Ο ρόλος των μεσαίων στρωμάτων στη διαδικασία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ


του Δημήτρη Αμπατιέλου

Στο κείμενο αυτό, που βασίζεται σε τοποθέτηση στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ με θέμα «Η παρέμβαση του ΚΚΕ στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης» (Φλεβάρης 2020), παρουσιάζονται κάποια πρώτα στοιχεία, σκέψεις και συμπεράσματα γύρω από το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ). Πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβλημα, το οποίο χρήζει πιο σταθερής και αναλυτικής μελέτης, ακόμα περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς πως εντάσσεται μέσα στο γενικότερο ζήτημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ, μιας πορείας που κινήθηκε με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό στις διάφορες ιστορικές περιόδους, αντανακλώντας και τις εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

 

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Τα πρώτα βήματα στην κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής με κεντρικό σχεδιασμό και σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος ξεκίνησαν στο γερμανικό έδαφος μετά τη συντριβή του φασισμού, στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής (ΣΖΚ/SBZ) –όπου λίγα χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία1– και αφορούσαν κάποιες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, τον ορυκτό πλούτο, την ενέργεια, το οδικό δίκτυο, τις άλλες συγκοινωνιακές υποδομές. Είναι η περιοχή της μεταπολεμικής Γερμανίας με τις περισσότερες και πιο εκτεταμένες καταστροφές των παραγωγικών δυνάμεων. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή, η οποία στα μέσα του 1945 ανερχόταν στο 10-15% του προπολεμικού επιπέδου στην ίδια περιοχή, ενώ το 45% των βιομηχανικών υποδομών, όπως και το 60% των μεταφορικών μέσων ήταν κατεστραμμένα.

Σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο η Σοβιετική Διοίκηση έστρεψε την προσοχή της στην ανάπτυξη των κλάδων της βιομηχανίας που συνδέονταν με τις ανάγκες του πληθυσμού και την ανοικοδόμηση (ενέργεια, πρώτες ύλες, βασικά καταναλωτικά αγαθά). Παράλληλα θεσμοθέτησε τη σύσταση Γερμανικών Κεντρικών Διοικήσεων με επικεφαλής εκπροσώπους του Αντιφασιστικού Δημοκρατικού Μπλοκ, ως μιας πολιτικής μορφής συνεργασίας των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις, όπως εκφράστηκε στη στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά το 7ο Συνέδριό της.

Όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, πριν εκπνεύσει το 1945 και με αποφάσεις των τοπικών διοικήσεων, άρχισαν να δημεύονται αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλογαιοκτημόνων (άνω των 1000 στρεμμάτων) κι εγκληματιών ναζί (ανεξαρτήτως εμβαδού). Μέχρι την άνοιξη του 1946 είχαν απαλλοτριωθεί 14.000 τέτοιες αγροτικές επιχειρήσεις. Σχεδόν το μισό της διαθέσιμης γης (33 εκατομμύρια στρέμματα) είχε μοιραστεί σε εργάτες γης και σε ακτήμονες αγρότες, ενώ το υπόλοιπο σε αγρότες που είχαν έρθει στη ΣΖΚ από περιοχές που αποσπάστηκαν από τη μεταπολεμική Γερμανία και των οποίων ο γερμανικός πληθυσμός έπρεπε να τις εγκαταλείψει βάσει της Συμφωνίας του Πότσνταμ. Η διαδικασία αυτή, που διεξάχθηκε σε συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης, πέρασε στην Ιστορία ως «δημοκρατική αγροτική μεταρρύθμιση». Ακολούθησε η δημιουργία των αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών (LPG), που ξεκίνησε το 1952 και ολοκληρώθηκε το 1960 με την ένταξη σε αυτούς του 85% της αγροτικά εκμεταλλεύσιμης γης και με το υπόλοιπο 15% να συνενώνεται σε αγροτικές επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας. Στα μέλη των συνεταιρισμών δόθηκε η δυνατότητα να καλλιεργούν από 5 στρέμματα γης για «ατομική εκμετάλλευση», δημιουργώντας έναν ολόκληρο κλάδο ιδιωτικοοικονομικής δραστηριότητας, αν υπολογιστεί ότι ο αριθμός τους με στοιχεία του 1989 ξεπερνούσε τα 900.000. Οι σχέσεις παραγωγής στην ύπαιθρο και οι σχετικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο στη μελέτη της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη ΓΛΔ, το οποίο δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί στο πλαίσιο αυτού του κειμένου.

