Στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της αυξανόμενης ωρίμανσης στην κοινή γνώμη της αναγκαιότητας να βρεθεί μια εναλλακτική λύση απέναντι στην οικονομία της αγοράς, εμφανίζεται ενδιαφέρον για την ιστορική εμπειρία της απαλλαγμένης από κρίσεις οικονομίας της ΕΣΣΔ. Για τους μαρξιστές μελετητές για άλλη μια φορά καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η ανάλυση των οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού, υπό το φως των οποίων είναι πολύτιμη η οικονομική συζήτηση που έγινε στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1960, όταν στην ημερήσια διάταξη έμπαινε με ιδιαίτερη οξύτητα το θέμα της μελλοντικής ανάπτυξης της οικονομίας της, διά της εμπορευματικής ή μη εμπορευματικής οδού.
Πολλές βαθιές και πρωτότυπες ιδέες εκείνον τον καιρό ανέπτυξε ο γνωστός αεροναυπηγός Όλεγκ Αντόνοφ. Ο ίδιος, ως καθοδηγητής ενός Ενιαίου Κατασκευαστικού Γραφείου, μπορούσε να δει πολλές από τις αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος σχεδιασμού της παραγωγής. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι είδε τα βαθύτερα αίτια αυτών των αδυναμιών και με σαφήνεια αντιλαμβανόταν τις μεθόδους αντιμετώπισής τους. Οι ιδέες του, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια, συνοψίζονται στο βιβλίο του «Για όλους και για εμάς. Για την τελειοποίηση των δεικτών σχεδιασμού της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής».
Την άνοδο της παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση που σημειώθηκε μετά από τον πόλεμο ακολούθησε η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, λύνοντας παλιά προβλήματα, δημιουργούσε νέα. Πρώτ’ απ’ όλα, αυτό αφορούσε την αποτελεσματικότητα της διεύθυνσης της παραγωγής. Οι παλιές μέθοδοι διεύθυνσης τη δεκαετία του ’60 άρχισαν να φθίνουν. Η αντίφαση, σύμφωνα με τον Αντόνοφ, βρισκόταν στον ίδιο το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η υλική παραγωγή μάς κληροδοτήθηκε από μια «προηγούμενη εποχή, δηλαδή τον καπιταλισμό». Αυτό αφορούσε πλήρως και την εκβιομηχάνιση της δεκαετίας του ’30, κατά την οποία η χώρα μας αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει καπιταλιστικές ως προς το επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικές δυνάμεις –άλλες απλά δεν υπήρχαν, κάτι το οποίο δε θα μπορούσε παρά να επηρεάσει τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η επιρροή ήταν εμφανής και στην οικονομική επιστήμη.
Η υπάρχουσα οικονομική επιστήμη ήταν πίσω από τις ανάγκες των ραγδαία αναπτυσσομένων παραγωγικών δυνάμεων. Και αυτό έκρυβε ένα μεγάλο κίνδυνο.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι ότι η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί απλώς να αντανακλά την τρέχουσα κατάσταση στην οικονομία. Θα πρέπει απαραιτήτως να αναδεικνύει τις μελλοντικές κατευθύνσεις, να υλοποιεί την πιο σημαντική λειτουργία της –την πρόγνωση, τη λειτουργία της κοινωνικής πρόβλεψης.
Η εφαρμογή παλιών μεθόδων διεύθυνσης της οικονομίας, πρώτον, καθυστέρησε σε απίθανο βαθμό την ανάπτυξη, και δεύτερον, μπορούσε (και σίγουρα αναπόφευκτα) ανά πάσα στιγμή να γυρίσει προς τα πίσω την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Ακριβώς εναντίον αυτών των μεθόδων στρεφόταν η κριτική του Αντόνοφ.
Βάση της διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν το σχέδιο, αλλά από μόνο του το σχέδιο δε φέρει τίποτα το κομμουνιστικό, καθώς ακόμα και ο οποιοσδήποτε ετήσιος προϋπολογισμός κάθε καπιταλιστικής χώρας αποτελεί επίσης ένα σχέδιο. Διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του σοσιαλιστικού σχεδίου θα πρέπει να είναι οι ιδιαίτεροι δείκτες του σχεδιασμού, δηλαδή τέτοια κριτήρια αποτελεσματικότητας, τα οποία θα εφαρμόζονταν για το πέρασμα στις κομμουνιστικές σχέσεις. Βασική προϋπόθεση είναι η σοσιαλιστικά σχεδιασμένη οικονομία να μην καθοδηγείται από καπιταλιστικούς δείκτες. Δυστυχώς, αυτή η προϋπόθεση παραμελήθηκε από τη σοβιετική οικονομική επιστήμη –ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί η υλική βάση του κομμουνισμού, και συχνά αυτό εκλαμβανόταν ως η δημιουργία αφθονίας αγαθών, ανεξάρτητα από την ποιότητα, «ακαθάριστης» αφθονίας αγαθών. Στη θεώρηση πολλών οικονομολόγων υποστηρικτών της αγοράς η προσέγγιση της κύριας παραγωγικής δύναμης –του ανθρώπου, του εργαζόμενου– δε διέφερε πολύ από την καπιταλιστική, κάτι που εν πολλοίς προκαλούσε αδυναμίες στο σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
Ο Αντόνοφ διέκρινε όλες τις αδυναμίες του σχεδιασμού σε 3 ομάδες:
• ποσοτικές (δεν είναι ακριβές το σχέδιο).
• ποιοτικές (δε σχεδιάζουν ό,τι είναι αναγκαίο).
• μεθοδολογικές (δε σχεδιάζουν όπως πρέπει).
Οι ποσοτικές και ποιοτικές αδυναμίες ήταν σε μεγάλο βαθμό τυχαίες. Τα πιο επικίνδυνα ήταν τα σφάλματα της τρίτης ομάδας, καθώς προκαλούν ποσοτικά και ποιοτικά σφάλματα, τα οποία ήταν λάθη του ΓΚΟΣΠΛΑΝ (Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού). Σε αυτά τα λάθη ανήκαν, πρώτ’ απ’ όλα, οι καπιταλιστικοί δείκτες αποτελεσματικότητας: Ακαθάριστο προϊόν, προσοδοφορία, κέρδος.