ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ


του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα μεταπτυχιακά προγράμματα στη χώρα μας, καθώς και ο όγκος των μεταπτυχιακών φοιτητών.

Η εμφάνιση των μεταπτυχιακών σπουδών γενικά εκφράζει την αντικειμενική τάση ανόδου του μορφωτικού επιπέδου, τη συσσώρευση γνώσεων και την πιο στενή σύνδεση επιστήμης - παραγωγής. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα το κεφάλαιο δίνει τη δική του απάντηση. Ετσι τα τελευταία χρόνια η διόγκωση των μεταπτυχιακών σπουδών υποτάσσεται στις κατευθύνσεις της Μπ€ολόνια για τη γενικότερη αναδιάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Στόχος είναι να προσαρμοστεί στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς για λιγότερο μακροχρόνιες γενικές καταρτίσεις και σπουδές πιο ευλύγιστες, οι οποίες θα αναπροσαρμόζονται διαρκώς και θα μεταδίδουν περιορισμένες και αποσπασματικές γνώσεις, εφήμερες δεξιότητες, για μια ευέλικτη μετακίνηση των αποφοίτων, υποταγμένη στη λογική της εναλλαγής των επαγγελμάτων και της δια βίου μάθησης. Η τάση αύξησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων αποτελεί εξειδίκευση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της στρατηγικής της ΕΕ, που ενιαία ξετυλίγεται στον τομέα αυτό.

Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα μεταπτυχιακά ειδίκευσης. Ο λόγος της μεγάλης αύξησης ταχύρυθμων μεταπτυχιακών ειδίκευσης (ενός έτους ή τριών εξαμήνων ως επί το πλείστον) οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι η ΕΕ, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, οι οπορτουνιστές και οι επιχειρήσεις διαφημίζουν με κάθε τρόπο τα πολλά πτυχία και πιστοποιητικά ως μέσο αντιμετώπισης της ανεργίας των αποφοίτων. Αφετέρου τα ίδια τα Τμήματα επιδιώκουν να οργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα καταρτισιακού τύπου για να επενδύσουν στο κύρος τους, να «αξιολογηθούν» πιο ευνοϊκά και να ανέβουν στην κατάταξη ιδρυμάτων, διεκδικώντας μια θέση «αριστείας», η οποία τους εξασφαλίζει καλύτερη πρόσβαση σε ερευνητικά προγράμματα, επιχορηγήσεις και την προτίμηση των επιχειρήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στα μεταπτυχιακά που λειτουργούν σήμερα στα ΑΕΙ αποδεικνύει ότι αποτελούν -στη μεγάλη τους πλειοψηφία- καλοστημένες «επιχειρήσεις», στις οποίες συσσωρεύονται -μέσω των διδάκτρων και των ερευνητικών προγραμμάτων- μεγάλα οικονομικά ποσά, ενώ υπάρχουν λίγες περιπτώσεις όπου δεν εμφανίζεται ούτε ο… τελικός αποδέκτης (δεν υπάρχουν ούτε καν αποδείξεις για τα δίδακτρα)!

Περίπου σε 500 υπολογίζονται σήμερα τα μεταπτυχιακά των ελληνικών πανεπιστημίων (492 το 2007), 77.167 οι μεταπτυχιακοί φοιτητές (2007-8 έναντι 50.057 το 2002 και 42.930 το 2005-6), εκ των οποίων οι 37.712 είναι υποψήφιοι διδάκτορες. Σε ό,τι αφορά τους υποψήφιους διδάκτορες, αν και ο αριθμός τους φαίνεται κατ’ αρχήν πολύ μεγάλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η πλειοψηφία τους είναι εγγεγραμμένοι στις λίστες του κάθε Τμήματος τυπικά, στην πραγματικότητα όμως έχουν εγκαταλείψει τις διδακτορικές σπουδές, καθώς αυτές σήμερα αποτελούν «πολυτέλεια» που δε συνδυάζεται με τη δουλειά και τις άλλες υποχρεώσεις του νέου ανθρώπου. Υπολογίζεται επίσης ότι υπάρχουν 24 προγράμματα μεταπτυχιακών που διοργανώνονται από ξένα πανεπιστήμια σε συνεργασία με Τμήματα ΤΕΙ (Διοικητικός Τομέας Τεχνολογικού Τομέα ΑΕ, Τμ. Σχεδιασμού, ανάπτυξης, μεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας), ενώ 32 είναι οι συμπράξεις ΤΕΙ και ελληνικών Πανεπιστημίων στην οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Στο χώρο επίσης από καιρό έχουν εισέλθει τα διάφορα ελληνικά κολέγια, τα οποία συνεργάζονται με ευρωπαϊκά ιδρύματα, παρέχοντας μεταπτυχιακούς τίτλους ακόμα και χωρίς να προ-απαιτείται πτυχίο Ανώτατης Σχολής (δημοσίευση εφημερίδας «Ριζοσπάστη», 31 Οκτώβρη 2009), μέσα σε ένα μόνο χρόνο και για στελέχη επιχειρήσεων που θέλουν να παρακολουθήσουν ταχύρυθμα προγράμματα κατάρτισης με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης που εργάζονται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα των Πανεπιστημίων έχουν αντικείμενο σχετικό με τις θεωρητικές επιστήμες, ενώ ακολουθούν οι θετικές επιστήμες και η ιατρική-βιολογία. Επονται η οικονομία, ο τεχνολογικός τομέας, η πληροφορική και τα νομικά-διοίκηση, ενώ υπάρχουν και προγράμματα με «διεπιστημονικό» αντικείμενο, όπου ως διεπιστημονικά χαρακτηρίζονται κυρίως τα διατμηματικά μεταπτυχιακά, αυτά δηλαδή που διοργανώνονται από περισσότερα του ενός τμήματα. Τελευταία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και «διεπιστημονικά» μεταπτυχιακά σεμινάρια κατάρτισης, με έμφαση στην «πράσινη ανάπτυξη και οικονομία». Πληθαίνουν επίσης τα «μεταπτυχιακά από απόσταση» (26 μεταπτυχιακούς τίτλους ειδίκευσης προσφέρει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο -ΕΑΠ- με δίδακτρα), τα οποία μάλιστα διαφημίζονται και συστήνονται από τις εταιρίες για τα στελέχη τους ως «αξιόπιστη» λύση για κατάρτιση, ταυτόχρονα με την απόκτηση επαγγελματικής προϋπηρεσίας, χωρίς δηλαδή να σταματούν να εργάζονται.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό ανεργίας κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου έως και 5 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους προσεγγίζει το 16%, ενώ το αντίστοιχο των αποφοίτων ΑΕΙ το 24% (μελέτη Μορφωτικής και Αναπτυξιακής Πρωτοβουλίας), στοιχείο το οποίο απαιτεί μια περαιτέρω διερεύνηση, αλλά οπωσδήποτε σχετίζεται με την προτίμηση που δείχνει το κεφάλαιο στην απασχόληση αποφοίτων με την ανάλογη θεωρητική ή τεχνική κατάρτιση που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του, στο έδαφος της συνολικής συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης.

Τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα κυμαίνονται σήμερα από 4.000 έως 20.000 ευρώ. Υπάρχουν προγράμματα που δεν έχουν επιβάλει τυπικά δίδακτρα, αλλά στην πράξη τα έχουν περάσει ως «συμμετοχές στις εκπαιδευτικές εκδρομές και δραστηριότητες του μεταπτυχιακού» ή άλλες μορφές έμμεσης επιβολής. Τις περισσότερες αιτήσεις συμμετοχής τις έχουν τα 8 MBA (Management and Business Administration - Διοίκηση Επιχειρήσεων) που λειτουργούν στην Ελλάδα (6.500 αιτήσεις το χρόνο για 800 προσφερόμενες θέσεις) από ειδικότητες γιατρών, μηχανικών, δικηγόρων, αλλά ακόμα και φιλόλογων, ενώ κάποια από αυτά έχουν ξεχωριστά προγράμματα για μεταπτυχιακούς φοιτητές και στελέχη επιχειρήσεων.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι τα ίδια μεταπτυχιακά για τα στελέχη επιχειρήσεων προβλέπουν έως και 20% περισσότερα δίδακτρα από αυτά που προσφέρονται για τους αποφοίτους του προπτυχιακού κύκλου, στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα το «εμπόριο» που συντελείται σε αυτή την εκπαιδευτική βαθμίδα!

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Οι πιο πρόσφατοι νόμοι που αφορούν στα μεταπτυχιακά είναι οι 3585/2008 (Θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές) και 3653/2008 (Θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας και άλλες διατάξεις), οι οποίοι ψηφίστηκαν την ίδια περίοδο, επιχειρώντας τη βαθύτερη προσαρμογή στις κατευθύνσεις της Μπολόνια, για τη γενικότερη αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης, προκειμένου να προσαρμοστεί στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, να υπηρετήσει καλύτερα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη διεύρυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Οι αλλαγές που προωθήθηκαν μέσω των παραπάνω νομοθετημάτων συνέβαλαν στη γενικότερη στροφή στην παροχή καταρτισιακού χαρακτήρα αποσπασματικών γνώσεων και στην καθιέρωση ενιαίων αρχών στην Ανώτατη Εκπαίδευση στα πλαίσια της ΕΕ, με πολλαπλούς κύκλους σπουδών. Πρότυπο ήταν το περίφημο αγγλοσαξονικό μοντέλο 3-2-3 (3 χρόνια προπτυχιακός κύκλος, 2 χρόνια μεταπτυχιακός, 3 χρόνια διδακτορικό), το οποίο όμως σήμερα φαίνεται ότι αναπροσαρμόζεται, όχι ως προς την ουσία του, δηλαδή την τριχοτόμηση των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά ως προς τη διάρκεια του κάθε κύκλου.

Παράλληλα με τις πιστωτικές μονάδες, αλλά και την πρόσφατη αναγνώριση των κολεγίων και την ενσωμάτωση της οδηγίας 36/2005, την προώθηση της μεταδευτεροβάθμιας «σούπας» σπουδών και πτυχίων και τον ενιαίο επαγγελματικό φορέα πιστοποίησης επαγγελματικών δικαιωμάτων που εξήγγειλε το ΠΑΣΟΚ, την απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων, οι παραπάνω αλλαγές συμβάλλουν στην περαιτέρω προσαρμογή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις πολλές και διαβαθμισμένες σχέσεις εργασίας, που απαιτούν αντίστοιχες βαθμίδες και πτυχία, στη λογική της αποσύνδεσης του πτυχίου από το επάγγελμα.

ΤΥΠΟΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα και στη χώρα μας είναι μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης(τα λεγόμενα master) και διαμορφώνονται στη βάση της απόσπασης γνώσεων από τον προπτυχιακό κύκλο με την προσθήκη, κατά περίπτωση, ορισμένων ακόμη μαθημάτων. Πολλά από αυτά τα μεταπτυχιακά προγράμματα έχουν τον ίδιο τίτλο με τον αντίστοιχο προπτυχιακό ή αποτελούν πολύ γενικές επιστημονικές ενότητες (π.χ. μεταπτυχιακό στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης με τίτλο «Φιλοσοφία: Γνώση, Αξίες και Κοινωνία»). Ακόμη διαμορφώνονται μεταπτυχιακά ειδίκευσης στη βάση της άθροισης προπτυχιακών μαθημάτων περισσοτέρων επιστημονικών αντικειμένων στο όνομα της διεπιστημονικότητας, τα οποία σε πολλές των περιπτώσεων είναι κατώτερα των προπτυχιακών. Απευθύνονται σε αποφοίτους διαφόρων τμημάτων και όχι μόνο του τμήματος που τα διοργανώνει. Αυτή άλλωστε είναι και η επιδίωξη των κατευθύνσεων της Μπολόνια στα πλαίσια της προώθησης της κινητικότητας και της ευελιξίας.

Δε λείπουν και τα μεταπτυχιακά, συνήθως μονοετή, καθαρά καταρτισιακού χαρακτήρα, που μπορεί να παρακολουθεί ο απόφοιτος σε κάποια φάση του εργασιακού του βίου, τα οποία αναμένεται να διευρυνθούν και στα πλαίσια της εμπλοκής των ΑΕΙ - ΤΕΙ στη δια βίου μάθηση.

Τα μεταπτυχιακά που οδηγούν σε Δίπλωμα Προχωρημένων Σπουδών, όπως προέβλεπε η διάταξη νόμου του 2002 που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ, είναι ελάχιστα (6 στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, κάποια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο), στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο μεταπτυχιακός κύκλος στην πλειοψηφία του δεν έχει στόχο την περαιτέρω επιστημονική εμβάθυνση, αλλά την παροχή καταρτισιακού χαρακτήρα γνώσεων. Για την πλειοψηφία λοιπόν των μεταπτυχιακών φοιτητών η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος δε θα σημαίνει ότι διαθέτουν τα απαραίτητα, επαρκή και ολοκληρωμένα επιστημονικά προσόντα.

Εκτός από τα μεταπτυχιακά καταρτισιακού χαρακτήρα υπάρχουν και μεταπτυχιακά προγράμματα, ιδιαίτερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, που δεν έχουν ξεκάθαρο καταρτισιακό χαρακτήρα και εξυπηρετούν την εξειδίκευση και εξέλιξη της αστικής ιδεολογικής προπαγάνδας (π.χ. μεταπτυχιακά για τη «διαπολιτισμικότητα», την «ισότητα των δύο φύλων»).

Υπάρχουν επίσης και αναβαθμισμένα μεταπτυχιακά προγράμματα που οδηγούν σε τριετή διδακτορικά, τα οποία στοχεύουν στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της επιστημονικής «ελίτ» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να στελεχώσει τη διεύθυνση της καπιταλιστικής παραγωγής, του αστικού κράτους κλπ.