Μετά από σχετικό δημοψήφισμα το 1946 στη Σαξονία και σε άλλες περιοχές της ΣΖΚ, θεσμοθετήθηκε η απαλλοτρίωση επιχειρήσεων που ανήκαν σε ναζί εγκληματίες πολέμου και η μετατροπή τους σε επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας (VEB). Μονοπωλιακοί όμιλοι όπως οι Siemens, Mannesmann, AEG, Krupp, Henkel, Thyssen κ.ά. μετατράπηκαν σε λαϊκή ιδιοκτησία, ενώ στις δυτικές ζώνες κατοχής το ίδιο διάστημα άρχισαν να επανασυγκροτούνται. Το 1946/1947 πάνω από το μισό της βιομηχανικής παραγωγής παραγόταν σε επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας, μεταξύ αυτών και στις 202 σοβιετικές μετοχικές εταιρίες (SAG). Οι SAG ιδρύθηκαν για την εξασφάλιση των πολεμικών επανορθώσεων, αξιοποιώντας εργοστάσια που ανήκαν σε γερμανικά προπολεμικά μονοπώλια, κυρίως στους κλάδους της χημικής βιομηχανίας και των μηχανοκατασκευών. Το ποσοστό τους στη βιομηχανική παραγωγή της ΣΖΚ μεταξύ 1947 και 1949 ανερχόταν στο 20%. Έως το 1954 η ΕΣΣΔ παραχώρησε σταδιακά αυτές τις βιομηχανικές μονάδες στη ΓΛΔ.2

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΔ

Και ενώ είχαν γίνει τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση της σχεδιασμένης κατάργησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, της μικρής ατομικής παραγωγής και της μεμονωμένης αυτοαπασχόλησης, ακόμα και της μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας του παραγωγικού συνεταιρισμού στη βιοτεχνία, εμφανίζονταν ταλαντεύσεις για τον τρόπο και το ρυθμό υλοποίησης του στόχου αυτού. Έτσι, δίπλα στις επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας υπήρχαν 36.000 καπιταλιστικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, ένα καπιταλιστικό χονδρεμπόριο και 242.000 ιδιωτικές επαγγελματοβιοτεχνικές επιχειρήσεις.

Ενδεικτικό για την πορεία που θα ακολουθούνταν ήταν μια τροποποίηση σε προγραμματική κατεύθυνση κατά το 15ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΚΚΓ/KPD) τον Απρίλη του 1946. Στο Συνέδριο αυτό εγκρίθηκε η ενοποίηση του ΚΚΓ με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΣΔΚ/SPD), που υλοποιήθηκε σε εφαρμογή του στρατηγικού στόχου του «αντιφασιστικού δημοκρατικού μετασχηματισμού». Ενώ στο προσχέδιο του Προγράμματος αναφερόταν ότι το (υπό ίδρυση) Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (EΣΚΓ/SED) παλεύει «για τη μετατροπή της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία», στην τελική πρόταση προς το Συνέδριο, στο κεφάλαιο για την πάλη για το σοσιαλισμό, διατυπώθηκε η αντικατάσταση του στόχου της μετατροπής της ατομικής ιδιοκτησίας σε μετατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.3 Η υποχώρηση αυτή έγινε κάτω από την πίεση των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που προσχωρούσαν στο Κόμμα, χωρίς να έχουν μετατραπεί μέσα σε μια νύχτα σε μαρξιστές-λενινιστές, ενώ βασίζονταν και σε στρατηγικές αντιλήψεις για την ύπαρξη σταδίων στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο γερμανικό έδαφος.

Αυτή η κατεύθυνση είχε βρει και την έκφρασή της στο Ιδρυτικό Ντοκουμέντο του ΕΣΚΓ, το οποίο έθετε τους στόχους «της συνένωσης επιχειρήσεων σε επιμελητήρια», «του περιορισμού των κερδών των επιχειρηματιών και της προστασίας των εργαζόμενων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση». Στο ίδιο κείμενο διατυπώνονταν και οι στόχοι της «απελευθέρωσης από κάθε εκμετάλλευση και καταπίεση, από οικονομικές κρίσεις, φτώχεια, ανεργία και ιμπεριαλιστική πολεμική απειλή. Ο στόχος αυτός, η λύση των εθνικών και κοινωνικών ζωτικών ζητημάτων του λαού μας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με το σοσιαλισμό».4

Εφαρμόστηκαν διάφορες μορφές παρέμβασης στην ατομική και ομαδική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της (π.χ. επιχειρήσεις κρατικής συμμετοχής, «ημικρατικές» επιχειρήσεις και παραγωγικοί συνεταιρισμοί), χωρίς να περιορίζεται ουσιαστικά ακόμα ο ρόλος της ατομικής ιδιοκτησίας και των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον κλάδο της βιοτεχνίας. Ο αριθμός τους το 1949 ανερχόταν στις 304.000 και των απασχολούμενων σε αυτές στις 976.000.5 Το ίδιο διάστημα, στη νεαρή ΓΛΔ δραστηριοποιούνταν στον τομέα της βιομηχανικής εμπορευματικής παραγωγής 17.540 μικρές και μεσαίες καπιταλιστικές επιχειρήσεις με 547.000 εργαζόμενους.

