ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα μεταπτυχιακά προγράμματα στη χώρα μας, καθώς και ο όγκος των μεταπτυχιακών φοιτητών.
Η εμφάνιση των μεταπτυχιακών σπουδών γενικά εκφράζει την αντικειμενική τάση ανόδου του μορφωτικού επιπέδου, τη συσσώρευση γνώσεων και την πιο στενή σύνδεση επιστήμης - παραγωγής. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα το κεφάλαιο δίνει τη δική του απάντηση. Ετσι τα τελευταία χρόνια η διόγκωση των μεταπτυχιακών σπουδών υποτάσσεται στις κατευθύνσεις της Μπ€ολόνια για τη γενικότερη αναδιάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Στόχος είναι να προσαρμοστεί στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς για λιγότερο μακροχρόνιες γενικές καταρτίσεις και σπουδές πιο ευλύγιστες, οι οποίες θα αναπροσαρμόζονται διαρκώς και θα μεταδίδουν περιορισμένες και αποσπασματικές γνώσεις, εφήμερες δεξιότητες, για μια ευέλικτη μετακίνηση των αποφοίτων, υποταγμένη στη λογική της εναλλαγής των επαγγελμάτων και της δια βίου μάθησης. Η τάση αύξησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων αποτελεί εξειδίκευση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της στρατηγικής της ΕΕ, που ενιαία ξετυλίγεται στον τομέα αυτό.
Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα μεταπτυχιακά ειδίκευσης. Ο λόγος της μεγάλης αύξησης ταχύρυθμων μεταπτυχιακών ειδίκευσης (ενός έτους ή τριών εξαμήνων ως επί το πλείστον) οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι η ΕΕ, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, οι οπορτουνιστές και οι επιχειρήσεις διαφημίζουν με κάθε τρόπο τα πολλά πτυχία και πιστοποιητικά ως μέσο αντιμετώπισης της ανεργίας των αποφοίτων. Αφετέρου τα ίδια τα Τμήματα επιδιώκουν να οργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα καταρτισιακού τύπου για να επενδύσουν στο κύρος τους, να «αξιολογηθούν» πιο ευνοϊκά και να ανέβουν στην κατάταξη ιδρυμάτων, διεκδικώντας μια θέση «αριστείας», η οποία τους εξασφαλίζει καλύτερη πρόσβαση σε ερευνητικά προγράμματα, επιχορηγήσεις και την προτίμηση των επιχειρήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στα μεταπτυχιακά που λειτουργούν σήμερα στα ΑΕΙ αποδεικνύει ότι αποτελούν -στη μεγάλη τους πλειοψηφία- καλοστημένες «επιχειρήσεις», στις οποίες συσσωρεύονται -μέσω των διδάκτρων και των ερευνητικών προγραμμάτων- μεγάλα οικονομικά ποσά, ενώ υπάρχουν λίγες περιπτώσεις όπου δεν εμφανίζεται ούτε ο… τελικός αποδέκτης (δεν υπάρχουν ούτε καν αποδείξεις για τα δίδακτρα)!
Περίπου σε 500 υπολογίζονται σήμερα τα μεταπτυχιακά των ελληνικών πανεπιστημίων (492 το 2007), 77.167 οι μεταπτυχιακοί φοιτητές (2007-8 έναντι 50.057 το 2002 και 42.930 το 2005-6), εκ των οποίων οι 37.712 είναι υποψήφιοι διδάκτορες. Σε ό,τι αφορά τους υποψήφιους διδάκτορες, αν και ο αριθμός τους φαίνεται κατ’ αρχήν πολύ μεγάλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η πλειοψηφία τους είναι εγγεγραμμένοι στις λίστες του κάθε Τμήματος τυπικά, στην πραγματικότητα όμως έχουν εγκαταλείψει τις διδακτορικές σπουδές, καθώς αυτές σήμερα αποτελούν «πολυτέλεια» που δε συνδυάζεται με τη δουλειά και τις άλλες υποχρεώσεις του νέου ανθρώπου. Υπολογίζεται επίσης ότι υπάρχουν 24 προγράμματα μεταπτυχιακών που διοργανώνονται από ξένα πανεπιστήμια σε συνεργασία με Τμήματα ΤΕΙ (Διοικητικός Τομέας Τεχνολογικού Τομέα