Γίνεται έτσι φανερό ότι θα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλομορφία μεταπτυχιακών σπουδών «πολλών ταχυτήτων» και ότι η αναπαραγωγή της κοινωνικής ελίτ θα γίνεται μέσα από ορισμένα μεταπτυχιακά τμήματα, από τον κύκλο του διδακτορικού και κυρίως μέσα από εκείνα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που εξαιρούνται από τα μέτρα της διάσπασης των σπουδών σε κύκλους, που θα εντάσσονται στα διάφορα εθνικά και διεθνή «κέντρα αριστείας», διατηρώντας στην ουσία τον ενιαίο χαρακτήρα των σπουδών τους1.

ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

Η συγκρότηση των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, η οποία προωθείται κυρίως στη βάση γνώσεων που αποσπώνται από τον προπτυχιακό κύκλο, κάνει φανερό ότι οι απόφοιτοι των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, στις περισσότερες ειδικότητες θα αντιστοιχηθούν με τους σημερινούς απόφοιτους των προπτυχιακών σπουδών. Ετσι, αν και ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών θα είναι πολύ μικρότερος των προπτυχιακών (30% ο μ.ό. στις χώρες της ΕΕ, 15% εκτιμάται για την Ελλάδα, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση των συντακτών του νομοσχεδίου για τα μεταπτυχιακά), ακόμη και αυτοί στην πλειοψηφία τους δε θα διαθέτουν υψηλά επιστημονικά προσόντα. Πολύ περισσότερο που η γενική κατεύθυνση συγκρότησης των περισσότερων μεταπτυχιακών τύπου master είναι να έχουν τη μορφή πιστοποιητικών σπουδών, ενταγμένων στη στρατηγική της «διά βίου μάθησης».

Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι «τα μεταπτυχιακά, κατά κύριο λόγο και για την πλειοψηφία των φοιτητών, δε θα έχουν το χαρακτήρα της επιστημονικής εμβάθυνσης σε έναν ορισμένο επιστημονικό τομέα, αλλά περισσότερο μιας επαγγελματικής κατάρτισης που μπορεί να αποκτηθεί στη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής και θα καθορίζεται από τις επιχειρήσεις»2.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Τα δίδακτρα, τα οποία άλλωστε προβλέπονται από τους περισσότερους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), αποτελούν ένα από τα βασικά έσοδα λειτουργίας τους.

Καθίσταται έτσι προφανές ότι η επιβολή διδάκτρων έχει παγιωθεί σε πολλά ΠΜΣ και μάλιστα τίθενται τέτοιοι όροι και προϋποθέσεις καταβολής των διδάκτρων, που δυσχεραίνουν τη δυνατότητα ολοκλήρωσης του μεταπτυχιακού προγράμματος. Αλλοι συνήθεις πόροι των ΠΜΣ, όπως αναφέρονται στις αντίστοιχες ιστοσελίδες και στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας, είναι: κονδύλια από το Υπουργείο Παιδείας και τα αντίστοιχα Ιδρύματα, κονδύλια από προγράμματα της ΕΕ (π.χ. ΕΠΕΑΕΚ), έσοδα από πώληση βιβλίων ή άλλων δημοσιευμένων εργασιών των οποίων τα δικαιώματα ανήκουν στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, χορηγίες επιχειρήσεων και οργανισμών, αμοιβές από μελέτες ή έρευνες που εκπονεί το προσωπικό στο ΠΜΣ, δωρεές προσώπων και διάφορες άλλες χρηματικές εισροές.

Η χρηματοδότηση των ΠΜΣ από τα κοινοτικά κονδύλια γίνεται μέσω διάφορων ερευνητικών προγραμμάτων που εποπτεύονται πλέον αποκλειστικά από το Υπουργείο Παιδείας (πριν συμμετείχε και το Υπουργείο Ανάπτυξης, μέσω της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας). Τέτοια προγράμματα είναι ο «Θαλής», ο «Ηράκλειτος», το πρόγραμμα «Συνεργασία», που χρηματοδοτούνται μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ο άξονας για την αξιολόγηση και τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων είναι η καθιέρωση της ευρεσιτεχνίας και των εμπορικών σημάτων, η άμεση εκμετάλλευση των επιστημονικών και τεχνικών αποτελεσμάτων από τις επιχειρήσεις, πέρα και έξω δηλαδή από την κοινωνική χρησιμότητα της έρευνας. Φυσικά, μέσα από αυτά τα προγράμματα προβλέπεται και η κάλυψη πάγιων αναγκών και μισθοδοσίας των καθηγητών των ΠΜΣ, που και αυτά προφανώς συνδέονται με την επιχειρηματική και ιδιωτικο-οικονομική τελικά λειτουργία τους.

ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ

Η έρευνα αποκτά μια «αυτοτέλεια» και προβάδισμα για τη στρατηγική του κεφαλαίου στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τα μεταπτυχιακά, καθώς στο επίπεδο αυτό αναζητείται η επιστημονική «ελίτ» που θα στελεχώσει τις ανώτερες θέσεις της παραγωγής, της διεύθυνσης του αστικού κράτους κλπ. Αποτελεί λοιπόν τομέα με άμεσα και μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, διερεύνησης των νέων πεδίων κερδοφορίας για το ευρωενωσιακό κεφάλαιο.

Η πλειοψηφία των υποψηφίων διδακτόρων εξωθείται να στραφεί στα ερευνητικά προγράμματα, τα περισσότερα των οποίων προβλέπουν πολύ χαμηλές αποζημιώσεις και εξωθούν σε απασχόληση σε μια σειρά τομείς που δε σχετίζονται με το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής (π.χ. διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη). Τις περισσότερες φορές αυτού του είδους πάρεργα προβλέπονται από τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας ως τυπικές υποχρεώσεις των υποψήφιων διδακτόρων.

Δεν είναι λίγοι οι υποψήφιοι διδάκτορες οι οποίοι αναγκάζονται να απασχολούνται παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα, μέσω των διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων. Να σημειώσουμε ότι οι «αποζημιώσεις» αυτές είναι υψηλότερες στις πολυτεχνικές σχολές (ΕΜΠ, Πάτρα, Κρήτη) και δίνονται πολλές φορές με τέτοιους τρόπους που ο υποψήφιος διδάκτορας να γίνεται υποχείριο του καθηγητή.

Η αποσαφήνιση της εργασιακής σχέσης του υποψήφιου διδάκτορα, του καθεστώτος διεξαγωγής της διδακτορικής του διατριβής, είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της θέσης του Κόμματός μας και για την εξειδίκευση των στόχων πάλης στο χώρο αυτό.

Με δεδομένο ότι οι υποψήφιοι διδάκτορες έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και συνεχίζουν στην επιστημονική έρευνα ή στην ακαδημαϊκή προοπτική, δεν μπορούν να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως φοιτητές. Οι διδακτορικές σπουδές συνεισφέρουν στη διεξαγωγή της έρευνας και στη διεύρυνση της γνώσης, άρα ο υποψήφιος διδάκτορας πρέπει απρόσκοπτα να αφοσιώνεται στο αντικείμενό του, να κατακτά ερευνητική και διδακτική εμπειρία.

