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Είδαμε τι κάνουν αυτές οι «προοδευτικές κυβερνήσεις» και το ρόλο τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Τι κάνουν επίσης για το τεράστιο κύμα ακρίβειας που πλήττει τα λαϊκά εισοδήματα; Ας δούμε, για παράδειγμα, τον τομέα της ενέργειας. Από κοινού και τα φιλελεύθερα-συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν προωθήσει όλα αυτά τα χρόνια τη στρατηγική απελευθέρωσης της ενέργειας, με βάση την οποία έχουν πλουτίσει τα μονοπώλια του συγκεκριμένου κλάδου που βρίσκονται τώρα σε περίοδο χρυσής κερδοφορίας λόγω των υψηλών τιμών. Επίσης, διαφημίζουν τις λεγόμενες «πράσινες επενδύσεις», παρουσιάζοντας ψευδώς ότι οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται τάχα για το περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα νοιάζονται για νέα επενδυτικά πεδία όπου θα τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους για μεγαλύτερη κερδοφορία.

Η ΕΕ εξάλλου έχει διαμορφώσει ένα ολόκληρο αντιλαϊκό πλαίσιο, με το εμπόριο ρύπων και το χρηματιστήριο ενέργειας, για να πληρώνει πάντα ο λαός.

Εξάλλου, μέσα από τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και την καπιταλιστική Ρωσία υπάρχουν τμήματα των καπιταλιστών που θησαυρίζουν. Πολύ ενδεικτικά, ένας ισχυρός Έλληνας εφοπλιστής, πρόεδρος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, δήλωνε σχετικά: «Το εμπάργκο στις θαλάσσιες μεταφορές ρωσικού πετρελαίου θα έχει για μας θετικό αποτέλεσμα: Εμείς, οι εφοπλιστές, θα γίνουμε πλουσιότεροι. Το κόστος μεταφοράς, το οποίο έχει ήδη εκτοξευτεί στα ύψη, θα αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα!»10

Οι σοσιαλδημοκρατικές και οι ρεφορμιστικές δυνάμεις δεν αρκούνται όμως μόνο στο να κρατάνε το κίνημα εγκλωβισμένο στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας. Ούτε στο να αναπτύσσουν μηχανισμούς στήριξης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Επιδιώκουν συχνά να χειραγωγήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και τις αγωνιστικές διεκδικήσεις που μπορεί να προκύπτουν κάτω από το βάρος των προβλημάτων, να εξασφαλίσουν τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από την κυβερνητική εναλλαγή ανάμεσα στις δυνάμεις που εκπροσωπούν το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, να μετατρέπουν το εργατικό κίνημα σε ουρά και βοηθό στα σχέδια για την κυβερνητική άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτή η πείρα ασφαλώς δεν περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη, αλλά είναι παρόμοια, στην ουσία της, σε όλες τις ηπείρους. Σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις εκλέχτηκαν καλλιεργώντας μεγάλες ελπίδες για τα λαϊκά στρώματα στις χώρες τους, αλλά η εξέλιξη της θητείας τους αποκάλυψε ότι αυτές οι ελπίδες ήταν ψεύτικες και τελείως αποπροσανατολιστικές.

Όχι μόνο διέψευσαν τις προσδοκίες των λαϊκών μαζών που τους είχαν στηρίξει, αλλά οι πολιτικές τους ευθυγραμμίστηκαν κατά κανόνα με τις απαιτήσεις των μονοπωλίων. Αυτό συνέβη κατ’ επανάληψη τις τελευταίες δεκαετίες σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Ας θυμηθούμε την περίπτωση του σοσιαλδημοκράτη Προέδρου του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορέα (2007-2017) ο οποίος, ενώ εκλέχτηκε με διεθνείς πανηγυρισμούς ως δήθεν ριζοσπάστης προοδευτικός, προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, εξαπέλυσε επιθέσεις ενάντια στα ταξικά συνδικάτα της χώρας και σήμερα κρύβεται στο Βέλγιο, χώρα καταγωγής της συζύγου του, καθώς στο Εκουαδόρ καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλακή για διαφθορά και σπατάλη δημόσιου χρήματος.

