Ο «χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης


του Τμήματος Λαϊκών Ελευθεριών και Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ σε συνεργασία με την Eυρωκοινοβουλευτική Oμάδα

Η παρακολούθηση των νομοθετικών εξελίξεων στην ΕΕ έχει ιδιαίτερη σημασία λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι το ενωσιακό δίκαιο θεωρείται ότι υπερισχύει των εθνικών κανόνων δικαίου, γεγονός που αποτυπώνεται και στο άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος. Με βάση δε τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) καμία διάταξη εσωτερικού δικαίου (νόμος ή Σύνταγμα) δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για μη συμμόρφωσή τους1. Βέβαια, για το ζήτημα της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου σε σχέση με τα αστικά Συντάγματα εκφράζονται σοβαρές διαφωνίες ακόμα και από αστική σκοπιά.

Η δημιουργία του λεγόμενου ευρωπαϊκού «Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» («ΧΕΑΔ») υπήρξε μια σημαντική επιλογή των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου της ΕΕ για τη θωράκιση της καπιταλιστικής εξουσίας. Η δε εξέλιξή του εξαρχής καθοριζόταν κατά βάση από τις διεργασίες στο επίπεδο της οικονομίας, την πορεία ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς όπως αυτή αποτυπώνεται και στις Συνθήκες της ΕΕ.

Τα πρώτα βήματα στη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και της δικαιοσύνης εντός της ΕΕ (τότε ΕΟΚ) ξεκίνησαν το 1975, όταν δημιουργήθηκε η ομάδα TREVI, η οποία απαρτιζόταν από τους υπουργούς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων των κρατών-μελών. Επρόκειτο δηλαδή για την έναρξη διακρατικής συνεργασίας στους συγκεκριμένους τομείς. Στα χρόνια που ακολούθησαν η υπογραφή της Συνθήκης του Σένγκεν το 1985, η οποία καθιέρωσε το «χώρο Σένγκεν», είναι ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της διακρατικής αστυνομικής συνεργασίας. Περαιτέρω βήματα στη συνεργασία των κρατών-μελών για τα ζητήματα της μετανάστευσης και στην αστυνομική συνεργασία γίνονται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και την καθιέρωση των τομέων «της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων» (ΔΕΥ) ως τρίτου πυλώνα της ΕΕ. Ο πυλώνας αυτός στηριζόταν αρχικά κυρίως στη διακυβερνητική συνεργασία με μικρότερη εμπλοκή των οργάνων της ΕΕ (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Στο πλαίσιο του πυλώνα αυτού συστήνεται το 1995 η EUROPOL. Στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 δημιουργείται ο ενιαίος «Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» (ΧΕΑΔ), ανοίγει ο δρόμος για να περάσουν στην κοινοτική αρμοδιότητα («κοινοτικοποίηση» ή «πρώτος πυλώνας») τα ζητήματα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, των συνόρων, του ασύλου και της «παράνομης» μετανάστευσης, ενώ ενσωματώνεται η Συνθήκη Σένγκεν στο λεγόμενο «κοινοτικό δίκαιο». Στη διακρατική συνεργασία παρέμειναν τα ζητήματα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και η αποκαλούμενη «νόμιμη» μετανάστευση.

Ακολουθεί το πρόγραμμα του Τάμπερε το 1999 που θέτει τις προτεραιότητες της ΕΕ στους τομείς αυτούς για την περίοδο 1999-2004. Στο διάστημα αυτό, στις 29 Σεπτέμβρη 2001, με αφορμή την 11η Σεπτέμβρη, το Συμβούλιο εγκρίνει το πρώτο «ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας» και δημιουργείται η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία (2002).

Η Συνθήκη της Νίκαιας το 2001 εντάσσει τη EUROJUST στην ΕΕ, ενώ τα επόμενα χρόνια τίθενται σε ισχύ αντιδραστικά μέτρα όπως το «Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης». Το πρόγραμμα της Χάγης το 2004 ορίζει τις βασικές προτεραιότητες για τα έτη 2005-2010 και αποφασίζονται σειρά μέτρων προληπτικής καταστολής (καταπολέμηση της «ριζοσπαστικοποίησης», επέκταση των μηχανισμών καταστολής και φακελώματος).

Η απόρριψη του «Ευρωσυντάγματος», που ενέτασσε στην αποφασιστική αρμοδιότητα της ΕΕ όλα σχεδόν τα ζητήματα του «ΧΕΑΔ» που είχαν παραμείνει στη διακρατική συνεργασία, δεν εμπόδισε τη δρομολόγηση των βασικών στοχεύσεων του κεφαλαίου όπως είχαν σχεδιαστεί τα προηγούμενα χρόνια.

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007 καταργείται η δομή των «τριών πυλώνων»2 και η «αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» (πρώην «τρίτος πυλώνας») εντάσσεται στον επονομαζόμενο «Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» (ΧΕΑΔ).

Επόμενοι βασικοί σταθμοί στο ΧΕΑΔ ήταν το πρόγραμμα της Στοκχόλμης το 2009, που αφορούσε την περίοδο 2010-2014, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου του 2014, που όρισε στα συμπεράσματά του «τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές για το νομοθετικό και λειτουργικό προγραμματισμό στο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης τα επόμενα έτη». Το Δεκέμβρη του 2017 έγινε η ενδιάμεση αξιολόγηση των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

Σημειώνεται ακόμη ότι στη Συνθήκη της Λισαβόνας εντάθηκε και ο «Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» της ΕΕ που διακηρύχτηκε το 2000. Με την εξέλιξη αυτή ο Χάρτης –που επιχειρεί να αποτελέσει το «δημοκρατικό» άλλοθι των Συνθηκών γενικότερα, αλλά και του ΧΕΑΔ ειδικότερα3– έγινε νομικά δεσμευτικός, ενώ στο άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης προβλέφθηκε ότι «θα έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Στην πραγματικότητα πρόκειται αφενός για την κατοχύρωση ορισμένων ελάχιστων και αυτονόητων δικαιωμάτων που τα αστικά Συντάγματα των περισσότερων κρατών-μελών είχαν κατοχυρώσει προ πολλού και αφετέρου για την επίσημη ικανοποίηση μια σειράς διαχρονικών επιδιώξεων του κεφαλαίου. Ενδεικτικό είναι ότι το άρθρο 15 του Χάρτη που αναφέρεται «στην ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς την εργασία» δεν κατοχυρώνει σε καμία περίπτωση το δικαίωμα σε μόνιμη και σταθερή εργασία, ενώ το άρθρο 16 αναγνωρίζει την «επιχειρηματική ελευθερία» και την αναγάγει σε ισότιμο δικαίωμα με τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο Χάρτη. Αντιδραστικότατη είναι και η κατοχύρωση της δυνατότητας ανταπεργίας (lock-out) στους εργοδότες και παραμερισμού των εργατικών συνδικάτων στις διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία με το άρθρο 28. Η διάταξη αυτή, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις4 της Συνέλευσης που συνέταξε το Χάρτη, βασίζεται στο άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, την αναθεώρηση του οποίου κύρωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μαζί με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα το 2016 θεσμοθετώντας την «ανταπεργία» («lock-out») και το τέλος της μονομερούς προσφυγής των εργαζόμενων στη διαιτησία για εργατικές διαφορές.

Η πλειοψηφία των σχετικών με το ΧΕΑΔ θεμάτων υπόκειται πλέον στη λεγόμενη «συνήθη νομοθετική διαδικασία» (συναπόφαση Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετά από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) με την εκχώρηση σημαντικών δυνατοτήτων παρέμβασης στην ΕΕ (π.χ. επιτήρηση της εφαρμογής των αποφάσεων των «κανόνων ευρωπαϊκού δικαίου» από την Επιτροπή). Δόθηκε τέλος δηλαδή στη «διακρατική συνεργασία» και στον κανόνα της λήψης αποφάσεων με ομοφωνία (που ισχύει πλέον σε ορισμένα μόνο θέματα, όπου ρητά ορίζεται). Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά κανόνα με ειδική πλειοψηφία. Η λεγόμενη «ρήτρα συγκράτησης» (άρθρα 82 και 83 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ - ΣΛΕΕ) δίνει τη δυνατότητα σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να μην ενταχτεί στην ευρωενωσιακή νομοθεσία, εφόσον θεωρεί ότι θίγονται θεμελιώδεις αρχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης από το νομοθετικό σχέδιο που πρόκειται να εγκριθεί. Αυτός ήταν ο συμβιβασμός προκειμένου να επιτευχθεί συναίνεση στην κατά κανόνα εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και στην κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαδικασία αναστέλλεται και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί είτε να αναπέμψει το σχέδιο στο Συμβούλιο, το οποίο συνεχίζει τη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί, είτε να τερματίσει οριστικά τη διαδικασία και να ζητήσει ενδεχομένως νέα πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε να εφαρμοστεί η «ενισχυμένη εργασία» κρατών-μελών όπου αυτό προβλέπεται με «ρήτρα επίσπευσης» (όπως στην περίπτωση της Ευρωεισαγγελίας, άρθρο 86 της ΣΛΕΕ) προκειμένου να προχωρούν τα αντιλαϊκά σχέδια που απεργάζονται ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις. Δεν εκδίδονται πλέον «αποφάσεις-πλαίσιο, αποφάσεις και συμβάσεις», αλλά κοινοτικές πράξεις (κανονισμοί, οδηγίες και αποφάσεις).

Τα νομοθετικά μέτρα στον τομέα «της ασφάλειας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης», όπως θα αναπτυχθούν παρακάτω, υπηρετούν τόσο την ενίσχυση της καταστολής της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και των αστικών κυβερνήσεων σε βάρος του εργατικού λαϊκού κινήματος για τη θωράκιση της εξουσίας του κεφαλαίου όσο και την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς και τις «τέσσερις ελευθερίες» της ΕΕ (ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων, προσώπων).

Η αντιπαράθεση η οποία εκφράζεται σήμερα σε πολιτικό επίπεδο (ακροδεξιών - συντηρητικών - σοσιαλδημοκρατών) για την περαιτέρω εμβάθυνση ή μη μέτρων στον τομέα του ΧΕΑΔ υποδηλώνει πρώτ’ απ’ όλα τους οικονομικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις αστικές τάξεις των κρατών-μελών, τις αντιθέσεις γύρω από την παραπέρα εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Την ίδια ώρα βέβαια στο προσκήνιο βρίσκεται πάντα ο στόχος της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων προχωρώντας σε συμβιβασμούς που υπηρετούν αυτήν την κατεύθυνση και με τα μάτια στραμμένα στον εγκλωβισμό των εργατικών-λαϊκών συνειδήσεων στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης της οικονομίας.