Η ταξική πάλη –και μάλιστα σε καθεστώς ανοιχτών συνόρων με τον ιμπεριαλισμό– οξυνόταν σοβαρά. Παρουσιάζονταν δυσκολίες στην πορεία της οικοδόμησης από τα προβλήματα που δημιουργούσε η όξυνση της πολιτικής και διπλωματικής πίεσης των ιμπεριαλιστών προς τη ΓΛΔ, οι οποίοι είχαν θέσει ως στόχο την εξαφάνισή της και με στρατιωτικά μέσα. Στις συνθήκες αυτές υλοποιήθηκαν το 1952 τα πολυδάπανα, αλλά απόλυτα αναγκαία μέτρα της ενίσχυσης των συνοριακών εγκαταστάσεων στα σύνορα με την ΟΔΓ μήκους 1.400 χιλιομέτρων6 και της δημιουργίας της Στρατοπεδευμένης Λαϊκής Αστυνομίας (KVP) ως προδρόμου του Εθνικού Λαϊκού Στρατού (NVA).

Από το Σεπτέμβρη του 1952 το ΕΣΚΓ και τα κρατικά όργανα προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τις αντεπαναστατικές επιθέσεις στο εσωτερικό και από τα έξω, με αποφάσεις και μέτρα που οδηγούσαν στην επιτάχυνση του ρυθμού της σοσιαλιστικής βαριάς βιομηχανίας και τον περιορισμό των δραστηριοτήτων που προέρχονταν από τον καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας. Την ίδια χρονιά, ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας δεν κατέβαλε φόρους ύψους 140 εκατομμυρίων μάρκων, πολλοί επιχειρηματίες κερδοσκοπούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι κατέστρεφαν τα εργοστάσια κι έφευγαν για την ΟΔΓ.

Το α΄ τρίμηνο του 1953 το γενικό οικονομικό πλάνο είχε καλυφθεί κατά 97%, ενώ το πλάνο στον κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων μόνο κατά 90%, με τις δυσκολίες της τροφοδοσίας του πληθυσμού ν’ αυξάνονται. Κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, που πάρθηκαν όμως εσπευσμένα και χωρίς επαρκή σχεδιασμό, όπως η αύξηση των ατομικών πλάνων παραγωγής κατά 10% στον κατασκευαστικό και έως 30% σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους, δεν έγιναν αποδεκτά από την πλειονότητα των εργαζόμενων και προξένησαν ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Ο ταξικός αντίπαλος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το κλίμα που είχε δημιουργηθεί και το οποίο κορυφώθηκε στην απόπειρα αντεπαναστατικού πραξικοπήματος στις 17.6.1953, που αντιμετωπίστηκε σθεναρά από πρωτοπόρους και συνειδητοποιημένους εργάτες, τις κρατικές Αρχές και τα σταθμευμένα στο έδαφος της ΓΛΔ σοβιετικά στρατεύματα.

Το 1955, ο σοσιαλιστικός τομέας αγκάλιαζε το 70% της συνολικής οικονομίας της χώρας (ο οποίος περιλάμβανε, πέρα από την κρατική, και τη συνεταιριστική ιδιοκτησία), ενώ στη βιομηχανία το ποσοστό αυτό έφτανε το 85%. Παρόλ’ αυτά, η καπιταλιστική και η μικρή εμπορευματική παραγωγή στη βιοτεχνία και την αγροτική οικονομία συνέχιζαν να παίζουν σημαντικό ρόλο, με επίδραση και στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων. Από το 1950 έως το 1955 οι μέσοι μισθοί των εργατοϋπαλλήλων αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ τα εισοδήματα των μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών κι επαγγελματιών υπερδιπλασιάστηκαν, αναδεικνύοντας τις δυσαναλογίες και τα προβλήματα εκείνης της περιόδου. Σε γενικές γραμμές πάντως, το βιοτικό επίπεδο σταδιακά βελτιωνόταν μέσα από αυξήσεις μισθών, μειώσεις τιμών πολλών προϊόντων και την κατάργηση του δελτίου στα τρόφιμα.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Η 3η Κομματική Συνδιάσκεψη του ΕΣΚΓ το Μάρτη του 1956 χαρακτήρισε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ που είχε λάβει χώρα ένα μήνα νωρίτερα ως «σημαντικό βήμα, όπου γενικεύτηκαν σημαντικές εμπειρίες όλων των σοσιαλιστικών κρατών (…) συμπεριλαμβανομένων και των διαφορετικών μορφών και δρόμων για τη λύση προβλημάτων της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό που ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας», υιοθετώντας μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων.