Άλλο παράδειγμα, διαφορετικό, αλλά με ομοιότητες σε σχέση με τη διάψευση των προσδοκιών, είναι και η περίπτωση της κυβέρνησης της Χιλής υπό τη Μισέλ Μπατσελέ τα προηγούμενα χρόνια, η οποία ενώ επίσης εκλέχτηκε με ψεύτικες υποσχέσεις ότι θα αλλάξει τη χώρα της υπέρ των εργαζόμενων, σύντομα όλα αυτά διαψεύστηκαν. Και ενώ οι εργαζόμενοι της γύρισαν την πλάτη, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την έχουν ανταμείψει δίνοντάς της το υψηλό αξίωμα που έχει σήμερα στον ΟΗΕ,

Θα μπορούσαμε επίσης να φέρουμε και άλλα παραδείγματα, από άλλες χώρες. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πλευρές από τη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών στη Βενεζουέλα, αλλά ας μην επεκταθούμε σε αυτό. Θα περιοριστώ μόνο στο να αναφέρω ότι, κατά την άποψή μου, μέσα από πολλές αρνητικές πλευρές της πείρας ουσιαστικά υπονομεύεται η αντίληψη που όλοι έχουμε για το σοσιαλισμό και για το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, όταν ακούμε επισήμως ότι η Βενεζουέλα προχωράει «οικοδομώντας σοσιαλισμό».

Τι αποδεικνύεται και στην περίπτωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής; Ότι διάφορες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις έρχονται και παρέρχονται στις κυβερνήσεις, και ο καπιταλισμός ζει και βασιλεύει.

Δε θα μπορούσαμε ασφαλώς να μην αναφερθούμε στην πλούσια πείρα που είχαμε στη χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, των μεγάλων αγώνων και απεργιακών συγκρούσεων, αλλά και της προσπάθειας του καπιταλιστικού συστήματος να ενσωματώσει τις λαϊκές κινητοποιήσεις μέσα από την άνοδο ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Μια και, όπως είναι φυσικό, πολλοί από τους συμμετέχοντες στη σημερινή συζήτηση μπορεί να μην έχετε γνώση των λεπτομερειών του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, θα δώσουμε ένα σύντομο περίγραμμα.

Η Ελλάδα χτυπήθηκε ιδιαίτερα από την καπιταλιστική κρίση μετά το 2009. Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είχε μεγάλες δυσκολίες στη διαχείρισή της. Είχε υψηλό κρατικό χρέος και δανεισμό, ενώ προσπαθούσε να φορτώσει τα βάρη της κρίσης στο λαό με τεράστιες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, μεγάλη μείωση μισθών και συντάξεων, τεράστιας κλίμακας περικοπή δαπανών, με μεγάλη υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Ξέσπασαν μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες και απεργιακές κινητοποιήσεις. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα πρωτοστάτησαν στους αγώνες της εργατικής τάξης για την προστασία των δικαιωμάτων της, αλλά έδωσαν επίσης μεγάλη μάχη για τον προσανατολισμό των αγώνων, για να φανεί ο πραγματικός εχθρός, ο καπιταλισμός, και να μην παρασυρθεί το εργατικό κίνημα σε ανώδυνα ξεσπάσματα.

Το πολιτικό σύστημα συνάντησε αρκετές δυσκολίες διαχείρισης της λαϊκής οργής, αλλά είχε και μεγάλες αντιθέσεις και αντιφάσεις για το πώς να διαχειριστεί αυτήν την κρίση. Σε μια περίοδο 4 περίπου χρόνων άλλαξαν, η μία μετά την άλλη, 7 διαφορετικές κυβερνήσεις απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, ενώ μάλιστα δοκιμάστηκαν και οι λύσεις κυβερνήσεων συνασπισμού, ανάμεσα στις πιο διαφορετικές δυνάμεις, από δεξιά συντηρητικά ως ακροδεξιά κόμματα, με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Το σημειώνουμε, γιατί μπορεί να είναι συνηθισμένο σε άλλες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα, που με βάση το εκλογικό σύστημα συγκροτούνται συνήθως μονοκομματικές κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Η λύση των κυβερνήσεων συνεργασίας ήταν ένα από τα μέσα για καθησυχάσουν το λαό.