ΑΕ, Τμ. Σχεδιασμού, ανάπτυξης, μεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας), ενώ 32 είναι οι συμπράξεις ΤΕΙ και ελληνικών Πανεπιστημίων στην οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Στο χώρο επίσης από καιρό έχουν εισέλθει τα διάφορα ελληνικά κολέγια, τα οποία συνεργάζονται με ευρωπαϊκά ιδρύματα, παρέχοντας μεταπτυχιακούς τίτλους ακόμα και χωρίς να προ-απαιτείται πτυχίο Ανώτατης Σχολής (δημοσίευση εφημερίδας «Ριζοσπάστη», 31 Οκτώβρη 2009), μέσα σε ένα μόνο χρόνο και για στελέχη επιχειρήσεων που θέλουν να παρακολουθήσουν ταχύρυθμα προγράμματα κατάρτισης με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης που εργάζονται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα των Πανεπιστημίων έχουν αντικείμενο σχετικό με τις θεωρητικές επιστήμες, ενώ ακολουθούν οι θετικές επιστήμες και η ιατρική-βιολογία. Επονται η οικονομία, ο τεχνολογικός τομέας, η πληροφορική και τα νομικά-διοίκηση, ενώ υπάρχουν και προγράμματα με «διεπιστημονικό» αντικείμενο, όπου ως διεπιστημονικά χαρακτηρίζονται κυρίως τα διατμηματικά μεταπτυχιακά, αυτά δηλαδή που διοργανώνονται από περισσότερα του ενός τμήματα. Τελευταία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και «διεπιστημονικά» μεταπτυχιακά σεμινάρια κατάρτισης, με έμφαση στην «πράσινη ανάπτυξη και οικονομία». Πληθαίνουν επίσης τα «μεταπτυχιακά από απόσταση» (26 μεταπτυχιακούς τίτλους ειδίκευσης προσφέρει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο -ΕΑΠ- με δίδακτρα), τα οποία μάλιστα διαφημίζονται και συστήνονται από τις εταιρίες για τα στελέχη τους ως «αξιόπιστη» λύση για κατάρτιση, ταυτόχρονα με την απόκτηση επαγγελματικής προϋπηρεσίας, χωρίς δηλαδή να σταματούν να εργάζονται.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό ανεργίας κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου έως και 5 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους προσεγγίζει το 16%, ενώ το αντίστοιχο των αποφοίτων ΑΕΙ το 24% (μελέτη Μορφωτικής και Αναπτυξιακής Πρωτοβουλίας), στοιχείο το οποίο απαιτεί μια περαιτέρω διερεύνηση, αλλά οπωσδήποτε σχετίζεται με την προτίμηση που δείχνει το κεφάλαιο στην απασχόληση αποφοίτων με την ανάλογη θεωρητική ή τεχνική κατάρτιση που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του, στο έδαφος της συνολικής συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης.
Τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα κυμαίνονται σήμερα από 4.000 έως 20.000 ευρώ. Υπάρχουν προγράμματα που δεν έχουν επιβάλει τυπικά δίδακτρα, αλλά στην πράξη τα έχουν περάσει ως «συμμετοχές στις εκπαιδευτικές εκδρομές και δραστηριότητες του μεταπτυχιακού» ή άλλες μορφές έμμεσης επιβολής. Τις περισσότερες αιτήσεις συμμετοχής τις έχουν τα 8 MBA (Management and Business Administration - Διοίκηση Επιχειρήσεων) που λειτουργούν στην Ελλάδα (6.500 αιτήσεις το χρόνο για 800 προσφερόμενες θέσεις) από ειδικότητες γιατρών, μηχανικών, δικηγόρων, αλλά ακόμα και φιλόλογων, ενώ κάποια από αυτά έχουν ξεχωριστά προγράμματα για μεταπτυχιακούς φοιτητές και στελέχη επιχειρήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι τα ίδια μεταπτυχιακά για τα στελέχη επιχειρήσεων προβλέπουν έως και 20% περισσότερα δίδακτρα από αυτά που προσφέρονται για τους αποφοίτους του προπτυχιακού κύκλου, στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα το «εμπόριο» που συντελείται σε αυτή την εκπαιδευτική βαθμίδα!
