Θα ξεκινήσω από την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Συμβουλευτικής Επιτροπής των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το Σεπτέμβρη 1989 στο Βουκουρέστι, γιατί εκεί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά –τουλάχιστον με τόση καθαρότητα– ότι ανάμεσα στα κόμματα των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας υπάρχουν θεμελιακές διαφορές απόψεων. Στη σύσκεψη αυτή ο επίσημος εκπρόσωπος του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κάποιος Χορν, κατέβασε επίσημα την πρόταση –και φρόντισε να γίνει κατανοητό ότι δεν είχε διάθεση να υποχωρήσει– να ανοίξουν τα σύνορα της χώρας του. Δεν έγινε καμιά μεγάλη συζήτηση στο θέμα και ο Γκορμπατσόφ αντέδρασε στις σκέψεις αυτού του «συντρόφου» Χορν με τη διαπίστωση ότι: «Έχουμε αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό το κάθε κόμμα να αποφασίζει αυτόνομα για την εξωτερική ή εσωτερική πολιτική του».
Στη συνέχεια έγινε διάλειμμα όπου σχηματίστηκαν διάφορες ομάδες. Μια ομάδα την αποτελούσαν οι Ζίφκοφ, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, Χόνεκερ, Πρόεδρος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ) και Τσαουσέσκου, ηγέτης των Ρουμάνων κομμουνιστών. Ήταν και οι τρεις τους εκτός εαυτού, εξοργισμένοι.
Το διάλειμμα τελείωσε και η ιστορία έληξε άδοξα. Η πρόταση αυτού του Χορν έγινε αποδεκτή χωρίς περαιτέρω συζητήσεις, κυρίως χάρη στο κύρος της σοβιετικής αντιπροσωπείας, αποτελούμενης από τους Γκορμπατσόφ, Σεβαρνάντζε και λοιπούς κι έτσι το θέμα έκλεισε. Όλοι ήταν κατά κάποιο τρόπο σοκαρισμένοι, ενώ μερικοί ήταν –όπως ειπώθηκε– εξοργισμένοι.
Και τώρα το επόμενο σημείο: Υπήρχε μία –κατά τη γνώμη μου καλή– παράδοση σύμφωνα με την οποία, μετά την επίσημη σύγκληση των αντιπροσώπων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, συγκαλούνταν μια σύσκεψη των πρώτων γραμματέων, δηλαδή των Γενικών Γραμματέων των κομμάτων. Ήξερα ότι ο σ. Χόνεκερ ήθελε βασικά να θέσει σε αυτή τη σύσκεψη την απαίτηση, τα κόμματα του Συμβουλίου της Βαρσοβίας ενωμένα και αποφασιστικά να πάρουν θέση ενάντια στις ιδεολογικές και κάθε λογής επιθέσεις των κρατών του ΝΑΤΟ –και κυρίως των ΗΠΑ– και να διαμορφώσουν ανάλογα την πολιτική τους. Αν φτάναμε ως εκεί, θα είχαμε μια σκληρή αντιπαράθεση με τους υπευθύνους της σοβιετικής αποστολής, Γκορμπατσόφ, Σεβαρνάντζε και σία. Τη νύχτα, μετά το τέλος της συνεδρίασης της Πολιτικής Συμβουλευτικής Επιτροπής και της παραμονής της συνάντησης που αναφέρω, μας ξύπνησαν μέσ’ στα χαράματα. Με παρακάλεσαν όσο πιο γρήγορα γίνεται να πάω στο δωμάτιο του σ. Στοφ, ο οποίος ήταν αναπληρωτής επικεφαλής της αντιπροσωπείας μας. Δε γνώριζα το λόγο. Ντύθηκα και όταν συγκεντρωθήκαμε στο δωμάτιό του σ. Στοφ, αυτός μας ανακοίνωσε ότι ο σ. Χόνεκερ είχε αρρωστήσει βαριά, ότι δεν μπορούσε ούτε καν να σταθεί στα πόδια του και κατά συνέπεια δεν μπορούσε λοιπόν να παραμείνει στη Ρουμανία. Οι Ρουμάνοι σύντροφοι τον είχαν ήδη μεταφέρει στο νοσοκομείο και οι γιατροί ανακοίνωσαν ότι θα μπορούσε να μετακινηθεί αφού του χορηγηθεί πρώτα η απαραίτητη φροντίδα. Ο Στοφ –βασιζόμενος στις ιατρικές ανακοινώσεις– πρότεινε να μεταφερθεί με αεροπλάνο στη ΓΛΔ, συνοδευόμενος από τον Κρεντς. Ήμασταν όλοι συντετριμμένοι –εγώ ιδιαίτερα, γιατί μέχρι τότε δεν είχα διαπιστώσει τα προβλήματα της υγείας του σ. Χόνεκερ– και συμφωνήσαμε με την πρόταση. Πάρθηκαν όλα τα μέτρα για την επιστροφή του.
Ρώτησα το σ. Στοφ τι στάση θα κρατήσει στη σύσκεψη των πρώτων γραμματέων και πήρα την απάντηση: Αφού δεν είναι πρώτος γραμματέας, δεν θα πάρει συγκεκριμένη θέση. Η συνεδρίαση είχε λοιπόν την ίδια κατάληξη με εκείνη της Πολιτικής Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Όταν επιστρέψαμε, είχαν ήδη εμφανιστεί στη ΓΛΔ μια σειρά από δύσκολα και αρνητικά γεγονότα και δυσαρέσκεια, σε κάποιο βαθμό ακόμα και στις κομματικές οργανώσεις βάσης, στις επιχειρήσεις κλπ. Και να που τώρα συνέβαινε κάτι με το Χόνεκερ που δεν μπορούσα να καταλάβω (να σημειώσω παρεμπιπτόντως, ότι αυτό ήταν το μοναδικό που δεν κατάλαβα ποτέ σε αυτόν). Και αυτό δεν ήταν άλλο από την ανάθεση της καθοδήγησης του Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας του ΕΣΚΓ στο σ. Μίταγκ και όχι, όπως όλοι νόμιζαν, στον Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς βρισκόταν τον καιρό εκείνο για τους οποιουσδήποτε λόγους σε διακοπές και όλο το διάστημα καθοδηγούσε ο Μίταγκ.