Καθώς τα πιο παραδοσιακά κόμματα που κυβερνούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν φθαρεί αρκετά, το κεφάλαιο επέλεξε να φέρει στο προσκήνιο ένα «νέο» κόμμα, για να μπορέσει να ενσωματώσει τη διαμαρτυρία και να βγάλει το κεφάλαιο από την κρίση. Ένα κόμμα που δεν είχε δοκιμαστεί πριν στη διακυβέρνηση και γι’ αυτό μπορούσε να καλλιεργήσει πιο εύκολα αυταπάτες στο λαό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που ως τότε ήταν στο 3%, στηρίχτηκε πολλαπλά από το κεφάλαιο, εκτοξεύτηκε μέσα σ’ ένα-δυο χρόνια σε κυβερνητικό κόμμα. Του έδωσαν δυνάμεις και στελέχη από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πήρε τα εύσημα από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ και ανήλθε στη διακυβέρνηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις όλα τα προηγούμενα χρόνια προσπαθούσαν να παραπλανήσουν για το χαρακτήρα της κρίσης. Έλεγαν ότι φταίνε μόνο οι «κακοί ξένοι δανειστές» και ότι μπορεί μέσα σε μια νύχτα να διορθώσει όλα τα προβλήματα. Για να κρύψει τον πραγματικό ένοχο, να αθωώσει την ελληνική αστική τάξη, να εμποδίσει το λαό να βγάλει συμπεράσματα. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό κίνημα έδωσαν μεγάλη μάχη όχι μόνο για τον αγώνα και τη μαζικότητα, αλλά και για το περιεχόμενο και προσανατολισμό του κινήματος. Έδειξαν ότι ένοχος είναι ο καπιταλισμός και ότι οι εργάτες δεν πρέπει να έχουν καμία εμπιστοσύνη σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ότι εύκολες λύσεις χωρίς σύγκρουση δεν υπάρχουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις προσπαθούσαν να περιορίσουν τις εργατικές κινητοποιήσεις αποκλειστικά και μόνο ενάντια στη συγκεκριμένη κυβέρνηση («κάτω η κυβέρνηση»), μόνο και μόνο για ν’ ανοίξει ο δρόμος για ν’ ανέβει ο ίδιος στην κυβέρνηση. Στην ουσία ήθελαν να αξιοποιήσουν τους αγώνες ως «μοχλό» για εναλλαγή στην αστική διακυβέρνηση. Το ΠΑΜΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα από την άλλη πρόβαλε το σύνθημα «τέρμα πια στις αυταπάτες, ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες», για να δείξει τον παραπλανητικό χαρακτήρα των υποσχέσεων.

Τι έκανε λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ, η «νέα» σοσιαλδημοκρατία; Με πολλές ψεύτικες ελπίδες, καθώς μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού πίστεψε ότι μπορούσε χωρίς σύγκρουση να πετύχει μεγάλες και εύκολες νίκες; Όταν βγήκε στην κυβέρνηση, υπέγραψε νέες, ακόμη χειρότερες συμφωνίες με την ΕΕ και τους δανειστές (το λεγόμενο 3ο Μνημόνιο), ανέλαβε να περάσει τα πιο δύσκολα μέτρα που μέχρι πρότινος συναντούσαν αντίσταση, συγκυβέρνησε με ακροδεξιές δυνάμεις για να συγκεντρώσει πλειοψηφία, συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ. Ο πρέσβης των ΗΠΑ μάλιστα στην Ελλάδα είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η κυβέρνηση με την οποία συνεργάστηκε καλύτερα όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Τι έκανε στο εργατικό κίνημα; Πολύ συνοπτικά, επέκτεινε τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, διατήρησε την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα» (δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου). Με νόμο έκανε περικοπές ενάντια στα ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ με δικό του νόμο επίσης χτύπησε το δικαίωμα στην απεργία, δυσκολεύοντας τις προϋποθέσεις για να μπορούν τα συνδικάτα να κηρύξουν απεργία. Αυτά έκανε η λεγόμενη «προοδευτική» κυβέρνηση.

Τότε πολλοί έλεγαν στο ΠΑΜΕ και στις ταξικές δυνάμεις ότι έπρεπε να στηρίξουν το ΣΥΡΙΖΑ και ότι είναι υπερβολική η κριτική που του ασκούμε.

Αυτή η πείρα δείχνει ποιος δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.

 

ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

Η ιστορική αλλά και η σύγχρονη πείρα επιβεβαιώνουν ένα διαχρονικό συμπέρασμα: Η σοσιαλδημοκρατία και ο ρεφορμισμός αποτελούν επικίνδυνο εχθρό του ταξικού εργατικού κινήματος. Έχουν επιδείξει σε διάφορες φάσεις και μεταβαλλόμενες συνθήκες ξεχωριστή ευελιξία και ικανότητα να προωθούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη.

Θα κλείσουμε τονίζοντας τρία σημεία:

 

α) Σε όλη την ιστορική πορεία του εργατικού κινήματος θα συναντήσουμε δύο γραμμές: Τη γραμμή της ταξικής πάλης και τη γραμμή του ταξικού συμβιβασμού.

Στα διάφορα γεγονότα, στις διάφορες ιστορικές φάσεις, ξανά και ξανά θα συναντήσουμε αυτές τις δύο γραμμές σε διαρκή αντιπαράθεση.

Η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε ιστορική έκφραση ακριβώς αυτού του ρεύματος της ταξικής συνεργασίας.

Και στην ανάπτυξή της όλο τον 20ό αιώνα, μέχρι σήμερα, διατρέχοντας μια ολόκληρη πορεία από το ρεφορμισμό στην υποταγή και στην υπηρέτηση των καπιταλιστικών συμφερόντων, αποτελεί ένα αστικό πολιτικό ρεύμα που είναι σήμερα πυλώνας για τη σταθερότητα του συστήματος και για την κυβερνητική εναλλαγή ανάμεσα στις δυνάμεις που υπηρετούν το κεφάλαιο.