Οι πολλές και διαφοροποιημένες σχέσεις και συμβάσεις εργασίας (ορισμένου χρόνου, δελτία παροχής υπηρεσιών) που κυριαρχούν στο χώρο και το γεγονός ότι σήμερα διεξάγονται παράλληλα με το ερευνητικό έργο, αναδεικνύουν την ανάγκη να προβάλουμε το αίτημα ο υποψήφιος διδάκτορας να αμείβεται σταθερά και μόνο μέσω των κρατικών υποτροφιών, να είναι ασφαλισμένος, να μην καλείται να «μπαλώνει» τα κενά σε εκπαιδευτικό, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό, όπως συμβαίνει σήμερα. Τα χρόνια του διδακτορικού να θεωρούνται ως συντάξιμα χρόνια και να προσμετρώνται στην προϋπηρεσία. Τo ύψος των υποτροφιών να είναι επαρκές, να μην εξαναγκάζει σε πάρεργο, είτε στο Πανεπιστήμιο είτε εκτός, να μην εξωθεί σε εργασία έξω από το αντικείμενο της διατριβής, όπως γίνεται σήμερα σε πολλές των περιπτώσεων, ιδιαίτερα για τους προερχόμενους από τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Προτείνουμε το ύψος της υποτροφίας να είναι στο ύψος των 1.400 ευρώ, ώστε να καλύπτονται βασικές ανάγκες του κάθε υποψήφιου διδάκτορα.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ «ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ»

Αλλη πλευρά της προσαρμογής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις επιταγές της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η έμφαση στην κινητικότητα των μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων, η οποία έχει δύο πτυχές: αφενός αποτελεί πηγή σημαντικών εσόδων για τα μεγάλα πανεπιστήμια-επιχειρήσεις του εξωτερικού, αλλά και της Ελλάδας (που κυρίως στοχεύει στην προσέλκυση φοιτητών και ερευνητών από τα Βαλκάνια) και αφετέρου συμβάλλει στη συγκέντρωση των «άριστων», της επιστημονικής «ελίτ» στα «κέντρα αριστείας», όπου το κεφάλαιο σχεδιάζει κα εξειδικεύει τους όρους αναπαραγωγής του. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται το Πρόγραμμα ERASMUS MUNDUS 2009-20133.

Η ΕΕ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κινητικότητα των ερευνητών, ως στοιχείο της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, ως μέσο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της «έλλειψης εγκεφάλων» (brain drain) στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ΗΠΑ, ΕΕ κλπ., με στόχο να συγκεντρώσει την «αφρόκρεμα» των ερευνητών που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή του, μέσω της υποταγής της «υψηλής» επιστήμης στην αύξηση της κερδοφορίας του4. Προωθείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ενιαία μορφή εκμετάλλευσης των ερευνητών, εξαναγκάζοντάς τους σε απλήρωτη υψηλά ειδικευμένη εργασία, καθιστώντας αυτούς «πλασιέ» της ερευνητικής τους δραστηριότητας, κατά την οποία θα διαπραγματεύονται ατομικά και με τους χειρότερους όρους τις συμβάσεις εργασίας, θα εξαναγκάζονται να υποτάσσουν τα ερευνητικά αποτελέσματα στις επιδιώξεις του κεφαλαίου διεθνώς, προκειμένου να πετύχουν μια καλύτερη χρηματοδότηση και να ολοκληρώσουν το έργο τους. Οι επιχειρήσεις στα κράτη-μέλη θα προκηρύσσουν ατομικές υποτροφίες με όρους που θα εξυπηρετούν την αύξηση της κερδοφορίας τους και μέσω των οποίων ο ερευνητής θα δεσμεύεται εργασιακά και ηθικά, ώστε να προσανατολίζει ανάλογα την έρευνά του. Θα έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να μεταφέρουν τις υποτροφίες και επιχορηγήσεις σε άλλα κράτη-μέλη «για να καλύψουν καλύτερα τις ερευνητικές τους ανάγκες», δηλαδή τα άμεσα και μεσοπρόθεσμα επιχειρηματικά τους συμφέροντα, εξαναγκάζοντας τους ερευνητές να περιφέρονται από χώρα σε χώρα, υπηρετώντας όχι τα επιστημονικά και κοινωνικά τους καθήκοντα, αλλά τις επιταγές του ιδιωτικού κεφαλαίου που τους χρηματοδοτεί. Καθιερώνει επιπλέον τα «δελτία έρευνας», τα οποία ουσιαστικά θα είναι «φακελάκια» με την… τιμή που κοστολογείται ο κάθε ερευνητής και θα αποτελούν κριτήριο για να επιλεγεί από κάποιο ερευνητικό ίδρυμα ή πανεπιστήμιο άλλου κράτους-μέλους. Το στοιχείο αυτό είναι χαρακτηριστικό της απαξίωσης οποιουδήποτε επιστημονικού και κοινωνικού κριτηρίου για την αξιολόγηση της ερευνητικής δραστηριότητας. Ολα τα παραπάνω, με βάση την αιτιολογική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή σύμπραξη για τους ερευνητές, «θα συμβάλουν στην ενίσχυση του θεσμού των κέντρων και δικτύων αριστείας», στο βάθεμα επομένως της κατηγοριοποίησης των ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων, της διαμόρφωσης δομών πολλών ταχυτήτων με κριτήρια ανταποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας.

Η συγκεκριμένη έκθεση καθορίζει ένα πλαίσιο για την ενίσχυση των ελαστικών και «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας στο χώρο των ερευνητών, επικαλούμενη μάλιστα τις γυναίκες και τους νέους ερευνητές για να επιβάλει την απασχολησιμότητα. Προτρέπει μάλιστα στη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Συντάξεων Ερευνητών», ώστε να καταργήσει και τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ερευνητών στα πλαίσια των γενικότερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στον τομέα της Ασφάλισης.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Από τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των ελληνικών ΑΕΙ, που πλέον διαμορφώνονται βάσει του «Πρότυπου Γενικού Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας των ΑΕΙ», ο οποίος έχει θεσπιστεί μέσω του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, προβλέπεται η αξιολόγηση των ΠΜΣ που οδηγούν σε Μεταπτυχιακά Διπλώματα Ειδίκευσης (ΜΔΕ), καθώς και των διδακτορικών προγραμμάτων.Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Πειραιά, «κάθε ΠΜΣ πρέπει να θεσπίσει μεθόδους και διαδικασίες τακτικής εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης».

Τα ΠΜΣ που οδηγούν στη λήψη Διδακτορικού Διπλώματος πρέπει να θεσπίσουν επίσης διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης. Ενα από τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι ο αριθμός των δημοσιεύσεων που προέκυψαν από διδακτορικές διατριβές που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο των Προγραμμάτων, καθώς και οι αναφορές σ’ αυτές που περιλαμβάνονται σε εγχειρίδια ή μελέτες άλλων επιστημόνων.