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Οι πιο πρόσφατοι νόμοι που αφορούν στα μεταπτυχιακά είναι οι 3585/2008 (Θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές) και 3653/2008 (Θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας και άλλες διατάξεις), οι οποίοι ψηφίστηκαν την ίδια περίοδο, επιχειρώντας τη βαθύτερη προσαρμογή στις κατευθύνσεις της Μπολόνια, για τη γενικότερη αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης, προκειμένου να προσαρμοστεί στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, να υπηρετήσει καλύτερα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη διεύρυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οι αλλαγές που προωθήθηκαν μέσω των παραπάνω νομοθετημάτων συνέβαλαν στη γενικότερη στροφή στην παροχή καταρτισιακού χαρακτήρα αποσπασματικών γνώσεων και στην καθιέρωση ενιαίων αρχών στην Ανώτατη Εκπαίδευση στα πλαίσια της ΕΕ, με πολλαπλούς κύκλους σπουδών. Πρότυπο ήταν το περίφημο αγγλοσαξονικό μοντέλο 3-2-3 (3 χρόνια προπτυχιακός κύκλος, 2 χρόνια μεταπτυχιακός, 3 χρόνια διδακτορικό), το οποίο όμως σήμερα φαίνεται ότι αναπροσαρμόζεται, όχι ως προς την ουσία του, δηλαδή την τριχοτόμηση των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά ως προς τη διάρκεια του κάθε κύκλου.
Παράλληλα με τις πιστωτικές μονάδες, αλλά και την πρόσφατη αναγνώριση των κολεγίων και την ενσωμάτωση της οδηγίας 36/2005, την προώθηση της μεταδευτεροβάθμιας «σούπας» σπουδών και πτυχίων και τον ενιαίο επαγγελματικό φορέα πιστοποίησης επαγγελματικών δικαιωμάτων που εξήγγειλε το ΠΑΣΟΚ, την απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων, οι παραπάνω αλλαγές συμβάλλουν στην περαιτέρω προσαρμογή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις πολλές και διαβαθμισμένες σχέσεις εργασίας, που απαιτούν αντίστοιχες βαθμίδες και πτυχία, στη λογική της αποσύνδεσης του πτυχίου από το επάγγελμα.
ΤΥΠΟΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα και στη χώρα μας είναι μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης(τα λεγόμενα master) και διαμορφώνονται στη βάση της απόσπασης γνώσεων από τον προπτυχιακό κύκλο με την προσθήκη, κατά περίπτωση, ορισμένων ακόμη μαθημάτων. Πολλά από αυτά τα μεταπτυχιακά προγράμματα έχουν τον ίδιο τίτλο με τον αντίστοιχο προπτυχιακό ή αποτελούν πολύ γενικές επιστημονικές ενότητες (π.χ. μεταπτυχιακό στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης με τίτλο «Φιλοσοφία: Γνώση, Αξίες και Κοινωνία»). Ακόμη διαμορφώνονται μεταπτυχιακά ειδίκευσης στη βάση της άθροισης προπτυχιακών μαθημάτων περισσοτέρων επιστημονικών αντικειμένων στο όνομα της διεπιστημονικότητας, τα οποία σε πολλές των περιπτώσεων είναι κατώτερα των προπτυχιακών. Απευθύνονται σε αποφοίτους διαφόρων τμημάτων και όχι μόνο του τμήματος που τα διοργανώνει. Αυτή άλλωστε είναι και η επιδίωξη των κατευθύνσεων της Μπολόνια στα πλαίσια της προώθησης της κινητικότητας και της ευελιξίας.
Δε λείπουν και τα μεταπτυχιακά, συνήθως μονοετή, καθαρά καταρτισιακού χαρακτήρα, που μπορεί να παρακολουθεί ο απόφοιτος σε κάποια φάση του εργασιακού του βίου, τα οποία αναμένεται να διευρυνθούν και στα πλαίσια της εμπλοκής των ΑΕΙ - ΤΕΙ στη δια βίου μάθηση.
Τα μεταπτυχιακά που οδηγούν σε Δίπλωμα Προχωρημένων Σπουδών, όπως προέβλεπε η διάταξη νόμου του 2002 που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ, είναι ελάχιστα (6 στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, κάποια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο), στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο μεταπτυχιακός κύκλος στην πλειοψηφία του δεν έχει στόχο την περαιτέρω επιστημονική εμβάθυνση, αλλά την παροχή καταρτισιακού χαρακτήρα γνώσεων. Για την πλειοψηφία λοιπόν των μεταπτυχιακών φοιτητών η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος δε θα σημαίνει ότι διαθέτουν τα απαραίτητα, επαρκή και ολοκληρωμένα επιστημονικά προσόντα.
Εκτός από τα μεταπτυχιακά καταρτισιακού χαρακτήρα υπάρχουν και μεταπτυχιακά προγράμματα, ιδιαίτερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, που δεν έχουν ξεκάθαρο καταρτισιακό χαρακτήρα και εξυπηρετούν την εξειδίκευση και εξέλιξη της αστικής ιδεολογικής προπαγάνδας (π.χ. μεταπτυχιακά για τη «διαπολιτισμικότητα», την «ισότητα των δύο φύλων»).