Εκτός από τις εξελίξεις στο ΧΕΑΔ και τις προτεραιότητες στον τομέα αυτό για τα επόμενα χρόνια παρακάτω εξετάζονται και ο ρόλος του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) ως οργάνου εφαρμογής της αντιδραστικής ευρωενωσιακής νομοθεσίας, ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των διάφορων αστικών πολιτικών δυνάμεων.

I. ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΧΩΡΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ»

Στον επονομαζόμενο «Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» (άρθρο 3 παρ. 2 της ΣΕΕ) της ΕΕ υπάγονται συγκεκριμένα: α) Οι πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση, β) η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, γ) η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και δ) η αστυνομική συνεργασία, καθώς η ΕΕ αντιλαμβάνεται και επιδιώκει να προωθεί ενιαία τα ζητήματα ασφάλειας, μετανάστευσης, ασύλου, δικαιοσύνης. Έκφραση αυτής της αντίληψης είναι και ο μικτός χαρακτήρας του Σχετικού Συμβουλίου τόσο με τους υπουργούς Δικαιοσύνης όσο και με αυτούς των Εσωτερικών Υποθέσεων.

 

Α. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, 
ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Οι πολιτικές που ακολουθούνται από ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις στον τομέα αυτό συνδέονται πάντα και με ευρύτερες βασικές στοχεύσεις και επιδιώξεις του κεφαλαίου.

Η «ενίσχυση των συνόρων» με ένα πολυπλόκαμο δίκτυο μηχανισμών επιτήρησης και παρακολούθησης και αλληλοσυνδεόμενων βάσεων δεδομένων [π.χ. Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS III), το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS), το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εισόδου/Εξόδου (EES), το Ευρωπαϊκό σύστημα πληροφοριών και άδειας ταξιδιού (ETIAS)] καθώς και η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ συνιστούν προτεραιότητα ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων και για την αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η «προτεραιότητά» τους όμως αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από τις ευρύτερες εξελίξεις. Τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτήν την κατεύθυνση υπηρετούν παράλληλα και κυρίως τη στρατιωτικοπολεμική προετοιμασία ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων με φόντο τους εντεινόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που βέβαια εκφράζονται και μεταξύ των αστικών τάξεων των χωρών της ΕΕ.

Σημαντική εξέλιξη που ενισχύει τον έλεγχο των συνόρων και τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ ήταν και η απόφαση το 2016 για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (EBCG), που είναι ουσιαστικά η μετεξέλιξη της Frontex με αναβαθμισμένα και διευρυμένα καθήκοντα. Ο κατασταλτικός αυτός μηχανισμός έρχεται να προστεθεί σε άλλους βασικούς οργανισμούς της ΕΕ, όπως ο Οργανισμός της ΕΕ για το Άσυλο (EASO) και ο Οργανισμός για τη διαλειτουργικότητα και συμπληρωματικότητα των πληροφοριακών συστημάτων (eu-LISA) που εφαρμόζουν και υποστηρίζουν την αντιδραστική μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ.

Παράλληλα, η θωράκιση των συνόρων της ΕΕ ουσιαστικά μεταφράζεται στο να φτάνει στα κράτη-μέλη της μόνο το εργατικό δυναμικό που πληροί τα κριτήρια των ευρωπαϊκών μονοπωλίων ανάλογα με τις ανάγκες τους.5 Πρώτα και κύρια στοχεύουν στη φθηνή εργατική δύναμη. Επιπρόσθετα, επιδιώκουν την προσέλκυση «εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού» για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ενώ διαφαίνεται ότι η επιδίωξη αυτή θα επεκταθεί και σε «προσωπικό μεσαίας ειδίκευσης». Όσοι δεν είναι επιλέξιμοι από τα ευρωπαϊκά μονοπώλια βρίσκονται αντιμέτωποι με απελάσεις και καταστολή. ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις είναι προσηλωμένοι και ομονοούν στην ανάγκη επιτάχυνσης των απελάσεων.

Την ίδια κατεύθυνση υπηρετούν και οι εξελίξεις στο προσφυγικό. Χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες τα προηγούμενα χρόνια θαλασσοπνίγηκαν ή έφτασαν κύρια σε Ελλάδα και Ιταλία, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη φωτιά του πολέμου και της φτώχειας που γεννάει η καπιταλιστική βαρβαρότητα της ΕΕ, των συμμάχων και των αστικών κυβερνήσεών της. Χιλιάδες παραμένουν μέχρι σήμερα στα ελληνικά νησιά, εγκλωβισμένοι από τον αντιδραστικό Κανονισμό του Δουβλίνου και την απαράδεκτη απόφαση ΕΕ-Τουρκίας, συνολικά από την πολιτική της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων, σε απαράδεκτες συνθήκες τύπου Μόριας, αποκαλύπτοντας την υποκρισία της δήθεν «αλληλεγγύης» της ΕΕ.

Πέρα από το «πρόγραμμα μετεγκαταστάσεων», η οξυμένη κατάσταση που δημιουργήθηκε οδήγησε στην πρόταση «μεταρρύθμισης» του «Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου» (ΚΕΣΑ) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κεντρικό σημείο της «μεταρρύθμισης» ήταν η πρόταση για την αναθεώρηση του Δουβλίνου ΙΙΙ, που διατηρεί και ενισχύει το κριτήριο της πρώτης χώρας εισόδου για τον καθορισμό του αρμόδιου κράτους-μέλους για την εξέταση της αίτησης ασύλου, αλλά και καθιερώνει έναν υποχρεωτικό μηχανισμό υποδοχής προσφύγων με συγκεκριμένες ποσοστώσεις. Το Ευρωκοινοβούλιο ολοκλήρωσε την εξέταση της εν λόγω νομοθετικής πρότασης αφήνοντας στο απυρόβλητο τον αντιδραστικό πυρήνα της «πολιτικής ασύλου» της ΕΕ. Οι διαπραγματεύσεις των τελευταίων ετών στο Συμβούλιο δεν έφεραν, ωστόσο, μέχρι σήμερα κανένα συμβιβασμό λόγω των οξυμένων ανταγωνισμών ανάμεσα σε κράτη-μέλη που εκφράζονται και στο μεταναστευτικό. Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, αλλά και Αυστρία και Ιταλία είναι οι χώρες που πρόβαλαν τα μεγαλύτερα εμπόδια.

Στις πολιτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο –πέρα από το ότι είναι ένα εργαλείο για τη διαμόρφωση των όρων της κίνησης του εργατικού δυναμικού– εκδηλώνονται ευρύτερες αντιθέσεις των αστικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών, ιδίως σε σχέση με την πορεία εμβάθυνσης και ολοκλήρωσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, και οι εξελίξεις στο μεταναστευτικό-προσφυγικό αξιοποιούνται για την άσκηση πίεσης στο πλαίσιο αυτών των αντιθέσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, παρά τις καταγεγραμμένες αντιθέσεις, οι πρακτικές κυβερνήσεων χωρών όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία ή η Αυστρία έχουν ενσωματωθεί, εγκριθεί και νομιμοποιηθεί ως κοινή ευρωενωσιακή πολιτική από τις ίδιες τις Αποφάσεις Συνόδων Κορυφής της ΕΕ.

Περαιτέρω, τόσο η λεγόμενη «συνεργασία της ΕΕ με τρίτες χώρες» στο πλαίσιο του μεταναστευτικού-προσφυγικού (με τα διάφορα «αναπτυξιακά πακέτα» που εκτός των άλλων δημιουργούν ευνοϊκούς όρους για τη διείσδυση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και την επέμβαση της ΕΕ στις χώρες αυτές) όσο και οι πρόσφατες προτάσεις για «κλειστά κέντρα» και «πλατφόρμες» στα κράτη-μέλη έχουν την ίδια στόχευση, τη διαμόρφωση δεξαμενών εργαζόμενων απ’ όπου τα μονοπώλια θα επιλέγουν το εργατικό δυναμικό που χρειάζονται.

 

Β. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Με μια σειρά αντιδραστικών νομοθετικών μέτρων τα προηγούμενα χρόνια έχει προωθηθεί η σύγκλιση της νομοθεσίας των κρατών-μελών της ΕΕ με την επίκληση της «βελτίωσης της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις». Κανονισμοί για τον προσδιορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου, για την αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών και εξωδικαστικών αποφάσεων (Βρυξέλλες Ι), για το ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές (Ρώμη Ι) και τις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), για τον «ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις» (Κανονισμός 805/2004), για την «ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών» (τελευταία τροποποίηση από Κανονισμό 2015/2421), για τις «διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας» (τελευταία τροποποίηση από Κανονισμό 2017/1105), για την «ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού» (Κανονισμός 655/2014), για την «ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής» (τελευταία τροποποίηση από Κανονισμό 2017/1260) είναι μερικά από αυτά.

Κοινή βάση των εξελίξεων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις είναι η επιδίωξη για εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων και για άρση εμποδίων από τυχόν ασυμβατότητα κανόνων (π.χ. στη δικαιοδοσία). Αυτή η επιδίωξη διευκολύνει τους επιχειρηματικούς ομίλους στη διεκπεραίωση των αστικών και εμπορικών υποθέσεών τους. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι διευκολύνονται μέσω της απλούστευσης διαδικασιών που ταυτόχρονα συνεπάγεται και λιγότερα κόστη. Εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος δηλαδή για να λύνουν τα μονοπώλια τις διαφορές τους που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών και την πώληση εμπορευμάτων στην «ενιαία αγορά», ιδίως μέσω της διεύρυνσης του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και από τη μεταφορά των εγκαταστάσεων όσο και των δραστηριοτήτων των επιχειρηματικών ομίλων από χώρα σε χώρα ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται και η οδηγία που διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διασυνοριακών διαφορών και προάγει το «φιλικό διακανονισμό» τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα συμπεράσματα του Συμβουλίου τον Ιούνη του 2014 για τις «κατευθυντήριες γραμμές» στο ΧΕΑΔ αναφέρεται ότι «μια ορθή ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα της δικαιοσύνης θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη επιτρέποντας στις επιχειρήσεις και στους καταναλωτές να επωφεληθούν από ένα αξιόπιστο επιχειρηματικό περιβάλλον στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς»6.