Καθίσταται έτσι εμφανές ότι η αξιολόγηση, εσωτερική και εξωτερική, είναι βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και λειτουργία κάθε ΠΜΣ, ενώ πραγματοποιείται στη βάση της ανταποδοτικότητας-ανταγωνιστικότητας, αξιολογείται δηλαδή η επιχειρηματική δράση των Προγραμμάτων αυτών με απευθείας έλεγχο από τις επιχειρήσεις. Αλλωστε ένα μεγάλο τμήμα της Αξιολόγησης προβλέπεται να χρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ, στοιχείο που καταδεικνύει τη σημασία, την κατεύθυνση (ανταγωνιστικότητα) και τους όρους της αξιολόγησης.Η εσωτερική αξιολόγηση, για παράδειγμα, τίθεται ως προϋπόθεση (Νόμος 3685/2008 για τις μεταπτυχιακές σπουδές), προκειμένου ΑΕΙ, ΤΕΙ και Γενικά Τμήματα να μπορούν να ιδρύσουν αυτοδύναμα μεταπτυχιακά προγράμματα. Ο νόμος προβλέπει αναδιοργάνωση της «τέταρτης βαθμίδας» της ελληνικής εκπαίδευσης και χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων πανεπιστημίων και ΤΕΙ από δωρεές, χορηγίες, παροχές ή κληροδοτήματα φορέων του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα. Μαζί με το νόμο, παρουσιάστηκε στους προέδρους των ΤΕΙ και πρότυπο κείμενο της τετραετούς συμφωνίας που θα πρέπει να υπογράφουν τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης από την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά με την πολιτεία.

Γενικότερα για την αξιολόγηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και της έρευνας, αναφορά γίνεται στο Νόμο 3653/2008 («Θεσμικό πλαίσιο Ερευνας και Τεχνολογίας και άλλες διατάξεις»), όπου αναφέρεται η εισαγωγή «ενός νέου συστήματος αξιολόγησης με κριτήρια τη δημόσια και εξωτερική (ιδιωτική) χρηματοδότηση και την επιστημονική και τεχνολογική προβολή» - με άλλα λόγια την ικανότητα των ιδρυμάτων να προσελκύουν χρηματοδότες, να μπορούν τα μεταπτυχιακά προγράμματα να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους μέσα από «δωρεές, χορηγίες, παροχές, κληροδοτήματα φορέων του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα γενικά, νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ερευνητικά προγράμματα, κοινοτικά προγράμματα, επιχορηγήσεις του κρατικού προϋπολογισμού και δίδακτρα» (Ν.3685/2008). Αξιολογήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σε διάφορα ΠΜΣ (π.χ. Οδοντιατρική) μέσω του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, ο τρόπος όμως που προχωρά η αξιολόγηση στα μεταπτυχιακά χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, καθώς υπάρχει η εικόνα ότι έχουν μοιραστεί σε πολλά προγράμματα ερωτηματολόγια εσωτερικής αξιολόγησης, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τον τρόπο που αξιοποιούνται.

Στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας τέλος αναφέρεται ότι τα αντίστοιχα διπλώματα που χορηγούνται από κάθε Πρόγραμμα πρέπει να αντιστοιχίζονται με το Σύστημα Πιστωτικών Μονάδων, στοιχείο που αποδεικνύει ότι πλευρές της Μπολόνια έχουν περάσει ήδη σε αυτό το επίπεδο της εκπαίδευσης, βαθαίνοντας τον ταξικό της χαρακτήρα και την προσαρμογή της στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει θεσμικά και πρακτικά την ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Εκκινώντας από τα ΠΜΣ, εφάρμοσε στην πράξη τα δίδακτρα, τις συμπράξεις ΑΕΙ - ΤΕΙ στη διαμόρφωση προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, ενώ προωθεί με κάθε τρόπο τις ανάλογες συμπράξεις δημόσιου - ιδιωτικού τομέα. Από κοινού με τη ΝΔ στηρίζουν τη διάσπαση των σπουδών σε κύκλους και τη διεύρυνση των ταξικών φραγμών στην επιστημονική ειδίκευση, διακηρύσσοντας ότι «η μαζικοποίηση πρέπει να αφορά τον πρώτο προπτυχιακό κύκλο, ενώ τα μεταπτυχιακά (για λιγότερους) πρέπει να αποτελούν την “ολοκλήρωση” του προπτυχιακού κύκλου» (από το πλαίσιο νόμου που είχε καταθέσει το ΠΑΣΟΚ το 2000). Και σήμερα, ως κυβέρνηση, συσχετίζει άμεσα τα ΠΜΣ με την «αυτοτέλεια» των Ιδρυμάτων και την αξιολόγηση, στοιχείο που αποδεικνύει ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ θέλουν να παραδώσουν εξολοκλήρου τη βαθμίδα αυτή στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Αποκαλυπτικό στην κατεύθυνση αυτή είναι το απόσπασμα στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ που αφορά στην έρευνα, όπου η σύνδεση με τον παραγωγικό τομέα, δηλαδή τις επιχειρήσεις, αναγορεύεται σε πρωτεύοντα στόχο για τη βιωσιμότητά της, στοιχείο που επιβεβαιώνει τη συνέχιση της υποχρηματοδότησης της έρευνας και τη βαθύτερη σύμφυσή της με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την «ανταγωνιστικότητα».

Η ΝΔ, έχοντας φέρει προς ψήφιση όλους τους μέχρι σήμερα αντιδραστικούς νόμους που αφορούν στα μεταπτυχιακά και στην έρευνα, έχει δρομολογήσει με το ΠΑΣΟΚ την ιδιωτικοποίηση και την επιβολή των διδάκτρων, την υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών και την αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος, τη μετατροπή της «τεταρτοβάθμιας» (όπως την αποκαλούν) εκπαίδευσης σε μια μεγάλη και προσοδοφόρα αγορά. Η παράταξη της ΝΔ ειδικά στα ΤΕΙ, όπου την ευνοούν και οι συσχετισμοί, ήταν μάλιστα αυτή που πρωτοστάτησε, με τις πλάτες του ΠΑΣΟΚ, στην περαιτέρω υποβάθμιση και διάκριση των ΤΕΙ, εμπαίζοντας τους σπουδαστές με το αίτημα να μπορούν τα ΤΕΙ να διοργανώνουν αυτόνομα μεταπτυχιακά, να διεκδικήσουν δηλαδή και αυτά την πρόσδεσή τους με την καπιταλιστική αγορά.