Σε σχέση με το μερίδιο των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στην ακαθάριστη βιομηχανική παραγωγή, η Συνδιάσκεψη έθεσε το στόχο ν’ αυξηθεί από 85% το 1955 στο 90% το 1960, κυρίως μέσα από τη γρήγορη αύξηση των δεικτών της παραγωγής. Την περίοδο εκείνη υπήρχαν 13.000 ιδιωτικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, που απασχολούσαν το 25% του εργατικού δυναμικού της ΓΛΔ. Το κομματικό Σώμα αποφάσισε την προώθηση της κρατικής συμμετοχής στις επιχειρήσεις αυτές με τη μορφή της εξαγοράς μεριδίων από το ενεργητικό τους, με άμεσο αποτέλεσμα την άσκηση επιρροής στο σχεδιασμό της παραγωγής και τη συμμετοχή στα κέρδη. Κάλεσε τα άλλα κόμματα του Μπλοκ να «συμβάλουν με τις προτάσεις τους για το πώς θ’ αυξηθεί η παραγωγή και η παροχή υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα σε βιομηχανία, βιοτεχνία κι εμπόριο». Εκτίμησε ότι «οι ευνοϊκές διεθνείς κι εσωτερικές συνθήκες θα διευκολύνουν την σταδιακή ένταξη των βιοτεχνών, επαγγελματιών κι επιχειρηματιών στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης» και ότι θα προσφερθεί η ευκαιρία στα στρώματα αυτά «να συνεισφέρουν με τις ικανότητες και τις εμπειρίες τους στη δημιουργία του νέου κοινωνικού συστήματος».7

Η κρατική συμμετοχή στις ιδιωτικές επιχειρήσεις προχώρησε στην πράξη τα χρόνια που ακολούθησαν σα «μια μορφή μετάβασης προς το σοσιαλισμό, προσαρμοσμένη στις συνθήκες της ΓΛΔ»8, με το 6ο Συνέδριο του ΕΣΚΓ το 1963 να διατυπώνει στο νέο του Πρόγραμμα ότι στη χώρα «νίκησαν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής».

Αυτό κατοχυρώθηκε και στο Σύνταγμα του 1968, όπου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 «η αξιοποίηση και λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων και μονάδων με σκοπό τον προσπορισμό κέρδους πρέπει να ικανοποιούν κοινωνικές ανάγκες και να εξυπηρετούν την άνοδο της λαϊκής ευημερίας και την αύξηση του κοινωνικού πλούτου. Η στενή συνεργασία σοσιαλιστικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων προωθείται από το κράτος. Για ν’ ανταποκριθούν στις κοινωνικές ανάγκες, ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορούν μετά από σχετικό αίτημα να δέχονται κρατική συμμετοχή.»

Το 8ο Συνέδριο του ΕΣΚΓ τον Ιούνη του 1971 διαμόρφωσε το στόχο της «ενότητας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής», με πυρήνα την οριστική λύση του ζητήματος της στέγης για όλους, τη σχεδιασμένη αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων, την αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών. Εκείνο το διάστημα δραστηριοποιούνταν στο βιομηχανικό τομέα και στον κλάδο των κατασκευών 2.900 ιδιωτικές επιχειρήσεις και περίπου 6.700 επιχειρήσεις κρατικής συμμετοχής, με συνολικά 470.000 εργαζόμενους. Η συμβολή τους στη βιομηχανική εμπορευματική παραγωγή ανερχόταν στο 11,2%. Τα 3/4 από αυτές απασχολούσαν ξένη μισθωτή εργασία και οι ιδιοκτήτες τους σημείωναν χρόνο με το χρόνο όλο και υψηλότερα κέρδη. Στελέχη του Κόμματος, όπως ο τότε νεοεκλεγμένος A΄ Γραμματέας της ΚΕ Έριχ Χόνεκερ, σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική της περιόδου, τόνιζε εκείνη την περίοδο σε κομματικό Σώμα:

«Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το αν θα σταματήσουμε φαινόμενα επαναφοράς καπιταλιστικών σχέσεων στη χώρα μας ή θα τα αφήσουμε να εξελίσσονται όπως έως τώρα (…) Δε συμβαδίζει ούτε καν με τη σοσιαλιστική ηθική να πλουτίζουν πέρα από οποιαδήποτε όρια κάποιοι, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική μας ανάπτυξη και τα αποτελέσματα της δουλειάς των εργαζόμενων, κάτω από την ταμπέλα μιας ιδιωτικής επιχείρησης με κρατική συμμετοχή. Τα πράγματα έχουν φτάσει στο μεταξύ σε σημείο να έχει παραμορφωθεί ο χαρακτήρας πολλών από αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και μεγάλων βιοτεχνικών συνεταιρισμών. Αυτές οι μορφές ιδιοκτησίας δημιουργήθηκαν, αν δεν απατώμαι, για να οδηγηθούν οι ιδιοκτήτες μικρών ατομικών επιχειρήσεων στο δρόμο της σοσιαλιστικής αναδιαμόρφωσης της κοινωνίας. Και αυτό το διάστημα, συντρόφισσες και σύντροφοι, συμβαίνει το αντίστροφο. Ο αριθμός των εργατών που απασχολούνται στον τομέα αυτόν αυξήθηκε σημαντικά. Διαπιστώνουμε ότι στις συνθήκες σοσιαλιστικής οικονομίας μερικοί παλιοί μικροί καπιταλιστές όχι μόνο δεν οδηγήθηκαν στο σοσιαλισμό, αλλά, όπως δείχνουν και οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί, εξελίχτηκαν σε βαρβάτους καπιταλιστές.»9

Στο πλαίσιο αυτής της εκτίμησης, θεσμοθετήθηκαν το Φλεβάρη του 1972 με κοινή απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΕΣΚΓ και του υπουργικού συμβουλίου της ΓΛΔ «μέτρα για τη μετατροπή των επιχειρήσεων κρατικής συμμετοχής, των ιδιωτικών βιομηχανικών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας». Η μετατροπή αυτή έγινε με εξαγορά των επιχειρήσεων ή των μεριδίων που βρίσκονταν σε ιδιωτικά χέρια. Επίσης, 1.700 παραγωγικοί συνεταιρισμοί που παρήγαγαν μαζικά και δε δραστηριοποιούνταν άμεσα για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών του πληθυσμού μετατράπηκαν και αυτές σε επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας. Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες ιδρύθηκαν 11.000 νέες επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας με 600.000 εργαζόμενους. Στις νέες επιχειρήσεις, το 85% των πρώην ιδιοκτητών ανέλαβαν καθήκοντα ως διευθυντές ή διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης, με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων σε αυτήν.

Ωστόσο, αυτό το σωστό βήμα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής δεν τηρήθηκε μέχρι τέλους, γιατί παράλληλα πάρθηκαν μέτρα για τη στήριξη των βιοτεχνικών συνεταιρισμών, των αυτοαπασχολούμενων βιοτεχνών και μικρών επαγγελματιών, «οι οποίοι πρόσφεραν υπηρεσίες προς όφελος του εργαζόμενου λαού και της αναπτυγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας»10. Αυτό εκφράστηκε με φοροελαφρύνσεις, εξασφάλιση της συνέχειάς τους ως ατομικών επιχειρήσεων μέσα από τη δυνατότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης νέων βιοτεχνών (δηλαδή νέων ατομικών επιχειρηματιών), επιδόματα για επαγγελματίες όπως αρτοποιούς, κρεοπώλες, ξυλουργούς, και αύξηση του αριθμού των αδειοδοτήσεων για έναρξη επιτηδεύματος.

Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η τροποποίηση του Συντάγματος το 1974, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του άρθρου 14, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αντικαταστάθηκαν από την εξής περιεκτική κι επιδεχόμενη πολλές ερμηνείες παράγραφο: «Οι μικρές επαγγελματοβιοτεχνικές επιχειρήσεις που βασίζονται κυρίως στην προσωπική εργασία δραστηριοποιούνται όπως ορίζει ο νόμος. Κατά την υλοποίηση της ευθύνης τους προς όφελος της σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι επιχειρήσεις αυτές στηρίζονται από το κράτος.»

Όμως, στο χρονικό διάστημα έως το 1989, από τις 82.000 συνολικά ιδιωτικές βιοτεχνικές επιχειρήσεις μόνο οι 34.000 βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη. Οι υπόλοιπες απασχολούσαν εργατικό δυναμικό, 1 έως 10 άτομα, που, παρά την ισότιμη θέση τους με τους εργαζόμενους του κοινωνικοποιημένου κλάδου της παραγωγής (σε σχέση με μισθοδοσία, κοινωνικά δικαιώματα κλπ.), από μόνο του είναι στοιχείο ξένο προς το σοσιαλισμό.