Επιπρόσθετα, στον τομέα του «οικογενειακού δικαίου»7 (διαζύγια, διατροφές, απαγωγές παιδιών κλπ.), παρά το ότι για πολλά χρόνια θεωρούνταν ένας «ευαίσθητος τομέας» με, συγκριτικά με άλλους τομείς, συγκρατημένη παρέμβαση από την ΕΕ, υπάρχουν αντίστοιχες επιταχυνόμενες εξελίξεις για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων (π.χ. η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, διαφορές γονικής μέριμνας, καθώς και σε περιπτώσεις απαγωγής παιδιών, που ψηφίστηκε γνωμοδοτικά στο Κοινοβούλιο, στις 18.1.18 και αναμένεται η απόφαση του Συμβουλίου).

Παράλληλα, όλες οι παραπάνω εξελίξεις, π.χ. στο εμπορικό και το οικογενειακό δίκαιο, συνιστούν και προσαρμογή του δικαίου στις συνθήκες που διαμορφώνουν η ελευθερία κίνησης κεφαλαίου, εργαζόμενων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και έρχονται να λύσουν τα αντίστοιχα υπαρκτά ζητήματα που δημιουργούνται, π.χ., από τις διασυνοριακές αλλαγές ή από την κινητικότητα των εργαζόμενων όχι μόνο από επάγγελμα σε επάγγελμα αλλά και από χώρα σε χώρα, τα οποία αποτελούν σταθερή επιδίωξη της ΕΕ.

 

Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις

Λειτουργεί από το 2002 και είναι ο βασικός μηχανισμός της ΕΕ που έχει αναλάβει το συντονισμό των μέτρων στο πεδίο του αστικού δικαίου. Έχει ως κύρια καθήκοντα τη διευκόλυνση των άμεσων επαφών, την ανταλλαγή πείρας και τη συνεργασία στο χειρισμό αστικών και εμπορικών υποθέσεων μεταξύ των αρμοδίων που διορίζουν τα κράτη-μέλη. Έχει ακόμη αρμοδιότητα για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής πρόσβασης στη δικαιοσύνη μέσω της ενημέρωσης του κοινού και των επαγγελματιών του νομικού κλάδου. Η ενημέρωση αυτή γίνεται μέσω της έκδοσης ενημερωτικών δελτίων και δημοσιευμάτων για τα νομικά συστήματα των κρατών-μελών που διατίθενται στη «Διαδικτυακή Πύλη της Ευρωπαϊκής Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης» (e-Justice) σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ. Τα παραπάνω ουσιαστικά αποτελούν πρόσθετα μέτρα για τον πιο σφιχτό έλεγχο και παρακολούθηση της εφαρμογής της ευρωενωσιακής νομοθεσίας, αλλά και για τον εντοπισμό των ζητημάτων που δημιουργούν δυσχέρειες κι εμπόδια στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής ΕΕ και κυβερνήσεων.

 

Γ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Η «αμοιβαία δικαστική συνδρομή» και η «αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων» επί ποινικών υποθέσεων είναι θέματα υψηλής προτεραιότητας για την ΕΕ, για την οικοδόμηση του λεγόμενου «ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου», μέσω της εξάλειψης εμποδίων και καθυστερήσεων που δημιουργούνται από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαστικών συστημάτων.

 

  1. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ)

Θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιούνη 2002. Πρόκειται για έναν αποτελεσματικό, για τα συμφέροντα που υπηρετούν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις, μηχανισμό για τη γρήγορη παράδοση των καταζητούμενων με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης (σχετικά με πράξεις κολάσιμες βάσει του εσωτερικού δικαίου με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών) ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας (εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης ή παραγγελίας κράτησης τουλάχιστον 4 μηνών).

Το ΕΕΣ διέπεται από ένα περιοριστικό κι εχθρικό για τα δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες πλαίσιο. Ενδεικτικά αναφέρονται ο περιορισμένος αριθμός λόγων μη εκτέλεσης της έκδοσης, η μετατόπιση της λήψης αποφάσεων από τις πολιτικές στις δικαστικές αρχές, η δυνατότητα παράδοσης ημεδαπών του κράτους εκτέλεσης, η κατάργηση της αρχής του διπλού αξιόποινου8 για 32 εγκλήματα και οι αυστηρές προθεσμίες για την εκτέλεση κάθε ΕΕΣ. Η απόφαση-πλαίσιο τροποποιήθηκε μία φορά, το 2009, σχετικά με τους κανόνες για τις υποθέσεις που εκδικάζονται ερήμην,9 ενώ ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Φλεβάρη 2014 ζητάει την επανεξέτασή του.

Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της εφαρμογής του ΕΕΣ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία στις 12.11.15, μέρα πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας, προχώρησε στη σύλληψη πέντε φοιτητών, των οποίων την έκδοση ζητούσαν οι ιταλικές αρχές. Πρόκειται για τους φοιτητές που διώκονταν για συμμετοχή σε επεισόδια της 1ης Μάη 2015 στο Μιλάνο σε κινητοποίηση εναντίον της διεθνούς έκθεσης «Expo Milano 2015» και που, την επομένη των επεισοδίων, είχαν προσαχθεί από Ιταλούς αστυνομικούς, προκειμένου να υποβληθούν σε υποχρεωτική λήψη δειγμάτων DNA. Η εφαρμογή και ενεργοποίηση του ΕΕΣ, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιβεβαιώνει τις καταγγελίες του ΚΚΕ κατά τη θέσπισή του, ότι τέτοια μέσα εντάσσονται και υπηρετούν ένα γιγάντιο πλέγμα μηχανισμών καταστολής που δημιουργεί η ΕΕ, με διάφορα βολικά προσχήματα, όπως η «πάταξη της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος», για να περιορίσει ασφυκτικά τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες, για το χτύπημα ουσιαστικά του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς το ΕΕΣ μπορεί να αξιοποιηθεί ανά πάσα στιγμή από τις εθνικές αρχές για οποιοδήποτε λόγο σε βάρος των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων είναι και η έκδοση ΕΕΣ από την Πολωνία10 για γυναίκα υπάλληλο σούπερ μάρκετ που υπέπεσε στο μεγάλο... αδίκημα της κλοπής ληγμένων προϊόντων του καταστήματος για προσωπική κατανάλωση και που έπειτα βρέθηκε στην Ιταλία όπου δούλευε ως καθαρίστρια.

 

  1. Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας

Πρόκειται για το πιο πρόσφατο μέσο που προστέθηκε στο ποινικό οπλοστάσιο της ΕΕ και των κυβερνήσεων. Η σχετική οδηγία 2014/41 που ενοποίησε κανόνες που προϋπήρχαν τέθηκε σε ισχύ στις 22.5.17 και έχει ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.

Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας παρέχει τις εξής δυνατότητες: Μυστικές έρευνες και παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, προσωρινή μεταγωγή κρατούμενων με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, έλεγχοι στους τραπεζικούς λογαριασμούς και στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές υπόπτων ή κατηγορούμενων, μέτρα προστασίας αποδεικτικών στοιχείων.

Ορίζει αυστηρές προθεσμίες για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων που ζητούνται (τα κράτη-μέλη έχουν έως 30 μέρες για να αποφασίσουν αν θα κάνουν δεκτό ένα αίτημα. Εάν το κάνουν δεκτό, έχουν προθεσμία 90 ημερών για να εκτελέσουν το ερευνητικό μέτρο που ζητείται) και περιορίζει δραστικά τους λόγους για την απόρριψη των αιτημάτων (π.χ. εάν το αίτημα αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές δικαίου της χώρας ή βλάπτει συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας).

 

  1. Οδηγία για την «τρομοκρατία»

Η Επιτροπή παρουσίασε τον Απρίλη του 2015 τη νέα «Ευρωπαϊκή Ατζέντα για την ασφάλεια 2015-2020», που προέβλεπε ως προτεραιότητα την αναθεώρηση της απόφασης-πλαισίου 2002/475 για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Η νέα οδηγία για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» 2017/541 που υιοθετήθηκε το Μάρτη του 2017 ενσωματώνει, πέρα από τις επιδιώξεις της ΕΕ στον τομέα αυτό, αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και άλλες σχετικές συμβάσεις.

Είναι ένα ακόμη αντιδραστικό νομοθετικό εργαλείο στα χέρια της ΕΕ και των κυβερνήσεων που περιστέλλει δραστικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες, ενώ οι διατάξεις του έχουν τέτοια ευρύτητα και ορισμένες φορές στοχευμένη ασάφεια που ανά πάσα στιγμή μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Ποινικοποιεί ευρέως προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως το ταξίδι για «τρομοκρατικούς σκοπούς», τόσο στο εξωτερικό όσο και σε μια χώρα της ΕΕ, προκειμένου να διαπράξει κάποιος «τρομοκρατικό αδίκημα», να ενταχτεί σε «τρομοκρατική ομάδα» ή να λάβει εκπαίδευση σχετική με την «τρομοκρατία». Ποινικοποιεί επίσης την παροχή ή τη λήψη κατάρτισης όπως για τη χρήση ή την κατασκευή εκρηκτικών ή όπλων (συμπεριλαμβανομένης της ανεξάρτητης μάθησης), τη δημόσια υποκίνηση για διάπραξη «τρομοκρατικών εγκλημάτων» ή για τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της διαδικτυακής, την παροχή κεφαλαίων για τη δέσμευση ή συμβολή στην «τρομοκρατία», την παράνομη παρεμβολή στο σύστημα και την παράνομη παρεμβολή δεδομένων (επιθέσεις στον κυβερνοχώρο), όταν διαπράττονται κατά ενός συστήματος πληροφοριών κρίσιμης υποδομής.

Σημειώνεται ακόμη ότι από το 2011 λειτουργεί το «δίκτυο ευαισθητοποίησης σχετικά με την ριζοσπαστικοποίηση» (RAN), ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο χαφιεδισμού που συνδέει περισσότερους από 1.000 επαγγελματίες που ασχολούνται άμεσα με την πρόληψη της λεγόμενης «ριζοσπαστικοποίησης» και επιτρέπει την ανταλλαγή εμπειριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χώρες όπως το Βέλγιο, ιδιαίτερα μετά από τα δολοφονικά χτυπήματα, εντάθηκε η πίεση σε δασκάλους και καθηγητές για να αναφέρουν ύποπτους για «ριζοσπαστικοποίηση» στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο στην αντίστοιχη εθνική αρχή. Η έννοια δε της «ριζοσπαστικοποίησης» είναι σκόπιμα θολή, αναφέρεται προς το παρόν στις «τρομοκρατικές επιθέσεις», αλλά ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμπεριλάβει τη μόνη πραγματική «ριζοσπαστικοποίηση», που είναι η αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος.