Οσον αφορά το ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, πρωτοστατεί στη σύνδεση των μεταπτυχιακών με τη «δημοκρατική λειτουργία αυτοδιοίκησης», αυτονόμησης δηλαδή, των ΑΕΙ, με αποτέλεσμα τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τα μονοπώλια. Απαιτεί άμεσα αξιολόγηση όλων των μεταπτυχιακών και «συστηματοποίησή» τους, εννοώντας την οργάνωση και κατανομή τους στο χώρο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υποτάσσονται πλήρως στην ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, εντείνοντας την τοπική ανισομετρία, διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να εισβάλουν πιο καθοριστικά στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ο ΣΥΝ έχει σημαντικές δυνάμεις στο Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό (ΔΕΠ), που υλοποιούν στην πράξη την υποταγή των μεταπτυχιακών στην κερδοφορία του κεφαλαίου και, από αυτή την άποψη, υπερασπίζονται τις κατευθύνσεις της Μπολόνια, την αξιολόγηση, την ιδιωτικοποίηση της έρευνας κλπ.

Τα όποια αιτήματα προβάλλει, όπως η «αύξηση των υποτροφιών και των πόρων για φοιτητική μέριμνα», «πρόβλεψη ικανών κρατικών κονδυλίων»5, αποτελούν προκάλυμμα της συμφωνίας του στην εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική και στον τομέα των μεταπτυχιακών σπουδών δίνοντας άλλοθι για να εφαρμόζεται απρόσκοπτα με το μανδύα της κοινωνικής ευαισθησίας και της καλής προαίρεσης.

Η θέση των ΕΑΑΚ και άλλων αριστερίστικων παρατάξεων κατ’ αρχήν συγκροτείται γύρω από τη μετά βδελυγμίας επίθεση στην επαγγελματική ειδίκευση, υποστηρίζοντας ότι «το πτυχίο πρέπει να παρέχει γενικές γνώσεις και να μην αγγίζει πρόωρες εξειδικεύσεις»6. Αυτή η θέση αποτελεί βούτυρο στην πολιτική ΕΕ - ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, που εκφράζεται με τη Διά Βίου Μάθηση, τις πρόσκαιρες καταρτίσεις που τα ιδρύματα οδηγούνται να παρέχουν σε συνεργασία και σύμπλευση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Χαρακτηριστική είναι η συμβολή αυτών των δυνάμεων στον αποπροσανατολισμό των φοιτητών, όταν τους καλούν από κοινού με την Πρυτανεία και το ΤΕΕ να διεκδικήσουν την «κατοχύρωση της ισοδυναμίας του πτυχίου με master», εξυπηρετώντας συντεχνιακές λογικές και αποκρύπτοντας τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος της ανεργίας στον καπιταλισμό. Περισσότερο ωστόσο έχουν ευθύνες, από κοινού με τις δυνάμεις ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΣΥΝ, για τη διάλυση του φοιτητικού κινήματος, την εκφυλιστική κατάσταση στα όργανα μεταπτυχιακών και υποψήφιων διδακτόρων, τη μετατροπή τους σε συντεχνιακές κλίκες συνδιαλλαγής με τους καθηγητές, όπου οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ έχουν πρωτοστατήσει (π.χ. Αρχιτεκτονική).

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΕΣ

Η σημασία της παρέμβασης του Κόμματος στο χώρο αυτό προκύπτει από τη θέση μας για το ρόλο της επιστήμης και του επιστημονικού δυναμικού στα πλαίσια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της αξιοποίησης υψηλού επιπέδου επιστημονικής εργασίας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την ολόπλευρη ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών.

Ο χώρος των μεταπτυχιακών και υποψήφιων διδακτόρων έχει ιδιαίτερη σημασία για την άρχουσα τάξη, καθώς εκεί διαμορφώνει, επιλέγει και αντλεί τα «μυαλά» που θα δουλέψουν επιτελικά για το σύστημα. Το κεφάλαιο σε αυτούς τους χώρους διαμορφώνει συμμαχίες, εντείνει την ιδεολογικοπολιτική ζύμωση, προετοιμάζει τους τεχνοκράτες που θα εξειδικεύουν και θα υπηρετούν την πολιτική εξουσία των κεφαλαιοκρατών. Επομένως, η ιδεολογική διαπάλη αποκτά πολύ μεγάλη σημασία.

Με τις δεδομένες εξελίξεις στο χώρο της τριτοβάθμιας και «τεταρτοβάθμιας» (όπως αποκαλείται ο χώρος των μεταπτυχιακών) εκπαίδευσης, η κοινωνικοταξική διάρθρωση των νέων που φτάνουν τελικά στη βαθμίδα του διδακτορικού δημιουργεί δυσχέρειες στην κατανόηση των θέσεων του Κόμματος, ενώ παράλληλα οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης, η λογική της ανέλιξης με ατομικές λύσεις, βάζουν φραγμούς στη ριζοσπαστικοποίηση αυτών των δυνάμεων. Επιπλέον, η εντατικοποίηση της ερευνητικής εργασίας, η πολυδιάσπαση του χώρου όπου εργάζονται ή επιτελούν την ερευνητική εργασία οι υποψήφιοι διδάκτορες, δημιουργεί αντικειμενικές δυσκολίες στη μαζική παρέμβαση του Κόμματος.

Η συσπείρωση στο χώρο αυτό, με βάση και τη γενικότερη στρατηγική του Κόμματος και τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του, περνάει μέσα από τη στοχοπροσηλωμένη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, απαιτεί σταθερή πολιτική παρέμβαση με βάση την πολιτική πρόταση διεξόδου του Κόμματος και την αντίληψή μας για τη σοσιαλιστική προοπτική, απαιτεί σχέδιο οργάνωσης της μαζικής δουλειάς, παρέμβαση για την αντιμετώπιση της εκφυλιστικής κατάστασης στα συνδικαλιστικά όργανα με δομές οργάνωσης και πλαίσιο πάλης που θα συσπειρώνουν σε αντιμονοπωλιακή γραμμή, σχεδιασμένη δουλειά οικοδόμησης του Κόμματος και της ΚΝΕ. Εκείνο το τμήμα, για το οποίο ενδιαφέρεται το ΚΚΕ από την άποψη της προσέγγισής του με την εργατική τάξη, παλεύει τις περισσότερες φορές να συνδυάσει επιβίωση και σπουδές, ενώ η οικογένειά του δεινοπαθεί για να το στηρίζει. Η ενασχόλησή του με την έρευνα και την επιστήμη αναδείχνει το ιδεολογικό μέτωπο ως ένα από το πια σημαντικά πεδία πάλης. Η γνώση και κατάκτηση του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού στον προσανατολισμό αξιοποίησης των επιστημονικών επιτευγμάτων αντικειμενικά γίνεται αμετακίνητη γραμμή μεταξύ αντίδρασης και επαναστατικής προοπτικής.

Οι υποψήφιοι διδάκτορες δεν είναι φοιτητές και δεν πρέπει να προσεγγίζονται έτσι ούτε στις δομές οργάνωσής τους. Επιδιώκουμε να βάλουμε στη ζωή μορφές οργάνωσής τους που θα βοηθούν το ριζοσπαστισμό και την πολιτικοποίηση της πάλης τους, που θα βοηθούν να κατανοούνται πολιτικοί όροι για τη χειραφέτηση της έρευνας και των προσανατολισμών της από τους σχεδιασμούς του αστικού συστήματος, να «ακουμπάει» ο νέος επιστήμονας με την έρευνά του τις λαϊκές ανάγκες, τις ανάγκες ανάπτυξης της επιστήμης.