 

β) Σε όλα τα μεγάλα ζητήματα οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού σκορπάνε σύγχυση και βάζουν μεγάλα εμπόδια στην πάλη των εργατών.

Είδαμε επίσης μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα την πολύπλευρη σύνδεση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες.

Ότι σε όλα τα κορυφαία ζητήματα της ταξικής πάλης επεξεργάζονται τρόπους για να χειραγωγήσουν το κίνημα της εργατικής τάξης. Τέτοια είναι η στάση τους στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όπως και στο ζήτημα του εγκλωβισμού στις λεγόμενες «προοδευτικές κυβερνήσεις».

Με τέτοιους τρόπους θέλουν το κίνημα εγκλωβισμένο, υποταγμένο, να μην μπορεί να δει έξω από τα όρια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Θέλουν να καλλιεργούν τις αυταπάτες του δήθεν «φιλολαϊκού» καπιταλισμού, για να μη διαλέγουν οι εργαζόμενοι το δρόμο της ρήξης και της ανατροπής.

 

γ) Αναδεικνύεται ότι μόνο η γραμμή της ταξικής πάλης ανοίγει δρόμο. Η πάλη ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και το ρεφορμισμό είναι προϋπόθεση για να μπορεί να μετράει βήματα η ενίσχυση του ταξικού εργατικού κινήματος.

Με υπομονή βέβαια απέναντι στους εργάτες που παρασύρονται από τέτοιες υποσχέσεις, με πείσμα, για να εξηγούμε, να αποδεικνύουμε και ταυτόχρονα να οργανώνουμε τον αγώνα. Αλλά, παράλληλα, ανυποχώρητα απέναντι στους ξεπουλημένους συνδικαλιστές και στις ηγεσίες του εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Με περηφάνια βαδίζουμε το δρόμο της ταξικής πάλης, της ταξικής σύγκρουσης. Ξέρουμε ότι δεν είναι ένας εύκολος δρόμος. Ότι απαιτεί προσπάθεια και θυσίες. Είναι όμως η μοναδική επιλογή που έχει η εργατική τάξη.

Βαδίζουμε με πίστη στη δύναμη που έχει η τάξη μας. Αντλούμε αυτήν την πίστη από την ηρωική ιστορία μας, αλλά και από τους σημερινούς μας αγώνες που μας γεμίζουν πείσμα, θέληση κι ελπίδα!

Γιατί έτσι κάνουμε το δικό μας καθήκον στην ιστορική μας αποστολή, στην πάλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική σκλαβιά!

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Εισηγητική ομιλία του Κωστή Μπορμπότη, μέλους της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, στο διεθνές ιδεολογικο-πολιτικό σεμινάριο με θέμα «The historical treacherous role of social democracy against the revolutionary struggle of workers» που διοργάνωσε το International Workers’ Institute (IWI) το Δεκέμβρη του 2022. Το Σεμινάριο παρακολούθησαν 95 συνδικαλιστικά στελέχη από 35 χώρες, που δρουν σε οργανώσεις με ταξικό-αγωνιστικό προσανατολισμό. Το πλήρες κείμενο της παρουσίασης, το οπτικό υλικό, όπως και η συζήτηση που ακολούθησε είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του IWI.

  1. Κ. Μαρξ, «Εργατικά Συνδικάτα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους» (1866), στη συλλογή κειμένων Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Για το ρεφορμισμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1992, σελ. 58-60.
  2. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από 1848 ως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 49.
  3. Παρατίθεται στο Ρ. Π. Ντατ, Φασισμός και κοινωνική επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014, σελ. 215.
  4. Γ. Μπιθυμήτρης, «Μια ιδιότυπη σοσιαλδημοκρατική συνδικαλιστική ταυτότητα: ΠΑΣΟΚ και συνδικάτα από τη μεταπολίτευση στην κρίση», στο συλλογικό τόμο ΠΑΣΟΚ 1974-2018, Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές, επιμ. Β. Ασημακόπουλος - Χ. Τάσσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 150.
  5. V. Lidtke, The Outlawed Party, Social Democracy in Germany, 1878-1890, Princeton University Press, New York, 1966, σελ. 150.
  6. Νew York Times, 10.12.1955.
  7. Βλ. Κ. Πατέρας, «Σημειώσεις για την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, η περίπτωση της Βρετανίας», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2008.
  8. «Grève dans les raffineries: la CFDT désapprouve et préfère ‘’négocier’’», Le Figaro, 8.10.2022.
  9. Αναφέρεται στο Robert Griffiths, Driven by ideals: A History of ASLEF, ASLEF ed., London, 2005.
  10. Ο εφοπλιστής Ν. Βερνίκος, σε δηλώσεις του στη γαλλική εφημερίδα Libération, 1.12.2022.