Έχει διαφορά ο στόχος του να ενσωματώνονται στο σοσιαλισμό, ως βαθμίδα της προς διαμόρφωση νέας κοινωνίας, ορισμένα στοιχεία ξένα προς αυτόν, και κυρίως σε τομείς όπου ακόμη δεν είναι υψηλή η κοινωνικοποίηση της εργασίας, και διαφορετικό να διαπιστώνεται και να παγιώνεται σε κομματικά ντοκουμέντα, όπως έκανε το ΕΣΚΓ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αρχές 1980, ότι «η ταξική πάλη έπαψε να δρα ως κινητήρια δύναμη της κοινωνίας κι έδωσε τη θέση της στη συνειδητή πάλη για τη διαμόρφωση της ταύτισης συμφερόντων μεταξύ των τάξεων και στρωμάτων»11.

Αν και στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνική περιουσία, η επικράτηση αυτών των εκτιμήσεων και η αντίστοιχη πρακτική συνέβαλε αντικειμενικά στην άμβλυνση των κριτηρίων και των αντανακλαστικών ενάντια στην οπισθοδρόμηση της σοσιαλιστικής πορείας, που καταλήγει και στην αντιστροφή της. Σωστά το ΚΚΕ επιβεβαίωσε μέσα από τη διαδικασία μελέτης των αιτιών που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού, μεταξύ άλλων, τη λενινιστική θέση ότι συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης –σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα– όχι μόνο στην περίοδο της σοσιαλιστικής θεμελίωσης, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Είναι διαρκής πάλη για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής και της μικροαστικής συνείδησης, που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες.12

Ειδάλλως, αντί της συνειδητοποίησης από το λαό του γεγονότος ότι η κοινωνικοποιημένη παραγωγή είναι αυτή που εξασφαλίζει ανώτερους όρους εργασίας και ζωής –που όντως υπήρχαν στη ΓΛΔ, όπως δωρεάν και σύγχρονο σύστημα υγείας και παιδείας, καλύτερες συνθήκες εργασίας, ανάπαυσης και διακοπών, συνεχή μείωση του εργάσιμου χρόνου και αύξηση των ημερών άδειας– σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης εδραιωνόταν η αντίληψη ότι ατομική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση ξένης εργατικής δύναμης έχουν θέση στο σοσιαλισμό, ότι –κυρίως τα καταναλωτικά– προϊόντα του ιδιωτικού τομέα (π.χ. το ψωμί, το κρέας, τα παπούτσια, το φαγητό στο ιδιωτικό εστιατόριο) είναι ποιοτικότερα από αυτά του κοινωνικού. Η τελευταία αντίληψη πατούσε εν μέρει και σε μια πραγματικότητα, που είχε να κάνει με αδυναμίες στην οργάνωση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, στη σωστή εφαρμογή του Κεντρικού Σχεδιασμού, στον εργατικό έλεγχο.

 

O ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΓΛΔ

Στη ΓΛΔ, εκτός από το ΕΣΚΓ υπήρχαν και μια σειρά άλλα κόμματα (η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση13, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα14, το Δημοκρατικό Αγροτικό Κόμμα15 και το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα16), τα οποία είχαν ιδρυθεί με διακηρυγμένο στόχο να κερδηθούν τα μεσαία και άλλα στρώματα για την υπόθεση του αντιφασιστικού-δημοκρατικού μετασχηματισμού και αργότερα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτά τα κόμματα, που είχαν φτάσει να έχουν αθροιστικά περίπου μισό εκατομμύριο μέλη, εξελίχτηκαν σε παράγοντες πισωγυρίσματος της ανάπτυξης της συνείδησης και αντιδραστήρια αντεπαναστατικών διεργασιών.

Η συμμετοχή τους στα όργανα της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, παρά την αναγνώριση από αυτά του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης και του Κόμματός της, ήταν παράγοντας που όχι μόνο δε βοήθησε την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας, αλλά συνέβαλε στην παγίωση πολιτικής έκφρασης στρωμάτων που ουσιαστικά δεν είχαν πειστεί από την ανωτερότητα του σοσιαλισμού, παρά την αντίθετη ρητορική σε ντοκουμέντα κι επίσημες τοποθετήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε λίγες βδομάδες μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ και μπροστά στην προσάρτησή της στην ΟΔΓ, το Αγροτικό και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα προσχώρησαν στην CDU, το Εθνικό και το Φιλελεύθερο στο FDP.