 

  1. Χρήση δεδομένων από τα ονόματα των επιβατών (PNR)

Μετά από σχεδόν πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων και την απόρριψη του αρχικού σχεδίου από το Ευρωκοινοβούλιο, τον Απρίλη του 2016 εγκρίθηκε τελικά η οδηγία για το φακέλωμα των επιβατών, η οδηγία 2016/681 για «τη χρήση δεδομένων από τα ονόματα των επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών εγκλημάτων και σοβαρών εγκλημάτων».

Η λήψη της απόφασης επισπεύσθηκε με πρόσχημα τις «τρομοκρατικές επιθέσεις» επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση του Κόμματός μας ότι αξιοποιούνται ως καταλύτης για να επιταχυνθεί μια σειρά μέτρων παρακολούθησης, φακελώματος, εκφοβισμού και καταστολής του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Στόχος της οδηγίας είναι η δημιουργία ενός συστήματος της ΕΕ για τη συλλογή δεδομένων επιβατών των αεροπορικών πτήσεων εκτός της ΕΕ, που «προσγειώνονται ή απογειώνονται από έδαφος κράτους-μέλους», αλλά και εντός της ΕΕ (εφόσον τα κράτη-μέλη το επιλέξουν), όλων δηλαδή των πληροφοριών που είναι «απαραίτητες για τον έλεγχο και την επεξεργασία των κρατήσεων». Η διατήρηση των δεδομένων προβλέφθηκε να είναι για χρονικό διάστημα έξι μηνών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα γενικευμένο φακέλωμα με τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων να γίνεται ο κανόνας «ακόμη κι αν δεν υφίσταται η οποιαδήποτε υπόνοια για τη διάπραξη του οποιουδήποτε αδικήματος», ενώ από τα δεδομένα που συλλέγονται θα μπορούν να βγαίνουν συμπεράσματα για τις πεποιθήσεις (πολιτικές, θρησκευτικές κλπ.) του επιβάτη.

Το νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο εγκρίθηκε πρόσφατα όχι μόνο από τα κόμματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και από ΝΔ, ΔΗΣΥ και ΠΟΤΑΜΙ. Η κυβέρνηση 
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ –επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο– προέκρινε τη συμπερίληψη και των πτήσεων εντός της ΕΕ, που δεν ήταν υποχρεωτική.

 

  1. Δικονομικά δικαιώματα

Το Νοέμβρη του 2009 το Συμβούλιο εξέδωσε «χάρτη πορείας» για την «ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων υπόπτων και κατηγορούμενων σε ποινικές διαδικασίες» και κάλεσε την Επιτροπή να διατυπώσει ad hoc προτάσεις. Έχουν ήδη εγκριθεί σχετικές οδηγίες: Οδηγία 2010/64 σχετικά με «το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία», οδηγία 2012/13 σχετικά με «το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών» (το λεγόμενο «έγγραφο δικαιωμάτων»), οδηγία 2013/48 σχετικά με «το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά από τη σύλληψη», οδηγία 2016/343 για «την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορούμενου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας», οδηγία 2016/800 σχετικά με «τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών», οδηγία 2016/1919 σχετικά με «τη δικαστική αρωγή για ύποπτους και κατηγορούμενους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητούμενους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης».

Επιπλέον, τον Ιούνη του 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε την «Πράσινη Βίβλο για την εφαρμογή της ενωσιακής ποινικής νομοθεσίας στον τομέα της κράτησης»11 και το Δεκέμβρη του 2011 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με κοινά πρότυπα για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές στην ΕΕ. Ακολούθησε η έκδοση, τον Οκτώβρη του 2017, ψηφίσματος σχετικά με τα συστήματα και τις συνθήκες των φυλακών στην ΕΕ, το οποίο θέτει σε διακηρυκτικό επίπεδο κι ανέξοδα το ζήτημα της βελτίωσης των συνθηκών κράτησης σε ολόκληρη την Ένωση.

Τα παραπάνω, που εξασφαλίζουν ορισμένα ελάχιστα αυτονόητα δικαιώματα, η ΕΕ επιχειρεί να τα εμφανίσει ως «σημαντική κατάκτηση», ως «συμβολή» της στην κατοχύρωσή τους με συγκεκριμένη στόχευση: Η νομική κατοχύρωση ορισμένων ελάχιστων δικαιωμάτων αξιοποιείται από την ΕΕ για την ανεμπόδιστη εφαρμογή του αντιδραστικού νομοθετικού πλαισίου σε ευρωενωσιακό επίπεδο, που παράλληλα αναπτύσσει. Στην πράξη δηλαδή, ακόμα και τα ελάχιστα αυτά δικαιώματα υπονομεύονται ποικιλοτρόπως από την ίδια την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου, που περιστέλλεται όλο και περισσότερο.

Για παράδειγμα, στην «Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας» δε θα μπορεί να προβληθεί βάσιμα ως λόγος προσφυγής η παραβίαση των «θεμελιωδών δικαιωμάτων» στο κράτος-μέλος που αιτείται το ένταλμα στο βαθμό που έχουν ενσωματωθεί και εφαρμόζονται οι παραπάνω οδηγίες (κρίνοντας δηλαδή ότι υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας). Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης στα κράτη-μέλη (υπάρχουν για παράδειγμα αποφάσεις για μη εκτέλεση του «Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης» λόγω των συνθηκών κράτησης στη Ρουμανία).

Έχουν θεσπιστεί ακόμη κανόνες για την ελάχιστη προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, π.χ. οδηγία 2012/29/ΕΕ για «τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας», οδηγία 2011/99/ΕΕ για «την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας» (τα πρόσωπα τα οποία επωφελούνται από μια εντολή προστασίας που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος-μέλος και επιθυμούν να μετακινηθούν σε άλλο κράτος-μέλος μπορούν να ζητήσουν την έκδοση «ευρωπαϊκής εντολής προστασίας» που θα ισχύει σε όλα τα κράτη-μέλη).

Οι βασικοί μηχανισμοί της ΕΕ που αναλαμβάνουν την υλοποίηση των παραπάνω και συνολικά των αντιδραστικών κατευθύνσεων της ΕΕ στο πεδίο του ποινικού δικαίου είναι οι εξής:

 

  1. Ευρωπαϊκή Οικονομική Εισαγγελία (EPPO)

Η επί πολλών ετών επιδίωξη της ΕΕ και αρκετών κρατών-μελών για τη σύσταση Ευρωεισαγγελίας προχώρησε τελικά το 2017. Συγκεκριμένα, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις στη βάση της πρότασης που είχε υποβάλει η Επιτροπή τον Ιούλη του 2013 για τη σύσταση «Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας» για την «καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ», το 2017 λήφθηκε απόφαση για τη σύστασή της μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας 20 κρατών-μελών (δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία), μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σημειώνεται ότι τα κράτη-μέλη που δε συμμετέχουν (Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Σουηδία, Ουγγαρία, Μάλτα και Ολλανδία) έχουν τη δυνατότητα προσχώρησης ανά πάσα στιγμή. Η Ουγγαρία κατηγορήθηκε ότι η άρνησή της να συμμετάσχει βασίζεται στο ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις για απάτες με τα ευρωενωσιακά κονδύλια που λαμβάνει, σύμφωνα και με τη σχετική έκθεση του OLAF (Ευρωπαϊκό Γραφείο ενάντια στην απάτη) που δημοσιεύτηκε το 2016 και αφορούσε το έτος 2015.

Η Ευρωεισαγγελία θα είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αδικημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και συναφών αξιόποινων πράξεων, με βάση την προσφάτως εγκριθείσα οδηγία 2017/1371. Σημειώνεται ότι προωθούνται όλο και περισσότερο κοινοί ποινικοί ορισμοί για διάφορα αδικήματα, ιδίως για αδικήματα οικονομικής φύσης, δεδομένου ότι το ποινικό δίκαιο –εκτός από μέσο καταστολής λαϊκών ελευθεριών– αποτελεί και εργαλείο ενίσχυσης μέτρων (π.χ. κανόνες για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, παραβίαση κανόνων ΦΠΑ) που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστούν εμπόδια στην εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, στην περαιτέρω ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και για την προστασία της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.

Η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης είναι και η βασική διαφορά σε σχέση με τον OLAF ο οποίος, σύμφωνα με δήλωση της αρμόδιας Επιτρόπου Jurova12, θα εστιάζει περισσότερο πλέον στα μικρότερα αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων λαθών κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ ή περιπτώσεις κακοδιαχείρισης. Μετά από πρόταση του Ευρωκοινοβουλίου, η εντολή της οικονομικής εισαγγελίας θα καλύπτει και τη διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ για υποθέσεις που αφορούν ζημία τουλάχιστον 10 εκατομμυρίων ευρώ.

Η Ευρωεισαγγελία θα λειτουργεί ως ένα ενιαίο γραφείο με αποκεντρωμένη δομή που θα οργανώνεται σε δύο επίπεδα. Η Κεντρική Υπηρεσία θα αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα, το Κολέγιο (με έναν Ευρωπαίο Εισαγγελέα ανά συμμετέχον κράτος-μέλος), τα Μόνιμα Επιμελητήρια και το Διοικητικό Διευθυντή. Το αποκεντρωμένο επίπεδο θα αποτελείται από τους Ευρωπαίους εξουσιοδοτημένους εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη-μέλη και θα έχουν διπλό ρόλο, ενεργώντας εξ ονόματος της ΕΡΡΟ και ασκώντας καθήκοντα εθνικών εισαγγελέων. Η σύνθεση αυτή ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ των κρατών-μελών που συμμετείχαν στη σύσταση. Η αρχική πρόταση προέβλεπε τη θέση ενός «Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα» που θα ασκούσε τη δίωξη, ενώ τώρα τη δίωξη θα την ασκεί ουσιαστικά ο εθνικός εισαγγελέας φορώντας το καπέλο του Ευρωεισαγγελέα, καθώς υπήρχαν πολλές επιφυλάξεις για την εκχώρηση της αρμοδιότητας της ποινικής δίωξης που βρίσκεται στο σκληρό πυρήνα αρμοδιοτήτων του αστικού κράτους.

Η Ευρωεισαγγελία, που αναμένεται να λειτουργήσει το 2020, έχει αυξημένες αρμοδιότητες και συνιστά μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη για τους λαούς. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που συστήθηκε τώρα με αφορμή τις «οικονομικές απάτες», αλλά ήρθε για να μείνει και να αξιοποιηθεί σε βάρος του εργατικού-λαϊκού κινήματος, με τη δυνατότητα διεξαγωγής ερευνών, καταδίωξης, άσκησης ποινικής δίωξης με βάση τη νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους.