Υπάρχουν επίσης και αναβαθμισμένα μεταπτυχιακά προγράμματα που οδηγούν σε τριετή διδακτορικά, τα οποία στοχεύουν στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της επιστημονικής «ελίτ» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να στελεχώσει τη διεύθυνση της καπιταλιστικής παραγωγής, του αστικού κράτους κλπ.
Γίνεται έτσι φανερό ότι θα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλομορφία μεταπτυχιακών σπουδών «πολλών ταχυτήτων» και ότι η αναπαραγωγή της κοινωνικής ελίτ θα γίνεται μέσα από ορισμένα μεταπτυχιακά τμήματα, από τον κύκλο του διδακτορικού και κυρίως μέσα από εκείνα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που εξαιρούνται από τα μέτρα της διάσπασης των σπουδών σε κύκλους, που θα εντάσσονται στα διάφορα εθνικά και διεθνή «κέντρα αριστείας», διατηρώντας στην ουσία τον ενιαίο χαρακτήρα των σπουδών τους1.
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Η συγκρότηση των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, η οποία προωθείται κυρίως στη βάση γνώσεων που αποσπώνται από τον προπτυχιακό κύκλο, κάνει φανερό ότι οι απόφοιτοι των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, στις περισσότερες ειδικότητες θα αντιστοιχηθούν με τους σημερινούς απόφοιτους των προπτυχιακών σπουδών. Ετσι, αν και ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών θα είναι πολύ μικρότερος των προπτυχιακών (30% ο μ.ό. στις χώρες της ΕΕ, 15% εκτιμάται για την Ελλάδα, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση των συντακτών του νομοσχεδίου για τα μεταπτυχιακά), ακόμη και αυτοί στην πλειοψηφία τους δε θα διαθέτουν υψηλά επιστημονικά προσόντα. Πολύ περισσότερο που η γενική κατεύθυνση συγκρότησης των περισσότερων μεταπτυχιακών τύπου master είναι να έχουν τη μορφή πιστοποιητικών σπουδών, ενταγμένων στη στρατηγική της «διά βίου μάθησης».
Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι «τα μεταπτυχιακά, κατά κύριο λόγο και για την πλειοψηφία των φοιτητών, δε θα έχουν το χαρακτήρα της επιστημονικής εμβάθυνσης σε έναν ορισμένο επιστημονικό τομέα, αλλά περισσότερο μιας επαγγελματικής κατάρτισης που μπορεί να αποκτηθεί στη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής και θα καθορίζεται από τις επιχειρήσεις»2.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τα δίδακτρα, τα οποία άλλωστε προβλέπονται από τους περισσότερους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), αποτελούν ένα από τα βασικά έσοδα λειτουργίας τους.
Καθίσταται έτσι προφανές ότι η επιβολή διδάκτρων έχει παγιωθεί σε πολλά ΠΜΣ και μάλιστα τίθενται τέτοιοι όροι και προϋποθέσεις καταβολής των διδάκτρων, που δυσχεραίνουν τη δυνατότητα ολοκλήρωσης του μεταπτυχιακού προγράμματος. Αλλοι συνήθεις πόροι των ΠΜΣ, όπως αναφέρονται στις αντίστοιχες ιστοσελίδες και στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας, είναι: κονδύλια από το Υπουργείο Παιδείας και τα αντίστοιχα Ιδρύματα, κονδύλια από προγράμματα της ΕΕ (π.χ. ΕΠΕΑΕΚ), έσοδα από πώληση βιβλίων ή άλλων δημοσιευμένων εργασιών των οποίων τα δικαιώματα ανήκουν στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, χορηγίες επιχειρήσεων και οργανισμών, αμοιβές από μελέτες ή έρευνες που εκπονεί το προσωπικό στο ΠΜΣ, δωρεές προσώπων και διάφορες άλλες χρηματικές εισροές.