Στο πισωγύρισμα συνέβαλαν αναμφισβήτητα πολύ περισσότερο οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις στις γραμμές του ΕΣΚΓ που άρχιζαν να βρίσκουν έκφραση μέσα από το λεγόμενο «Νέο Οικονομικό Σύστημα για το σχεδιασμό και τη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας» το 1963 και τις μεταρρυθμίσεις «τύπου Κοσίγκιν» που ακολούθησαν, όχι μόνο στη ΓΛΔ, αλλά και σε όλες τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θεωρητικά βασίζονταν σε αντιλήψεις περί «πληρέστερης ανταπόκρισης στους οικονομικούς νόμους του σοσιαλισμού», «αναβαθμίστηκε» η σημασία του νόμου της αξίας και μαζί του οικονομικές κατηγορίες όπως η τιμή, το επιτόκιο, η πίστωση και το κέρδος. Καθιερώθηκαν ανάμεσα στα άλλα η σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας, οι αρχές της λογιστικής διαχείρισης, η θέσπιση αυξημένων υλικών κινήτρων και η ιδιοσυντήρηση των εργοστασίων και των επιχειρήσεων γενικότερα.17

Σε αυτό το πλαίσιο και στο όνομα ενός πιο στενού συνδυασμού του Κεντρικού Σχεδιασμού με τους αυτοτελείς σχεδιασμούς των μεμονωμένων επιχειρήσεων και βιομηχανικών συγκροτημάτων λαϊκής ιδιοκτησίας, διαλύθηκε το 1965 το Κεντρικό Συμβούλιο Λαϊκής Οικονομίας κι επανασυστάθηκαν υπουργεία για ξεχωριστούς κλάδους της βιομηχανίας (π.χ. Χημικής Βιομηχανίας, Ελαφράς Βιομηχανίας, Μηχανοκατασκευών κ.ο.κ.) που είχαν καταργηθεί το 1958. Απέκτησαν αυξημένες αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες ως «φορείς σχεδιασμού 2ης βαθμίδας», με την πρωτοβάθμια Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού να παίζει ως επί το πλείστον συντονιστικό ρόλο.

 

ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η παρέμβαση αυτή προφανώς και δεν αποτελεί ολοκληρωμένη προσπάθεια αποτύπωσης της οικοδόμησης στη ΓΛΔ. Το γεγονός ότι η θεμελίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους σε γερμανικό έδαφος έγινε πάνω στα ερείπια που άφησε πίσω του ο ιμπεριαλιστικός Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και μάλιστα σε καθεστώς ανοιχτών συνόρων με τον ιμπεριαλισμό μέχρι το 1961, δεν υποτιμάται.

Οι συνθήκες αυτές σίγουρα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στη χάραξη του δρόμου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά με τρόπο που να ενισχύει και όχι ν’ αποδυναμώνει τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αποδείχτηκε στην πράξη18 ότι με την ιδεολογικοποίηση των «ιδιαίτερων συνθηκών», οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη, που έτσι κι αλλιώς δεν παύει να υπάρχει στην ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού.

Επιβεβαιώθηκε ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές.

Oι κατακτήσεις που αναμφισβήτητα σημειώθηκαν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, σε σύγκριση με το αφετηριακό τους σημείο, αλλά και σε σύγκριση με τη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων στον καπιταλιστικό κόσμο, και τότε αλλά και σήμερα, 30 χρόνια μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές, αποδεικνύουν ότι ο σοσιαλισμός έχει μέσα του αστείρευτες δυνατότητες για αλματώδη και συνεχή άνοδο της κοινωνικής ευημερίας και ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου, με τον όρο να μην παραβιάζονται οι νομοτέλειες και οι κανόνες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Γι’ αυτό, η μελέτη της θετικής και αρνητικής πείρας της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και των άλλων χωρών που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό και η υπεράσπιση της προσφοράς τους στον 20ό αιώνα αποτελεί σημαντικό στοιχείο ενίσχυσης της επαναστατικής στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Αμπατιέλος είναι στέλεχος της ΤΟ Κεντρικής Ευρώπης του ΚΚΕ. Σπούδασε εθνογραφία στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου.

1. Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Πότσνταμ (Αύγουστος του 1945), που υπογράφηκε ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, το ηττημένο γερμανικό κράτος χωριζόταν σε τέσσερις ζώνες κατοχής (σοβιετική, αμερικανική, βρετανική και γαλλική). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύθηκε το Μάη του 1949 με τη συνένωση των τριών ζωνών κατοχής των καπιταλιστικών κρατών (αμερικανική, βρετανική και γαλλική) μετά από τη σχετική απόφαση της Συνδιάσκεψης των καπιταλιστικών κρατών στο Λονδίνο το Φλεβάρη-Μάρτη του 1948. Λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 7 Οκτώβρη 1949, ιδρύθηκε στη σοβιετική ζώνη κατοχής το κράτος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας.