Η όρεξή τους έχει ήδη ανοίξει... Σε συζητήσεις και ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται ήδη η επέκταση της Ευρωεισαγγελίας σε άλλους τομείς. Αυτή η πρόδηλη επιδίωξη επέκτασης των αρμοδιοτήτων της επιβεβαιώθηκε και από τη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Οκτώβρη του 201813 και την ομιλία του προέδρου της Ζ. Κ. Γιούνκερ για την «Κατάσταση στην Ένωση» το Σεπτέμβρη του 2018. Προτάθηκε συγκεκριμένα η Ευρωεισαγγελία να είναι αρμόδια και για τα ζητήματα της «τρομοκρατίας», θέμα που πρόκειται να συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Μάη του 2019 στο Σιμπίου.

Αυτήν τη βασική κατεύθυνση της ΕΕ επιχειρούν να αντικρούσουν ορισμένες απόψεις που υποστηρίζουν ότι δεδομένων των υφιστάμενων διαφωνιών από αρκετά κράτη-μέλη που δε συμμετέχουν στην Ευρωεισαγγελία, αλλά και από επιφυλάξεις όσων ήδη συμμετέχουν, η επέκταση των αρμοδιοτήτων της σε πρώτη φάση θα είναι σε άλλους τομείς διασυνοριακών εγκλημάτων όπως τα ναρκωτικά, όπου φαίνεται να εξασφαλίζεται ευκολότερα η συμφωνία, στη βάση του άρθρου 86 παράγραφος 4 της Συνθήκης της Λισαβόνας (ΣΛΕΕ)14.

 

  1. Eurojust

Δημιουργήθηκε το 2002 και έχει ως ρόλο «τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών όσον αφορά τις έρευνες και τις διώξεις», αποτελεί δηλαδή ένα ακόμη εργαλείο για την αποτελεσματική εφαρμογή της αντιδραστικής νομοθεσίας της ΕΕ. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι ότι στα διασυνοριακά εγκλήματα οι εθνικές δικαστικές αρχές απευθύνονται στη Eurojust για το συντονισμό της συνεργασίας τους με δικαστικές αρχές άλλων χωρών και λαμβάνουν συστάσεις από τη Eurojust, π.χ. για να μην προβούν σε ανακριτικές πράξεις που μπορεί να είναι άκυρες σε μια άλλη χώρα.

Μαζί με την πρόταση της Επιτροπής το 2013 για τη «σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας» κατατέθηκε και πρόταση τροποποίησης του κανονισμού που διέπει τη Eurojust. Η πρόταση αυτή είναι ακόμη σε διαβούλευση ανάμεσα σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο και περιλαμβάνει αλλαγές στη δομή της Eurojust προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στη συνεργασία της με την Ευρωεισαγγελία, αλλά και μια σαφέστερη διάκριση των αρμοδιοτήτων της, ιδίως σε σχέση με θέματα την αρμοδιότητα των οποίων θα την έχει πλέον η Ευρωεισαγγελία.

 

  1. Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για ποινικές υποθέσεις

Δημιουργήθηκε το 1998 για να «διευκολύνει τη δικαστική συνδρομή στο πλαίσιο της καταπολέμησης της διακρατικής εγκληματικότητας». Το δικαστικό δίκτυο αποτελείται από σημεία επαφής στη διάθεση των τοπικών δικαστικών αρχών και των δικαστικών αρχών των άλλων κρατών-μελών και τους επιτρέπει να έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους.

Το δίκτυο προωθεί τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων τοπικών αρχών, ανάμεσα σε άλλα, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να εδραιώσουν τις κατάλληλες απευθείας επικοινωνίες, την παροχή τους με νομικές και πρακτικές πληροφορίες και τη βοήθεια για την επίλυση δυσκολιών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του αιτήματος για συνδρομή. Τα σημεία επαφής δρουν ως ενεργοί μεσάζοντες, αλλά δεν αποτελούν ένα νέο θεσμό δικαστικής συνεργασίας. Το έργο τους βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και άτυπης επικοινωνίας. Με βάση τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η καθιέρωση καινούργιων αντιδραστικών μηχανισμών της ΕΕ, τίθεται το ζήτημα της εκ νέου εξέτασης του εύρους αρμοδιοτήτων που θα διατηρήσει.

 

  1. Κοινές Ομάδες Έρευνας

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε ήδη από το 1999 προτείνει τη σύσταση «Κοινών Ομάδων Έρευνας» (ΚΟΕ), με τη συμμετοχή δύο ή περισσότερων κρατών-μελών, με στόχο την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών και ανθρώπων, καθώς και της «τρομοκρατίας». Τον Ιούνη του 2002 το Συμβούλιο εξέδωσε σχετική απόφαση-πλαίσιο, όπου προβλέπεται και η δυνατότητα συμμετοχής της EUROPOL και της EUROJUST στην ΚΟΕ. Ωστόσο, πρόκειται για ένα μέσο που στην πράξη δεν αξιοποιείται σε ευρεία έκταση, παραμένει, όμως, ως μια επιπλέον δυνατότητα διακρατικής συνεργασίας.

 

Δ. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Μια σειρά κατασταλτικών μηχανισμών προωθούν την αστυνομική συνεργασία των κρατών-μελών σε βάρος των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων, του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

 

  1. EUROPOL - Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία

Πρόκειται για έναν ευρωενωσιακό κατασταλτικό μηχανισμό με προσωπικό πάνω από 900 άτομα, οι επιχειρησιακές αρμοδιότητες του οποίου σταδιακά αυξάνονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 η EUROPOL αποτελεί οργανισμό της ΕΕ και όχι διακρατικό οργανισμό των κρατών-μελών.

Πέρα από την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αστυνομικών αρχών στην οποία συμβάλλει, τη συμμετοχή σε κοινές ομάδες έρευνας και τη δυνατότητα να ζητά από τα κράτη-μέλη να κινούν ποινικές έρευνες, έχει ανατεθεί στη EUROPOL η «αξιολόγηση των απειλών όσον αφορά 
το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο» και προς τούτο συγκροτήθηκε το 2013 το «Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο».

Με πρόσχημα τις επιθέσεις στο Παρίσι και στην Κοπεγχάγη στις αρχές του 2015, ανατέθηκε στη EUROPOL να δημιουργήσει «Μονάδα Αναφοράς Διαδικτυακού Περιεχομένου», που αποσκοπεί στην «καταπολέμηση της διαδικτυακής τρομοκρατικής προπαγάνδας και άλλων εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων», που αξιοποιείται ήδη από τα μονοπώλια του κλάδου των τηλεπικοινωνιών για σειρά κρουσμάτων φίμωσης κι απαγορεύσεων αναρτήσεων και ιστοσελίδων.

Μετά από τις επιθέσεις στο Παρίσι το Νοέμβρη του 2015, διευρύνθηκε περαιτέρω η εντολή της στον «τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας» μέσω της συγκρότησης την 1.1.16 του νέου «Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας», στο οποίο τα κράτη-μέλη αποστέλλουν εμπειρογνώμονες με στόχο να ενισχυθούν οι δυνατότητες διασυνοριακής συνεργασίας. Ακόμη, εντάχτηκε στους αντιδραστικούς σκοπούς της EUROPOL η ανταλλαγή πληροφοριών με αρχές τρίτων χωρών, με τις οποίες η ΕΕ έχει σχετική συμφωνία, αλλά και η ανταλλαγή πληροφοριών με «ιδιώτες».

Με το νέο κανονισμό διευκολύνεται επιπλέον η συγκρότηση από τη EUROPOL «ειδικών μονάδων για την αντιμετώπιση επικείμενων απειλών», στο όνομα της ενίσχυσης του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Γίνεται έτσι φανερό ότι τα «τρομοκρατικά χτυπήματα» αξιοποιήθηκαν στο όνομα της «ασφάλειας» άμεσα, ανάμεσα σε άλλα, και για την περαιτέρω ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής που προετοιμάζονται και θωρακίζονται για το χτύπημα του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού και τον υψηλό αριθμό αφίξεων το 2014 και στις αρχές του 2015, η EUROPOL δρομολόγησε και την «κοινή επιχείρηση MARE», τον «κόμβο πληροφόρησης της ΕΕ» για τη λεγόμενη «παράνομη» διακίνηση μεταναστών διά θαλάσσης το Μάρτη του 2015, που επίσης συμμετέχει στα «Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης» (hotspots).

Σημειώνεται δε ότι ήδη από το 2000 η EUROPOL έχει εξουσιοδοτηθεί να διαπραγματεύεται συμφωνίες με τρίτες χώρες και με μη ενωσιακούς οργανισμούς. Έχει, για παράδειγμα, υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας με την Interpol και τις ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο της αστυνομικής συνεργασίας εντός της ΕΕ λειτουργούν ακόμη τα παρακάτω:

 

  1. CEPOL - Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία

Είναι πλέον οργανισμός της ΕΕ (όχι διακρατικός μηχανισμός) και ασχολείται με την κατάρτιση κι εξοικείωση των αστυνομικών στο πνεύμα των αντιδραστικών ευρωενωσιακών κατευθύνσεων και λειτουργιών των μηχανισμών και τη στελέχωση οργάνων καταστολής για την αποτελεσματική εφαρμογή της αντιδραστικής νομοθεσίας της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων. Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Κανονισμού της EUROPOL το 2015 είχε προταθεί να υπαχθεί η CEPOL στη EUROPOL, αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με το νέο κανονισμό για τη CEPOL το 2015 αυξήθηκαν οι αρμοδιότητές της (π.χ. αξιολόγηση των πρωτοβουλιών της ΕΕ στον τομέα της επιβολής του νόμου, συνεργασία με τρίτες χώρες για ζητήματα σχετικά με την κατάρτιση των αστυνομικών δυνάμεων, παροχή πολυετών αξιολογήσεων των δεξιοτήτων κατάρτισης και προώθηση της αμοιβαίας αναγνώρισης της κατάρτισης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ). Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν το 2016 περισσότεροι από 18.000 υπάλληλοι επιβολής του νόμου (αύξηση 95%)15 συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης της CEPOL είτε στην έδρα της είτε ηλεκτρονικά.