Η χρηματοδότηση των ΠΜΣ από τα κοινοτικά κονδύλια γίνεται μέσω διάφορων ερευνητικών προγραμμάτων που εποπτεύονται πλέον αποκλειστικά από το Υπουργείο Παιδείας (πριν συμμετείχε και το Υπουργείο Ανάπτυξης, μέσω της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας). Τέτοια προγράμματα είναι ο «Θαλής», ο «Ηράκλειτος», το πρόγραμμα «Συνεργασία», που χρηματοδοτούνται μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ο άξονας για την αξιολόγηση και τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων είναι η καθιέρωση της ευρεσιτεχνίας και των εμπορικών σημάτων, η άμεση εκμετάλλευση των επιστημονικών και τεχνικών αποτελεσμάτων από τις επιχειρήσεις, πέρα και έξω δηλαδή από την κοινωνική χρησιμότητα της έρευνας. Φυσικά, μέσα από αυτά τα προγράμματα προβλέπεται και η κάλυψη πάγιων αναγκών και μισθοδοσίας των καθηγητών των ΠΜΣ, που και αυτά προφανώς συνδέονται με την επιχειρηματική και ιδιωτικο-οικονομική τελικά λειτουργία τους.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ
Η έρευνα αποκτά μια «αυτοτέλεια» και προβάδισμα για τη στρατηγική του κεφαλαίου στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τα μεταπτυχιακά, καθώς στο επίπεδο αυτό αναζητείται η επιστημονική «ελίτ» που θα στελεχώσει τις ανώτερες θέσεις της παραγωγής, της διεύθυνσης του αστικού κράτους κλπ. Αποτελεί λοιπόν τομέα με άμεσα και μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, διερεύνησης των νέων πεδίων κερδοφορίας για το ευρωενωσιακό κεφάλαιο.
Η πλειοψηφία των υποψηφίων διδακτόρων εξωθείται να στραφεί στα ερευνητικά προγράμματα, τα περισσότερα των οποίων προβλέπουν πολύ χαμηλές αποζημιώσεις και εξωθούν σε απασχόληση σε μια σειρά τομείς που δε σχετίζονται με το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής (π.χ. διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη). Τις περισσότερες φορές αυτού του είδους πάρεργα προβλέπονται από τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας ως τυπικές υποχρεώσεις των υποψήφιων διδακτόρων.
Δεν είναι λίγοι οι υποψήφιοι διδάκτορες οι οποίοι αναγκάζονται να απασχολούνται παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα, μέσω των διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων. Να σημειώσουμε ότι οι «αποζημιώσεις» αυτές είναι υψηλότερες στις πολυτεχνικές σχολές (ΕΜΠ, Πάτρα, Κρήτη) και δίνονται πολλές φορές με τέτοιους τρόπους που ο υποψήφιος διδάκτορας να γίνεται υποχείριο του καθηγητή.
Η αποσαφήνιση της εργασιακής σχέσης του υποψήφιου διδάκτορα, του καθεστώτος διεξαγωγής της διδακτορικής του διατριβής, είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της θέσης του Κόμματός μας και για την εξειδίκευση των στόχων πάλης στο χώρο αυτό.
Με δεδομένο ότι οι υποψήφιοι διδάκτορες έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και συνεχίζουν στην επιστημονική έρευνα ή στην ακαδημαϊκή προοπτική, δεν μπορούν να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως φοιτητές. Οι διδακτορικές σπουδές συνεισφέρουν στη διεξαγωγή της έρευνας και στη διεύρυνση της γνώσης, άρα ο υποψήφιος διδάκτορας πρέπει απρόσκοπτα να αφοσιώνεται στο αντικείμενό του, να κατακτά ερευνητική και διδακτική εμπειρία.
Οι πολλές και διαφοροποιημένες σχέσεις και συμβάσεις εργασίας (ορισμένου χρόνου, δελτία παροχής υπηρεσιών) που κυριαρχούν στο χώρο και το γεγονός ότι σήμερα διεξάγονται παράλληλα με το ερευνητικό έργο, αναδεικνύουν την ανάγκη να προβάλουμε το αίτημα ο υποψήφιος διδάκτορας να αμείβεται σταθερά και μόνο μέσω των κρατικών υποτροφιών, να είναι ασφαλισμένος, να μην καλείται να «μπαλώνει» τα κενά σε εκπαιδευτικό, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό, όπως συμβαίνει σήμερα. Τα χρόνια του διδακτορικού να θεωρούνται ως συντάξιμα χρόνια και να προσμετρώνται στην προϋπηρεσία. Τo ύψος των υποτροφιών να είναι επαρκές, να μην εξαναγκάζει σε πάρεργο, είτε στο Πανεπιστήμιο είτε εκτός, να μην εξωθεί σε εργασία έξω από το αντικείμενο της διατριβής, όπως γίνεται σήμερα σε πολλές των περιπτώσεων, ιδιαίτερα για τους προερχόμενους από τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Προτείνουμε το ύψος της υποτροφίας να είναι στο ύψος των 1.400 ευρώ, ώστε να καλύπτονται βασικές ανάγκες του κάθε υποψήφιου διδάκτορα.