2. Η ΓΛΔ επωμίστηκε το κόστος πολεμικών επανορθώσεων, ενώ την ίδια στιγμή η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να την βοηθήσει οικονομικά, καθώς και η ίδια είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές από τον πόλεμο. Η Δυτική Γερμανία από την πρώτη στιγμή στηρίχτηκε με ποταμούς εφοδίων, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ και με συσσωρευμένα κεφάλαια των ΗΠΑ που βρήκαν εκεί διέξοδο. Με την απόφαση της Διάσκεψης του Λονδίνου, στις 27.2.1953, ουσιαστικά οι Δυτικοί απάλλαξαν την ΟΔΓ από τις πολεμικές αποζημιώσεις, προκειμένου να πετύχει ταχύτατα τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανόρθωση και ν’ αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό απέναντι στη ΓΛΔ και το σοσιαλιστικό σύστημα. Βλ. Ιστορικό αφιέρωμα «Η αντικομμουνιστική υστερία για το τείχος του Βερολίνου», Ριζοσπάστης, 26.10.2019.

3. Έκθεση για τις εργασίες του 15ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, 19 και 20.4.1946, Βερολίνο, 1946, σελ. 223.

4. Aρχές και στόχοι του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, 21.4.1946.

5. Πηγές των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στο παρόν κείμενο: Στατιστικές Επετηρίδες της ΓΛΔ, εκδόσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΓΛΔ.

6. Τα κρατικά σύνορα της ΓΛΔ προς τo Δυτικό Βερολίνο, μέσα στην καρδιά της χώρας, ασφαλίστηκαν 9 χρόνια αργότερα, το 1961, με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου.

7. Επίτομη Ιστορία του ΕΣΚΓ, Dietz Verlag, Βερολίνο, 1978, σελ. 345 κ.ε.

8. Ιστορία της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, VEB Deutscher Verlag der Wissenschaften, Βερολίνο, 1984, σελ. 241/242.

9. Πρακτικά της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΕΣΚΓ, Εσωκομματικά υλικά (ΙΙΙ), έκδ. της Γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου, 21.12.1971, σελ. 24.

10. Ιστορία της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, VEB Deutscher Verlag der Wissenschaften, Βερολίνο, 1984, σελ. 308.

11. Ιστορία της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, VEB Deutscher Verlag der Wissenschaften, Βερολίνο, 1984, σελ. 243.

12. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό. Υλικά του 18ου Συνέδριου του ΚΚΕ, Φλεβάρης 2009.

13. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) ιδρύθηκε στις 26.6.1945 με στόχο «τη συσπείρωση των χριστιανικών, δημοκρατικών και κοινωνικών δυνάμεων και τη συστράτευσή τους στην οικοδόμηση μιας νέας πατρίδας». Τασσόταν «υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, που διασφαλίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και που πρέπει να δείχνει υπευθυνότητα για το σύνολο της κοινωνίας», και «της μετάβασης του ορυκτού πλούτου στην κρατική ιδιοκτησία, όπως και των τομέων της εξόρυξης και άλλων κομβικών επιχειρήσεων μονοπωλιακού χαρακτήρα», αναγνωρίζοντας με σαφήνεια και τη «δύναμη που διαχέεται από την εργατιά στο σύνολο του λαού.» Πηγή: Ιδρυτική Διακήρυξη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης Γερμανίας, Βερολίνο, 1945.

14. Το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDPD) ιδρύθηκε στις 5.7.1945, συνενώνοντας κυρίως βιοτέχνες κι επαγγελματίες.

15. Το Δημοκρατικό Αγροτικό Κόμμα (DBD) ιδρύθηκε στις 29.4.1948 και συσπείρωνε στις γραμμές του συνεταιρισμένους αγρότες και άλλους εργαζόμενους στην ύπαιθρο.

16. Το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDPD) ιδρύθηκε στις 25.5.1948. Μέλη του γίνονταν κυρίως συνεταιρισμένοι και αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες, μικροί έμποροι κι επαγγελματίες.

17. Βλ., για παράδειγμα, στην έκδοση της Ανώτατης Κομματικής Σχολής «Καρλ Μαρξ» της ΚΕ του ΕΣΚΓ, Οικονομικοί νόμοι στην αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία, Dietz Verlag, Βερολίνο, 1975.

18. Κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2020.