 

  1. COSI - Μόνιμη Επιτροπή Επιχειρησιακής Συνεργασίας 
σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας

Πρόκειται για ένα «φόρουμ» στο πλαίσιο του οποίου συναντιούνται οι επικεφαλής των εθνικών υπηρεσιών ασφαλείας διάφορων κρατών-μελών και στοχεύει στην προαιρετική ανταλλαγή πληροφοριών σε τομείς όπως η αντικατασκοπία, το οργανωμένο έγκλημα και η «τρομοκρατία» και στη διατύπωση συστάσεων. Είναι ουσιαστικά ένα ακόμα επιτελείο για το συντονισμό των αστικών κυβερνήσεων στα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας. Η COSI, εάν και δεν μπορεί να διεξάγει από μόνη της επιχειρήσεις, είναι αυτή που έρχεται σε επαφή και σε συνεργασία με τις υπηρεσίες ασφάλειας τρίτων χωρών για την αντιμετώπιση των «εσωτερικών ζητημάτων ασφάλειας», όπως για παράδειγμα με την Ουκρανία16, ενώ δίνει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές για τη Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας της ΕΕ.

 

  1. EU INTCEN - Κέντρο της ΕΕ για την Ανάλυση Πληροφοριών

Είναι στην πραγματικότητα όργανο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας), αλλά συμβάλλει στην αστυνομική συνεργασία με την εκπόνηση «αξιολογήσεων των απειλών», που βασίζονται στα στοιχεία που του παρέχουν οι υπηρεσίες πληροφοριών, ο στρατός, το διπλωματικό σώμα και οι αστυνομικές υπηρεσίες.

 

Ε. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 2014-2018

Οι νέες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται από την ΕΕ ως εργαλείο για την ικανοποίηση των ευρύτερων επιδιώξεών της, αλλά και των κατευθύνσεών της στους τομείς που προαναφέρθηκαν.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της ΕΕ, «η ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνη αποσκοπεί στη χρήση και ανάπτυξη τεχνολογιών των πληροφοριών και της επικοινωνίας, στην υπηρεσία των δικαστικών συστημάτων των κρατών-μελών, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές καταστάσεις», ενώ «πρόκειται να καλύψει σχέδια ευρωπαϊκής διάστασης στους τομείς του αστικού, του ποινικού και του διοικητικού δικαίου».

Η συζήτηση δεν είναι καινούργια, έχει ξεκινήσει ήδη πριν το 2007, ενώ έχουν εγκριθεί δύο πολυετή προγράμματα από το Συμβούλιο για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη (2009-2013 και 2014-2018). Η δράση των κρατών-μελών στον τομέα αυτό είναι προαιρετική, εκτός των θεμάτων αυτών για τα οποία θεσπίζονται νομοθετικές πράξεις.

Προτεραιότητα στο Σχέδιο Δράσης 2014-2018 είναι η «διασύνδεση μητρώων», όπως των εθνικών ποινικών μητρώων και των «μητρώων αφερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις», αλλά και η «διαλειτουργικότητα» με επιδίωξη τη διασύνδεση των δικαστικών συστημάτων των κρατών-μελών. Για τους σκοπούς αυτούς η ΕΕ επιθυμεί να «εξασφαλίσει τη συμβατότητα μεταξύ των διάφορων τεχνικών, οργανωτικών, νομικών, πτυχών».

Ειδικότερα, σε σχέση με τη διασύνδεση των ποινικών μητρώων ήδη από τον Απρίλη του 2012 λειτουργεί το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS). Πρόκειται για ένα μηχανογραφικό σύστημα, έναν ακόμη μηχανισμό φακελώματος, που παρέχει στους δικαστές και τους εισαγγελείς εύκολη πρόσβαση σε ολοκληρωμένες πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο.

Το σύστημα προς το παρόν είναι αποκεντρωμένο, δεδομένου ότι τα ποινικά μητρώα αποθηκεύονται αποκλειστικά σε εθνικές βάσεις δεδομένων και ανταλλάσσονται ηλεκτρονικά μεταξύ των κεντρικών αρχών των κρατών-μελών κατόπιν αιτήματος. Ωστόσο, υπάρχει ήδη νομοθετική πρόταση που είναι σε διαβούλευση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη δημιουργία κεντρικού συστήματος για τις καταδικαστικές προτάσεις που αφορούν υπηκόους τρίτων χωρών στο όνομα της «εξοικονόμησης εξόδων», δεδομένου ότι στο κεντρικό σύστημα θα υπάρχουν πληροφορίες για το σε ποιες χώρες ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει καταδικαστική απόφαση και δε θα χρειάζεται να αποστέλλονται μαζικά αιτήματα σε όλα τα κράτη-μέλη. Στο εν λόγω κεντρικό σύστημα θα έχουν πρόσβαση EUROPOL και Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή. Βασικό σημείο στο οποίο οφείλεται η καθυστέρηση στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρότασης είναι το ζήτημα της διπλής ιθαγένειας, των πολιτών δηλαδή που έχουν ιθαγένεια κράτους-μέλους, αλλά και ιθαγένεια τρίτης χώρας και συγκεκριμένα το εάν αυτοί θα υπάγονται ή όχι στο ECRIS.

Οι παραπάνω εξελίξεις δείχνουν ότι πρόκειται για ένα προπαρασκευαστικό βήμα που θα δημιουργήσει την υποδομή ούτως ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει και τους πολίτες των κρατών-μελών της ΕΕ.

Άλλα εργαλεία της λεγόμενης «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης» είναι η «ευρωπαϊκή ηλεκτρονική πύλη για τη δικαιοσύνη», όπου πολίτες και επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες για το νομικό και δικαστικό σύστημα των κρατών-μελών, η χρήση της «τηλεδιάσκεψης» στις δικαστικές διαδικασίες, που έχει ήδη προχωρήσει σε κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (τουλάχιστον όσον αφορά την υιοθέτηση της συγκεκριμένης νομοθεσίας), η ηλεκτρονική υπογραφή (e-signature) και η ηλεκτρονική ταυτότητα (e-identity).

 

ΣΤ. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΟ ΧΕΑΔ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ 
ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Τα βασικά συμπεράσματα της «ενδιάμεσης αξιολόγησης των στρατηγικών κατευθυντήριων γραμμών στο ΧΕΑΔ»17 που έγινε τον Οκτώβρη του 2017 ήταν: «α) Να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή αυτών που έχουν ήδη συμφωνηθεί, με επιτυχημένη μεταφορά της ευρωενωσιακής νομοθεσίας στα δίκαια των κρατών-μελών (όπου αυτό απαιτείται) και με κωδικοποίηση των κανόνων, β) να υπάρχει συνοχή και συνέπεια στις πολιτικές της ΕΕ» (δηλαδή τα αντιδραστικά μέτρα που λαμβάνονται για το ΧΕΑΔ να υπηρετούν και τις άλλες πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ) και «γ) να αυξηθεί ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων.»

Πέρα από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σε σχέση με νομοθετικές προτάσεις για τις οποίες δεν έχει υπάρξει ακόμη τελική συμφωνία Συμβουλίου και Ευρωκοινοβουλίου, με κριτήριο τα συμφέροντα των μονοπωλίων, στο τραπέζι των συζητήσεων και των ανταγωνισμών υπάρχουν και άλλες προτάσεις.

Για παράδειγμα, μέτρα για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της «τρομοκρατίας», τη διασυνοριακή συγκέντρωση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων (κανονισμός και οδηγία που θα υποχρεώνουν τους παρόχους τηλεπικοινωνίας ενός κράτους-μέλους να δίνουν πρόσβαση, π.χ., σε e-mail στις αστυνομικές αρχές άλλου κράτους-μέλους και μάλιστα σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι και σε 6 ώρες σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης), την ποινικοποίηση περιβαλλοντικών εγκλημάτων, την καταπολέμηση της οικονομικής απάτης, τη διαλειτουργικότητα πληροφοριακών συστημάτων στον τομέα της επιτήρησης των συνόρων. Επίσης και προτάσεις που αφορούν το αστικό δίκαιο, π.χ. την αναθεώρηση του κανονισμού για τις επιδόσεις εγγράφων, την αναθεώρηση της νομοθεσίας για τους καταναλωτές, την τροποποίηση του κανονισμού 2201/2003/ΕΚ (Βρυξέλλες ΙΙα) σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας κ.ά.

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς μία πολιτική ποινικού δικαίου της ΕΕ: Κατοχύρωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου»18 σημειώνεται ακόμη ότι «κρίνεται αναγκαία η θέσπιση μέτρων ποινικού δικαίου σε επίπεδο ΕΕ σε τομείς πολιτικής όπου έχουν αποτελέσει ήδη αντικείμενο εναρμόνισης».

Ως παραδείγματα τέτοιων τομέων αναφέρονται: Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος (π.χ. σε σχέση «με τη χειραγώγηση των αγορών ή τις πράξεις ατόμων που διαθέτουν εμπιστευτικές πληροφορίες», η «καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (υπάρχει ήδη σχετική οδηγία), οι οδικές μεταφορές (σε σχέση, π.χ. με σοβαρές παραβάσεις των κανόνων της ΕΕ για τις επαγγελματικές μεταφορές με τους οποίους ρυθμίζονται θέματα κοινωνικής νομοθεσίας, τεχνικά θέματα ή θέματα ασφάλειας και θέματα λειτουργίας των αγορών), οι τελωνειακοί κανόνες (όσον αφορά την εναρμόνιση των τελωνειακών παραβάσεων και των σχετικών κυρώσεων), η προστασία του περιβάλλοντος, η αλιευτική πολιτική (π.χ. έναντι της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας), η εσωτερική αγορά (π.χ. για την καταπολέμηση σοβαρών παράνομων πρακτικών, όπως η παραχάραξη και η διαφθορά ή η μη δηλωθείσα σύγκρουση συμφερόντων στο πλαίσιο της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων).

II. Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ (ΔΕΕ)

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007 ενισχύθηκε ο ρόλος του Δικαστηρίου της ΕΕ που πλέον έχει αρμοδιότητα να κρίνει όλες τις πράξεις που υιοθετούνται από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη στον τομέα αυτό, να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις και να συμμετέχει στις διαδικασίες επί παραβάσει που κινεί η Επιτροπή (π.χ. σε περιπτώσεις ανάκλησης «κρατικών ενισχύσεων», όπως με τη ΛΑΡΚΟ, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που τους δίνουν τη χαριστική βολή).