Αντίστοιχα, κατά περίπτωση, στην κατεύθυνση συσπείρωσης δυνάμεων με κοινωνικοταξική στόχευση και σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, να δούμε την οργάνωση των μεταπτυχιακών φοιτητών και με Επιτροπές Αγώνα κατά σχολή ή Πανεπιστήμιο, που θα δουλεύουν στο πλαίσιο του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών. Με την πρωτοπόρα δουλειά των κομμουνιστών και ΚΝιτών, να αποκτήσουν επαφή με τα σωματεία των χώρων που δουλεύουν ή των κλάδων στους οποίους προοπτικά θα ενταχθούν με βάση τις σπουδές τους.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

Η ανάγκη σταθερής ιδεολογικο-πολιτικής παρέμβασης στο χώρο μεταπτυχιακών και υποψήφιων διδακτόρων, με βάση και τους στόχους του Κόμματός μας, περνάει από την ουσιαστική ενίσχυση της μαρξιστικής μόρφωσης, οργανωμένα και ατομικά, έτσι ώστε οι σύντροφοί μας να είναι έτοιμοι να απαντούν σε κάθε είδους ιδεολογήματα και αντεπιστημονικές ανορθολογικές θεωρίες που κυριαρχούν ιδιαίτερα σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης.

Πρέπει πιο συγκροτημένα να ανοίξουμε ζητήματα περιεχομένου σπουδών στα μεταπτυχιακά προγράμματα και στις διδακτορικές διατριβές. Να γίνει προσπάθεια από τις δυνάμεις μας στο χώρο και από το Κόμμα συνολικά να ενισχύσουμε διατμηματικά τη διδακτορική, ερευνητική δουλειά και στο ζήτημα του περιεχομένου. Να απαντήσουμε σε αντιεπιστημονικά και ανορθολογικά ζητήματα που διδάσκονται κατά κόρον, να θέσουμε θέματα ποιότητας συγγραμμάτων (όπου μοιράζονται), να έχουμε παρέμβαση συγκροτημένη σε κάθε είδους «συνέδρια» που διοργανώνονται στα πλαίσια μεταπτυχιακών, τα οποία εξυπηρετούν διπλό ρόλο: εξειδικεύουν με επιστημονικοφάνεια την αστική προπαγάνδα και διαφημίζουν τις επιχειρήσεις. Είναι δεδομένο ότι σε αυτό το επίπεδο ο αντικομμουνισμός που διδάσκεται είναι πολύ πιο επεξεργασμένος και στοχεύει απευθείας στην άλωση της συνείδησης σε μια κατηγορία ανθρώπων με ιδιαίτερο βάρος για τους κεφαλαιοκράτες. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να μαζεύονται τακτικά και να απαντούμε άμεσα ξεσκεπάζοντας τις κάθε λογής «αυθεντίες» που διδάσκουν και προπαγανδίζουν τον αντικομμουνισμό.

Το θέμα της χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων είναι σημαντικό. Σήμερα υπάρχει σκόπιμα συγκάλυψη, δε γνωρίζουμε από πού προέρχονται τα κονδύλια των περισσότερων μεταπτυχιακών, αλλά και πού και πώς κατανέμονται. Και σε αυτόν τον τομέα πρέπει να συγκεντρώσουμε στοιχεία, να ανοίξουμε μέτωπο, να κινητοποιήσουμε δυνάμεις στην κατεύθυνση τόσο της υποβάθμισης του σπουδών όσο και του βάρους που πέφτει στο λαϊκό εισόδημα, καθώς τα περισσότερα μεταπτυχιακά έχουν επιβάλει ήδη δίδακτρα κάθε μορφής, χωρίς κανείς να μπορεί να διαπιστώσει πού πάνε αυτά τα κονδύλια, αφού δεν εμφανίζονται με τη μορφή των διδάκτρων αλλά με τη μορφή πληρωμής αναλώσιμων, π.χ. φωτοτυπίες.

Εχει σημασία να απασχολήσει τη δράση μας το ολοένα διευρυμένο δίκτυο ερευνητικών προγραμμάτων της ΕΕ, διαφόρων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, επιχειρηματικών ομίλων, τα οποία αποτελούν το κύριο πεδίο εργασίας των υποψήφιων διδακτόρων, με κατεξοχήν ελαστικές σχέσεις. Τα ερευνητικά αυτά προγράμματα αφορούν κατά κύριο λόγο τις πολυτεχνικές και οικονομικές σχολές, ενώ σε αυτά διαδραματίζει ενεργό ρόλο μια μερίδα καθηγητών συνδεδεμένων με επιχειρήσεις και πολιτικά επιτελεία. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι υπάρχουν εργαστήρια που λειτουργούν ως φέουδα και είναι απροσπέλαστα, διαμορφώνοντας το «Πανεπιστήμιο ΑΕ».

Ενιαία τα κομματικά και ΚΝίτικα μέλη να δουλεύουν τη θέση μας για μεταπτυχιακά ενός κύκλου που θα οδηγούν σε διδακτορικό, σε συνδυασμό με τη θέση για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, να απαντάμε στη λογική της αποσπασματικής αντιμετώπισης στην πίεση άλλων δυνάμεων, αλλά και σε ερωτήματα που θέτουν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές σε σχέση με το τι θα γίνει με αυτούς που ήδη φοιτούν σε μεταπτυχιακά εφόσον αυτά καταργηθούν, με το αν οι μεταπτυχιακοί πρέπει να αμείβονται για το επικουρικό έργο και πόσο κ.ά. Ο όγκος των μεταπτυχιακών ειδίκευσης θα μεγαλώσει πιθανά τα επόμενα χρόνια, καθώς οι αστικοί σχεδιασμοί και η πίεση της ανεργίας για ένα ακόμα χαρτί ενισχύουν αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, στη βάση της πείρας που υπάρχει στην Οργάνωσή μας, να αναδείχνουμε ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης εμπορεύονται ελπίδα, ψευτοκατάρτιση και όχι γνώση, να αποκαλύπτουμε όλους τους μηχανισμούς που προωθούν το Πανεπιστήμιο-επιχείρηση, να αντιπαλέψουμε τη στρατηγική της Διά Βίου Μάθησης και της Πιστοποίησης στην οποία εντάσσονται.

ΤΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟ ΜΑΣ ΠΛΑΙΣΙΟ

Για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές

Θέτουμε το γενικό πλαίσιο για τη δημιουργία ενός συστήματος Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης.

• Ενιαίες προπτυχιακές σπουδές που θα παρέχουν ολοκληρωμένη επιστημονική γνώση και ταυτόχρονα πλήρη επαγγελματική επάρκεια. Το πτυχίο να είναι μοναδική προϋπόθεση κατοχύρωσης της πρόσβασης στο επάγγελμα. Κατάργηση κάθε άλλης προϋπόθεσης, όπως επίσης και απεμπλοκή των επιστημονικών επιμελητηρίων από την πιστοποίηση της επαγγελματικής ικανότητας.