Το Ευρωδικαστήριο λειτουργεί ως θεματοφύλακας των συμφερόντων των καπιταλιστών, όπως εκφράζονται στις Συνθήκες τις ΕΕ και στην ευρωενωσιακή νομοθεσία που εφαρμόζει κι ερμηνεύει. Με τις αποφάσεις του υπηρετεί την καπιταλιστική εργοδοσία όπως και οι άλλοι οργανισμοί και μηχανισμοί της ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις και βάζει τη σφραγίδα του στο τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Συστηματικά το αντιδραστικό περιεχόμενο των αποφάσεών του διαστρεβλώνεται εμφανίζοντας ως φιλεργατικές αποφάσεις που συνιστούν στην πραγματικότητα νέο χτύπημα στα δικαιώματα των εργαζόμενων:

Π.χ. αντεργατικές αποφάσεις-σταθμός του ΔΕΕ ήταν οι αποφάσεις στις παλαιότερες υποθέσεις «Viking»19 και «Laval»20, που έδωσαν καθοριστικό χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας, κρίνοντας παράνομες τις απεργίες των Σουηδών οικοδόμων και των Φιλανδών ναυτεργατών ενάντια στα μέτρα για την «απόσπαση εργαζόμενων». Κρίθηκε δηλαδή ότι τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και συνακόλουθα το δικαίωμα της απεργίας «υποχωρούν», με το πρόσχημα της «αρχής της αναλογικότητας», απέναντι στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου που αποτελεί την πεμπτουσία του ευρωενωσιακού δικαίου.

Η υπόθεση του Βέλγου πυροσβέστη21 προβλήθηκε από αστικά ΜΜΕ ως «δικαίωση των εργαζόμενων» για την αναγνώριση του χρόνου των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας ως χρόνου εργασίας. Ωστόσο, καθοριστικό στοιχείο ήταν ότι ο εργαζόμενος ήταν υποχρεωμένος και ν’ ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του και να μεταβαίνει στον τόπο εργασίας σε χρονικό διάστημα 8 λεπτών! Στην πραγματικότητα δηλαδή το σκεπτικό αυτής της απόφασης διευρύνει τις δυνατότητες να μη θεωρηθεί ως «χρόνος εργασίας» οποιαδήποτε άλλη μορφή επιφυλακής.

Το 2015 αποφαινόμενο στην υπόθεση της τσιμεντοβιομηχανίας Lafarge22 άνοιξε το δρόμο για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων υποστηρίζοντας ότι κάθε ρύθμιση κράτους-μέλους που θέτει όρους στο ελεύθερο των επιχειρηματικών ομίλων να αποφασίζουν για ό,τι αφορά τη δράση και την κερδοφορία τους θεωρείται αντίθετη με τις Συνθήκες της ΕΕ και άρα άκυρη και ότι συνιστά απόλυτο δικαίωμα του εργοδότη το να προβαίνει σε ομαδικές απολύσεις, γεγονός το οποίο στηρίζεται και στην ευρωενωσιακή Οδηγία 98/57 και στην εθνική νομοθεσία που δεν περιορίζουν την ελευθερία του εργοδότη να επιλέξει εάν θα προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

Χαρακτηριστική είναι και η απαράδεκτη απόφαση23 που νομιμοποίησε την απόλυση εγκύου εργαζόμενης στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων κρίνοντας ότι η απόλυση είναι νόμιμη, αρκεί ο εργοδότης να μην επικαλείται ως λόγο... την εγκυμοσύνη. Η ίδια η ευρωενωσιακή οδηγία 92/85 που υποτίθεται ότι προστατεύει τη μητρότητα αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για την απόλυση εγκύων ή λεχουσών γυναικών, αφού προβλέπει ότι οι απολύσεις εγκύων απαγορεύονται «εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους».

Ερμηνεύοντας την αντεργατική οδηγία για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας 2003/88, το ΔΕΕ κατέληξε σε άλλη υπόθεση24 στο ότι ο εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει 12 μέρες χωρίς ανάπαυση, αφού η νομοθεσία της ΕΕ «δεν επιβάλλει η ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης να χορηγείται το αργότερο την ημέρα που έπεται περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά εντός κάθε περιόδου επτά ημερών». Εξασφάλισε δηλαδή στην εργοδοσία φθηνότερους εργάτες, αφού επιτρέπει τη συνεχόμενη 12ημερη εργασία χωρίς καμία προσαύξηση στις αμοιβές. Προκλητικά, δε, η απόφαση σημειώνει ότι αυτό είναι και προς όφελος του εργαζόμενου, καθώς έτσι είναι δυνατή η χορήγηση πολλών συνεχόμενων ημερών αναπαύσεως σε αυτόν...

Αλλά και σε πρόσφατες δημοσιευμένες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα του ΔΕΕ επί δύο υποθέσεων25 επιβεβαιώνεται ο ταξικός του ρόλος, αφού για ακόμη μία φορά τα όσα προτείνονται βγαίνουν από τα συρτάρια των εργοδοτών. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας αναφέρει στην εισήγησή του –που στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων γίνεται δεκτή– ότι σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας (απόλυση, παραίτηση ή λήξη σύμβασης) «εφόσον ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια προκειμένου να παράσχει στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε οικειοθελώς το δικαίωμα αυτό, μολονότι είχε τη δυνατότητα να το ασκήσει κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει την ως άνω αποζημίωση». Ο εργαζόμενος χάνει δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση και την αποζημίωση για την άδεια που δεν έλαβε, όταν είναι γνωστές οι συνθήκες εργοδοτικής τρομοκρατίας στους χώρους δουλειάς κάτω από τις οποίες αρκετοί εργαζόμενοι όχι μόνο δεν παίρνουν ούτε τις μέρες άδειας που δικαιούνται, αλλά κάνουν και απλήρωτες υπερωρίες.

Συνολικά, στο εσωτερικό των κρατών-μελών διαμορφώνεται ένα πολυεπίπεδο δεσμευτικό πλέγμα νομολογίας είτε από το ΔΕΕ είτε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –που δεν ανήκει μεν λειτουργικά στην ΕΕ, αλλά οι αποφάσεις τους έχουν εξίσου σοβαρές συνέπειες για τα δικαιώματα των λαών στην Ευρώπη, στο όνομα της επιτήρησης της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου– και το οποίο έρχεται να προστεθεί στο πλήθος αντιδραστικών αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων που κρίνουν παράνομη τη συντριπτική πλειοψηφία των απεργιών, υπονομεύουν δικαιώματα των εργαζόμενων, επιβεβαιώνοντας τον ταξικό χαρακτήρα του δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης.

III. Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και ο ρόλος «λαγού» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που μεθοδεύει και επιδίδεται στις πιο προωθημένες αντιδραστικές προτάσεις σε βάρος των εργαζομένων και του εργατικού-λαϊκού κινήματος και στον τομέα της δικαιοσύνης. Αυτή είναι και η απάντηση στις αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται τη Συνθήκη της Λισαβόνας προκειμένου να νομιμοποιήσουν τα αντεργατικά αντιλαϊκά μέτρα στο όνομα της δήθεν «περισσότερης δημοκρατίας» λόγω της ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και των εθνικών κοινοβουλίων (όπου περιορίζονται στον έλεγχο της «επικουρικότητας»).

Για παράδειγμα, η τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα κοινοβουλευτικά ψηφίσματα σχετικά με την αστυνομική συνεργασία είναι ότι, παρά τις ήδη σοβαρές κι επικίνδυνες εξελίξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, «η ανάπτυξη της αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ βρίσκεται σε σχετικά πρώιμο στάδιο», ενώ έχει εκφράσει επανειλημμένα τη δυσαρέσκειά του για «την απουσία μιας πραγματικά κοινής προσέγγισης στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας», ζητώντας γρήγορα και αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Στο ψήφισμά του, της 9ης Ιούλη 2015, σχετικά με το «ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδοκίμασε το γεγονός ότι, παρά τις πολυάριθμες εκκλήσεις του, δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των υπαρχόντων μέσων της ΕΕ, και μάλιστα υπό το πρίσμα των «νέων απειλών» που αντιμετωπίζει η ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας, ούτε και των κενών που εξακολουθούν να υπάρχουν, και υποστήριξε ότι «το έργο αυτό είναι αναγκαίο, ώστε να εξασφαλιστεί πως η πολιτική της ΕΕ για την ασφάλεια είναι αποτελεσματική, αναγκαία, αναλογική, συνεκτική και διεξοδική».

Ο αντιδραστικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποκαλύπτεται και από τις προτάσεις που υπέβαλε σε ψηφίσματά του για την επέκταση της αρμοδιότητας της Ευρωεισαγγελίας στον τομέα της «τρομοκρατίας» πολύ πριν την ανακοίνωσή της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Συνθήκη της Λισαβόνας, παρέχοντας την κατάλληλη νομική βάση, έδωσε τη δυνατότητα να ληφθούν επιπλέον μέτρα που ενισχύουν την εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ στο ΧΕΑΔ. Είναι πραγματικότητα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές διαφορές στα δικαιοδοτικά συστήματα των κρατών-μελών και αυτό αντιμετωπίζεται από την ΕΕ –παρά τις επιμέρους αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο εσωτερικό της– ως εμπόδιο που πρέπει να αρθεί για την πιο αποτελεσματική και γρήγορη εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ. Η ισχυροποίηση του ΧΕΑΔ μέσω και της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών, η ενδυνάμωση των ήδη υπαρκτών και η δημιουργία νέων διωκτικών και κατασταλτικών μηχανισμών, ήταν και παραμένουν σταθερές επιδιώξεις της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων.

Ο πυρήνας της επιτάχυνσης των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και στον τομέα της δικαιοσύνης δεν είναι άλλος από την εξασφάλιση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Βασική πλευρά είναι η προσαρμογή του δικαίου στα μέτρα ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς, ιδίως σε συνθήκες ενίσχυσης του ηλεκτρονικού εμπορίου, στις ελευθερίες κίνησης του κεφαλαίου, των εργαζόμενων, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, στη διεθνοποιημένη δράση του κεφαλαίου. Οι επιμέρους αντιθέσεις που εκδηλώνονται στον τομέα αυτό αντανακλούν κατά βάση οικονομικούς ανταγωνισμούς των κρατών-μελών που βρίσκονται σε εξέλιξη, συνολικά τις αντιθέσεις για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Παράλληλα, η ευρωενωσιακή νομοθεσία και η εφαρμογή της στον τομέα του ΧΕΑΔ στοχεύουν και στο τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων, την περιστολή δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών, την περαιτέρω ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων, τη δημιουργία νέων που ανά πάσα στιγμή μπορούν να αξιοποιηθούν για το χτύπημα του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Ως αφορμή για τη δημιουργία νέων μηχανισμών καταστολής εμφανίζονται συχνά τα απαράδεκτα και καταδικαστέα σε κάθε περίπτωση περιστατικά διαφθοράς, διακίνησης ναρκωτικών, εμπορίας ανθρώπων, παιδικής πορνογραφίας. Είναι όμως φαινόμενα σύμφυτα με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης που η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών υπηρετούν. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο όχι μόνο δεν μπορούν να τα λύσουν, αλλά πίσω από αυτά τα προσχήματα προωθούνται βαθιά αντιδραστικές κι επικίνδυνες για τους λαούς εξελίξεις. Επιβεβαιώνεται ακόμη η θέση του ΚΚΕ ότι οι «τρομοκρατικές επιθέσεις» σε ευρωπαϊκές πόλεις λειτουργούν ως καταλύτης και πρόσχημα για να επιταχυνθούν μια σειρά μέτρων. Για παράδειγμα, αμέσως μετά από το χτύπημα στο Στρασβούργο ψηφίστηκε από το Ευρωκοινοβούλιο η ενίσχυση των μηχανισμών παρακολούθησης και φακελώματος, ενοχοποίησης θρησκειών, ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων κατασταλτικών μηχανισμών σε βάρος του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο όνομα της «ασφάλειας» και της πρόληψης κατά της ριζοσπαστικοποίησης, με ευρεία ποινικοποίηση προπαρασκευαστικών πράξεων (π.χ. ένα ταξίδι κ.ά.), με αυτόματες διαδικασίες κατασταλτικών μέτρων στο διαδίκτυο.

Στην κατεύθυνση ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών και των συνόρων της ΕΕ, περιστολής των δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών –πλην ελάχιστων και επουσιωδών διαφοροποιήσεων– ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις ομονοούν εκπληρώνοντας το ρόλο τους ως υπερασπιστές των συμφερόντων του κεφαλαίου. Φανερώνεται το ταξικό πρόσωπο της αντεργατικής πολιτικής της ΕΕ και των οργάνων της, όσο και να επιχειρούν να εμφανιστούν ως δήθεν προστάτες των «κοινωνικών δικαιωμάτων».

Παράλληλα, είναι συχνό φαινόμενο οι αντιπαραθέσεις με επίκεντρο τα «ανθρώπινα δικαιώματα» που αξιοποιούνται από την ΕΕ ως εργαλείο επεμβάσεών της τόσο σε κράτη-μέλη (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία) εκφράζοντας αντιθέσεις των αστικών τους τάξεων όσο και σε τρίτες χώρες προκειμένου να εξασφαλιστούν συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και η διείσδυσή τους σε αυτές τις αγορές. Την ίδια ώρα, η ΕΕ ενορχηστρώνει την αντικομμουνιστική εκστρατεία προκειμένου να σβήσει από τη μνήμη των λαών τις τεράστιες κατακτήσεις στις σοσιαλιστικές χώρες και να βάλει εμπόδια στη μόνη πραγματική προοπτική των λαών και κρατεί «σιγή ιχθύος» στις καταγγελίες για την ποινικοποίηση κομμουνιστικών κομμάτων, κομμουνιστικών συμβόλων και της κομμουνιστικής ιδεολογίας και δράσης και για τις διώξεις σε βάρος μελών ΚΚ (π.χ. Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία, Ουκρανία κλπ.).

Κορωνίδα της αντιλαϊκής πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της ποινικής δικαστικής συνεργασίας το προηγούμενο διάστημα είναι η σύσταση της Ευρωεισαγγελίας, που ήταν επιδίωξη και ζητούμενο πολλών ετών. Το «ποινικό δίκαιο» θεωρούνταν για πολλά χρόνια ως κομμάτι του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους και ως τομέας στον οποίο γίνονταν βήματα αργά και συγκρατημένα στην εναρμόνιση, καθώς δεν μπορούσε εύκολα να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών. Η παραχώρηση της δυνατότητας άσκησης ποινικής δίωξης στην Ευρωεισαγγελία αποτελεί επικίνδυνη εξέλιξη, ενώ φαίνεται να αίρονται οι επιφυλάξεις των προηγούμενων ετών από ένα μέρος των κρατών-μελών της ΕΕ και να σηματοδοτείται η επιτάχυνση νέων αντιδραστικών μέτρων, με πρώτο από αυτά την πιθανή επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωεισαγγελίας στον τομέα της «τρομοκρατίας».

Οι διαφωνίες που επικαλούνται κατά καιρούς φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως και διάφορα «ευρωσκεπτικιστικά» εθνικιστικά, εκφράζονται στο όνομα της εκχώρησης εθνικών αρμοδιοτήτων στην ΕΕ από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης της χώρας τους, που κρίνουν ότι ικανοποιούνται καλύτερα μέσα από ένα αστικό κράτος και όχι από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζόμενων.

Το Ευρωκοινοβούλιο, οι πολιτικές του ομάδες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο, το ΔΕΕ και οι κυβερνήσεις ενιαία, παρά τις αντιθέσεις, χτυπούν από κοινού τα δικαιώματα των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων. Μεγάλες ευθύνες έχουν και οι οπορτουνιστικές δυνάμεις, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, που σπέρνουν αυταπάτες στους εργαζόμενους για το ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, προβάλλοντας ως λύση την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ως δήθεν «δημοκρατικού οργάνου» (βλ. προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ, ΚΕΑ, «Προοδευτικού Φόρουμ στο Ευρωκοινοβούλιο»), για το ρόλο του ΔΕΕ (προτείνοντας, π.χ., παραπομπή υποθέσεων όπως το PNR σε αυτό). Έχουν συνολικά ως γραμμή την επιστροφή στις δήθεν αξίες της ΕΕ που τάχα διακυβεύονται, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή ΕΕ, φιλολαϊκή δηλαδή διαχείριση του καπιταλισμού.

Γίνεται φανερό ότι ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις μεθοδεύουν νέα αντιδραστικά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων και στον τομέα του ΧΕΑΔ για το επόμενο χρονικό διάστημα. Υπάρχει βέβαια και ένα τμήμα που υποστηρίζει ότι όσα έχουν γίνει είναι αρκετά και θα πρέπει το βάρος να δοθεί στην αποτελεσματική εφαρμογή τους. Επισημαίνουν ότι θα πρέπει να είναι πιο συγκρατημένα τα βήματα στους τομείς αυτούς το επόμενο χρονικό διάστημα με φειδωλή υποβολή νομοθετικών προτάσεων, υπό το φόβο και των λαϊκών αντιδράσεων.

Ειδικότερα οι εργαζόμενοι στο χώρο της δικαιοσύνης (δικηγόροι, δικαστές, εισαγγελείς, δικαστικοί υπάλληλοι κ.ά.), που παρακολουθούν από κοντά αυτές τις εξελίξεις και ανησυχούν, ασκούν κριτική σε πολλές πλευρές του ΧΕΑΔ, έχουν στα χέρια τους πλούσιο υλικό για να βγάλουν συμπεράσματα για την πολιτική που υπηρετούν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις. Είναι η ίδια πολιτική που χτυπάει τους μισθούς τους, τα εργασιακά τους δικαιώματα, περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία, τους φορολεηλατεί.

Βέβαιο είναι ότι το νομικό «οπλοστάσιο» της ΕΕ και των κυβερνήσεων ενισχύεται με αύξηση των αρμοδιοτήτων των κατασταλτικών μηχανισμών τους και με σημαντική περιστολή των ελευθεριών και λαϊκών δικαιωμάτων που αξιοποιούνται και θα αξιοποιηθούν για το χτύπημα σε βάρος του εργατικού-λαϊκού κινήματος προκειμένου να μείνει αλώβητη η εξουσία των μονοπωλίων.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Βλ. υπόθεση Taricco I, C-105/14, όπου το ΔΕΕ έκρινε ότι θα έπρεπε να μείνουν ανεφάρμοστες οι εθνικές διατάξεις περί παραγραφής ποινικού αδικήματος προκειμένου το κράτος-μέλος να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το ενωσιακό δίκαιο (στην υπό κρίση υπόθεση επρόκειτο για το άρθρο325, παράγραφοι1 και 2, ΣΛΕΕ). Εν συνεχεία υποχρεώθηκε σε μερική αναδίπλωση (υπόθεση Taricco II, C-42/17), αλλά και στην πρόσφατη C-378/17.
  2. Πυλώνας «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (οικονομικά, αγροτικά-αλιεία, περιβαλλοντικά θέματα, μεταναστευτικό, άσυλο κλπ.), πυλώνας «Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολι-τικής Ασφαλείας» και πυλώνας «Αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις».
  3. Το 2007 συγκροτείται και ο «Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ» με τον κανονισμό 168/2007 προκειμένου να «παρέχει στα θεσμικά όργανα και στα κράτη-μέλη της ΕΕ βοήθεια και εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων».
  4. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32007X1214%
2801%29
  5. Βλ. Οδηγία για την «μπλε κάρτα» και οδηγία για την «ενδοεταιρική μετάθεση».
  6. http://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-79-2014-INIT/el/pdf
  7. Οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία στο Συμβούλιο.
  8. Σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να εκδοθεί ακόμα και αν στη χώρα έκδοσης το αδίκημα που διέπραξε δε θεωρείται αξιόποινο.
  9. Προβλέφθηκε ότι όταν το ΕΕΣ έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα ερήμην και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ’ άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της ερήμην απόφασης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από το αν η δικαστική αρχή έκδοσης παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά το ΕΕΣ θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος-μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.
  1. Η Πολωνία έχει από τους μεγαλύτερους αριθμούς έκδοσης ΕΕΣ, λόγω του ότι πολλά μικρά αδικήματα επαπειλούνται με ποινές άνω του έτους με βάση το εσωτερικό ποινικό της δίκαιο.
  2. Με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν έχει αρμοδιότητα η ΕΕ στον τομέα αυτό, αλλά θα μπορούσε να ενεργοποιήσει «μεταβατική ρήτρα» εάν συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη.
  3. https://www.euractiv.com/section/justice-home-affairs/news/commission-offers-softer-rules-to-hungary-poland-to-sweeten-eu-prosecutor-deal/
  4. COM(2018) 641 final.
  5. Το άρθρο 86 παρ. 4 ορίζει ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται, ταυτόχρονα ή σε μεταγενέστερο στάδιο, να εκδώσει απόφαση για την τροποποίηση της παραγράφου 1, προκειμένου να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, και για την κατ’ επέκταση τροποποίηση της παραγράφου 2 όσον αφορά τους δράστες σοβαρών εγκλημάτων με επιπτώσεις σε πολλά κράτη-μέλη καθώς και τους συνεργούς τους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και διαβούλευση με την Επιτροπή».
  6. https://www.cepol.europa.eu/
  7. http://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-14757-2017-INIT/el/pdf
  8. http://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-15224-2017-REV-1/en/pdf
  9. COM (2011) 573).
  10. C-438/05.
  11. C341/05.
  12. C-518/15.
  13. C-201/15.
  14. C-103/16.
  15. C-306/16.
  16. C-619/16 και C-684/16.