• Αναμόρφωση των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και επανεξέταση των αντικειμένων τους, ώστε, παράλληλα με τις αναγκαίες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, να ανταποκρίνονται ενιαία στις πραγματικές ανάγκες της επιστημονικής και κοινωνικής προόδου. Προγράμματα που θα συνδυάζουν μια ανώτατης στάθμης γενική μόρφωση με την εμβάθυνση σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο, ώστε να οδηγούν σε υψηλού επιπέδου επαγγελματική ειδίκευση και ικανότητα.

• Καμιάς μορφής ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, έξω οι επιχειρήσεις από το Πανεπιστήμιο και την έρευνα. Οχι στην εφαρμογή της οδηγίας 36/2005, κατάργηση του Νόμου για τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.

Επικεντρώνουμε στα ειδικά αιτήματα:

• Ενιαίες μεταπτυχιακές σπουδές που θα οδηγούν σε παραγωγή νέας πρωτότυπης γνώσης και στη λήψη αποκλειστικά διδακτορικού διπλώματος.

• Κατάργηση των πάσης φύσεως μεταπτυχιακών ειδίκευσης.

• Αμεση κατάργηση όλων των διδάκτρων κάθε μορφής σε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές. Κατάργηση κάθε μορφής επιχειρηματικής δραστηριότητας.

• Κατάργηση του συστήματος αξιολόγησης και πιστωτικών μονάδων στα μεταπτυχιακά, της σύνδεσης της χρηματοδότησης με το βαθμό ανταπόκρισής τους στις απαιτήσεις της «αγοράς».

• Δωρεάν συγγράμματα για όλους τους μεταπτυχιακούς φοιτητές.

• Δωρεάν σίτιση, συγκοινωνίες .

• Να πληρωθούν άμεσα όλες οι χρωστούμενες αντιμισθίες και να καταργηθεί το επικουρικό έργο, που στην ουσία είναι ελαστική και κακοπληρωμένη εργασία.

• Για τους εργαζόμενους που παρακολουθούν ΠΜΣ: κατοχυρωμένη άδεια με αποδοχές. 6ωρο - 5μερο - 30ωρο. Ο χρόνος φοίτησης να προσμετράται ως συντάξιμος.

• Δωρεάν περίθαλψη και υγεία.

• Επιδότηση ενοικίου για αυτούς που δεν εργάζονται.

Για τους υποψήφιους διδάκτορες

• Αναπροσανατολισμός της έρευνας, ώστε σχεδιασμένα να υπηρετεί τις σύγχρονες διευρυμένες λαϊκές ανάγκες και την εξέλιξη της επιστήμηςκαι όχι τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών

• Τριπλασιασμός των δαπανών της έρευνας αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, για να μπορεί το κάθε πανεπιστήμιο να εφαρμόσει την ερευνητική του πολιτική, να εξασφαλίσει στα μέλη ΔΕΠ τη δυνατότητα απρόσκοπτης ερευνητικής δραστηριότητας. Να μην περάσει καμία δεσμευτική προαπαίτηση αποδοχής της αντιλαϊκής πολιτικής της Ε.Ε. και των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που σήμερα θέτουν ως όρο χρηματοδότησης της ερευνητικής εργασίας την υπογραφή του υποψήφιου διδάκτορα στους αντιεκπαιδευτικούς και αντιλαϊκούς νόμους που ψήφισαν.

• Υποτροφίες για όλους τους υποψήφιους διδάκτορες στο ύψος του βασικού κατώτατου μισθού (1.400 ευρώ) αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κάλυψη των απαραίτητων εξόδων για συμμετοχή σε συνέδρια και άλλες ερευνητικές δραστηριότητες πάνω στο αντικείμενο των υπ. διδακτόρων. Διασφάλιση της δυνατότητας να διεξάγουν τμήμα της έρευνάς τους στο εξωτερικό, εφόσον αυτό απαιτείται, με πλήρη κάλυψη των εξόδων διαβίωσης και σπουδών

• Πλήρης ασφαλιστική κάλυψη με ευθύνη του κράτους. Αναγνώριση ως προϋπηρεσία και συνταξιοδότηση του χρόνου των διδακτορικών σπουδών.

• Κατάργηση κάθε μορφής ετεροαπασχόλησης των διδακτορικών φοιτητών. Κατάργηση του επικουρικού έργου.

• Προκήρυξη θέσεων μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που θα καλύπτουν το σύνολο των αναγκών. Κατάργηση του θεσμού των εκτάκτων. Κάλυψη των διοικητικών και τεχνικών αναγκών με πρόσληψη μόνιμου προσωπικού

• Αναβάθμιση του απαιτούμενου διδακτικού έργου με την ουσιαστική βοήθεια και παρουσία του καθηγητή. Κάλυψη των κενών σε ΔΕΠ και βοηθητικό διδακτικό - διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Οχι στην υποκατάστασή τους από μεταπτυχιακούς

• Εμπλουτισμός και ανανέωση των βιβλιοθηκών. Δωρεάν πρόσβαση στα επιστημονικά περιοδικά και στις βάσεις δεδομένων στο διαδίκτυο.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. «Οι θέσεις του ΚΚΕ για την Ανώτατη Εκπαίδευση», Πρόταση του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ, Απρίλης 2001, ανατύπωση Απρίλης 2004, σελ. 12.

2. «Οι θέσεις του ΚΚΕ για την Ανώτατη Εκπαίδευση», Πρόταση του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ, Απρίλης 2001, ανατύπωση Απρίλης 2004, σελ. 12.

3. Στόχος του Προγράμματος ERASMUS MUNDUS, βάσει της προκήρυξης, είναι «η ανάδειξη της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η συμβολή στη βελτίωση και την ενίσχυση των επαγγελματικών προοπτικών των φοιτητών και η προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες, σύμφωνα με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, με σκοπό τη συμβολή στην αειφόρο ανάπτυξη των τρίτων χωρών στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Η δράση 1 του προγράμματος αυτού, «η οποία αποσκοπεί στην καλλιέργεια της συνεργασίας μεταξύ ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ακαδημαϊκού προσωπικού από την Ευρώπη και τις τρίτες χώρες με στόχο την δημιουργία πόλων αριστείας και την παροχή υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού», υποδιαιρείται σε δύο επιμέρους δράσεις: Δράση 1A - Προγράμματα Μάστερ του Erasmus Mundus και Δράση 1B - Κοινά διδακτορικά προγράμματα του Erasmus Mundus.

4. Βλ. την «Εκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με καλύτερες σταδιοδρομίες και περισσότερη κινητικότητα: μια ευρωπαϊκή σύμπραξη για τους ερευνητές».

5. «Για μια δημοκρατική μεταρρύθμιση», Τμήματος Παιδείας του ΣΥΝ, 2004.

6. Βλ. την ιστοσελίδα των ΕΑΑΚ στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων του ΕΜΠ: http://www.anafi.ntua.gr